«Οι Αρχές προσπάθησαν στην αρχή να παρουσιάσουν στο κοινό τα θύματα ως εγκληματίες. Οι συγγενείς τους αντιμετωπίστηκαν ως ύποπτοι. Κι εγώ πιέστηκα από ανακριτές να ομολογήσω ότι είχα σκοτώσει τον άνδρα μου». Εντεκα χρόνια έχουν περάσει από τη δολοφονία του Θεόδωρου Βουλγαρίδη στο Μόναχο και η πρώην σύζυγός του, Υβόννη Βουλγαρίδη, ακόμη περιμένει την απονομή δικαιοσύνης.
Οι εξαντλητικές ανακρίσεις στα πρώτα στάδια της έρευνας και η διασπορά φημών στα γερμανικά ΜΜΕ είχαν δηλητηριάσει την κοινή γνώμη, με αποτέλεσμα η ίδια να χάσει τη δουλειά της και οι κόρες της να στιγματιστούν στο σχολείο.
Ακόμη και όταν αποκαλύφθηκε ότι για τη δολοφονία ευθύνονταν τα μέλη νεοναζιστικής οργάνωσης, η περιπέτεια της οικογένειας Βουλγαρίδη δεν τελείωσε. «Δεν θα ησυχάσουμε μέχρις ότου λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη όλοι όσοι ευθύνονται, ακόμη και μέλη των Αρχών», λέει σε συνέντευξή της στην «Κ» η κ. Βουλγαρίδη.
Τι αναφέρει η Εισαγγελία
Σύμφωνα με την Εισαγγελία του Μονάχου, το απόγευμα της 15ης Ιουνίου 2005 οι Ούβε Μούντλος και Ούβε Μπένχαρτ, μέλη της νεοναζιστικής οργάνωσης NSU, μπήκαν στο κλειδαράδικο του Βουλγαρίδη και τον εκτέλεσαν με τρεις σφαίρες στο κεφάλι. Το φονικό όπλο, ένα πιστόλι Ceska 83, είχε ήδη χρησιμοποιηθεί σε έξι προηγούμενους φόνους ανδρών τουρκικής καταγωγής που παρέμεναν ανεξιχνίαστοι.
Μέχρι και το 2011 οι έρευνες των Αρχών κύκλωναν τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο των θυμάτων ή αποδίδονταν στην τουρκική μαφία. Το ρατσιστικό κίνητρο και η πιθανή δράση νεοναζί δεν είχαν εξεταστεί.
Η κ. Βουλγαρίδη ανακρινόταν συστηματικά επί τρεις ή τέσσερις ώρες, η αστυνομία είχε ρωτήσει τη 15χρονη κόρη της εάν ο πατέρας της ήταν έμπορος ναρκωτικών και εάν την κακοποιούσε.
«Παρόμοια αντιμετώπιση είχαν οι γυναίκες και οι συγγενείς των άλλων θυμάτων», λέει η κ. Βουλγαρίδη, που στο παρελθόν είχε μιλήσει για «θεσμικό ρατσισμό» των γερμανικών αρχών. «Θεωρώ ότι δεν θα επιτρεπόταν να συμβούν τόσοι κατά συρροή φόνοι εάν τα θύματα ήταν Γερμανοί», σημειώνει. «Η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες είχαν πληροφορίες για τους αληθινούς δράστες, τις οποίες αγνόησαν. Την ίδια στιγμή γνώριζαν ότι τα θύματα ήταν απλοί, σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι και όχι εγκληματίες. Παραπλανήθηκαν και οι πολίτες για πολιτικούς σκοπούς», προσθέτει.
Αργοί ρυθμοί
Η κ. Βουλγαρίδη σταμάτησε να είναι «ύποπτη» για τις γερμανικές αρχές το 2011, όταν αποκαλύφθηκε η δράση της οργάνωσης NSU και συνελήφθη ένα από τα βασικά μέλη της, η Μπεάτε Τσέπε. Η δίκη ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια και μέχρι σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί παρά τις εκτιμήσεις ότι θα τελείωνε τουλάχιστον το 2015.
«Εκδικάζονται δέκα διαφορετικές υποθέσεις φόνων, δύο βομβιστικές επιθέσεις και ληστείες που συνέβησαν σε περίοδο μεγαλύτερη των δέκα ετών. Οι περισσότεροι κατηγορούμενοι επέλεξαν να σιωπήσουν και συστηματικά οι συνήγοροί τους προσπαθούν να σαμποτάρουν τις διαδικασίες. Και οι Αρχές ακόμη αρνούνται να βοηθήσουν τη διαδικασία και παρακρατούν πληροφορίες», αναφέρει στην «Κ» ο Γιαβούζ Ναρίν, δικηγόρος της Υβόννης Βουλγαρίδη, που παρίσταται στη δίκη ως πολιτικώς ενάγουσα.
Ο Ναρίν δεν αποδίδει τις ενέργειες των γερμανικών αρχών στα πρώτα στάδια των ερευνών σε λάθη. «Οι ψεύτικες κατηγορίες κατά των θυμάτων διακινήθηκαν σκοπίμως, όπως σκοπίμως αποσιωπήθηκαν πληροφορίες για τους πραγματικούς δολοφόνους», σχολιάζει.
Αρχικά η NSU είχε παρουσιαστεί στη Γερμανία σαν μια αυτόνομη συμμορία τριών ατόμων, στην οποία μετείχαν η Τσέπε με τους Μούντλος και Μπένχαρτ (των οποίων η αυτοκτονία το 2011 οδήγησε και στην εξάρθρωση της οργάνωσης).
Οπως εξηγεί όμως ο Ναρίν, από την εξέλιξη της δίκης μέχρι στιγμής έχει αποκαλυφθεί ένα μεγάλο δίκτυο νεοναζί που υποστήριζαν τη NSU και προμήθευαν τα μέλη της με όπλα, χρήματα, πλαστά έγγραφα και εκρηκτικά, ενώ τους εξασφάλιζαν και κρησφύγετα.
Η Μπεάτε Τσέπε έχει επιλέξει να κρατήσει το στόμα της κλειστό στη δίκη.
«Βρήκαμε ακόμη ότι κάποιοι από τους πιο σημαντικούς υποστηρικτές τους ήταν παράλληλα πληροφοριοδότες των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών και της αστυνομίας», αναφέρει στην «Κ» ο δικηγόρος της κ. Βουλγαρίδη. «Ξέρουμε ότι πληρώνονταν αδρά για να ενημερώνουν τις Αρχές για όσα συμβαίνουν στον χώρο των νεοναζί εξτρεμιστών», λέει ο ίδιος. Οι μυστικές υπηρεσίες όμως κατέστρεψαν σχετικές αναφορές και έγγραφα μετά την εξάρθρωση της NSU. «Κάποιοι από τους πληροφοριοδότες πέθαναν υπό περίεργες συνθήκες, προτού τους ακούσουμε στο δικαστήριο. Αλλοι εξασφάλισαν νέες ταυτότητες και ζουν στο εξωτερικό», συμπληρώνει ο Ναρίν.
Ρατσιστικές επιθέσεις
Ο Θεόδωρος Βουλγαρίδης μετρούσε 32 χρόνια ως μετανάστης στο Μόναχο. Με τη Γερμανίδα σύζυγό του Υβόννη είχε συμπληρώσει 20 χρόνια γάμου πριν βγει το διαζύγιό τους. Είχαν δύο κόρες, ηλικίας 15 και 18 ετών την ημέρα του φόνου. «Είχα μεγάλες προσδοκίες στο ξεκίνημα της δίκης. Δυστυχώς παρατηρούμε ότι οι Αρχές αποτυγχάνουν στη διερεύνηση της υπόθεσης», λέει η κ. Βουλγαρίδη. «Οι ρατσιστικές επιθέσεις έχουν αυξηθεί ακόμα και μετά την αποκάλυψη της δράσης της NSU», συμπληρώνει.
Σχετική έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας δείχνει μια ανησυχητική κλιμάκωση της ρατσιστικής βίας στη Γερμανία. Ενδεικτικά το 2015 τα βίαια εγκλήματα εναντίον φυλετικών, εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων αυξήθηκαν κατά 87% σε σύγκριση με το 2013. Στην ίδια έκθεση, η Διεθνής Αμνηστία είχε επισημάνει τις ανεπάρκειες και την προχειρότητα στις έρευνες για τους θανάτους του Θεόδωρου Βουλγαρίδη και των Τούρκων μεταναστών. «Ο ρατσισμός παραμένει και σήμερα σοβαρό ζήτημα στη Γερμανία και δεν πρέπει να το υποτιμούμε», επισημαίνει η κ. Βουλγαρίδη
Το δικαστήριο του Μονάχου που δικάζει την υπόθεση του NSU | ΑΠΕ-ΜΠΕ.
(Έρευνα: Ιός, Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς, ΕφΣυν, 08/02/2015)
Την ώρα που το ελληνικό δικαστικό σύστημα ετοιμάζεται να ξεκινήσει τη μεγάλη δίκη της Χρυσής Αυγής, στη Γερμανία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη μια δίκη με κατηγορούμενους νεοναζί που έχει ξεκινήσει από τον Μάιο του 2013 στο Μόναχο και αναμένεται να διαρκέσει μέχρι το τέλος του 2015.
Πρόκειται για τη δίκη της νεοναζιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης NSU (Nationalsozialistischer Untergrund, Εθνικοσοσιαλιστικό Υπόγειο Δίκτυο), στην οποία αποδίδονται δέκα δολοφονίες (οι εννιά με ρατσιστικό κίνητρο) από το 2000 μέχρι το 2007 και άλλες εγκληματικές πράξεις (εκρήξεις με πολλούς τραυματίες, εμπρησμοί, ληστείες).
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στον πυρήνα της οργάνωσης ανήκαν τρία άτομα, ο Ούβε Μπένχαρντ (Uwe Böhnhardt), ο Ούβε Μούντλος (Uwe Mundlos) και η Μπεάτε Τσέπε (Beate Zschäpe), γνωστά στελέχη της εθνικοσιαλιστικής σκηνής από τη δεκαετία του 1990. Από τους τρεις στο εδώλιο κάθεται μόνον η Τσέπε, μαζί με τέσσερις απλούς συνεργούς. Ο Μπένχαρντ και ο Μούντλος αυτοκτόνησαν τον Νοέμβριο του 2011, όταν εντοπίστηκαν από την αστυνομία μετά από μία επίθεση σε τράπεζα.
Η υπόθεση έχει πάρει χαρακτήρα σκανδάλου στη Γερμανία, γιατί επί τόσα χρόνια οι διωκτικές αρχές αρνούνταν να κατανοήσουν τα ρατσιστικά κίνητρα που όπλιζαν τα χέρια των δολοφόνων. Μετά από κάθε φόνο αναζητούσαν υπόπτους στον περίγυρο των θυμάτων, ανέκριναν με προσβλητικό τρόπο τους οικείους τους και άφηναν να εννοηθεί ότι οι δολοφονίες ήταν αποτέλεσμα «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών», αποδίδοντας στους δολοφονημένους σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, με εμπόριο ναρκωτικών κ.λπ.
Οπως αποδεικνύεται σήμερα, υπήρξε εξαρχής μια ρατσιστική αντιμετώπιση της υπόθεσης, εφόσον, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία βοούσαν (ίδιο φονικό όπλο, παρόμοια μεθοδολογία, μετανάστες θύματα), η αστυνομία αδυνατούσε να φανταστεί ότι πρόκειται για εγκληματική δράση ναζιστικής ομάδας.
Μετά την τελική αποκάλυψη του NSU το 2011, το σκάνδαλο πήρε πολιτικές διαστάσεις διότι αποκαλύφθηκε ότι στον περίγυρο του δολοφονικού τρίο βρίσκονταν ποικίλοι πράκτορες (ή διπλοί πράκτορες) της περιβόητης γερμανικής μυστικής υπηρεσίας που φέρει το όνομα «Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος». Αυτό εξάλλου είναι και το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο της δίκης.
Με δεδομένο ότι η τριμελής ομάδα του NSU στηριζόταν επί χρόνια στη βοήθεια ομοϊδεατών της από τον ευρύτερο εθνικοσοσιαλιστικό χώρο, το στοίχημα για τη γερμανική Δικαιοσύνη είναι αν θα αποκαλυφθούν οι άμεσοι και έμμεσοι συνεργοί, καθώς και τα στελέχη της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος που κάλυπταν τη δράση του NSU, προκειμένου να μην εκτεθούν οι ίδιοι.
Αλλά η δίκη του NSU έχει ειδικό, ελληνικό ενδιαφέρον. Πρώτα πρώτα επειδή ανάμεσα στα δέκα θύματα και δίπλα σε οκτώ Τούρκους μετανάστες και μία Γερμανίδα αστυνομικό συγκαταλέγεται ο Ελληνας Θόδωρος Βουλγαρίδης, o οποίος δολοφονήθηκε τον Ιούνιο του 2005 στο Μόναχο.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Οπως προκύπτει από τις αποκαλύψεις που έρχονται στο φως κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων του δικαστηρίου, υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τους Γερμανούς νεοναζί με τους Ελληνες ομοϊδεάτες τους.
Τη διασύνδεση του νεοναζιστικού περίγυρου με τη Χρυσή Αυγή υποδήλωσε με προκλητικό τρόπο η παρουσία στο ακροατήριο της δίκης του NSU ενός υποστηρικτή των κατηγορουμένων, ο οποίος φορούσε μπλουζάκι υπέρ της Χρυσής Αυγής, το οποίο είχε τυπώσει η οργάνωση Freies Netz Süd, η βαυαρική νεοναζιστική ομάδα, που είχε γίνει γνωστή στην Ελλάδα όταν αποκαλύφθηκε η συνάντηση του ηγέτη της, Ματίας Φίσερ, με στελέχη της Χρυσής Αυγής (Μιχαλολιάκος, Κασιδιάρης, κ.ά.), μέσα στην ελληνική Βουλή (1.2.2013).
Ο υποστηρικτής των κατηγορουμένων με τη χρυσαυγίτικη αμφίεση ήταν ο Τομ Ρ., ο οποίος διατηρεί ιδιαίτερες σχέσεις με τον κατηγορούμενο Αντρέ Ε. Η παρουσία του στο ακροατήριο σημειώθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2014, κατά την 76η συνεδρίαση του δικαστηρίου. Λίγους μήνες αργότερα, στις 2 Ιουλίου 2014, οι γερμανικές αρχές έθεσαν την οργάνωση Freies Netz Süd εκτός νόμου.
Εχει ενδιαφέρον ο τρόπος που αντέδρασε η Χρυσή Αυγή μετά την αποκάλυψη του NSU. Σε εκτενές δημοσίευμά της η εφημερίδα της οργάνωσης καταγράφει με «ουδέτερο» ύφος την είδηση και φροντίζει να απαλλάξει από τις ευθύνες τα στελέχη του γερμανικού «αδελφού» κόμματος NPD, στο οποίο αναζητούσαν πλέον οι διωκτικές αρχές της Γερμανίας τον κύκλο των υποστηρικτών της τρομοκρατικής ομάδας NSU: «Την 4η Νοεμβρίου [2011] η αστυνομία βρήκε μέσα σε ένα τροχόσπιτο που είχε πάρει φωτιά τα πτώματα δύο ανδρών. Οι νεκροί είχαν πυροβοληθεί και η αστυνομία πιστεύει ότι πιθανόν να αυτοκτόνησαν, αφού βρέθηκε το όχημα με το οποίο είχαν πραγματοποιήσει ληστεία σε τράπεζα της επαρχίας της Θουριγγίας. Στο τροχόσπιτο βρέθηκε το όπλο μιας δολοφονημένης από το 2007 αστυνομικού. Η γυναίκα αυτή είχε σκοτωθεί με ένα άλλο όπλο, το οποίο ταυτιζόταν με 9 δολοφονίες στο διάστημα 2000-2007. Την ίδια ημέρα ανατινάχθηκε το διαμέρισμα στο οποίο κατοικούσαν οι δυο νεκροί πριν εισέλθει σε αυτό η αστυνομία, στο Τσβίκαου της γειτονικής επαρχίας της Σαξονίας. Εκεί βρέθηκε δίσκος με φωτογραφίες τριών από τους μετανάστες, αμέσως μετά τη δολοφονία τους. Μια γυναίκα που είχε επαφές με τους δύο νεκρούς, παραδόθηκε στην αστυνομία λίγες ημέρες μετά. Η αστυνομία προσπαθεί να εξακριβώσει αν η ομάδα αυτή είχε προβεί και σε άλλες ενέργειες ρατσιστικού χαρακτήρα, γεγονός που έχει δώσει αφορμή στα ΜΜΕ και την Αριστερά να επιτεθούν στους Γερμανούς Εθνικιστές» (εφ. «Χρυσή Αυγή», 23.11.2011).
Ενδιαφέρον έχουν οι παρατηρήσεις της εφημερίδας από εκεί και πέρα: «Καμία σχέση δεν έχει διαπιστωθεί μεταξύ της ομάδας αυτής και του NPD. Παρόλα αυτά, η ίδια η καγκελάριος Μέρκελ και το πολιτικό κατεστημένο της δημοκρατικής Γερμανίας, έκαναν δηλώσεις περί απαγόρευσης του κόμματος, την τροποποίηση του νομικού πλαισίου σχετικά με τον Εθνικισμό, και το φακέλωμα περισσότερων από 10.000 Εθνικιστών».
Με άλλα λόγια, η εφημερίδα της οργάνωσης προσπαθεί να προκαταλάβει τις ανακρίσεις που άρχισαν οι γερμανικές αρχές από εκείνη την περίοδο. Για ποιο λόγο αυτή η βιάση; Και από πού προκύπτει η βεβαιότητα της Χρυσής Αυγής ότι δεν εμπλέκονται στελέχη του NPD στην υπόθεση; Η εξήγηση είναι εύκολη. Από την εξέλιξη των ανακρίσεων αυτών προκύπτει ότι τρία τουλάχιστον από τα στελέχη του γερμανικού νεοναζισμού, που εμπλέκονται από τις διωκτικές αρχές στην υπόθεση ως «υποστηρικτές» (Unterstützer) ή «ευρύτερος περίγυρος» (Weiteres Umfeld), έχουν άμεση σχέση με την ελληνική ναζιστική οργάνωση. Αυτός είναι ο λόγος που μετά το αρχικό δημοσίευμα στην εφημερίδα της, η ελληνική ναζιστική οργάνωση ξέχασε εντελώς το ζήτημα αυτό και το εξαφάνισε από τα έντυπά της.
Η περίπτωση Ραλφ Βολέμπεν
Στις 29.11.2011, μία βδομάδα μετά το δημοσίευμα της «Χρυσής Αυγής», στο οποίο η οργάνωση του κ. Μιχαλολιάκου διαβεβαίωνε για την ανυπαρξία σχέσεων NSU-NPD, η γερμανική αστυνομία συνελάμβανε τον Ραλφ Βολέμπεν (Ralf Wohlleben, γενν. 1975). Το περιοδικό «Φόκους» παρουσίαζε τον συλληφθέντα ως τον «άνθρωπο πίσω από τους δολοφόνους» και o γενικός ομοσπονδιακός εισαγγελέας υποστήριζε ότι «είναι ύποπτος για συνέργεια σε έξι από τους φόνους του NSU».