"Στους στρατιώτες που μετατρέπονται σε εκτελεστές από τους πραιτοριανούς. Στους διανοούμενους που δεν έχουν εξευτελιστεί από τη μπουρζουαζία":
Σαν σήμερα, 29/12/1896, γεννιέται ο κορυφαίος τοιχογράφος Νταβίντ Αλφάρο Σικέιρος. Ανήκει στη "μεγάλη τριάδα" των Μεξικανών τοιχογράφων, μαζί με τον Ντιέγκο Ριβέρα και το Χοσέ Κλεμέντε Ορόσκο.
Υπήρξε στρατιώτης της Μεξικανικής Επανάστασης (1910-17) και του Ισπανικού Εμφυλίου (1936-39). Διευθυντής της εφημερίδας "El Machete",που έγινε και η επίσημη φωνή του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεξικού, από τα μέσα της δεκαετίας του ’20, είχε έντονη ανάμιξη στο εργατικό κίνημα.
Το 1937 κατετάγη στον Ισπανικό Δημοκρατικό Στρατό. Προηγήθηκαν δύο ταξίδια στις ΗΠΑ, όπου το 1936 ίδρυσε πειραματικό εργαστήρι στη Ν. Υόρκη. Οργάνωσε τους εργάτες των ορυχείων του Χάλισκο και εκλέχτηκε πρόεδρος του σωματείου τους.
Η αφοσίωση του στη σύνδεση της τέχνης με τους κοινωνικούς αγώνες του κόστισε πολλά χρόνια εξορίας, πολλές συλλήψεις και χρόνια στη φυλακή. Ήταν πρόσωπο μόνιμης και επίμονης παρακολούθησης από το Εφ Μπι Αϊ και άλλες μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ (πενήντα χιλιάδες σελίδες είναι ο όγκος των αρχείων που αναφέρονται σε αυτόν).
Τα έργα του αποσιωπήθηκαν εντελώς στην Αμερική. Παρά τις προσπάθειες να εξαλείψουν από τη μνήμη το έργο του, δεν κατόρθωσαν να καταπνίξουν την επιρροή του. Του απονεμήθηκε το Βραβείο "Λένιν" για την ειρήνη. Πέθανε το 1974 στο Μεξικό.
Κατιούσα: Φιντέλ: Πυξίδα μου αυτά που βρήκα στο Μαρξ και στο Λένιν, και η ηθική που βρήκα στο Μαρτί
Ο Φιντέλ Κάστρο περιγράφει τις συνθήκες που «γέννησαν» τον μικρό αντάρτη και έπλασαν στη συνέχεια τον μεγάλο επαναστάτη που άλλαξε τον ρου της ιστορίας της αμερικανικής ηπείρου, σημαδεύοντας ανεξίτηλα με τη δράση και τη σκέψη του τον χάρτη της παγκόσμιας Ιστορίας.
Από το βιβλίο «Εκατό ώρες με τον Φιντέλ», του Ιγνάσιο Ραμονέ (εκδ. Πατάκη, 2007), αποσπάσματα από τον χειμαρρώδη –αυτοβιογραφικό- λόγο του, κωδικοποιημένα με δικούς μας τίτλους.
Από παιδί αποχτά τη στόφα του αντάρτη
Ότι φυσικά δε γεννήθηκα επαναστάτης, γεννήθηκα όμως, όπως σας είπα, αντάρτης. Νομίζω ότι πολύ νωρίς, στο σχολείο, στο σπίτι μου, άρχισα να βλέπω και να ζω πράγματα που ήταν άδικα. Είχα γεννηθεί σε μια μεγάλη ιδιοκτησία και ήξερα πώς ήταν τα πράγματα. Έχω μια ανεξίτηλη εικόνα του πώς ήταν ο καπιταλισμός στην επαρχία. Δε θα σβήσουν ποτέ από το μυαλό μου οι εικόνες τόσων ταπεινών ανθρώπων, εκεί στο Μπιράν, πεινασμένων, ξυπόλυτων, που ζούσαν εκεί στα πέριξ, ειδικά των εργατών στις μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις ζάχαρης, όπου η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη, που έρχονταν να ζητήσουν από τον πατέρα μου να τους βρει μια λύση. Όπως είπα, ο πατέρας μου δεν ήταν εγωιστής ιδιοκτήτης.
Επίσης έπεσα θύμα ορισμένων πραγμάτων. Και άρχισα να αποκτώ κάποιες αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας, ορισμένες αξίες. Έτσι λοιπόν διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας μου, μέσα από ζόρια που πέρασα, δυσκολίες που χρειάστηκε να υπερπηδήσω, συγκρούσεις που αντιμετώπισα, αποφάσεις που πήρα, εξεγέρσεις… Και όσο με αφορά αρχίζω να αμφισβητώ όλη εκείνη την κοινωνία, κανονικά, μαθαίνω να σκέφτομαι με κάποια λογική, να αναλύω τα πράγματα. Χωρίς κανείς να με βοηθήσει.
Πολύ νωρίς όλες αυτές οι εμπειρίες μ’ έκαναν να θεωρώ αδιανόητη την κακομεταχείριση, την αδικία ή την απλή ταπείνωση άλλου ανθρώπου. Άρχισα να αποκτώ συνείδηση. Ποτέ δεν αποδέχτηκα την κακομεταχείριση. Απέκτησα βαθιά αίσθηση της δικαιοσύνης, μια ηθική, μια αίσθηση της ισότητας. Όλ’ αυτά, μαζί με μια ιδιοσυγκρασία αναμφισβήτητα αντάρτικη, πρέπει να άσκησαν μεγάλη επιρροή στην πολιτική και επαναστατική μου κλίση.
(…) Ίσως κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής μου μ’ έκαναν να αντιδράσω έτσι. Πέρασα κάποια ζόρια από πολύ νωρίς και άρχισα πράγματι να αποκτώ, ίσως γι’ αυτό, στόφα αντάρτη. Λένε για τους «επαναστάτες χωρίς αιτία» αλλά εγώ νομίζω, όταν θυμάμαι, ότι ήμουν επαναστάτης με πολλές αιτίες και ευχαριστώ τη ζωή που συνέχισα όλο αυτό τον καιρό να είμαι επαναστάτης.
Ακόμα και σήμερα και ίσως ακόμα πιο δικαιολογημένα, επειδή έχω περισσότερες ιδέες, επειδή έχω περισσότερη εμπειρία, επειδή έμαθα πολλά από τον ίδιο μου τον αγώνα και καταλαβαίνω καλύτερα αυτή τη γη όπου γεννηθήκαμε κι αυτό τον κόσμο όπου ζούμε.
Τα πρώτα σπέρματα μιας θεωρίας για την κοινωνία και μιας θεωρίας για την κατάληψη της εξουσίας
Είχα διαβάσει πολλά από τα βιβλία που δημοσιεύτηκαν για τους πολέμους της Ανεξαρτησίας στην Κούβα. Μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο ήρθα σε πιο στενή επαφή με τις ιδέες γύρω από την πολιτική οικονομία και πολύ σύντομα, με τα ίδια τα κείμενα που μοιράζονταν εκεί, συνειδητοποίησα το παράλογο της καπιταλιστικής θεωρίας.
Ανακάλυψα αργότερα τα υλικά του μαρξισμού, όπως σας είπα. Είχα ήδη ανακατευτεί με τα πολιτικά, αλλά στο πρώτο έτος δεν είχα μελετήσει σε βάθος το μάθημα που λεγόταν «πολιτική οικονομία», γι’ αυτό δεν έδωσα καν εξετάσεις.
Το δίδασκε ένας καθηγητής πολύ αυστηρός, ο καθηγητής Πορτέλα και, όπως σας είπα, το περιεχόμενό του κάλυπτε εννιακόσιες σελίδες ύλης τυπωμένης σε μεγάλες και μερικές φορές μουντζουρωμένες σελίδες χαρτιού με πολύγραφο. Μίλησα ήδη γι’ αυτό. Όταν αποφασίζω να μελετήσω σε βάθος, αρχίζω να πέφτω πάνω στις θεωρίες για το νόμο της αξίας και τις διάφορες ερμηνείες. Ήταν η πολιτική οικονομία που έδιναν στους νέους της αστικής τάξης.
Εκεί άρχισα να αμφισβητώ το σύστημα. Από μόνος μου έφτασα στο συμπέρασμα ότι η καπιταλιστική οικονομία ήταν παράλογη. Γιατί εγώ αυτό που ήμουν, όπως σας ανέφερα ήδη, προτού ανακαλύψω τα μαρξιστικά ή τα λενινιστικά υλικά, είναι ουτοπικός κομουνιστής. Ουτοπικός κομουνιστής είναι αυτός που δεν ξεκινάει από επιστημονική ή ιστορική βάση, αλλά που κάτι του φαίνεται πολύ λάθος και ότι δεν είναι σωστό και ότι υπάρχει φτώχεια, αδικίες, ανισότητες…
Επίσης διαθέτει κανείς πια κάποια ηθική, σας είπα ότι η ηθική μάς ήρθε βασικά μέσω του Μαρτί. Με βοήθησε πολύ η ζωή, το πώς έζησα, και το πώς είδα αυτό που έζησα. Όταν μιλούσαν για τις «κρίσεις υπερπαραγωγής» και για την «ανεργία» και άλλα προβλήματα, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το σύστημα εκείνο δεν ήταν καλό. Το μάθημα «Ιστορία των κοινωνικών δογμάτων», του Ραούλ Ρόα, που ήταν αριστερός καθηγητής και είχε μελετήσει μαρξισμό· κι άλλο ένα μάθημα που λεγόταν «Οι εργατικές νομοθεσίες», ο καθηγητής του οποίου, ο Αουρελιάνο Σάντσες Αράνγκο, ήταν επίσης αριστερός, με βοήθησαν να εμβαθύνω στη σκέψη μου.
Ένα από τα πρώτα κείμενα του Μαρξ που διαβάζω, όπως σας είπα, ήταν το Κομουνιστικό Μανιφέστο. Ασκεί επάνω μου μεγάλη επιρροή, γιατί αρχίζω να καταλαβαίνω ορισμένα πράγματα, επειδή είχα γεννηθεί σ’ ένα λατιφούντιο(1), τριγυρισμένο επιπλέον από άλλα τεράστια λατιφούντια και ήξερα πώς ήταν εκεί η ζωή των ανθρώπων. Είχα την εμπειρία στο πετσί μου θα μπορούσαμε να πούμε, του τι σημαίνει ιμπεριαλισμός, κυριαρχία, υποταγμένες, διεφθαρμένες, καταπιεστικές κυβερνήσεις. Στο Ορθόδοξο Κόμμα κατάγγελλαν αυτή την κακομεταχείριση, αυτή τη διαφθορά. Αλλά βρισκόμουν κιόλας αριστερά των ορθόδοξων.
Διάβαζα με απληστία από τότε και στο εξής τα μαρξιστικά κείμενα, που με προσέλκυαν ολοένα και περισσότερο. Διέθετα πια βαθιά ριζωμένα αισθήματα δικαιοσύνης και συγκεκριμένες ηθικές αξίες. Απεχθανόμουν τις ανισότητες, την κακομεταχείριση. Ένιωθα να με κατακτούν εκείνα τα κείμενα. Ήταν σαν πολιτική αποκάλυψη των συμπερασμάτων στα οποία είχα καταλήξει από μόνος μου. Μερικές φορές είπα ότι αν τον Οδυσσέα τον αιχμαλώτισε το τραγούδι των σειρήνων, εμένα μ’ αιχμαλώτισαν οι αναμφισβήτητες αλήθειες της μαρξιστικής καταγγελίας. Είχα αναπτύξει ουτοπικές ιδέες, τώρα ένιωθα ότι πατούσα σε πιο στέρεο έδαφος.
Ο μαρξισμός μού έμαθε τι ήταν η κοινωνία. Ήμουν σαν ελάφι στο δάσος ή κάποιος στο δάσος που δεν ξέρει τίποτα, ούτε πού πέφτει ο βορράς και ο νότος. Αν δεν καταφέρεις να κατανοήσεις πραγματικά την ιστορία της πάλης των τάξεων ή τουλάχιστον τη σαφή ιδέα ότι η κοινωνία είναι διαιρεμένη ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, είσαι χαμένος στο δάσος, χωρίς να ξέρεις τίποτα.
Αντιμέτωπος με τον «ρεαλισμό» και την «κανονικότητα» της εποχής του
Εντάξει, σε πολλούς, η κοινωνία έτσι όπως ήταν φαινόταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, όπως και η οικογένεια στους κόλπους της οποίας γεννιέται ή το χωριό όπου ζει. Ολ’ αυτά ήταν πολύ οικεία, παλαιά συνήθεια. Αν σ’ όλη του τη ζωή κανείς ακούει: «Αυτός είναι ιδιοκτήτης ενός αλόγου, αυτός είναι ιδιοκτήτης ενός μποΐο(2) κι αυτός είναι ιδιοκτήτης μιας τεράστιας έκτασης και όλων όσων υπάρχουν πάνω της», ποτέ δε θα του φανεί παράξενο. Η ιδέα της ιδιοκτησίας ήταν οικουμενική, εφαρμόσιμη σε όλα τα πράγματα, ακόμα και στα παιδιά. Αυτός είναι γιος του τάδε κι αυτή είναι γυναίκα του άλλου, όλα είναι ιδιοκτησία κάποιου. Όμως αυτή η ιδέα της ιδιοκτησίας εφαρμόζεται στα πάντα, στο άλογο, στο φορτηγό, στο αγρόκτημα, στο εργοστάσιο, στο σχολείο, εκτός από τα αγαθά που είναι δημόσια.
Ο πολίτης γεννιέται σε μια καπιταλιστική κοινωνία βυθισμένος στην ιδέα της ιδιοκτησίας, γι’ αυτόν τα πάντα είναι ιδιοκτησία, και είναι πολύ ιερό το δικό του ζευγάρι παπούτσια, ο γιος και η γυναίκα, όπως κι εκείνο το εργοστάσιο όπου υπάρχει ένας κύριος που είναι ο ιδιοκτήτης και το διοικεί και του κάνει τη χάρη να του δώσει μια δουλίτσα και εκμεταλλεύεται κόσμο αδαή, που δεν ξέρει ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει. Γιατί οι καπιταλιστές χρησιμοποιούν πολύ την ψυχολογία, πράγμα που συχνά οι σοσιαλιστές δεν κάνουν. Ο σοσιαλιστής διοικητής νομίζει ότι αυτό είναι το καθήκον ενός εργαζόμενου, ενώ ο καπιταλιστής ξέρει ότι ο εργαζόμενος είναι κάποιος που του παράγει υπεραξία.
Παρ’ όλο που δεν ξέρει συνειδητά τι είναι η υπεραξία, γι’ αυτόν όλα είναι πολύ φυσικά· αυτός οργάνωσε, έψαξε να βρει μερικά λεφτουδάκια, έστησε μια επιχείρηση, έγινε πλούσιος, ακόμα και εξαιρετικά πλούσιος. Τότε, εντάξει, ο κόσμος ζούσε σε τόσο ταπεινές και μειονεκτικές συνθήκες ώστε έβλεπε ακόμα κι έναν από εκείνος τους πολιτικούς, που εν γνώση του ήταν ο πιο πλούσιος και διεφθαρμένος τύπος, ακόμα και με θαυμασμό…
Όταν άρχισα να επεξεργάζομαι θεωρίες -στις αρχές των σπουδών μου πάνω στην οικονομία- τότε ακριβώς ήταν που έμαθα ότι υπάρχει ο Καρλ Μαρξ και ότι υπάρχει ο σοσιαλισμός, υπάρχουν οι μαρξιστές, υπάρχουν οι κομουνιστές και υπήρξαν οι ουτοπιστές. Μετά είναι η στιγμή που ανακαλύπτω ότι είμαι ένας από αυτούς τους ουτοπιστές, καταλαβαίνετε;
Διαμορφωμένος επαναστάτης
Ποια ήταν τα τρία βασικά πράγματα που δέχτηκα; Από το Μαρτί, έμπνευση, το παράδειγμά του και πολλά πράγματα ακόμα, αλλά δεχτήκαμε, στην ουσία, την ηθική, πάνω απ’ όλα, την ηθική. Όταν είπε εκείνη τη φράση, που ποτέ δε θα ξεχάσω: «Όλη η δόξα του κόσμου χωράει σ’ έναν κόκκο καλαμπόκι», αυτό μου φάνηκε απίστευτα όμορφο, μπροστά σε τόση ματαιοδοξία και φιλοδοξίες που έβλεπες παντού. Η ηθική, ως συμπεριφορά, είναι ουσιώδης, ένας αμύθητος πλούτος. Επίσης υπάρχει πατριωτισμός, υπάρχει ιστορία, υπάρχουν παραδόσεις, σας διηγήθηκα κάποια από αυτά τα πράγματα.
Από το Μαρξ δεχτήκαμε την έννοια του τι είναι η ανθρώπινη κοινωνία· διαφορετικά, κάποιος που δεν το έχει διαβάσει ή δεν του το έχουν εξηγήσει, είναι σαν να τον έχουν βάλει στη μέση ενός δάσους, νύχτα, χωρίς να ξέρει πού βρίσκεται ο βορράς, ο νότος, η ανατολή και η δύση. Ο Μαρξ μάς έδωσε την ιδέα τού τι είναι η κοινωνία και η ιστορία της ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Χωρίς τον Μαρξ δεν μπορείτε να διατυπώσετε καμιά συνταγή με τρόπο ώστε να ερμηνεύει με ακρίβεια τα ιστορικά γεγονότα, ποιες είναι οι τάσεις, η εξέλιξη μιας ανθρωπότητας που δεν έχει σταματήσει να εξελίσσεται. Το ξέρετε πολύ καλά αυτό, Ραμονέ, μα πάρα πολύ καλά!
Εσάς και πολλούς ανθρώπους στον κόσμο μας ανησυχούν δόγματα και θεωρίες όπως η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, σήμερα της μόδας, που θα τρομοκρατούσαν έναν άνθρωπο την εποχή της αποικιοκρατίας· θα τρομοκρατούσαν το Μαρτί όταν η Κούβα ήταν αποικία της Ισπανίας· θα τρομοκρατούσαν την ανθρωπότητα πριν από μόλις τριάντα χρόνια. Πολλά σημαντικά πράγματα, των οποίων έχουμε συνείδηση.
Το πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη
Θυμηθείτε ότι ήμουν πια μισο-διεθνιστής, είχα ήδη πάει στην Μπογοτά το 1948 και είχα κινητοποιηθεί εκεί με τους φοιτητές, είχαμε ένα πρόγραμμα. Θυμηθείτε ότι ήταν, μεταξύ άλλων, ο αγώνας για τις Μαλβίνες, η επιστροφή της Διώρυγας του Παναμά, είχα ήδη συμμετάσχει στην εκστρατεία του Κάγιο Κονφίτες και άλλες αποστολές. Το πιο βασικό: ήμουν πια, το 1952, πεπεισμένος μαρξιστής-λενινιστής. Εννοώ τις αξίες που απέκτησα, αυτά που έμαθα εκείνα τα χρόνια, χωρίς τα οποία δε θα είχα μπορέσει να παίξω κανένα ρόλο.
Αν ο Χριστόφορος Κολόμβος δεν είχε πυξίδα, δε θα έφτανε πουθενά. Αλλά υπήρχε η πυξίδα, εγώ είχα πυξίδα: ήταν αυτά που βρήκα στο Μαρξ και στο Λένιν. Και η ηθική -ξαναλέω- που βρήκα στο Μαρτί. Ίσως υπήρξε επιρροή και από άλλους παράγοντες· ήμουν αθλητής και ανέβαινα βουνά· επηρεάζουν οι συνθήκες, η ζωή με βοήθησε.
Όταν γίνεται το πραξικόπημα του Μπατίστα το 1952, επεξεργάζομαι μια στρατηγική για το μέλλον: να προωθήσω ένα επαναστατικό πρόγραμμα και να οργανώσω μια λαϊκή εξέγερση. Από εκείνη τη στιγμή διαθέτω πια πλήρη αντίληψη περί αγώνα και τις βασικές επαναστατικές ιδέες, τις ιδέες που βρίσκονται στο Η Ιστορία θα με αθωώσει.(3) Διέθετα ήδη την ιδέα που ήταν απαραίτητη για την κατάληψη της εξουσίας με επανάσταση. Ξεκινούσε από εκείνο που θα συνέβαινε μετά τις εκλογές της 1ης Ιουνίου εκείνης της χρονιάς. Τίποτα δε θ’ άλλαζε. Θα επαναλαμβανόταν για άλλη μια φορά η απογοήτευση και η διάψευση των ελπίδων. Και δεν ήταν δυνατόν να επιστρέψουμε σ’ εκείνη την πεπατημένη που ποτέ δεν επρόκειτο να οδηγήσει πουθενά.
1) Μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία
2) Τυπικό σπίτι του φτωχού Κουβανού χωρικού, κατασκευασμένο με τοιχώματα από σανίδες, στέγη από φύλλα φοίνικα και χωμάτινο πάτωμα
3) Μετά την επίθεση στο στρατώνα Μονκάδα του Σαντιάγο ντε Κούβα, στις 26 Ιούλη του 1953, ο Φιντέλ συλλαμβάνεται και δικάζεται. Ως δικηγόρος αναλαμβάνει ο ίδιος την υπεράσπισή του. Η τελική αγόρευσή του είναι γνωστή με την ονομασία «Η ιστορία θα με αθωώσει» και είναι ταυτόχρονα ένα μανιφέστο εναντίον του Μπατίστα και ένα πρόγραμμα για τη ριζική αλλαγή της Κούβας.
μια ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ του ΜΙΚΗ στην ΚΟΥΒΑ με τον ΦΙΝΤΕΛ.
Μόλις είχε γυρίσει απ΄την Κούβα και μου δίνει αυτή τη φωτογραφία να την "επεξεργαστώ". Ο Μίκης, άγνωστο γιατί, είχε ένα έντονο αιμάτωμα στην περιοχή του μουστακιού και έπρεπε να το αφαιρέσω (πάντως, μην βιάζεστε, δεν ''φάγανε τα μουστάκια τους''). Χειρουργική-φωτογραφική επέμβαση, δηλαδή. Τότε (1981) δεν υπήρχε photoshop και όλα γινόντουσαν επί της φωτογραφίας με μολύβια και χρώματα. Σήμερα με το photoshop θα χρειαζόταν μόλις ένα λεπτό.
Στην Κούβα, ο Μίκης, παρουσίασε το Canto General με τέσσερις χορωδίες της πόλης της Αβάνας και άλλων πόλεων και με Φαραντούρη, Πανδή και Νταλάρα. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ένα απόσπασμα, όπως ο ίδιος το περιγράφει: Την ημέρα των γενεθλίων μου δόθηκε η τελευταία μεγάλη συναυλία στην Αβάνα. Αποφασίσαμε να την κάνουμε σε κλειστή πλατεία, ισπανικής αρχιτεκτονικής, με καμάρες γύρω γύρω, μπροστά στον καθεδρικό ναό, ο οποίος είχε κλείσει από την εποχή της επανάστασης και δεν είχε ξανανοίξει από τότε. Εκεί μπροστά είχαν στήσει την εξέδρα όπου θα ανέβαιναν οι μουσικοί και οι χορωδοί. Εγώ στο μεταξύ είχα γνωριστεί με το δήμαρχο της Αβάνας, ο οποίος ήταν συγχρόνως διευθυντής της αρχαιολογικής υπηρεσίας και υπεύθυνος για τη συντήρηση των μνημείων. Είχαμε γίνει φίλοι, καθώς λοιπόν κάναμε πρόβα εκείνη την ημέρα μπροστά στην εκκλησία, του είπα: “Θέλω να μου κάνεις μια χάρη αύριο στη συναυλία: να ανοίξεις την πόρτα της εκκλησίας και να ανάψεις τους πολυελαίους”. Πραγματικά, από τη θέση όπου διηύθυνα έβλεπα μπροστά μου την τεράστια πόρτα του καθεδρικού ναού. “Μα θα με βάλουν φυλακή αν το κάνω!Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ”, μου είπε ο δήμαρχος. “Θα σε καλύψω εγώ”, του υποσχέθηκα, “αλλά μην πεις σε κανέναν τίποτα. Θα το κάνουμε έκπληξη”. Βασίστηκε στη σχέση μου με τον Κάστρο ο δήμαρχος και δήλωσε: “Θα το κάνω”. “Και κάτι άλλο”, του είπα: “Όταν στο τέλος πια σηκώσω τα χέρια μου και τα κάνω γροθιές, να χτυπήσουν οι καμπάνες”. “Αυτό είναι αδύνατον”, αντέδρασε. “Αν το κάνω, θα νομίσουν ότι γίνεται αντεπανάσταση”. “Θα το κάνεις και αυτό, το παίρνω επάνω μου”, του είπα.
Την άλλη μέρα ήταν εκεί όλη η ηγεσία, υπήρχε φυσικά πολλή φρουρά και βέβαια πλήθος κόσμου. Μπροστά μπροστά ο Κάστρο. Με το πρώτο κομμάτι, ανοίγει η πόρτα και κάνουν όλοι με θαυμασμό “Ααα!!!”. Μετά ανάβουν οι πολυέλαιοι, ξανά ένα ηχηρό “Ααα!!!”. Στρεφόμουν να δω τι γίνεται στο κοινό, κοίταζα τον Κάστρο... ησυχία. Όταν όμως στα τελευταία ακόρντα άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες... σηκώθηκε επάνω ο Κάστρο και σηκώθηκαν όλοι μαζί του. Έχω σε βίντεο τη στιγμή που σπεύδω, τον αγκαλιάζω, τον φιλάω και του λέω: “Ησύχασε, δε συμβαίνει τίποτα, εγώ το έκανα”. Ήταν έτοιμος να τραβήξει το πιστόλι του!
Ένα ιστορικό ντοκουμέντο μπροστά απ' τον καθεδρικό ναό της Αβάνας.
Αρχειακό υλικό από την συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στην Κούβα τον Ιούλιο του 1981 και την κοινή εμφάνιση με το Φιντέλ στους δημοσιογράφους.
Οι δηλώσεις του Φιντέλ Κάστρο, στο βίντεο:
«Πιστεύω ότι η μουσική είναι ακόμα πιο δύσκολη από την πολιτική. Η απόδειξη είναι ότι υπάρχουν περισσότεροι πολιτικοί στον κόσμο και λιγότεροι μουσικοί. Υπάρχουν, όμως, ακόμα λιγότεροι επαναστάτες καλλιτέχνες, αν και οι καλλιτέχνες γενικά εύχονται την επανάσταση. Υπάρχουν πολλοί πολιτικοί που δεν είναι επαναστάτες. Έτσι, το ποσοστό των επαναστατών καλλιτεχνών είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό των πολιτικών».
ΠΡΟΒΟΛΗ H TEXNH TOY NA EΠΙΒΙΩΝΕΙΣ(EL MERITO ES ESTAR VIVO ) των ΟΤΤΟ ΜΙΓΚΕΛ ,ΓΚΟΥΣΜΑΝ ΓΚΙΕΡΕΡΟ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΦΙΔΕΛ ΚΑΣΤΡΟ
«Επανάσταση σημαίνει ενότητα, ανεξαρτησία, πάλη για τα όνειρά μας, μιας δίκαιης Κούβας και ενός δίκαιου κόσμου, θεμέλιο του πατριωτισμού μας, του σοσιαλισμού μας και του διεθνισμού μας» ΦΙΔΕΛ ΚΑΣΤΡΟ
ΚΥΡΙΑΚΗ 24/11 ΣΤΙΣ 19.00 STUDIO new star art cinema Στυροπουλου 33 και Σπαρτης ,ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗΣ THΛ.2108640054-2108220008 ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ
Όταν μιλάμε για τον Μπρεχτ, είμαστε σε θέση μάχης, ιδιαίτερα στις καπιταλιστικές χώρες. Αγωνιζόμαστε για τον Μπρεχτ. Είναι αναγκασμένοι να καταπιούν τον Μπρεχτ, και δεν πρέπει να τους επιτρέψουμε να τον καταπιούν παρά μονάχα ολόκληρο, μαζί με τ’ αγκάθια». Χανς Αϊσλερ
Το ημερολόγιο δείχνει 10 Φλεβάρη του 1898, όταν στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας γεννιέται ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Ο πατέρας του, διευθυντής σε εταιρία χάρτου, καθολικός και ακραία συντηρητικός και η μητέρα του προτεστάντισσα. Μοιάζει αδιανόητο τότε ακόμη και να σκεφτεί κανείς ότι αυτό το μωρό θα γίνει κορυφαίος δραματουργός, ποιητής των εργατών και του αγώνα, αγωνιστής κι ο ίδιος. Μα έτσι είναι, τα παιδιά ξεπερνούν το όποιο πνιγηρό περιβάλλον και προχωρούν, ζυμώνονται πλάι και μέσα στους ανθρώπους. Τράβηξε λοιπόν το δικό του δρόμο, ένιωσε την καρδιά του πλήθους να πάλλεται, έγινε ένα με αυτήν και την αποτύπωσε στο έργο του.
Αρχικά γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου του Μονάχου, και λίγο αργότερα στην Ιατρική. Ποτέ όμως δεν ολοκλήρωσε τον κύκλο των σπουδών του. Τα δύσκολα χρόνια του πολέμου που μαινόταν, τάραζαν τη συνείδησή του. Αποφασίζει να υπηρετήσει ως νοσοκόμος στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι εκείνη ακριβώς η περίδος που ξεκινά να γράφει ποιήματα και θεατρικό κείμενο. ”Ο πόλεμος με ξεσήκωσε”, γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Στα πρόχειρα στημένα ιατρεία του πολέμου και στα κρεβάτια των χειρουργείων, όπου κατέφθαναν οι τραυματίες αποκαλύφθηκε στα μάτια του η ανελέητη ανθρωποσφαγή. Τότε άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα.
Ανάμεσά τους ένα ποίημα που προμήνυε αυτό που θα γινόταν ο Μπρεχτ. Το ποίημα είχε τον τίτλο «Ο Θρύλος του Νεκρού Στρατιώτη», και αρχικά ήταν τραγούδι. Αργότερα αυτό το τραγούδι πήρε τον τίτλο «Η Μπαλάντα του Νεκρού Στρατιώτη».
Μέσα από τους στίχους του τραγουδιού, ο εικοσάχρονος τότε δημιουργός κατήγγειλε ευθαρσώς την Ανωτάτη Γερμανική διοίκηση, η οποία δίχως να υπολογίζει τις χαμένες ζωές και αντιμετωπίζοντας τους στρατιώτες σαν νούμερα, τους διέταζε να κρατήσουν τις θέσεις τους, χωρίς να υπολογίσουν το αίμα που θα χυνόταν.
Το τραγούδι απαγορεύτηκε από την περίφημη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που δεν ήταν και τόσο δημοκρατία. Το εν λόγω απαγορευμένο ποιήμα έγινε αργότερα η αφορμή να αφαιρεθεί από τον Μπρεχτ η γερμανική ιθαγένεια, από τους εθνικοσοσιαλιστές.
Το τέλος του πολέμου, βρήκε τη Γερμανία καταποντισμένη και αφύπνισε τις συνειδήσεις των Γερμανών προλετάριων. Ξεκίνησε η δραματική περίοδος της Γερμανικής Επανάστασης.
Ο Μπρεχτ δεν έμεινε αμέτοχος στις εξελίξεις. Παρότι γιος συντηρητικής οικογένειας κι όπως ο ίδιος έλεγε τότε δεν ήξερε τίποτα από πολιτική, εκείνες τις θυελλώδεις μέρες έγινε αντιπρόσωπος στα Σοβιέτ των εργατών και μέλος του Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Το λογοτεχνικό του ντεμπούτο, είναι η συλλογή ποιημάτων Hauspostille («Εγκόλπιο Ευσέβειας»). Θα ακολουθήσουν κι άλλες πολλές καθώς και θεατρικά έργα. Κάποιοι τον αποκαλούν ”πατέρα του σύγχρονου θεάτρου”. Ο ίδιος δεν αγαπούσε τους τίτλους και τις τιμές, έγραφε σαν να τον καλούσε η κοινωνική ανάγκη. Θεωρούσε μάλιστα πως δεν προχώρησε στη λογοτεχνία πέρα από μία μάλλον μηδενιστική κριτική της αστικής κοινωνίας.
Πηγή της έμπνευσής του ήταν η ίδια η κοινωνία, οι επιβολές της και οι αγωνίες της και κυρίως τα καμπαρέ της εποχής.
Αγαπημένος του ποιητής ο Φρανσουά Βιγιόν, ο πρώτος διάσημος καταραμένος ποιητής μεσαιωνικής Ευρώπης. Τον επηρεάζει επίσης ο παρακμιακός ρομαντισμός των καταραμένων ποιητών της Γαλλίας, και κυρίως του Αρθούρου Ρεμπώ. Γράφει μπαλάντες για πειρατές και τυχοδιώκτες, για μπεκρήδες και ατέλειωτες ηδονές.
Μια πολιτική αναταραχή στη το 1918 θα γεννήσει το πρώτο του θεατρικό, το «Βάαλ». Την ίδια περίοδο η κομμουνιστική θεωρία του ασκεί μία ακατάσχετη έλξη. «Ήμουν είκοσι ετών όταν είδα τη λάμψη της μεγάλης πυρκαγιάς της Ρώσικης Επανάστασης», σημειώνει με ενθουσιασμό.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία θα έρθει με τη διασκευή της «Όπερας των ζητιάνων». Διασκευασμένη ως «Η Όπερα της Πεντάρας» σε στίχους δικούς του και μουσική του Κουρτ Βάιλ. Το απίστευτα μεστό -«γροθιά» στην αστική τάξη του Βερολίνου- Μιούζικαλ, προκάλεσε τεράστια αίσθηση στην παγκόσμια σκηνή. Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα έργα του είχαν έντονη αντιμιλιταριστική χροιά. Με το αντι-πολεμικό έργο του «Ταμπούρλα μες στη Νύχτα» (1922) θα κερδίσει το Βραβείο Κλάιστ.
Γνωρίζει την τραγουδίστρια της όπερας, Μαριάν Ζόφ την οποία παντρεύεται το 1922 και ένα χρόνο αργότερα αποκτά μαζί της την πρώτη του κόρη, Ανν Χιόμπ. Το 1923 ξεκινά η φοίτησή του στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή. Διψά να μελετήσει την Κομμουνιστική θεωρία και το διαλεκτικό υλισμό. “Διαβάζοντας το “Κεφάλαιο” κατάλαβα τα θεατρικά μου έργα”, έλεγε συχνά ο Μπρεχτ.
Εργάζεται παράλληλα στο Θέατρο του Βερολίνου ως βοηθός σκηνοθέτη. Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία, το 1933, θα τον αναγκάσει να αυτοεξοριστεί. Τα έργα του και τα γραπτά του απαγορεύονται στη Γερμανία. Οι παραστάσεις διακόπτονται από την αστυνομία. Μέσω Πράγας και Βιέννης θα βρεθεί στη Δανία, τη Φιλανδία και από κει μέσω Ρωσίας στις ΗΠΑ.
«Η πνευματική απομόνωση εδώ είναι τρομακτική» γράφει ο ίδιος για το διάστημα που έζησε στην Αμερική. Όταν τελειώσει ο πόλεμος γυρνά στη Γερμανία, μαζί με τη δεύτερη σύντροφό του Χέλενε Βάιγκελ, η οποία τον είχε ακολουθήσει στην εξορία. Η μεγάλη αλλαγή θα συντελεστεί κατά τη διάρκεια αυτής της εξορίας όταν και θα γράψει τα σημαντικότερα έργα του.
Η Μαρξιστική φιλοσοφία και η κομμουνιστική θεωρία θα τον επηρεάσουν καθοριστικά. Θα στραφεί και θα υπηρετήσει το «διδακτικό και ανθρωπιστικό» θέατρο. Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: «Η Ζωή του Γαλιλαίου» (1937-39), «Μάνα Κουράγιο» (1936-39), «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» (1935-41), «Τα Οράματα της Σιμόν Μασάρ» (1940-43), «Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» (1942-43), «Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής» (1944) και «Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία» (1943-45).
Το θέατρο άλλαξε μετά τον Μπρέχτ γιατί ο ίδιος το είδε από άλλη θέαση. Το είδε ως μέσο για να αλλάξει ένας κόσμος που νοσεί. Στα έργα του έτσι τον περιγράφει τον κόσμο, τέτοιο που να επιδέχεται της αλλαγής. Γεφύρωσε το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στο θεατή και στο κείμενο και έτσι επαναστατικοποίησε μαζί με τη ζωή του και τη δραματουργία. Κέντρο του δεν ήταν η σκηνή και η μορφή, αλλά το κοινό.
Δίνοντας ο ίδιος ένα παράδειγμα αυτή της νέας θέασης, που ονομάστηκε αποστασιοποίηση, λέει:
«Αν σας ρωτήσει κάποιος πώς είναι το δέντρο στη γωνιά του δρόμου του σπιτιού σας, παρόλο που περνάτε χρόνια κάθε μέρα δίπλα του, δεν θα μπορέσετε να το περιγράψετε. Αποστασιοποίηση είναι η χρησιμοποίηση εκείνων των μέσων και ερεθισμάτων, που θα σας οδηγήσουν στην προσεκτική παρατήρηση του δέντρου και τη δυνατότητα να προβείτε στη λεπτομερή περιγραφή του».
Απομακρυσμένος από κάθε ψευδαίσθηση δε σταματά να συνδιαλέγεται με το θεατή και να του θυμίζει συνεχώς την ιστορική διάσταση των όσων συντελούνται στη σκηνή.
Οι ηρωές του δεν είναι εξώκοσμοι, ούτε έχουν υπερδυνάμεις, είναι ασύλληπτα ανθρώπινοι και παραπέουν ανάμεσα στη φωτεινή και στη σκοτεινή τους πλευρά. Τα έργα του στέκονται απέναντι στο κατεστημένο και στην εξουσία.
Το 1949 ίδρυσε το θίασό του. Στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ συστηματοποίησε τις απόψεις του για το επικό θέατρο και την αποστασιοποίηση. Φρέσκαρε τα παλιότερα έργα του, έγραψε καινούργια, διασκεύασε Σοφοκλή, Σαίξπηρ, Γκότζι, κ.ά.Έγραψε την «Αγία Ιωάννα των Σφαγείων».
Όπως έγραψε στο φινάλε της, όταν η Ιωάννα πέθαινε, «σιγουρέψου σαν φεύγεις από τον κόσμο, όχι απλά πως ήσουνα καλός, μα πως πίσω σου αφήνεις έναν κόσμο καλό». Μέσα από αυτό το έργο εμφάνισε για πρώτη φορά στο θέατρο την καπιταλιστική πραγματικότητα ως ικανή να αλλάξει.
Η ποίηση αποτελεί μεγάλο κομμάτι του συγγραφικού του έργου καθώς ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραψε εκατοντάδες ποιήματα. Ανάμεσα στα πιο γνωστά: «Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε», «Εγκώμιο στη μάθηση», «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου», «Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ», «Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου», «Εγκώμιο στον Κομμουνισμό».
”Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε. Απ’ αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι. Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο – το βλέπετε μπροστά σας σ’ άπλετο φως. Φρόντισαν οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας σε πέτρα. Γι’ αυτό τίποτα δε χρειάζεται να μάθεις. Έτσι όπως είσαι εσύ μπορείς να μείνεις. Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς, τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς τι έχεις να κάνεις για να πας καλά. Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους («Άκουσα πως τίποτα δεν θέλετε να μάθετε») Μάθαινε και τ’ απλούστερα! Γι’ αυτούς που ο καιρός τους ήρθε ποτέ δεν είναι πολύ αργά! Μάθαινε το αβγ, δε σε φτάνει, μα συ να το μαθαίνεις! Μη σου κακοφανεί! Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις! Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Μάθαινε, άνθρωπε στο άσυλο! Μάθαινε, άνθρωπε στη φυλακή! Μάθαινε, γυναίκα στην κουζίνα! Μάθαινε, εξηντάχρονε! Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Ψάξε για σχολείο, άστεγε! Προμηθεύσου γνώση, παγωμένε! Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είν’ ένα όπλο. Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Μην ντρέπεσαι να ρωτήσεις, Σύντροφε!” («Εγκώμιο στη μάθηση»)
Το 1955 ο Μπέρτολτ Μπρεχτ θα λάβει το Βραβείο Ειρήνης του Στάλιν. Ένα χρόνο αργότερα θα χάσει τη μάχη με το θάνατο. Στις 14 Αυγούστου του 1956 πεθαίνει από θρόμβωση της στεφανιαίας αρτηρίας της καρδιάς, στο Ανατολικό Βερολίνο.