Η σήψη και το νομοτελειακά αναπότρεπτο της ανατροπής του καπιταλισμού.
Οι αντιθέσεις και τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού συστήματος, που στις συνθήκες οξείας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης εκδηλώνονται με ιδιαίτερη ένταση, κάνουν εξόφθαλμη την παρακμή, τη σήψη του ως μορφής κοινωνικής οργάνωσης και καθιστούν επιτακτικό, μη επιδεχόμενο περαιτέρω αναβολή, το κοινωνικό αίτημα της ανατροπής και της αντικατάστασής του από το νομοτελειακά διάδοχο, μη εκμεταλλευτικό, σοσιαλιστικό – κομμουνιστικό σύστημα
Για την κατανόηση του νομοτελειακά αναπόφευκτου της ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος θεωρούμε, ότι θα βοηθούσε μία, σύντομη κατ’ ανάγκη, αναδρομή στις μορφές κοινωνικής οργάνωσης του ανθρώπου από τότε που ξεχώρισε από τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου. Από τότε που η ομαδική συμβίωση έπαψε να είναι αγέλη και έγινε κοινωνία. Θα την επιχειρήσουμε λοιπόν αυτή την αναδρομή εν γνώσει των δυσκολιών, που τις κάνει ακόμα μεγαλύτερες η στενότητα ενός άρθρου.
Το πρώτο στην ιστορία του ανθρώπου κοινωνικό σύστημα, η πρώτη μορφή κοινωνικό – οικονομικής οργάνωσης είναι το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα. Χρονικά εκτείνεται από την εμφάνιση του ανθρώπου, ως ανθρώπου, ως ξεχωριστού ζωικού είδους, μέχρι τη διαμόρφωση της ταξικής κοινωνίας και συμπίπτει με την εποχή του λίθου .
Να σημειώσουμε εδώ, ότι η ειδοποιός διαφορά, που ξεχώρισε τον άνθρωπο από τους ζωικούς προγόνους του, τους ανθρωπόμορφους πιθήκους, ήταν η εργασία, η συνειδητή – σκόπιμη δραστηριότητα με την ( κατασκευή και ) χρησιμοποίηση εργαλείων.
Όταν ο πρόγονος του σημερινού ανθρώπου έπιασε μια πέτρα, για να πελεκήσει μιαν άλλη, να την κάνει αιχμηρή ή κοφτερή και να τη χρησιμοποιήσει σαν εργαλείο ή όπλο, ήταν από τις σημαντικότερες στιγμές στην εξελικτική διαδικασία της ζωής και γενικότερα της φύσης. Ήταν το ξεκίνημα για τη δημιουργία του ανθρώπου μέσω της εργασίας.
Η εργασία μετέτρεψε τα μπροστινά άκρα του ανθρώπου σε χέρια και οδήγησε στο όρθιο βάδισμα. Περαιτέρω η εργασία ως συλλογική δραστηριότητα απαιτούσε συνεννόηση, συντονισμό προσπαθειών. Έτσι η εργασία μετέτρεψε την ομάδα από αγέλη συμβιούντων σε κοινωνία συνεργαζομένων. Η ανάγκη συντονισμού και συνεννόησης στα πλαίσια της εργασίας οδήγησε στην ανάπτυξη του λόγου, της γλώσσας και της νόησης. Γίνεται έτσι φανερό, ότι όλα τα χαρακτηριστικά, που ξεχωρίζουν τον άνθρωπο, εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν με τη (χειρωνακτική ) εργασία.
Ας επανέλθουμε όμως στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα. Χαρακτηριστικό αυτής της πρωτόγονης μορφής κοινωνικό- οικονομικής οργάνωσης ήταν η δυσκολία προσπορισμού των αναγκαίων μέσων συντήρησης λόγω του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή των μέσων παραγωγής και του ίδιου του ανθρώπου. Εργαλείο και όπλο ήταν η πέτρα, ακατέργαστη σε πρώτο στάδιο και το ραβδί. Σε πιο προχωρημένο στάδιο έχουμε εργαλεία από πέτρα επεξεργασμένη για ειδικές χρήσεις (κόψιμο, πελέκημα, τρύπημα). Χρησιμοποιήθηκαν επίσης για την κατασκευή εργαλείων και όπλων οστά και κέρατα ζώων.
Κύριες πηγές προσπορισμού των μέσων συντήρησης ήταν η συλλογή καρπών και το κυνήγι.
Με την περαιτέρω ανάπτυξη ο άνθρωπος άρχισε να παράγει ο ίδιος καρπούς και ζώα, ανάπτυξε δηλαδή γεωργία και εξημερώνοντας άγρια ζώα, κτηνοτροφία.
Η μετάβαση στη γεωργία- κτηνοτροφία αποτέλεσε πραγματική επανάσταση. Οδήγησε στη δημιουργία ενός (βαθμιαία αυξανόμενου) πλεονάσματος αγαθών ( πλεονάσματος σε σχέση με τις τότε ανάγκες) ενός υπερπροϊόντος, που αποτέλεσε τη βάση για τη μετάβαση σε μία άλλη μορφή, ταξικής πια, κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης, για την οποία όμως θα μιλήσουμε παρακάτω. Στα πλαίσια του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος τα μέσα παραγωγής ( εργαλεία και γη ) αποτελούσαν κοινή, συλλογική ιδιοκτησία της ομάδας. Συλλογική επίσης ήταν και η εργασία, για την οποία ίσχυε ο φυσικός καταμερισμός στα μέλη της ομάδας, ανάλογα δηλαδή με το φύλο και την ηλικία.
Αυτή τη συλλογικότητα την επέβαλλε το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Μεμονωμένος ο άνθρωπος ήταν αδύνατο, να τα βγάλει πέρα στον αγώνα επιβίωσης. Μόνο συλλογικά μπορούσε, να προσπορίζεται τα μέσα συντήρησής του.
Η συλλογικότητα στην εργασία και στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η ανυπαρξία υπερπροϊόντος καθόριζε και τον τρόπο κατανομής του προϊόντος. Το συνολικό προϊόν αποτελούσε ιδιοκτησία της ομάδας ανεξάρτητα από το ποιοι το παρήγαν. Έτσι με μόνη την ιδιότητα του μέλους της ομάδας όλοι είχαν δικαίωμα σε ένα (ίσο) μερίδιο από το κοινωνικό προϊόν. Η αυτονόητη (μικρή ) διαφοροποίηση του μεγέθους του μεριδίου καθορίζετε από τη φυσική διαφοροποίηση των ατομικών αναγκών. Μεγαλύτερο μερίδιο λόγου χάρη είχαν οι ενήλικοι από τα παιδιά. Η συλλογική ιδιοκτησία, η συλλογική εργασία και ο εξισωτικός τρόπος κατανομής του προϊόντος οδήγησαν στο χαρακτηρισμό του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος ως «πρωτόγονου κομμουνισμού».
Στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα λόγω του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της συνακόλουθης ανυπαρξίας υπερπροϊόντος δε μπορούσε να υπάρχει και δεν υπήρχε ατομική ιδιοκτησία και οικονομική διαφοροποίηση μεταξύ των μελών της ομάδας. Κατά συνέπεια δεν υπήρχαν κοινωνικές τάξεις και επομένως ούτε κράτος*.
Οι υποθέσεις της ομάδας ερρυθμίζοντο από τη θέληση της ίδιας της ομάδας εκφρασμένης από τα μέλη της. Σε αυτή τη διαδικασία άτομα με αυξημένο κύρος λόγω ατομικών προσόντων φυσικά θα είχαν καθοδηγητικό ρόλο, χωρίς ωστόσο να ασκούν εξουσία. Μεταξύ ανδρών και γυναικών υπήρχε ισοτιμία.
Αναφέρθηκε ήδη παραπάνω , ότι με τη μετάβαση της πρωτόγονης κοινωνίας από τη συλλογή καρπών και το κυνήγι, ως τρόπους προσπορισμού των μέσων συντήρησης, στη γεωργία και τη κτηνοτροφία δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία πλεονάσματος αγαθών , υπερπροϊόντος. Με τη συλλογή καρπών και το κυνήγι ο άνθρωπος προμηθευόταν τα αναγκαία εφόδια έτοιμα, όπως τα παρείχε η φύση, χωρίς όμως να είναι πάντοτε σίγουρος για την εξεύρεσή τους.
Με τη γεωργία και την κτηνοτροφία ανάγκαζε τη φύση να του τα δώσει. Έτσι με την παράλληλη βελτίωση των εργαλείων και τον εμπλουτισμό της εργασιακής εμπειρίας η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε και άρχισε να δημιουργεί πλεόνασμα αγαθών, πέραν των αναγκαίων για τις καταναλωτικές ανάγκες της ομάδας.
Ο σφετερισμός, η ιδιοποίηση αυτού του υπερπροϊόντος από μια μικρή μειοψηφία ήταν το βήμα για τη μετάβαση από την πρωτόγονη προταξική στην ταξική – εκμεταλλευτική κοινωνία και ειδικότερα στην πρώτη μορφή της, το δουλοκτητικό κοινωνικό- οικονομικό σύστημα.
Το δουλοκτητικό σύστημα είναι το πρώτο στην ιστορία του ανθρώπου ταξικό – εκμεταλλευτικό σύστημα κοινωνικό – οικονομικής οργάνωσης. Αποτελεί την πιο σκληρή μορφή εκμετάλλευσης. Βασικές ανταγωνιστικές τάξεις στη δουλοκτητική κοινωνία ήταν οι δουλοκτήτες και οι δούλοι με συμφέροντα σε αγεφύρωτη αντίθεση.Αυτή η αντίθεση σηματοδότησε την αρχή και την αδιάλειπτη συνέχεια της ταξικής πάλης, σύμφυτου χαρακτηριστικού των ταξικών – εκμεταλλευτικών κοινωνιών. (δουλοκτητικής, φεουδαρχικής καπιταλιστικής) που, όπως έδειξε η μαρξιστική σκέψη, αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ιστορίας των κοινωνιών αυτών.
Πρώτη φάμπρικα δημιουργίας δούλων ήταν οι συγκρούσεις ανάμεσα στις φυλές, οι πόλεμοι. Τους αιχμάλωτους των συγκρούσεων αυτών, όσο η εργασία δε δημιουργούσε υπερπροϊόν, τους σκότωναν και σε μια πιο πρώιμη περίοδο, περίοδο κανιβαλισμού τους έτρωγαν. Όταν όμως με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η εργασία άρχισε να δημιουργεί υπερπροϊόν, οι αιχμάλωτοι γίνονταν χρήσιμοι με την εργασία τους, μετατρεπόμενοι σε δούλους. Τώρα αρχίζει μια αντίστροφη δραστηριότητα οργάνωσης πολεμικών επιδρομών με αποκλειστικό στόχο την «προμήθεια» αιχμαλώτων – υποψήφιων δούλων.
Δούλοι στους δανειστές των εγίνοντο επίσης και ελεύθεροι πολίτες λόγω χρεών, τα οποία αδυνατούσαν, να εξοφλήσουν. Οι δούλοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Μαζί με τα μέσα παραγωγής, αποτελούσαν ιδιοκτησία του δουλοκτήτη, ο οποίος είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου επ’ αυτών . Στη Ρώμη τους ονόμαζαν instrumenta vocalia (ομιλούντα εργαλεία ) και κατά το Ρωμαϊκό δίκαιο ήσαν πράγματα (res), όχι πρόσωπα. Το δουλοκτητικό σύστημα εμφανίστηκε με την αποσύνθεση του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος μεταξύ 4ης και 3ης χιλιετίας π.χ. στη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο.
Στην «κλασική» της μορφή η δουλεία αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Στο δουλοκτητικό σύστημα η ανεξάντλητη εργασιακή ενέργεια, που είχε πηγή της και μάλιστα δωρεάν, τη μυϊκή δύναμη των χιλιάδων και χιλιάδων δούλων, αποτελούσε αντικίνητρο, ανασταλτικό παράγοντα για την τελειοποίηση των εργαλείων, για την ανάπτυξη της τεχνικής. Παράλληλα η απέχθεια προς την εργασία λόγω της σκληρής καταπίεσης και το συνακόλουθο μίσος προς τους δουλοκτήτες όξυναν την ταξική πάλη και οδηγούσαν σε συχνές εξεγέρσεις τους δούλους, με γνωστότερη εκείνη του Σπάρτακου( 73-71 π.χ.), που απείλησε ανατροπή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της μεγαλύτερης δουλοκτητικής δύναμης.
Με λίγα λόγια στο δουλοκτητικό σύστημα οι άμεσοι παραγωγοί, οι δημιουργοί του πλούτου, οι δούλοι δεν είχαν κανένα όφελος από την αύξηση της παραγωγής, γι’ αυτό και δεν ενδιαφέρονταν γι’ αυτήν, πράγμα που δημιουργούσε οικονομικό αδιέξοδο .
Οι δουλοκτητικές παραγωγικές σχέσεις είχαν γίνει τροχοπέδη στην παραπέρα ανάπτυξη της οικονομίας. Όλα αυτά με την πάροδο του χρόνου κατέστησαν το δουλοκτητικό σύστημα ξεπερασμένο και επέβαλαν την αντικατάστασή του.
Έτσι οδηγηθήκαμε στην φεουδαρχία, τρίτο στη σειρά σύστημα κοινωνικό- οικονομικής οργάνωσης ( δεύτερο στη σειρά των ταξικών συστημάτων ). Ήδη στα πλαίσια της δουλοκτησίας, λόγω των οικονομικών αδιεξόδων και των αντιθέσεών της, είχαν αρχίσει, να δημιουργούνται τα στοιχεία της φεουδαρχίας.
Πολλοί δουλοκτήτες άρχισαν να απελευθερώνουν δούλους και να τους παραχωρούν υπό όρους κομμάτια γης από τις μεγάλες ιδιοκτησίες τους. Οι νέοι καλλιεργητές της γης ήταν δεμένοι με τον κλήρο τους, δεν μπορούσαν να τον εγκαταλείψουν, έπαυαν όμως να είναι δούλοι. Αποτέλεσαν ένα νέο κοινωνικό στρώμα, το πρόπλασμα της τάξης των δουλοπάροικων της φεουδαρχίας.
Η γενίκευση εκχώρησης της χρήσης γης στους πρώην δούλους αποτέλεσε τη βάση μιας νέας μορφής ταξικής – εκμεταλλευτικής κοινωνικό – οικονομικής οργάνωσης, της φεουδαρχίας.
Στην Ευρώπη η διαδικασία αυτή αρχίζει με τη διάλυση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τον 5 μΧ αιώνα. Βάση του φεουδαρχικού συστήματος ήταν η ιδιοκτησία του φεουδάρχη στα μέσα παραγωγής, ιδιαίτερα στη γη.
Βασικές ανταγωνιστικές τάξεις του νέου κοινωνικού συστήματος ήταν οι φεουδάρχες, ιδιοκτήτες της γης και οι δουλοπάροικοι, καλλιεργητές.
Και στα πλαίσια της φεουδαρχίας οι παραγωγικές σχέσεις μεταξύ φεουδαρχών – δουλοπαροίκων ήταν σχέσεις εξάρτησης – εκμετάλλευσης των δεύτερων από τους πρώτους. Ωστόσο ο δουλοπάροικος δεν ήταν δούλος. Ο φεουδάρχης δεν είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου επί του δουλοπάροικου, όπως ο δουλοκτήτης επί του δούλου. Η εκμετάλλευση του δουλοπάροικου από το φεουδάρχη δεν είχε την σκληρότητα της δουλείας. Ο δουλοπάροικος είχε το νοικοκυριό του, τον κλήρο του, που τον καλλιεργούσε για λογαριασμό του, ήταν ιδιοκτήτης των εργαλείων και των ζώων εργασίας, που χρησιμοποιούσε.
Η βελτίωση της θέσης των δουλοπάροικων σε σύγκριση με εκείνη των δούλων ήταν το αποτέλεσμα νομοτελειακής αλλαγής των παραγωγικών σχέσεων, που την επέβαλαν τα αδιέξοδα και οι αντιθέσεις της δουλοκτησίας και η συνακόλουθη ταξική πάλη των δούλων. Ο δουλοπάροικος δεν ήταν αποξενωμένος από το προϊόν της εργασίας του, όπως ο δούλος, γι’ αυτό δεν ένοιωθε απέχθεια γι’ αυτήν, όπως εκείνος. Αντίθετα τον ενδιέφερε η αύξηση της παραγωγής.
Για την παραχώρηση της χρήσης του κλήρου ο δουλοπάροικος ήταν υποχρεωμένος να παρέχει στο τσιφλίκι του φεουδάρχη ένα μεγάλο μέρος του εργάσιμου χρόνου του ( τρεις ή και περισσότερες μέρες την εβδομάδα), ή το αντίστοιχο προϊόν από το δικό του νοικοκυριό. Αυτό ήταν η φεουδαρχική γαιοπρόσοδος, που ήταν τριών ειδών: α) σε εργασία (αγγαρεία ) στο κτήμα του φεουδάρχη – κυρίου.
Επικρατούσε στο πρώτο στάδιο ανάπτυξης της φεουδαρχίας β) σε προϊόντα, που παρήγε ο δουλοπάροικος στο νοικοκυριό του και γ) σε χρήμα. Χαρακτηρίζει την περίοδο παρακμής της φεουδαρχίας.
Οι φεουδαρχικές παραγωγικές σχέσεις αποτελούσαν πρόοδο σε σχέση με εκείνες της δουλοκτησίας. Ευνόησαν και προώθησαν την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Τελειοποιήθηκαν τα εργαλεία, εμπλουτίστηκε η εργασιακή – παραγωγική πείρα.
Στα πλαίσια της αναπτυγμένης φεουδαρχίας επεκτάθηκε παραπέρα η εμπορευματική παραγωγή, ιδιαίτερα η βιοτεχνική, και άρχισαν να δημιουργούνται οι μανιφακτούρες.
Οι μανιφακτούρες ήταν μεγάλα βιοτεχνικά εργαστήρια τα οποία οργάνωναν οι έμποροι βιοτεχνικών προϊόντων, και στα οποία δούλευαν με μισθό πρώην ελεύθεροι βιοτέχνες, που είχαν καταστραφεί οικονομικά από το μεγάλο ανταγωνισμό , είχαν κλείσει τα εργαστήριά τους και είχαν προλεταριοποιηθεί.
Οι μανιφακτούρες αποτέλεσαν τα φύτρα νέας μορφής οργάνωσης της παραγωγής, της οικονομίας, νέας μορφής εκμετάλλευσης.
Ήταν τα έμβρυα του καπιταλισμού. Αποτέλεσαν αφετηριακό στοιχείο της παραπέρα νομοτελειακής εξέλιξης της κοινωνίας προς τον καπιταλισμό. Ήσαν προάγγελοι της επαναστατικής βιομηχανικής ανάπτυξης. Στις τότε συνθήκες αποτελούσαν βήμα στη μαζικοποίηση – κοινωνικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Έστεκαν όμως εμπόδιο οι φεουδαρχικές παραγωγικές σχέσεις, που κρατούσαν τους δουλοπάροικους (δηλαδή εργατικά
χέρια) δεμένους στη γη των φεουδαρχών και τους στερούσαν από τις μανιφακτούρες, που τους είχαν ανάγκη.
Παραπέρα η φεουδαρχία και με άλλο τρόπο δημιουργούσε εμπόδια στην ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής. Οι φεουδάρχες, σαν να ήταν ανεξάρτητοι άρχοντες, επέβαλλαν δασμούς στα εισαγόμενα εμπορεύματα και διαμετακομιστικά τέλη στα εμπορεύματα, που διακινούνταν μέσα από τα φέουδά τους.
Όμως οι ανάγκες του εμπορίου και γενικότερα της οικονομικής ανάπτυξης απαιτούσαν την κατάργηση του φεουδαρχικού κατακερματισμού και τη δημιουργία εθνικής αγοράς.
Όλα αυτά μαζί και με το γεγονός, ότι η φεουδαρχία ήταν ένα σκληρά καταπιεστικό – εκμεταλλευτικό σύστημα κατέστησαν αναγκαία και οδήγησαν στην ανατροπή της και στην εγκαθίδρυση του καπιταλισμού, νέου (επίσης εκμεταλλευτικού) του τελευταίου εκμεταλλευτικού συστήματος, κοινωνικό-οικονομικής οργάνωσης. Η ανατροπή αυτή έγινε με τις αστικές επαναστάσεις.
Βάση του καπιταλιστικού συστήματος είναι η ατομική ιδιοκτησία του καπιταλιστή στα μέσα παραγωγής και η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας. Βασικές ανταγωνιστικές τάξεις του συστήματος είναι η κυρίαρχη εκμεταλλεύτρια τάξη των αστών (καπιταλιστών) και η καταπιεζόμενη τάξη των προλετάριων εργατών.
Οι εργάτες αποξενωμένοι από τα μέσα παραγωγής και μη έχοντας άλλο τρόπο προσπορισμού των μέσων συντήρησής τους αναγκάζονται να πωλούν στους καπιταλιστές έναντι μισθού την εργατική τους δύναμη, την ικανότητα για εργασία ( σωματική ή πνευματική ), η οποία έτσι μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Όμως η εργασία του εργάτη δημιουργεί αξία πολύ μεγαλύτερη εκείνης του μισθού, που αυτός παίρνει. Αξία την οποία ιδιοποιείται ο καπιταλιστής απλήρωτη. Αυτή είναι η υπεραξία, που η δημιουργία της αποτελεί το βασικό οικονομικό νόμο του καπιταλισμού. Η υπεραξία, η απλήρωτη δηλαδή εργασία, είναι η μορφή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης του εργάτη. Είναι η πηγή πλουτισμού των κεφαλαιοκρατών. Ο νόμος της υπεραξίας είναι αποκάλυψη του Μαρξ και κατά το Λένιν «αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής θεωρίας του».
Ο καπιταλισμός στο στάδιο της ανοδικής πορείας του επέκτεινε την κοινωνικοποίηση, τη συλλογικότητα της παραγωγικής διαδικασίας, αξιοποίησε τις επιστημονικές – τεχνικές κατακτήσεις, εισήγαγε στην παραγωγή τη μηχανή και οδήγησε στη βιομηχανική επανάσταση.
Είναι χαρακτηριστική η σχετική αναφορά των Μαρξ – Ένγκελς στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος»: «η αστική τάξη μέσα στη μόλις εκατόχρονη ταξική κυριαρχία της δημιούργησε παραγωγικές δυνάμεις πιο μαζικές και πιο κολοσσιαίες από ό,τι όλες μαζί οι περασμένες γενιές».
Χαρακτηριστική είναι επίσης, η πριν από αρκετά χρόνια διαπίστωση – διαβεβαίωση της Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας ( Food and Agricultur Organization ( F.A.O ) ) του OHE, ότι «η ανθρωπότητα με τα μέσα, που διαθέτει μπορεί να θρέψει τον πληθυσμό της εφτά φορές». Βέβαια ούτε η δημιουργία «μαζικών και κολοσσιαίων παραγωγικών δυνάμεων», που διαπιστώνουν ήδη από το 19ο αιώνα οι Μαρξ – Ένγκελς, ούτε η δυνατότητα διατροφής πληθυσμού επταπλάσιου του σημερινού, που διαπιστώνει η οργάνωση του ΟΗΕ, μπορούν από μόνες τους να λύσουν το διατροφικό και τα άλλα προβλήματα της ανθρωπότητας. Για να λυθούν τα διατροφικά και τα όποια άλλα λαϊκά προβλήματα πρέπει «οι μαζικές και κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις» και οι δυνατότητές τους να είναι προσανατολισμένες σε ένα τέτοιο σκοπό. Και τα πλαίσια του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος τέτοιους προσανατολισμούς και τέτοιους σκοπούς δεν τους χωράνε.
Η καπιταλιστική παραγωγή στο σύνολό της αποκλειστικό προσανατολισμό και σκοπό έχει όχι την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, αλλά τη δημιουργία υπεραξίας, δηλαδή κέρδους. Κάθε παραγόμενο αγαθό για τον κεφαλαιοκράτη – «παραγωγό» είναι εμπόρευμα, που τον ενδιαφέρει μέχρι να πουληθεί και να μετατραπεί σε χρήμα αντίστοιχης άξιας, μεγάλο μέρος της οποίας αποτελεί η υπεραξία, το καπιταλιστικό κέρδος, με άλλα λόγια η κλεμμένη εργασία.
Αυτονόητο, ότι το κέρδος και ο μισθός είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα. Όσο μεγαλώνει το ένα τόσο μικραίνει το άλλο. Και κατά κανόνα μεγαλώνει το κέρδος.
Η τάση αύξησης του κέρδους σε βάρος του μισθού δημιουργεί μια από τις πολλές αντιθέσεις και αντιφάσεις του καπιταλισμού: η δίψα για κέρδος, οι τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες του συστήματος και η απουσία κεντρικού (σε επίπεδο επικράτειας) σχεδιασμού της παραγωγής με βάση τις λαϊκές ανάγκες, οδηγούν στην παραγωγή τεράστιου όγκου (πέραν των αναγκαίων) αγαθών, που προορίζονται βέβαια να πουληθούν για το κέρδος.
Κύριοι (λόγω του πλήθους των) αγοραστές – καταναλωτές είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Όμως με τη μείωση των μισθών ( συχνά σε βαθμό εξαθλίωσης, όπως καλή ώρα σήμερα) οι εργαζόμενοι – υποψήφιοι αγοραστές αδυνατούν να αγοράσουν ακόμα και τα απολύτως αναγκαία. Αποτέλεσμα: τα αγαθά – εμπορεύματα μένουν απούλητα. Οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να μειώνουν την παραγωγή, οι μικρότερες χρεοκοπούν και κλείνουν. Απολύονται εργάτες. Αυξάνεται η ανεργία, η φτώχεια. Έτσι «η αφθονία γίνεται πηγή ανέχειας και στερήσεων», όπως χαρακτηριστικά επισήμανε εδώ και δυο αιώνες ο Γάλλος ουτοπικός σοσιαλιστής Φουριέ (1772 – 1837). Πρόκειται για τις καπιταλιστικές οικονομικές κρίσεις, κρίσεις υπερπαραγωγής, που έχουν κυκλικό χαρακτήρα, επαναλαμβανόμενες κατά διαστήματα 8-12 ετών και που άρχισαν να εμφανίζονται ήδη από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα.
Ο καπιταλισμός, αναπτυσσόμενος, φτάνει στο μονοπωλιακό-ιμπεριαλιστικό στάδιο, που είναι το ανώτερο, τελευταίο, μα και πιο απάνθρωπο και πιο επικίνδυνο για την ανθρωπότητα στάδιό του.
Μέσα από το θανάσιμο ανταγωνισμό των επιχειρήσεων, που αποτελεί σύμφυτο χαρακτηριστικό του συστήματος, διαμορφώνονται και αναπτύσσονται τα μονοπώλια. Το μονοπώλιο είναι ένωση ή συμφωνία μεγάλων επιχειρήσεων, ενός ή περισσότερων κλάδων με σκοπό τον καθορισμό υψηλών τιμών στα εμπορεύματα για αποκόμιση μεγαλύτερου κέρδους.
Όπως χαρακτηριστικά επισήμανε ο Μαρξ, στην επιδίωξή τους για κέρδος δεν υπάρχει έγκλημα , που τα μονοπώλια θα δίσταζαν, να το διαπράξουν.
Μέσω του ελέγχου της οικονομίας αποκτούν τον έλεγχο και της κρατικής-πολιτικής εξουσίας και μέσω αυτής ελέγχουν τα πάντα. Οι ληστρικές επιδρομές ιμπεριαλιστικών κρατών εναντίον καθυστερημένων λαών και χωρών, η αποικιοποίηση τους και η αρπαγή του φυσικού πλούτου των, κίνητρό τους έχουν την επιδίωξη του μονοπωλιακού κέρδους. Αυτής της δίψας για κέρδος και των συνακόλουθων ενδομονοπωλιακών ανταγωνισμών αποτέλεσμα ήταν και οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι του 20ου αιώνα με δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς και τραυματίες και ασύλληπτης έκτασης υλικές καταστροφές.
Την επιδίωξη του μονοπωλιακού κέρδους υπηρετούν και τα βάρβαρα αντιλαϊκά μέτρα, που επιβάλλονται σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα σε βάρος των εργαζομένων με αφορμή την οικονομική κρίση.
Από την παραπάνω σύντομη αναφορά στο καπιταλιστικό σύστημα γίνεται, νομίζομε, φανερό, ότι η γέννηση, η γιγαντιαία ανάπτυξη και η μέχρι τώρα ύπαρξή του βασίζεται στην κλοπή προϊόντος ξένης (της μισθωτής) εργασίας.
Αντίστοιχη της παγκόσμιας, ασύλληπτης σε μέγεθος, κλοπής άλλα και της γενικότερης εγκληματικής φύσης του συστήματος, είναι και η επιχείρηση συγκάλυψής της. Ολόκληρο το θεωρητικό– φιλοσοφικό- ιδεολογικό -νομικό- κρατικό οικοδόμημα του συστήματος και οι αντίστοιχοι θεσμοί (δικαιοσύνη, εκπαίδευση, κοινωνικές επιστήμες, προπαγάνδα, ενημέρωση κλπ) σε αυτή τη συγκάλυψη και στη διαιώνιση της αστικής ταξικής εξουσίας στοχεύουν.
Μέσα διεκπεραίωσης αυτής της επιχείρησης είναι το ψεύδος, η χωρίς αναστολές και δισταγμούς παραποίηση και διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Αρκεί να υπηρετείται η παραπλάνηση, η αποχαύνωση των λαϊκών στρωμάτων – θυμάτων της εκμετάλλευσης, ώστε να γίνεται ανεκτό και να διαιωνίζεται το σύστημα.
Είναι χαρακτηριστικό εν προκειμένω το γεγονός, ότι ακόμα και τις πρώτες, τις μυθικές απόπειρες του ανθρώπου να ερμηνεύσει τον κόσμο ως δημιούργημα φανταστικών, υπερκόσμιων, υπερφυσικών δυνάμεων το σύστημα τις αποδέχτηκε, τις αναπαράγει και τις προβάλλει παγκοσμίως με τις διάφορες μορφές τους ως πραγματικότητα. Και βέβαια σε πείσμα των φυσικών επιστημών και των συμπερασμάτων τους, που δίνουν άλλες, αναμφισβήτητα αποδεδειγμένες ερμηνείες για τον κόσμο και τα φαινόμενά του .
Η αχνή εικόνα, που δόθηκε παραπάνω για το καπιταλιστικό κοινωνικό σύστημα είναι, νομίζομε, αρκετή, για να δείξει τον απάνθρωπο, εγκληματικό και συνεπώς ανήθικο χαρακτήρα του. Οι ίδιοι χαρακτηρισμοί ταιριάζουν και για τους ενσυνείδητους υπηρέτες, υποστηρικτές και απολογητές του συστήματος, απ’ όποια θέση και με οποιαδήποτε ιδιότητα το υπηρετούν.
Θα ήταν δε τραγικό, αν η ανθρωπότητα ήταν καταδικασμένη να ζήσει (όχι για πάντα αλλά) για μεγάλο ακόμη χρονικό διάστημα κάτω από αυτό το σύστημα.
Βέβαια τα χρονικά περιθώρια ζωής του είναι περιορισμένα, γιατί ο καπιταλισμός εδώ και χρόνια έχει σαπίσει και είναι ώριμες οι αντικειμενικές συνθήκες για την ανατροπή και την αντικατάστασή του από το νομοτελειακά διάδοχο σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό σύστημα.
Αν δεν έχει ανατραπεί ακόμη, αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι το υποκείμενο της ανατροπής, η εργατική τάξη, που έχει την ιστορική αποστολή, να τον ανατρέψει, δεν είναι ακόμη (πολιτικά, ιδεολογικά, οργανωτικά) έτοιμη, να εκπληρώσει αυτή την αποστολή.
Αναφορικά με αυτή την προοπτική οι ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων ( το 1989-1991) αποτέλεσαν, προσωρινό μεν αλλά σημαντικό πισωγύρισμα της ανθρωπότητας.
Παρά ταύτα η ανατροπή του καπιταλισμού, τελευταίου ταξικού- εκμεταλλευτικού συστήματος είναι προδιαγεγραμμένη και μόνο ο χρόνος της ανατροπής είναι άγνωστος.Τα προγνωστικά πάντως λένε, ότι ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας των σοσιαλιστικών επαναστάσεων και της εγκαθίδρυσης του σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού συστήματος, με το οποίο, κατά τη ρήση του Μαρξ, η ανθρωπότητα μεταβαίνει από το προϊστορικό στο ιστορικό της στάδιο.
Οικονομικά είναι τα στοιχεία, που καθορίζουν το χαρακτήρα των κοινωνικών συστημάτων. Είναι ο τρόπος παραγωγής και ειδικότερα οι μορφές ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Κοινό χαρακτηριστικό και βάση των ταξικών εκμεταλλευτικών συστημάτων (δουλοκτησίας , φεουδαρχισμού, καπιταλισμού) είναι η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Από εκεί απορρέει και ο απάνθρωπος χαρακτήρας τους.
Το σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό σύστημα βάση του έχει την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Τη μορφή αυτή ιδιοκτησίας την κάνει αυτονόητη ο κοινωνικός-συλλογικός χαρακτήρας της παραγωγής ΟΛΩΝ ανεξαιρέτως των υλικών αγαθών, είτε αυτά είναι καταναλωτικά είτε είναι μέσα παραγωγής (εργαλεία κλπ).
Δεν υπάρχει ούτε ένα, ούτε το πιο απλό και ασήμαντο προϊόν της παραγωγής, που θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, ότι είναι εξ ολοκλήρου δημιούργημα ατομικού παραγωγού.
Κι όμως αυτό το αυτονόητο της κοινωνικής ιδιοκτησίας εδώ και χιλιάδες χρόνια (από την εγκαθίδρυση της δουλοκτησίας, πρώτου εκμεταλλευτικού συστήματος) παραβιάζεται και καταπατείται τόσο βάναυσα, ώστε η καταπάτησή του, η κατοχύρωση της ατομικής ιδιοκτησίας, έχει θεσμοθετηθεί ως θεμελιώδης κανόνας στα συντάγματα της αστικής «δημοκρατίας».
Αυτή η συλλογική – κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, που αποτελεί την βάση του σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού συστήματος, καθορίζει και συνεπάγεται συλλογική – κοινωνική επίσης ιδιοκτησία στο προϊόν της παραγωγής. Έτσι η λογική, η «φιλοσοφία» της παραγωγικής διαδικασίας στο σοσιαλιστικό – κομμουνιστικό σύστημα είναι τελείως διαφορετική, τελείως αντίθετη εκείνης του καπιταλισμού. Στον καπιταλισμό η παραγωγή αποκλειστικό κίνητρο και σκοπό της έχει το κέρδος, τον ατομικό πλουτισμό. Στο σοσιαλισμό – κομμουνισμό η παραγωγή αποβλέπει στην ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου.
Φυσικά η λογική ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών, που διέπει τη σοσιαλιστική – κομμουνιστική παραγωγική διαδικασία η ίδια λογική καθορίζει και την κατανομή του προϊόντος στα μέλη της κοινωνίας.
Ο κοινωνικός ιδιοκτησιακός χαρακτήρας των μέσων παραγωγής και του προϊόντος παραγωγής επιτρέπει και καθιστά αναγκαίο τον κεντρικό (για όλη την επικράτεια) σχεδιασμό της παραγωγής επί τη βάσει των συνολικών λαϊκών αναγκών και των όποιων εξαγωγικών συναλλαγών. Ο κεντρικός σχεδιασμός της παραγωγής αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής οικονομίας.
Η καπιταλιστική οικονομία σχεδιασμένα παράγει μόνο στα πλαίσια της κάθε επιχείρησης, όμως σε γενικό – κρατικό επίπεδο ο σχεδιασμός είναι και αδύνατος, αλλά και αδιανόητος.
Η οργάνωση και η λειτουργία της οικονομίας στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό – κομμουνισμό είναι αρκετή από μόνη της, να δείξει τον απάνθρωπο και εγκληματικό χαρακτήρα του ενός συστήματος και τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα του άλλου.
Τον εγκληματικό χαρακτήρα του καπιταλισμού η ανθρωπότητα τον βίωσε και τον πλήρωσε ακριβά και εξακολουθεί, να τον πληρώνει. Φτώχεια, δυστυχία, ανεργία, ναρκωτικά, πόλεμοι. Και μάλιστα εν μέσω αφθονίας αγαθών, που τα στερούνται, αυτοί που τα παράγουν.
Και του σοσιαλιστικού συστήματος όμως έχει πείρα η ανθρωπότητα. Παρά τη βραχύβια ύπαρξή του, μέχρι τις ανατροπές του 1989-1991 (περίπου εβδομήντα χρόνια στη Σοβιετική Ένωση και 40 περίπου χρόνια στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες ) και παρά τον παντοειδή λυσσώδη εναντίον του πόλεμο από τον παγκόσμιο καπιταλισμό, το σοσιαλιστικό σύστημα έδωσε σαφή και ανεξίτηλα δείγματα του ανθρωπισμού του.
Σε μερικά τέτοια δείγματα θεωρούμε σκόπιμο, να αναφερθούμε επιγραμματικά, τελειώνοντας.
Στα πλαίσια του σοσιαλιστικού συστήματος, στους λαούς, όπου ίσχυσε: δεν υπήρχε ούτε ένας άνεργος, δεν υπήρχε ούτε ένας άστεγος, δεν υπήρχε κανείς χωρίς δωρεάν γιατρό, φάρμακα, νοσοκομείο, όταν τα χρειαζόταν. Χιλιάδες ασθενείς απ’ όλο τον κόσμο νοσηλεύθηκαν και θεραπεύθηκαν δωρεάν στις σοσιαλιστικές χώρες. Τέτοιες περιπτώσεις έχουμε και από το Ρέθυμνο.
Η εκπαίδευση, υποδειγματικού επιπέδου, ήταν γενική για όλους, ανοιχτή και στα ανώτατα επίπεδα, για όσους είχαν τη διάθεση και τα προσόντα. Χιλιάδες νέοι απ’ όλο τον κόσμο (και Έλληνες) σπούδασαν δωρεάν στα πανεπιστήμια των σοσιαλιστικών χωρών.
Οι βιβλιοθήκες , που υπήρχαν και ο αριθμός των βιβλίων, που κυκλοφορούσαν στη Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχαν σε καμια άλλη χώρα του κόσμου.
Πριν την σοσιαλιστική επανάσταση (το 1917) ο πληθυσμός της Τσαρικής Ρωσίας ήταν αναλφάβητος σε ποσοστό πάνω από 70 %. Στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, δηλαδή σε 20 περίπου χρόνια σοσιαλισμού, ο αναλφαβητισμός είχε εξαλειφθεί.
Τα πλαίσια ενός άρθρου, ακόμα και εκτενούς, όπως αυτό, είναι στενά, για να χωρέσουν επαρκή τουλάχιστον στοιχεία για τα συστήματα κοινωνικής οργάνωσης της ανθρωπότητας. Ωστόσο τα λίγα στοιχεία, που δόθηκαν παραπάνω, μπορούν, πιστεύουμε, να αποτελέσουν ερέθισμα για προβληματισμό σχετικά με τα σύγχρονα κοινωνικά συστήματα: τον καπιταλισμό, που ετοιμοθάνατος, βουτηγμένος στη σήψη και το έγκλημα αγωνίζεται, να κρατηθεί στη ζωή, και το σοσιαλισμό, που σημαίνει έξοδο από την βαρβαρότητα και εξανθρωπισμό της ανθρώπινης κοινωνίας.
Η πρόκληση αυτού του προβληματισμού ήταν το κίνητρο αυτού του άρθρου.
*Σημείωση: Η Μαρξιστική σκέψη ορίζει το κράτος ως μηχανισμό επιβολής και διατήρησης της εξουσίας μιας (της κυρίαρχης) τάξης πάνω στις άλλες. Κατά συνέπεια σε κοινωνία, όπου δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, δεν υπάρχει ούτε κράτος, δηλαδή μηχανισμός επιβολής ταξικής κυριαρχίας.