ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κ. Λουλές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κ. Λουλές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

«Ο μπάρμπας μου, ο Παπάς».

Ένας από τους συγκρατούμενους στο θάλαμό μας είχε πάνω από το ράντζο του τη φωτογραφία του Μαρξ. Πάει ο φύλακας να την ξεκρεμάσει.


«Μη, σε παρακαλώ», του λέει.

«Γιατί, ποιος είναι;»

«Ο μπάρμπας μου, ο παπάς».
***
Κ. Λουλές – Χ. Φλωράκης: «Aχώριστο δίδυμο» στο Κόμμα και στις φυλακές

Στις 28 του Γενάρη 1988 έφυγε από τη ζωή ο αγωνιστής Κώστας Λουλές, βουλευτής του ΚΚΕ και στέλεχος του Κόμματος, που πέρασε συνολικά 28 χρόνια στις φυλακές και σε τόπους εξορίας, καθώς και δώδεκα στην παρανομία και στην αναγκαστική υπερορία.

Ο θρυλικός «μπαρμπα-Κώστας» όπως τον αποκαλούσαν διατηρούσε στενούς συντροφικούς – φιλικούς δεσμούς με τον επίτιμο Πρόεδρο του ΚΚΕ Χαρίλαο Φλωράκη, τον «Χαριλιό», όπως τον αποκαλούσε ο μπαρμπα-Κώστας. 

Από το βιβλίο της Νίτσας Λουλέ – Θεοδωράκη «Χαρίλαος Φλωράκης» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995), τα αποσπάσματα που ακολουθούν.
***
Η 6η Ολομέλεια του Κόμματος γίνεται στην Αλβανία και ο Χαρίλαος παίρνει μέρος τούτη τη φορά σαν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Με επικεφαλής τον Κολιγιάννη, μεταφέρεται με μια ομάδα ανταρτών στο Πότι της Κριμαίας. Τα βουνά και οι μάχες έμειναν πίσω. 
Για τους Έλληνες κομμουνιστές στην προσφυγιά, Σοβιετική Ένωση, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ανατολική Γερμανία, αρχίζει, ένας νέος αγώνας στις νέες συνθήκες, μόρφωση, συμβολή στην οικονομία του σοσιαλισμού κλπ. 
Στη μακρινή Τασκένδη πηγαίνει ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων. Εκεί καταλήγει και η ομάδα του Χαρίλαου. Στην Τέταρτη Πολιτεία.
 Οι περισσότεροι βρίσκουν δουλειά σε εργοστάσιο που φτιάχνει καλώδια. Γύρω του κτισμένες στη σειρά εργατικές κατοικίες. Βολεύονται, όπως μπορούν στα διαμερίσματα που τους δίνουν. 
Ο Χαρίλαος μοιράζεται ένα δωμάτιο με τον μπαρμπα-Κώστα Λουλέ. 
Έτσι, η γνωριμία των δυο αντρών, που ξεκίνησε το ’45 σε κάποιο αχτίφ, γίνεται φιλία που κρατά μια ολόκληρη ζωή. 
«Ο Χαριλιός» έλεγε ο πατέρας μου και γέμιζαν τα μάτια του αγάπη. 
«Το αχώριστο δίδυμο» τους αποκαλούσαν στο Κόμμα και στις φυλακές.

«Ο σύντροφος Κώστας ήταν πολιτικός επίτροπος στη σχολή αξιωματικών. Βλεπόμαστε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου για δουλειά. Στην Τασκένδη είχαμε χρόνο να μιλάμε και να γνωριστούμε καλύτερα. Όταν γυρίζαμε σπίτι τα βράδια παίζαμε σκάκι και μαθαίναμε ρωσικά. Λίγους μήνες όμως κράτησε αυτό. Το ’50 έφυγα για τη Μόσχα και ο Κώστας πήρε «μετάθεση» για τη Ρουμανία. Βρισκόμαστε στο Βουκουρέστι, όποτε είχαμε ολομέλεια».

*
Φθινόπωρο ’85. Κυριακή πρωί. 
Ο κινηματογράφος ΑΤΤΙΚΟΝ γεμάτος.
 Ουρά ο κόσμος περιμένει μάταια για ένα εισιτήριο. Πρεμιέρα στο έργο του Παντελή Βούλγαρη «Πέτρινα χρόνια». 
Θέμα του η αληθινή ιστορία ενός ζευγαριού, της Ελένης και του Μπάμπη. Από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας ο μικρός τους γιος, ο Μιλτιάδης, που γεννιέται στη φυλακή και γίνεται, αργότερα κουμπάρος των γονιών του μέσα στη φυλακή. Χρόνια πριν ο Παντελής Βούλγαρης κάνει την ταινία, όταν ο Μιλτιάδης ήταν επτά ετών κι έπρεπε να πάει, στο σχολείο, με τη δικτατορία απειλή πάνω από τα κεφάλια μας, έγινα ένα απόγευμα νονά του. 
Τον βαφτίσαμε στον Άγιο Δημήτριο, στους Αμπελόκηπους, με λίγους καλεσμένους, χωρίς τους γονείς, αφού και οι δυο βρίσκονταν στις φυλακές.
Χαρίλαος, Γκρόζος και Κώστας Λουλές σε στιγμές κεφιού
Πήγαμε όλοι, σε τούτη την πρεμιέρα. Και το έργο το είδαμε δυο και τρεις φορές. Και κάθε φορά τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι από τα μάτια μας. Γιατί ήταν σαν να ζούσαμε όλοι μαζί από την αρχή εκείνα τα πέτρινα χρόνια.

Ο Χαρίλαος, ο πατέρας, όλη η παλιά φουρνιά είναι παρόντες. Με μάτια κόκκινα από το κλάμα, γυρίσαμε το μεσημέρι στο σπίτι των γονιών μου, Λουκάρεως 42. 
Στην περιοχή μέναμε χρόνια ολόκληρα, για να είμαστε κοντά στις φυλακές. 
Οι φυλακές γκρεμίστηκαν, έγιναν δικαστήρια και οι γονείς μου εξακολουθούσαν να μένουν εκεί. Καλεσμένος και ο Χαρίλαος εκείνο το μεσημέρι. Η κυρα-Μαρία, η Μαριώ όπως τη φωνάζει, είχε φτιάξει ντολμάδες, που τόσο του αρέσουν. Ένα γύρο στο τραπέζι μαζί με τα παιδιά μου ακούγαμε τους δυο παλιούς συντρόφους να διηγούνται ιστορίες από τις φυλακές, την εξορία, την προσφυγιά.

«Θυμάσαι, ρε Κώστα, που δώσαμε μια παράσταση στην Αίγινα και ντύθηκες παπάς; 
Επιτυχία που είχε εκείνος ο ρόλος! Χε, χε! 
Ε, άμα δεν κάναμε κι αυτά, πώς θα πέρναγαν τα χρόνια. Θα την παθαίναμε σαν τους ποινικούς που τρελαίνονταν στο χρόνο πάνω, από την κλεισούρα και την έλλειψη οραμάτων. Κάναμε μαθήματα, διαβάζαμε, σκαρώναμε θεατρικές παραστάσεις. Ζούσαμε!»

Οι φυλακισμένοι κομμουνιστές είχαν τους δικούς τους κανόνες. Το πενήντα τοις εκατό των χρημάτων που λάβαιναν, όσοι λάβαιναν, το έδιναν στο κοινό ταμείο για τις ανάγκες όλων. Τα τρόφιμα χωρίζονταν, επίσης, στα τρία ή στα τέσσερα, ανάλογα με τα άτομα που αποτελούσε η κάθε παρέα.

«Με τον τρόπο αυτό βελτιώναμε το συσσίτιό μας. Βοηθούσαμε τους συγκρατούμενους μας, που δεν είχαν οικογένειες ή που ήταν φτωχοί. 
Π.χ., αν κάποιος χρειαζόταν γυαλιά. τα αγόραζε από το κοινό ταμείο. Υπήρχε αλληλεγγύη. Μέχρι και στους ποινικούς βαρυποινίτες που ήταν κοντά μας δίναμε από το συσσίτιό μας. Κι εκείνοι με τη σειρά τους μας βοηθούσαν. Να μας φέρουν κρυφά μια εφημερίδα, να μας πουν κανένα νέο απ’ έξω.

*
«Θυμάσαι, βρε Χαριλιό, το «ντου» που μας έκαναν και πήραν ό,τι χαρτικό είχαμε πάνω μας;»

«Εγώ θυμάμαι, εσύ τη λουλέικη φασαρία που έκανες, τη θυμάσαι;
 Που λέτε, σε κείνο το γιουρούσι -γιατί για γιουρούσι επρόκειτο- μας πήραν όλα τα βιβλία, όλες τις φωτογραφίες, σημειώματα, τα πάντα.
 Ο πατέρας σου έχασε σε κείνο το πλιάτσικο όλα τα τεύχη του Οικονομικού Ταχυδρόμου που φύλαγε. Έκανε καβγά που δε λέγεται, μα ποιος τον άκουγε! 

Το νόστιμο, όμως, ήταν άλλο.
 Ένας από τους συγκρατούμενους στο θάλαμό μας είχε πάνω από το ράντζο του τη φωτογραφία του Μαρξ. 
Πάει ο φύλακας να την ξεκρεμάσει.

«Μη, σε παρακαλώ», του λέει.

«Γιατί, ποιος είναι;»

«Ο μπάρμπας μου, ο παπάς».

«Έχεις, μωρέ, μπάρμπα παπά και είσαι φυλακή;»

«Μα, αυτός με έφερε εδώ μέσα».

«Και γλίτωσε η φωτογραφία του Μαρξ, γιατί ο φύλακας νόμισε πως ο μπάρμπας του ο παπάς ήταν αντίθετος από τον ανιψιό του και τον έστειλε φυλακή!»

Έκατσε μαζί μας ο Χαρίλαος εκείνη την Κυριακή μέχρι αργά το απόγευμα, με ιστορίες, πειράγματα και αστεία.

Ήταν από τις λίγες φορές που οι φίλοι ξανοίχτηκαν μπροστά σε τρίτους…