ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

Για τον Μίκη By Γιώργος Μαργαρίτης



Γιώργος Μαργαρίτης
20 ώρ. ·
Μίκης Θεοδωράκης
Ηράκλειο. Βασιλική Αγίου Μάρκου. Δημοτική Πινακοθήκη.
Έκθεση χαρακτικών για τον Μίκη Θεοδωράκη (25 Ιουλίου-22 Αυγούστου 2025)
Επιμελήτρια της έκθεσης και ουσιαστική δημιουργός της η εικαστικός Φωτεινή Κοκολάκη
Η ομιλία μου στα εγκαίνια της έκθεσης.
Ο συναρπαστικός αιώνας του Μίκη Θεοδωράκη
Εκατό μόλις χρόνια έχουν περάσει από τον Ιούλιο του 1925, τον μήνα που ο Μιχάλης (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στην Χίο. Μόλις, είπα, γιατί με τα μέτρα της ιστορίας, εκατό χρόνια είναι ένα μικρό, σύντομο διάστημα – όσο μια ανθρώπινη ζωή περίπου. Συνήθως δεν συμβαίνουν πολλά πράγματα μέσα σε αυτό. Και όμως, ετούτος εδώ ο αιώνας που μόλις έκλεισε δεν ήταν ένας συνηθισμένος αιώνας. Χώρεσαν σε αυτόν γεγονότα και εξελίξεις πολλές, από εκείνες που συγκροτούν ξεχωριστά κεφάλαια στην ιστορία της ανθρωπότητας. Χώρεσε ένας ακόμα παγκόσμιος πόλεμος, χώρεσε η πτώση των αποικιακών αυτοκρατοριών και μαζί τους η παγκόσμια κυριαρχία της Ευρώπης, χώρεσε ο Ψυχρός πόλεμος και ο φόβος του πυρηνικού ολοκαυτώματος – το τέλος του πολιτισμού. Χώρεσαν τερατογενέσεις από την απόλυτη βαρβαρότητα του ναζισμού ως την σημερινή, δίπλα μας, μεθοδευμένη και προγραμματισμένη γενοκτονία ενός ολόκληρου λαού στην Παλαιστίνη και την Γάζα. Χώρεσε όμως και η ελπίδα των λαών, οι αγώνες τους, η Αντίστασή τους στο άδικο, η νίκη τους πάνω στον ναζισμό, στην αποικιοκρατία και η μεγάλη έφοδος στον ουρανό: η Σοβιετική Ένωση.
Αλλά και η πατρίδα μας, η πατρίδα του Μίκη Θεοδωράκη, γνώρισε πολλά μέσα στα σύντομα ετούτα εκατό χρόνια. Πόλεμοι, τι το ασυνήθιστο, από τα βουνά της Αλβανίας ως τον Γράμμο και από εκεί ως τον Πενταδάκτυλο της Κύπρου. Δικτατορίες, αγώνες, μια ολόκληρη δεκαετία Αντίστασης, Επανάστασης, προσδοκίας, αγώνων ενάντια σε κατακτητές και σε εγχώριους δυνάστες. Ένας μακρόχρονος εμφύλιος, ένα σκληρό, εγκληματικό, μακρύ μετεμφυλιακό καθεστώς με κορωνίδα του την επτάχρονη δικτατορία και, στη συνέχεια, μια ανάπηρη δημοκρατία, με τον λαό απλό θεατή, σε απόμακρες, απολυμασμένες πολιτικά, εξέδρες. Στην ίδια και την αυτή χώρα – μια μικρή χώρα, με ένα μικρό λαό – είδαμε να γεννιούνται θαύματα και τραγωδίες. Από την μία το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ, ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, ο ΕΛΑΣ, ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας και από την άλλη να ξεπηδούν δικτάτορες, βασανιστές, δεσμοφύλακες, παλατιανοί αυλοκόλακες, πολιτικοί αρλεκίνοι, δουλικοί στους ξένους, σκληροί με τον ίδιο τους τον λαό.
Στο υπόστρωμα, πίσω από ετούτα τα μεγάλα γεγονότα, στα θεμέλιά τους, αν θέλετε, υπήρχε μια μεγάλη τομή: το 1922. Ήττα η χρονιά της καταστροφής και της προσφυγιάς αλλά επίσης, η χρονιά όπου, πρώτη φορά στους αιώνες, συγχωνεύτηκε ο Ελληνισμός με την Ελλάδα. Για ένα ορόσημο επρόκειτο, για μια νέα αφετηρία. Τα πάντα μπορούσαν να φτιαχτούν από την αρχή. Μέσα από την καταστροφή ξεκινούσε μια περίοδος προκοπής και δημιουργίας. Κάτι το τόσο σοβαρό και μεγάλο δεν μπορούσε φυσικά να περάσει απαρατήρητο και ασχολίαστο από τα γράμματα και τις τέχνες.
Ο Θεοδωράκης γεννήθηκε μαζί με την νέα ετούτη εποχή. Ακόμα περισσότερο: ήταν παιδί της μεγάλης στιγμής. Οι γονείς γνωρίστηκαν στην Μικρά Ασία στις παραμονές της καταστροφής. Η μητέρα του Μικρασιάτισσα, ο πατέρας από την Κρήτη. Γεννήθηκε στη Χίο, στα όρια της νέας Ελλάδας, όπως την ήθελε η Συνθήκη της Λωζάνης. Ακολουθώντας τις μεταθέσεις του πατέρα του μεγάλωσε στην Χίο, στην Μυτιλήνη, στα Γιάννενα, στο Αργοστόλι, στον Πύργο, στην Πάτρα, στην Τρίπολη. Άθελά του έγινε ένας μικρός περιηγητής – και μαθητής ταυτόχρονα σε όλα εκείνα που το σχολείο δεν μπορεί να διδάξει. Άκουσε ήχους, σκοπούς, μουσικές πολλούς, τους παλιούς, των τόπων όπου βρέθηκε, τους νέους που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από τους μακρινούς γενέθλιους τόπους τους. Στα ωδεία έμαθε τους κανόνες της τέχνης και τα κλασσικά, δυτικά της, ακούσματα. Στις πλατείες, στα μαγαζιά, στα πανηγύρια, στις εκκλησίες έμαθε την λαϊκή εκδοχή της τέχνης – αυτή που βγαίνει από την ψυχή του λαού και της μιλά, συνδιαλέγεται μαζί της.
Για να συνομιλήσει κανείς με το λαό χρειάζεται μια κοινή γλώσσα, η τέχνη δεν θα μπορούσε να προηγηθεί από αυτήν. Όχι ο Μίκης Θεοδωράκης δεν πήρε μέρος στην σκληρή διαμάχη γύρω από το γλωσσικό ζήτημα σε όλη την διάρκεια του μεσοπολέμου: πρώτον διότι δεν ήταν φιλόλογος, δεύτερο επειδή ήταν ακόμα πολύ μικρός. Στα πρώτα παραγωγικά βήματά του, 12 με 14 χρονών στα 1937-1939, στο Ωδείο της Πάτρας, όμως στράφηκε προς τους τεχνίτες της γλώσσας, εκείνους που την συνθέτουν, εκείνους που μιλούν μέσα από αυτήν: στους ποιητές. Με τα δικά τους ποιήματα – του Σολωμού, του Δροσίνη, του Παλαμά, του Βαλαωρίτη- έκανε τα πρώτα του τραγούδια, έτσι όπως αρμόζει στον λαϊκό πολιτισμό: να μιλά με την γλώσσα των ποιητών του. Ποτέ δεν αναθεώρησε ετούτη του την επιλογή. Ως ψάλτης στην εκκλησία αναμετρήθηκε με την βαθιά παράδοση της Εκκλησίας: με την τέχνη της να συνομιλεί, ενίοτε να συναρπάζει, τον λαό.
Ήρθαν έπειτα χρόνια δίσεκτα. Ο πόλεμος, η κατάκτηση, η Κατοχή. Βρέθηκε στην Τρίπολη, πάντα συντροφιά με την μουσική. Στην τελευταία έδωσε το πρώτο του -ας το ορίσουμε ως συμφωνικό- έργο: την Κασσιανή. Ήταν όμως καιρός που έπρεπε να δώσει περισσότερα στην πατρίδα του και τον λαό του. Στα 25 Μαρτίου του 1943 οι Ιταλοί κατακτητές τον συνέλαβαν ως υποκινητή των πατριωτικών κινητοποιήσεων στην πόλη. Η οικογένειά του τον φυγάδευσε στην Αθήνα. Εκεί συναντήθηκε με την μεγάλη ιστορία, την Αντίσταση, την Επανάσταση που σοβούσε από το 1922 κιόλας. Έγινε μέλος της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νεολαίας, της ΕΠΟΝ, πολύ γρήγορα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και μαχητής του ΕΛΑΣ – διμοιρίτης στο 1ο Τάγμα του ΕΛΑΣ Νέας Σμύρνης. Η μουσική τον συντρόφευε πάντα. Στο Ωδείο Αθηνών συνέχισε την μουσική του παιδεία.
‘Εζησε, πολέμησε, στην πρώτη γραμμή, στις 33 ημέρες της μάχης της Αθήνας, εκεί που ο ΕΛΑΣ αναμετρήθηκε με τα στρατεύματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τους εγχώριους συνεργάτες τους. Ήταν μόλις 19 χρονών τον Δεκέμβριο του 1944. Πολύ αργότερα, μέσα σε μια τρικυμιώδη ζωή, με πολλές δύσκολες στιγμές και σκληρές καταστάσεις, εκείνες τις μέρες του Δεκέμβρη εκτίμησε ως την πλέον σημαντική περίοδο της ζωής του. «Πολέμησε στον Δεκέμβρη» ζήτησε να χαραχθεί, ύψιστος τίτλος τιμής, στο μνήμα του.
Οι μεγάλες στιγμές ηττήθηκαν, η Αντίσταση ηττήθηκε, ο Θεοδωράκης ανήκε όμως σε αυτούς που δεν «παραδέχτηκαν την ήττα». Στις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ, στην εξορία, στην Μακρόνησο, στις φυλακές έδωσε τον δικό του αγώνα. Αναζητούσε τον κίνδυνο: μετείχε στις ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού που επιχείρησαν να ανοίξουν μέτωπο μέσα στην Αθήνα – στην Μακρόνησο βασανίστηκε άγρια, έμεινε παράλυτος για μεγάλο διάστημα και χρειάστηκε πολύς χρόνος για να αναρρώσει. Μόλις στα 1950 τέλειωσε τις σπουδές του στο Ωδείο και στα 1951 τέλειωσαν οι υποχρεώσεις του στον στρατό.
Οι καιροί στο μεταξύ άλλαζαν. Στην Ελλάδα το μετεμφυλιακό καθεστώς, βάναυσο, αντιλαϊκό, αντιδημοκρατικό, αντικομμουνιστικό. Πιστοποιητικά φρονημάτων, εξορίες, φυλακές καταστολή, αγριότητα, εκτελέσεις και δολοφονίες ενίοτε. Η Κύπρος, αποικία τότε των Άγγλων, έφερνε κοντά τους μεγάλους αγώνες των λαών για το τέλος του αποικισμού. Ο Ψυχρός πόλεμος και τα πυρηνικά οπλοστάσια έδιναν νέες διαστάσεις στον πόλεμο. Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε δει ως τότε τον κόσμο από την ελληνική σκοπιά. Είχε έρθει η ώρα να τον δει στην ολότητά του. Από το 1954 ως το 1960 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει στο περίφημο Conservatoire. Από εκεί αντίκρυσε τον κόσμο και ο κόσμος ταυτόχρονα άρχισε να γνωρίζει τον Έλληνα κομμουνιστή συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη.
Στην επιστροφή του στην Ελλάδα στα 1960, τα πράγματα παρέμεναν τα ίδια. Το Παλάτι, ο Στρατός, η ΕΡΕ διαφέντευαν την χώρα και οι τρομεροί νόμοι του εμφυλίου, ο 509 και το Γ’ Ψήφισμα, βρίσκονταν πάντοτε σε ισχύ. Ο ήδη γνωστός συνθέτης ρίχτηκε με ορμή στους αγώνες για την δημοκρατία, τις ελευθερίες του λαού, την ειρήνη. Στα 1963 μετά την δολοφονία του βουλευτή της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, του Γρηγόρη Λαμπράκη, πήρε τη σκυτάλη: έγινε Πρόεδρος της Νεολαίας Λαμπράκη. Στα 1964 εκλέχτηκε βουλευτής της ΕΔΑ. Ήταν τότε 39 πλέον ετών.
Μαζί με την πολιτική στράτευση ήρθε εποχή της δημιουργίας. Ήταν η ανάγκη να βρεί κοινή γλώσσα, να μιλήσει στον ηττημένο και ταπεινωμένο λαό της Ελλάδας, να του δώσει όραμα και παιδεία. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και ο συνθέτης στράφηκε πάλι στους ποιητές. Με τους δικούς τους στίχους θα τραγουδούσε ο κόσμος τις ελπίδες και τα πάθη του. Και τι ποιητές: ο Γιάννης Ρίτσος (Βραβείο Λένιν, 1976), ο Κώστας Βάρναλης (Βραβείο Λένιν 1959), ο Γιώργος Σεφέρης (Βραβείο Νόμπελ 1963), ο Οδυσσέας Ελύτης (Βραβείο Νόμπελ 1979), ο Πάμπλο Νερούδα (Βραβείο Νόμπελ 1971), και πολλοί ελάσσονες, όπως και θαυμάσιοι στιχουργοί.
Το 1960 ο «Επιτάφιος» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, μια μυσταγωγική υπενθύμιση για το πώς ο θάνατος, η ήττα, η ταπείνωση ανοίγουν τον δρόμο στην ελπίδα και στη ζωή. Στα 1964 το «Άξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, μια περιήγηση στο μεγάλο όπλο των λαών: την πατρίδα τους. Ο Θεοδωράκης έφερε την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη κοντά στον λαό, την έκανε κτήμα και παιδεία του, μέρος του νέου λαϊκού πολιτισμού. Ο δε Βάρναλης……τι να πούμε για τον χιλιοτραγουδισμένο χάρη στον Μίκη, Κώστα Βάρναλη….
Ο λαός της Ελλάδας και δίπλα του ο κόσμος ολόκληρος. Αυτό ήταν το σύμπαν του Θεοδωράκη. Με τον Πάμπλο Νερούδα και το Canto General τραγούδησε την πολύπαθη λατινική Αμερική και τους αγώνες της, τραγούδησε την Ιρλανδία και τα πάθη της. Και ακόμα το Μαντχάουζεν, το Ολοκαύτωμα Εβραίων και ανταρτών, ανεξίτηλο στίγμα για τον ναζισμό και τον «δυτικό» λεγόμενο πολιτισμό μας. Βρέθηκαν, όχι πολλά χρόνια αργότερα, πρόθυμοι να κατηγορήσουν τον συνθέτη για αντισημιτισμό – μια κατάσταση που παραπέμπει στο σήμερα όπου η κάθε κριτική, η κάθε καταδίκη στο μεγαλύτερο έγκλημα -ως τώρα- του 21ου αιώνα, τη Γενοκτονία στην Γάζα, χαρακτηρίζεται αντισημιτισμός από τους τότε και τους τώρα «πρόθυμους», οι ίδιοι είναι. Η δε πολύπαθη Παλαιστίνη, χάρη στο Θεοδωράκη, έχει τον ύμνο της. Προσμένει και αυτή, όπως όλοι οι λαοί του κόσμου, την ώρα που θα κτυπήσουν οι καμπάνες, για να τον ακούσει ελεύθερα.
Ήρθε μετά η Απριλιανή Δικτατορία: Αλικαρνασσός, Παρθένι, Ωρωπός, Κορυδαλλός…. Τα γνωστά. Και κάθε βράδυ να κτυπούν τον Ανδρέα στην ταράτσα. Ο Μίκης στην παρανομία ίδρυσε το ΠΑΜ, την πρώτη αντι-δικτατορική οργάνωση. Μετά φυλακές, βασανιστήρια, εξορία. Στην πτώση της Χούντας, στην θυσία της Κύπρου, πάλι παρών, στην πρώτη γραμμή. Να διδάσκει πατριωτισμό και ελευθερία στον λαό του και σε όλους τους λαούς του κόσμου. Τι κι αν στο μεγάλο μπέρδεμα εκεί μετά τα 1989-1991, αστόχησε κι αυτός. Δεν ήταν ο μόνος τότε που αστόχησε. Το ανδρειωμένο όμως μην τον κλαις…όπως και την Ρωμιοσύνη. Στο τέλος δε μόνο τα μεγάλα, τα σημαντικά θα μείνουν…. Οι μικρότητες ας μείνουν στους μικρούς.
Η δική μου γενιά μεγάλωσε με τον Μίκη Θεοδωράκη, διδάχθηκε από αυτόν, πήρε μαθήματα ουσιαστικά και σπουδαία, αυτά που σε κανένα Πανεπιστήμιο ή σχολείο δεν τα μαθαίνει κανείς. Πρόσφατα, στο Παναθηναϊκό στάδιο, στην συναυλία που οργάνωσε το ΚΚΕ, ήταν πολλοί, πάρα πολλοί οι μαθητές του. Οι παλιοί αλλά και οι νεότεροι που αποζητούν τον λόγο, τον στίχο, την μουσική του – την πίστη και την ελπίδα που μετέδιδε. Η συγκίνηση μεγάλη. Ίσως επειδή και οι δικοί μας γονείς, οι παππούδες των νεότερων, «πολέμησαν τον Δεκέμβρη». Ίσως επειδή η αδικία, η εκμετάλλευση, ο πόλεμος, η αγριότητα, είναι ο κανόνας του κόσμου μας. Ίσως επειδή είναι πολλοί που θέλουν αυτό να αλλάξει.
Και θα αλλάξει Μίκη, στο υποσχόμαστε!