ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λουντέμης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λουντέμης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟ...

 "Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι"

Η ανατριχιαστική φράση προέρχεται από το έργο του Μενέλαου Λουντέμη,Οδός Αβύσσου αριθμός Ο (1962). Τη χρονιά που κυκλοφόρησε το βιβλίο του αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια.
Στην αίθουσα του Στρατοδικείου, ο Γιώργης, κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη, βασανισμένος τόσο άγρια στο Μακρονήσι που για να ξαναδεθούν οι σκόρπιες ίνες του μυαλού του έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε νευρολογική κλινική, σηκώνεται όρθιος και με σταθερή φωνή «απολογείται» καταγγέλλοντας μπροστά στους δικαστές του τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις κι αυτήν ακόμα την παρωδία δίκης με το προαποφασισμένο αποτέλεσμα της θανατικής του καταδίκης. Όσα καταγγέλλει προκαλούν -όπως είναι φυσικό- εκνευρισμό στην έδρα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σιωπή! Χρησιμοποιείς την ιεράν ταύτην αίθουσαν δια την βρομεράν σου προπαγάνδα; Αρκεί!
ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΗΣ: Αφήστε τον, κ. Πρόεδρε… πολύ γρήγορα-μόλις ο θάνατός του γίνει βεβαιότης- θα σκύψει τον αυχένα.
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: Κάνετε λάθος. Θα πάω όρθιος παντού. Όρθιος όπως περπάτησα ως τώρα, ακόμα κι όταν τα πόδια μου έσταζαν αίματα. Πρέπει, για την Ιστορία, να σας πω ότι χτες βράδυ, μετά το τέλος της δίκης, τρεις άνθρωποι μπήκαν στο κελί μου κι όλη τη νύχτα πάλεψαν να σπιλώσουν την τελευταία μέρα της ζωής μου, αποσπώντας μου την ταπεινωτική «μετάνοια». Θα μπορούσα να σας δείξω τις πληγές και τα εγκαύματα που έκαναν σ’ ολόκληρο το κορμί μου. Δεν το κάνω όμως για να μη νομισθεί ότι εκλιπαρώ την επιείκεια ή τον οίκτο σας. Δεν με πιστεύετε;
ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΗΣ: Εγώ το πιστεύω. Όχι, κ. Πρόεδρε. Εγώ το πιστεύω. Γι’ αυτό, κατηγορούμενε, σε συμβουλεύω εγώ, πατρικώς- όχι με βασανισμούς και απειλάς- σε προτρέπω πατρικώς να εγκαταλείψεις, επιτέλους, αυτό το στείρον ανώφελον πείσμα-χάριν μιας αβεβαίας υστεροφημίας- και να επανέλθεις εις τους κόλπους της Πατρίδος, ήτις θα σε δεχθεί και θα περιθάλψει τας πληγάς σου.
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: Παιδιά που τα δέρνουν στο σπίτι με το ξύλο φεύγουν μακρύτερα. Όχι, κ. Στρατοδίκα, δεν θα επιστρέψω στο ετοιμόρροπο σπίτι σας που τόσο άσκημα κάνετε αν το λέτε ‘Πατρίδα’. Δεν θα επιστρέψω ούτε με το γλυκό σας ύφος, που τόσο αδέξια ηχεί στα χείλη σας. Δεν θα επιστρέψω σ’ ένα σπίτι που τας θεμέλια και το κατώι του πλημμύρισαν από αίματα. Πατρίδα είναι εκείνο που για χάρη του θυσιάζονται οι άνθρωποι και όχι εκείνο που για χάρη του σκοτώνουν.
ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΗΣ: Ε, τότε πήγαινε στο διάολο! Πήγαινε στον θάνατο που σου αξίζει!

Τζέλλα Δελαφράγκα

"Η φρίκη της Μακρόνησος δε χωράει σε βιβλία. Διαβάζεται μόνο μες στα μάτια των τρελών της. Μόνο τ' αυτιά του Λαυρίου πρόφτασαν στην αρχή ν' αρπάξουν κάτι ξεφτίδια απ' τις φωνές... Στην αρχή, γιατί αργότερα ράγισαν κι αυτά και δεν άκουαν πια τίποτα. Κι έτσι απόμειναν μόνο οι σκύλοι -με το προφητικό τους ένστικτο- να σκορπούν απ' τους καρβουνοσωρούς τις οιμωγές τους, σα μαύρους χρησμούς που έβγαιναν απ' τα σπλάχνα του προαιώνιου ζώου".

"Εδώ είναι το σπίτι του Μενέλαου.
Όχι οδός Αβύσσου, αριθμός Μηδέν.
Οδός Ανθρώπου, αριθμός 1.
Δε χρειάζεται να χτυπήσεις.
Η πόρτα ανοιχτή. Μπορείς να μπεις.
Μ' αναμμένο το φανάρι της καρδιάς μου μες στη νύχτα
φωτίζω την πόρτα σου, Μενέλαε. Σε βρήκα.
Περάστε, αδέρφια. Το σπίτι του όλους μας χωράει.
Εδώ μένει ένας άνθρωπος που καίγεται απ' τον ήλιο
της καρδιάς του και φωτίζει."

(Γιάννης Ρίτσος, Απρίλης 1955, Απόσπασμα από ποίημα αφιερωμένο στον Μενέλαο Λουντέμη, εφ. Αυγή, 22/5/1955, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Για να το Προμηθευτείς: 

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ ΣΤΗ ΔΊΚΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ «ΒΟΥΡΚΟΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ»

Για τον Μενελαο Λουντεμη...
Οι «Βουρκωμένες μέρες» είναι μια συλλογή κειμένων, που διηγούνται ιστορίες ανθρωπιάς στο πιο απάνθρωπο ιστορικό πλαίσιο, αυτό του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και του Εμφύλιου που ακολούθησε. 
Τα 14 διηγήματα, με ήρωες ανθρώπους του μόχθου, της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, ανθρώπους καθημερινούς, κυνηγημένους από το παρακράτος, θύματα μιας αχαλίνωτης μισαλλοδοξίας, στέκονται εκεί αντίκρυ μας με μάτια απορημένα σ' ένα ατέλειωτο «γιατί». 
Με αδρό, πλούσιο, παραστατικό λόγο καταγράφει τις ταλαιπωρίες ενός λαού που υφίσταται τη βία μέσα στις φυλακές και τις εξορίες, ενός λαού όμως αλύγιστου, περήφανου, που ψάχνει για φως και ελπίδα. Το βιβλίο όμως εκρίθη από την Ασφάλεια «αντεθνικό και επαναστατικό». 
Στη δίκη που έγινε την Τρίτη, 13 Μαρτίου του 1956, με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, η Εισαγγελία είχε προσάψει στον Μενέλαο Λουντέμη την κατηγορία ότι είναι έργο υπονομευτικό και αντεθνικό και ότι η δημοσίευσή του αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη εσχάτης προδοσίας. 
Ο Λουντέμης μαζί με τους τρεις συγκατηγορούμενούς του (Ν. Αμπατιέλο, Γ. Χριστοδουλάκη, Ι. Γαμβιέλο) είχαν μεταχθεί στην Αθήνα από τον Αη-Στράτη, όπου βρίσκονταν εκτοπισμένοι, για να δικαστούν.
Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά: 
«Ναι, είμαι ένοχος. Οχι όμως γι' αυτά που έγραψα, αλλά γι' αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι' αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι' αυτούς».
Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Αγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στρατής Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς), υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο του «είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στην πορεία του προς το μέλλον». 
Απολογούμενος, ο Λουντέμης δέχτηκε παρέμβαση του προέδρου, ο οποίος του είπε πως «αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα 'πρεπε να 'χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». 
Και η απάντηση του Λουντέμη:
 «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ».
Β.Κ.

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

το Τοπίο:,,όπου μέσα απ' το λαρύγγι του ανθρώπου πέρασαν...φθόγγοι άγνωστοι,,


"Οδός Αβύσσου, αριθμός 0" του Μενέλαου Λουντέμη στο OLVIO theater 



Το αυτοβιογραφικό αριστούργημα του Μενέλαου Λουντέμη «Οδός Αβύσσου, αριθμός 0», διασκευασμένο για το θέατρο από την Σοφία Αδαμίδου, σε σκηνοθεσία Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη, ανεβαίνει για πρώτη φορά στο θέατρο στις , 9 Φεβρουαρίου, στη σκηνή του OLVIO theater (Ιερά Οδός 67 & Φαλαισίας 7, Βοτανικός, τηλ: 210 3414118)..

Φέτος, συμπληρώνονται 41 χρόνια από τον θάνατό του Μενέλαου Λουντέμη(22/1/1977) και 71 χρόνια από την λειτουργία της Μακρονήσου ως στρατόπεδο συγκέντρωσης «εθνικής αναμόρφωσης».

Ο Μενέλαος Λουντέμης στο μυθιστόρημα «Οδός Αβύσσου, Αριθμός 0» περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τις συνθήκες κράτησης κάτω από το εγκληματικό καθεστώς «πειθαρχημένης διαβίωσης» και βασανιστηρίων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μακρονήσου, όπου κυριαρχούσε η ωμή βία, ο τρόμος και η απελπισία, αλλά και η λεβεντιά και η αξιοπρέπεια των εξορισθέντων.

«Το νησί αυτό, που διαδραματίζεται σήμερα η ιστορία μας» γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης- «είναι το τοπίο όπου το έγκλημα δοξάστηκε σαν ύψιστη αρετή. Όπου μέσα απ' το λαρύγγι του ανθρώπου πέρασαν -για πρώτη φορά στην Ιστορία της Ανθρωπότητας- φθόγγοι άγνωστοι... Ήρθε μια νύχτα που το νησί κλυδωνίζεται σαν ακυβέρνητο σκάφος. 
Αυτή τη νύχτα -οι φθόγγοι αυτοί οι άγνωστοι- ακούστηκαν τόσο δυνατά, που οι μεταλλωρύχοι της αντικρινής πλαγιάς τρόμαξαν και κρύφτηκαν στις στοές τους. 
Ήταν οχτώ του Δεκέμβρη, χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα, χρόνια ύστερα απ' τη γέννησή του γιου μιας χωρικής που τον σταύρωσαν -μια φορά- πάνω σ' ένα ξύλο σ' ένα λόφο της Σιών, επειδή κουβάλησε μαζί του καινούργιες ιδέες. 
Βλέπετε οι ιδέες, κάθε φορά που έχουν απόλυτους τους ιδιοκτήτες, που άμα δεν έρχονται στα μέτρα που θέλουν αυτοί, παίρνουν το κεφάλι που τις έχει...

... Έτσι τώρα κι εδώ φτιάξανε κάτι ιδέες, και τους καλέσανε όλους -τους γίνονται δεν τους γίνονται- να τις φορέσουν. Η θα τις βάλετε με το καλό μες στο κεφάλι σας ή θα σας το ανοίξουμε για να τις χώσουμε εμείς μέσα! 
 Έτσι και κείνη τη νύχτα δεν κάνανε τίποτ' άλλο. Σκάβανε κρανία και φυτεύανε μέσα ιδέες.
... Και σαν ξημέρωσε η οχτώ του Δεκέμβρη σύρτηκε απ' τη μιαν άκρη του νησιού ως την άλλη η πελώρια σκιά του τρόμου. 
Δήμιοι, νεκροί, πληγωμένοι... κείτονταν χάμω, μέσα σ' έναν πέτρινο αγρό σπαρμένων με ανθρώπινα κορμιά. 
Εκείνο το πρωί τα κοκόρια του Λαυρίου -για πρώτη φορά- δε λάλησαν. Μόνο τα σκυλιά της πόλης ανέβηκαν στο καρβουνόχωμα και κλαίανε όλη τη νύχτα. 
Όσο για τους ανθρώπους, όλες αυτές τις νύχτες, παρακολουθούσαν τη ζωή απ' τις χαραμάδες... Σάστιζαν πως, αυτό που γινόταν αντίκρυ, δεν το είχε γράψει ακόμα η Αποκάλυψη»...

O «φακός» του Μενέλαου Λουντέμη εστιάζει σε δύο από τους κρατούμενους αγωνιστές. 
Είναι οι πρωταγωνιστές - θύματα αυτής της ενορχηστρωμένης θηριωδίας, ο Γιώργης και ο Παναής. 
Δεμένοι χέρι χέρι με τις χειροπέδες σ' όλη τη διάρκεια της εξορίας τους, μέσα στην φρίκη της Μακρονήσου εξακολουθούν και παραμένουν άνθρωποι. 
Βοηθάνε και σώζουν στο καΐκι το δεσμοφύλακά τους από βέβαιο πνιγμό, θυμούνται τις μανάδες τους και σκέφτονται τις αγαπημένες τους, προσπαθούν να κάνουν καλύτερο άνθρωπο τον Στελάρα ή Μελιτζάνα, αυτόν τον λαϊκό άνθρωπο, τον μικροαπατεώνα -που προσποιείται το βασανιστή τους στο Μακρονήσι, που επηρεάζεται βαθύτατα από την ανθρωπιά τους, και πάνω απ’ όλα εξακολουθούν και επιμένουν να περπατάνε με τα δύο πόδια σε πείσμα των βασανιστών τους που τους θέλουν να περπατάνε με τα τέσσερα σαν άγρια θηρία, δεν υπογράφουν δήλωση και ονειρεύονται τον καλύτερο και δικαιότερο κόσμο για τον οποίο αγωνίζονται…

Οι κάτοικοι της οδού Αβύσσου σαν σύγχρονες Αντιγόνες παίρνουν το δρόμο το δύσκολο, το δρόμο της αρετής και της δικαιοσύνης και ας γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτός ο δρόμος είναι που τους οδηγεί στο βωμό που έχουν φτιάξει για αυτούς οι σύγχρονοι Κρέοντες.

Το μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη «Οδός Αβύσσου, αριθμός 0» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.
27072534_10213920599662878_982024612768424268_n.jpg
Συντελεστές
Θεατρική διασκευή: Σοφία Αδαμίδου
Σκηνοθεσία: Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Σκηνικά: Ντέιβιντ Νεγρίν
Σχεδιασμός φωτισμού: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου
Κοστούμια: Μαρία Παπαδοπούλου
Sound Design: Μανώλης Μανουσάκης
Κίνηση: Στέφανι Τσάκωνα  
Βοηθός σκηνοθέτη: Καλλιόπη Καραμάνη
Σκηνοθεσία Video: Γιώργος Κορδέλλας.
Video art cinematography: Δημήτρης Ζόγκας, Παναγιώτης Ανδρεαδάκης
Φωτογραφία: Γιάννης Πρίφτης
Επικοινωνία: Άντζυ Νομικού
Παραγωγή: Artφως
Τους ρόλους ερμηνεύουν με σειρά εμφάνισης: Χάρης Μαυρουδής, Δημήτρης Μαύρος, Χριστόδουλος Στυλιανού, Νότης Παρασκευόπουλος, Στέλιος Γεράνης
Διάρκεια παράστασης:  100 λεπτά  (χωρίς διάλειμμα)
Μέρες & ώρες παραστάσεων:
Παρασκευή 21:00, Σάββατο: 19:15, Κυριακή 18:00
Τιμές εισιτηρίων: 15€ κανονικό10€ μειωμένο και 5€ ανέργων-ατέλειες  
Ημερομηνία έναρξης: 9/2/2018 & λήξης παραστάσεων: 1/4/2018
Kaτηγορία έργου: Δραματικό Έργο
*info
Olvio Theater |Φαλαισίoυ 7 |Γκάζι |2103414118

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

το Aλατοπίπερο της δύσκολης και συχνά σκληρής κοινής ζωής στην Eξορία.



«Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη…»
Στις 22 του Γενάρη 1977 έφυγε από τη ζωή ο πεζογράφος και ποιητής Μενέλαος Λουντέμης (πραγματικό όνομα Δημήτρης Βαλασιάδης), συγγραφέας πολλών και πολυδιαβασμένων βιβλίων, που διώχτηκε σκληρά για τις ιδέες του, κλείστηκε σε φυλακές και ξερονήσια και γνώρισε την αναγκαστική πολιτική προσφυγιά.

      Στον Αη Στράτη ο Λουντέμης βρέθηκε συνεξόριστος με πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, όπως οι ποιητές Γιάννης Ρίτσος και  Τάσος Λειβαδίτης, οι εικαστικοί Χρίστος Δαγκλής και Γιώργος Φαρσακίδης, οι θεατράνθρωποι Τζαβαλάς Καρούσος και Μάνος Κατράκης, ο Μενέλαος Λουντέμης κ.ά.
      Από το βιβλίο του Γιώργου Φαρσακίδη «Πολιτιστικά και ευτράπελα – Από τα στρατόπεδα εξορίστων» (Αθήνα, 2014) μεταφέρουμε κάποιες σκηνές με πρωταγωνιστές τον Μενέλαο Λουντέμη, τον Τζαβαλά Καρούσο, και τον Θέμο Κορνάρο, από την καθημερινότητα του στρατοπέδου που γεννούσε κάποιες φορές κόντρες κι ευτράπελα, και λειτουργούσαν ως το αλατοπίπερο της δύσκολης και συχνά σκληρής κοινής ζωής στην εξορία.
«Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη…»
Εξόριστοι στον Αη Στράτη. Από αριστερά, ο ποιητής Τάσος Σπυρόπουλος, ο Μενέλαος Λουντέμης και ο σκετσογράφος του στρατοπέδου Γιάννης Ζάικος
Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη. 
Πότε στοίχημα σε ουζάκια να μαντέψουν τίνος είναι κάποιο κομμάτι κλασικής μουσικής που ακούγανε στον καφενέ του Βασίλη. 
Πότε διαμάχη πάνω σε προβλήματα Τέχνης ή πειράγματα φιλικά του ενός προς τον άλλον.
Μας είχαν έρθει πληροφορίες για την επιτυχία του «Συννεφιάζει», του γνωστού βιβλίου που είχε γράψει ο Λουντέμης. Πολύ να το καμαρώνει εκείνος και να μη παραλείπει να ρωτάει, να μάθει τα σχετικά, όποιον έρχονταν απ’  έξω.
Η σκηνική παρουσία, έλεγε ο Λουντέμης, πειράζοντας τον Καρούσο, είναι ένα πυροτέχνημα φευγαλέο που σβήνει στη λησμονιά.  Ενώ το βιβλίο…!
Γράφε, γράφε με την καρδιά σου Μενέλαε, να γοητεύεις τους αναγνώστες, του απαντούσε εκείνος. Μα αλίμονο τους, αν βάλεις και το μυαλό σου να λειτουργήσει!
Η μετεμψύχωση
«Κάποιο βραδάκι», όπως μας το διηγήθηκε ο μπάρμπα-Δημήτρης Φωτιάδης, 
«παρέα επιστρέφαμε από το σπίτι του Καρούσου στο χωριό, ο Λειβαδίτης, ο Λουντέμης κι εγώ. 
Είχε προηγηθεί με κρασάκι και πολύ καλαμπούρι, συζήτηση για τις δοξασίες της μετεμψύχωσης. 
Περνώντας από την μάντρα με τα γαϊδούρια του στρατοπέδου σταματάει ο Μενέλαος.
Βρε παιδιά, μας λέει γελώντας, με τα όσα είχαμε πει είμαι σίγουρος πως αναγνωρίζω στο κεφάλι της γαϊδουρίτσας την μακαρίτισσα θειά μου. 
Και κάνοντας πλάκα βγάζει το καπέλο, πλησιάζει τη μάντρα και κοιτώντας την γαϊδουρίτσα της λέει:
Καλησπέρα θείτσα, τι κάνεις;
Καλησπέρα σας, κύριε Μενέλη. 
Με συγχωρείτε, νόμισα πως δεν με είχατε δει.
 Ακούμε κατάπληκτοι μια γυναικεία φωνή. 
Ήταν η θειά η Σταμάταινα που είχε βγει για κατούρημα»!
«Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη…»
Ο Γιώργος Φαρσακίδης εξόριστος στον Αη Στράτη: «Προσπαθώντας να περισώσω από το βεστιάριο του θεάτρου ό,τι δεν παρέσυρε η πλημμύρα»
Μνήμες ατσιγαρίας
Όπως ήτανε φυσικό, το περιεχόμενο στις ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, αφορούσε τα προβλήματα της στρατοπεδικής μας ζωής. Το πρόβλημα του τσιγάρου με τους πολλούς θεριακλήδες και το πενιχρό μας βαλάντιο, από τα πιο βασανιστικά στο στρατόπεδο. 
Στις μεγάλες ατσιγαρίες, τα «μισαδάκια» του τσιγάρου γίνονταν «τριτάκια», για να καπνίζονται με τις επί τούτου φτιαγμένες αυτοσχέδιες πίπες. 
Και δε συνέβη, σ’ όλη την διάρκεια της στρατοπεδικής μου ζωής, να έχω δει πεταμένο αποτσίγαρο.
Θυμάμαι κάποια παράνομη σύναξη των πνευματικών μας ανθρώπων. Έξω από το μισανοιγμένο αντίσκηνο ο Λουντέμης να φυλάει «τσιλιαδόρος» και να κάνει απεγνωσμένα σήμα στον Ιμβριώτη, ανοιγοκλείνοντας τα δυο του δάχτυλα, να του πετάξει τσιγάρο.
Θέλεις ψαλιδάκι; Του κάνει πλάκα εκείνος.
Ο Λουντέμης άρχισε ν’ ανοιγοκλείνει τώρα τα δάχτυλα κάτω από τη μύτη του.
Τσιγάρο, τσιγάρο, μουρμουράει ψιθυριστά.
Κατάλαβα, του απαντάει ο Ιμβριώτης κάνοντας πως δεν άκουσε.
Θέλεις ψαλιδάκι για το μουστάκι. Έ, και σου είπα δεν έχω. Και γυρίζει, τάχα αδιάφορος, αλλού το κεφάλι.
Θυμάμαι ακόμα τον Θέμο Κορνάρο, κάνοντας και κείνος την πλάκα του, να βγαίνει στη γύρα με τη σκάφη της σκηνής παραμάσκαλα και να διαλαλεί: 
«Δεν κατέχω βασίλειο κουμπάρε, μια σκάφη κατέχω κι αυτή της σκηνής…  Μια σκάφη για τρία τσιγάρα»!
Μοναχά μια φορά κινδύνεψε να διαταραχθεί η φιλία του Καρούσου με τον Λουντέμη, σαν επακόλουθο μιας πλάκας που του είχε κάνει ο τελευταίος.
 Θ’ ανεβάζαμε «Οθέλο» και βγήκε ο Καρούσος προς αναζήτηση Δυσδαιμόνας.
Κάποιον με χαρακτηριστικά ευγενικά και λεπτά, όπως έλεγε, κάτι «σουπλέξ». Όργωσε το στρατόπεδο ψάχνοντας, δε βρήκε κάτι κατάλληλο κι απελπίστηκε.
Κάτι «σουπλέξ» είπες Καρούσο μου; ρωτάει ο Λουντέμης. Μα και βέβαια υπάρχει, ο Αυδίκος στον Τρίτο Τομέα.
Πάει τρέχοντας, στη σκηνή του ο Καρούσος.
Ποιος είναι ο Αυδίκος, ρωτάει. Φωνάξτε τον γρήγορα, τον θέλω να παίξει στο θέατρο.
Εγώ είμαι, του απαντάει εκείνος κολακευμένος για την προτίμηση.
Εσύ είσαι;! Νερό βρε παιδιά! Ρίξτε μου λίγο νερό να συνέλθω. 
Βρε τον άτιμο, βρε τον κοντυλοφόρο του σατανά.  Μα είναι ιεροσυλία επί τέλους, να παίζει κανείς με την Τέχνη…
Και ο Αυδίκος απογοητευμένος μπροστά του, μαυριδερός, τριχωτός και πελώριος.
Όχι, όχι, του λέει ο Καρούσος, μην απελπίζεσαι, θα σε προτιμήσω σε μια άλλη παράσταση, για Δερβέναγα με τη χατζάρα στο χέρι! 
Κι έβαλε γινάτι ο Καρούσος να του τα ξεπληρώσει του Λουντέμη με τόκο.
«Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη…»
Αη Στράτης, 1952. Από αριστερά: Τζαβαλάς Καρούσος, Κώστας Γαβριηλίδης και Ζήνωνας Λεφάκης
Για τους πολύ ηλικιωμένους κι αρρώστους, επέτρεψε η Διοίκηση να τους νοικιάσουμε σπίτια μες στο χωριό.
 Χειροτέρεψε κάποτε με την υγεία του ο Λουντέμης και κουβαλήθηκε κι αυτός να μείνει σε σπίτι.
Το δωμάτιο του Λουντέμη ισόγειο, με παράθυρο στον κεντρικό δρόμο που συνδέει το στρατόπεδο με το λιμανάκι του Μπουμπούνα. 
Καλοκαιράκι χαράματα, ο Καρούσος, κατηφορίζοντας για την σωματική του ανάγκη, κάνει στάση μπροστά στο ανοιγμένο παράθυρο.
Καλή σου μέρα Μενέλαε, βροντοφωνάζει. Πώς κοιμήθηκες φίλε μου; 
Δεν ξέρω αν κουδουνίσανε «τα γυαλικά στα ράφια», 
όμως ο Λουντέμης πετάχτηκε αγουροξυπνημένος κι έξω φρενών.
Και τη δεύτερη και την τρίτη μέρα, τα ίδια. 
Να τον παρακαλά, να τον βρίζει εκείνος. 
Να του το λέμε κι εμείς πως είναι άρρωστος κι έχει ανάγκη να κοιμηθεί.
Ανένδοτος ο Καρούσος να λέει:
Ο Μενέλαος είναι φίλος μου και μη με προτρέπετε να του κόψω την καλημέρα.
Μοναχά σαν παράγινε το κακό, επενέβη η «Ομάδα» και υποσχέθηκε ο Καρούσος «με σπαραγμό της καρδιάς» του, 
ότι «τέτοιος που είναι», δε θα του ξαναπεί καλημέρα!

(Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Γ. Φαρσακίδη).

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΝΤΕΜΗ

,,Για να ναι ένοχος ένας Συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις; 
Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους;
Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; 
Και Tρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ΄ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια;,, 
Ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ* ΤΟΥ ΛΟΥΝΤΕΜΗ
( Η συγκλονιστική κατάθεση του Κ. Βάρναλη την οποία αφηγείται ο ίδιος ο Λουντέμης στο βιβλίο του ''Ο Κονταρομάχος'' )
…Είπαμε ότι ανάμεσα στους υπερασπιστές μου ήταν κι ο Δάσκαλος. Αλλά, πως ήρθε! Δεν είχε την υπομονή να περιμένει να τον ειδοποιήσουν.
 Μόλις το πληροφορήθηκε απ΄ τις εφημερίδες ντύθηκε τα γιορτινά του κι ήρθε μόνος του. Δε λογάριασε ούτε γηρατειά, ούτε φόβο, ούτε κρύο. Διέσχισε τα πυκνά στίφη των πραιτωριανών (που χανε κυκλώσει ολόκληρο το τετράγωνο) και μπήκε στην αίθουσα.
-Κωνσταντίνος Βάρναληςφώναξε ο κλητήρας.
Ο Δάσκαλος τον κοιτούσε με χλευαστική απάθεια.
-Δάσκαλε… Εσένα φωνάζουν… του 'πε ο Νίκος Παππάς.
-Εμένα; Τότε τι «Κωνσταντίνος» λέει αυτός ο… άντε ας μην το πω.
-Περάστε κ. Βάρναλη… του είπε ο Εισαγγελέας Κατεβαίνης, που 'κανε τον διανοούμενο.
Ο Δάσκαλος πλησίασε κάτω απ΄ την έδρα με το χέρι στ΄ αφτί. Ο Πρόεδρος ρωτά:
-Πιο δυνατά! φώναξε ο Βάρναλης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έστω. Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος;
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (Με έμφαση): Ένοχος; Όχι! 
Για να ναι ένοχος ένας Συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις; 
Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους;
Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; 
Και Tρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ΄ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; 
Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Εις ένα από τα υπό κατηγορίαν κείμενά του και συγκεκριμένα εις το υπό τον τίτλον «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό»…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ε;…
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Ο Συγγραφεύς -δια να σώσει την τρυφεράν Ειρηνούλαν από την βουλιμίαν των αφεντικών της- την παραδίδει εις τας χείρας των εργατών.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Καλά κάνει.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Δε θα μπορούσε , έξαφνα, να την παραδώσει εις χείρας εκείνων οίτινες είναι εντεταλμένοι για την φρούρησιν της τιμής των…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ποιονών. Των χωροφυλάκων;
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Βεβαίως.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Όχι! Θα την πουλούσαν στο μπουρδέλο.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Κύριε Βάρναλη…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Τη γνώμη μου δε ζητήσατε; Τη γνώμη μου είπα. Ξέρω, εσείς έχετε άλλην γνώμη. Αλλά δεν είσθε σεις ο μάρτυρας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τίποτε άλλο κ. Βάρναλη. Μπορείτε ν΄ αποσυρθείτε.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (δυνατά): Κοιτάξτε μην τύχει και τον αθωώσετε «λόγω αμφιβολιών»! 
Αν οι Νόμοι σας καταδικάζουν αυτές τις αρετές καταδικάστε τον! 
Δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Κανένα! 
Σας το λέω εγώ!
    16/12/17

************
*Η δίκη για τις «Βουρκωμένες μέρες» μια συλλογή κειμένων, που διηγούνται ιστορίες ανθρωπιάς στο πιο απάνθρωπο ιστορικό πλαίσιο, αυτό του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και του Εμφύλιου που ακολούθησε. 
Ο Μενέλαος Λουντέμης με την γυναίκα του Εμυ και την μοναχοκόρη του Μυρτώ

Τα 14 διηγήματα, με ήρωες ανθρώπους του μόχθου, της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, ανθρώπους καθημερινούς, κυνηγημένους από το παρακράτος, θύματα μιας αχαλίνωτης μισαλλοδοξίας, στέκονται εκεί αντίκρυ μας με μάτια απορημένα σ' ένα ατέλειωτο «γιατί».
 Με αδρό, πλούσιο, παραστατικό λόγο καταγράφει τις ταλαιπωρίες ενός λαού που υφίσταται τη βία μέσα στις φυλακές και τις εξορίες, ενός λαού όμως αλύγιστου, περήφανου, που ψάχνει για φως και ελπίδα. 
Το βιβλίο όμως εκρίθη από την Ασφάλεια «αντεθνικό και επαναστατικό». 
Στη δίκη που έγινε την Τρίτη, 13 Μαρτίου του 1956, με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, η Εισαγγελία είχε προσάψει στον Μενέλαο Λουντέμη την κατηγορία ότι είναι έργο υπονομευτικό και αντεθνικό και ότι η δημοσίευσή του αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη εσχάτης προδοσίας.
 Ο Λουντέμης μαζί με τους τρεις συγκατηγορούμενούς του (Ν. Αμπατιέλο, Γ. Χριστοδουλάκη, Ι. Γαμβιέλο) είχαν μεταχθεί στην Αθήνα από τον Αη-Στράτη, όπου βρίσκονταν εκτοπισμένοι, για να δικαστούν.

Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά:
 «Ναι, είμαι ένοχος. Οχι όμως γι' αυτά που έγραψα, αλλά γι' αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. 
Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω;
 Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. 
Γι' αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι' αυτούς».

Για τον Μενέλαο Λουντέμη
Δες περισσότερα Εδώ 

Για τον αειμακάριστο 
ποιητή - οδηγητή
ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ
Εδώ 

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

,,Εκεί που σταυρώνανε τα Φωτεινά Ελληνικά Νιάτα,,

· 
Θα ‘ταν Γενάρης του 1949. Μακρόνησος, Τέταρτο Τάγμα πολιτικών κρατούμενων. 
Ζούσαμε περιορισμένοι μέσα στους περίφημους κλωβούς Α, Β, Γ, Δ, σε σκηνές εκτεθειμένες στον ανελέητο βοριά και το αλάτι της θάλασσας. 
Οι πιο πολλοί ήμασταν νέοι –είκοσι και κάτι. 
Κάποιο απομεσήμερο μπήκε κάποιος στη σκηνή μας.

-Φέρνουν τον Λουντέμη, μας είπε.

-Και που είναι τώρα;
-Στο λιμανάκι του Αη-Γιώργη, σε λίγο ξεκινάνε.
Πώς να βγούμε από το σύρμα; 
Μόνο όταν υπήρχε αγγαρεία μας επιτρέπανε την έξοδο. 
Χωρίς να το πολυσκεφτώ, πήγα στην αποθήκη και πήρα δύο άδεια μπιτόνια. 
Ο φρουρός με ρωτά «Ήρθε φορτίο;» «Ναι», του είπα και προχώρησα. Με άφησε.
Βάδιζα στο στενό μονοπάτι πλάι στη θάλασσα και συλλογιζόμουν τι είναι τούτο που με τραβάει σαν μαγνήτης. 
Μενέλαος Λουντέμης… 
Δεν ήταν μόνο ο συγγραφέας. Ήταν πιο πολύ το σύμβολο... Τόσοι λιγοστοί εξάλλου οι επώνυμοι στους τόπους της δοκιμασίας… Η καρδιά μου φούσκωνε από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη…

Πλησιάζοντας το μικρό όρμο είδα τη μικρή ομάδα με τους κρατούμενους και τη φρουρά να έχει ήδη ξεκινήσει. Στάθηκα πάνω σ΄ ένα βράχο πλάι στο μονοπάτι και περίμενα.

–Ποιος είναι ο Λουντέμης; Ρώτησα τον πρώτο κρατούμενο καθώς περνούσε μπροστά μου. 
Κι εκείνος, μ΄ ένα κίνημα της κεφαλής μου τον έδειξε. Ένας μικροσκοπικός άνθρωπος προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στο απότομο μονοπάτι. 
Αγκομαχούσε και κούτσαινε και από πίσω τον έσπρωχνε ο χωροφύλακας για να τα καταφέρει.
Τα μάτια μου θάμπωσαν, έτσι που η κίνηση του Λουντέμη διαλύθηκε μέσα στην όρασή μου, αποσπάσθηκε από την ύλη κι έγινε μια μαύρη διάφανη πεταλούδα που σπάραζε καθώς της έμπηγαν την καρφίτσα. 
Κουνούσε σπαστικά τα φτερά της μετρώντας την αγωνία της.
Δεν είδα τον Λουντέμη να περνά από μπροστά μου, ούτε τον συνάντησα στο στρατόπεδο. 
Η συνάντηση και η γνωριμία μας έγινε πολύ αργότερα στο Βουκουρέστι, στα χρόνια της Δικτατορίας. 
Τον έβλεπα ζωντανό, ζωηρό, γελαστό μπροστά μου. 
Κι όμως τίποτα δεν μπορούσε να σβήσει την πρώτη εικόνα, εκείνη της μαύρης πεταλούδας που αγκομαχούσε και σπάραζε στο ανηφορικό μονοπάτι στη Μακρόνησο.
Και τώρα σκέφτομαι πόσο σωστή ήταν εκείνη η φευγαλέα εικόνα. 
Μια ευγενική ψυχή που όσο πιο σημαντικά δώρα μας χάριζε, τόσο πιο βαθιά έπεφτε στην παγίδα που ως φαίνεται είναι η μοίρα των προικισμένων, των «διαφορετικών».
Ένας τέτοιος «διαφορετικός» υπήρξε ο Μενέλαος Λουντέμης για μας… 
Μέσα στις σκηνές της Μακρονήσου, εκεί που σταυρώνανε τα φωτεινά ελληνικά νιάτα, μονάχα ένας ήλιος θα μπορούσε να μας θαμπώσει. 
Ένας τέτοιος ήλιος ήρθε τότε, μέσα στο συννεφιασμένο Γενάρη του 1949 και καθώς τον αντίκρισα, τα μάτια μου υγρανθήκανε από ευγνωμοσύνη. Για πάντα.
Αθήνα, 29.3.99
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ"
(Από την εισαγωγή του βιβλίου ΠΟΙΗΤΙΚΑ που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα)
το βρήκαμε στη:

*********************
Απ’ τ’ ακρωτήρι που κυττάει προς τα πελάγη
μες’ σ’ ένα σύννεφο απ’ αμμόσκονη και φως,
Με τ’ ανοιξιάτικου πρωινού τις ηλιαχτίνες
κινούνε, κι έρχονται, και φτάνουνε, καθώς
-σμήνος χαρμόσυνο- οι μικρές μας χρυσαϊτίνες.

Ξαναγυρνούν οι ουρανοί οι λησμονημένοι…
Μεθυστικός δονεί στα στέρνα μας σεισμός.
Στ’ ακροθαλάσσι μας φτεροκοπούν αλκυόνες 
Περνάει φλογάτη μια βραγιά από ανεμώνες,
που τις μαστίγωσε ο χιονιάς, κι’ ο φασισμός.

Καλωσορίσατε. Σα φύλλα από βιολέττες,
τα λόγια αυτά από τα τραγούδια μου μαδώ,
καθώς ο μπάτης το μαντήλι μου φουσκώνει
Πάω να σας δείξω ουρανό –και δείχνω σκόνη…
Δεν έχουμε άλλο τίποτα εδώ.

Περνάει η γυναίκα, -η Ανδρομάχη, η Ηγερία…
Περνάει μαζί της η φωτιά κα το νερό.
Μα οι ραβδισμοί βαρειά τα γόνατα λυγάνε.
Ά! Τη γυναίκα, που δεν πρέπει να τη χτυπάνε
ούτε και με της μύγας το φτερό.

Πρώτη περνά –παραμερίστε να διαβεί-
Περνάει πικρή, βαλαντωμένη, η νέα μητέρα.
Μικρή τρυγόνα, δίχως ταίρι και φωλιά.
Η αυγουστιάτικη περνάει μοσκοβολιά,
της νέας μας θρησκείας η πλατυτέρα.

Περνάει η Μάνα –γονατίστε- η μαύρη Μάνα-
Στήθος κλειστό σαν ιερό εκκλησιάς βουβής.
Μερονυχτίς ηχολογάνε νοερά της,
τα Σκοπευτήρια που ματώσαν τα όνειρά της,
καταμεσίς στο πανηγύρι της ζωής.

Περνούν οι ωραίες –ωραίες όλες, ως τη μια:
Τα έκθαμβα μάτια, τ’ ανυπόμονα τα χείλη..
Περνάει η νέα Ελληνίδα η ανθοστήλη.
Όλες ωραίες –ωραίες όλες- ως τη μια.
Για να περάσουνε πετούμε τις πληγές μας-
γιασεμιά…
Λεύκες ολόρθες που εθροούσατε μακρυά μας
τρεις αργοκίνητους αιώνες, τρεις χρονιές.
Σήμερα θύελλα, αύριο πείνα –οι παγωνιές.
Ζούσατε κάτω απ’ τη βροχή κι’ απ’ τη στοργή μας
(μια βαρβαρότητα όλη η μέρα σας ωμή)
Με λίγα ψίχουλα από ελπίδα και ψωμί.

Ά, τα τραγούδια που θα λέαμε στη χαρά μας…
Τάπαμε κλάματα τρεις χρόνους στη σειρά,
για τα χαμένα καλοκαίρια –τα παιδιά μας,
που άφησαν βίαια τη ζωή με μια κραυγή,
και το γαρούφαλο του έρωτα απ’ το στόμα
τους το φορέσανε στο στήθος μια πληγή.

Και τα κορίτσια, τ’ ανθισμένα, ωραία, κορίτσια.
Που ακινητούν σε κοιμητήρια βραδυνά,
λιγνά φυτά, κεραυνωμένα απ’ το δρολάπι,
πούφυγαν άξαφνα απ’ το πλάι σας με ένα «αχ»!…
πριν να προφτάσουν να στενάξουν απ’ αγάπη.

Μα ας τη σκορπίσουμε τη θλίψη αυτή την ώρα.
Κι ας ξεδιπλώσουμε στον ήλιο τη χαρά.
Καλωσορίσατε! Κι’ οι γάζες μας μαντήλια!
(Ά, τι γλυκά η πληγή μας τώρα που πονεί…)
Καλωσορίσατε! Ξεβράχνιασε η φωνή!
Ω, εσύ, γυναίκα, οπτασία λησμονημένη…
Μικρή παιδούλα, μάνα, κόρη αυριανή…
Μέσα στα σπλάχνα σου βογγούνε οι σκοτωμένοι
Και τραγουδούν οι αυριανοί μας ζωντανοί!

– Μενέλαος Λουντέμης,
«Έρχονται οι γυναίκες στη Μακρόνησο»

Περισσότερα για Τόπους Εξορίας δες Εδώ