Πριν από 163 χρόνια, στις 8 Μάρτη του 1857, οι εργάτριες στα υφαντουργεία και στα ραφτάδικα της Νέας Υόρκης κατεβαίνουν σε απεργία και διαδηλώσεις, ζητώντας ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς. Υπολογίζεται ότι οι γυναίκες εκείνη την εποχή δούλευαν στα εργοστάσια περίπου 16 ώρες.
Παρά την τρομοκρατία, οι διαδηλώσεις εκείνης της μέρας χαρακτηρίστηκαν από το μέγεθος και τη μαχητικότητά τους.
Οι εργοδότες και η κυβέρνηση απαντούν με ομαδικές απολύσεις και εξαπολύουν τους “μπράβους”, για να τρομοκρατήσουν τις εργάτριες που πρωτοστατούσαν στην απεργία.
Οι αστυνομικές δυνάμεις ρίχνονται με μανία πάνω στις εργάτριες, οι διαδηλώσεις βάφονται στο αίμα.
Η Β’ διεθνής Συνδιάσκεψη των σοσιαλιστριών γυναικών, που συνήλθε στην Κοπεγχάγη το 1910, καθιέρωσε, μετά από πρόταση της Κλάρας Τσέτκιν, την 8η Μάρτη ως Διεθνή Μέρα της Γυναίκας.
Υπήρχε πάντοτε το γυναικείο κίνημα;
Συμμετοχή των γυναικών σε αγώνες υπήρξε και σε περιόδους της κοινωνικής εξέλιξης πριν τον καπιταλισμό.
Στις εξεγέρσεις των χωρικών κατά τον μεσαίωνα για παράδειγμα, η οργή και η βία που αντέταξαν οι γυναίκες στην καταπίεση που ζούσαν, σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούσε κατά πολύ αυτή των ανδρών.
Όμως αυτά ήταν ξεσπάσματα κάτω από την καταπίεση, τις άθλιες συνθήκες της ζωής τους, που έφερνε μαζί της η κοινωνική υποδούλωση και εξάρτηση της γυναίκας από τον άνδρα.
Δεν ήταν αγώνες για την κατάκτηση δικαιωμάτων, για την απελευθέρωσή τους από αυτήν την εξάρτηση και καταπίεση.
Αυτή ήταν και η βασική τους διαφορά με το γυναικείο κίνημα που αναπτύχθηκε από τον 19ο αιώνα και ύστερα.
Στον καπιταλισμό δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την μαζική είσοδο των γυναικών στην κοινωνική παραγωγή.
Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Μαρξ:
«Στο μέτρο που οι μηχανές κάνουν περιττή τη μυϊκή δύναμη, γίνονται μέσο χρησιμοποίησης εργατών χωρίς μυϊκή δύναμη ή εργατών με ανώριμη σωματική ανάπτυξη, με μεγαλύτερη ευστροφία των μελών».
Το γεγονός αυτό όμως έρχεται σε αντίφαση με την διαιώνιση κοινωνικών και πολιτικών διακρίσεων σε βάρος των γυναικών.
Αυτή η αντίφαση «οδήγησε στην εμφάνιση ενός φαινομένου άγνωστου ως τώρα, τη γέννηση του γυναικείου κινήματος.» (“Το γυναικείο ζήτημα”, Α. Κολοντάι).
Το γυναικείο κίνημα φυσικά από την αρχή του δεν ήταν ενιαίο. Χωρίστηκε σε δύο κατευθύνσεις, η μία από τις οποίες εκφραζόταν μέσα από το αστικό φεμινιστικό κίνημα και η άλλη ήταν βασικό συστατικό μέρος του εργατικού κινήματος.
Ήδη από την εποχή των αστικών επαναστάσεων του 18ου αιώνα, όταν εμφανίστηκε η διεκδίκηση των γυναικών της αστικής τάξης για ίσα πολιτικά δικαιώματα, ιδιαίτερα στην Αμερική και στην Γαλλία, είχε σαν αφετηρία της την αντίληψη των αστών επαναστατών εκείνης της εποχής για ισότητα της γυναίκας με βάση τα «φυσικά δικαιώματα της ανθρωπότητας» (Ζ.Ζ. Ρουσώ).
Στην πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού ο αριθμός των μεσοαστών και μικροαστών γυναικών που αναγκάζονταν να βοηθήσουν οικονομικά την οικογένειά τους μεγάλωνε.
Αυτό αποτέλεσε την βάση για να την εμφάνιση του αστικού φεμινιστικού κινήματος του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Το κίνημα αυτό είχε σαν πυρήνα του αγώνα του την αντιπαράθεση ανάμεσα στα δύο φύλα και όχι τον αγώνα ενάντια στην διπλή ανισοτιμία εξαιτίας του φύλου και της ταξικής εκμετάλλευσης.
Φεμινίστριες που πανηγύριζαν επειδή γυναίκες εργάτριες έκαναν “βαριές αντρικές δουλειές”, έβλεπαν τον αγώνα των γυναικών αταξικά και χωρίς να παίρνουν υπόψη τους την διαφορά στην φυσιολογία ανάμεσα στα δύο φύλα.
Το αστικό φεμινιστικό κίνημα, αν και στην εποχή κατά την οποία αναπτύχθηκε επέδρασε θετικά, ήταν φυσικό στην πορεία να οδηγηθεί σε αδιέξοδο, μιας και τα αιτήματά του ήταν περιορισμένα σε στενό αστικοδημοκρατικό πλαίσιο, και στην πορεία, έστω και τυπικά, αναγνωρίστηκαν από μια σειρά καπιταλιστικά κράτη.
Ταυτόχρονα όμως, είχε εμφανίστεί το φαινόμενο οι γυναίκες των φτωχότερων στρωμάτων να εντάσσονται στην παραγωγή ακριβώς λόγω της ανάγκης τους για επιβίωση, ήδη από τον 17ο και 18ο αιώνα.
Όσο εξαπλώνονταν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, όχι μόνο ολοένα και περισσότερες γυναίκες έμπαιναν στην παραγωγή, αλλά ταυτόχρονα συγκεντρώνονταν σε μεγάλους αριθμούς σε συγκεκριμένους κλάδους.
Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα του Μαρξ για κλάδους στην Αγγλία όπου από τους 140.000 εργάτες, η συντριπτική πλειοψηφία ήταν γυναίκες και παιδιά. Αλλά και αργότερα, στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα, στην κατασκευή ρούχων σχεδόν το 50% ήταν γυναίκες και από τους 10.000 εργάτες στα υφαντουργεία, οι 8.000 ήταν γυναίκες.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι εργάτριες να πάρουν μέρος στους αγώνες του εργατικού κινήματος αλλά και να ξεσπάσουν αγώνες αποκλειστικά από τις γυναίκες της εργατικής τάξης.
Γιατί είναι αναγκαία η ύπαρξη του γυναικείου κινήματος;
Η ένταξη των εργατριών στους αγώνες του εργατικού κινήματος δεν έγινε χωρίς εμπόδια.
Πολλά συνδικάτα πίεζαν τους επιχειρηματίες να πάψουν να χρησιμοποιούν γυναίκες, ενώ κάποιες ομάδες εργατών απαγόρευσαν παντελώς την συμμετοχή των γυναικών στα συνδικάτα, περιλαμβάνοντας στο καταστατικό τους «τον αποκλεισμό του ανειδίκευτου γυναικείου δυναμικού, που ευθύνεται για την υποτίμηση των εργατικών αμοιβών» (“Το γυναικείο ζήτημα”, Α. Κολοντάι). Έτσι, οι εργάτριες που ήταν αποκλεισμένες από τα συνδικάτα αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν τις δικές τους οργανώσεις.
Καθοριστικό ρόλο στο να ενωθούν τα γυναικεία συνδικάτα με το υπόλοιπο εργατικό κίνημα έπαιξε η ίδρυση εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Αυτό έδωσε ταυτόχρονα ώθηση και στην ιδεολογική, πολιτική και κοινωνική πάλη για την χειραφέτηση της γυναίκας.
Η ανάγκη για την ύπαρξη του γυναικείου κινήματος έχει να κάνει με τις πρόσθετες δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει η γυναίκα της εργατικής τάξης στην προσπάθειά της να ενταχθεί στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.
«Το ότι η εργαζόμενη γυναίκα έχει ανάγκη, λόγω των ειδικών φυσιολογικών λειτουργιών της, από ιδιαίτερη υποστήριξη στον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, είναι για μένα ολοκάθαρο. Οι περισσότεροι από τους Άγγλους, που υποστηρίζουν το τυπικό δικαίωμα των γυναικών να υποβάλλονται από τους καπιταλιστές στην ίδια εκμετάλλευση με τους άντρες, ενδιαφέρονται στην ουσία, άμεσα είτε έμμεσα, για την καπιταλιστική εκμετάλλευση των εργαζομένων και των δύο φύλων. Ομολογώ ότι μ’ ενδιαφέρει πιο πολύ η υγεία της επερχόμενης γενιάς απ’ ό,τι η απόλυτη τυπική ισότητα των δύο φύλων…» (Φ. Ένγκελς).
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα ότι τον Οκτώβριο του 1911 με πρωτοβουλία του Εργατικού Κέντρου Αθηνών ιδρύθηκε το “Κυριακόν Σχολείον”, που στόχο είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αναλφαβητισμού των γυναικών της εργατικής τάξης, το ποσοστό του οποίου στις αρχές του 20ού αιώνα ξεπερνούσε το 98%. Την ευθύνη του προγράμματος είχε ο Δ. Γληνός και την οργάνωση η Αύρα Θεοδωροπούλου.
Το ίδιο επιβεβαιώνει και η συμμετοχή των γυναικών στον ΔΣΕ, που είχε να αντιμετωπίσει αντιδραστικές αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνική ζωή και δράση, που κυριαρχούσαν σε πλατιές λαϊκές και εργατικές δυνάμεις.
«Ήταν ιδιαίτερα δύσβατο το μονοπάτι που έπρεπε ν’ ακολουθήσει κατά κύριο λόγο η κοπέλα του χωριού –που στερούνταν ακόμα και τη βασική εκπαίδευση, που δεν είχε δικαίωμα να διαλέξει ούτε τον άντρα της- να φτάσει να σφυρηλατηθεί σε ανταρτοπούλα με το όπλο στο χέρι, με γνώμη στη συνέλευση, σε ομαδάρχισσα που οδηγούσε τους μαχητές και τις μαχήτριες της ομάδας ή του λόχου στην κατατρόπωση του αντιπάλου». (“Η συμμετοχή των γυναικών στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (1946 – 1949)”, Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ για την ισοτιμία των γυναικών).
Υπάρχει σήμερα ανάγκη για την ενίσχυση του ριζοσπαστικού γυναικείου κινήματος;
Η ανισοτιμία των γυναικών σήμερα παίρνει νέες μορφές που σχετίζονται με μια σειρά πλευρές της ζωής τους.
Η επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργατικών, λαϊκών οικογενειών αναγκάζει τις γυναίκες να ιεραρχήσουν ποιες ανάγκες της οικογένειας χρειάζεται να καλύψουν: Τη διατροφή, τη θέρμανση, τα εμβόλια των παιδιών ή άλλες ανάγκες υγείας της οικογένειας. Μπροστά σε αυτά τα εμπόδια, η ευθύνη που νιώθουν απέναντι στην οικογένεια, τις κάνει πιο ευάλωτες σε εκβιασμούς της εργοδοσίας, σε έκπτωση στις ανάγκες και στα εργασιακά, ασφαλιστικά, κοινωνικά δικαιώματά τους. Δεν αφορά μόνο την αποδοχή των παραπάνω αλλά ακόμα και την πίεση να “θέσουν στη διάθεση του εργοδότη” το πότε θα επιλέξουν να γίνουν μητέρες.
Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας στις γυναίκες, οι συμβάσεις του ενός μήνα, μέχρι και της μιας μέρας, οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, οι μειώσεις μισθών και οι απολύσεις, η γενίκευση της “on call” εργασίας σε διάφορους κλάδους, η ανασφάλιστη εργασία που φτάνει το 30% σε κλάδους που συγκεντρώνονται νέες εργαζόμενες, η προσπάθεια για ένταξή τους στον τομέα της “κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας”, είναι η κατάσταση που βιώνουν οι γυναίκες της εργατικής, λαϊκής οικογένειας.
Τέτοιες πλευρές συνδέονται ακριβώς με το ότι στον καπιταλισµό, η σχέση της γυναίκας µε τη μητρότητα αξιοποιείται για την προώθηση αντιδραστικών επιδιώξεων. Την ίδια στιγμή είναι ανύπαρκτη η ολόπλευρη και ουσιαστική προστασία της μητρότητας, που σημαίνει κάλυψη όλων των σύγχρονων αναγκών της γυναίκας σε όλες τις φάσεις της ζωής της, και όχι περιορισμένα μόνο στην περίοδο της εγκυμοσύνης, της γέννας και του θηλασμού.
Παράλληλα «οι προσπάθειες για την άνοδο της γυναικείας συµµετοχής απαιτούν ένταση της διαπάλης µε τις σύγχρονες µορφές χειραγώγησης των γυναικών µέσω των αστικών, µικροαστικών και οπορτουνιστικών απόψεων για τις αιτίες της γυναικείας καταπίεσης, δηλαδή τις εκσυγχρονισμένες θεωρίες περί “πατριαρχικής κοινωνίας”, περί “σύγχρονης ανδροκρατίας”, αλλά και τις νέες αντιεπιστημονικές θεωρίες για το “κοινωνικό φύλο”. (Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 20ό Συνέδριο).
Το δικαίωμα των γυναικών στη δουλειά, στη μητρότητα, στον ελεύθερο χρόνο μπορεί να συνδυαστεί αρμονικά, να γίνει πραγματικότητα με τη γενική μείωση του εργάσιμου χρόνου, την κατοχύρωση σύγχρονων εργατικών δικαιωμάτων, τη δημιουργία και λειτουργία δημόσιων και δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών για τις ανάγκες της οικογένειας, των παιδιών και των ηλικιωμένων μελών της.
Το ΚΚΕ, από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του, συγκρούστηκε με αναχρονιστικές, αντιεπιστημονικές απόψεις για την θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Στην 100χρονη ιστορική διαδρομή του, χιλιάδες γυναίκες της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, διανοούμενες, αναδείχτηκαν σε συνειδητές αγωνίστριες στον τόπο εργασίας, στο σωματείο, στο σχολείο, στην γειτονιά.
Σήμερα είναι πολύ ουσιαστική η δράση των μελών του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, ώστε να διαμορφωθεί µια πιο μαζική και σταθερή ριζοσπαστική γυναικεία πρωτοπορία, ικανή να προσελκύει στις γραµµές και στα όργανα του κινήµατος σε αγωνιστική δράση όλο και περισσότερες γυναίκες.
Μόνο μέσα από την εξειδικευμένη δράση του Κόµµατος και της ΚΝΕ στις γυναίκες εργατικής, λαϊκής ένταξης ή καταγωγής, τόσο αυτοτελώς όσο και µέσα από τις γραµµές του εργατικού, λαϊκού κινήµατος μπορεί να συμβάλει στην άνοδο της γυναικείας συµµετοχής στον αντικαπιταλιστικό – αντιµονοπωλιακό αγώνα.
________________
Ήξερες ότι…
Η πρώτη γυναικεία απεργία έγινε το 1804 στην αγγλική πόλη Ουόρτσεστερ, από τις εργάτριες που κατασκεύαζαν γάντια.
Στις ΗΠΑ, η πρώτη αποκλειστικά γυναικεία απεργία έγινε το 1820 στις βιοτεχνίες ενδυμάτων του Νιου Ίνγκλαντ, με αιτήματα για καλύτερες συνθήκες δουλειάς, αξιοπρεπείς μισθούς και μικρότερα ωράρια εργασίας.
Το 1828 απήργησαν οι υφάντριες στο Ντόβερ. Το 1831 τις ακολούθησαν οι Γαλλίδες καπελούδες.
Το 1834 και το 1836 έγιναν δύο ακόμη μεγάλες απεργίες από τις βαμβακεργάτριες της βιομηχανίας Λόουελ στη Μασαχουσέτη.
Το 1844, οι εργάτριες της συγκεκριμένης βαμβακοβιομηχανίας ίδρυσαν το πρώτο γυναικείο εργατικό σωματείο.
Το 1857, οι εργάτριες στα υφαντουργεία και στα ραφτάδικα της Νέας Υόρκης, κατέβηκαν σε απεργία η οποία καταστάλθηκε άγρια από το αστικό κράτος, περνώντας την 8η Μάρτη για πάντα στην ιστορία, ως τη μέρα της εργαζόμενης γυναίκας.