ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δ. Βίτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δ. Βίτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

#ΤΖΑΝΤΕ ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΣΗ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ




Dionisis Vitsos:
Αγαπημένα 
ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΣΗ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ
Ι
Κοντόβραδο του τελευταίου Σαββάτου τσ’ Αποκριάς. 
Σφάλισε τα πορτοπαράθυρά τση, η σόρα-Μαντίνα, αφού είπε την ύστερη “καληνύχτα” στη διερχόμενη μουρλο-Κατινάρα που ακόμα δε βαρέθηκε να πορτοθουρίζει [γυρίζει από πόρτα σε πόρτα] και να διαλαλεί η μουστρούφω[ανόητη] τα καρναβαλίσια τση “αντραγαθήματα”, και τρούπωσε στο σπιτόπουλό τση, εδεκεί που βρισκότουνα κάποτε η Εκκλησία τ’ Αη-Βασίλη του Κάτου.
Χήρα από τα πενήντα τση η κακομοίρα, και με το που καλοπάντρεψε στο μεταξύ τσι δύο θυγατέρες της, μνέσκει[απομένει] ολομόναχη στο πατρογονικό τση, φτιαγμένο μετά το Πενήντα Τρία, από τα χεράκια τ’ ανδρός τση, από τσου πλέον μαγγιώρους μαστόρους, του Τζάντε. 
Και να ιδείτε, όπου καλοστέκεται ακόμα μία χαρά, παρ’ όλο που από τότες που ’φυγε ο μακαρίτης, δεν του προστέθηκε μήτε καρφάκι.
Τώρα για να πει την αγία αλήθεια τση, δεν έχει λεμέντο[παράπονο] ούτε τσι κοπέλες, μα ούτε τσου γαμπρούς. Αν πει τ’ αντίθετο, θα πέσει παναπεί φωτία, να την κάψει. Αφού τηνε προσέχουνε και με το παραπάνου. Φροντίζουνε, να μην τση λείψει ποτέ τίποτσι. Από περιποίηση, μέχρι φάκνα[φαί]. Κι από γιατρό, όταν χρειάζεται, ως χατζιλίκι.

Μία μόνο στέρηση νιώθει, π’ ανάνθεμά τηνε, και την αποζητάει η καλή σου, με τη φωτία[απεγνωσμένα]. 
Αλλά, πού την εύρει η καψερή;
-Μια, προσλαλιά, μωρέ, κι ας είναι απ’ …Οβραίο!
Έτσι, γι’ ετούτη την προσλαλιά, παίρνει πρωί-πρωί τσου δρόμους, πως θα κάμει τάχατες τα ψώνια της. Το περισσότερο όμως για να κουβεντιάσει.
Κι αυτό το πιτυχαίνει κατά μεγάλο μέρος στη διάρκεια τσ’ ημέρας, είτε κατεβαίνοντας στην αγορά τ ’Αη-Παύλου, για τίποτα μικροψωνάκια, είτ’ υστερότερα κάνοντας κατ’ απάνου τον Αη Λάζαρο, κι αράζοντάς τηνε για κάμποση ώρα, στο “φούρνο του γιατρού” όπου βρίσκει, κανένανε, που ’χει όρεξη για πάρλα.

Το βράδυ όμως είναι το δύσκολο, όπου με το που μανταλώνει τα σκούρα... νιώθει να πέφτει απάνου τση τ’ Ατσαλή, και να τηνε πλακώνει κατάστηθα:
-Δεν βαστιέται άλλο, μωρές παιδία, ετούτη η μουγκαμάρα. Μέχρι που, μα τον ΄Αγιό μας, σκιάζουμαι, μήπως λάχει[τύχει] καμία βολά, και βουρλιστώ.
Σφαλίστηκε λοιπόν υποχρεωτικά και τ’ αποψινό βράδυ, ας έκανε κι αλλιώτικα, και με βαρεία καρδία, Θρονιάστηκε στη συνηθισμένη της θέση, πατώντας το κουμπί του χαζόκουτου, παραμιλώντας κιόλας από μοναχή της:
-Τι να μου κάμει κι ετούτο...
Και γυρνώντας ένα-ένα τα κανάλια, δε βρίσκει κάτι, νάναι τσ’ αρεσίας τση.
 Ποδόσφαιρο ο Κρατικός, κάποια ξέθωρη ταινία του “καλού” λεγόμενου ελληνικού κινηματογράφου ο ΑΝΤ1, κάμποσες ξεβράκωτες που λυσσομανάνε στο ΜΕGΑ.
 Έτσι σοχαδιασμένη διπλά, τη σβύνει, μην παραλείποντας και να τηνε στολίσει ανάλογα.
-Αει να χαθείς, κακός σου καιρός, για μπάλες κι αγαπητηλίκια είσαι πρώτη. 
Κάτι μωρέ για την Αποκριά, οπού νετάρει αύριο, δεν έχεις, συμφορά σου, να παρουσιάσεις;
Έτσι ξαπλώνει πάνω στο πάνινο κάθισμά της, βάνει και τσι δύο τις απαλάμες δεμένες πίσω από το κεφάλι σαν μαξιλάρι, κι ακουμπάει τεντωμένη στον πισινό τοίχο.

Σκέφτεται προς στιγμή, ν’ αντισηκωθεί για να ετοιμάσει κάτι ντις, για δείπνο. Μα παρατιέται αμέσως, γιατί μα την αλήθεια, όπου δεν πάει μέσα τση μήτε μερτόφυλλο.
Τόμου από την αυγή, ένα κόμπος όλο τσ’ ανεβαίνει, πασχίζοντας ο άτιμος, να τηνε πνίξει. 
Έτσι και το μεσημέρι, το μόνο που’ βαλε στο στομα τση, ήτανε δύο σκέτες κουταλιές ρυζόγαλο , απ’ εκείνο που έφτιαξε προψές, έτσι για το καλό. 
Για τούτο, σκέφτεται:
-Άσε να περάσει η Καθαροδευτέρα, και θα πω τσ’ Ασπασίας, να με πάει ίσαμε τον Πλαρινό, γιατί μα την αλήθεια, μωρές παιδία, που δεν είμαι και τόσο σόι.[δεν είμαι και τόσο καλά]
Αστοχώντας ωστόσο στο μουμέντο τις όποιες κακοδιαθεσίλες της, που έμαθε καιρό τώρα να τις θεωρεί περαστικές, ξανάρχεται ο νους της, σ’ εκείνη τη σουφροκώλα[ρυτιδιασμένη μέχρι και στον πισινό της] 
την Κατίνα, αυτήνε ντε, που καληνύχτισε πολληώρα[προηγουμένως].
-Είδες εκεί μάτια μου, να σου μοστράρει για γκόμενα κι η Κατινούλα; 
Τι έχουνε Θεέ μου, να ιδούνε ακόμα τα μάτια μου;
 Πού νογάει[γνωρίζει] μωρέ, ετούτη από Καζίνα και Καρναβάλια...;
Απ’ εδώ όμως και μπρος, δεν παραμιλεί άλλο από μοναχή της η σορα-Μαντίνα, μα μισοξαπλωμένη για περισσότερη άνεση, στο πλαϊνό της καναπεδάκι, με κλεισμένα τα μάτια, πελαώνει[παραδέρνει στο πέλαγο] ανάμεσα στις σκέψεις της.

ΙΙ
Τελευταίο Σαββάτο τσ’ Αποκριάς ήταν και τότε, ύστερη χρονιά που’ χε ακόμα Καζίνα η Ζάκυνθος. 
Μόλις που πάταγε τα δεκαεννιά. 
Κουκλάρα αληθινή, που το σκέρτζο κι η πουτανιά τση, είχαν ξεπερασμένες προ πολλού, τις συνοικίες και των δύο Αη-Βασίληδων και τ’ αποπάνου και τ’ αποκάτου. Κι είναι απλωμένες τόσο σ’ οξωμερία, ανέκαθεν λαικούρα, όσο και στη ψηλομύτα Μεσαμερία.

Ουρά οι νεαροί που λαχταράνε μία τση μόνο ματία.
 Μα κι οι κάπως οι μεγαλύτεροι όπου την λιγκουρεύουνε πιο πονηρά. 
Κι ετούτη, σκέτο θηλυκό τ’ άτιμο, με το ’να τση χέρι σκορπάει αβέρτα χαμόγελα κι υποσχέσεις, ενώ με τ’ άλλο δεν προφτάνει, κοροϊδεύοντας κιόλας, να τα ξαναμαζώνει.
 Παίζει έτσι η κακούργα, με την καρδία του καθενός που τηνε γλυκοκοιτάζει.
Στα φερσίματά τση ωστόσο, ετούτα τ’ άστατα, κύριο λόγο έχει, ο οικογενειακός της περίγυρος. 
Τα δύο παναπεί μεγαλύτερα αδέλφια τση, μακελαρέοι[χασάπηδες] το επάγγελμα, που την παρουσία τους, κανείς ούτε μπορεί, μα ούτε και πρέπει να μη λογαριάζει.

Για τούτο κι η μάνας τση, έτσι για καλό και για κακό, δεν παύει να την ορμηνεύει:
-Πρόσεχε θεγατέρα... γιατ’ ετούτα τα μπογιούδικα[αιμοβόρα] τ' αδέρφια σου, δεν μπαρτζολετάρουν [αστειεύονται]. 
Α σε πιάσουνε μωρή στο ουδέ[στο παραμικρό], θα σε ξεκοιλιάσουνε κακομοίρα μου, σαν... προβατίνα.

-Σιγά μωρέ, τη φόρα τσου...
Απαντάει την κάθε φορά, χασκογελώντας ετούτη.
Δίχως όμως να μην παίρνει στα σοβαρά, τον όποιο διαφαινόμενο κίνδυνο.
 Έτσι ζουλάπι μοναχό, δεν παύει την κάθε φορά, να «βάνει τ’ α-μέντε [προφυλάξεις] τση».
Ετούτο όμως το Σαββάτο, στο Ρωμιάνικο Καζίνο, τα παίζει όλα για όλα.
 Κορτάρει[φλερτάρει] από μήνες το Λιμενάρχη. Ένα λεβεντόπαιδο εκεί πάνου, κι άντρα μ’ όλη τη σημασία της λέξης.
«Ετούτος μ’ αρέσει μωρέ... » είπε σαν τον πρωτόειδε
«…κι όχι εκειά τ’απολειφάδια του κερατά, που με κυνηγάνε από πίσω, σαν ψοφόσκυλα.»

Με τον καιρό, την έχει προσέξει κι εκείνος, και τις Κυριακάτικες βόλτες, που ανελλιπώς τηνε κατεβάζει η μάνα τση, ας κάμει κι αλλιώτικα η κακομίξα[κακομοίρα] ανταλλάσσουνε κάτι φλογερές ματίες, που αν λάχαινε νάτανε σαΐτες, θα φουγκάρωνε[λαμπάδιαζε] σίγουρα ο ...Πλατύφορος.

Μα πέραν τούτου, ουδέν. Τα πράγματα, βλέπετε...
Έτσι το πήρ’ απόφαση, ο κόσμος να χαλάσει, να τονε σμίξει στο Καζίνο το ύστερο ετούτο Σάββατο τσ’ Αποκριάς, όπου την κάθε χρονιά, συνηθίζουνε βεραμέντε[“στ’ αλήθεια” ειρωνικά] να την παίρνουνε κι ετούτη, τ’ αδέλφια τση.

Αβιζάρει[ειδοποιεί] πρώτα-πρώτα το παιδί, για νάναι ξάπαντως στο πάνου Καζίνο, κι απέ βάνει χάμου τ’ ωραίο τση κεφάλι, για να καταστρώσει το σχέδιο. 
Γιατί μπορεί οι “μακελαρέοι” να την κουβαλούνε μεν μια βραδιά στο Καζίνο, για ν’ αλλάζει τάχα τον αέρα τση, αλλά δεν την αφήνανε κιόλας να...χορεύει του καλού καιρού. 
Η μάλλον τση έχουνε εξοικονομήσει δικό της αποκλειστικό ...καβαλιέρο: 
Τη Διονυσούλα, μία κρυοκώλα ξαδέλφη της, που δε τηνε σηκώνει σερνικός να χορέψει ούτε στο...χρυσάφι να τονε βουτήξουνε.
Και για να μην την χάνουνε, από τα μάτια τους, της είχανε παραγγελμένο πάνω στην κουκούλα του μαύρου της ντόμινου, να ’χει κολλημένη μία τεράστια κόκκινη φιόγκα.
Εδώ λοιπόν, έπρεπε να δουλέψει το κεφάλι της, να ξεγελάσει παναπεί, τσου ...δεσμοφύλακές τση.

Το έστυψε ωστόσο όσο έπαιρνε, και κατέληξε στην Αθηνούλα, μία γειτονοπούλα τση, που εκτός από φιλενάδα, είχε την ίδια ακριβώς μ’ εκείνη κοψία.
-Αθηνούλα μου... από το Θέο και στα χέρια σου, έτσι κι έτσι...

Τρομάζει στην αρχή η άλλη με την αποκοτιά της, και τση κάνει φοβισμένα:
-Αν σε πάρουνε πρέφα, θα σε πετσοκόψοννε κακομοίρα μου εφτούνοι οι αλιτζερίνοι[αλγερινοί πειρατές].

Μα εκείνη, είναι πια, αποφασισμένη για όλα:
-Ας με σφίξει στην αγκαλιά του, ευτούνος ο παίδαρος, κι ας με κάμουνε την άλλη κι όλας στιγμή, χίλια μπουκούνια[κομμάτια].

Έτσι, εκείνο τ’ αλησμόνητο Σάββατο, το τελευταίο της Αποκριάς του 1953, η Μαντίνα χορεύει πρώτα ένα-δύο χορούς με τη χαζο-Διονυσούλα, και στη συνέχεια κάνει προς την τουαλέτα.
 Εκεί, όλα κι όλα, δεν χωράει η διπλή αδελφική της επιτήρηση. Αλλάζει στο μουμέντο κουκούλα με την Αθηνούλα, που την περιμένει εκεί επί τούτου, κι απέ[μετά] χουμάει με λαχτάρα, μέσα στην κοσμοπλημμυρισμένη σάλα, για ν’ ανταμώσει τον καλό της.

Χορεύει δύο ολόκληρες ώρες μαζί του, και δε θα ξεκολλούσε από τη ζεστή αγκαλιά του, αν δεν έκανε κατά ’κει η Αθηνά, για να της ψιθυρίσει στ’ αυτί:
-Γύρισε ογλήγορα στ’ αποχωρήτηρια, γιατί... δε τα βλέπω καλά τα πράματα.

Και να ιδείς, που δεν έπεσε όξω η Αθηνούλα, σπίρτο κι ετούτη μοναχό, γιατί με το που σκατζάρανε[ανταλλάξανε] κουκούλες, και γύρισε η Μαντίνα στην συντροφιά τση, ετοιμαζότανε όλοι, και η Διονυσούλα, τρομάρα τση, να κάμουν ρόντα[περιπολία, εδώ: 
βόλτα] κατά το Κάτου Καζίνο, το Λουμπαρδιανό.

Εδωπά όμως, η σορα-Μαντίνα σταματάει ν’ αναπολεί.
Κι όπου μάλιστα, τόση ώρα μισοξαπλωμένη, νιώθει σαν ν’ ανατριχιάζει η ραχοκοκαλιά τση:
-Ετούτο μ’ έλειπε, ν ’αρπάξω, συφορέλια μου, και κάνα κρυολόγημά. Ψιθυρίζει και κάνει κατά την κρεββατοκάμερα της.
Και πέφτοντας σε λίγο για νανάκια τση, δεν αστοχάει να δώκει πληρωμένη απάντηση σ’ εκείνη τη συφοριασμένη την Κατινούλα, έστω κι αν δεν υπάρχει τρόπος για να την ακούσει:
-Εκείνο το δικό μας μωρή, ήτανε αληθινό καρναβάλι, όχι ετούτα εδώ τα δικά σας τα σημερνά ρεντίκολα!

Ύστερα τηράει κατά το εικονοστάσι, φωτισμένο αμυδρά από ένα ηλεκτρικό καντήλι, που όσο κι αν το ’χουνε καμωμένο να τρεμοσβύνει, κανέναν δεν μπορεί να πείσει για αληθινό. 

Κάνει το σταυρό τση, λέγοντας φωναχτά την τελευταία σημερνή της κουβέντα:
-Καληνύχτα Χριστούλη μου, κι ...αύριο με καλό.

ΝΙΟΝΙΟΣ ΜΕΛΙΤΑΣ «ΖΑΚΥΝΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ», ΕΡΜΗΣ, 1999
[ΝΙΟΝΙΟΣ ΜΕΛΙΤΑΣ(1932-2018): Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και δημόσια διοίκηση κι εργάστηκε στη Νομαρχία Ζακύνθου ως διοικητικός υπάλληλος από το 1960 μέχρι το 1991.
Παράλληλα δημοσίευσε άρθρα, διηγήματα και χρονογραφήματα κυρίως ζακυνθινής θεματολογίας.]



Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

Ο ΚΟΨΟΛΑΡΥΓΚΑΣ





ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΡΥΚΙΟΣ «Η ΚΟΨΟΛΑΡΥΓΚΙΑ΄», 1877

Μία από τις μεγάλες και καταστρεπτικές αρρώστιες, οπού εριζοβόλησαν εδώ και κάμποσα χρόνια εις τον τόπο μας, είναι και η κοψολαρυγκιά[η τοκογλυφία].
Το «Κόσκινο» νομίζει περιττό να πει τα αίτια οπού εγέννησαν αυτό το κακό, γιατί είναι γνωστότατα, ούτε να δείξη την εικόνα του κοψολαρυγκά[εκείνος που κόβει λαρύγγια, δηλ. ανάλγητος, ο τοκογλύφος], επειδή ολημερίς έχουμε εμπροστά στα μάτια μας τέτοιες βρωμερές εικόνες.
Τι θα πει κοψολαρυγκάς; Κόρακας και σκυλί λιμασμένο οπού χουμάει αχόρταγα το πληγωμένο και ετοιμοθάνατο ζωντανό, με μια μοναχή διαφορά πως έχει το χαμόγελο στο στόμα, και με χιλιάδες τέχνες του ρουφάει το αίμα, χωρίς να του φάη τα κριάτα.
Από αυτά τα κακά ζωντανά, βλέπουμε για κακή μας τύχη πολλά στον τόπον, οπού αγκαλά και γδέρνουν χήρες και ορφανά, προβατούν με περήφανο το κεφάλι, και αντί να απολαβαίνουν το δίκαιο μίσος τής κοινωνίας χαίρονται όλες τις τιμές της!
Αυτή η παρατήρηση είναι απελπιστική, αλλά αληθινότατη, και για δαύτο αυτό το κακό πολλαπλασιάζεται καθημερινώς, και εκατάντησε αληθινή καγκραίνα, η οποία τρώει και θα φάη τα σωθικά τού τόπου, αν δεν βαλθεί ένας φραγμός.
Και ο φραγμός είναι να παρθούν τα ακόλουθα μέτρα:
α) Να συσταθή ένα υποκατάστημα της Πιστωτικής Τράπεζας
β) να κατηγορηθούν κάμποσοι από αυτούς τους ασυνείδητους
γ) να στιγματισθή το άτιμο έργο τους με κάθε τρόπο από τον κόσμο.
Αλλά ποιος θα ρίξη τη μαύρη πέτρα εναντίον σ’ αυτή την αναθεματισμένη συμμορία; Το βέβαιο είναι ότι όλοι έχουμε το χρέος και κανείς δεν πρέπει ν’ αδιαφορήση.
Το «Κόσκινο», χωρίς να φοβηθή τη δύναμή τους θα δώση πρώτο το παράδειγμα φρουστάροντάς τους όλους, φανερούς και κρυφούς, δυνατούς και αδύνατους, σχεδιογράφοντας τσι καλλιτεχνικές μουσούδες τους, και αν χρειασθή γράφοντας αποκάτου το βίο και πολιτεία του καθενού.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΝΤΟΥΝΗΣ, ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΚΟΣΚΙΝΟ», τ.9, Εν Ζακύνθω τη 13η Νοεμβρίου 1877
.
[Η φρικτή αυτή μάστιγα του Νησιού, με τους άλλοτε μεγαλώνυμους εκπροσώπους της, αποτελεί θέμα ιδιαίτερης ιστορικής έρευνας και μελέτης.
Ας μνημονευθεί εδώ ένα από τα ωμότερα περιστατικά βάναυσης, δόλιας και απάνθρωπης τοκογλυφίας εκείνου του καιρού: Ο παππούς του γράφοντος Διονύσιος Κονόμος έπεσε θύμα κι αυτός γνωστών ντόπιων κοψολαρυγκάδων, εκείνου του καιρού, που του πήραν ολόκληρη την αξιόλογη περιουσία του.
ΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΟΜΟΣ, «ΖΑΚΥΝΘΟΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» 1986]
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Αγαπημένα 23 ώρ. 





Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: «Η ΑΦΑΝΤΗ ΠΟΡΤΑ»

 

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: «Η ΑΦΑΝΤΗ ΠΟΡΤΑ»

[το διήγημα δεν περιλαμβάνεται στα Άπαντα του συγγραφέα. Δημοσιεύτηκε δε εννιά χρόνια μετά το θάνατό του στο περιοδικό «ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1960». Το είχε δώσει ο ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΙΓΟΥΡΟΣ, πιθανόν από το αρχείο του].
.
«- Μάντσια που θ’ αφήση μεμόρια! φώναξε κατενθουσιασμένος ο Κέκος ο Λαγάτορας (και στη γλώσσα του μάντσια έλεγε τη φάρσα).
– Μωρέ μπράβο, Μίμη! φώναξε με τον ίδιο ενθουσιασμό κι ο Μπάμπης ο Μπαρζός, καλά τη σοφίστηκες!
Ο Μίμης ο Δαργόνας καμάρωνε.
– Μα για συλλογισθήτε, είπε. Να γυρίση τη νύχτα στο σπίτι του και να μην εύρη πόρτα για να μπη! Αφαντη η πόρτα του σπιτιού του! Νάξερα πώς θα του φανή και τι θα κάμη στο μεθύσι του;
Αλήθεια, ήταν η καλύτερη φάρσα απ’ όσες είχε σοφιστή ως τότε η μουρλοπαρέα εκείνη – οι τρεις Ζακυνθινοί φίλοι, τα ζιζάνια, οι “ξεκληρίες”, που δεν ζούσαν παρά για να κάνουν φάρσες, μάντσιες, και προπάντων του Γερολυμάκη του Μπαλωμένου, που ήταν το συχνότερο θύμα τους.
Να το σπίτι του, εκεί – αντίκρυ στο μαγαζί του Κόπιτου – ένα οπλοπωλείο που η μουρλοπαρέα το είχε κάνει λημέρι της, γιατί κι ο Κόπιτος ψοφούσε για τέτοια.
– Ήταν ένα σπίτι μικρό, ανάμεσα σε δυο μεγαλύτερα, με δυο μόνο παράθυρα στη φάτσα, και με μια πόρτα στενή και χαμηλή. Τι εύκολα που θα χτιζόταν! Θάφταναν λίγα τούβλα και λίγος πηλός. Κι ο δρόμος όχι τόσο περαστικός, κι η γειτονιά ήσυχη, νοικοκυρίστικη, που το βράδυ μαζευόταν από τις δέκα. Μόνο ο Γερολυμάκης ο Μπαλωμένος ήταν ξενύχτης. Κουτσόπινε και φλυαρούσε σε μια ταβέρνα του Άμμου ως τα μεσάνυχτα, ως τη μία. Κι ήταν νύχτα βαθειά για τη γειτονιά του, όταν, λιγώτερο ή περισσότερο μεθυσμένος, ξεκινούσε για το σπίτι του. Άνοιγε με κλειδί, χωρίς να ξυπνήση την κυρά – Κεβή, την αδερφή του. (Ηταν χήρα, κι άλλον απ’ αυτήν δεν είχε στο σπίτι ο Γερολυμάκης, το γεροντοπαλλήκαρο). Κι έπεφτε να κοιμηθή, καμμιά φορά μισογδυμένος.
Ολ’ αυτά η μουρλοπαρέα τα ήξερε. Και πήρε τα μέτρα της καλά για να πετύχη η μάντσια που θάφινε μεμόρια. Εκεί κοντά χτιζόταν ένα σπίτι. Είπαν το σχέδιό τους στον εργολάβο, που γέλασε πολύ, και τον παρακάλεσαν να τους δανείση, με το αζημίωτο, τα τούβλα, τον πηλό και τον ασβέστη που χρειάζουνταν, καθώς κι ένα χτίστη. Συμφωνήθηκαν και προετοιμάσθηκαν τα πάντα. Και το φθινοπωριάτικο εκείνο βράδυ – έκανε και λίγο κρύο, που θ’ ανάγκαζε τη γειτονιά να μαζευτή νωρίτερα – οι τρεις φίλοι, κρυμμένοι στο μαγαζί του Κόπιτου, παραμόνευαν από τη μισόκλειστη παρεθύρα.
Και να, κατά τις εννιά, ο κυρ-Γερολυμάκης, αφού δείπνησε με την αδερφή του, – μπρόκολα και μαρίδες – ξεκίνησε για την ταβέρνα.
– Να μην αργήσης! του φώναξε από το κεφαλόσκαλο η κυρά – Κεβή.
– Έγνοια σου, της αποκρίθηκε ανοίγοντας την πόρτα ο κυρ-Γερολυμάκης. Απόψε θα γυρίσω νωρίς.
Ο σύντομος αυτός διάλογος ακουγόταν κάθε βράδυ, αλλά κάθε βράδυ ο κυρ-Γερολυμάκης εγύριζε αργά. Ηταν ένας ανθρωπάκος με κωμικό μούτρο – μεγάλη κόκκινη μύτη, γκρίζα μπαρμπετόνια, μικρά γυαλιστερά μάτια και μια μαύρη κρεατοελιά στο μάγουλο – και φορούσε μπλε πλατύ παντελόνι, μαύρη γιακετόνα και, ριχμένον απλώς στους ώμους του, ένα γκρίζο γαμπά (μανδύα) μακρύ ως τα πόδια του. Τα πυκνά και μαύρα ακόμα μαλλιά του τα μισοσκέπαζε ένα μαύρο βελουδένιο σκανταλέτο (σκωτσέζικος σκούφος συνηθισμένος εκείνο τον καιρό στη Ζάκυνθο) και κρατούσε, κρεμασμένη στο μπράτσο του, μια μαγκουρίτσα από ξύλο ελιάς. Όταν πήγαινε στην ταβέρνα, περπατούσε γοργά σαν να τον κυνηγούσαν, απεναντίας όταν γύριζε, μόλις έσερνε τα πόδια του…
– Ε, και νάξερες τι σε περιμένει απόψε! είπαν καθώς τον είδαν οι μαντσιαδόροι.
Και μόλις εκείνος έστριψε το καντούνι για να βγη στον Αμμο, πετάχτηκαν. Μαζί τους κι ο Κόπιτος.
Πήγαν στο γιαπί να βρουν το χτίστη που τους περίμενε. Άρχισαν αμέσως να κουβαλούν τα υλικά απέξω απ’ το σπίτι του Γερολυμάκη. Οι λιγοστοί διαβάτες δεν παραξενεύονταν βέβαια, ούτε ρωτούσαν. Ωστόσο εκείνοι περίμεναν ακόμα να γίνη ησυχία. Και τότε έβαλαν χέρι στην κλειστή πόρτα.
Το κατώφλι της, που δεν εξείχε καθόλου στο δρόμο, είχε ακριβώς το πλάτος ενός τούβλου. Και το μάκρος του ήταν ακριβώς πέντε τούβλα στη γραμμή. Ούτε τόσο – δα δεν έμεινε άδειο. Άρχισαν να τοποθετούν τα τούβλα και ν’ απλώνουν πάνω τους τον πηλό με το μυστρί, όσο πιο γρήγορα κι αθόρυβα μπορούσαν. Σ’ ένα τραπέζι, που το έβγαλαν από το μαγαζί, ανέβηκε ο χτίστης για να τοποθετήση και τα τελευταία τούβλα ως το ανώφλι. ΄Ολ’ η δυσκολία ήταν να στρωθή μπροστά ο πηλός για να γίνη ένα με τον τοίχο. Αλλά το μυστρί δούλεψε καλά. Έπειτα άρχισε να δουλεύη η βούρτσα. Στον ασβέστη έριξαν και χώμα, ακόμα και λιγάκι φούμο, για να γίνη μαυρειδερός όπως ήταν κι ο άλλος τοίχος της φάτσας, παλιός και λερωμένος. Κι η εργασία σε μια ώρα τελείωσε, χωρίς να πάρη είδησι κανένας από την κοιμισμένη γειτονιά. Μόνο κάποιος από γειτονιά άλλη, περνώντας, στάθηκε λίγο να ιδή τι έκαναν οι “χτίστες” τέτοια ώρα, και παραξενεύτηκε:
– Γιατί, γυιέ μου, χτίζετε την πόρτα; ρώτησε.
– Γιατί δεν είναι καλά εδώ, του αποκρίθηκε ο Μίμης, θ’ ανοίξουμε πάρα πέρα άλλη.
Το πίστεψε ο κουτός – Ζακυνθινός κι απομακρύνθηκε ικανοποιημένος. Γέλια που έκαμαν πίσω του οι μαντσιαδόροι!
– Προκαταβολή από κείνα που θα κάμουμε ύστερα, είπε ο Κέκος.
Κι έμπασαν το τραπέζι, ο χτίστης κουβάλησε στο γιαπί τα υλικά που περίσσεψαν και τα σύνεργα – πάστρα ο δρόμος – κι εκείνοι κρύφτηκαν πάλι στο μαγαζί, να παρακολουθήσουν πρώτα το στέγνωμα του φρέσκου τοίχου.
Δεν άργησε με το ξερό βορειαδάκι που φυσούσε.
– Περίφημα! φώναξε ο Μίμης. Καθόλου δεν ξεχωρίζει, αλήθεια. Μωρέ, κι άπιοτος να γύριζε ο Γερολυμάκης, θάταν αδύνατο να καταλάβη πώς τούχτισαν την πόρτα!
Και κάθησαν πίσω από τη μισόκλειστη παρεθύρα, να περιμένουν το θύμα τους.
***
Ολη αυτή την ώρα, στην ταβέρνα του Άμμου, ο κυρ-Γερολυμάκης ο Μπαλωμένος κουτσόπινε και κουβέντιαζε με δυο – τρεις μπεκρήδες και ξενύχτηδες σαν κι αυτόν. Ούτε υποψία ούτε προαίσθημα είχε, κι ήταν φαιδρός όπως πάντα. Άξαφνα σηκώθηκε και κουκουλώθηκε με το γαμπά του.
– Ώρα είνε, είπε, να πάω. Η αδερφή μου, μου είπε να μην αργήσω απόψε πολύ.
Αυτό ήταν στερεότυπο. Το έλεγε κάθε βράδυ ό,τι ώρα κι αν θυμώταν να σηκωθή για να γυρίση στο σπίτι του. Εκείνο το βράδυ ήταν δώδεκα περασμένες. Όταν βγήκε στο δρόμο, ξεκουκουλώθηκε λίγο γιατί ο καιρός είχε γλυκάνει. Και με αργό μα σταθερό βήμα – δεν είχε παραπιή – έστριψε το πρώτο καντούνι που απάντησε, κι από κει μπήκε στο καντούνι του σπιτιού του.
Έβαλε το χέρι στην τσέπη του, κι έπιασε το κλειδί του, προχωρώντας μηχανικά ως να ιδή την πόρτα του και να την ανοίξη. Αλλά πόρτα δεν έβλεπε και προχωρούσε. Χωρίς να το καταλάβη, προσπέρασε το σπίτι του και μηχανικά πάντα, εξακολουθούσε να προχωρή. Κάποτε ανανοήθηκε: το καντούνι κόντευε να τελειώση και την πόρτα δεν την είχε ιδεί ακόμα. Στάθηκε, γύρισε και κοίταξε. Μπα! να εκεί – πέρα το σπιτάκι του ανάμεσα στα δυο μεγάλα. Του φάνηκε αστείο και χαμογέλασε: “τόσο μεθυσμένος είμαι!..” Και ξεκίνησε προς τα πίσω, περπατώντας λίγο πιο γρήγορα, κι όχι πια μηχανικά, μα προσέχοντας μη φτάση πάλι στο σπίτι του και το ξεπεράση…
Πλησίασε. Να η πόρτα του Μένεγου, να η πόρτα του Ναύλερη. Η άλλη ήταν η δική του. Αλλά… πούναι την; Πόρτα τίποτα! Κοίταξε ψηλά μην έκανε πάλι κανένα λάθος. Όχι, ήταν ακριβώς απέξω από το σπίτι του. Να τα δύο του παράθυρα με τα κλειστά μπαντζούρια… Κάτω απ’ το πρώτο έπρεπε να ήταν η πόρτα. Μα ο Γερολυμάκης δεν έβλεπε παρά τοίχο. Πώς αυτό; “Μα τόσο μεθυσμένος είμαι;” συλλογίσθηκε. Και στη μεγάλη του αμηχανία, δεν βρήκε άλλη λύσι, παρά να χτυπήση την πόρτα του Ναύλερη. Μην ήταν δική του, και στο μεθύσι του του φαινόταν ως ήταν η διπλανή;
– Ντουκ! ντουκ! ντουκ! αντήχησε στη σιγαλιά ο μπατταδούρος.
Πέρασε κάμποση ώρα ως ν’ ανοίξη από πάνω ένα παράθυρο. Μια γυναίκα ρώτησε:
– Ποίος είναι;
– Εγώ! άνοιξέ μου, Κεβή.
– Μπα! ο κυρ-Γερολυμάκης! έκαμε από μέσα της η γυναίκα.
Και δυνατώτερα:
– Εκαμες λάθος, κυρ-Γερολυμάκη μου! Η άλλη πόρτα, να σε χαρώ…
– Ω! ω! σκουζάτε!..
– Τίποτσι!
Το παράθυρο έκλεισε κ’ η γυναίκα συλλογίστηκε: “Ο κακόμοιρος, σκνίπα είνε πάλι στο μεθύσι…”.
Ο Γερολυμάκης απόμεινε αποσβολωμένος. Πρώτη φορά του τύχαινε να είναι τόσο μεθυσμένος και να μην το καταλαβαίνη. Μάγια του είχαν κάνει;..
Στάθηκε κάμποση ώρα, σαν να περίμενε ή να λυθούν τα μάγια ή να του περάση το πολύ μεθύσι, και να μπορέση να ιδή την άφαντη πόρτα του… Μια στιγμή του ήρθε να χτυπήση και την άλλη, από τ’ άλλο μέρος του σπιτιού του. Μ’ αυτή ήταν μια πελώρια πόρτα, καταμεσίς του μεγάλου γειτονικού σπιτιού, που δεν μπορούσε ποτέ – το έβλεπε καλά – να είνε δική του. Θα πάθαινε τα ίδια. Κι εξακολούθησε να περιμένη. Αλλά κάποτε έχασε την υπομονή. Και με μια καινούργια έμπνεσι, άρχισε να φωνάζη μ’ όλη του τη δύναμι:
– Κεβή!.. Κεβή!.. Κεβή!..
Απ’ τις φωνές αντήχησε όλ’ η γειτονιά. Τις άκουσε, φαίνεται, κ’ η Κεβή, που δεν κοιμώταν ποτέ βαρειά. Και σε λίγο το παράθυρο, πάνω απ’ την άφαντη πόρτα, άνοιξε:
– Καλά συ φωνάζεις, Γερολυμάκη;
– Ναι, αδερφή… Κάμε μου τη χάρι, κατέβα μια στιγμή να μ’ ανοίξης.
– Μα δεν έχεις κλειδί, χριστιανέ μου;
– Τόχασα, καϋμένη… Θα μούπεσε από την τσέπη.
Ο Γερολυμάκης καταχάρηκε. “Να μην το σκεφτώ από την αρχή, συλλογιζόταν. Ετούτη – δω, που δεν είνε μεθυσμένη, θα βρη από μέσα την πόρτα και θα μ’ ανοίξη…”. Και περίμενε να ιδή το θαύμα… γιατί θαύμα βέβαια θάταν να χαθή τώρα ο τοίχος κάτω απ’ το παράθυρο, και να φανή στη θέσι του μια πόρτα ανοιχτή!
Και να, ακούει τα βήματα της Κεβής που κατεβαίνει τη σκάλα… Ακούει αμυδρά και το κλειδί – το δικό της κλειδί – που ξεκλειδώνει από μέσα την πόρτα…
Μα έπειτα τίποτα, ησυχία. Ούτε τοίχος να χάνεται, ούτε πόρτα να φαίνεται.
Ο Γερολυμάκης ανυπομονεί.
– Ε! ξεφωνίζει. Τι κάνεις; Γιατί δεν ανοίγεις;
– Δεν μπορώ! Ακούγεται από μέσα η φωνή της Κεβής. Το πορτόφυλλο είναι σφηνωμένο!
– Σφηνωμένο; βάλε δύναμι, καϋμένη, τράβα το!
– Αυτό κάνω…
Λίγες στιγμές αγωνίας. Κι έπειτα… φωνές, ξεφωνητά της Κεβής από μέσα:
– Ω συμφορά! Ω, μεγάλη συμφορά!.. μας χτίσανε την πόρτα!..
– Τι; φωνάζει κι ο Γερολυμάκης. Μας χτίσανε την πόρτα; Δεν είσαι καλά!
– Ναι, σου λέω! Άνοιξα το πορτόφυλλο, μα δε βλέπω παρά τούβουλα και λάσπη!
Κι άξαφνα, στο σκοτισμένο μυαλό του Γερολυμάκη έγινε φως. Ω, δεν ήταν καθόλου μεθυσμένος! Οσο έλειπε στην ταβέρνα, εκείνες οι “ξεκληρίες” που τον εσταύρωναν πάντα, του χτίσανε την πόρτα! Να ο τοίχος φρεσκοχρισμένος, υγρός, τον έβλεπε τώρα καλά… Κι η Κεβή από μέσα του φώναζε:
– Στάσου να γκρεμίσω τα τούβουλα! Τραβήξου από μπροστά μην πέσουν απάνου σου και σε βαρέσουν… Το νου σου!.. θα σπρώξω!..
Η Κεβή ήταν χεροδύναμη γυναίκα. Ακούμπησε τις παλάμες της στο φράγμα της πόρτας, έσπρωξε δυνατά, και τα τούβλα, που δεν είχαν κολλήσει ακόμα, σωριάσθηκαν, μισά μέσα και μισά στο δρόμο. Αλλά μόλις έπαψε ο πάταγος του γκρεμίσματος, ακούστηκαν απ’ αντίκρυ γέλια, μα κάτι γέλια, λες και γελούσαν διαόλοι!..
Εκπληκτος, ο Γερολυμάκης γύρισε προς αυτά: Έβγαιναν απ’ το μαγαζί του Κόπιτου, το λημέρι των σταυρωτήδων του. Έτρεξε με θυμό στη μισόκλειστη παρεθύρα, και κραδαίνοντας τη μαγκουρίτσα του άρχισε να βρίζη:
– Μωρές, ξεκληρίες, ινφάμηδες, μασκαράδες, εκεί – μέσα ήσαστε κρυμμένοι; Την πόρτα, μωρές, σοφιστήκατε να μου χτίσετε, για να γελάσετε; Μπα, που να μην σας εύρη ο χρόνος!.. Ου, να χαθήτε, τέρατα της φύσεως και της κοινωνίας!
– Άσε τους τώρα! δεν τους ξέρεις; Έλα μέσα! φώναζε κι η Κεβή από την πόρτα, φοβούμενη μη γίνη άσχημος καυγάς.
Μα τα γέλια διπλασιάσθηκαν.
Κάποιος έσπρωξε και το φύλλο της παρεθύρας. Και μέσα στο μαγαζί, στο φως της λάμπας, ο Γερολυμάκης είδε το Λαγάτορα, το Μπαρζό, το Δαργόνα και τον Κόπιτο να κυλιούνται. Ποτέ στη ζωή τους, με τις τόσες τους φάρσες, δεν θα έκαμαν τόσα γέλια.
Και, παράξενο πράγμα, η μεγάλη αυτή ευθυμία επηρέασε και τον Γερολυμάκη τον ίδιο. Ο θυμός του έπεσε, οι βρισιές του σταμάτησαν. Κι αλλάζοντας τόνο – μόνο που δεν γελούσε – τους φώναξε:
– Ας είνε, χαλάλι σας! Ετούτο τουλάχιστον ήταν έξυπνο».

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951),«ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1960 - Ετήσια λογοτεχνική – καλλιτεχνική – ιστορική – λαογραφική έκδοση», Τεύχος 1,
ΕΚΔΟΣΗ: «Συνεργασία Επτανήσιων Λογοτεχνών Καλλιτεχνών και Επιστημόνων»
Το διήγημα έδωσε για δημοσίευση στο πρώτο τεύχος της ετήσιας λογοτεχνικής – καλλιτεχνικής – ιστορικής – λαογραφικής «Επτανησιακής Πρωτοχρονιάς 1960», ο Μαρίνος Σιγούρος.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
- Το εξώφυλλο της έκδοσης.
- Σκίτσο-προσωπογραφία του Γρ. Ξενόπουλου, το οποίο εικονογραφούσε την πρώτη σελίδα του διηγήματός του στην «Επτανησιακή Πρωτοχρονιά 1960».]



Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ (1830) !!!

 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΟΥΖΕΛΗΣ: ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ (1830)

«Ούρμα σταφύλια τρύγαε, και τ’ άγουρα αφηνέτα
Και ούλα τα σάπια και ξερά όθ’ εύρης πεταέτα,
Γιατί τα σάπια προξενούν μούχλα και δυσωδίαν
Και τα ξερά καταρροφούν την γλυκεράν ουσίαν.
Πρόσεχε νά ν’ ο τρύγος σου ημέρα που δεν βρέχει,
Ουδέ δροσιά τ’ αμπέλι σου στα φύλλα του να έχη,
Γιατί και τα σταφύλια σου να πατηθούν βρεμμένα
κάνουν κρασία νερουλά, και αδυνατισμένα.
Αλλά αν έπεσε δροσιά κι’ είναι υγρό το αμπέλι,
Άφες τον Ήλιον να το ιδή, τρύγος δροσίες δεν θέλει.
Την αυτή μέρα που τρυγάς κάνε και τρυγοπάτι
Και μην τα αφήνης στον ληνόν να λιώνουν σαν τ’ αλάτι.
Γιατί αν λιώνουν στο λινόν εκεί σωρός σταφύλια
Είναι ζημία φανερή, κίνδυνα έχουν χίλια.
Ο ήλιος, ο άνεμος, οι άνθρωποι, τα ζώα,
Και κάθε πράγμα βλάφτει τα, δεν τα αφήνει σώα .
Είν’ τα σταφύλια του ληνού τραπέζι του διαβάτη
Να τρώει και ν’ αναχωρεί με την κοιλιά γεμάτη.
Πλην το πολύτερον κακόν είναι μη εκεί βράσουν
Και την ουσία τους κακά απ’ τον αέρα χάσουν.
Ευθύς λοιπόν πάτει τα εκεί και εις αγγειά χυνέτα
Το μούστο με τα τσίπουρα και μαστελάριζέ τα.
Αυτά τ’ αγγειά όμως εσύ να μη παραγεμίσεις
Αλλ΄ αδειανό το τέταρτο του τόπου τους ν’ αφήσεις.
Γιατί οπόταν βράζουνε, φουσκώνουν, αναβαίνουν,
Κι ο τόπος τους δεν τα χωρεί, όξω πηδούν κ’ εβγαίνουν.
Αφού τα βάλης εις τ' αγγειά σκέπαστα να μη μπάζει
Αέρας μέσα εις αυτά όπου ο μούστος βράζει.
Γιατί αέρας μπαίνοντας κ’ εκβαίνοντας ρουφάει
Ούλο το πνεύμα του κρασιού, βάστα να μη φελάει.
Βάλ’ ένα από τενεκέ δίστομον σουληνάρι
Εις μίαν τρύπα του αγγειού πιτήδεια να το πάρη.
Και τ’ άλλο του σουληναριού στόμα σε μια σκουτέλα
Βάλε το μέσα με νερό κοντά εις την μαστέλα.
Τότ’ άφες τα κλεισμένα ‘κει, οκτώ ή δέκα μέρες,
Όπου φυσούν εις το νερό και παίζουν οι αέρες.
Κλου κλου θα κάνει το νερό, και ειν’ αυτό σημείο
Ότι είν’ ο μούστος άβραστος ακόμη μεσ’ τ’ αγγείο.
Αλλά οπόταν το νερό κλου κλου πλέον δεν κάνει
Ο μούστος έγινε κρασί, κι αυτό δεν σε λανθάνει.
Σαν θα σου γίνει το κρασί, δια να μη χαλάσει
Δυο τρεις μέρες πάλ’ εκεί ας το να ησυχάσει.
Και την τετάρτη μοναχά, ή το πολύ την τρίτη
φέρετο στα βουτζία σου λίγα πολλά το σπίτι.
Και πρώτα τήρα τα καλά να είναι παστρεμένα,
Και να μην είναι μυρωδιά κακή εισέ κανένα.
Γιατί την παίρνουν παρευθύς τότες και τα κρασία
Και σου χαλούν, άδικη χαλασία.
Έπειτα μήπως κ’ εις τ’ αγγειά ακόμη μεταβράσουν
Κι απ’ τον βρασμόν όξω χυθούν, και τα βουτζία σπάσουν
Τζι τρούπαις άνοιξε κι εκεί, έτζι να μη σε σφάλει
Κι έχε σκουτέλες με νερά, και σουληνάρια πάλι.
Κι ήσυχα και ανέγκιαχτα κράτει εκεί δύο μήνες
Και αποφεύγεις το κακό χωρίς άλλες δυστίνες.
Ύστερα απ’ ούλα σου τ’ αγγειά τα σουληνάρια πέτα
Και τσι σκουτέλες τσάκιζε και τα νερά χυνέ τα.
Και ελαφρούς ευρές φελλούς και βούλωνε ένα ένα
Μη ξεθυμάνει πουθενά και έχε τα κλεισμένα.
Έτσι φτιασμένο το κρασί άλλο δεν έχει χρεία
Αυξάνει δέκα τα κατό κρατεί πολυκαιρία.
Κι έχεις αληθινό κρασί, ώστε και αναγαλλιάζει.
Κι εκείνος όπου το πουλεί κι εκειός που τ’ αγοράζει.
Πίνε λοιπόν τέτοιο κρασί κι’ ακόμη και εις υγεία.
Του γέροντος που σου ‘γραψε αυτήν την ορμηνίαν».
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΟΥΖΕΛΗΣ, «Γνωμικά διαφόρων ενδόξων ανδρών, ελλήνων και αλλογενών, έτι δε και αινίγματα και έτερά τινα». Ναύπλιο, 1836.
.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΟΥΖΕΛΗΣ (1774-1843): Από την Ζάκυνθο. Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, αγωνιστής του '21. Βασιζόμενος στις ζακυνθινές "Ομιλίες" έγραψε το πρώτο έργο του δραματολογίου της Νεώτερης Ελλάδας, την κωμωδία «Ο Χάσης», που παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά στη Ζάκυνθο από νεαρούς ερασιτέχνες, στις Απόκριες του 1800.
Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και υπαίθριες δραστηριότητες