Λαός που έχει κοντή μνήμη, έχει πρόβλημα. Σήμερα οι ακροδεξιοί, οι νεοναζί, οι φασίστες, αποκαλούν τους μετανάστες «λαθροπίθηκους» που έρχονται στη χώρα μας και μας παίρνουν τις δουλειές. Ξεχνάνε πολλοί ότι ενδεχομένως και οι παππούδες τους να είχαν βρεθεί κάποτε στην ίδια θέση. Και είχαν βρεθεί. Πήγαιναν στις ΗΠΑ χωρίς χαρτιά για να αναζητήσουν ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά τους.
Δούλευαν σαν σκλάβοι κάτω από άθλιες συνθήκες, για ένα ξεροκόμματο που θα το έκοβαν στη μέση και το μισό θα το έστελναν σαν έμβασμα πίσω στην Ελλάδα στους δικούς τους ανθρώπους που πεινούσαν.
Το 1924 στα ορυχεία της Γιούτα 50 Έλληνες εργάτες θάφτηκαν κάτω από τόννους βράχων και βρήκαν φριχτό θάνατο. Ήταν όλοι τους χωρίς χαρτιά. Ήταν παράτυποι και δούλευαν εκεί.
Στο ορυχείο του Castle Gate στις αρχές του Μαρτίου, έγινε το κακό στα βάθη της γης.
Οι εργάτες δούλευαν εκατοντάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια. Συνθήκες ασφαλείας δεν υπήρχαν. Δεν τους είχαν δώσει ούτε καν το κλασικό κλουβί με τα καναρίνια (τα οποία εντόπιζαν τα τοξικά αέρια). Κάποια στιγμή έσβησε μια λάμπα. Ένας από τους εργάτες προσπάθησε να την ανάψει, πυροδότησε την σκόνη άνθρακα και τα εύφλεκτα αέρια στο χώρο με αποτέλεσμα να προκληθούν διαδοχικές εκρήξεις σε όλες τις σήραγγες.
Η πρώτη έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή που βαγόνια ορυχείου και πάσσαλοι υποστήριξης εκτινάχτηκαν ως την απέναντι πλευρά του φαραγγιού σε απόσταση δυο χιλιομέτρων. Οι τεράστιες ατσάλινες πόρτες του ορυχείου εκσφενδονίστηκαν και τα τσιμεντένια τοιχώματα γίνανε θρύψαλα μαζί με τους άτυχους ανθρακωρύχους.
Ο νεαρότερος ανθρακωρύχος που έχασε τη ζωή του ήταν 15 χρονών και ο γηραιότερος 73. Όλοι οι παραπάνω αφήσανε πίσω τους δεκάδες χήρες και ορφανά οι οποίοι δεν πήραν ποτέ καμία αποζημίωση από κανέναν. Γιατί; Γιατί ήταν παράτυποι. Δεν είχαν χαρτιά. Είχαν πάει στις ΗΠΑ όχι με τον νόμιμο τρόπο. Δούλευαν παράνομα εκεί και οι υπεύθυνοι τους εκβίαζαν να μην ζητάνε δικαιώματα γιατί θα τους καταγγείλουν που δεν είχαν χαρτιά, θα τους απελάσουν οι αρχές και θα πεινάσουν τα παιδιά τους.
Εκτός από τους 50 Έλληνες, μαζί τους έχασαν τη ζωή τους 25 Ιταλοί, 32 Ιρλανδοί, 12 Σλάβοι, 9 Πολωνοί, 8 Αυστραλοί, 15 Άγγλοι, 22 Κινέζοι. Συνολικά 173 ψυχές.
Δήλωση του Σάββα Κωφίδη στον «Ημεροδρόμο»:
«Μετανάστες, αδέρφια μας»
«Από τη μια υπάρχει η αξιοπρέπεια του Αφγανού, του Σύρου, του Έλληνα, του Γερμανού, του Ρώσου, του Πακιστανού, του ανθρώπου από οποιαδήποτε φυλή και από οποιαδήποτε μέρος της Γης που ψάχνει – στην Ελλάδα και οπουδήποτε στον κόσμο – μια ζωή αντάξια της ανθρώπινης υπόστασής του. Από την άλλη υπάρχει ο εθνικοσοσιαλισμός, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός που μισεί τους αδύναμους – από οποιαδήποτε φυλή και οποιαδήποτε χώρα – με πρόσχημα ότι είναι διαφορετικοί.
Στην παρακμή και την ανηθικότητα που «ηθικολογεί» ψευδολογώντας, παραποιώντας, παραχαράσσοντας, διαστρεβλώνοντας έννοιες όπως «πατρίδα» και «πολιτισμός», η απάντηση είναι η αλήθεια. Και η αλήθεια είναι πως η διαφορετικότητα μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι έγκλημα. Έγκλημα είναι ο μισανθρωπισμός. Που παριστάνει τον ιδιοκτήτη της πατρίδας μας και του πλανήτη για να μην επιτρέπει σε κατατρεγμένους ανθρώπους να αναπνέουν και να αναζητούν καταφύγιο πουθενά στον κόσμο.
Ούτε η Ελλάδα, ούτε ο πλανήτης ανήκουν στους φασίστες και στους μισανθρώπους. Οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, όσους η ανάγκη οδήγησε εδώ κι εκεί, από όπου κι αν έρχονται, όπου κι αν πηγαίνουν, είναι το ίδιο αδέρφια μας, όπως τα αδέρφια μας οι Έλληνες μετανάστες. Κι επειδή είναι αδέρφια μας, ο τόπος μας είναι τόπος τους, και ο τόπος τους είναι τόπος μας.
Ελλάδα δεν είναι να «τσικνίζεις» τον πεινασμένο. Αθλητισμός δεν είναι να κλωτσάς τον χτυπημένο. Ουμανισμός δεν είναι η λογοκοπία της «φιλανθρωπίας». Είναι ο σεβασμός στον ανήμπορο, το χέρι να σηκωθεί στον πεσμένο, ένα πιάτο φαΐ στον κατατρεγμένο. Ό,τι χρώμα, θρησκεία, καταγωγή κι αν έχει.
Το μόνο απαραβίαστο σύνορο είναι η ανθρωπιά. Το μόνο διαβατήριο για να πορεύεται κανείς στον κόσμο του Ανθρώπου, είτε τρώει χοιρινό είτε όχι, είτε πιστεύει στο Χριστό είτε όχι, είναι η αλληλεγγύη σε όσους την χρειάζονται».
***********************************************
Μπάρμπεκιου για ντόπιους και πρόσφυγες στην Κοτύλη Καστοριάς
Οι ηλικιωμένοι κάτοικοι του ορεινού χωριού στον Γράμμο δίδαξαν σεβασμό και αλληλεγγύη, προσφέροντας σουβλάκι κοτόπουλο, αντί για χοιρινό, και αναψυκτικά, αντί για κρασί, στους 50 πρόσφυγες που φιλοξενούσαν τον περασμένο χειμώνα
Απόκριες 2019 στη χιονισμένη πλατεία του ορεινού χωριού Κοτύλη του Δήμου Νεστορίου Καστοριάς, στον Γράμμο: Ο Πολιτιστικός Σύλλογος έχει την καθιερωμένη του εκδήλωση-έθιμο, με τους κατοίκους, συγκεντρωμένους γύρω από τη μεγάλη φωτιά («μπουμπούνα»), να γιορτάζουν με μουσική, χορό, ψητό χοιρινό κρέας και άφθονο κρασί, όπως κάθε χρόνο.
Η φετινή εκδήλωση διέφερε από τις προηγούμενες. Μαζί με τους ηλικιωμένους μόνιμους κατοίκους -12 όλοι και όλοι τον χειμώνα- και δεκάδες άλλους που κατάγονται από την Κοτύλη, καλεσμένοι στη γιορτή ήταν και οι 50 πρόσφυγες -29 παιδιά και οι γονείς τους- που φιλοξενήθηκαν για μερικούς μήνες σε ξενώνα του χωριού.
Οι άνθρωποι του Συλλόγου είχαν φροντίσει και γι’ αυτούς, σεβόμενοι τις δικές τους συνήθειες. Σουβλάκια κοτόπουλου, που ψήθηκαν πριν από τα χοιρινά, μοιράστηκαν στους καλεσμένους, μαζί με αναψυκτικά και όλοι έγιναν μια παρέα.
Η σύγκριση με το «μπάρμπεκιου πάρτι» που διοργάνωσαν την Κυριακή οι «Ενωμένοι Μακεδόνες» στα Διαβατά Θεσσαλονίκης είναι αναπόφευκτη. Η σχετική ανάρτηση στο Twitter της Βασιλικής Γκαρσία, προέδρου της Πολιτιστικής Επιχείρησης του Δήμου Νεστορίου, έγινε viral μέσα σε λίγες ώρες, προκαλώντας αίσθηση, συζητήσεις και διαμάχες για την Ελλάδα της ανεκτικότητας και αυτήν της ξενοφοβίας. «Δεν χρειάζεται πολλά για να συνυπάρξουμε και να γίνουμε ένα. Μόνο αγάπη, αλληλεγγύη και σεβασμός στις συνήθειες του άλλου», λέει στο ethnos.gr η κυρία Γκαρσία, η οποία ήταν μεταξύ αυτών που επιμελήθηκαν την εκδήλωση.
Η ίδια ανέβαινε τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα στην Κοτύλη, από το Νεστόριο, όπου διαμένει και εργάζεται, προκειμένου να βλέπει τα παιδιά και να δίνει ένα χέρι βοήθειας, όποτε χρειαζόταν.
Τα 29 παιδιά ήταν ηλικίας από ενός ως 11 ετών.
«Την πρώτη φορά που πήγα είδα την 11χρονη Μπράσκα, από οικογένεια Κούρδων του Ιράκ. Ήταν η μεγαλύτερη από τα παιδιά και μιλούσε ελληνικά γιατί είχε πάει δύο χρόνια στο σχολείο στη Σάμο. Το πρώτο που με ρώτησε ήταν αν υπάρχει σχολείο στο δικό μου χωριό, ώστε να έρθει μαζί μου και να πηγαίνει. Ζητούσε βιβλία, όπως και άλλα παιδιά. Κάναμε τότε μια μεγάλη καμπάνια μέσω Twitter και συγκεντρώσαμε βιβλία. Η χαρά τους ήταν μεγάλη όταν τα παρέλαβαν» θυμάται και προσθέτει: «Όταν πήγα την άνοιξη για να ανοίξω το παλιό ερειπωμένο σχολείο της Κοτύλης για να γίνει Εκλογικό Τμήμα για τις δημοτικές εκλογές, τα παιδιά πανηγύριζαν και άρχισαν να χορεύουν, γιατί νόμιζαν ότι θα λειτουργούσε».
Οι 50 πρόσφυγες έμειναν για διάστημα έξι μηνών στον παραδοσιακό πέτρινο ξενώνα «1.450» (σ.σ. πήρε το όνομά του από το υψόμετρο, στο οποίο είναι χτισμένο το χωριό) και πέρασαν βαρύ χειμώνα, με το χιόνι να ξεπερνά κατά διαστήματα και τα δύο μέτρα. Ήταν ένα σοκ για τα παιδιά, που δεν είχαν ξαναζήσει σε τέτοιες συνθήκες. Ο Δήμος Νεστορίου βοήθησε με όποιον τρόπο μπορούσε, οργάνωσε ξεναγήσεις και κοινές εκδηλώσεις, ενώ στο χωριό αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερα ζεστή σχέση μεταξύ των προσφυγικών οικογενειών και των ηλικιωμένων ντόπιων. Μαζεύονταν στο καφενείο και συνεννοούνταν με όποιον τρόπο μπορούσαν.
Οι ηλικιωμένοι μάθαιναν στα παιδιά ελληνικές λέξεις και εκείνα τους απαντούσαν μεταφράζοντάς τες στη δική τους γλώσσα. Το «σ’ αγαπώ» ήταν από τα πρώτα ελληνικά που έμαθαν και το πρόφεραν συνέχεια.
«Ο ένας βοηθούσε τον άλλο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια εικόνα που μου έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη: Σε ένα από τα σπίτια του χωριού δύο παιδάκια ήταν κουρνιασμένα στην αγκαλιά μιας γιαγιάς και την κοιτούσαν στα μάτια καθώς τους διάβαζε παραμύθια, την ώρα που ο μπαμπάς τους βοηθούσε τη γυναίκα, κουβαλώντας τα καυσόξυλα», λέει η κυρία Γκαρσία.
Η αποκριάτικη γιορτή ήταν το επιστέγασμα μιας αρμονικής συμβίωσης, που έληξε το καλοκαίρι, όταν οι πρόσφυγες αποχώρησαν από την Κοτύλη.
«Περάσαμε πολύ καλά, όλοι μαζί. Εμείς τρώγαμε τα χοιρινά και εκείνοι τα κοτόπουλα. Εμείς πίναμε κρασί και εκείνοι αναψυκτικά. Τα παιδιά το χάρηκαν», είπε στο ethnos.gr ο πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου Κοτύλης, Δημήτρης Κοσμάς, και πρόσθεσε: «Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής τους εδώ δεν είχαμε το παραμικρό πρόβλημα μαζί τους, ούτε αυτοί μαζί μας».
Ο ίδιος διατηρεί ακόμα επαφή με 2-3 οικογένειες, που ζουν σήμερα στην πόλη της Καστοριάς, ενώ οι περισσότεροι έχουν μετεγκατασταθεί σε χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, όπου έχουν συγγενείς.