ΣΑΤΙΡΑ ΤΟΥ παπά ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΤΟΥΖΗ κατά του παπά ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΓΚΛΑΒΑ,
που την ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ έκανε ΜΑΓΙΟΛΙΚΙΑ
.
Η ιστορία λαμβάνει χώρα κατά την λειτουργία των Θεοφανίων, όπου κατά το ζακυνθινό έθιμο ο παπάς «βαφτίζει» σε αγιασμό νεράντζια, που του φέρνουν οι πιστοί, τα οποία παίρνουν σπίτι και τα φυλάνε μέχρι την Καθαρά Δευτέρα, οπότε τα στίβουν και πίνουν το ζουμί τους.
Η ημέρα των Θεοφανίων, είναι κατά την ιταλική και επτανησιακή παράδοση η ημέρα που οι λαϊκές μάγισσες κάνουν τα μαγικά τους.
Στην Ιταλία υπάρχει αυτήν την ημέρα το λαογραφικό έθιμο της befana, λέξη που βγαίνει από την ελληνική Επιφάνεια.
Στο ποίημα αυτό ο ιερέας, μεγάλος ζωγράφος και σατιρικός ποιητής ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ σατιρίζει στο πρόσωπό του συναδέλφου του ιερέα ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΓΚΛΑΒΑ την συνέργεια ορθοδόξων ιερέων με γυναίκες του λαού σε μαγγανείες που έκαναν οι τελευταίες την ημέρα των Επιφανίων/Θεοφανίων/Φώτων.
που την ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ έκανε ΜΑΓΙΟΛΙΚΙΑ
.
Η ιστορία λαμβάνει χώρα κατά την λειτουργία των Θεοφανίων, όπου κατά το ζακυνθινό έθιμο ο παπάς «βαφτίζει» σε αγιασμό νεράντζια, που του φέρνουν οι πιστοί, τα οποία παίρνουν σπίτι και τα φυλάνε μέχρι την Καθαρά Δευτέρα, οπότε τα στίβουν και πίνουν το ζουμί τους.
Η ημέρα των Θεοφανίων, είναι κατά την ιταλική και επτανησιακή παράδοση η ημέρα που οι λαϊκές μάγισσες κάνουν τα μαγικά τους.
Στην Ιταλία υπάρχει αυτήν την ημέρα το λαογραφικό έθιμο της befana, λέξη που βγαίνει από την ελληνική Επιφάνεια.
Στο ποίημα αυτό ο ιερέας, μεγάλος ζωγράφος και σατιρικός ποιητής ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ σατιρίζει στο πρόσωπό του συναδέλφου του ιερέα ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΓΚΛΑΒΑ την συνέργεια ορθοδόξων ιερέων με γυναίκες του λαού σε μαγγανείες που έκαναν οι τελευταίες την ημέρα των Επιφανίων/Θεοφανίων/Φώτων.
Παράλληλα καυτηριάζει γενικότερα την έλλειψη παιδείας στους ιερείς και τον έκλυτο βίο τους.
Η ιστορία λαμβάνει χώρα κατά την λειτουργία των Θεοφανείων, όπου κατά το ζακυνθινό έθιμο ο παπάς «βαφτίζει» σε αγιασμό νεράντζια, που του φέρνουν οι πιστοί, τα οποία παίρνουν σπίτι και τα φυλάνε μέχρι την Καθαρά Δευτέρα που τα στίβουν και πίνουν το ζουμί τους.
Η ιστορία λαμβάνει χώρα κατά την λειτουργία των Θεοφανείων, όπου κατά το ζακυνθινό έθιμο ο παπάς «βαφτίζει» σε αγιασμό νεράντζια, που του φέρνουν οι πιστοί, τα οποία παίρνουν σπίτι και τα φυλάνε μέχρι την Καθαρά Δευτέρα που τα στίβουν και πίνουν το ζουμί τους.
Αποτελεί πλέον έθιμο/αντέτι να ανεβάζουμε κάθε χρόνο στη γιορτή των Φώτων, την σάτιρα του ζακυνθίου ιερωμένου, ζωγράφου και σατιρικού ποιητή Νικολάου Κουτούζη,
«Τα τρία νεράντζια», που γράφτηκε για τα Φώτα του 1787.
Ο διάσημος περιηγητής και συγγραφέας Πέτρος Αυγουστίνος Γκυς (1721-1799) μιλάει για τα «τρία νεράντζια» στο ημερολόγιό του.
Ο Γκυς σημειώνει ότι η σάτιρα έγινε ανάρπαστη όταν παρουσιάστηκε (la piece qu’on s’arrachait des mains…).
Στόχοι της σάτιρας είναι η διαφθορά της εκκλησίας, η ξεδιαντροπιά παπάδων και καλογριών, η αγραμματοσύνη και η θρησκοληψία του λαού και τα μαγιολίκια που επί χρήμασι κάνουν πολλοί παπάδες, όπως ο ήρωας του ποιήματος!
Στόχοι της σάτιρας είναι η διαφθορά της εκκλησίας, η ξεδιαντροπιά παπάδων και καλογριών, η αγραμματοσύνη και η θρησκοληψία του λαού και τα μαγιολίκια που επί χρήμασι κάνουν πολλοί παπάδες, όπως ο ήρωας του ποιήματος!
Η γνώμη του ιστορικού Σπυρίδωνος Δε Βιάζη είναι ότι τα «Τρία νεράντζια» είναι «αριστούργημα στο είδος» τους.
Η σάτιρα κυκλοφόρησε αρχικά χειρόγραφη από χέρι σε χέρι.
Ο Φαίδων Μπουμπουλίδης την πρωτοδημοσίευσε περικομμένη (παραλείπει 119 στίχους) και εξαγνισμένη: Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης, Προσολωμικοί, τ.Β΄.
Ο Ντίνος Κονόμος ακολούθησε, αυστηρότερος (παραλείπει 139 στίχους: Ντίνος Κονόμος, Νικολός Κουτούζης).
Κανείς μελετητής του Κουτούζη δεν τόλμησε να τη φέρει στο φως.
Κανείς μελετητής του Κουτούζη δεν τόλμησε να τη φέρει στο φως.
Για πρώτη φορά τη δημοσιεύσαμε, μαζί με άλλες του Ν. Κουτούζη, το 1988 στο περιοδικό «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ», σε αφιέρωμα για τον Νικόλαο Κουτούζη, προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις, κυρίως από εκείνους που δεν είχαν τολμήσει να τη δημοσιεύσουν οι ίδιοι.
Η δημοσίευση έγινε από τον λεγόμενο κώδικα Μαρίνου, ένα τετράδιο δηλαδή με αντιγραμμένες προσεισμικά τις σάτιρες από τον ζακύνθιο φιλόλογο και μελετητή Παναγιώτη Μαρίνο, από τα χειρόγραφα που φυλάσσονταν στην Δημόσια Βιβλιοθήκη Ζακύνθου και που κάηκαν στους σεισμούς του 1953.
Το τετράδιο μας παρέδωσε μετά το θάνατό του ο τότε γαμβρός του, γνωστός συγγραφέας κ. Φίλιππος Δρακονταειδής Philip Dracodaidis .
ΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΤΟΥΖΗ(1742-1813): «ΤΑ ΤΡΙΑ ΝΕΡΑΝΤΖΙΑ»
ΒΩΜΟΛΟΧΙΚΗ ΣΑΤΙΡΑ για τα «ΦΩΤΑ», ΖΑΚΥΝΘΟΣ 1787
ΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΤΟΥΖΗ(1742-1813): «ΤΑ ΤΡΙΑ ΝΕΡΑΝΤΖΙΑ»
ΒΩΜΟΛΟΧΙΚΗ ΣΑΤΙΡΑ για τα «ΦΩΤΑ», ΖΑΚΥΝΘΟΣ 1787
Στο χωρίο Γαητάνι
Εβουλήθηκε[θέλησε] να κάνη
ο Παπάς Γκλαβάς Ματθαίος
ωσάν άνθρωπος σπουδαίος
ένα πράμα ο στολισμένος
ως εστάθη ορμηνεμένος[παρακινούμενος]
από κάποιες τεχνεμένες[επιδέξιες]
γυναικούλες διαβασμένες
στες διάφορες γιατρείες
και εις τες μαντολογίες[μαντικές]
λέγοντάς του: «του Φωτώνε,
τη γιορτή των Χριστιανώνε,
Δέσποτα λάβ’ ένα κόπο,
μα πνευματικώ τω τρόπω,
ήγουν[δηλαδή] όταν θα βαπτίσης
τον Σταυρόν, να μας βουτήσης
παρευθύς νεράντζια τρία
να έχωμέ τα για γιατρεία
εις σε θέρμες[ελονοσίες] κι αρρωστίες
και εις σε κεφαλαλγίες.
Εβουλήθηκε[θέλησε] να κάνη
ο Παπάς Γκλαβάς Ματθαίος
ωσάν άνθρωπος σπουδαίος
ένα πράμα ο στολισμένος
ως εστάθη ορμηνεμένος[παρακινούμενος]
από κάποιες τεχνεμένες[επιδέξιες]
γυναικούλες διαβασμένες
στες διάφορες γιατρείες
και εις τες μαντολογίες[μαντικές]
λέγοντάς του: «του Φωτώνε,
τη γιορτή των Χριστιανώνε,
Δέσποτα λάβ’ ένα κόπο,
μα πνευματικώ τω τρόπω,
ήγουν[δηλαδή] όταν θα βαπτίσης
τον Σταυρόν, να μας βουτήσης
παρευθύς νεράντζια τρία
να έχωμέ τα για γιατρεία
εις σε θέρμες[ελονοσίες] κι αρρωστίες
και εις σε κεφαλαλγίες.
Κι όσοι λάχουν[τύχουν] μαγεμένοι
κι απ’ αγάπη[έρωτα] σκοτισμένοι
και τες νύχτες παρατρέχουν
Και ανάπαυσιν δεν έχουν
απ’ αυτά αν ποτισθώσι
έχουν να ωφεληθώσι.
Κι όσους άνδρας αποδέσουν[τους κάνουν με μάγια σεξουαλικά ανίκανους]
ή και να τους γοητεύσουν[μαγέζουν]
εις τα σκέλη αν αχνιστούνε[με ατμό]
απ’ αυτά θε να λυθούνε.
Κι όσοι είναι λοχεμένοι
κι από ξωτικά βλαμμένοι
κι απ’ αβάσκαμα και μάτι
παραδέρνουν στο κρεββάτι
ενεργούν αυτά και κάνουν
όλα τα κακά να γιάνουν.
Κι όσοι νέοι αχαμνίσουν[εξασθενίσουν σεξουαλικά]
Με το να παραπηδήσουν
ή πονέσουν τα νεφρά τους
ή πρηστούνε τα λιμπά[όρχεις] τους
Έτζι πιούν οχ το ζουμί τους
Ευθύς σφίγγει το κορμί τους.
Και ακόμη όσοι άλλοι
έχουσι λύσσα μεγάλη
τον κλανιά τους για να στένουν
πούτζα μέσα να λαβαίνουν
απ’ αυτά ζωμόν να βγάνουν
αγκληστήρι[κλύσμα] να τους κάνουν
σβένεται η πεθυμία
και του κώλου η βουρλισία[τρέλα].
Έτζι κι όσοι επεθυμούσι
μ’ άλλους νέους ν’ αγαπούσι
σ’ ένα[στο ίδιο] στρώμα να κοιμούνται
εις το να κωλοκτυπιούνται
τούτο και αυτοί αν πράζουν
βέβαια[στα σίγουρα] καταδαμάζουν
τη λαχτάρα της καρδιάς τους
και τη λύσσα του κλανιά τους.
Μα και αν απ’ τους φλαραίους[Καθολικούς ιερείς]
Ή και από τους ρωμαίους[Ορθόδοξους ιερείς]
τσοι παπάδες τσοι βαρβάτους
τσοι θερμούς και κοτζανάτους
Π’ όποιο χύστο[γυναικείο αιδοίο] και αν ευρούσι
πάντα μέσα του κτυπούσι
αν οχ το ξυνάδι[χυμό] στύψουν
και την πούτζα τους αλείψουν
ο θυμός τους ημερώνει
και το σύνεργον ζαρώνει.
Και οι κρυφογκαστρωμένες
και ξεκορασιδωμένες
αν μ’ ευλάβειαν τα βράζουν
και τα πίνουσι, σκεπάζουν
όσα κρυφογεννημένα
έχουσιν απερασμένα[στο παρελθόν].
Κι όποια του ανδρός της φύγει
από γνώσιν της ολίγη
κι ύστερα μετανοήση
και στον άνδρα της θελήσει
να ξαναγυρίση πάλι
μ’ όρκον σύνεσιν να βάλη
μόνο να τα μυρισθώσι
και οι δυό θ’ αγαπηθώσι.
Και όσες θε να κερατώσουν
τσ’ άντρες τους και να τυφλώσουν
εις το να μην απεικάζουν[βλέπουν]
όσους καύκους[εραστές] και αν εμβάζουν[μπάζουν]
απ’ τα φύλλα στάχτη κάνουν
και εις το φαγητόν τη βάνουν
και απ’ εκείνο τους ταγίζουν[ταΐζουν]
κι έτσι τους αποκοιμίζουν
και δε βλέπουν τι παθαίνουν,
ουδέ το καταλαβαίνουν,
γιατί όλοι οι ξεχασμένοι
είναι πάντα σκοτισμένοι.
Και οι ρουφιάνες κι οι ρουφιάνοι[ερωτικοί ταχυδρόμοι]
κι όποιος μεσιτείες[ανάρμοστα προξενιά] κάνη
εις το να κρυφομαντεύη
κορασιές να ρουφιανεύη
αυτά τόσον ενεργούσι
που αν επιχειρισθούσι
οχ τες φλούδες να ζυμώσουν
με το μέλι και να δώσουν
εκεινής οπού θελήσουν
εις το να την ξεπορτίσουν[κλέψουν]
έτζι μόνον είχε φθάσει
απ’ αυτά να δοκιμάση
παρευθύς γνώμη λαβαίνει
με τον καύκον και πηγαίνει.
Και όποια δεν κάνει παιδία
καίγει ολίγο από τα τρία
και αφού τα κάμη σκόνη
τα συχνοανακατώνει
με τσ’ αμυγδαλιάς το λάδι
και αλαφρά, αυγή και βράδυ
με το λιανοδάχτυλό της
μέσα βάνει στ’ απαυτό της
τότε όποιος της τη χώσει
παρευθύς θα την γκαστρώση.
Κι όποια έχει επιθυμία
για τα σερνικά παιδία
και μαραίνεται η καημένη
κι είναι πάντα πικραμένη
δέκα σπόρους αν εβγάλη
απ’ εκείνα και τους βάλη
μέσα σ’ ένα φλυτζανάκι
–μα να ρίξη και νεράκι
από το ξαστεριασμένο[ξορκισμένο κάτω από τα άστρα]
του Μαγιού το γητεμένο-
και τους σπόρους τούτους φάη
σερνικό παιδί γεννάει.
Και οι λεχώνες που στενάζουν
με το να μην κατεβάζουν
γάλα από τα βυζιά τους
για να τρέφουν τα παιδιά τους
ένα απ’ εκείνα σχίζουν
έπειτα τα ξεζουμίζουν
και βουτούν ένα πανάκι
εις αυτό το ξυναδάκι
και μ’ εκείνο τα βυζιά τους
κατά την επιθυμιά τους
με αυτό τα συχνοβρέχουν
κάνει ευθύς γάλα να τρέχουν.
Και αν από μυρωδία[επιθυμία λεχώνας]
Είχε σκοτισθή καμία
Και το αίμα την τζακίση[αρχίσει να τρέχει]
από μέσ’ από τη φύση[μήτρα]
να σταθή ξετεντωμένη
και καταφασκελωμένη
και να κάψη φυλλαράκια
από τ’ άγια νεραντζάκια
κι η μαμή να την αχνίζη
με δαυτά και να σφουγγίζη[σκουπίζη]
ομορφούλια αγάλι αγάλι
και με προσοχή μεγάλη
τ’ απαυτό και τα μηριά της
κατά την επιστασιά της
τότ’ ευθύς το αίμα παύει
κι η λεχώνα υγειά θα λάβη.
Και αν καμιά εις μοναστήρι
καλογριά ήθελε γύρει
να ξεπέση και να σφάλη
από μια μεριά κι απ’ άλλη
και κατόπι να θελήση
το κακό να παρατήση
αν ολίγ’ απ’ αυτό πάρη
και το κάμη φυλακτάρι
και το δέση στα μηριά της
συχωριέται η αμαρτιά της.
Κι όσες είναι αμπηριασμένες[ξεχασμένες]
οχ τους φίλους[εραστές] οι καημένες
Και τα στήθη τους κτυπούσι
Και θρηνομοιρολογούσι
λίγη φλούδα να μασήσουν
στη στιγμή θα ξαστοχήσουν
όλα τα λυσσοπαιγνίδια,
μα και τα κωλοκτυπίδια.
Και οι χήρες που ζητούσι
μ’ άντρα να ματασμιχθούσι
να κρυφοπαιγνιδιαρίσουν
καθώς είχαν συνηθίσουν
ένα από τα τρία παίρνουν
και οχ τη φλούδα το ξεγδέρνουν
και το βράζουνε λιγάκι
κι απ’ εκείνο το ζουμάκι
πίνουνε και τσ’ αμπηριάζει
το κακό που τες πειράζει.
Έτζι κι οι κορασιδούλες
κοπελιές ή τρυφερούλες
όποια ώρα τες πυρώση
έρωτας και να τες δώση
στην καρδιάν λυποθυμίαν
και στην σάρκα βουρλισίαν
τούτ’ αν μεταχειρισθώσι
και αυτές θα ωφεληθώσι.
και εις ολιγολογίες
σ’ όλα κάνουν ενεργείες.
Μα να ξέρης ευλοημένε
Δέσποτά μου ξακουσμένε
π’ οχ τη θύρα που προβαίνεις
πρέπει αυτά να τα βασταίνης
σκάλωστα στα ιερά σου
και ας κρέμοντ’ ομπροστά σου
ειδεμή δεν πετυχαίνει
ιατρειά καμιά να γένη
απ’ αυτά καθώς κελεύει
το βιβλίον κι ερμηνεύει.
Κι έτζι πάραυτα ο καημένος
σαν παπάς γραμματισμένος
εκατάλαβε τη χρεία
που είχαν και επιθυμία
κι είπε τους «το ζήτημά σας
θέλει γίνει τσ’ αρεσκειάς σας».
Και εφέτο στους χιλίους
Χρόνους και επτακοσίους
ογδοήκοντα επτά
εγινήκαν όλ’ αυτά.
Κι όταν είπε λειτουργία
ο παπάς στην εκκλησία
εις την ζώνην του κρεμάει
τρία νεράντζια και κινάει
απ’ τη μεσινή τη θύρα
με σταυρό και μ’ αγιαστήρα
Και τον κογιονάρουν[κοροιδεύουν] όλες
οι γυναίκες οι μαριόλες
όσες εδεκεί ευρεθήκαν
οπού ελειτουργηθήκαν
Και το κρυφομελετούσαν
Μια την άλλη και γελούσαν,
γιατί απόδειχναν[επισήμαιναν] τα τρία
τα δύο αυγά με τη μακρία.
Οι γερόντισσες εκλαίγαν
και των κοπελών ελέγαν:
«Κακομοίρες τι κοιτάτε
τον παπά μας και γελάτε;
Εσείς άξιες δεν είστε
τα βρακιά του να του λύστε.
Μα να ξέρετε καημένες
Κοπελιές ξετροδισμένες[πονηρεμένες]
οπού είναι ο βλοημένος
Σε γιατρεία προκομμένος,
που αν καμμιά είχ’ αρρωστήσει
ή η αγάπη τη βουρλίσει
τρέχ’ ευθύς και την ποτίζει
και τη λύσσα της ξορκίζει
και επιθυμά να βάλη
μ’ επιμέλεια μεγάλη
με συνήβασες[συμβάσεις] και πάτα[συμφωνίες]
πάσα μια σε καλή στράτα».
Αλλ’ αυτές γελοκοπώντας
και λυσσοκαυλομαχώντας
του εβγάλαν τες φωνές
τρεις και τέσσερες φορές:
«Έχεις τρία κούνησέ τα
σαν αυγά φιρίρησέ[τσούγκρισε] τα
τρία έχεις κούνησέ τα
κλούβια είναι και έσπασέ τα».
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ, «ΕΜΜΕΤΡΕΣ ΒΩΜΟΛΟΧΙΚΕΣ ΣΑΤΙΡΕΣ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ