-Αλιβίζο
-...
- Αλιβίζοοο! πού είσαι μωρέ αφορεσμένε;
- Εφούγιαξες αφέντη;
- Τι εφούγιαξα μωρέ που ξελαρυγγιάστηκα!
-Έδωπα ήμουνα αφέντη, ένα μουμέντο μπρι αριβάρισα από το Φόρο, εγίνηκε τ' όρντινό σου, κατά πώς μου πες αποβραδίς κι ήφερα κι ένα ζιμπίλι πράματα τση κυράς απο το Γιοφύρι. Κομιντόρα, κραμπία, βερτζότα μία μάπα, κάτι ραδικοβλάσταρα, μία χαρτουλίνα φρύσσες και σπιτσοπίπερα απο του Αγγιού.
Μου είπε και γεώμηλα, αλλά δεν νογάω τι είναι ευτούνα ευτού αφέντη και τσ΄ήφερα πατάτες νιές, μόλις φερμένες απο τ΄ Αργάσι, μαζί με φραουλίνες ντόπιες. Ούτε κρεμμύδια Μπελουσιώτικα ηύρηκα ο καψερός, ούτε μύγδαλα για ορτζάδα, ειναι αμπονόρα ακόμα, μου είπε ο Βενέτικος. Ααα κι ένα σκουράτζο γαλάριο από το μπακάλικο του Φουρνογεράκη.
Τσ' ηφερα και χερίες αφέντη που ξέρω οτι τση αρέσουνε, κανίσκι από μένανε
-Τάκαμες ούλα όπως σου πα ή ξαστόχησες τίποτα για να φέρεις τα ...γεώμηλα;
-Ούλα τα δικά σου τα ηύρηκα αφέντη κατά πως μου τα πες.
-Ζέψε το λοιπό το καροντσίνο να πάμε μέχρι το μετόχι στην Αγρία, τόσες μέρες στη καραντίνα τα νιτερέσα μου μείνανε οπίσω, κι εμένανε μ έπιασε κουπάριση. Πρέπει να ιδώ αν πήγανε οι αργάτες για το χαράκι, χώρια που το σπίτι τόσο καιρό φέρμο θάχει γιομίσει μάγαρα, μελιγκόνια και σαμαμήθια.
-Ποίοι αργάτες αφέντη;;; Το Ζέπο το μπιστικό σου, τον ηύρηκε ινφλουέντσα,από μουμέντο τον επροκάμανε. Επολιώρα βγήκε από το Σπιτάλιο, ακόμα τρέμουνε τα κατσικλείδια του!
-Ινφλουέντσααα;;; Κακό που μ΄ηύρηκε!
-Εσένανε τι κακό σ ηύρηκε αφέντη, εκειός απολίγο να πάει στα πέρ αμπέλια ! να τον ιδείς πως είναι φινίδος...έρεψε από τη φέμπρε, μήτε μόρτος!
_Και που ζει, τι κατάλαβε, το βάρος τση γης, αφού δε κάνει για δουλειά; Τί θα γένω τώρα συφορέλια μου; Πού θα έβρω αργατία; Κόρπο θα μ΄ έυρει με τούτη τη νοβιτά!
- Ο Άγιος κοντά σου αφέντη, γιατί τούτη η ινφλουέντσα βαρεί και τσου αφεντάδες, είναι λέει κορωνάτη, έτσι άκουσα στη Χώρα, να φορείς μουσαριόλα αφέντη.
-Μπα που κακό ψόφο νάχεις νιοράντε, που θα μου πεις οτι θα πάθω κορωνοιφλουέντσα! Σιγά μη φορέσω και μωρέττα! Καλλίτερα να μπουκώνεσαι παρά να μιλείς, όλο παρμενίες λες συφορά σου! Ζέψε να πάμε καλιά μας, γιατί δε θάχουμε καλά ξεμπερδέματα, τήρα ο ήλιος, ένα ορδίνι στον ουρανό, πήγε γιόμα.
-Πρέπει να γυρίσουμε μπρι βραδυώσει αφεντη γιατί το φανάρι στο καροντσίνο είναι μπατάδο.
-Και πώς εμπατάρισε μωρέ νιοράντε,εβουρλίστηκε από μοναχό του;
-Όσκε αφέντη θα σου πω τι μου εκαπιτάρησε.
'Ενας χεσμένος άρχινισε να το βαρεί πετρίες, κι άμα το ρώτηξα τί του φταιξε το φανάρι, "Κάτου οι μεγάλες μαϊστρες" μου φούγιαζε!
Εμαλινάρησα μα τον Άγιο! Ευτυχώς που ήτουνα μοναχό του το μουρλοφαντιασμένο και δε με κουλουμώσανε καμία δεκαρία απο δαύτα!
Έκαμα το σταυρό μου που μόνε μόνε δεν ηύρηκε καμία πετρία το ζωντανό και τάφηνε σέκο, γιατί κάλλιο τόχα να συντριφτώ απο το Ξηνταβελόνη, παρά να γυρίσω σπίτι μετά απο τέτοιο κάζο!
-Τι λες μωρέ θεοβουρλισμένε;
Ποίος θεοτούμπης ήταν ευτός ο "επαναστάάάτης" πού νάμπει ο διάολος στο βρακί του και να μη βγαίνει;
Ποίες "μαϊστρες" βαρεί το θεόμουρλο, του Κουμούτου για του Ψημάρη;
Μη του ρθε ιδέα οτι είμαι κανένας μπενεστάντες από εκειούς; Αλλά άλλος δε φταίει παρά εσύ ο αγούρμαστος, σουχω πωμένο χίλιες βολές να μη πηγαίνεις από τη Κουτσουπία, που είναι μαωμένοι εκειοί οι διάσκατζοι!
Αλλά πούύύ εσύύύ, τη δουλειά σου, γαϊδούρι κλάνει!
Κι αντακάπου απο κειές τσι μερίες! Γιατί γλέπεις εκεί είναι μαωμένες και οι μποτέγες που σ΄ έχουνε αβεντόρο, χώρια που είσαι αβελίδος και ιναμοράτος με τα βελέσια! Μήγαρις δε σε ξέρω μουρλοπούπουλο;
-Δε νογάω αφέντη μου μα την Κυρά τη Σκοπιώτισσα, κι εμένανε κόπηκε το αίμα μου έτσι που πετάχτηκε απο τη καντουνάδα το γλυκιάρικο κι εβάρειε απάνου καταπάνου. Είναι που του εφινίρανε οι πέτρες και σταμάτησε, αλλιώτικα ακόμα θα με κυνήγαε!
-Πάμε μωρέ να φύγουμε, γιατί αν μείνουμε εδώ και μου ξεφουρνίσεις κι άλλα, θα κάμω φονικό, πάμε καλιά μας π' ανάθεμα το Λουμπάρδο!
-Ναίσκε αφέντη, τσακίζουμαι ο καψερός και μόλις γυρίσουμε θα τρέξω στο φαβραρείο του Οβραίου να φτιάξω το φανάρι. Κι εσύ αφέντη μη ξαστοχήσεις το μπαγιασόν σου και το μπαστούνι σου, ναιιι αφέντη; μπουχός εγίνηκα κι εφύγαμε!
-Ναίσκε τώρα σ' έπιασε ο πόνος μη μαυρίσω από τον ήλιο βεραμέντε! Ω στρατσίες που θες μωρέ κλαπαύτη, που αφού μ έκαμες ξύδι κι αγκλεούρι, τώρα τάχα μου νοιάζεσαι μη με κάψει ο ήλιος!
Εγω ολοένα έχω ταράντουλο από τη σύγχυση, αν θες να ξέρεις. Άμα ξαναλάχει να μην είσαι κόμε σι ντέβε, να πας να ξαγορευτείς για δε θα εύρει άλλη ώρα, από λιντερίτσινο θα πας κακομοιριασμένε μου.
Δελέγκου φόρειε τη γιατέκα σου, πάρε τη βίκα, μη γκανιάσουμε στο δρόμο για νερό και σαρτοκοπάμε τσου όχτους και βιάσου, δε θέλω άλλη άργητα,θα με πιάσει λάνια!
-Λακίζω αφέντη μου και δε λογιάζω τσι φωνές σου, γιατί νογάω πως δε τσι πιστεύεις, στη φούρκα σου τσι λες.
Αμπαντονάρω εγώ οτι αναστήθηκα από λεχωνούδι στο αρχοντικό σου, αντίς κατεβήκανε οι αντενάτοι μου απο το Πλεμοναρίο; και αντίς μεγάλωσα τι ασύσταγο ήμουνα; δεν είχα αφιδοσύνη πουθενά και αντίς μ' επιαντάριζε η συχωρεμένη η μάνα μου,τση εφούγιαζες: "Αστο μωρή Ζαμπέλα, μη το ξεσυνερίζεσαι, παιδί είναι, τι θέλεις να στέκεται στυλιάρι; Το ντεζόρντινο φέρνει ενόρντινο, μη σκιάζεσαι ,δεν είναι κανένα παρμένο να ξεμπουριστεί"
Κι εκείνη από σέβας ελόγου σου, άφηνε τη βέργα και τσι γλύτωνα
Ηύρεμα ήσουνα για τη φαμελιά μου αφέντη, αλλιά, θα διακονεύανε.
Ούτε με ξεχώρισες ποτέ από τα παιδία σου! μέχρι και πορτάδα δική μου έφτιανα, κι οχι αμούτσι μήτε μπιστιού...εν τη παλάμη!
και ρούχα αφόρια από τα παιδία είχα, δεν ήμουνα κανένας ρούνιας, σα κάτι άλλα και η παδέλα σας, απ' ο,τι είχε, πάντα είχε και για μας.
Ακόμα και στα γράμματα μ' αμπωσίες μ έστελνες, μη τηράς που δε τ' αγάπαγα κι έκανα γανιό κι αριβάριζα τάχατες με το σκόλασμα σαν γάτα μπανιάδα!
Κι αν δεν ήσουν ελόγου σου, τοκιστής και σουλατσαδόρος στα ρεπάρα, θάμουνα! Και τσι αρρώστιες μου ελόγου σου πρόντος! γιατί ήμουνα κι ατάλικος ο καψερός.
Τώρα σέρνε μου όσα δε σέρνει το αφανοσάρωμα, ξέρω οτι δεν είσαι αιρεσιάρης κι άμα έχεις γκιούστο, αναγνωρίζω το δικό μου το σμπάλιο.
-Πάμε μωρέ θρασίμι και με λαϊμισες, μπρι μας πάρουνε τα ζουμία και μας κομπαρίρει και κανένας κομπέβελος και μας αντισκόψει.
Τρέξε μία πιλάλα να ηφέρεις τη λάτα, να βγάλουμε λάδι λαμπάντε από την πίλα και τη μπότσα για τη Βερντέα, να τσι γιομίσουμε.
Θυμού να κόψουμε αλιφασκιά για την αγκούσα και να φέρουμε το κακάβι για γάνωμα στη Χώρα, όπου νάναι θα γυρίσουμε να ξεκαλοκαιριάσουμε!
-Ούλα θα τα κάμουμε αφέντη μου, μη σκιάζεσαι και ευτούνα θα πάρουμε και μποκέ για τη σιόρα Γκιοβάννα θα κόψουμε και γιουλάκια θα τση μαώξω, να τα βάλει στο κόνισμα, να σχωράει το σιορ πάρε τση!
-Αμποδάτε χαρές! Ντούνκουε, να νετάρουμε μπρι πιάσει ντάβανος! Πάμε περικοπά, εβράδυωσε.