«σιγουρέψου σαν φεύγεις από τον κόσμο, όχι απλά πως ήσουνα καλός, μα πως πίσω σου αφήνεις έναν κόσμο καλό».
Όταν μιλάμε για τον Μπρεχτ, είμαστε σε θέση μάχης, ιδιαίτερα στις καπιταλιστικές χώρες. Αγωνιζόμαστε για τον Μπρεχτ. Είναι αναγκασμένοι να καταπιούν τον Μπρεχτ, και δεν πρέπει να τους επιτρέψουμε να τον καταπιούν παρά μονάχα ολόκληρο, μαζί με τ’ αγκάθια».
Χανς Αϊσλερ
Το ημερολόγιο δείχνει 10 Φλεβάρη του 1898, όταν στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας γεννιέται ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Ο πατέρας του, διευθυντής σε εταιρία χάρτου, καθολικός και ακραία συντηρητικός και η μητέρα του προτεστάντισσα. Μοιάζει αδιανόητο τότε ακόμη και να σκεφτεί κανείς ότι αυτό το μωρό θα γίνει κορυφαίος δραματουργός, ποιητής των εργατών και του αγώνα, αγωνιστής κι ο ίδιος. Μα έτσι είναι, τα παιδιά ξεπερνούν το όποιο πνιγηρό περιβάλλον και προχωρούν, ζυμώνονται πλάι και μέσα στους ανθρώπους. Τράβηξε λοιπόν το δικό του δρόμο, ένιωσε την καρδιά του πλήθους να πάλλεται, έγινε ένα με αυτήν και την αποτύπωσε στο έργο του.
Αρχικά γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου του Μονάχου, και λίγο αργότερα στην Ιατρική. Ποτέ όμως δεν ολοκλήρωσε τον κύκλο των σπουδών του. Τα δύσκολα χρόνια του πολέμου που μαινόταν, τάραζαν τη συνείδησή του. Αποφασίζει να υπηρετήσει ως νοσοκόμος στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι εκείνη ακριβώς η περίδος που ξεκινά να γράφει ποιήματα και θεατρικό κείμενο. ”Ο πόλεμος με ξεσήκωσε”, γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Στα πρόχειρα στημένα ιατρεία του πολέμου και στα κρεβάτια των χειρουργείων, όπου κατέφθαναν οι τραυματίες αποκαλύφθηκε στα μάτια του η ανελέητη ανθρωποσφαγή. Τότε άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα.
Ανάμεσά τους ένα ποίημα που προμήνυε αυτό που θα γινόταν ο Μπρεχτ. Το ποίημα είχε τον τίτλο «Ο Θρύλος του Νεκρού Στρατιώτη», και αρχικά ήταν τραγούδι. Αργότερα αυτό το τραγούδι πήρε τον τίτλο «Η Μπαλάντα του Νεκρού Στρατιώτη».
Μέσα από τους στίχους του τραγουδιού, ο εικοσάχρονος τότε δημιουργός κατήγγειλε ευθαρσώς την Ανωτάτη Γερμανική διοίκηση, η οποία δίχως να υπολογίζει τις χαμένες ζωές και αντιμετωπίζοντας τους στρατιώτες σαν νούμερα, τους διέταζε να κρατήσουν τις θέσεις τους, χωρίς να υπολογίσουν το αίμα που θα χυνόταν.
Το τραγούδι απαγορεύτηκε από την περίφημη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που δεν ήταν και τόσο δημοκρατία. Το εν λόγω απαγορευμένο ποιήμα έγινε αργότερα η αφορμή να αφαιρεθεί από τον Μπρεχτ η γερμανική ιθαγένεια, από τους εθνικοσοσιαλιστές.
Το τέλος του πολέμου, βρήκε τη Γερμανία καταποντισμένη και αφύπνισε τις συνειδήσεις των Γερμανών προλετάριων. Ξεκίνησε η δραματική περίοδος της Γερμανικής Επανάστασης.
Ο Μπρεχτ δεν έμεινε αμέτοχος στις εξελίξεις. Παρότι γιος συντηρητικής οικογένειας κι όπως ο ίδιος έλεγε τότε δεν ήξερε τίποτα από πολιτική, εκείνες τις θυελλώδεις μέρες έγινε αντιπρόσωπος στα Σοβιέτ των εργατών και μέλος του Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Το λογοτεχνικό του ντεμπούτο, είναι η συλλογή ποιημάτων Hauspostille («Εγκόλπιο Ευσέβειας»). Θα ακολουθήσουν κι άλλες πολλές καθώς και θεατρικά έργα. Κάποιοι τον αποκαλούν ”πατέρα του σύγχρονου θεάτρου”. Ο ίδιος δεν αγαπούσε τους τίτλους και τις τιμές, έγραφε σαν να τον καλούσε η κοινωνική ανάγκη. Θεωρούσε μάλιστα πως δεν προχώρησε στη λογοτεχνία πέρα από μία μάλλον μηδενιστική κριτική της αστικής κοινωνίας.
Πηγή της έμπνευσής του ήταν η ίδια η κοινωνία, οι επιβολές της και οι αγωνίες της και κυρίως τα καμπαρέ της εποχής.
Αγαπημένος του ποιητής ο Φρανσουά Βιγιόν, ο πρώτος διάσημος καταραμένος ποιητής μεσαιωνικής Ευρώπης. Τον επηρεάζει επίσης ο παρακμιακός ρομαντισμός των καταραμένων ποιητών της Γαλλίας, και κυρίως του Αρθούρου Ρεμπώ. Γράφει μπαλάντες για πειρατές και τυχοδιώκτες, για μπεκρήδες και ατέλειωτες ηδονές.
Μια πολιτική αναταραχή στη το 1918 θα γεννήσει το πρώτο του θεατρικό, το «Βάαλ». Την ίδια περίοδο η κομμουνιστική θεωρία του ασκεί μία ακατάσχετη έλξη. «Ήμουν είκοσι ετών όταν είδα τη λάμψη της μεγάλης πυρκαγιάς της Ρώσικης Επανάστασης», σημειώνει με ενθουσιασμό.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία θα έρθει με τη διασκευή της «Όπερας των ζητιάνων». Διασκευασμένη ως «Η Όπερα της Πεντάρας» σε στίχους δικούς του και μουσική του Κουρτ Βάιλ. Το απίστευτα μεστό -«γροθιά» στην αστική τάξη του Βερολίνου- Μιούζικαλ, προκάλεσε τεράστια αίσθηση στην παγκόσμια σκηνή. Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα έργα του είχαν έντονη αντιμιλιταριστική χροιά. Με το αντι-πολεμικό έργο του «Ταμπούρλα μες στη Νύχτα» (1922) θα κερδίσει το Βραβείο Κλάιστ.
Γνωρίζει την τραγουδίστρια της όπερας, Μαριάν Ζόφ την οποία παντρεύεται το 1922 και ένα χρόνο αργότερα αποκτά μαζί της την πρώτη του κόρη, Ανν Χιόμπ. Το 1923 ξεκινά η φοίτησή του στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή. Διψά να μελετήσει την Κομμουνιστική θεωρία και το διαλεκτικό υλισμό. “Διαβάζοντας το “Κεφάλαιο” κατάλαβα τα θεατρικά μου έργα”, έλεγε συχνά ο Μπρεχτ.
Εργάζεται παράλληλα στο Θέατρο του Βερολίνου ως βοηθός σκηνοθέτη. Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία, το 1933, θα τον αναγκάσει να αυτοεξοριστεί. Τα έργα του και τα γραπτά του απαγορεύονται στη Γερμανία. Οι παραστάσεις διακόπτονται από την αστυνομία. Μέσω Πράγας και Βιέννης θα βρεθεί στη Δανία, τη Φιλανδία και από κει μέσω Ρωσίας στις ΗΠΑ.
«Η πνευματική απομόνωση εδώ είναι τρομακτική» γράφει ο ίδιος για το διάστημα που έζησε στην Αμερική. Όταν τελειώσει ο πόλεμος γυρνά στη Γερμανία, μαζί με τη δεύτερη σύντροφό του Χέλενε Βάιγκελ, η οποία τον είχε ακολουθήσει στην εξορία. Η μεγάλη αλλαγή θα συντελεστεί κατά τη διάρκεια αυτής της εξορίας όταν και θα γράψει τα σημαντικότερα έργα του.
Το τέλος του πολέμου, βρήκε τη Γερμανία καταποντισμένη και αφύπνισε τις συνειδήσεις των Γερμανών προλετάριων. Ξεκίνησε η δραματική περίοδος της Γερμανικής Επανάστασης.
Ο Μπρεχτ δεν έμεινε αμέτοχος στις εξελίξεις. Παρότι γιος συντηρητικής οικογένειας κι όπως ο ίδιος έλεγε τότε δεν ήξερε τίποτα από πολιτική, εκείνες τις θυελλώδεις μέρες έγινε αντιπρόσωπος στα Σοβιέτ των εργατών και μέλος του Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Το λογοτεχνικό του ντεμπούτο, είναι η συλλογή ποιημάτων Hauspostille («Εγκόλπιο Ευσέβειας»). Θα ακολουθήσουν κι άλλες πολλές καθώς και θεατρικά έργα. Κάποιοι τον αποκαλούν ”πατέρα του σύγχρονου θεάτρου”. Ο ίδιος δεν αγαπούσε τους τίτλους και τις τιμές, έγραφε σαν να τον καλούσε η κοινωνική ανάγκη. Θεωρούσε μάλιστα πως δεν προχώρησε στη λογοτεχνία πέρα από μία μάλλον μηδενιστική κριτική της αστικής κοινωνίας.
Πηγή της έμπνευσής του ήταν η ίδια η κοινωνία, οι επιβολές της και οι αγωνίες της και κυρίως τα καμπαρέ της εποχής.
Αγαπημένος του ποιητής ο Φρανσουά Βιγιόν, ο πρώτος διάσημος καταραμένος ποιητής μεσαιωνικής Ευρώπης. Τον επηρεάζει επίσης ο παρακμιακός ρομαντισμός των καταραμένων ποιητών της Γαλλίας, και κυρίως του Αρθούρου Ρεμπώ. Γράφει μπαλάντες για πειρατές και τυχοδιώκτες, για μπεκρήδες και ατέλειωτες ηδονές.
Μια πολιτική αναταραχή στη το 1918 θα γεννήσει το πρώτο του θεατρικό, το «Βάαλ». Την ίδια περίοδο η κομμουνιστική θεωρία του ασκεί μία ακατάσχετη έλξη. «Ήμουν είκοσι ετών όταν είδα τη λάμψη της μεγάλης πυρκαγιάς της Ρώσικης Επανάστασης», σημειώνει με ενθουσιασμό.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία θα έρθει με τη διασκευή της «Όπερας των ζητιάνων». Διασκευασμένη ως «Η Όπερα της Πεντάρας» σε στίχους δικούς του και μουσική του Κουρτ Βάιλ. Το απίστευτα μεστό -«γροθιά» στην αστική τάξη του Βερολίνου- Μιούζικαλ, προκάλεσε τεράστια αίσθηση στην παγκόσμια σκηνή. Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα έργα του είχαν έντονη αντιμιλιταριστική χροιά. Με το αντι-πολεμικό έργο του «Ταμπούρλα μες στη Νύχτα» (1922) θα κερδίσει το Βραβείο Κλάιστ.
Γνωρίζει την τραγουδίστρια της όπερας, Μαριάν Ζόφ την οποία παντρεύεται το 1922 και ένα χρόνο αργότερα αποκτά μαζί της την πρώτη του κόρη, Ανν Χιόμπ. Το 1923 ξεκινά η φοίτησή του στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή. Διψά να μελετήσει την Κομμουνιστική θεωρία και το διαλεκτικό υλισμό. “Διαβάζοντας το “Κεφάλαιο” κατάλαβα τα θεατρικά μου έργα”, έλεγε συχνά ο Μπρεχτ.
Εργάζεται παράλληλα στο Θέατρο του Βερολίνου ως βοηθός σκηνοθέτη. Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία, το 1933, θα τον αναγκάσει να αυτοεξοριστεί. Τα έργα του και τα γραπτά του απαγορεύονται στη Γερμανία. Οι παραστάσεις διακόπτονται από την αστυνομία. Μέσω Πράγας και Βιέννης θα βρεθεί στη Δανία, τη Φιλανδία και από κει μέσω Ρωσίας στις ΗΠΑ.
«Η πνευματική απομόνωση εδώ είναι τρομακτική» γράφει ο ίδιος για το διάστημα που έζησε στην Αμερική. Όταν τελειώσει ο πόλεμος γυρνά στη Γερμανία, μαζί με τη δεύτερη σύντροφό του Χέλενε Βάιγκελ, η οποία τον είχε ακολουθήσει στην εξορία. Η μεγάλη αλλαγή θα συντελεστεί κατά τη διάρκεια αυτής της εξορίας όταν και θα γράψει τα σημαντικότερα έργα του.
Η Μαρξιστική φιλοσοφία και η κομμουνιστική θεωρία θα τον επηρεάσουν καθοριστικά. Θα στραφεί και θα υπηρετήσει το «διδακτικό και ανθρωπιστικό» θέατρο.
Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: «Η Ζωή του Γαλιλαίου» (1937-39), «Μάνα Κουράγιο» (1936-39), «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» (1935-41), «Τα Οράματα της Σιμόν Μασάρ» (1940-43), «Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» (1942-43), «Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής» (1944) και «Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία» (1943-45).
Το θέατρο άλλαξε μετά τον Μπρέχτ γιατί ο ίδιος το είδε από άλλη θέαση. Το είδε ως μέσο για να αλλάξει ένας κόσμος που νοσεί. Στα έργα του έτσι τον περιγράφει τον κόσμο, τέτοιο που να επιδέχεται της αλλαγής. Γεφύρωσε το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στο θεατή και στο κείμενο και έτσι επαναστατικοποίησε μαζί με τη ζωή του και τη δραματουργία. Κέντρο του δεν ήταν η σκηνή και η μορφή, αλλά το κοινό.
Δίνοντας ο ίδιος ένα παράδειγμα αυτή της νέας θέασης, που ονομάστηκε αποστασιοποίηση, λέει:
Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: «Η Ζωή του Γαλιλαίου» (1937-39), «Μάνα Κουράγιο» (1936-39), «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» (1935-41), «Τα Οράματα της Σιμόν Μασάρ» (1940-43), «Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» (1942-43), «Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής» (1944) και «Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία» (1943-45).
Το θέατρο άλλαξε μετά τον Μπρέχτ γιατί ο ίδιος το είδε από άλλη θέαση. Το είδε ως μέσο για να αλλάξει ένας κόσμος που νοσεί. Στα έργα του έτσι τον περιγράφει τον κόσμο, τέτοιο που να επιδέχεται της αλλαγής. Γεφύρωσε το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στο θεατή και στο κείμενο και έτσι επαναστατικοποίησε μαζί με τη ζωή του και τη δραματουργία. Κέντρο του δεν ήταν η σκηνή και η μορφή, αλλά το κοινό.
Δίνοντας ο ίδιος ένα παράδειγμα αυτή της νέας θέασης, που ονομάστηκε αποστασιοποίηση, λέει:
«Αν σας ρωτήσει κάποιος πώς είναι το δέντρο στη γωνιά του δρόμου του σπιτιού σας, παρόλο που περνάτε χρόνια κάθε μέρα δίπλα του, δεν θα μπορέσετε να το περιγράψετε. Αποστασιοποίηση είναι η χρησιμοποίηση εκείνων των μέσων και ερεθισμάτων, που θα σας οδηγήσουν στην προσεκτική παρατήρηση του δέντρου και τη δυνατότητα να προβείτε στη λεπτομερή περιγραφή του».Απομακρυσμένος από κάθε ψευδαίσθηση δε σταματά να συνδιαλέγεται με το θεατή και να του θυμίζει συνεχώς την ιστορική διάσταση των όσων συντελούνται στη σκηνή.
Οι ηρωές του δεν είναι εξώκοσμοι, ούτε έχουν υπερδυνάμεις, είναι ασύλληπτα ανθρώπινοι και παραπέουν ανάμεσα στη φωτεινή και στη σκοτεινή τους πλευρά. Τα έργα του στέκονται απέναντι στο κατεστημένο και στην εξουσία.
Το 1949 ίδρυσε το θίασό του. Στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ συστηματοποίησε τις απόψεις του για το επικό θέατρο και την αποστασιοποίηση. Φρέσκαρε τα παλιότερα έργα του, έγραψε καινούργια, διασκεύασε Σοφοκλή, Σαίξπηρ, Γκότζι, κ.ά.Έγραψε την «Αγία Ιωάννα των Σφαγείων».
Όπως έγραψε στο φινάλε της, όταν η Ιωάννα πέθαινε, «σιγουρέψου σαν φεύγεις από τον κόσμο, όχι απλά πως ήσουνα καλός, μα πως πίσω σου αφήνεις έναν κόσμο καλό». Μέσα από αυτό το έργο εμφάνισε για πρώτη φορά στο θέατρο την καπιταλιστική πραγματικότητα ως ικανή να αλλάξει.
Η ποίηση αποτελεί μεγάλο κομμάτι του συγγραφικού του έργου καθώς ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραψε εκατοντάδες ποιήματα. Ανάμεσα στα πιο γνωστά: «Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε», «Εγκώμιο στη μάθηση», «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου», «Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ», «Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου», «Εγκώμιο στον Κομμουνισμό».
Το 1955 ο Μπέρτολτ Μπρεχτ θα λάβει το Βραβείο Ειρήνης του Στάλιν. Ένα χρόνο αργότερα θα χάσει τη μάχη με το θάνατο. Στις 14 Αυγούστου του 1956 πεθαίνει από θρόμβωση της στεφανιαίας αρτηρίας της καρδιάς, στο Ανατολικό Βερολίνο.
Το 1949 ίδρυσε το θίασό του. Στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ συστηματοποίησε τις απόψεις του για το επικό θέατρο και την αποστασιοποίηση. Φρέσκαρε τα παλιότερα έργα του, έγραψε καινούργια, διασκεύασε Σοφοκλή, Σαίξπηρ, Γκότζι, κ.ά.Έγραψε την «Αγία Ιωάννα των Σφαγείων».
Όπως έγραψε στο φινάλε της, όταν η Ιωάννα πέθαινε, «σιγουρέψου σαν φεύγεις από τον κόσμο, όχι απλά πως ήσουνα καλός, μα πως πίσω σου αφήνεις έναν κόσμο καλό». Μέσα από αυτό το έργο εμφάνισε για πρώτη φορά στο θέατρο την καπιταλιστική πραγματικότητα ως ικανή να αλλάξει.
Η ποίηση αποτελεί μεγάλο κομμάτι του συγγραφικού του έργου καθώς ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραψε εκατοντάδες ποιήματα. Ανάμεσα στα πιο γνωστά: «Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε», «Εγκώμιο στη μάθηση», «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου», «Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ», «Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου», «Εγκώμιο στον Κομμουνισμό».
”Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε. Απ’ αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι. Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο – το βλέπετε μπροστά σας σ’ άπλετο φως. Φρόντισαν οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας σε πέτρα. Γι’ αυτό τίποτα δε χρειάζεται να μάθεις. Έτσι όπως είσαι εσύ μπορείς να μείνεις. Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς, τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς τι έχεις να κάνεις για να πας καλά. Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους («Άκουσα πως τίποτα δεν θέλετε να μάθετε») Μάθαινε και τ’ απλούστερα! Γι’ αυτούς που ο καιρός τους ήρθε ποτέ δεν είναι πολύ αργά! Μάθαινε το αβγ, δε σε φτάνει, μα συ να το μαθαίνεις! Μη σου κακοφανεί! Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις! Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Μάθαινε, άνθρωπε στο άσυλο! Μάθαινε, άνθρωπε στη φυλακή! Μάθαινε, γυναίκα στην κουζίνα! Μάθαινε, εξηντάχρονε! Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Ψάξε για σχολείο, άστεγε! Προμηθεύσου γνώση, παγωμένε! Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είν’ ένα όπλο. Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Μην ντρέπεσαι να ρωτήσεις, Σύντροφε!” («Εγκώμιο στη μάθηση»)
Το 1955 ο Μπέρτολτ Μπρεχτ θα λάβει το Βραβείο Ειρήνης του Στάλιν. Ένα χρόνο αργότερα θα χάσει τη μάχη με το θάνατο. Στις 14 Αυγούστου του 1956 πεθαίνει από θρόμβωση της στεφανιαίας αρτηρίας της καρδιάς, στο Ανατολικό Βερολίνο.