Με Αφορμή τις κατά καιρούς δόλιες σπιλώσεις από διάφορα blog και portal για το Σύντροφο Γιάννη Ρίτσο δημοσιεύουμε κείμενο απ' τον Ριζοσπάστη ως απάντηση σε ένα ανάλογο δημοσίευμα στη εφημερίδα τα Νέα:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Ποιητής - μύθος αληθινός
|
Ο Γιάννης Ρίτσος στον Αϊ-Στράτη |
Στη στήλη της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» (12/5/2001, σελ. R33, Κωδικός άρθρου Α17037R331) διάβασα δημοσίευμα του καθηγητή Μπήτον με τον τίτλο «Ρίτσος αυτός ο... άγνωστος»,αφορμώμενο από την πρόσφατα εκδοθείσα «Ανθολογία» ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου, με επιμέλεια και εισαγωγή της Χρύσας Προκοπάκη.
Ως προς τις παρατηρήσεις του Μπήτον, σχετικά με την «Ανθολογία» μπορώ να πω ότι σε γενικές γραμμές είμαι σύμφωνος.
Αλλωστε, οι παρατηρήσεις αυτές δεν είναι ούτε καινοφανείς, ούτε ιδιαίτερα πρωτότυπες.
Τρία σημεία όμως του κειμένου του κ. Μπήτον, εάν τα προσλαμβάνω σωστά, τα θεωρώ επιεικώς απαράδεκτα και ανευλαβή απέναντι στη μνήμη ενός κορυφαίου της Ρωμιοσύνης.
Πρώτον: Γράφει ο Μπήτον στην προτελευταία παράγραφο: «το σχεδόν μυθοποιημένο μαρτύριο της Κατοχής και του Εμφυλίου (μα τι στην οργή έκανε ο Ρίτσος, οι συναναστροφές του ποιες ήτανε, ώστε να πάει εξόριστος τέσσερα χρόνια στον Αϊ - Στράτη και αλλού;), μέχρι τη δικτατορία και την τελική δικαίωση. Φαίνεται ότι από καιρό έχει αποκρυσταλλωθεί γύρω από το πρόσωπο του Ρίτσου ένας μύθος που δομείται αρκετά πιστά, σύμφωνα με το παραδομένο σχήμα των Βίων Αγίων».
Αν ο κ. Μπήτον εννοεί σ' αυτό το σημείο ότι οι αναφορές της Χρ. Προκοπάκη δεν είναι συγκεκριμένες για τη ζωή και δράση του Ρίτσου στην κατοχή και στον εμφύλιο, καλώς.
Και πάλι, όμως, δε βλέπω κανενός είδους μυθοποίηση, ούτε και καμιά προβολή του Γιάννη Ρίτσου στο «σχήμα» των παραδομένων «Βίων Αγίων». (Αλλωστε ο Ρίτσος ουδέποτε δήλωσε «Αγιος», ούτε με φωτοστέφανο, ούτε χωρίς. Ας διαβάσει κανείς και το πεζό του «Ο Αρίοστος ο Προσεκτικός αρνείται να γίνει Αγιος»).
Αν, όμως, ο κ. Μπήτον δε βρίσκει σημαντική, αλλά μυθοποιημένη τη δράση του Ρίτσου την περίοδο εκείνη, δεν έχει παρά να ξανακοιτάξει τα κατά καιρούς δημοσιευθέντα βιογραφικά στοιχεία
(«Αιολικά Γράμματα», το βιβλίο της Αγγελικής Κώττη, το βιβλίο της Ρούλας Κακλαμανάκη) και να διατρέξει, έστω, έργα του Ρίτσου εκείνης της περιόδου, τα οποία πήγασαν ακριβώς από την προσωπική του συμμετοχή στους αγώνες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, του οποίου μέλος ήταν από το 1934 ως το θάνατό του. Δράση και ποιητική πράξη, που του στοίχισαν έξι χρόνια εξορίας στη Μακρόνησο (όπου δεν υπέγραψε ως γνωστό δήλωση μετανοίας), στον Αϊ - Στράτη, στη Γυάρο και στη Λέρο.
Δεύτερο: Εχω διαβάσει -δε λέω κιόλας πως έχω μελετήσει σε βάθος όλο το έργο του- και δε βλέπω πού στηρίζεται ο κ. Μπήτον ώστε να μιλά περί ύπαρξης «έκδηλης ομοφυλοφιλίας» που αποσιωπάται ως πλευρά του έργου του Ρίτσου.
Γράφει συγκεκριμένα: «Γιατί (για να φέρω μια λεπτομέρεια αρκετά ασήμαντη, αλλά ενδεικτική) να αποσιωπηθεί, και πάλι εδώ, η έκδηλη ομοφυλοφιλία που προκύπτει σε ποιήματα από τη δεκαετία του '60, και που δηλώνεται ακάλυπτα στα όψιμα πεζά;). Μήπως, στην τρυφερή, πράγματι, σχέση του Ορέστη προς τον Πυλάδη, στο ομώνυμο θεατρόμορφο ποίημα του Ρίτσου, δοσμένη άλλωστε από τον αρχαίο τραγικό μύθο;
Μήπως, στην εξύμνηση του ανδρικού λαϊκού κάλλους; Δεν έχει άραγε υμνήσει το σώμα της αγαπημένης και τον ετεροφυλικό έρωτα από την "Εαρινή συμφωνία" έως τα "Ερωτικά" και στα όψιμα πεζά του "Εικονοστασίου Ανωνύμων Αγίων";
Ποια είναι εκείνα τα ποιήματα που υπαινίσσονται, έστω, τέτοιο θέμα. Και ποια είναι τα "αποκαλυπτικά" σχετικά χωρία στο "Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων"; Γιατί ο "οξυδερκής κριτικός" δεν αναφέρει ούτε μια πειστική παραπομπή;
Δεν είχε να υποδείξει πλευρές του Ρίτσου πολύ σημαντικές, ώστε να γίνουν αντικείμενο μελέτης; Γιατί άραγε εστιάζει την προσοχή του, τόσο ανώδυνα, σε ένα τέτοιο -επιτρέψτε μου - σκανδαλοθηρικό και ανυπόστατο -κατά τη γνώμη μου- θέμα, υπό το πρίσμα μάλιστα τάχα μιας απομυθοποίησης και υπό το πνεύμα των "μεταμοντέρνων ιδεών"»;
Τρίτο: Πώς να χαρακτηρίσει κανείς την ακροτελεύτια ερωτηματική περίοδο του κειμένου του κ. Μπήτον: «Ως πότε, όμως, θα μείνει ένας από τους μείζονες Ευρωπαίους ποιητές του 20ού αιώνα σαν θαυματουργό λείψανο στα χέρια εκείνων που τον λατρεύουν;».
Δεν αξίζει, άραγε, ο Ρίτσος τον ανυπόκριτη αγάπη και το θαυμασμό, αρχή μιας βαθύτερης επαφής με το έργο του, όπως του έδειξαν ακόμη και ιδεολογικά διαφορετικοί διανοούμενοι και ποιητές και για τη ζωή του και για την άφθαστη εργατικότητά του και για τη συνέπεια την ιδεολογική και προ πάντων για το πολύπλευρο και άξιο ποιητικό του έργο.
Θαυμασμός, που δεν έχει καμιά σχέση ούτε με μυθοποιήσεις και ειδωλοποιήσεις, ούτε με πρόχειρα, ευκαιριακά εγκώμια και που δεν αποκλείει τη βαθιά κριτική ματιά, ούτε φοβάται τις όποιες τεκμηριωμένες ανακαλύψεις ή αποκαλύψεις.
Μόνο κοντόφθαλμοι, μικρόψυχοι, στέρφοι και φθονεροί ή από ύποπτα κίνητρα ορμώμενοι και σήμερα ακόμη επιδιώκουν τον ακρωτηριασμό του ποιητή.
Είτε παραγνωρίζοντας την αγωνιστική επικαιρική ποίησή του και αποχρωματίζοντας την ιδεολογική συνιστώσα του έργου του.
Είτε υπογραμμίζοντας μόνο αυτή και αποσιωπώντας το υπόλοιπο πολυσήμαντο υπαρξιακό, φιλοσοφικό προβληματισμό του ποιητή.
Είτε, ακόμη, καταφεύγοντας σε αναιδείς σπιλώσεις. Τους γνώρισε -με απροκάλυπτα και με ποικίλα προσωπεία- ο ποιητής και με το έργο του αναφέρεται δεόντως σ' αυτούς.
Ο ποιητής που μίλησε με παρρησία και για την Επανάσταση, για τις περιπέτειες του κοινωνικού οράματος, για τον έρωτα και την ομορφιά της ζωής -για τα πάντα- με μια εκπληκτική καθολικότητα.
Γι αυτό και ζει και θα ζει. Και η ποίησή του, πραγματικά θαυματουργή, θα θαυματουργεί στο νου και στις ψυχές των ανθρώπων.