ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

«ΡΕ, ΔΕΡΝΕΤΕ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑΚΙ ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΔΕΙΡΕΤΕ ΕΜΕΝΑ» Τ΄ΑΚΟΥΣ ΡΕ ΣΚΑΛΟΥΜΠΑΚΑ;;



29 νησιά του Αιγαίου χρησιμοποιήθηκαν ως τόποι εξορίας και «εθνοκαθαρτήρια», άλλα κατοικημένα και άλλα ακατοίκητα. Σε αυτά, χιλιάδες άφησαν τα κόκαλά τους, δολοφονημένοι από τις κρατικές δυνάμεις καταστολής και τα εκτελεστικά αποσπάσματα ή πέθαναν από την πείνα, τις στερήσεις, τις αρρώστιες, τις κακουχίες και τα βασανιστήρια.
Η Μακρόνησος, το πιο μαρτυρικό ξερονήσι, το κολαστήριο του πλήρους εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπου διέπρεψαν οι Σκαλούμπακες, Βασιλόπουλοι και Μπαϊρακτάρηδες, άρχισε να λειτουργεί ως τόπος εξορίας το 1947 και υπολογίζεται ότι «πέρασαν» πάνω από 27.000 στρατιώτες και 30.000 πολίτες που έχριζαν «εθνικής αναμορφώσεως». Άλλοι υπόγραψαν τη «δήλωση μετανοίας» και άλλοι όχι, παρ΄όλα τα απάνθρωπα βασανιστήρια.




Μη σας παραξενεύει, γιατί κατά την απογραφή του 1951, σε μερικά νησιά, η αύξηση του πληθυσμού πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, όπως στη Γυάρο π.χ. που το 1929 είχε 2 και το 1951, 7.139 κατοίκους ή στη Μακρόνησο, που το 1940 είχε 36 και το 1951, 4.484 κατοίκους. 
Ο Άη Στράτης που δεν είναι ξερονήσι, το 1928 είχε 786 κατοίκους, το 1940 είχε 1.131 και στο τέλος του Εμφυλίου είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο, με 3.849 κατοίκους. 
Βλέπετε, ο «εθνάρχης» Βενιζέλος, είχε φροντίσει με το ιδιώνυμο του 1928 να «κατοικηθούν» μερικά νησιά, που από την εποχή του Μεταξά και μετά, λειτούργησαν σαν «εθνικής αναμορφώσεως» και τόποι εξόντωσης, κυρίως, κομμουνιστών αλλά και άλλων που δεν «συμμορφώνονταν με τας υποδείξεις» (τα στοιχεία αυτά τα πήρα από τον Ημεροδρόμο και είναι του φίλου δημοσιογράφου Θανάση Ηλιοδρομίτη).
Εδώ, λοιπόν, έχω καταγράψει δέκα μαρτυρίες, τις πιο σημαντικές που ξεχώρισα και ανάρτησα κατά καιρούς στο facebook.


ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΡΩΤΗ~Έφυγαν από τη Μακρόνησο ως ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ
(Μαρτυρία Κώστα Γαβριηλίδη)
«Από την 1η Νοεμβρίου αρχίζει η παράδοση των υπολοίπων εφτά χιλιάδες στο ΒΕΤΟ… οι εφτά χιλιάδες, οι περισσότεροι γέροι, βαριά άρρωστοι, ανάπηροι και ακρωτηριασμένοι ήρωες της Αλβανικής εποποιίας και της Εθνικής Αντίστασης, φυματικοί, καρδιακοί, ελκοπαθείς κλπ μεταφέρθηκαν στο ΒΕΤΟ με δόσεις από 500-700 άτομα. 
Στη είσοδο του καταυλισμού γίνονταν δεκτοί με τον πιο καννιβαλικό τρόπο. Αξιωματικοί και αλφαμίτες με κράνη και εφ’ όπλου λόγχη, έπεφταν εναντίον εκείνων που δε δέχονταν να υποκύψουν στον εκβιασμό και να υπογράψουν τις περιβόητες δηλώσεις μετανοίας. 
Απερίγραπτα είναι τα όργια των βασανιστηρίων. Μεθυσμένοι οι αλφαμίτες από οινοπνευματώδη ποτα… μαστουρωμένοι από διάφορα ναρκωτικά, τα καθάρματα και τα’ αποβράσματα αυτά της κοινωνίας, ώρες και μέρες βασάνιζαν τους τίμιους και αγνούς πατριώτες που δεν έσκυψαν τον αυχένα στο φασίστα κατακτητή».




ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ~Έφυγαν από τη Μακρόνησο ως ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΕΣ 
(Μαρτυρία Βικτωρίας Θεοδώρου Από το βιβλίο της)
«Το τελευταίο διάστημα παραμονής των αλύγιστων γυναικών στο Τρίκερι και τη μεταφορά τους στο Μακρονήσι και την απομόνωση της ίδιας στο φριχτό στρατόπεδο Λάρισας, κατέγραψε συνταρακτικά η Ρόζα Ιμβριώτη.
 Μια μέρα του Γενάρη του 1950, έγινε αυτό που φοβούνταν οι εξόριστες. 
Στρατηγοί, συνταγματαρχέοι, αρχηγοί Χωροφυλακής και ο μητροπολίτης Μαγνησίας καταφθάνουν στο Τρίκερι. 
Συγκεντρώνουν τις γυναίκες και φωνάζουν τα ονόματα όσων προορίζονταν για το κολαστήριο, τη Μακρόνησο. Φωνάζουν και το όνομα: Ρόζα Ιμβριώτη.
Προχωρά η ηλικιωμένη γυναίκα. Ο στρατηγός έξαλλος φωνάζει: 
«Εσύ, ε; Δε θα ζήσεις πια. Εσύ λυμαίνεσαι με το λόγο σου την Ελλάδα χρόνια τώρα. Από σήμερα ύαινα, θα σφραγιστεί το στόμα σου. Ελεος δεν υπάρχει για σένα. Κατέστρεψες τη νεολαία. Αυτοί που σκοτώνονται στο βουνό είναι θύματά σου!».
 Η Ρόζα μεταφέρεται στο στρατόπεδο Λάρισας. Εκεί την αναλαμβάνουν βασανιστές, που θα τους ζήλευαν και οι ναζί. - «Παλιόγρια θα υπογράψεις δήλωση, ναι ή όχι;»- «Οχι». 
Την πετάνε σε μπουντρούμι, χωρίς νερό και τροφή επί τρεις μέρες. Ακούει να βασανίζονται συναγωνίστριές της. 
Την τρίτη μέρα, με το πιστόλι στον κρόταφό της, ξαναρωτούν και εκείνη ξαναπαντά: «Οχι δεν υπογράφω». 
Σε ένα υπόγειο, χτυπούν όλο το κορμί της, με σιδερένιες βέργες και συρματόσκοινο. Εκείνη άφωνη και αλύγιστη. 
Ο αρχιβασανιστής, της λέει: «Δε ζητούμε υπογραφή. Μόνο να βγεις σαν παιδαγωγός ν' αποκηρύξεις το παιδομάζωμα». - «Δε μιλάω». Την κρεμούν με συρματόσκοινα επί δώδεκα ώρες. - «Δε μιλάω». 
Την ξαναβασανίζουν, ξανά και ξανά και ξανά. 
Δεν τη λύγισαν και έτσι την οδηγούν στο Μακρονήσι. Μακρόνησος - Τρίκερι - Αϊ-Στράτης».




ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΡΙΤΗ~Έφυγαν από τη Μακρόνησο ως ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ
(Μαρτυρία Μιχάλη Μπούρπουλα)
«Στο έμπα της σκηνής, αντίκρισα πάνω σε ένα ράντζο ένα παλικάρι, φαντάζανε δυο ξυλοπόδαρα. Ήταν ο Γιάννης ο Βόλης, από την Λακωνία. Αλβανομάχος, που με το Εθνογερτήριο σάλπισμα του Ε.Α.Μ. έλαβε από τους πρώτους μέρος στην Εθνική Αντίσταση….
Άρχισαν να τραβούν και τους ανάπηρους. Μερικοί υπέκυψαν στην έντεχνη βία και συμβιβάστηκαν. 
Ακολούθησε μάχη καθώς σε τραβούσαν στα αντίσκηνα της Ιεράς Εξέτασης και οι στιγμές ήταν συγκλονιστικές, καθώς γλιστρούσαν τα δεκανίκια και τα ξυλοπόδαρα και βρισκόσουν να κολυμπάς μεσ’ στη λάσπη, και να σε ανακουφίζει η ανθρώπινη συμπαράσταση από τους συναδέλφους, καθώς έπεφταν πάνω στους κανίβαλους για να σε αποσπάσουν από τα χέρια τους…
Ένας θρήνος είχε πέσει στο βράχο, και τα ουρλιαχτά των τραυματισμένων αγωνιστών έφταναν σπαρακτικά, από τις χαράδρες στα αντίσκηνα του 8ου λόχου… « αίμα να βλέπω, σκοτώστε τους βουλγάρους». Και άλλα παρόμοια σαν αυτά , κι ακόμα χειρότερα, συνθέτουν την ατμόσφαιρα, που περισφίγγει το νου και την καρδιά όλων μας…»

ΑΚΟΥΣΤΕ ένα τραγούδι του Νίκου Μάργαρη για τους εξόριστους, όπως ένοιωσε κι αυτός στο πετσί του τη ''στοργή'' της μαμά-Ελλάς ΕΔΩ



ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ~Έφυγαν από τη Μακρόνησο ως ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΕΣ 
(Μαρτυρία Ναταλίας Αποστολοπούλου.)
«Δεκαπέντε χρονών έφτασε στο στρατόπεδο (στο Τρίκερι) η Βαγγελίτσα … πάνω στους παιδικούς ώμους της κουβάλαγε τη σκληρή εμπειρία της από τα βασανιστήρια της στην Ασφάλεια και τον αγιάτρευτο πόνο για τον εκτελεσμένο αγωνιστή αδερφό της.
Στο Μακρονήσι, την ημέρα του βασανισμού, ένας γεροδεμένος αλφαμίτης την άρπαξε από τις κοτσίδες και την ταρακούναγε:
-Μίλα θα κάνεις δήλωση; Θα αποκηρύξεις;
-Όχι, απάντησε η εξόριστη.
Εκείνος σήκωσε το βούρδουλα και την έδερνε αλύπητα.
-Μίλα θα αποκηρύξεις; ξαναρώτησε.
-Ποιόν ν’ αποκηρύξω, μωρέ, το αίμα του αδερφού μου; Δεν αποκηρύσσω τίποτα! Σκευοφύλακα με λένε…χτυπάτε, φασίστες. Χτυπάτε σκυλιά. Δεν αποκηρύσσω το αίμα του αδερφού μου… Την άλλη μέρα τη μεταφέρανε στο αναρρωτήριο μαζί με τις άλλες σακατεμένες.
 Την Τρίτη ημέρα από τους φριχτούς πόνους και την αϋπνία, η Βαγγελίτσα έχασε τα λογικά της κι έπεσε σε αφασία''.
Στις φωτογραφίες που έστελναν στις οικογένειές του, γελούσαν πάντα, για να μην ανησυχούν οι δικοί τους και για να μην κοπούν από την λογοκρισία
».



ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΕΜΠΤΗ~Έφυγαν από τη Μακρόνησο ως ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ 
(ποιητική μαρτυρία του Μάνου Κατράκη από τη Μακρόνησο)

«Στ' ακροθαλάσσι του Αϊ - Στράτη
 κρυφά από του Θεού το μάτι
 Ζουν άνθρωποι και ωριμάζουν
 καινούριο κόσμο ετοιμάζουν».
«Κείνο το βράδυ στη χαράδρα... 
Δεν το ξεχνάω φίλε 
Είχανε σπάσει δυο μπαμπού 
στα κόκαλά μου... 
Η ανανδρία θυμάμαι  
τα 'βαλε με τη λεβεντιά  
κείνο το βράδυ  
Μα το νεράκι πού το βρήκες  
σύντροφέ μου;  
Τώρα που πέρασαν οι πόνοι  
σε βλέπω αδύνατο κι ωχρό  
να σεργιανάς  
Κι είπα να σου 'δινα το χέρι 
για να ξοφλήσω τη δροσιά 
κείνης της νύχτας  
Μα το νεράκι πώς το βρήκες  
το νεράκι  
σ' εκείνο τ' άνυδρο το ρέμα»
Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας» εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και στον Αη – Στράτη, μέχρι το 1952.
Ψηλός και στητός, γίγαντας παραμυθιού, άντεχε κάτω απ’ τις βροχές και τις κακουχίες, τα βασανιστήρια, το σακί μαζί με τη γάτα μέσ’ στη θάλασσα, και τις προσβλητικές βρισιές του ομαδάρχη, που σκύλιαζε απ’ το κακό του μπροστά στην αφοσίωση και την πίστη στην ιδέα.
 Όλ’ αυτά για μιαν ιδέα! Σ' εκείνο το «σχολείο επανένταξης», 
όταν έβλεπε να δέρνουν κανέναν αδύναμο, τους έλεγε «ρε, δέρνετε το γεροντάκι, ελάτε να δείρετε εμένα». Τ΄ακούς ρε Σκαλούμπακα;;;;;
Στην εξορία ζούσε σε σκηνές που τις έπαιρνε κάθε τόσο ο δυνατός αέρας του νησιού. Κουβαλούσε άσκοπα πέτρες απ’ τη μια άκρη της πλαγιάς στην άλλη. Μετά έπρεπε να τις φέρει πάλι πίσω. Ώρες αυτή η δουλειά. 
Και τα μεγάφωνα είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο να τσιρίζουν το ίδιο τραγούδι: «Ως και γράμματα μου στείλανε ανώνυμα, από δω και πέρα κάτσε φρόνιμα».

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΚΤΗ~Έφυγαν από τη Μακρόνησο ως ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ


Πριν τη μαρτυρία του εξόριστου Λεωνίδα Μεντάκη, διαβάστε:
Το "ΜΕΝΟΥ ΕΞΟΡΙΑΣ» και την ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ του βιβλιοπωλείου "Free Thinking Zone», για κάποιο βιβλίο, κάποιου Δημήτρη Φύσσα. Η παρουσίαση έγινε στην Μακρόνησο και οι συμμετέχοντες είχαν την ''ευκαιρία», μεταξύ άλλων, να δοκιμάσουν ... γκουρμέ ''Μενού Εξόριστου», δηλαδή το φαγητό που υποτίθεται ότι έτρωγαν οι κρατούμενοι.
To Free Thinking Zone "ανακάλυψε» ότι οι εξόριστοι έτρωγαν δύο φορές την εβδομάδα κρέας, άλλες δύο ψάρι, το πρωί και το βράδυ μαρμελάδα και φρούτα, ενώ το μενού περιελάμβανε και διαφορετικές τροφές που εναλλάσσονταν στο μενού ανάλογα με τη μέρα.

Ο 90χρονος Λεωνίδας Μεντάκης από τον Κουρνά Αποκορώνου, ένας από τους επιζώντες του στρατοπέδου, έλεγε στα Χανιώτικα Νέα:
«Έβαζαν σε ένα καζάνι 3 – 4 φασόλες, ένα φυλλαράκι φρύο, το έβραζαν και μας έδιναν το ζουμί. Αυτό ήταν το κυρίως φαγητό μας. Είχαμε σοβαρό πρόβλημα με το πόσιμο νερό. Ένα παγουράκι είχε ο καθένας μας. Το νερό το έφερναν με υδροφόρα από το Λαύριο, αλλά τις περισσότερες φορές δεν πινόταν γι’ αυτό και περάσαμε πολλές δίψες, όταν δε είχε θαλασσοταραχή και έκανε ημέρες να έρθει το πλοίο τροφοδοσίας, δεν τρώγαμε και τίποτα. Ήταν και μέρες που το φαγητό ήταν αλμυρό, ενώ δεν μας έδιναν νερό. Δεν ξέρω αν το έκαναν επίτηδες, αλλά γινόταν. Όσο για τους αλφαμίτες, τους αξιωματικούς, αυτοί έτρωγαν πλουσιοπάροχα».

Για κάποιους η Μακρόνησος είναι θλίψη, συγκίνηση, περηφάνια. Για κάποιους άλλους είναι ένα νησί δίπλα στο Λαύριο.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΒΔΟΜΗ~Έφυγαν από τη Μακρόνησο ως ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ
(ποιητική μαρτυρία του Γιάννη Ρίτσου από τα «Μακρονησιώτικα»)
«Ήρθαν οι αρρώστιες, οι διάροιες, ο τέτανος
κουβαλάμε τους αρρώστους με τα φορεία στ’ αποχωρητήρια
κουβαλάμε τους πεθαμένους πάνου στην τάβλα ως την ακρογιαλιά
από κει μόλις βραδυάζει τους φορτώνουν στα καΐκια για το Λαύριο
οι εξόριστοι βγάζουν τα σκουφιά τους, σφίγγουν τα δόντια και
κοιτάζουν πέρα τη θάλασσα
δε μιλάνε, κοιτάζουν μακριά, πίσω απ’ το Σούνιο
ώσπου βραδυάζει κι ο άνεμος βολοδέρνει σε μια κουβέρτα πεθαμένου
ετούτος ο ατέλειωτος άνεμος που αντιχτυπιέται στη μουγκαμάρα της πέτρας
που αναστατώνει τ’ αγκάθια και τα χαρτιά του αποχωρητηρίου
παίρνει από πίσω τα καράβια, γιομίζει τις τσέπες με σπασμένα τοπεία
χωρίζει το πετσί απ’ το κόκαλο – ο μεγάλος άνεμος
που λύνει τους κόμπους των άστρων και δένει τις καρδιές μας
Ένα κρεβάτι, δυο κρεβάτια – πόσα κρεβάτια μείναν άδεια
και τα κουταλοπήρουνα των σκοτωμένων μαζεμένα στη γωνιά
σα μια φούχτα αστέρια δίχως όνομα
και το βλογιοκομμένο φεγγάρι φωνάζοντας ολονυχτίς τον τρόμο
του στη θάλασσα
όπως ανοιγοκλείνει στο σκοτάδι ένα παλιό πορτόφυλλο
κι οι μπόγοι της νύχτας δίπλα στα μαγειρεία
κι η λύπη στριμωγμένη πλάι στο φόβο
έξω απ’ την καρδιά μας.
Ύστερα πέφτει ο άνεμος
κι ακούμε που κατρακυλάνε πέτρες απ’ το βουνό
ακούμε τ’ άρβυλα των πεθαμένων
και πάρα πέρα τ’ άρβυλα της λευτεριάς
καθώς ανηφορίζει από τον κάτου κόσμο
».




ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΟΓΔΟΗ~Έφυγαν από τη Μακρόνησο ως ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ
Παναγιώτης Ελής. 
Έπεσε μαχόμενος, αλύγιστος, χιλιοβασανισμένος, αγωνιστής της ελευθερίας. Ο «Βούλγαρος» που δεν υπόγραψε.


Από τους πρώτους νεκρούς της χούντας
(μαρτυρία παλιών συναδέλφων του στο «σύρμα»)

Ο Ελής οδηγήθηκε στο ΒΕΤΟ (Δεύτερο Ειδικό Τάγμα Οπλιτών), τάγμα με 38.000 περίπου έγκλειστους στρατιώτες, που ως χτες πολεμούσαν τους ξένους εισβολείς στο βουνό και στην πόλη και αντιμετώπισε πλάι τους με καρτερία, τους βασανιστές που φορούσαν τη στολή του Έλληνα στρατιώτη. 
Αυτοί οι «Ελληνες» συναγωνίστηκαν σε θηριωδία τα γερμανικά SS, μόλις δυο χρόνια μετά τη φυγή των μεραρχιών τους, από το ελληνικό έδαφος.
«Υπόγραψε Βούλγαρε!», ωρύονταν οι ροπαλοφόροι πάνω στα αιμόφυρτα, ποδοπατημένα και ετοιμοθάνατα κορμιά, τα κορμιά αυτά, που αντιστάθηκαν στους Γερμανούς και Ιταλούς.
Και ύστερα στο περιβόητο «Σύρμα», στην «Απομόνωση», πλάι στη χαράδρα, πίσω από τον πανύψηλο τοίχο, στο κάτεργο των κατέργων, στην κόλαση της κολάσεως, στο μαρτύριο των μαρτυρίων, όπου μεταφέρονταν όσοι δεν υπέκυπταν στον ανήκουστο παιδεμό και δεν υπέγραφαν «Δήλωση μετανοίας». 

Εκεί βασανίζεται ο Παναγιώτης Ελής, μαζί με τους λίγους συναγωνιστές του, νύχτα - μέρα, από πολυάριθμους αποκτηνωμένους αλφαμίτες...
Ο Ελής θα επιβιώσει από το νέο κύκλο βασανιστηρίων, σε 24ωρη βάση μήνες και χρόνια, χάρη στο ψυχικό σθένος του και τη σωματική του αντοχή. 
Μερικοί από τους συναγωνιστές του στο "Σύρμα», θα επιβιώσουν, με το μέτωπο ψηλά κι αυτοί, αλλά σακατεμένοι δια βίου.
Και ήρθε το καινούριο πραξικόπημα της προδοτικής και ξενόδουλης κλίκας, στρατιωτικής και πολιτικής, του 1967. 
Ο Ελής συλλαμβάνεται και εκτελείται από ανθυπίλαρχο! Είναι από τα πρώτα θύματα της δικτατορίας.


ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΑΤΗ~Έφυγαν από τις εξορίες ως ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ
(μαρτυρία της ... Γενικής Ασφάλειας: «Αυτοκτόνησε»)
Μήτσος Παπαρήγας. Γενικός γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
 Τον συνέλαβαν, τον ανέκριναν αλλά αυτός τσιμουδιά. Τον βασάνισαν και τον πέταξαν από τον τελευταίο όροφο της Ασφάλειας (μία εκδοχή) ή, (δεύτερη εκδοχή), δολοφονήθηκε στα υπόγεια της ασφάλειας και στη συνέχεια, δημοσίως, ισχυρίστηκαν ότι ο «άθλιος κομμουνιστοσυμμορίτης» «αυτοκτόνησε» στο κελί του, χρησιμοποιώντας τη ζώνη της πιτζάμας του. 
Οι διώξεις εναντίον του αρχίζουν από το 1923, όταν ήταν Γραμματέας του Συνδέσμου Παλαιών Πολεμιστών του Βόλου. 
Δυο χρόνια φυλακή για προκήρυξη κατά του Πάγκαλου, έξη μήνες εξορία στην Αμοργό και δύο χιλιάδες δραχμές πρόστιμο.  
Το 1930 δυόμισι μήνες φυλακή στο Ιτζεδίν. Μόλις αποφυλακίζεται ξαναπιάνεται και καταδικάζεται σε τριάμισι χρόνια φυλακή και δυο χρόνια εξορία. Κατορθώνει όμως το 1931 να δραπετεύσει από τις φυλακές Συγγρού, κρύβεται για ένα διάστημα στην Αθήνα κι ύστερα φεύγει στο εξωτερικό, όπου του δίνεται η ευκαιρία να εξοπλιστεί θεωρητικά. Επιστρέφει στην Ελλάδα και πάλι στην παράνομη δουλειά ως το 1936, όπου τον πιάνουν στην Πάτρα. 
Οχτώ χρόνια δέσμιος της μεταξικής δικτατορίας και των χιτλερικών καταχτητών. Απομόνωση της Κέρκυρας, Κίμωλος, Ακροναυπλία, Χαϊδάρι. Δραπετεύει από το Χαϊδάρι το 1944, δουλεύει παράνομα στην Αθήνα.

Το 1946, οι εργάτες του Βόλου τον εξέλεξαν αντιπρόσωπό τους στο 8ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ και το Συνέδριο τον εξέλεξε Γενικό Γραμματέα της ΓΣΕΕ. 
Το 1947 η ασφάλεια, με υπόδειξη των αμερικανών, συνέλαβε την εκλεγμένη διοίκηση της ΓΣΕΕ, μαζί και τον Παπαρήγα, ο οποίος στάλθηκε εξορία στην Ικαρία. 
 Κατορθώνει όμως και πάλι να δραπετεύσει από την εξορία, γυρίζει στην Αθήνα και αρχίζει να δουλεύει μέσα στις σκληρές συνθήκες της παρανομίας της εποχής του εμφυλίου πολέμου. Εκεί τον πιάσανε για τελευταία φορά. 
Τον έσυραν στ΄ άντρα της βίας, τον βασάνισαν σκληρά και τελικά τον δολοφόνησαν, σκηνοθετώντας δήθεν «αυτοκτονία» του μέσα στο κελί της απομόνωσής του.

Πλήρες βιογραφικό ΕΔΩ





ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΔΕΚΑΤΗ~Έφυγαν από τη Μακρόνησο ως ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΕΣ
Ο τίτλος της ανάρτησης λειτούργησε, ίσως, αποτρεπτικά, από την εύλογη σκέψη, πως πρόκειται για τις γιαγιάδες ή μανάδες μας σε κάποιο ορεινό χωριό. 
Όχι, είναι εξόριστες και εξόριστοι δεν ήταν μόνο οι «κομμουνιστοσυμμορίτες» και οι «εαμοβούλγαροι» αλλά και ηλικιωμένες γυναίκες, «προληπτικώς εκτοπισμένες», όπως αυτές οι γυναίκες, στον Άη Στράτη. 
Πρόκειται για συγγενείς πολιτών, για τους οποίους υπήρχαν αποδείξεις ή ... υπόνοιες συμμετοχής στις δραστηριότητες του ΚΚΕ ή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Οι προληπτικές εκτοπίσεις είχαν στόχο να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό του Δημοκρατικού Στρατού και να αναγκάσουν τους μαχητές του να παραδοθούν και να υπογράψουν «δήλωση». Και όμως δεν υπόγραψαν, ενώ, έμαθαν ανάγνωση και γραφή παρακολουθώντας τους κύκλους αυτομόρφωσης που λειτουργούσαν στις φυλακές και στα στρατόπεδα (στοιχεία από τη σελίδα του Ν.Σαραντάκου).


(Μαρτυρία της Κατερίνας Χαριάτη Σισμάνη)
«Στη Μακρόνησο, τρεις μέρες, μας άφηκαν ήσυχες με φοβέρα και περισυλλογή και την άλλη, στις 30 του Γενάρη 1950, μας ξύπνησαν από τις τέσσερες την νύχτα. Ήταν η μέρα της δοκιμασίας.
Χίλιες γυναίκες είχαμε φύγει από το Τρίκερι. 
Το πρωί οι οκτακόσιες, στάθηκαν στη γραμμή, χωρίς δήλωση. 
Παρ’ όλο τα βάναυσο ξύλο που δοκιμάσαμε, τα ουρλιαχτά και τις φοβέρες.
Τα καθημερινά καψόνια, αντικαταστήσανε τα μαρτύρια της ημέρας εκείνης, που μας άφησε κάμποσες πληγωμένες και κάποιες που τρελάθηκαν και φώναζαν όλη τη νύχτα.
Εγώ, την πλήρωσα μόνο με έξη βουρδουλιές και με ένα διηθητικό ίκτερο που βάσταξε τέσσερις μήνες. Ευτυχώς δεν πέθανα.
Όμως στη Μακρόνησο, δεν μας θέλανε τις γυναίκες, τους χαλάγαμε την πειθαρχία. Γίνανε και πολλά διαβήματα απ’ έξω. Ήρθε και επιτροπή του Ερυθρού, ήρθανε και εφημερίδες από την Γαλλία. 
Άλλο επεισόδιο, όταν μας κρύβανε και δείχνανε μόνο όσα θέλανε. Και τότε έγινε το ηρωικό ντου, που η Νίτσα προχώρησε, παρά τις απειλές και τους μίλησε Γαλλικά και κάνοντάς τους υπεύθυνους για τον κίνδυνο της ζωής της, τους πληροφόρησε για τις χαράδρες και την αληθινή κατάσταση.
Με αυτά και με αυτά, μας ξαναπήγανε τελικά σ’ έξη μήνες στο Τρίκερι
».




ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΔΕΚΑΤΗ~Έφυγαν από τη Μακρόνησο ως ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ
(Μαρτυρία Νίκου Μάργαρη)
ΟΙ ΑΝΗΛΙΚΟΙ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΣΦΑ
Από την Μακρόνησο πέρασε και η εφηβεία για αναμόρφωση.
Οι ανήλικοι κατάδικοι που βρίσκονταν κατεσπαρμένοι μέχρι την Άνοιξη του 1949 στην Κηφισιά και στα νησιά Τρίκερι και Γιούρα μεταφέρθηκαν σε μικρές αποστολές και συγκεντρώθηκαν στη ΣΦΑ.
Το νέο στρατόπεδο ανηλίκων που εγκαταστάθηκε στη ΣΦΑ περιλάβαινε ηλικίες από 14 μέχρι 17 ετών και οι κατηγορίες των κρατουμένων ήσαν δύο: ποινικοί κατάδικοι και πολιτικοί κρατούμενοι από ένα – δύο χρόνια έως ισόβια. Σύμφωνα με την εφημερίδα ΜΑΧΗ την Πρωτομαγιά του 1949, έφτασε η πρώτη αποστολή ανηλίκων από το Τρίκερι. Ήσαν περίπου 50. 
Τους οδήγησαν μπροστά στο διοικητήριο και τους μίλησαν κατά το γνωστό τρόπο για να ζητήσουν δηλώσεις [τις γνωστές δηλώσεις μετανοίας, «αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας το ΚΚΕ και τας παραφυάδας αυτού»].
Η απάντηση ήταν αρνητική και τότε όλοι οι γνωστοί βασανιστές, ρίχτηκαν στ’ ανήλικα παιδιά και τα σάπισαν στο ξύλο. 
Και επειδή δεν είδαν ύστερα από το άγριο ομαδικό ξυλοκόπημα καμιά υποχώρηση από μέρους των παιδιών τα ρίξανε στη θάλασσα, τα σακάτεψαν κυριολεκτικά και τα βασάνιζαν απάνθρωπα μέχρι αργά το βράδυ…
Ύστερα από λίγες μέρες έφτασε δεύτερη αποστολή από τις φυλακές ανηλίκων Κηφισιάς...από τις 26 Μαΐου έως τις 8 Ιουνίου 1949 μεταφέρθηκαν από τα Γιούρα 305 καταδικασμένοι ανήλικοι..
.
Από τα βασανιστήρια ο Χαρ. Αλεξανδρόπουλος έμεινε αναίσθητος ο Κώστας Κανάκης έχασε το μάτι του , ο Γιάννης Μυλωνάς έχασε την ακοή του ο Θαν. Τσουκνίδας αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει καταπίνοντας την ουρά του κουταλιού του. 
Στις 18 Αυγούστου 1949, 32 ανήλικοι κρατούμενοι κάτω από το αφόρητο καθεστώς βίας αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν, καταπίνοντας ουρές κουταλιών και άλλα μικροαντικείμενα… Το Δεκέμβριο του 1949 όλο το νησί συγκλονιζόταν από τα βογκητά και τους θρήνους των απομονωμένων στα σύρματα και στα τρελάδικα.



ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΔΩΔΕΚΑΤΗ~Έφυγαν από τη Μακρόνησο ως ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ
Ο Δημήτρης Τατάκης έφτασε στη Μακρόνησο το Νοέμβρη του 1948. 
Με το που πάτησε το πόδι του στη ΣΦΑ, δέχτηκε τον πρώτο συνήθη κύκλο βασανιστηρίων υποδοχής των νέων κρατουμένων. 
Ρίχτηκε στον κλωβό της απομόνωσης και μαζί με τους υπόλοιπους «αδήλωτους» συγκρατούμενούς του, πέρασε μια σειρά βασανιστηρίων, δίχως όμως να υποκύψει στη βία και στον εκβιασμό της δήλωσης.
Όταν οι ανακριτές – βασανιστές του αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο για «αμετανόητο» κομμουνιστή και ότι δεν επρόκειτο να λυγίσει, του επιφύλαξαν ένα ιδιαίτερο μαρτύριο, σχεδιασμένο να τον εξοντώσει, είτε ψυχικά είτε σωματικά: Την ορθοστασία μέχρι θανάτου! 
Επρόκειτο για ένα ιδιότυπο και ταυτόχρονα διεστραμμένο απάνθρωπο βασανιστήριο: Ο κρατούμενος ριχνόταν αρχικά στη θάλασσα φορτωμένος με όλα τα πράγματα ως το λαιμό. Κατόπιν, και αφού μουσκευόταν μέχρι το μεδούλι, στηνόταν όρθιος, ακίνητος και αμίλητος, με δύο φρουρούς να τον επιτηρούν μέρα-νύχτα, μην επιτρέποντάς του να καθίσει ούτε στιγμή ή να μιλήσει με κανέναν. Μόνο κατά τη διάρκεια του φαγητού του επιτρεπόταν να καθίσει, και αυτό μόλις 5 λεπτά, αυστηρά, με το ρολόι.
Το όλο μαρτύριο λάμβανε χώρα πάνω σε έναν βράχο, στην παραλιακή ακτή της ΣΦΑ, μπροστά στις σκηνές των χιλιάδων κρατουμένων της Μακρονήσου. 
Και αυτό, γιατί το «σπάσιμο» του αγωνιστή έπρεπε να πραγματοποιηθεί σε κοινή θέα, «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν» όλων. 
Κάθε ατομικό «σπάσιμο» στόχευε στο να αποτελέσει χτύπημα, να προκαλέσει ρήγμα στην αγωνιστική διάθεση και ηθικό του συνόλου.

Ο χρόνος περνούσε, αλλά ο Τατάκης δε λύγιζε. Οι κρατούμενοι αντλούσαν κουράγιο και οι βασανιστές της Μακρονήσου έχαναν την υπομονή τους. Και οι μέρες έρχονταν και παρέρχονταν η μία μετά την άλλη, οι πόνοι γίνονταν αβάσταχτοι, οι παραισθήσεις μόνιμος σύντροφος. 
Η ψυχή πάλευε με το σώμα, τους πόνους και την κόπωση του μαρτυρίου. 30ή, 31η, 32η, 33η μέρα. Η επίσημη γνώμη των γιατρών της ΣΦΑ ήταν πως κανείς δεν μπορούσε να υπερβεί εκ φύσεως τις 12-15 μέρες ενός τέτοιου μαρτυρίου. 
Και όμως, ο Τατάκης έμεινε όρθιος 33 ολόκληρες μέρες και νύχτες.
 Δεν έσπασε. Δεν υπέγραψε. Ο νέος Προμηθέας, τελικά, δολοφονήθηκε.


Μια ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΠΑΝ.ΣΚΑΛΟΥΜΠΑΚΑΣ~Έφυγε από τη Μακρόνησο ως ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΣ

Σκαλούμπακας: Ενορχηστρωτής των πιο φρικτών βασανιστηρίων της Μακρονήσου. Διέταζε πολλές φορές
ατομικά βασανιστήρια για όσους προσωπικά ο ίδιος δεν συμπαθούσε. Επέβλεπε συχνά τα μαρτύρια λέγοντας "δεν βλέπω αίμα, δεν βλέπω αίμα". Για τις υπηρεσίες του έγινε στρατηγός. Μέχρι που έφυγε για την κόλαση, δήλωνε αμετανόητος.


ΜΑΡΤΥΡΙΑ του Μίμη Βρονταμίτη, καπετάνιου του καϊκιού:
“Εζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. 
Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. 
Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα.
Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. 
Στο Γ' Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ητανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί.
Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες, Χούμης και Δήμητρας, Λαγός. Σ' ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους.
Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να 'κανα; Το πιστόλι σε παγώνει...

Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε.
Οι νεκροί όλοι - όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν - έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου”.



Δηλώσεις του Στράτη Μυριβήλη και του Κωνσταντίνου Τσάτσου





Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

«Kομμούνι, θα Πεθάνεις Εδώ Προδότη. Δεν υπογράφεις, εεε;»Tο χρονικό της Δολοφονίας των «Αμετανόητων».

  
Η μεγάλη σφαγή της Μακρονήσου - Το χρονικό της εν ψυχρώ δολοφονίας των 300 αμετανόητων φαντάρων - Media
«Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι.
Εκείνο το πρωί τα κοκόρια του Λαυρίου για πρώτη φορά δε λάλησαν. Μόνο τα σκυλιά της πόλης ανέβηκαν στο καρβουνόχωμα και κλαίανε όλη τη νύχτα. Όσο για τους ανθρώπους, όλες αυτές τις νύχτες παρακολουθούσαν τη ζωή απ’ τις χαραμάδες... Σάστιζαν πως, αυτό που γινόταν αντίκρυ, δεν το είχε γράψει ακόμα η Αποκάλυψη»
Μενέλαος Λουντέμης
«Οδός Αβύσσου, αριθμός 0»
στο ΠΟΝΤΙΚΙ,
Ο ήχος των κυμάτων ήταν η μοναδική του συντροφιά τις τελευταίες 72 ώρες.
 Βρισκόταν δεμένος πισθάγκωνα, κοντά στην ακτή, προς την πλευρά που το καταραμένο νησί το έδερναν οι άνεμοι και το έκαιγε ο ήλιος. «Πρέπει να συνεχίσω να μετράω, αλλιώς θα τρελαθώ, θα χάσω το μυαλό μου», σκέφτηκε και σε κάθε παφλασμό πρόσθετε και ένα κυματάκι.
Ένας μεγάλος πάσσαλος, που ακουμπούσε την πλάτη του, είχε ακινητοποιήσει τα χέρια του και δυο μικρότεροι τα πόδια του. Το κορμί του ήταν ολόκληρο μια πληγή. 
Η ξηρασία και ο ήλιος είχαν κάνει το δέρμα του να σκάσει και να καεί. Ο καυτός αέρας, που φυσούσε δαιμονισμένα, είχε γεμίσει τις πληγές με σκόνη και άμμο. Είχε βγάλει φουσκάλες που έσπαγαν μόνες τους και το πηχτό υγρό που έβγαινε από μέσα νόμιζε ότι τον δρόσιζε. Τα χείλη του και το στόμα του είχαν σκληρύνει. Δεν είχε καθόλου σάλιο. Διψούσε. Εδώ και κάποιες ώρες δεν αισθανόταν τα γυμνά του μέλη που είχαν μουδιάσει, έτσι σφιχτά δεμένα που ήταν. Τα αυτιά του βούιζαν συνεχώς και το κεφάλι του νόμιζε ότι θα εκραγεί.
«Θα τρελαθώ», ξανασκέφτηκε. «Πεντακόσια δεκατρία, οκτακόσια δεκαεπτά... Όχι, πεντακόσια δεκατέσσερα...» συνέχισε το μέτρημα. 
Από απέναντι έβλεπε καθαρά τα φώτα από το Λαύριο. Σε λίγη ώρα θα ξημέρωνε και η ζωή στην πόλη θα ξεκινούσε κανονικά. Ο χασάπης θα πουλούσε το κρέας, ο γαλατάς θα μοίραζε το γάλα, ο μανάβης θα έβγαζε τα φρέσκα φρούτα του για να τα πουλήσει. Σκέφτηκε πώς είναι να δαγκώνεις λαίμαργα το καρπούζι και να γεμίζει το στόμα σου από αυτή τη γλυκιά υγρή σάρκα. Το στόμα του ξεράθηκε ακόμη περισσότερο. Θα λιποθυμούσε. Διψούσε.
Σκέφτηκε τα παιδιά του. Τον Αλέξη του. Να παίζουν μαζί και να γελάνε. Θα ήθελε να μπορούσε να σφίξει στην αγκαλιά του τη μικρή του κόρη που γεννήθηκε μια εβδομάδα αφότου τον πήραν με το καΐκι για το νησί. Άρχισε να κλαίει. Δάκρυα δεν έτρεχαν από τα μάτια του, κάθε υγρό του σώματός του είχε στερέψει. Όμως έκλαιγε με λυγμούς. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Δάγκωσε δυνατά τα ξεραμένα χείλη του και ρούφηξε το ίδιο του το αίμα για να ξεδιψάσει. 
Λίγες ώρες νωρίτερα
«Αλφαμίτες στη σκηνή μας». Δεν χρειάστηκε να του πουν κάτι άλλο. Αμέσως έσβησε το τσιγάρο του, που κάπνιζε με ανοιχτά τα πίσω κράσπεδα, το έκρυψε ανάμεσα σε κάτι πέτρες και άρχισε να καθαρίζει το πάτωμα. Μέσα στη μικρή σκηνή μπήκαν δυο αλφαμίτες. Ο ένας στάθηκε στην είσοδο, ο άλλος προχώρησε με βλέμμα αυστηρό. «Τι κάνει αυτούνος ιδώ και είν’ ξαπλουμέν’ς; Κοιμάτ’;».
«Έχει χαρτί γιατρού, συνάδελφε. Τον χτύπησε πολύ ο ήλιος όπως έσπαγε πέτρες και λιποθυμάει συνέχεια», απάντησε ο Γιάννης Δρακόπουλος, σκαπανεύς, που υπηρετούσε την πατρίδα του στον Οργανισμό Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου. Ήταν τυχερός. Δεν πολεμούσε στα βουνά τους συμμορίτες, αλλά βρισκόταν σε μια «νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας». Ήταν τυχερός γιατί, αν και παραστράτησε, το κράτος τον είχε στείλει στην «εθνική κολυμβήθρα», όπου σε αυτό το «αναρρωτήριο ψυχών» το μυαλό του θα υγίαινε από το μίασμα και θα ξαναγεννιόταν: «Στη Μακρόνησο αναγεννάται η Ελλάς ωραιοτέρα στην ψυχή των Ελλήνων». 
Ο αλφαμίτης τον κοίταξε ακόμη αυστηρότερα. «Δρακόπουλε, άφ’σε τ’ς μαλακίες κι έλ’ μαζί μ’. Δεν ιμπουρείς να με κουροϊδέψ’ς ισύ ιμέν. Ιγώ όταν παρ’δίδατε την πατρίδα στους Σλάβ’ς, ήμουν δίπλα στου Γρίβα στου Θησείου. Κανείς δεν μι κουροϊδεύ’ ιμένα. Πάμε μια βόλτα, πουλάκι μου».
Ο Δρακόπουλος δεν μπορούσε να περπατήσει από το ξύλο. Τα πόδια του πονούσαν, η πλάτη του πονούσε, τα μπράτσα του είχαν πιαστεί από το σπάσιμο και το κουβάλημα πέτρας. Παρ’ όλα αυτά ανέβαινε την ανηφόρα χωρίς να γλιστρά και με την ίδια ταχύτητα με τους βασανιστές του. Σε λίγο βρισκόταν στο γραφείο του διοικητή του λόχου του. 
«Λοιπόν, Δρακόπουλε, έχω μπροστά μου τον φάκελό σου. Βαρύς, Δρακόπουλε, πολύ βαρύς. Κρίμα, έχεις και δυο παιδάκια. Κρίμα γι’ αυτή τη γυναίκα που τα μεγαλώνει. Είναι και σαν τα κρύα τα νερά, μου λένε και κάποια πουλάκια. Δεν φοβάσαι που την αφήνεις μόνη; Κρίμα και για σένα. Απόφοιτος Νομικής και έμπλεξες με τους κομμουνιστές. Δεν σ’ αρέσει η πατρίδα σου, Δρακόπουλε;». 
Ο απόφοιτος της Νομικής, σε στάση προσοχής, απάντησε: «Αγαπώ την πατρίδα μου, κύριε διοικητά».
«Κάθισε, παιδί μου», του είπε ευγενικά. «Η πατρίδα σε αγαπάει και είναι διατεθειμένη να ξεχάσει ό,τι κακό της έκανες και να σε δεχτεί ξανά εις τους κόλπους της. Διάβασε αυτό το χαρτί και βάλε την υπογραφή σου. Μετά ο βαρύς αυτός φάκελος θα γίνει σαν πούπουλο πάπιας. Λευκός και ελαφρύς». Ο διοικητής έσπρωξε ευγενικά προς το μέρος του μια δακτυλογραφημένη κόλλα χαρτί και μετά, με εξαιρετικά αργές κινήσεις, έβαλε δροσερό νερό από μια γυάλινη κανάτα που είχε μπροστά του. 
Ο Δρακόπουλος λίγο έλειψε να πάθει αποπληξία. Όχι από τον ήχο του γάργαρου νερού που άκουγε στ’ αυτιά του. Τι κι αν το προηγούμενο βράδυ τους είχαν ταΐσει παστές ρέγκες, αλλά τους είχαν απαγορεύσει να πιουν νερό; Κόντεψε να πάθει αποπληξία από αυτό που διάβασε στο χαρτί:
«ΔήλωσιςΟ κάτωθι υπογεγραμμένος... κλάσεως... εκ... και διαμένων εις... δηλώ υπευθύνως και εν γνώσει των συνεπειών του νόμου περί ψευδούς δηλώσεως και χωρίς να ασκηθή βία τα κάτωθι:
Ουδέποτε υπήρξα κομμουνιστής και ουδεμίαν σχέσιν έχω με το συνωμοτικόν ΚΚΕ. Προσεχώρησα εις το ΕΑΜ με σκοπόν να απελευθερώσω την πατρίδα μου από τους κατακτητάς. Μετ’ ολίγον καιρόν αντελήφθην ότι όπισθεν του ΕΑΜ ήτο το ΚΚΕ, το οποίο ήτο η πηγή πάσης ενεργείας και πράξεως του ΕΑΜ.
Επειδή είμαι γνήσιο Ελληνόπουλο, καταδικάζω και αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας όλας τας αναρχοβουλγαροκομμουνιστικάς οργανώσεις: ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΕΑ, αίτινες αποτελούν τα εγκληματικά σλαυόβουλα και αντεθνικά συγκροτήματα, σκοπός των οποίων είναι η κατασκόπευσις παντός ό,τι αφορά το κράτος και ιδία τον στρατόν και η υποδούλωσις της φυλής μας εις τους προαιώνιους εχθρούς μας Βουλγάρους - Σέρβους και γενικώς Σλαύους οίτινες πάντοτε ατίμως και υπούλως είτε διά της πανσλαυιστικής ιδέας προσπαθούν να αποσπάσουν εδάφη άτινα είναι ποτισμένα με ιδρώτα και αίμα των προγόνων μας. Τίθεμαι πολέμιος των άνω σλαυοδούλων και ανθελληνικών συγκροτημάτων μέχρι της τελικής εξαλείψεώς των.
Η παρούσα μου επιθυμώ να δημοσιευθή εις τον τύπον και αναγνωσθή εις την εκκλησίαν της ενορίας μου.
Β.Σ.Γ. 802 τη...Ο Δηλών...».
Ο Δρακόπουλος σηκώθηκε αργά από την καρέκλα. «Λυπούμαι, κ. διοικητά. Δεν θα υπογράψω».
Ο διοικητής του λόχου, που μέχρι εκείνη τη στιγμή φορούσε τη μάσκα του στοργικού πατέρα, μισόκλεισε τα μάτια: «Kομμούνι, θα πεθάνεις εδώ. Προδότη. Δεν υπογράφεις, εεε;».
Αμέσως έπεσαν επάνω του οι δυο αλφαμίτες που είχαν ήδη βγάλει τα μακριά ξύλινα κλομπ τους. Στο πέμπτο γεμάτο χτύπημα στο κεφάλι, ο Δρακόπουλος ένιωθε να σβήνει. Πρόλαβε να ακούσει τον διοικητή να λέει: «Μην τον σκοτώσετε, ρε ηλίθιοι. Αύριο τον θέλω περδίκι, να βρίσκεται μαζί με τους άλλους στο γήπεδο. Θα καλοπεράσει εκεί...». Ήταν απόγευμα της 28ης Φεβρουαρίου του 1948...
Η σφαγή
Τον Γιάννη Δρακόπουλο τον συνέφεραν οι συνάδελφοί του στη σκηνή, όπου τον πέταξαν αναίσθητο οι αλφαμίτες. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ξεραμένα αίματα. Κάποιος εκ περιτροπής όλη τη νύχτα κατέβαινε μέχρι τη θάλασσα, έβρεχε ένα κομμάτι ύφασμα και ερχόταν να καθαρίσει τις πληγές του. Ο Γιάννης ανέβαζε πυρετό. Όλο το βράδυ μέχρι να ξημερώσει η 29η ψηνόταν και παραληρούσε. Φώναζε τα παιδιά του, έκλαιγε, ούρλιαζε. Κάθε του κίνηση τον τσάκιζε από τον πόνο. Οι συνάδελφοί του κρατούσαν και δρόσιζαν το κεφάλι του με απαλές κινήσεις. Το πρωί η γνωστή φωνή από τα μεγάφωνα διέκοψε τη διαδικασία: «Όλοι οι στρατεύσιμοι του Α’ Τάγματος Σκαπανέων» (ΑΕΤΟ) να πάνε για εκκλησιασμό».
«Σήκω, Γιάννη, θα σε κουβαλήσουμε εμείς. Σήκω, αδερφέ μου, γιατί εάν μείνεις μόνος στη σκηνή και σε βρουν, θα σε σκοτώσουν σαν το σκυλί και θα πουν ότι έκανες ψαράκι και αυτοκτόνησες». Το «ψαράκι» ήταν η απονενοημένη βουτιά κάποιων κρατουμένων με το κεφάλι στους βράχους για να χάσουν τις αισθήσεις τους και να σταματήσουν τα βασανιστήρια. 
Οι αμετανόητοι του ΑΕΤΟ, του «ερυθρού τάγματος», εκείνοι που δεν υπέγραφαν δήλωση, κινήθηκαν προς το γηπεδάκι του νησιού. Ανθρώπινα ράκη, ζωντανοί νεκροί, από τα βασανιστήρια και τη δίψα, 4.500 φαντάροι έσερναν τα βήματά τους μέχρι που έφτασαν εκεί. Στους λόχους είχαν μείνει μόνον οι ασθενείς, οι νερουλάδες, οι γραφιάδες και οι μάγειρες. Μετά την έπαρση της σημαίας, οι στρατιώτες διατάχθηκαν να πάνε στο θέατρο για να ακούσουν «θρησκευτική ομιλία». Μόνο έτσι τα ελληνορθόδοξα ιδεώδη θα ξερίζωναν από μέσα τους τη σαπίλα του κομμουνισμού. 
Ο Γιάννης είχε συνέλθει και ο πυρετός του είχε πέσει. Πλέον δεν τον υποβάσταζαν οι συνάδελφοί του. Ξαφνικά από το βάθος μια ομάδα από αλφαμίτες έσπαγαν στο ξύλο και έσερναν από τα μαλλιά και τα ρούχα τους απαλλαγμένους λόγω ασθένειας. Άρρωστους φαντάρους τους κλώτσαγαν, τους χτύπαγαν με τα κλομπ και τους έβριζαν για να συγκεντρωθούν κι εκείνοι στο γήπεδο. 
Οι αμετανόητοι του ΑΕΤΟ διαμαρτυρήθηκαν. Ο Γιάννης φώναζε και εκείνος με όση δύναμη είχε: «Ρε, δεν βλέπετε ότι είναι άρρωστοι; Ντροπή. Έχουν απαλλαγεί. Ντροπή σας, αλήτες». Οι 4.500 φαντάροι του ΑΕΤΟ είχαν γίνει μια ανθρώπινη ασπίδα μέσα στο γήπεδο. 
Τότε ο υπασπιστής Καρδαράς έβγαλε το πιστόλι του και πυροβόλησε στον αέρα. Το σύνθημα είχε δοθεί. Αμέσως οι άνδρες του λόχου ασφαλείας, οι φρουροί οι οποίοι από πριν είχαν ακροβολιστεί γύρω από το γήπεδο, άρχισαν να πυροβολούν στο ψαχνό. Πέντε φαντάροι έπεσαν αμέσως νεκροί και τουλάχιστον άλλοι 10 τραυματίστηκαν από σφαίρες. 
«Αίσχος, δολοφόνοι, ντροπή. Γιατί μας δολοφονείτε;». 
Οι άνδρες του ΑΕΤΟ, χωρίς να κουνηθούν από τη θέση τους, ζητούσαν εξηγήσεις. Φώναζαν, έκλαιγαν, έπιαναν τους νεκρούς τους και τους χάιδευαν λες και κοιμόντουσαν και ήθελαν να τους ξυπνήσουν. Ο διοικητής Βασιλόπουλος μίλησε με επιτροπή των στρατιωτών και τους εγγυήθηκε την προσωπική τους ασφάλεια, ενώ δέχτηκε να εξεταστούν τα γεγονότα από διακομματική επιτροπή για να διαλευκανθεί πλήρως η υπόθεση και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι της σφαγής.
Κανείς φαντάρος όλο το βράδυ δεν μετακινήθηκε από το γήπεδο. Το ξημέρωμα στις ακτές του καταραμένου νησιού εμφανίστηκε μια ακταιωρός του Πολεμικού Ναυτικού. Επάνω της πάνοπλοι ναύτες σημάδευαν τους φαντάρους του ΑΕΤΟ. Από τον τηλεβόα ακούστηκε η φωνή της ίδιας της κόλασης:
«Στρατιώται, σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης. Συλλάβετε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα. Αποδοκιμάστε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον». 
Οι σκαπανείς του ΑΕΤΟ κοίταζαν με απορία ο ένας τον άλλον. «Μα για ποιους δολοφόνους μιλάει; Εμάς δολοφόνησαν, εμείς δεν κινηθήκαμε». 
Τις σκέψεις τους έκοψαν σαν μαχαίρι οι ριπές. Μυδράλια που είχαν στηθεί το βράδυ πέριξ του χώρου σάρωναν με τις σφαίρες τους τα κορμιά. Το χώμα στο γήπεδο δεν προλάβαινε να ρουφήξει το αίμα. Σχημάτιζε λάσπη. Κόκκινη λάσπη. 
Ήταν μια σφαγή που μόνο με τις δολοφονίες των κατακτητών Γερμανών μπορούσε να συγκριθεί. Οι φαντάροι έγιναν ένα κουβάρι και έψελναν τον Εθνικό ύμνο. Έτσι πέθαιναν.
Ο Μίμης Βρονταμίτης, καπετάνιος του καϊκιού που έκανε τη διαδρομή Λαύριο - Μακρονήσι, θα πει χρόνια αργότερα:
«Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου “Άγιος Νικόλαος”, επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές τον μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα.
Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας (για τις υπηρεσίες του στη Μακρόνησο προήχθη σε στρατηγό) μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου τη λέξη “νεκρός”. Ήτανε δίπλα στον γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί.
Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας, Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους.
Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στον βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. 
Οι νεκροί όλοι - όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν - έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου». 
Ύστερα από ώρα η σφαγή σταμάτησε έτσι ξαφνικά, όπως είχε αρχίσει. 
Το ΑΕΤΟ είχε σπάσει και ήταν έτοιμο να επανέλθει στους κόλπους της πατρίδας. Πολλοί φαντάροι συνελήφθησαν ως πρωταίτιοι των επεισοδίων. Ο Γιάννης ήταν ένας από εκείνους. 
Τις επόμενες ημέρες δοκίμασαν στο κορμί του κάθε βασανιστήριο. Ξύλο, φάλαγγα, εικονικούς πνιγμούς. Πέρασε από τα «πασαλάκια», από το «αεροπλανάκι» και φυσικά από το «σιδερωτήριο». 
Εκεί δεν άντεξε. 
Ο Δρακόπουλος με δάκρυα ζήτησε να υπογράψει.
 Το έκανε. 
Στην Αθήνα, όπου επέστρεψε, άρχισε να μπαινοβγαίνει στα ψυχιατρεία. 
Ήταν πλέον μισότρελος. Του έκαναν ηλεκτροσόκ για να επανέλθει. 
Τα βράδια ξύπναγε με λυγμούς και μετρούσε: «Πεντακόσια τριάντα... επτακόσια σαράντα δύο... Όχι... πεντακόσια τριάντα ένα...». 
Τα χείλη του ήταν ματωμένα κάθε βράδυ από το δάγκωμα.
Καταγραφή από φίλο στο f/b
Αλίευση - Παρουσίαση: Viva.La.Revolucion