ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεατρική Ομιλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεατρική Ομιλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

"ΣΩΠΑΤΕ ΚΥΡΓΙΟΙ ΤΟ ΛΟΙΠΌ ΤΗΝ ΟΜΙΛΊΑ ΝΑ ΠΟΎΜΕ"

 ΚΆΠΟΤΕ ΣΤΗ ΖΆΚΥΝΘΟ.


"ΣΩΠΑΤΕ ΚΥΡΓΙΟΙ ΤΟ ΛΟΙΠΌ
ΤΗΝ ΟΜΙΛΊΑ ΝΑ ΠΟΎΜΕ. "

"Ομιλία ",είδος λαϊκού θεατρικού έργου που ανθεί στη Ζάκυνθο .
Ο λαϊκός δημιουργός, ανώνυμος τις περισσότερες φορές, συνθέτει έμμετρο θεατρικό έργο, στο Ζακυνθινό γλωσσικό ιδίωμα.
Το περιεχόμενο των έργων ποικίλο.
Κυρίως διακωμωδεί καταστάσεις της τοπικής κοινωνίας, σατιρίζει
συμπεριφορές και πρόσωπα, όμως κάποιες φορές αντλεί τη
θεματογραφία του από τα ιπποτικά μυθιστορήματα και το κρητικό θέατρο .
Άλλωστε είναι γνωστή η στενή σχέση της Ζακύνθου με την Μεγαλονησο,
ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα.
Σ αυτό το ιδιαίτερο θεατρικό είδος, παίζουν μόνο άντρες, οι οποίοι
υποδύονται και τους γυναικείους ρόλους, μεταμφιεσμένοι.
Πολλοί ασχολήθηκαν με την προέλευση της Ζακυνθινής ομιλίας.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι προέρχεται
από τα θρησκευτικά δράματα του Μεσαίωνα , ενώ μερικοί ανάγουν την καταγωγή της στα διονυσιακό δρώμενα της Αρχαίας Ελλάδας .
Υποστηρίζουν μάλιστα ότι οι τελετές προς τιμή του Διονύσου, που πραγματοποιούνταν κατά την διάρκεια των Μεγάλων και Μικρών Διονύσιων,
πέρασαν στη Δύση και αυτή τα προσέφερε ως αντίδωρο, με την μορφή
των θρησκευτικών δραμάτων από τα οποία επηρεάστηκαν και οι Ζακυνθινες
ομιλίες.
Αυτές λοιπόν οι "ομιλίες" παίζονται κυρίως την περίοδο του Καρναβαλιού,
όμως προετοιμάζονται σχεδόν όλο το χρόνο.
Έπρεπε να βρεθεί το έργο, ή να γραφεί νέο .
Κάποιος έμπειρος, αυτοδίδακτος, αναλάμβανε τη διανομή των ρόλων,
τη διδασκαλία, τα κουστούμια κλπ.
Τα παλιά καφενεία μετατρέπονταν, σε θεατρικά εργαστήρια.
Άνθρωποι του μεροκάματου, του μόχθου, άφηναν κατά μέρος τις στεναχώριες και
τα προβλήματα και έδιναν σάρκα και οστά σε βασιλιάδες και ιππότες, σε αρχοντοπουλες και κυράδες, σε σέμπρους και αφεντάδες.

Μα η ψυχή της Ζακυνθινής ομιλίας πάντοτε ήταν και είναι ο κωμικός ήρωας.
Εκείνος που αναλάμβανε το δυσκολότερο ρόλο. Να διακωμωδήσει καταστάσεις,
να σατιρίσει πρόσωπα, να δώσει και να φέρει γέλιο.
Κουρελής, ο αριστοφανικός αυτός τύπος, πάντα ετυμόλογος, άνοιγε συχνά διάλογο
με το πλήθος, που συμμετείχε κραυγάζοντας, άλλοτε επευφημώντας και άλλοτε δείχνοντας τη δυσαρέσκειά του .

Από την εποχή του Μοντζελέζε, το 1646, και τους μετέπειτα Γουζέλη, Μάτεση,
Νεούση , μέχρι τον Ζούγρα και τον Ριχάρδο τον Καραμαλίκη, στα έργα τους,
πάντα ο κωμικός έκλεβε την παράσταση.

Ο γέρο-διάβολος, "Στα έργα του Σατανά " του Ρίκου Καραμαλίκη αποδόθηκε
τόσο εντυπωσιακά απο τον Αγγελή τον Τσαγκαρόπουλο, τον επονομαζόμενο Κονίδη, που εμείς τα παιδιά τον....φοβόμαστε για αρκετά χρόνια.

Ποιός στα αλήθεια μπορεί να ξεχάσει , ένα άλλο μεγάλο λαϊκό κωμικό,
τον Τάση το Ρίτσο-Καψάσκη, (και αυτός από τον Πισινόντα, όπως και οι προηγούμενοι),που έκανε τον Ντάριο Φο να παραμιλάει, όταν την δεκαετία του 70, πραγματοποιείτο στη Ζάκυνθο η Συνάντηση Μεσαιωνικού και Λαϊκού Θεάτρου.
Ο Τάσης ο Ρίτσος υποδυόταν αριστοτεχνικά τον ταλαίπωρο, αδικημένο
και κακότυχο ανθρωπάκο.
Δεν ήταν μόνο ο λόγος του αλλά κυρίως οι κινήσεις του σώματος και οι μοναδικές εκφράσεις του προσώπου του.
Ρακένδυτος, πηγαινοερχόταν στη σκηνή διηγούμενος τα παθήματα του.
Χρεωμένος στους αφεντάδες και στους
τοκογλύφους βλέπει να χάνει τη λιγοστή περουσία του.
Όλοι τον πιέζουν να παντρευτεί την πλούσια αλλά κακάσχημη νύφη.
Προξενητάδες ,ο παπάς και οι επίτροποι της εκκλησίας.
Στην απελπισία του δέχεται.
Έβγαινε λοιπόν στη σκηνή και απευθυνόμενος στον κόσμο έλεγε:
"Οι επιτρόποι τόπανε
ο Στράτης, ο Θανάσης,
ο Πέτρος, ο Θεμιστοκλής,
ο Παύλος κι ο Αναστα'σης.
Γι αυτό κι εγώ αποφασισα
να κάμω την παντρεία,
για να γλυτώσω το ληνό
και την περιουσία."
Και περίλυπος έφευγε από την σκηνή, ακολουθούμενος από την κουτσή,
κουφή και άσχημη νύφη.
Μα πριν χαθεί από τα μάτια του θεατή, έκανε μια απότομη χορευτική στροφή
και στρέφοντας το χέρι του προς τον αφέντη-τοκογλύφο συμπλήρωνε:
"- 'Ορσε , σγομπέ και αλλοίθωρε,
που γράφεις το χαρτί σου,
θα ρθει η βολά ,που θα το φας
το ξύλο στο πετσί σου.!!!"
Για να εισπράξει βέβαια το δυνατό χειροκρότημα του κόσμου, που ένοιωθε
ότι αργά ή γρήγορα θα έρθει η δικαίωση και για τα δικά του δεινά.

Μα από το άγρυπνο μάτι του λαϊκού δημιουργού δεν ξέφευγαν
και οι δυσάρεστες ή ευχάριστες καταστάσεις που απασχολούσαν
την μικρή τοπική κοινωνία.
Δίνονταν δε με ιδιαίτερο τρόπο, σατιρίζοντας, χωρίς όμως να προσβάλλουν.
Και πάλι στο δύσκολο ρόλο ο κωμικός.

Για...μνημειώδεις καυγάδες...
"Μπα-μπουμ, στο Ξεροκακάστελλο
η Εβραϊκή Πρεσβεία.
Και από το ξύλο το πολύ
στου Ρέκουλα το σπίτι,
στου Μουτζουκλή το μαγαζί
ετρέμανε οι τοίχοι. "

Σάτιρα λοιπόν απο τις ομιλίες, αλλά από τη...σάτιρα δεν γλύτωνε ούτε η ίδια η "ομιλία "και οι πρωταγωνιστές της.
Ακολουθούσε μια έμμετρη κριτική, στα καφενεία και στα σπίτια, στο πνεύμα του γέλιου και του πειράγματος.
"-Η Κυρία των Τιμών
μας τα είπε με θυμό.
Και η νύφη ήταν καλή,
τριαντάφυλλο στο στόμα
και κυπαρισσένιο σώμα.
Ο αμίλητος στρατιώτης
έλαχε του Παναγιώτη.
Το σπαθί του στον αέρα
σκιάζει ου'λους πέρα ώς πέρα. "

Στο γειτονικό Μουζάκι άφησε εποχή
ένας μεγαλος κωμικός, ο Μίμης ο Ντακουράς.
Ο Μίμης ήταν ένας απλός βιοπαλαιστής.
Κάθε μέρα έπαιρνε παραμάσχαλα ένα μεγάλο μπόγο, βαντάκα, στο Ζακυνθινό
ιδίωμα, με ρούχα, είδη προικός, και περνούσε από τις γειτονιές,
πουλώντας την πραμάτεια του.
Μα σαν φτάνανε τα καρναβάλια, δεν ξέχναγε να ειδοποιήσει τις νοικοκυρές.
-Κουμπάρα μην ξεχάσετε να ρθετε
στην "ομιλία "μου.
Γιατί ο Ντακουράς έγραφε και έπαιζε τις ομιλίες του, στον κωμικό ρόλο πάντα.
Πράγματι έφθανε η Κυριακή τηςΑποκριάς και όλοι προετοιμαζονταν για την "ομιλία".
Ανάμεσα τους κι εγώ.
Ηταν η πρώτη φορά, εκείνη τη χρονιά, που θα την παρακολουθούσα.
Από το πρωί όλα είχαν πάρει μια γιορταστική νότα .
Κατά τις δέκα έκαμε την εμφάνιση του στους δρόμους ο Βασιλιάς της ομιλίας με την συνοδεία του.
Μπροστά πήγαινε ο ντελάλης , ενώ εκείνος ακολουθούσε,
πάνω στο άσπρο του άλογο, περιστοιχισμένος από τους ιππότες του.
Και ο ντελάλης διαλαλούσε:
"- Ακούσατε.,ακούσατε
στην "ομιλία " να ρθείτε,
εις το Μουζάκι, το χωριό,
να ευχαριστηθείτε ".

Το απόγευμα, το πλάτωμα του Αγίου Νικολάου ήταν κατάμεστο.
Ένα πολύχρωμο πλήθος από όλη τη Ζάκυνθο.
Η μητέρα με την πιεν ντε πουλ καμπαρντίνα της και την ασορτί ομπρέλα,
μην καλού-κακού βρέξει, πάσχιζε να με βάλει σε θέση, που να μπορώ να βλέπω προς το υπερυψωμένο πάλκο.
Πράγματι στη Ζάκυνθο επεκράτησε , στα νεώτερα χρόνια, οι ομιλίες
να παίζονται σε πάλκα , στολισμένα με μυρτιές και λουλούδια εποχής.

Η αυλαία (και αυτό νεωτερικό στοιχείο), άνοιξε και ξεπρόβαλε ο Ντακουράς,
σέρνοντας μια παρόμοια "βαντάκα", με εκείνη της δουλειάς του.
Τον ακολουθούσε μια μεγαλόσωμη γυναίκα και εκείνος απευθυνόμενος
στην Κυρά του, που καθόταν στη μέση του μεγάλου σαλονιού έλεγε;
" -Τα συχαρήκια μου Κυρά,
η αδερφή σου ενταύθα,
βαστάει και στα χέρια της,
Νααα μία βαντα'κα.."
Κάνοντας μια ανάλογη χειρονομία.
Γέλια, φωνές, "ούρα "..

Έτσι κύλαγε το έργο, όταν σε μια στιγμή, που βρισκόταν στη σκηνή, γύρισε προς τον κόσμο λέγοντάς:
"-Τρέξετε, τρέξτε χωριανοί,
μια γίδα κρεμασμένη,
την βλέπω να φουρκίζεται,
σώστε τη, την καημένη. "
Ξανά γέλια .!!!
Όλοι πίστευαν ότι πρόκειται για κάποια ατάκα του έργου.
Μα ο καημένος ο Μίμης, που από το υπερυψωμένο πάλκο
έβλεπε το ζωντανό να κινδυνεύει να πνιγεί στο γειτονικό χωράφι ,
χωρίς να χάσει τη ρίμα του, ξανάπε ,κουνώντας απεγνωσμένα τα χέρια του:
"- Αλήθεια λέω χωριανοί
τη χάνουμε τη γίδα,
τρέξτε να την προκάμετε,
φουρκίζεται ,την είδα. "

Τελικά κάποιοι έστρεψαν το βλέμμα τους στην κατεύθυνση, που έδειχνε ο Μίμης,
έτρεξαν και έσωσαν το ζωντανό.
Κι όλα κύλησαν ομαλά, ανάμεσα στα γέλια, τα πειράγματα
και σε μια φύση βουκολική, αντάξια της πανάρχαιας παράδοσης μας.
Δεν σας κρύβω δε, ότι κάθε φορά που δίδασκα τη γέννηση του αρχαίου
δράματος, συνειρμικά γύριζα πάντα σ αυτό το επεισόδιο της πρώιμης
παιδικής μου ηλικίας.
Και ο συχωρεμένος ο Ντακουράς, έπαιρνε το ρόλο του πρώτου
ηθοποιού, που εξ αμάξης, τά ψαλλε σ όλους και για όλα και απαντούσε
στον καθένα.
Κάπως έτσι γεννήθηκε το δράμα και το θέατρο.
Γιατί αυτό είναι το θέατρο.!!
Ενα λαϊκό δημιούργημα ,που σε μια κορυφαία στιγμή, έμελλε να αλλάξει τη σκέψη της ανθρωπότητας.
Μια αόρατη λοιπόν κλωστή ενώνει εκείνον τον πρώτο λαϊκό ηθοποιό
με τον Τάση, τον Μίμη και τόσους άλλους, στις "ομιλίες " μας.

Ένα αόρατο νήμα, το νήμα της Φυλής μας.!!!!

Η ανάρτηση αυτή αφιερώνεται σ όλους τους ανώνυμους λαϊκούς δημιουργούς των ομιλιών και στους ηθοποιούς, που διαχρονικά τις ερμήνευσαν.

Επιπλέον στον πατέρα μου, Φώτη Λουντζη, που απομνημόνευε
πολλές ομιλίες και τις διατήρησε στην μνήμη μας.

Τα αποσπάσματα, προέρχονται από ομιλίες των χωριών Παντοκράτορα
και Μουζακιου, γραμμένες απο το τέλος του 19ου αιώνα
έως και τη δεκαετία του 70.

Το αλιεύσαμε από εδώ:
    Cristina Lunzi 
Δες τη Θεατρική Ομιλία «Ο ΚΟΥΡΙΟΖΟΣ» απ' τη #Ομάδα_Λαϊκού_Θεάτρου_Λιθακιάς_Κώστας_Σκαντάλης»
που την παρουσίασε το Σάββατο 16 Μαρτίου τση 15:00 ( 3:00) στο προαύλιο του Πολιτιστικού Κέντρου Λιθακιάς. Ερασιτεχνική Λήψη απ το κανάλι μας VivaLaRevolucion


Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Η ΠΑΡΑΞΕΝΙΑ…ΤΣΗ ΓΡΙΑΣ - Του Κώστα Σκαντάλη !!!



Η ΠΑΡΑΞΕΝΙΑ…ΤΣΗ ΓΡΙΑΣ
***

Του 
Κώστα Παν. Σούλη – Σκαντάλη


ΠΡΟΟΙΜΙΟ – Ο ΠΟΙΗΤΗΣ


Σωπάστε κύργιοι το λοιπό την ομιλία να πούμε
να τη γροικίσει ο λαός και να ‘φχαριστηθούμε.
Το έργο του Σούλη Κωσταντή γνωστού και σαν Σκαντάλη
για να μαθαίνουν οι μικροί και να θυμούνται οι μεγάλοι.

Θα δούμε και θ’ ακούσουμε πως σκέφτεται η γρια
και που σκοντάφτει η γνώμη της στα σημερνά παιδία.

Κι ο Νιόνιος που ‘ν’ παράλυτος είκοσι χρόνια τώρα
τι άραγε να σκέφτεται; Ακαρτερεί την ώρα;
Ή θ’ ανατάξει και θα ιδεί όσα τριγύρω αλλάζουν
τα νέα ήθη κι έθιμα που μάλλον τόνε σκιάζουν;

Εμπιστοσύνη έχουμε στη κάθε νέα γέννα
όσο παλεύει κι αγροικά κι ούλα τα περασμένα.

Δεν είναι ούλα ίσιωμα, δεν είν’ θεός το χρήμα,
δίκιο, αξίες, ηθική να χάνουνται κι είναι κρίμα.

Καλή σας διασκέδαση και πάνω απ’ όλα υγεία
του χρόνου να ‘μαστε καλά για νέα ομιλία,
γιατί ‘ναι η παράδοση πηγή πολιτισμού
αστείρευτη, ανεξάντλητη στις ρίζες του λαού.

(Απάσπασμα από την Α!Σκηνή)

Σκηνή Α!

Γρία
:
Ούφ κούρβουλο εγίνηκα σε ‘κείνο το κρεβάτι
αποκοιμιέμαι αποβραδύς κι ύστερα δε κλειώ μάτι.
Πούν’ τα καλαμποκόφυλλα, μαλλιά, η καλαμία
που ‘τανε σαν τα πούπουλα κι ισιώναν τα κορμία.
Μας έφαε η εξέλιξη- Μάνα να πάρεις στρώμα.
Ωρ’ άμετε σε «κείνονε» και πούλιο πέρ’ ακόμα.
Αχάραγο συγχύστηκα, Θέ μου συγχώρεσέ με
μα έχω τόσα καταπιεί, που μέσα μου με καίνε.
Λούσα, σπατάλες, πέταμα, καμία ‘κονομία
κι ολημερνίς κλαψούρισμα ότι δε μένει μία.
Σήκω κυρά μου να χαρείς κομμάτι αμπονώρα
καψάλιασε λίγο ψωμί, ψήσε δύο κομιντόρα.
Όχι. Ψωμί αγοραστό και κειό σιδερωμένο
κάτι σκατολοΐσματα λέει παραγιομισμένο.
Γάλα; Αμή! αγοραστό, τση γίδας τσου βρωμάει,
ποίο, π’ εκειό το άρωμα, σε λειώνει σε μεθάει.
Ού συφορά σας μαύροι μου που να σας φάει μαλίνα,
να ιδώ τι θ’ απογίνετε αν ματαέρθει πείνα.
Μ’ απ’ ότι βλέπω εχάραξε κι ο Νιόνιος περιμένει
έχω την έγνοια κι αυτουνού η μαυρομπολιασμένη.


( Φεύγει και στη σκηνή μπαίνει ο γιος της ο Φώτης)
Φώτης
:
Γρία, που είσ’ εξύπνησες; Που διάολο γυρίζει;
Ολημερίς κι ολονυχτίς συνέχεια σουσουρίζει.


( Μπαίνει η γρία με το γέρο σε αναπηρικό καροτσάκι )
Γρία
:
Εξύπνησες καμάρι μου; Τι θέλεις να σου φτιάσω;
Να βράσω μία φασκομηλιά προτού τον ετοιμάσω;
Φώτης
:
Μα τι τονε συροκελάς ομπρέ μάνα χαράματα;
Γρία
:
Αν τον αφήσω μοναχό τον πιάνουνε τα κλάματα.
Φώτης
:
Ποία κλάματα καημένη μου, είσαι για πανηγύρια
ξεραίνουνται τα μάτια του. Του ‘βαλες τα κολύρια;
Γρία
:
Τρεις στάλες από ετούτο εδώ και δύο από το άλλο.
Μα γνοιάζεται κανένας σας. Δεν τον αντέχω άλλο!
Φώτης
:
Δεν θέλει τόσο χαΐδεμα, τονε κακομαθαίνεις.
Γρία
:
Αμή, σας τρώει η έγνοια του, μωρέ μη τ’ ανασταίνεις.
Που νάθε η μάνα συγκλιστεί, την ώρα που με ‘γέννα,
για να γλιτώσω η άμοιρη όσα ‘χω περασμένα.
Θες δυάσμο ή φασκομηλιά ή γάλα με νιφάδες;
Πού ‘ναι σα μπαμπακόπιτα που τρώνε οι γελάδες.
Φώτης
:
Φτιάσε καημένη ένα καφέ κι άσ’ την πολυλογία.
Γρία
:
Του μπουρουκιού ή από εκειόν που πίνουν τα παιδία;

Φώτης
:
Όποιος δεν θέλει ζύμωμα συνέχει κοσκινίζει
το ένα ζέχνει και βρωμά και τ’ άλλο τση μυρίζει.
Γρία
:
( Φτιάχνοντας καφέ )


Θα σηκωθεί η χάρη τση να ιδεί για τα παιδία;
Είναι και Άγια-Ανάσταση. Θα πάω στην εκκλησία.
Φώτης
:
Φεύγα και πήγεν’ όπου θες, άτσου να κοιμηθούνε,
σήμερα πούνε Κυριακή, να το φχαριστηθούνε.
Γρία
:
Αμή τσι καθημερινές, τσου κόβεται η μέση.
Ο γιόκας σου χαράματα εκόπιασε να πέσει.
Μα δε σε γνοιάζει να χαρείς ούτε για τη κοπέλα;
Φώτης
:
Μάνα ‘χεις γνώμη για πολλά. Μη με φουρκίζεις, έλα
πότε ξυπνάνε, τι φορούν, τι τρώνε, που γυρίζουν
έχουν άλλοι την έγνοια τους και άλλοι τα ορίζουν.
Γρία
:
Να μα ετούτο το σταυρό αν δεν είχα το γέρο
τση ρούγες είθε να ‘παιρνα, και που θα πάω δεν ξέρω.


( Φεύγει ο Φώτης τσαντισμένος )
Γρία
:
Τα βλέπεις γέρο τι τραβώ στο ίδιο μου το σπίτι;
Κλείσε σου λέει το στόμα σου, τ’ αυτία και τη μύτη.
Δεν βλέπεις η νοικοκυρά, σηκώνεται το γιόμα.
Ώ! Να μη τα ‘βλεπα ευτά κι ας έμπαινα στο χώμα.
Έλεγα να σε ξούριζα, μα Κυριακή δεν κάνει
άσε που το γενάκι σου πούλιο ‘μορφο σε κάνει.
Να πίε τη φασκομηλιά, τση έβαλα και μέλι.
Ρούφα καημένε να χαρείς, στην έχω κρυωμένη.
(Μπαίνει ο Φώτης)
Φώτης
:
Μάνα, λέω να πεταχτώ μέχρι το καφενείο.
Γρία
:
Φωτία να ‘θε άναβες εξύλιασ’ απ’ το κρύο.
Φώτης
:
Ομπρέ μάνα ‘βουρλίστηκες, αχάραγο φωτία;
Γρία
:
Γιατί μωρέ παιδάκι μου. Μ’ έλειωσ’ η υγρασία.
Φώτης
:
Καλοριφέρ ολημερνίς, λες κι έχουμε μετόχια
θα ν’ ανάψει όποτε δώσουνε επίδομα στη φτώχεια.
Γρία
:
Μα έχουμε τη σύνταξη, παίρνετε και ταμείο
θα δώσουνε κι επίδομα, και να ψοφάω στο κρύο;
Φώτης
:
Μάνα μεγάλη ακρίβεια. Ούλοι περνάμε κρίση
εδώ λεφτάδες κι έχουνε εφέτος γονατίσει.
Γρία
:
Αμή τσου τρών’ τα έξοδα, στ’ αμάξια, τσου διαόλους
π’ ολημερίς έχουν στ’ αυτιά και τσου μουρλώνουν όλους
θέλουν ως και τα νιάνιαρα λούσα και μεγαλεία
κι όσο για το λογαριασμό; Τη σύνταξή σου γρία.
Έλα Νιόνιο λεβέντη μου, κατάπιε τη γουλιά σου
και θα σου φέρ’ αντίδωρο να πιεις τα φάρμακά σου.
Δε βλέπεις που η κόμισσα θερμαίνεται ακόμα.
Φώτης
:
Ακόμα λέω δεν έφυγες; Έλα, κοντεύει γιόμα.
Γρία
:
Πάω καλιά μου ογλήγορα, το νου σου εσύ στο γέρο.


( Φεύγει η γρία )
Φώτης
:
Ας είν’ καλά η σύνταξη. Αν δεν είχα συμφέρο.
Ωρέ μανία με δαύτονε είκοσι χρόνια τώρα,
από ‘ντις έπεσε απ’ το ζω, π’ ανάθεμα την ώρα.
Δεν εξηγιέται αυτό αλλιώς τον έχει για να παίζει
παράλυτος, σκέτο φυτό, ίσια που τρώει και χέζει.
Να ‘θενε ξέρω αν σκέφτεται και αν καταλαβαίνει;
Είναι γερή η κράση του, για δαύτο δεν πεθαίνει.
Κυρά!! Που είσαι ωρή κυρά, σήκω κοντεύει γιόμα
για κάμε και καμία δουλειά, ξεκόλλα από το στρώμα.


( Βεβαιώνεται πως είναι μόνος και καλεί από το κινητό )


Έλα, ψιψίνα!! Ο γάτος σου, τι πάει να πει αμπονώρα;
Μα μη μου λες σε ξύπνησα, θα κατεβώ στη χώρα.
Στη μία, όπως είπαμε. Σε θέλω και πεθαίνω,
θα σου τα πω από κοντά. Σε κλειώ θα περιμένω.


( Μπαίνει η γυναίκα του )
Νύφη
:
Παραμιλείς; Τι έπαθες, άκουγα κουβεντούλες.
Φώτης
:
Του γέρου κάτι έλεγα…
Νύφη
:
Άσε τσι αναγούλες.
Χαράματα το έβγαλε το ‘κόνισμα η γρια;
Φώτης
:
Πάλι με νεύρα ξύπνησες; Πήγε στην εκκλησία.
Νύφη
:
Θεομπαιξία!! Τάχατες να σώσει τη ψυχή της.
Φώτης
:
Δείξε κομμάτι σεβασμό, είσαι και ‘σύ παιδί της.
Νύφη
:
Εγώ έχω τη μάνα μου και έχω και πατέρα
που μέσα εδώ με στείλανε να μην ιδώ άσπρη μέρα,
με πήρες κι ήμουνα παιδί κοντεύω να γεράσω
κι ένα καλό δεν έζησα, άσε με μη ξεράσω.
Έχω και τούτο ξόανο όλο να με κοιτάζει
λες κι όλο πάει κάτι να ‘πεί, σα φάντασμα με σκιάζει.
Κοίταξε μέσ’ στα μάτια του, γιομάτα μοχτηρία.
Φώτης
:
Να χύσεις το φαρμάκι σου, μη χάσεις ευκαιρία.
Νύφη
:
Μπαΐλντισα τόση σκλαβιά είκοσι χρόνια τώρα.
-Που πάτε; Μην αργήσετε. Να έρθετ’ αμπονώρα.
Ολημερνίς κι ολονυχτίς κάνω τη νοσοκόμα.
Ετούτη δεν είναι ζωή. Είναι πολύ ακόμα;
Φώτης
:
Μα κάθε πρώτη του μηνός σου λαϊμίζει ο πόνος
στη πόρτα την επιταγή σαν φέρνει ο ταχυδρόμος.
Νύφη
:
Τι, μήπως δεν τον έχουμε μη βρέξει και μη στάξει
εξ’ άλλου αν δεν τον είχαμε. Δεν θα ‘παιρνες τ’ αμάξι;
Λέω, τρόπο θα βρίσκαμε. Θα πούλειαμε τ’ αμπέλι
Έτσι κι αλλιώς ο γείτονας με τη φωτία το θέλει.
Φώτης
:
Γυναίκα για φρενάρισε, μαζέψου λιγουλάκι
Νύφη
:
Παίρνω και ‘γω αυτοκίνητο, τέρμα το μηχανάκι.
Φώτης
:
Είσαι καλά κοπέλα μου, δε βάνω άλλα γραμμάτια.

Νύφη
:
Εμείς στη φτώχεια λάμνουμε και άλλοι στα παλάτια
μεσ’ στη μιζέρια μια ζωή, στο φόβο, δίχως θάρρος.
Δεν ζείς αν δε ρεκουτουράς, δε βλέπεις ο κουμπάρος.
Σπίτια, λεφτά, αυτοκίνητα, πισίνα, κρουαζιέρες
εμείς στη φτώχεια συνεχώς και ούλες μας τσι ‘μέρες.
Φώτης
:
Κάμε κανένα θέλημα κι άσ’ τη πολυλογία.
Νύφη
:
Δεν τα ‘καμε η μανούλα σου…
Φώτης
:
Ξύπνησε τα παιδία.
Νύφη
:
Ξεχνάς πως είναι Κυριακή, άφηστα τα καημένα
Φώτης
:
Αμή από ‘κείνο το σχολειό έρχουνται λιγωμένα.
Είδες του γιού σου τσου βαθμούς; Ετήραξες καζάντια.
Κάτου απ’ τη βάση σ’ ούλα του. Ευτό είναι κατάντια.
Νύφη
:
Δε πάει κι οπίσω η μικρή, γι’ αυτό Φώτη σου λέω
ν’ αρχίσουν φροντιστήριο. Πάλι εγώ θα φταίω;
Φώτης
:
Αμή σου περισσεύουνε, δε βλέπεις τι χαλάμε.
Νόβα, φουσέκια, φάρμακα, ουλούθενε χρωστάμε.
Νύφη
:
Γι’ αυτό σου λέω Φώτη μου άκουσε το κουμπάρο
νοικιάζει τη πισίνα του, άσε με να τη πάρω.
Εγώ τη ξέρω τη δουλειά, θα ‘ρθουν και τα παιδία…
ούλοι έτσι ξεκινήσανε. Σου λέω ‘ναι ευκαιρία.
Φώτης
:
Να κλείσουμε το σπίτι μας τσι παραλίες να πάμε…
Νύφη
:
Ε!! τότες κάτσε εδωπά τσου άλλους να κοιτάμε.
Το βράδυ αν το ξέχασες τον έχω καλεσμένο
Λέω να φτιάσω το λαγό που του ‘χουμε ταμένο.
Φώτης
:
Θα χαραμίσω το λαγό για ευτούνο το μπουχέσα;
Νύφη
:
Ξεχνάς πώς μ’ έχει εμένανε εις τη δουλειά του μέσα;
Είν’ ευκαιρία να του πεις τώρα για τη πισίνα.
Γιατί θα φύγει σ’ έκθεσες, θα λείψει κάνα μήνα.
Φώτης
:
Καλά-καλά θα το σκεφτώ μα επέρασε η ώρα
Και θέλω και να πεταχτώ για μια δουλειά στη χώρα.
Νύφη
:
Στη χώρα Κυριακάτικα κι η γρία έχει φύγει;
Φώτης
:
Θα πάω να κανονίσουμε κάτι για το κυνήγι.
Νύφη
:
Πάλι θα λείψεις δηλαδή;
Φώτης
:
Έ!! Για καμιά βδομάδα.
Νύφη
:
Μα θα σκοτώσεις τα πουλιά σε ούλη την Ελλάδα;
Φώτης
:
Άλλη κουβέντα μην ειπείς, είναι κανονισμένο
Για δαύτο αγόρασα το τζίπ, δεν το ‘χουμε ειπωμένο.
Άσε που οι γειτόνοι μας σκάνε από τη ζήλια.
Πρέπει να ιδείς στη εθνική, πάει μωρέ με χίλια.
Νύφη
:
Και οι ελιές αμάζωχτες; Θα αγοράσεις λάδι;

Φώτης
:
Τώρα περνάνε τα πουλιά. Για κοίτα που σκοντάβει.
Κανόνισα το Πάγκαλη και τσι ‘δωσα σεμπρία
Ας φέρω εγώ εκατό πουλιά και ας μη μείνει μία.



Νύφη
:
Όπως νομίζεις Φώτη μου μα ο χρόνος με πιέζει
Και μη ξεχνάς ότι είπαμε! το βράδυ στο τραπέζι!!


( Φεύγει η νύφη, μπαίνει η γρια )
Γρία
:
Βοήθειά σου Φώτη μου…
Φώτης
:
Και τσ’ αφεντιά σου μάνα.
Γρία
:
Ίσια-ίσια επρόλαβα τη δεύτερη καμπάνα.
Γέρο, σου ‘φερα αντίδωρο, μάσησε λιγουλάκι,
Επήγα να λειτρουγηθώ και γίνηκα φαρμάκι.
Του Κωσταντή η τράπεζα του παίρνει λέει το σπίτι
γιατί εκειά τα τέκνα του τον σέρνουν απ’ τη μύτη.
Δέ ‘θέλαν να δουλεύουνε λιοστάσια και σταφίδες
και βάρκες αγοράσανε να κουβαλούνε αγγλίδες.
Ωρέ καλά κάνω εγώ και λέω δεν υπογράφω
άσε με έστω όσο ζω την κάμερά μου να ‘χω.








Γράφτηκε το Δεκέμβρη του 2009.

Παίχτηκε από την Ομάδα
Λαϊκού Θεάτρου Λιθακιάς
το Σάββατο τσι Τυρινής 13-02-2010
Διδασκαλία: Κώστας Σούλης –Σκαντάλης
Αντιγραφή : Γιώργης Αλιάζης – Σάκας

***η φωτο από ομιλία με τον "ταρτάγια"