ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φαρσακίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φαρσακίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Και Μόνο το Ότι Ρωτούσαν οι Άλλοι Αν Κρατάει ο Ρίτσος...

,,στο Μακρονήσι είχα νιώσει πολλές φορές την αντοχή μου να καταρρέει. Και μόνο το ότι ρωτούσαν οι άλλοι αν κρατάει ο Ρίτσος και το αίσθημα ευθύνης μου έδιναν κουράγιο και άντεξα.,,



Γιάννης Ρίτσος


Τον Ρίτσο τον θυμάμαι και στα πιο δύσκολα χρόνια της εξορίας πάντα με προσεγμένη εμφάνιση μειλίχιο ευγενικό
Το ίδιο και το μικρό καλυβάκι του στον Άϊ-Στράτη από τα πιο νοικοκυρεμένα με αψεγάδιαστη τάξη μέσα και έξω

Σε ξάφνιαζε η διαπίστωση ότι αυτός ο «λεπτεπίλεπτος» άνθρωπος διέθετε μία τόση ισχυρή αυτοπειθαρχία και αυτοστράτευση και ότι στη δουλειά του υπήρξε ένας σκληροτράχηλος δουλευτής

Τον θυμάμαι για ώρες να ζωγραφίζει μες στο βοριά στον ανεμόδαρτο αυχένα του Άϊ-Στράτη.
Με σακατεμένα πνευμόνια να διδάσκει χορογραφία!
Πολυάριθμη η ομάδα των χορευτών, κάθε χορευτής με τη δική του φιγούρα και κίνηση, και να διδάσκει ο Ρίτσος σε άπειρες επαναλήψεις χωριστά στον καθένα, για μέρες, με πυρετό και αιμόπτυση.

Με το χουντικό πραξικόπημα την τρίτη μέρα μας είχαν φέρει τον Ρίτσο.
Την προηγούμενη στον Ιππόδρομο σκότωσαν τον Παναγιώτη Ελή, μας πέταξαν μισοπεθαμένο από το ξύλο τον Ηλία Ηλιού και είχε στρέψει η φρουρά πάνω μας τα αυτόματα.
Θυμάμαι τον Ρίτσο ήρεμο να έχει ξαπλώσει στην κουβερτούλα του και να καπνίζει απανωτά τα τσιγάρα.

Το περισσότερο εμείς οι νεώτεροι πηγαίναμε κοντά του να κουβεντιάσουμε τα πάντα, εκτός από την επικαιρότητα των όσων συνέβαιναν.

Και ήτανε θαρρείς μια νησίδα γαλήνης μέσα σε εκείνη τη φορτισμένη ατμόσφαιρα.

Στη Γυάρο κάποια φορά, τον είχα ρωτήσει αν ήταν συνειδητή η επιλογή του να προσανατολίζει αλλού την κουβέντα.

«Και βέβαια ήταν, μου απαντά και ας είχα να υπερνικήσω προσωπική αγωνία και φόβους. Δεν είμαι από φυσικό μου παλικαράς και στο Μακρονήσι είχα νιώσει πολλές φορές την αντοχή μου να καταρρέει. 

Και μόνο το ότι ρωτούσαν οι άλλοι αν κρατάει ο Ρίτσος και το αίσθημα ευθύνης μου έδιναν κουράγιο και άντεξα.

Όμως σήμερα ποια γνωρίζω τ’ αντίτιμο και λέω πώς και αν δεν βγω ζωντανός από δω, θα έχω προσθέσει στο έργο μου το καλύτερό του κεφάλαιο.

Κοίταξε όμως τον μπάρμπα-Θοδωρή» μου λέει σε λίγο, 

«με τα oγδόντα πέντε του, σακατεμένος και άρρωστος μία ζωή νεροκουβαλητής μέσα στο κίνημα».

Μου έδειξε γράμμα του.

«Αχαΐρευτε» του γράφει γυναίκα του «να υπογράψεις και να τσακιστείς να γυρίσεις, να συμμαζέψεις το γιο σου που αλήτεψε και την κόρη σου που πήρε τους δρόμους...»


Όμως ο μπάρμπα Θοδωρής Δεν βγήκε με τους πρώτους για δήλωση.

Κι όταν πεθάνει ίσως να μη βρεθεί να τον κλάψει κανένας!


Κι αναλογίζομαι άραγε πόσο μετράει μπροστά στο δικό του δόσιμο χωρίς μισθό, η δική μου η προσφορά..»

Σελ 54-56
Πολιτιστικά k Ευτράπελα Από τα στρατόπεδα εξορίστων
του Γιώργου Φαρσακίδη
https://sep.gr/eshop/titlos/politistika-kai-eytrapela-apo-ta-stratopeda-exoriston/

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

TA ΑΠΡΟΣΜΕΝΑ "ΒΟΛΙΑ"



*,,Σύμφωνα με την επικούρεια αντίληψη, την οποία είχα κληρονομήσει από τον πατέρα μου, για το πως η δημιουργία πρέπει να αποβλέπει στο καλό των ανθρώπων, είχα στρατεύσει τις όποιες εικαστικές επιδόσεις μου στο χώρο του ιδεολογικού μου πιστεύω. 
Δουλεύοντας στους γερμανικούς φούρνους έκανα γελοιογραφίες, σατιρίζοντας τους υπερφίαλους κατακτητές. Πολεμώντας στο αντάρτικο θα απεικονίσω τα συμβάντα τής εκεί ζωής μας σε σκίτσα και στο Σύρμα της Μακρονήσου τα βασανιστήρια και τους βασανιστές, μα πάντα με την πρόθεση να καταγγείλω και να πληροφορήσω. 
Στη δεκαετία του ’50, στο στρατόπεδο του Αη Στράτη, θα μάθω πως, τον καιρό του Ομήρου, το καλό και το ωφέλιμο ήταν ταυτόσημα του ωραίου και ότι ο ανώνυμος τοιχογράφος της Αλταμίρα, όταν ζωγράφιζε τα ανεπανάληπτα σε ομορφιά και κίνηση ζώα, δεν αποσκοπούσε παρά να μεταδώσει την πείρα του κυνηγού στους νεότερους. 
Διάβασα ότι ο Αϊζενστάιν, την εποχή που κινηματογραφούσε το «Αλέξανδρος Νέφσκι», παραμερίζοντας αισθητικούς πειρασμούς, δάγκωνε τις γροθιές του που δεν ήταν έτοιμη η ταινία για να την «πετάξει σαν χειροβομβίδα ενάντια στον εχθρό».

         Και εμείς, δουλεύοντας σε συνθήκες αντίξοες τα σκηνικά του στρατοπεδικού μας θεάτρου, αντλούσαμε κουράγιο από την αίσθηση των στιγμών της χαράς που θα δίναμε στους ταλαιπωρημένους από την πολύχρονη κράτηση συνεξόριστούς μας. 
Ζωγραφίζαμε, χαράζαμε, τυπώναμε κάρτες στον Αη Στράτη και, επί χούντας αργότερα, στη Γυάρο και στη Λέρο. Να μάθουν οι έξω ότι ζούμε και κρατάμε άπαρτο το αγωνιστικό μας χαράκωμα. Πρότυπά μας οι μεγάλοι ρεαλιστές που είχαν θέσει την τέχνη τους στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων. 
Θαυμάζαμε τον Μαγιακόφσκι που είχε στρατεύσει την ποίησή του στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, τους Ριβιέρα και Σικουέιρος που ζωγράφιζαν σκυμμένες πλάτες και γερμένα κεφάλια αγροτών, Αμερικάνους ληστές πετρελαίων, τραπεζίτες με τη Βίβλο και πόρνες της υψηλής κοινωνίας. 
Αλλά και την απελευθερωμένη γη, με τους γεωπόνους, τα τρακτέρ και τα λαϊκά πανηγύρια.
 Χαιρόμασταν την καυστική ειρωνεία του Πικάσο για τους αρνητές του κοινωνικού περιεχομένου στην τέχνη και τη δήλωσή του στους βολεμένους αστούς ότι τα έργα του «είναι βόλια που στοχεύουν πάνω τους».

Μετά τη διάλυση των στρατοπέδων, ζώντας την κοινωνία της «ελεύθερης αγοράς», πιστοποιούσα όλο και περισσότερο ότι η τέχνη που δεν ξανοίγει προοπτικές ενός κόσμου καλύτερου, που προβάλλει σαν αυτοσκοπό τη βία και την απληστία του κέρδους, η τέχνη που της είναι αδιάφορος ο ανθρώπινος πόνος, που πολεμά τις χαρές της ζωής, την ομορφιά, τη φύση, τον έρωτα, δεν είναι παρά τέχνη σύμφωνη με τις επιταγές των προνομιούχων της Νέας Τάξης Πραγμάτων.

*Από την ομιλία μου στο αμφιθέατρο τον Πανεπιστημίου Αθήνας, με θέμα «Η τέχνη στα στρατόπεδα εξόριστων».

***
**Τα απρόσμενα της τελευταίας σελίδας
Ο σύντροφός μου Ηλίας, καρδιολόγος και φίλος, τρεις φορές (για τρία χρόνια την κάθε φορά) μου είχε δώσει παρατάσεις ζωής! Να γράψω, όπως και το έκανα, τρία βιβλία.

Όμως με τα χρόνια που πέρασαν (δεκαοχτώ ως τα σήμερα), αποθρασύνθηκα κι έχω γράψει πολύ περισσότερα. Το τελευταίο βιβλίο-λεύκωμα που κρατάτε στα χέρια σας, κάτι σαν απάνθισμα μιας ζωής, μιας πορείας προς την Ιθάκη. Και όπως ένα βιβλίο, έτσι και το κάθε ταξίδι ζωής έχει το τέλος του. Καλοδεχούμενο. Κι όταν είναι στην ώρα του, να το δεχτείς «…σαν έτοιμος από καιρό…».

Εκεί λοιπόν, στα σύνορα της ανυπαρξίας, έτοιμος να ξανασμίξω με τη Μάνα μας Φύση, ανοίγω τα μάτια μου και τα τρίβω, να καλοειδώ και να τα πιστέψω… Κι είναι μπροστά καθισμένος ο Χριστός, προφανώς έτοιμος να με δικάσει για τις αμέτρητες αμαρτίες μου. Ένας ξανθούλης, γαλανομάτης, καλοσυνάτος Χριστός όπως τον θέλουν οι προνομιούχοι-αρχιαπάνω της αρείας φυλής. Μόλις συνήρθα από το ξάφνισμα, βιάστηκα να ζητήσω συγνώμη που είχα νομίσει πως δεν υπήρχε. Όμως την «αγάπη για τον πλησίον που δίδαξες», τόλμησα και του είπα, «την έχω πληρώσει πολύ ακριβά. 
Κι όταν στο Μακρονήσι το άκουσαν οι αλφαμίτες, αγρίευαν: «Ώστε έτσι, ρε πούστη, τη θέλεις και πανανθρώπινη», και δώσ’ του να με χτυπούν πάνω στα τραύματα ώσπου μου ξανασπάσαν τα χέρια.

Όταν είχες κηρύξει, Χριστέ μου, την επανάσταση λέγοντας «Φωτιά ήρθα να βάλω στη γη… και ο μη έχων πωλησάτω το ιμάτιο αυτού και αγορασάτω μάχαιραν» δεν βρήκα μάχαιρα κι είχα στεριώσει με σύρμα την κάννη στο σαραβαλάκι το όπλο μου και με έξι σφαίρες εφόδιο κινήσαμε, άγουροι, νηστικοί και μισοξυπόλυτοι, να πολεμήσουμε τους σιδερόφρακτους Γερμανούς. Και πόσο χαρήκαμε όταν μάθαμε ότι κλοτσηδόν είχες πετάξει απ’ το Ναό σου την Τρόικα και τους κάθε λογής διαπλεκόμενους, τραπεζίτες και «προμηθευτές οπλικών συστημάτων».
 Μα όπως γίνεται πάντα και μας το λέει κι ο μπαρμπα-Κώστας:
     … Ως ο ήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι, τον σταυρό σου σκαρώσαν οι εχθροί σου κι οι «φίλοι».

Στο Μακρονήσι, αργότερα, το θυμάσαι; 
είχαμε βαδίσει τον Γολγοθά μας για τη Χαράδρα των μαρτυρίων. Μοναχά που για μας, που ματώναμε πλάι Σου για έναν κόσμο καλύτερο, σύντροφέ μας Χριστούλη, για μας δεν υπήρξε Ανάσταση…

Και αποτόμως με ξύπνησαν!

«Και τι θα κάνεις, παππούλη;» με είχε ρωτήσει η κοπελίτσα «αν επιμένει να μη σ’ αγαπάει ο Θεούλης και δεν βιάζεται να σε πάρει κοντά του;» Και δυσκολεύτηκα ν’ απαντήσω όπως δυσκολεύομαι πάντα όταν με ρωτάνε παιδιά.

Από το βιβλίο-λεύκωμα του σ. αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Γιώργου Φαρσακίδη, «Αναζητώντας την Ιθάκη…Πορεία ζωής…»

* **-Αλιεύτηκαν  απ΄το αφιέρωμα της κατιούσα με τίτλο: 

Το αυτοκόλλητο-φωτο απ' την σελίδα του σ. στο f/b 

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

το Aλατοπίπερο της δύσκολης και συχνά σκληρής κοινής ζωής στην Eξορία.



«Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη…»
Στις 22 του Γενάρη 1977 έφυγε από τη ζωή ο πεζογράφος και ποιητής Μενέλαος Λουντέμης (πραγματικό όνομα Δημήτρης Βαλασιάδης), συγγραφέας πολλών και πολυδιαβασμένων βιβλίων, που διώχτηκε σκληρά για τις ιδέες του, κλείστηκε σε φυλακές και ξερονήσια και γνώρισε την αναγκαστική πολιτική προσφυγιά.

      Στον Αη Στράτη ο Λουντέμης βρέθηκε συνεξόριστος με πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, όπως οι ποιητές Γιάννης Ρίτσος και  Τάσος Λειβαδίτης, οι εικαστικοί Χρίστος Δαγκλής και Γιώργος Φαρσακίδης, οι θεατράνθρωποι Τζαβαλάς Καρούσος και Μάνος Κατράκης, ο Μενέλαος Λουντέμης κ.ά.
      Από το βιβλίο του Γιώργου Φαρσακίδη «Πολιτιστικά και ευτράπελα – Από τα στρατόπεδα εξορίστων» (Αθήνα, 2014) μεταφέρουμε κάποιες σκηνές με πρωταγωνιστές τον Μενέλαο Λουντέμη, τον Τζαβαλά Καρούσο, και τον Θέμο Κορνάρο, από την καθημερινότητα του στρατοπέδου που γεννούσε κάποιες φορές κόντρες κι ευτράπελα, και λειτουργούσαν ως το αλατοπίπερο της δύσκολης και συχνά σκληρής κοινής ζωής στην εξορία.
«Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη…»
Εξόριστοι στον Αη Στράτη. Από αριστερά, ο ποιητής Τάσος Σπυρόπουλος, ο Μενέλαος Λουντέμης και ο σκετσογράφος του στρατοπέδου Γιάννης Ζάικος
Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη. 
Πότε στοίχημα σε ουζάκια να μαντέψουν τίνος είναι κάποιο κομμάτι κλασικής μουσικής που ακούγανε στον καφενέ του Βασίλη. 
Πότε διαμάχη πάνω σε προβλήματα Τέχνης ή πειράγματα φιλικά του ενός προς τον άλλον.
Μας είχαν έρθει πληροφορίες για την επιτυχία του «Συννεφιάζει», του γνωστού βιβλίου που είχε γράψει ο Λουντέμης. Πολύ να το καμαρώνει εκείνος και να μη παραλείπει να ρωτάει, να μάθει τα σχετικά, όποιον έρχονταν απ’  έξω.
Η σκηνική παρουσία, έλεγε ο Λουντέμης, πειράζοντας τον Καρούσο, είναι ένα πυροτέχνημα φευγαλέο που σβήνει στη λησμονιά.  Ενώ το βιβλίο…!
Γράφε, γράφε με την καρδιά σου Μενέλαε, να γοητεύεις τους αναγνώστες, του απαντούσε εκείνος. Μα αλίμονο τους, αν βάλεις και το μυαλό σου να λειτουργήσει!
Η μετεμψύχωση
«Κάποιο βραδάκι», όπως μας το διηγήθηκε ο μπάρμπα-Δημήτρης Φωτιάδης, 
«παρέα επιστρέφαμε από το σπίτι του Καρούσου στο χωριό, ο Λειβαδίτης, ο Λουντέμης κι εγώ. 
Είχε προηγηθεί με κρασάκι και πολύ καλαμπούρι, συζήτηση για τις δοξασίες της μετεμψύχωσης. 
Περνώντας από την μάντρα με τα γαϊδούρια του στρατοπέδου σταματάει ο Μενέλαος.
Βρε παιδιά, μας λέει γελώντας, με τα όσα είχαμε πει είμαι σίγουρος πως αναγνωρίζω στο κεφάλι της γαϊδουρίτσας την μακαρίτισσα θειά μου. 
Και κάνοντας πλάκα βγάζει το καπέλο, πλησιάζει τη μάντρα και κοιτώντας την γαϊδουρίτσα της λέει:
Καλησπέρα θείτσα, τι κάνεις;
Καλησπέρα σας, κύριε Μενέλη. 
Με συγχωρείτε, νόμισα πως δεν με είχατε δει.
 Ακούμε κατάπληκτοι μια γυναικεία φωνή. 
Ήταν η θειά η Σταμάταινα που είχε βγει για κατούρημα»!
«Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη…»
Ο Γιώργος Φαρσακίδης εξόριστος στον Αη Στράτη: «Προσπαθώντας να περισώσω από το βεστιάριο του θεάτρου ό,τι δεν παρέσυρε η πλημμύρα»
Μνήμες ατσιγαρίας
Όπως ήτανε φυσικό, το περιεχόμενο στις ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, αφορούσε τα προβλήματα της στρατοπεδικής μας ζωής. Το πρόβλημα του τσιγάρου με τους πολλούς θεριακλήδες και το πενιχρό μας βαλάντιο, από τα πιο βασανιστικά στο στρατόπεδο. 
Στις μεγάλες ατσιγαρίες, τα «μισαδάκια» του τσιγάρου γίνονταν «τριτάκια», για να καπνίζονται με τις επί τούτου φτιαγμένες αυτοσχέδιες πίπες. 
Και δε συνέβη, σ’ όλη την διάρκεια της στρατοπεδικής μου ζωής, να έχω δει πεταμένο αποτσίγαρο.
Θυμάμαι κάποια παράνομη σύναξη των πνευματικών μας ανθρώπων. Έξω από το μισανοιγμένο αντίσκηνο ο Λουντέμης να φυλάει «τσιλιαδόρος» και να κάνει απεγνωσμένα σήμα στον Ιμβριώτη, ανοιγοκλείνοντας τα δυο του δάχτυλα, να του πετάξει τσιγάρο.
Θέλεις ψαλιδάκι; Του κάνει πλάκα εκείνος.
Ο Λουντέμης άρχισε ν’ ανοιγοκλείνει τώρα τα δάχτυλα κάτω από τη μύτη του.
Τσιγάρο, τσιγάρο, μουρμουράει ψιθυριστά.
Κατάλαβα, του απαντάει ο Ιμβριώτης κάνοντας πως δεν άκουσε.
Θέλεις ψαλιδάκι για το μουστάκι. Έ, και σου είπα δεν έχω. Και γυρίζει, τάχα αδιάφορος, αλλού το κεφάλι.
Θυμάμαι ακόμα τον Θέμο Κορνάρο, κάνοντας και κείνος την πλάκα του, να βγαίνει στη γύρα με τη σκάφη της σκηνής παραμάσκαλα και να διαλαλεί: 
«Δεν κατέχω βασίλειο κουμπάρε, μια σκάφη κατέχω κι αυτή της σκηνής…  Μια σκάφη για τρία τσιγάρα»!
Μοναχά μια φορά κινδύνεψε να διαταραχθεί η φιλία του Καρούσου με τον Λουντέμη, σαν επακόλουθο μιας πλάκας που του είχε κάνει ο τελευταίος.
 Θ’ ανεβάζαμε «Οθέλο» και βγήκε ο Καρούσος προς αναζήτηση Δυσδαιμόνας.
Κάποιον με χαρακτηριστικά ευγενικά και λεπτά, όπως έλεγε, κάτι «σουπλέξ». Όργωσε το στρατόπεδο ψάχνοντας, δε βρήκε κάτι κατάλληλο κι απελπίστηκε.
Κάτι «σουπλέξ» είπες Καρούσο μου; ρωτάει ο Λουντέμης. Μα και βέβαια υπάρχει, ο Αυδίκος στον Τρίτο Τομέα.
Πάει τρέχοντας, στη σκηνή του ο Καρούσος.
Ποιος είναι ο Αυδίκος, ρωτάει. Φωνάξτε τον γρήγορα, τον θέλω να παίξει στο θέατρο.
Εγώ είμαι, του απαντάει εκείνος κολακευμένος για την προτίμηση.
Εσύ είσαι;! Νερό βρε παιδιά! Ρίξτε μου λίγο νερό να συνέλθω. 
Βρε τον άτιμο, βρε τον κοντυλοφόρο του σατανά.  Μα είναι ιεροσυλία επί τέλους, να παίζει κανείς με την Τέχνη…
Και ο Αυδίκος απογοητευμένος μπροστά του, μαυριδερός, τριχωτός και πελώριος.
Όχι, όχι, του λέει ο Καρούσος, μην απελπίζεσαι, θα σε προτιμήσω σε μια άλλη παράσταση, για Δερβέναγα με τη χατζάρα στο χέρι! 
Κι έβαλε γινάτι ο Καρούσος να του τα ξεπληρώσει του Λουντέμη με τόκο.
«Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη…»
Αη Στράτης, 1952. Από αριστερά: Τζαβαλάς Καρούσος, Κώστας Γαβριηλίδης και Ζήνωνας Λεφάκης
Για τους πολύ ηλικιωμένους κι αρρώστους, επέτρεψε η Διοίκηση να τους νοικιάσουμε σπίτια μες στο χωριό.
 Χειροτέρεψε κάποτε με την υγεία του ο Λουντέμης και κουβαλήθηκε κι αυτός να μείνει σε σπίτι.
Το δωμάτιο του Λουντέμη ισόγειο, με παράθυρο στον κεντρικό δρόμο που συνδέει το στρατόπεδο με το λιμανάκι του Μπουμπούνα. 
Καλοκαιράκι χαράματα, ο Καρούσος, κατηφορίζοντας για την σωματική του ανάγκη, κάνει στάση μπροστά στο ανοιγμένο παράθυρο.
Καλή σου μέρα Μενέλαε, βροντοφωνάζει. Πώς κοιμήθηκες φίλε μου; 
Δεν ξέρω αν κουδουνίσανε «τα γυαλικά στα ράφια», 
όμως ο Λουντέμης πετάχτηκε αγουροξυπνημένος κι έξω φρενών.
Και τη δεύτερη και την τρίτη μέρα, τα ίδια. 
Να τον παρακαλά, να τον βρίζει εκείνος. 
Να του το λέμε κι εμείς πως είναι άρρωστος κι έχει ανάγκη να κοιμηθεί.
Ανένδοτος ο Καρούσος να λέει:
Ο Μενέλαος είναι φίλος μου και μη με προτρέπετε να του κόψω την καλημέρα.
Μοναχά σαν παράγινε το κακό, επενέβη η «Ομάδα» και υποσχέθηκε ο Καρούσος «με σπαραγμό της καρδιάς» του, 
ότι «τέτοιος που είναι», δε θα του ξαναπεί καλημέρα!

(Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Γ. Φαρσακίδη).