ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άρης Καρέρ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άρης Καρέρ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΣΤΟ ΤΖΑΝΤΕ




Το κεί­με­νο που θα δια­βά­σει ο ανα­γνώ­στης, ανα­φέ­ρε­ται στα παλιά χρό­νια του Ζάντε και πε­ρι­γρά­φει τα ήθη και τα έθιμα του νη­σιού, τις βεγ­γέ­ρες που γί­νο­νταν, τις πο­λυ­τε­λείς βίλες των αρι­στο­κρα­τι­κών οι­κο­γε­νειών, τη ζωή τους και την ανε­με­λιά τους. Αρ­χί­ζει από το 1910 και τε­λειώ­νει το 1940. Μία τρια­κο­ντα­ε­τία γε­μά­τη ζωή με τις καλές και τις κακές στιγ­μές. Οι λο­γο­τε­χνι­κές σε­λί­δες δεν υστε­ρούν. Πά­μπολ­λοι λο­γο­τέ­χνες και μου­σουρ­γοί ανα­φέ­ρο­νται.

Ο συγ­γρα­φέ­ας των ανα­μνή­σε­ων όμως, δεν ανα­φέ­ρε­ται και στον λαό της Ζα­κύν­θου. Πως ζούσε, τι προ­βλή­μα­τα είχε και πως τα αντι­με­τώ­πι­ζε. Αξί­ζει όμως ν’ ασχο­λη­θού­με και με αυτό το θέμα σ’ ένα ξε­χω­ρι­στό κομ­μά­τι στο άμεσο μέλ­λον.

Το κεί­με­νο το έγρα­ψε ο συγ­γε­νής μου Ιρις Πο­λί­της και ήρθε στα χέρια μου από την αδελ­φή του και ξα­δέλ­φη μου Φρί­ντα Πο­λί­τη. Και οι δύο δεν βρί­σκο­νται εν ζωή σή­με­ρα. Ετσι απο­φά­σι­σα να δη­μο­σιευ­τούν οι ανα­μνή­σεις του Ι.Π. ώστε να μη χα­θούν οι πο­λύ­τι­μες ανα­φο­ρές στα ήθη και στα έθιμα μιας πε­ρα­σμέ­νης-ίσως όχι τόσο, επο­χής της Ζά­κυν­θος.

ΑΡΗΣ ΚΑΡ­ΡΕΡ
Η πόλι της Ζα­κύν­θου

Η πόλι της Ζα­κύν­θου είναι χτι­σμέ­νη στο Ανα­το­λι­κό πα­ρα­θα­λάσ­σιο μέρος του νη­σιού , αμ­φι­θε­α­τρι­κώς εν μέρει, επί των υπερ­κει­μέ­νων λόφων και κυ­ρί­ως στις ρίζες του βε­νε­τσιά­νι­κου κά­στρου. Το μά­κρος της πό­λε­ως είναι πλέον των δύο χι­λιο­μέ­τρων και σαν φόντο την πλαι­σιώ­νουν κα­τα­πρά­σι­νοι λόφοι. Με την χα­ραυ­γή, οι πρώ­τες αχτί­νες του ήλιου, που ση­κώ­νο­νται από τα βάθη της Πε­λο­πον­νή­σου, την χρυ­σώ­νου­νε ολό­κλη­ρη.

Στο υψη­λό­τε­ρο ση­μείο της πόλης, προς το κά­στρο, βρί­σκε­ται ο Πύρ­γος του Κα­μπα­να­ρί­ου της Πι­κρι­διώ­τισ­σας, σφρα­γί­δα και συ­μπλή­ρω­μα του γύ­ρω­θε ει­δυλ­λια­κού το­πί­ου. Η ρυ­μο­το­μία κα­θα­ρώς με­σαιω­νι­κή, έχει έντο­νο βε­νε­τσιά­νι­κο χρώμα. Από τις κε­ντρι­κές αρ­τη­ρί­ες ξε­κι­νά­νε τα γρα­φι­κά κα­ντού­νια, στα οποία γρά­φτη­καν ιστο­ρί­ες έρω­τος και βε­ντέ­τας, και αντη­χού­σαν πα­θη­τι­κές ζα­κυν­θι­νές σε­ρε­νά­δες.

Όλοι ανε­ξαι­ρέ­τως οι δρό­μοι πλα­κό­στρω­τοι, η φη­μι­σμέ­νη δε Πλα­τεία Ρούγα είχε μεριά κι άλλη κο­λώ­νες (στοές), εκεί δε ήτανε σχε­δόν όλα τα μέ­γα­ρα της τότε αρι­στο­κρα­τί­ας. Επί­σης κο­λώ­νες είχε και ο πα­ρα­λια­κός δρό­μος του Άμμου.Όταν θέ­λου­με να πούμε «εις το κέ­ντρο της πό­λε­ως» σαν να βρι­σκό­μα­στε σ’ ένα από τα άκρα αυτής λέμε: «τη μέσα μερία ή πλέον σύ­ντο­μα «μέ­σα­θε». Από το κέ­ντρων δε για να πούμε «προς τα άκρα», με­τα­χει­ρι­ζό­μα­στε την «όξω μερία» ή «όξωθε» και από τις συ­νοι­κί­ες προς την πλευ­ρά του φρου­ρί­ου λέμε «τσ’ απάνω με­ρί­ες». Στη πόλη οι ονο­μα­σί­ες των δρό­μων αν και είναι γραμ­μέ­νες τσι κα­ντου­νά­δες του σπι­τιό­νε, για τους πολ­λούς όμως είναι τε­λεί­ως άγνω­στες και αντίς αυτών με­τα­χει­ρί­ζο­νται τα ονό­μα­τα των συ­νοι­κιών που έχουν επι­βλη­θεί με την πά­ρο­δο των χρό­νων.

Οι κυ­ριό­τε­ρες συ­νοι­κί­ες που αρ­χί­ζουν από το ένα άκρο της πό­λε­ως είναι: Του Εσταυ­ρω­μέ­νου, τσι Αγίας Τρια­δός, του Ρε­πά­ρο­νε, του Μπάν­κου, του Πλα­τύ­φο­ρου, του Γε­φυ­ριού, των Μα­κε­λειό­νε, του Ντε­πό­ζι­του, τσι Πα­λιάς Βρύ­σης απ’ όπου ξε­κι­νά­ει η σαρ­τζά­δα (δρό­μος πλα­κό­στρω­τος) για το Φρού­ριο, τσ’ Αγίας Αννας, του Αγρα­πι­δά­κη, του Κε­ρα­μι­δά­κη, του Αγίου Αγνά­ντιου (Ιγνά­τιος), τσ’ Οβρια­κής (Γέτο), τσ’ Οδη­γή­τριας, τσ’ Ανά­λη­ψης, των Αγίων Σα­ρά­ντα, του Αγίου Λου­κός, Τσα­χου­χα­ρέϊ­κα, του Αγίου Παύ­λου, Κα­μί­νια, του Αγίου Βα­σί­λη, του Αγίου Λα­ζά­ρου, τ’ Αγιαν­νιού, το Κα­ντού­νι, τσι Φα­νε­ρω­μέ­νης, του Πόν­τζου (στοά), τσι Κου­τσου­πί­ας, του Αμμου, του Αγίου Διο­νυ­σί­ου, τα Τα­μπά­κι­κα, του Μα­κρύ­ου Κα­ντου­νιού (πα­λιό­τε­ρα ονο­μα­στό για τις ωραί­ες φά­ντρες του), του Αϊ Γιάν­νη του Γου­ζέ­λη, του Αγίου Αν­δρε­ός, του Νιο­χω­ριού, τσ’ Επι­σκο­πια­νής, Κα­μά­ρα, τ’ Αγίου Χα­ρα­λα­μπί­ου, τ’ Αϊ Γιώρ­γη του Πε­ντο­κά­μα­ρου, του Κή­πο­νε και τσ’ Αγίας Βαρ­βά­ρας.

Το κα­μά­ρι της Ζά­κυν­θος, δείγ­μα πο­λι­τι­σμού, απο­τε­λού­σε το με­γα­λό­πρε­πο θέ­α­τρο που βρι­σκό­ταν επί της πλα­τεί­ας Σο­λω­μού, στο οποίο ακού­στη­καν οι καλ­λί­τε­ροι ιτα­λι­κοί με­λο­δρα­μα­τι­κοί θί­α­σοι.

Τα δύο μο­να­δι­κά σε χώρο και πο­λυ­τέ­λεια κα­ζί­να του νη­σιού, απο­τε­λού­σαν το στο­λί­δι του Ζάντε στα οποία γρά­φτη­κε και η ιστο­ρία του φη­μι­σμέ­νου καρ­να­βα­λιού.

Οι Ζα­κυν­θι­νοί κυ­ρί­ως της πό­λε­ως έχου­νε στην ομι­λία τους το ελα­φρώς και ιδιά­ζον ερω­τη­μα­τι­κό που είναι αδύ­να­το να το μι­μη­θεί ένας ξένος παρά τις προ­σπά­θειες που κα­τα­βά­λουν οι ηθο­ποιοί στα έργα του Ξε­νό­που­λου. Η κου­βέ­ντα τους, ακόμα και η σο­βα­ρή, διαν­θί­ζε­ται μ’ ένα λεπτό χιού­μορ και είναι πάντα έτοι­μοι για ένα αστείο ή ένα πεί­ραγ­μα και γε­νι­κά ο χα­ρα­κτή­ρας τους είναι εύ­θυ­μος, γε­λα­στοί και ιδίως φι­λό­μου­σοι.
Εδώ η ποί­η­ση και η σά­τι­ρα ήτανε πα­ρά­δο­ση με επί κε­φα­λής τον Σο­λω­μό, τον Κάλβο, τον Φώ­σκο­λο και πάρα πολ­λούς άλ­λους αξιό­λο­γους πνευ­μα­τι­κούς αν­θρώ­πους. Αλλά και στη μου­σι­κή δεν υστέ­ρη­σε το νησί με πρώτο τον Παύλο Καρ­ρέρ(ης) και μια πλειά­δα άλλων αυ­το­δί­δα­κτων αφα­νών μου­σι­κών που άφη­σαν τα πα­θη­τι­κό­τε­ρα τρα­γού­δια για σε­ρε­νά­δες.
ΖΑ­ΚΥΝ­ΘΟΣ 1910-1940
Ανέκ­δο­τα – Μάν­τσιες

Δε­ξιώ­σεις, Χρι­στού­γεν­να, Καρ­να­βά­λι, Σα­ρα­κο­στή, Πάσχα, Βα­σι­λι­κός (Κυ­νή­γι)

1915-1940. Στη Ζά­κυν­θο την εποχή εκεί­νη, υπήρ­χε μια έντο­νη κο­σμι­κή κί­νη­ση. 

Πε­ρισ­σό­τε­ρα από 20 σπί­τια κατά το διά­στη­μα του χει­μώ­να, έδι­ναν επί­ση­μους χο­ρούς, τσά­για, χο­ρευ­τι­κές συ­γκε­ντρώ­σεις, βεγ­γέ­ρες για τζόγο κλπ. 
Από τα σπί­τια αυτά τα πιο αξιό­λο­γα ήτανε του Ρώμα, του για­τρού Ν. Μου­ζά­κη, του Γαί­τα-Μερ­κά­τη, της Νανάς Δημ. Λούν­τζη, της Αι­μι­λί­ας Πα­πα­λε­ο­νάρ­δου (το γένος Δα­μί­ρη), του Αλε­ξάν­δρου Αναστ. Λούν­τζη, του Ερ­μά­νου Αναστ. Λούν­τζη, του Αντω­νί­ου Κο­μού­του, του Τζώρ­τζη Λ. Καρ­ρέρ, του Φι­λίπ­που Λ. Καρ­ρέρ, του Διο­νυ­σί­ου Αντ. Μακρή, του Σπυρ. Συ­γού­ρου-Δε­σύ­λα, του Αναστ.Κόκλα, του Ιρη Γιαν­να­κού, του Κων­στα­ντί­νου Τυ­ρο­γα­λά, του Κέκου Δη­μά­κου, του Κων. Πο­λί­τη, του Ευ­στα­θί­ου Σπ. Αυ­γου­στί­νου, του Νι­κο­λά­ου Και­ρο­φύ­λα­κος, του Ιω­άν­νου Στρού­τζα, συμ­βο­λαιο­γρά­φου κλπ.

Στις συ­γκε­ντρώ­σεις αυτές επι­κρα­τού­σε εγκαρ­διό­τη­τα και συ­γκρα­τη­μέ­νη ευ­θυ­μία, όπου όμως πλε­ό­να­ζε η νε­ο­λαία, η ευ­θυ­μία γε­νι­κευό­τα­νε με έντο­νο πά­ντο­τε επτα­νη­σια­κό χα­ρα­χτή­ρα. Στους επί­ση­μους χο­ρούς ζή­λευε την πλήρη ορ­γά­νω­ση που ήτανε απο­τέ­λε­σμα μιας μα­κραί­ω­νης οι­κο­γε­νεια­κής πα­ρα­δό­σε­ως. Δεν εί­χα­νε τί­πο­τα το εξε­ζη­τη­μέ­νο ή το νε­ο­πλου­τι­στι­κό, σ’ αυ­τούς κυ­ριαρ­χού­σε η απλό­τη­τα και η αρ­χο­ντιά.

Το θέαμα δε που πα­ρου­σί­α­ζαν οι χοροί αυτοί, ιδίως σε με­ρι­κά προ­νο­μιού­χα σπί­τια όπως των Ρώμα, Λούν­τζη, Γαί­τα-Μερ­κά­τη, Καρ­ρέρ, και Και­ρο­φύ­λα­κος (Ιο­νι­κής Τρα­πέ­ζης), ήτανε αυ­τό­χρη­μα φα­ντα­σμα­γο­ρι­κό με τις ωραιό­τα­τες βρα­δι­νές τουα­λέ­τες και τα θαυ­μά­σια παλιά κο­σμή­μα­τα που φο­ρού­σαν αι κυ­ρί­ες και αι δε­σποι­νί­δες καλ­λο­νές αι πε­ρισ­σό­τε­ρες και τα φράκα και τα σμό­κιν των αν­δρών.

Τα σα­λό­νια, με την κομψή παλιά επί­πλω­σή τους καλ­λι­τε­χνι­κούς πο­λυ­ε­λαί­ους, τους ζω­γρα­φι­κούς πί­να­κες με προ­σω­πο­γρα­φί­ες προ­γό­νων κατά κα­νό­να – και με τους με­γά­λους βε­νε­τσιά­νι­κους κα­θρέ­φτες, πα­ρου­σί­α­ζαν μία ει­κό­να πε­ρα­σμέ­νων επο­χών. Κυ­ριαρ­χού­σαν πα­ντού το ασήμι, τα κρύ­σταλ­λα και τα παλιά Βε­νε­τσιά­νι­κα ή Εγ­γλέ­ζι­κα σερ­βί­τσια, δείγ­μα της πα­ρελ­θού­σης οι­κο­νο­μι­κής ευ­η­με­ρί­ας και οι­κο­γε­νεια­κής πα­ρα­δό­σε­ως.

Η «Κα­ντρί­λια» ήτανε το απο­κο­ρύ­φω­μα τσή βρα­διάς κατά την οποία τα ζευ­γά­ρια συ­να­γω­νί­ζο­ντο σε ομορ­φιά, σε χάρη και σε ευ­θυ­μία. 
Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από τους άν­δρες δι­ηύ­θυ­ναν το χορό, δύο όμως ήτανε οι πιο πε­ρι­ζή­τη­τοι, ο Νικ. Και­ρο­φύ­λαξ και ο Αντ. Κο­μού­τος (ονο­μα­στή η δε­ξιο­τε­χνία τους και το εξαι­ρε­τι­κό τους μπρίο). 
Η «Κα­ντρί­λια» τε­λεί­ω­νε κατά τα με­σά­νυ­χτα και αμέ­σως ανοι­γό­τα­νε η τρα­πε­ζα­ρία, όπου τους προ­σκε­κλη­μέ­νους πε­ρί­με­νε ένα πλου­σιό­τα­το μπου­φέ, με ό,τι ωραίο, ό,τι εκλε­κτό προ­σέ­φε­ρε ο τόπος και η δε­ξιο­τε­χνία της οι­κο­δέ­σποι­νας.

ΖΑ­ΚΥΝ­ΘΟΣ: Τότε που…ζού­σα­νε – Η «Κα­ντρί­λια»


**********


ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΜΕ «ΜΟΡΕΤΤΕΣ» ΚΑΙ «ΝΤΟΜΙΝΑ»

«Αυτή η λατρεία για ξεφάντωμα [στη Βενετία] δεν μπορούσε βέβαια να μην επηρεάσει και το Stato del mar: Τις αποικίες.
Έτσι εκατάντησε ακόμα χρόνια μετά την αποχώρηση των τελευταίων «Μαρκουλίνων»[Ενετοί στρατιώτες] οι Ζακυνθινοί να ζούνε 12 ολόκληρους μήνες περιμένοντας τις τρεις Κυριακές που είναι γι’ αυτούς οι πιο ευτυχισμένες ήμερες τού χρόνου: Γουρουνοκυριακή, των Απόκρεω και της Τυρινής!

Η μεγάλη ατραξιόν, το καινούργιο στοιχείο πού κάνει τις εβδομάδες αυτές τόσο διαφορετικές, είναι η παράδοξη ελευθερία τής Γυναίκας, από την αριστοκράτισσα ως την τελευταία φάντρα! 

Ελευθερία ανύπαρχτη τον ρέστο καιρό. 
Στο «σουρτάρι τού κομμού» τής πιο φτωχιάς Ζακυνθινιάς, σ’ ένα μπογαλάκι κρυμμένο κάτω από τα «προικιά», που με τόσο κόπο φαίνει ολοχρονικής, θα βρείτε την κλασσική «σκευή», το μαύρο μεταξωτό ντόμινο, ένα ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες, λουστρίνια σκαρπίνια και τη «μορέττα», τη μάσκα. 
'Όλες το ίδιο! Καμμιά τους δεν διαφέρει. Καμιά δεν είναι πλουσιώτερα ή χειρότερα ντυμένη. Έτσι η ανωνυμία είναι απόλυτη!
 Υπάρχουνε βέβαια οι «ειδικοί», εκείνοι που από μια κίνηση τού κεφαλιού, μια χειρονομία, ένα γέλιο πού κατά λάθος βγαίνει στον φυσικό του τόνο (γιατί όλες μιλάνε με ψεύτικη φωνή) είναι σε θέση να καταλάβουνε με ποιαν έχουν να κάνουν. Πόσοι όμως είναι αυτοί οι Σέρλοκ Χόλμς; 
Το ίδιο τους το ταλέντο, ύστερα, τους επιβάλλει την εχεμύθεια! Κάτι ας πούμε σαν επαγγελματικό μυστικό.
Το απόγευμα της Γουρουνοκυριακής το γλέντι στους δρόμους αρχίζει με τους «Δράκους». Παρέες δηλαδή από ασπροντυμένους μασκαράδες που τρέχουν απάνω-κάτω καμπανέλλες.
Υστερ’ από λίγο αρχίζουνε να κυκλοφορούνε οι πρώτες «μασκαράτες». Οργανωμένοι όμιλοι που παριστάνουνε ώρισμένα ιστορικά ή τοπικά γεγονότα. 
Άλλοι πού περνάνε στις διάφορες γειτονιές και παίζουνε τίς περίφημες «Ομιλίες». Λαϊκά θεατρικά εργάκια που έχουνε ένα εξαιρετικός ίστορικο-φιλολογικό ενδιαφέρον.
Από τίς 2-6 τ ’ απόγιομα χοροί σε δυό καζίνα —του Ρώμα και του Λομβάρδου— όπου όμως οι μάσκαρες μπαίνουνε με μπιλλιέτο. 
Γίνουνται και δυο μεγάλες «φέστες» με φράκο και μεγάλη επισημότητα. 
Αυτές κρατάνε ως τα χαράματα, ενώ οι καθημερινοί χοροί σταματάνε στις 6 το απόγευμα επειδή όλος ο κόσμος αυτήν την ώρα χύνεται στους δρόμους: στο Κόρσο! 
Δεξιά κι’ αριστερά στην πλατεία Ρούγα, όπου κυκλοφορούνε όλες αυτές οι χιλιάδες άνθρωποι, τα μαγαζιά μένουν ανοικτά ως τα μεσάνυχτα. 
Ανάμεσα στις κολόνες μπαίνουνε καρέκλες κι όλος αυτός ό κόσμος πίνει... λικέρ. Από έναν ανεξήγητο λόγο, ο Ζακυνθινός που ολοχρονικής ρουφάει τη βερντέα, το ψαθόχρωμο κρασάκι του, το Καρναβάλι πίνει λικέρ (αργότερα και ως τα σήμερα: μπύρα!). Θέλετε να μάθετε πώς τα λένε[αυτά τα λικέρ]; Μπέλα Ρόζα, διασμόρακο, φλουσκουνόρακο καί Μυστρά!

΄Οσην ώρα κάθουνται στις κολόνες, οι διάφορες μασκαράδες εξακολουθούνε να παρελαύνουνε. 
’Αν θέλετε να χορέψετε ακόμα (και φυσικά θέλετε —θα περιμένετε του χρόνου;) τότε πρέπει να πάτε στα λαϊκότερα κέντρα χορού: Τις «Καβαρκίνες» και τα «Βελλιόνια».
Πρόκειται για σάλες πού αντίθετα με τα δυο μεγάλα «Καζίνα» λειτουργούνε μονάχα τις ημέρες αυτές. 

Απαράλλαχτα όπως και στο παλιό βενετσιάνικο Ριντόνο, τόσο στις λέσχες, όσο και στις καβαρκίνες υπάρχουνε ιδιαίτερες αίθουσες για τζόγο. Μπορεϊς να παίζεις με τη μάσκα, ακριβώς όπως δεν είσαι υποχρεωμένος να βγάλεις το προστατευτικό αυτό κάλυμμα, αν πας στο θέατρο. Μιλάω για τις γυναίκες ή έστω για τους «ντομινοφόρους» που επιθυμούνε να κρατήσουνε την ανωνυμία τους.»
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981) :Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», Μάρτιος 1956

Απ' τα Σχόλια:


Vasilis Greek Τα ντόμινα, για να μην αναγνωριστούν, αποφεύγανε να μιλάνε. Θυμάμαι μια θεία φανατικιά στους μετασεισμικούς χορούς και το Θειάφι που μου επέταξε στο χορό της Τσουκνοπέφτης στο "Καζίνο" του Κόκκινου Βράχου, αντίς την είπα ... θεία. Η μακαρίτισσα η Νόννα μου σε κάτι καρναβάλια με ντόμινο είδε κι έπαθε να ξεφύγει από τις ορέξεις του ,,, αγαπημένου της αδρεφού ...


Gianneta Paschali Πόσο θα ήθελα να παρακολουθήσω το τζαντιωτικο καρναβάλι μέσα από τα μάτια της μυθιστορηματική ηρωίδας Διαμάντινας ΝταΒιντσεζα με ξεναγό το Διονύσιο Ρωμα!!!!!

Υπέροχη ανάρτηση!! Μας έβαλε σε διάθεση αποκριών!!!


Συντάκτης
Dionisis Vitsos Λίγο μεταφυσική η επιθυμία σας, όπως και να το κάνουμε. Κι εμείς αρκούμαστε στις εφικτές μαρτυρίες.


Annie Nounessi Έτσι ήτανε και τσου Κορφούς, μα οχι πια.


Nicola Chris όπως πάντα επίκαιρες και ενδιαφέρουσες αναρτήσεις.
Καβορκίνες και Βελλιόνια καθόλου τυχαία τα ονόματα αυτών των κέντρων χορού .
Το Cavalchina είναι ένα από τα πιο σημαντικά κοσμικά γεγονότα του καρναβαλιού της Βενετίας.Μεγάλος χορός που γίνεται στο Θέατρο La Fenice .Για την περίσταση το  θέατρο απελευθερώνεται από τις πολυθρόνες για να φιλοξενήσει την πίστα. Το μουσικό ρεπερτόριο αποτελείται από κλασική και παραδοσιακή μουσική που παίζεται αυστηρά ζωντανά

VEGLIONE αγρυπνία- που γίνεται σε ένα θέατρο ή σε μια μεγάλη αίθουσα, και κρατάει μέχρι τις πρώτες πρωινές με χορό και μουσική .
Χορευτική γιορτή .


Popi Karavia Kavouropoulou Πριν απο τους σεισμους μου ελεγε η μητερα μου ο καλυτερος χορος ηταν ο χορος του πρασινου 
Τον εκαναν οι χωρικοι με φαγητα και αρνια ψητα και πηγαινε πολυς κοσμος 
Στο ρωμιανικο καζινο εμπαιναν μονο οι αρχοντες και αν εβλεπαν στην πορτα καποιοιν με λασπωμενα παπουτσια τον εδιωχναν .
Οι κυριες φορουσαν τουαλετες και αυτη με τη μητερα της απεξω τις εβλεπαν 
Οταν ημουνα στο γυμνασιο παρ οτι δεν μας το επετρεπαν πηγαιναμε ντυμενες μασκαρουλες με ντομινο μαυρο 
Ερχοντουσαν και αγορια και αυτα μασκε .Για να γωριζομαστε το συνθημα ηταν το γυμνασιο καιγεται ετσι γνωρισα και τον αντρα μου χα χα χα


Vasilis Greek Νομαρχη Ελλαδίτη τον εμπάσανε οι υπηρεσίες του Καζίνου από την πλαϊνή γιατί εμφανιστηκε με ενδυμασία ... περιπάτου σε σουαρέ που οριζόταν το φράκο. 
Και είθε να μπάσουνε τσου τάγκαρους με τα λασπωμένα; 
Αγκαλά και οι χωριάτες οι δικοί μας είχανε πόληψη, Εκαθότουνα στην Καμάρα κι αλλάζανε τα τσαρούχια με πίλιο ντε σου ποδέματα. 
Κι αφήνανε τα ζωντανά στα Χάνια στα Παστρέικα και δώθε. 
Και οι εκ Βανάτου και της αυτής κατευθύνσεως στη Γαϊδουροταβέρνα,
 Όσοι θα μπαίνανε μέσαθες. Γιατί για τον Άμμο και την κουτζουπία τα ... ζωντανά είχανε ελευθεροκοινωνία. Τα γίδια πανηγυρικά εμπαίνανε τσι Τρινές για το όσο πιο φρέσκο γενότουνα ... ρυζόγαλο. Και μετά


Vasilis Greek και μετά εφιλιόντουσαν και ελέγανε να καβατζάρουμε το Πάσκα να έρθουμε και του χρόνου. Ίσα μ έδεκει.


****************************
kαι για το Σήμερα... απολαυστικά τα περιγράφει:

Καστρινος καστρινος:
18 Φεβρουαρίου

                 
              Αρχίζουν τα πάρτι.

Φλεβάρης.. κι οι αμυγδαλιές, νυφούλες ανθισμένες,
να φέρνουνε την Άνοιξη, απ΄τον Θεό πλασμένες.

Την εποχή Απόκρεων, θέλουν να μας θυμίσουν,
και για χορό με διάθεση, όλους να μας γεμίσουν.

Που όμως λιγοστεύουνε, και μας ζητούν ευθύνη,
όσες εδώ στον τόπο μας, έχουνε απομείνει.

Και δεν μας λένε ψέματα, αρχίζουνε τα πάρτι,
με μάσκες, και χορεύοντας, για να΄μπουμε στον Μάρτη.

Μα φαίνεται μειώθηκε, απ΄αυτά η συμμετοχή μας,
κάτι που αναμένετο, αυτή την εποχή μας.

Κάτι που δεν προσέχουμε, και μας το παίρνει ο χρόνος,
στο δέντρο τση παράδοσης, που σπάει ο κάθε κλώνος.

Πολλά στο δρόμο άλλαξαν, που φέρναμε από πάππου,
μα δεν τα διαφυλάτουμε, και τελειώνουν κάπου.

Σ΄ένα νησί που ακούγετε, κάθε καλό του.. χέστο,
χωματερές ολούθενες, με δίχως λίγο σέστο.

Και γίνονται προσπάθειες, να σηκωθεί κομμάτι,
μα γίναμε κακόγουστοι, μ΄αδιαφορία γεμάτοι.

Παρ΄όλα αυτά υπάρχουμε, και κάποιοι προσπαθούμε,
στο χρώμα και στο δρώμενο, με κόπο να σταθούμε.

Με μυρωδιές μας έρχεται, κι η τσικνοπέμπτη πάλι,
κι οφείλει να ξανάρθουνε, βραδιές με καρναβάλι.

Ελπίζω και να ζήσουμε, νύχτες μασκαρεμένες,
μα λείπουνε οι αίθουσες, με δαύτο τεριασμένες.

Κι οι μουσικές που παίζουνε, θέλουν τη προσοχή τσους,
αλλά αυτό το ξέρουνε, ο θέος και η ψυχή τσους.

Όμως η φύση ξάνοιξε, κι η Άνοιξη πλησιάζει,
αυτή που μένει ακλόνητη, και τρόπο δεν αλλάζει.

Η αμυγδαλιές παράδειγμα, π΄ανθίζουνε στο κρύο,
στην λύσσα των Απόκρεων, και στων βραδιών το μπρίο.

Κάτι που δείχνει αλλαγή, κανείς όπου κοιτάξει,
αυτό που και στα δρώμενα, δεν νιώθει η νέα τάξη.

Όσο για αυτό το μέλλον μας, που θα΄βγουμε ποίος ξέρει,
αφ΄ ούλοι πλέον μάθαμε, με έναν καφέ στο χέρι.!!!