Μαρίνος Αντύπας, ο αγωνιστής που δολοφονήθηκε 9/3/1907
ΑΝΤΥΠΑΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:
Δεν είμαι στοιχείον κακοποιόν και ταραξίας. Είμαι παιδί του λαού, που συγκινήθηκε διά την οικτρά κατάστασιν των αγροτών της Θεσσαλίας.
Ο μηνυτής μου, Γερμανός την καταγωγήν και άνθρωπος των τσιφλικούχων, με κατηγόρησε εις τον Νομάρχην Λαρίσης ως δημεγέρτην, στασιαστήν και ταραξίαν.
Η καταγγελία ήτο ψευδής.
Εις τους αγρότας ωμίλησα πολλάκις αλλ’ όχι ως στασιαστής.
Ωμίλησα ως ανθρωπιστής και κοινωνιστής. Τους υπέδειξα ότι δύναται να διεκδικήσουν τα δικαιώματά των και ότι τα τσιφλίκια είνε η γη των προγόνων των, η βιαίως και ατίμως περιελθούσα εις την κατοχήν των μπέηδων και πασάδων αρχικώς και ακολούθως μεταβιβασθείσα εις τυράννους φέροντας ελληνικά ονόματα, αλλά ψυχήν ανθρωπομόρφων θηρίων…».
Μαθητής ακόμα στο Γυμνάσιο του Αργοστολίου ήρθε σε επαφή με τις ριζοσπαστικές ιδέες της εποχής και έγινε από τους πρώτους φλογερούς σοσιαλιστές. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και συμμετείχε στην κρητική επανάσταση κατά των Τούρκων το 1897, όπου γνωρίστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Συνελήφθη το 1905, επειδή κατήγγειλε δημόσια τα Ανάκτορα για προδοσία.
Όταν αποφυλακίστηκε, επέστρεψε στην Κεφαλλονιά και εξέδωσε εφημερίδα με τον τίτλο “Ανάστασις”, με την οποία κατήγγειλε τις άρχουσες τάξεις.
Μετά από μια σύντομη διαμονή στη Ρουμανία, επέστρεψε στην Ελλάδα.
Το 1906 ο Αντύπας έφθασε στη Θεσσαλία και ανέλαβε επιστάτης στη γη του θείου του.
Για να δεχθεί τη θέση, έθεσε τους όρους του και έλαβε ρητή διαβεβαίωση ότι θα ασκούσε το έργο του με απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Φυσικά, η συμπεριφορά του δεν θύμιζε σε τίποτα τους βάναυσους και τρομακτικούς επιστάτες των περισσότερων τσιφλικάδων, που καταπατούσαν κάθε δικαίωμα κολίγων. Ο Μαρίνος Αντύπας αναπόφευκτα ήρθε σε αντιπαράθεση με τον επιστάτη του Μεταξά, τον σκληρό και θηριώδη Κυριακό.
Ο Αντυπας ζήτησε την απόλυσή του, αλλά δεν εισακούσθηκε γιατί ο άλλος επιστάτης δεν ανήκε στη δικαιοδοσία του Σκιαδαρέση.
Το μόνο που κατάφερε ήταν να εξασφαλίσει έναν έχθρο που σύντομα αποδείχθηκε θανάσιμος!
Οκτάωρο και δικαιώματα Μαρίνος Αντύπας
Από την πρώτη γνωριμία, ο Μαρίνος προκάλεσε αίσθηση στους κολίγους που τον άκουγαν να τους “δασκαλεύει” για οκτάωρο και εργασιακά δικαιώματα.
Να απαιτεί σχολεία για τα φτωχά παιδιά, δρόμους και γιατρούς για όλους.
Να ζητά να γκρεμιστούν τα χαμόσπιτα, οι ονομαζόμενες χαμοκέλες, και να χτιστούν κανονικά σπίτια για τους εργάτες της γης. Εκείνο όμως που πραγματικά σόκαρε, ήταν ότι εξέφραζε ανοικτά το αίτημα να δοθεί γη στους ακτήμονες εργάτες, γη που θα την έπαιρναν από τους τσιφλικάδες!
Έτσι, το αίτημα της αναδιανομής εκφραζόταν απροκάλυπτα και ηχηρά για πρώτη φορά στην απελευθερωμένη από τους Τούρκους Ελλάδα. Ο Αντύπας δεν ήταν παθητικός σοσιαλιστής που διακήρυττε τις ιδέες του μόνο σε όσους τον συναναστρέφονταν.
Γύριζε στα καφενεία και παρακινούσε τους αγρότες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, δικαιώματα που οι περισσότεροι δεν γνώριζαν καν, καθώς θεωρούσαν την κακοποίηση και την εκμετάλλευση τους άδικο, αλλά νόμιμο δικαίωμα των τσιφλικάδων.
Γρήγορα απέκτησε κι άλλους φανατικούς εχθρούς που σχεδίαζαν την εξόντωσή του.
Το χαστούκι στον Σλήμαν
Η αντίστροφη μέτρηση για τον Αντύπα άρχισε με το φραστικό επεισόδιο που είχε στην Αθήνα με τον Αγαμέμνονα Σλήμαν, γιο του περίφημου αρχαιολόγου που ανακάλυψε την Τροία.
Το χαστούκι στον Σλήμαν
Η αντίστροφη μέτρηση για τον Αντύπα άρχισε με το φραστικό επεισόδιο που είχε στην Αθήνα με τον Αγαμέμνονα Σλήμαν, γιο του περίφημου αρχαιολόγου που ανακάλυψε την Τροία.
Ο Σλήμαν ήταν βουλευτής και μεγαλοτσιφλικάς στην Αγιά Θεσσαλίας. Με απαξιωτικό τρόπο αυτός και κυρίως η ελληνογερμανίδα γυναίκα του αποκαλούσαν τον Αντύπα “λούμπεν” και εξέφραζαν δημόσια την απέχθειά τους, λέγοντας ότι “είναι θρασύς” που τολμά να περνά από μπροστά τους και να τους κοιτάζει.
Ο Αντύπας το πληροφορήθηκε και, όταν τυχαία τους συνάντησε σ’ ένα καφενεία, ζήτησε εξηγήσεις.
Λέγεται ότι ο Αντύπας ρώτησε τον Σλήμαν: “Γιατί με κατηγορείς;” και ο πολιτικός-τσιφλικάς του απάντησε: “Σε κατηγορώ με το δικαίωμα ενός ελεύθερου πολίτη”. Τότε ο Αντύπας τον χαστούκισε δυνατά σχολιάζοντας: “Τότε κι εγώ σε χαστουκίζω με το δικαίωμα ενός ελεύθερου πολίτη”.
Όπως γράφτηκε, “το χαστούκι ακούστηκε σε όλη την Ελλάδα” και έδωσε το μέτρο της ανυποταγής απέναντι στους τσιφλικάδες, τους επιστάτες και φυσικά το κράτος.
Τότε για δεύτερη φορά, ο φλογερός κοινωνικός επαναστάτης βρέθηκε στη φυλακή.
Η απολογία του στη δίκη ήταν ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια στο κράτος και τους τσιφλικάδες:
“Εις τη Θεσσαλίαν η κατάστασις είναι αθλία και η εικών απαισία. Έλληνες αδελφοί μας, γυμνοί και κατίσχνοι, εφ’ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουσιν ως φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων”.
Και η καταδίκη του, εικοσαήμερη φυλάκιση.
Η δολοφονία και η παρακαταθήκη
Ο Μαρίνος Αντύπας ως επιστάτης έμενε στο ίδιο οίκημα με τον άτεγκτο συνάδελφό του, Ιωάννη Κυριάκο, τον αδίστακτο επιστάτη του Μεταξά.
Στις 8 μαρτίου 1907, ο Αντύπας επέστρεψε στον Πυργετό και πήγε για ύπνο στο κονακι των επιστατών.
Όταν προσπάθησε να ανέβει στον όροφο, διαπίστωσε ότι ο Κυριάκος είχε κλειδώσει την πόρτα του διαδρόμου και έτσι δεν μπορούσε ν’ ανέβει στο δωμάτιό του για να κοιμηθεί μετά από μία κοπιαστική μέρα.
Χτύπησε πέντε-έξι φορές την πόρτα του Κυριακού και στο τέλος του άνοιξε η γυναίκα του.
Της έκανε παρατήρηση, αλλά αυτή δεν απάντησε. Σπάνια μιλούσε.
Το επόμενο βράδυ, στις 8 Μαρτίου του 1907, ο Αντύπας βρήκε και πάλι την πόρτα κλειστή. Άρχισε να τη χτυπά με μεγαλύτερη ένταση αυτή τη φορά.
Τότε ακούστηκε ο Κυριακός να λέει στη γυναίκα του: “Πήγαινε να ανοίξεις μωρέ σ’ αυτό το παλιόσκυλο”.
Ακολούθησε έντονο φραστικό επεισόδιο, με τον Αντύπα να φωνάζει: “Γιατί έκλεισες την πόρτα, αφού ξέρεις ότι είμαι κάτω και σε λίγο θα αποσυρθούμε στα δωμάτιά μας;”
Η ένταση κορυφώθηκε, με τον θηριώδη Κυριακό να αρπάζει τον μικροκαμωμένο Αντύπα και να τον τραβά στο δωμάτιό του.
Οι μάρτυρες καταθέτουν ότι ξεκρέμασε την καραμπίνα από τον τοίχο και του έριξε.
Η πρώτη μπαταριά τον τραυμάτισε ελαφρά, αλλά στη συνέχεια ο Κυριακός τον πυροβόλησε και δεύτερη φορά.
Ο Αντύπας ξεψύχησε λίγη ώρα αργότερα στα χέρια του ξαδέρφου του, Παναγιώτη Σκιαδαρέση.
Τα τελευταία του λόγια ήταν η πολιτική του παρακαταθήκη στους αγρότες: “Ελευθερία, ισότης, αδελφότης”, ψέλλισε και πέθανε.
Ο αστυνόμος τηλεγράφησε αμέσως ότι “Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου”. Δηλαδή, προτού ακόμη αρχίσει η ανακριτική διαδικασία, οι αρχές είχαν βγάλει πόρισμα ότι ο Aντύπας χτύπησε πρώτος κι ότι ο δολοφόνος ήταν σε άμυνα. Ήταν φανερό ότι το κατεστημένο ήθελε να προστατέψει τον δολοφόνο και σίγουρα δεν στενοχωρήθηκε καθόλου που ο Αντύπας βγήκε από τη μέση.
Η είδηση για τη δολοφονία απλώθηκε στον κάμπο σαν ανεξέλεγκτη φωτιά.
Η σορός του Αντύπα μεταφέρθηκε από χωρικούς στη Λάρισα, όπου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα.
“Είναι ανώτερον πάσης περιγραφής το μεγαλείον, όπερ ενείχεν η επιτάφιος πομπή, η συνέχουσα δε τα πλήθη συγκίνησις, ήτις εξερρήγνυτο, ενός πασχόντος λαού δύναται να παράσχη το μέτρον της μεγάλης συμφοάς”, έγραψε τότε η εφημερίδα Πανθεσσαλική.
Ο Κυριακός δικάστηκε, αλλά το δικαστήριο με μια μνημειώδη απόφαση τον αθώωσε, επειδή το θύμα του διατάραξε τον ύπνο!
Ο δικαστής δέχθηκε ότι ο Μαρίνος Αντύπας εφονεύθη έπειτα από “βρασμό ψυχικής ορμής, που δημιουργήθηκε λόγω του ακατάλληλου της ώρας και λόγω του ύπνου της οικογενείας του δολοφόνου”.
Οι κολίγοι δεν ξέχασαν ποτέ τον Αντύπα, που έγινε θρύλος και σύμβολο.
Απ' την Ράνια !!
***
Με το πέρασμα της Θεσσαλίας στην επικράτεια του Ελληνικού κράτους, στα 1881, η γη απλώς άλλαξε χέρια και από τον Τούρκο τσιφλικά πέρασε στον Ελληνα τσιφλικά. Ποια ήταν η πραγματικότητα που διαμορφώθηκε για τους κολίγους;
«Οι καλλιεργηταί, όπως και πρώτα - γράφει ο Δ. Μπούσδρας - υποχρεούντο να δίδωσιν εις τον γαιοκτήμονα (αφέντην), το τρίτον ή το ήμισυ των παραγομένων καρπών, ενοίκιο διά την βοσκήν των κτηνών, μέγαν αριθμόν ορνίθων και αμνών, ικανήν ποσότητα τυρού, βουτύρου, καυσοξύλων, αιγών, πεπονιών, χόρτου και αχύρου, να στέλλωσιν εν θήλυ μέλος, ίνα ζυμώνη και ψήνη το ψωμί της επιστασίας, λείψανον του δικαιώματος της πρώτης νυκτός: Οι τσιφλικούχοι εξουσίαζον το σώμα των γυναικών και των θυγατέρων των κολίγων... Κατώκουν (σ. σ. οι κολίγοι) εις τρώγλας και πολλοί συνέτρωγον εν τη αυτή φάτνη με τους όνους των, θνήσκοντες δε, και με αιμάσσουσαν καρδίαν, ητένιζον τα πέριξ της κλίνης του θανάτου τέκνα των, διότι τα εγκατέλειπον άστεγα... Οσάκις δε υπεδέχοντο τον αφέντην επισήμως, γονυπετείς, εσύροντο, εκτύπων το χώμα με το μέτωπον τρεις φορές και εφίλουν τον αριστερόν πόδα του. Γενικώς δε ειπείν αι μεγάλαι πιέσεις, αι εξαθλιώσεις και αι αφόρητοι ταπεινώσεις δίκην μαστιγίου, έπληττον τα νώτα και είχον κάμει τους χωρικούς δέκτας ενός επαναστατικού ευαγγελίου... » (Δ. Μπούσδρας: «Η Απελευθέρωσις των Σκλάβων αγροτών», σελ. 1 - 2).
Η πάλη των κολίγων συμπυκνώθηκε στο σύνθημα της απαλλοτρίωσης της γης που έριξε πρώτη η εφημερίδα «Πανθεσσαλική» του Σοφ. Τριανταφυλλίδη, η οποία έβγαινε στο Βόλο από το 1900. Τους κολίγους του κάμπου ενέπνευσαν ακόμη οι απεργίες των Βολιωτών καπνεργατών και οι αγώνες του Σοσιαλιστικού Κέντρου του Βόλου.
Κι έγινε θρύλος....
Ηταν Σάββατο 6 (19) του Μάρτη του 1910. Είχε προγραμματιστεί να γίνει αγροτικό συλλαλητήριο, στη Λάρισα με αίτημα την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Από τα ξημερώματα κολίγοι από τα χωριά της περιοχής έφταναν στην πόλη, κρατώντας μαύρες και κόκκινες σημαίες. Εκεί, αναπτύσσονταν και οι δυνάμεις καταστολής, με τους καβαλάρηδες του ιππικού και τους χωροφύλακες.
«Κινδυνεύομεν με όσα γίνονται εν Θεσσαλία - έγραφε στην "ΕΣΤΙΑ" ο Αδ. Κύρου - να προκαλέσωμεν επέμβασιν εξωτερικήν. Είναι καιρός να συνέλθωμεν και να αντιληφθώμεν ότι δεν είναι καιρός διά πειραματισμούς».
Και η εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ» του Πωπ συμπλήρωνε: «Η εν Θεσσαλία εξέγερσις, η παράλογος αλλά και όντως αντιπατριωτική κατά την περίοδον ταύτην του πολιτειακού ημών βίου, πρέπει να περισταλή πάση θυσία... » (Γ. Κορδάτος: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος XIII, σελ. 187).
Σ' ένα χωριουδάκι έξω από τη Λάρισα, στο Κιλελέρ, (Κυψέλη), κολίγοι συγκεντρώθηκαν για να επιβιβαστούν στο τρένο και να πάνε στο συλλαλητήριο. Οταν ήρθε το τρένο από το Βόλο, θέλησαν ν' ανέβουν. Δεν έβγαλαν, όμως, εισιτήριο, θεωρώντας ότι για μια φορά και γι' αυτή την ειδική περίπτωση είχαν το δικαίωμα να ταξιδέψουν δωρεάν.
Στο τρένο βρισκόταν και ο διευθυντής των θεσσαλικών σιδηροδρομικών γραμμών, Πολίτης, συνοδεύοντας τον Γερμανό δημοσιογράφο Φίσερ. Ακούγοντας ότι οι κολίγοι δε θέλουν να πληρώσουν εισιτήριο, διέταξε τους σιδηροδρομικούς να τους κατεβάσουν από το τρένο. Οι κολίγοι, βλέποντας πως υπήρχε στρατός στο τρένο, κατέβηκαν. Οργισμένοι, όμως, από τις βρισιές του Πολίτη εναντίον τους, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να πετροβολούν την αμαξοστοιχία. Το τρένο έφυγε, αλλά σε μικρή απόσταση παραπέρα άλλη μια ομάδα κολίγων, γύρω στα 800 άτομα, με κόκκινες σημαίες, προσπάθησαν να το σταματήσουν ζητώντας να τους μεταφέρει χωρίς εισιτήριο. Βρίζοντας, πάλι, χυδαία ο Πολίτης ζήτησε από τον αξιωματικό που ήταν επικεφαλής των στρατιωτών από το Βόλο, να «προστατεύση την έννομον τάξιν». Κι αυτός διέταξε τους ευζώνους και τους φαντάρους να πυροβολήσουν εναντίον των κολίγων.
Δύο αγρότες - ο Νταφούλης και ο Μπόκας - πέφτουν νεκροί από τα βόλια των τσολιάδων κι ένας άλλος πληγώνεται βαριά. Το τρένο συνεχίζει την πορεία του και φτάνει στο σταθμό του Τσουλάρ (Μελία), όπου είναι μαζεμένοι πολλοί κολίγοι. Σταματάει εκεί κι αρχίζει ο πετροβολισμός του. Οι τσολιάδες ξαναρίχνουν στο ψαχνό κι η γη ξαναβάφεται στο αίμα. Ο Ακριβούλης μένει στον τόπο, ο Μπατάλας λαβώνεται βαριά κι άλλοι δεκαπέντε κολίγοι ελαφρύτερα.
Οι δολοφονικές επιθέσεις του στρατού κατά των κολίγων γίνονται γνωστές στ' αδέλφια τους που είναι συγκεντρωμένοι στη Λάρισα κι αρχίζουν να διαμαρτύρονται. Οι δυνάμεις καταστολής ζητούν τη διάλυσή τους, αλλά αυτοί δεν υποχωρούν. Φωνάζοντας «κάτω οι τσιφλικάδες» κινούνται κατά κύματα προς την πλατεία της πόλης.
Ο υπίλαρχος Χρύσης και ο ανθυπίλαρχος Σκανδάλης διατάζουν πυρ και ο αγρότης Μπάνταρης πέφτει στο χώμα. Τραυματίζονται ακόμα ο Γκολέμας και ο Καραμπέρης. Τα θύματα θα ήταν πολύ περισσότερα αν κάποιοι υπαξιωματικοί από το Βόλο και τον Πειραιά, που είχαν φιλοαγροτικά αισθήματα και προοδευτικές ιδέες, δε ζητούσαν από τους φαντάρους να μη «χτυπάνε στο ψαχνό».
Παρά τις άγριες επιθέσεις οι αγρότες καταφέρνουν να φτάσουν στην πλατεία, μπροστά στο ξενοδοχείο «Πανελλήνιον», όπου πραγματοποιείται η μεγάλη συγκέντρωση. Εκεί, κάποιοι πολιτικάντηδες - δήμαρχοι και άλλοι - πήγαν να πάρουν το λόγο, αλλά οι κολίγοι δεν τους άφησαν.
Στο ψήφισμα που εγκρίθηκε και στάλθηκε τηλεγραφικώς στην κυβέρνηση και στη Βουλή αναφέρεται:
«Απας ο γεωργικός λαός Λαρίσης συνελθών πανοικεί σήμερον Λάρισαν ίνα εκφράση βαθύν πόνον και πικρόν παράπονον διά την υποβολήν και επιψήφισιν του νόμου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και προικοδοτήσεως γενναιοτέρας του Γεωργικού Ταμείου.
Απαιτεί:
α) Την άμεσον επιψήφισιν του νομοσχεδίου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και διανομήν των Ζαππείων κτημάτων.
β) Την γενναιοτέραν προικοδότησιν του Γεωργικού Ταμείου διά της διαθέσεως του όλου φόρου των αροτριώντων κτηνών και παντός ό,τι νομίζει η κυβέρνησις καλύτερον.
γ) Εκφράζει την βαθείαν λύπην και οδύνην του διά την εκ μέρους των αρχών της πολιτείας άδικον επίθεσιν κατά του φιλησύχου και νομοταγούς λαού, ου θύματα υπήρξαν άοπλοι και λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας».
Η κυβέρνηση Δραγούμη όχι μόνο δε νοιάστηκε για τα προβλήματα και τα αιτήματα των κολίγων, αλλά έβγαλε διαταγή να πιαστούν και να φυλακιστούν οι «πρωταίτιοι». Εκατοντάδες Θεσσαλοί αγρότες, που συμμετείχαν στην κινητοποίηση, κλείστηκαν, επί μήνες, στις φυλακές Χαλκίδας και Λαμίας...
Αγροτοδικεία
Μετά το μακελειό της 6ης Μαρτίου του 1910, η κυβέρνηση του Στ. Δραγούμη οργάνωσε δίκες κατά των αγροτών. Η μία δίκη για τα αιματηρά γεγονότα στο Κιλελέρ, το Τσουλάρ και τη Λάρισα - με κατηγορούμενους 25 αγρότες και αγροτιστές - έγινε στη Λαμία. Η δεύτερη με κατηγορούμενους 35 αγρότες και αγροτιστές για το συλλαλητήριο της 27ης Φλεβάρη στην Καρδίτσα έγινε στο κακουργιοδικείο της Χαλκίδας. Εκεί πρωτοστάτησε κατά των αγροτών ο εισαγγελέας Λιβαδειάς Κ. Γεωργιάδης, ο οποίος στην αγόρευσή του, μεταξύ άλλων, είπε: «Η κολληγία είναι δικαίωμα ενοχικόν, εταιρεία ή μίσθωσις και συνεπώς οι κατηγορούμενοι δεν εδικαιούντο να δημιουργήσωσιν ταραχάς... Αγροτικόν ζήτημα δεν υφίσταται. Οι τσιφλικούχοι πιέζονται και, όπως απαλλαγώσι καθημερινών συγκρούσεων, ενοικιάζουν τα κτήματά των. Ο Θεσσαλός δεν είναι γεωργός αλλά κτηνοτρόφος. Αρνείται να καλλιεργήση πλέον των είκοσι στρεμμάτων. Παρασύρεται ευκόλως... Σπαταλά την περιουσίαν του στα μαναβικά και δι' αυτό κατά την εβδομαδιαίαν αγοράν δεν ευρίσκει κανείς φρούτα. Τρώγει τα αχλάδια σαν γουρούνι. Υπάρχουν βεβαίως και καλοί Θεσσαλοί. Αλλ' οι πλείστοι εξ αυτών είναι τεμπέληδες και ζωοκλέπται. Ο "Γεωργικός Σύνδεσμος" ιδρύθη διά σκοπούς εκμεταλλευτικούς... » (Γ. Καρανικόλα: «Κιλελέρ», σελ. 364 - 365 και Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 193).
Οι κατηγορούμενοι αγρότες αθωώθηκαν. Ο αγώνας τους δεν πήγε χαμένος.