ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σάτιρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σάτιρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

ΣΑΤΙΡΑ ΤΟΥ παπά ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΤΟΥΖΗ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΓΙΟΛΙΚΙΑ την ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ

Dionisis Vitsos 

ΣΑΤΙΡΑ ΤΟΥ παπά ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΤΟΥΖΗ κατά του παπά ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΓΚΛΑΒΑ,
που την ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ έκανε ΜΑΓΙΟΛΙΚΙΑ
.
Η ιστορία λαμβάνει χώρα κατά την λειτουργία των Θεοφανίων, όπου κατά το ζακυνθινό έθιμο ο παπάς «βαφτίζει» σε αγιασμό νεράντζια, που του φέρνουν οι πιστοί, τα οποία παίρνουν σπίτι και τα φυλάνε μέχρι την Καθαρά Δευτέρα, οπότε τα στίβουν και πίνουν το ζουμί τους.
Η ημέρα των Θεοφανίων, είναι κατά την ιταλική και επτανησιακή παράδοση η ημέρα που οι λαϊκές μάγισσες κάνουν τα μαγικά τους.
Στην Ιταλία υπάρχει αυτήν την ημέρα το λαογραφικό έθιμο της befana, λέξη που βγαίνει από την ελληνική Επιφάνεια.
Στο ποίημα αυτό ο ιερέας, μεγάλος ζωγράφος και σατιρικός ποιητής ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ σατιρίζει στο πρόσωπό του συναδέλφου του ιερέα ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΓΚΛΑΒΑ την συνέργεια ορθοδόξων ιερέων με γυναίκες του λαού σε μαγγανείες που έκαναν οι τελευταίες την ημέρα των Επιφανίων/Θεοφανίων/Φώτων. 
Παράλληλα καυτηριάζει γενικότερα την έλλειψη παιδείας στους ιερείς και τον έκλυτο βίο τους.
Η ιστορία λαμβάνει χώρα κατά την λειτουργία των Θεοφανείων, όπου κατά το ζακυνθινό έθιμο ο παπάς «βαφτίζει» σε αγιασμό νεράντζια, που του φέρνουν οι πιστοί, τα οποία παίρνουν σπίτι και τα φυλάνε μέχρι την Καθαρά Δευτέρα που τα στίβουν και πίνουν το ζουμί τους.

Αποτελεί πλέον έθιμο/αντέτι να ανεβάζουμε κάθε χρόνο στη γιορτή των Φώτων, την σάτιρα του ζακυνθίου ιερωμένου, ζωγράφου και σατιρικού ποιητή Νικολάου Κουτούζη,

«Τα τρία νεράντζια», που γράφτηκε για τα Φώτα του 1787.
Ο διάσημος περιηγητής και συγγραφέας Πέτρος Αυγουστίνος Γκυς (1721-1799) μιλάει για τα «τρία νεράντζια» στο ημερολόγιό του. 
Ο Γκυς σημειώνει ότι η σάτιρα έγινε ανάρπαστη όταν παρουσιάστηκε (la piece qu’on s’arrachait des mains…).
Στόχοι της σάτιρας είναι η διαφθορά της εκκλησίας, η ξεδιαντροπιά παπάδων και καλογριών, η αγραμματοσύνη και η θρησκοληψία του λαού και τα μαγιολίκια που επί χρήμασι κάνουν πολλοί παπάδες, όπως ο ήρωας του ποιήματος!

Η γνώμη του ιστορικού Σπυρίδωνος Δε Βιάζη είναι ότι τα «Τρία νεράντζια» είναι «αριστούργημα στο είδος» τους.

Η σάτιρα κυκλοφόρησε αρχικά χειρόγραφη από χέρι σε χέρι.
Ο Φαίδων Μπουμπουλίδης την πρωτοδημοσίευσε περικομμένη (παραλείπει 119 στίχους) και εξαγνισμένη: Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης, Προσολωμικοί, τ.Β΄.

Ο Ντίνος Κονόμος ακολούθησε, αυστηρότερος (παραλείπει 139 στίχους: Ντίνος Κονόμος, Νικολός Κουτούζης).
Κανείς μελετητής του Κουτούζη δεν τόλμησε να τη φέρει στο φως.

Για πρώτη φορά τη δημοσιεύσαμε, μαζί με άλλες του Ν. Κουτούζη, το 1988 στο περιοδικό «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ», σε αφιέρωμα για τον Νικόλαο Κουτούζη, προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις, κυρίως από εκείνους που δεν είχαν τολμήσει να τη δημοσιεύσουν οι ίδιοι. 
Η δημοσίευση έγινε από τον λεγόμενο κώδικα Μαρίνου, ένα τετράδιο δηλαδή με αντιγραμμένες προσεισμικά τις σάτιρες από τον ζακύνθιο φιλόλογο και μελετητή Παναγιώτη Μαρίνο, από τα χειρόγραφα που φυλάσσονταν στην Δημόσια Βιβλιοθήκη Ζακύνθου και που κάηκαν στους σεισμούς του 1953. 
Το τετράδιο μας παρέδωσε μετά το θάνατό του ο τότε γαμβρός του, γνωστός συγγραφέας κ. Φίλιππος Δρακονταειδής Philip Dracodaidis .
ΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΤΟΥΖΗ(1742-1813): «ΤΑ ΤΡΙΑ ΝΕΡΑΝΤΖΙΑ»
ΒΩΜΟΛΟΧΙΚΗ ΣΑΤΙΡΑ για τα «ΦΩΤΑ», ΖΑΚΥΝΘΟΣ 1787

Στο χωρίο Γαητάνι
Εβουλήθηκε[θέλησε] να κάνη
ο Παπάς Γκλαβάς Ματθαίος
ωσάν άνθρωπος σπουδαίος
ένα πράμα ο στολισμένος
ως εστάθη ορμηνεμένος[παρακινούμενος]
από κάποιες τεχνεμένες[επιδέξιες]
γυναικούλες διαβασμένες
στες διάφορες γιατρείες
και εις τες μαντολογίες[μαντικές]
λέγοντάς του: «του Φωτώνε,
τη γιορτή των Χριστιανώνε,
Δέσποτα λάβ’ ένα κόπο,
μα πνευματικώ τω τρόπω,
ήγουν[δηλαδή] όταν θα βαπτίσης
τον Σταυρόν, να μας βουτήσης
παρευθύς νεράντζια τρία
να έχωμέ τα για γιατρεία
εις σε θέρμες[ελονοσίες] κι αρρωστίες
και εις σε κεφαλαλγίες.

Κι όσοι λάχουν[τύχουν] μαγεμένοι
κι απ’ αγάπη[έρωτα] σκοτισμένοι
και τες νύχτες παρατρέχουν
Και ανάπαυσιν δεν έχουν
απ’ αυτά αν ποτισθώσι
έχουν να ωφεληθώσι.

Κι όσους άνδρας αποδέσουν[τους κάνουν με μάγια σεξουαλικά ανίκανους]
ή και να τους γοητεύσουν[μαγέζουν]
εις τα σκέλη αν αχνιστούνε[με ατμό]
απ’ αυτά θε να λυθούνε.

Κι όσοι είναι λοχεμένοι
κι από ξωτικά βλαμμένοι
κι απ’ αβάσκαμα και μάτι
παραδέρνουν στο κρεββάτι
ενεργούν αυτά και κάνουν
όλα τα κακά να γιάνουν.

Κι όσοι νέοι αχαμνίσουν[εξασθενίσουν σεξουαλικά]
Με το να παραπηδήσουν
ή πονέσουν τα νεφρά τους
ή πρηστούνε τα λιμπά[όρχεις] τους
Έτζι πιούν οχ το ζουμί τους
Ευθύς σφίγγει το κορμί τους.

Και ακόμη όσοι άλλοι
έχουσι λύσσα μεγάλη
τον κλανιά τους για να στένουν
πούτζα μέσα να λαβαίνουν
απ’ αυτά ζωμόν να βγάνουν
αγκληστήρι[κλύσμα] να τους κάνουν
σβένεται η πεθυμία
και του κώλου η βουρλισία[τρέλα].

Έτζι κι όσοι επεθυμούσι
μ’ άλλους νέους ν’ αγαπούσι
σ’ ένα[στο ίδιο] στρώμα να κοιμούνται
εις το να κωλοκτυπιούνται
τούτο και αυτοί αν πράζουν
βέβαια[στα σίγουρα] καταδαμάζουν
τη λαχτάρα της καρδιάς τους
και τη λύσσα του κλανιά τους.

Μα και αν απ’ τους φλαραίους[Καθολικούς ιερείς]
Ή και από τους ρωμαίους[Ορθόδοξους ιερείς]
τσοι παπάδες τσοι βαρβάτους
τσοι θερμούς και κοτζανάτους
Π’ όποιο χύστο[γυναικείο αιδοίο] και αν ευρούσι
πάντα μέσα του κτυπούσι
αν οχ το ξυνάδι[χυμό] στύψουν
και την πούτζα τους αλείψουν
ο θυμός τους ημερώνει
και το σύνεργον ζαρώνει.

Και οι κρυφογκαστρωμένες
και ξεκορασιδωμένες
αν μ’ ευλάβειαν τα βράζουν
και τα πίνουσι, σκεπάζουν
όσα κρυφογεννημένα
έχουσιν απερασμένα[στο παρελθόν].

Κι όποια του ανδρός της φύγει
από γνώσιν της ολίγη
κι ύστερα μετανοήση
και στον άνδρα της θελήσει
να ξαναγυρίση πάλι
μ’ όρκον σύνεσιν να βάλη
μόνο να τα μυρισθώσι
και οι δυό θ’ αγαπηθώσι.

Και όσες θε να κερατώσουν
τσ’ άντρες τους και να τυφλώσουν
εις το να μην απεικάζουν[βλέπουν]
όσους καύκους[εραστές] και αν εμβάζουν[μπάζουν]
απ’ τα φύλλα στάχτη κάνουν
και εις το φαγητόν τη βάνουν
και απ’ εκείνο τους ταγίζουν[ταΐζουν]
κι έτσι τους αποκοιμίζουν
και δε βλέπουν τι παθαίνουν,
ουδέ το καταλαβαίνουν,
γιατί όλοι οι ξεχασμένοι
είναι πάντα σκοτισμένοι.

Και οι ρουφιάνες κι οι ρουφιάνοι[ερωτικοί ταχυδρόμοι]
κι όποιος μεσιτείες[ανάρμοστα προξενιά] κάνη
εις το να κρυφομαντεύη
κορασιές να ρουφιανεύη
αυτά τόσον ενεργούσι
που αν επιχειρισθούσι
οχ τες φλούδες να ζυμώσουν
με το μέλι και να δώσουν
εκεινής οπού θελήσουν
εις το να την ξεπορτίσουν[κλέψουν]
έτζι μόνον είχε φθάσει
απ’ αυτά να δοκιμάση
παρευθύς γνώμη λαβαίνει
με τον καύκον και πηγαίνει.

Και όποια δεν κάνει παιδία
καίγει ολίγο από τα τρία
και αφού τα κάμη σκόνη
τα συχνοανακατώνει
με τσ’ αμυγδαλιάς το λάδι
και αλαφρά, αυγή και βράδυ
με το λιανοδάχτυλό της
μέσα βάνει στ’ απαυτό της
τότε όποιος της τη χώσει
παρευθύς θα την γκαστρώση.

Κι όποια έχει επιθυμία
για τα σερνικά παιδία
και μαραίνεται η καημένη
κι είναι πάντα πικραμένη
δέκα σπόρους αν εβγάλη
απ’ εκείνα και τους βάλη
μέσα σ’ ένα φλυτζανάκι
–μα να ρίξη και νεράκι
από το ξαστεριασμένο[ξορκισμένο κάτω από τα άστρα]
του Μαγιού το γητεμένο-
και τους σπόρους τούτους φάη
σερνικό παιδί γεννάει.

Και οι λεχώνες που στενάζουν
με το να μην κατεβάζουν
γάλα από τα βυζιά τους
για να τρέφουν τα παιδιά τους
ένα απ’ εκείνα σχίζουν
έπειτα τα ξεζουμίζουν
και βουτούν ένα πανάκι
εις αυτό το ξυναδάκι
και μ’ εκείνο τα βυζιά τους
κατά την επιθυμιά τους
με αυτό τα συχνοβρέχουν
κάνει ευθύς γάλα να τρέχουν.

Και αν από μυρωδία[επιθυμία λεχώνας]
Είχε σκοτισθή καμία
Και το αίμα την τζακίση[αρχίσει να τρέχει]
από μέσ’ από τη φύση[μήτρα]
να σταθή ξετεντωμένη
και καταφασκελωμένη
και να κάψη φυλλαράκια
από τ’ άγια νεραντζάκια
κι η μαμή να την αχνίζη
με δαυτά και να σφουγγίζη[σκουπίζη]
ομορφούλια αγάλι αγάλι
και με προσοχή μεγάλη
τ’ απαυτό και τα μηριά της
κατά την επιστασιά της
τότ’ ευθύς το αίμα παύει
κι η λεχώνα υγειά θα λάβη.

Και αν καμιά εις μοναστήρι
καλογριά ήθελε γύρει
να ξεπέση και να σφάλη
από μια μεριά κι απ’ άλλη
και κατόπι να θελήση
το κακό να παρατήση
αν ολίγ’ απ’ αυτό πάρη
και το κάμη φυλακτάρι
και το δέση στα μηριά της
συχωριέται η αμαρτιά της.

Κι όσες είναι αμπηριασμένες[ξεχασμένες]
οχ τους φίλους[εραστές] οι καημένες
Και τα στήθη τους κτυπούσι
Και θρηνομοιρολογούσι
λίγη φλούδα να μασήσουν
στη στιγμή θα ξαστοχήσουν
όλα τα λυσσοπαιγνίδια,
μα και τα κωλοκτυπίδια.

Και οι χήρες που ζητούσι
μ’ άντρα να ματασμιχθούσι
να κρυφοπαιγνιδιαρίσουν
καθώς είχαν συνηθίσουν
ένα από τα τρία παίρνουν
και οχ τη φλούδα το ξεγδέρνουν
και το βράζουνε λιγάκι
κι απ’ εκείνο το ζουμάκι
πίνουνε και τσ’ αμπηριάζει
το κακό που τες πειράζει.

Έτζι κι οι κορασιδούλες
κοπελιές ή τρυφερούλες
όποια ώρα τες πυρώση
έρωτας και να τες δώση
στην καρδιάν λυποθυμίαν
και στην σάρκα βουρλισίαν
τούτ’ αν μεταχειρισθώσι
και αυτές θα ωφεληθώσι.

και εις ολιγολογίες
σ’ όλα κάνουν ενεργείες.

Μα να ξέρης ευλοημένε
Δέσποτά μου ξακουσμένε
π’ οχ τη θύρα που προβαίνεις
πρέπει αυτά να τα βασταίνης
σκάλωστα στα ιερά σου
και ας κρέμοντ’ ομπροστά σου
ειδεμή δεν πετυχαίνει
ιατρειά καμιά να γένη
απ’ αυτά καθώς κελεύει
το βιβλίον κι ερμηνεύει.

Κι έτζι πάραυτα ο καημένος
σαν παπάς γραμματισμένος
εκατάλαβε τη χρεία
που είχαν και επιθυμία
κι είπε τους «το ζήτημά σας
θέλει γίνει τσ’ αρεσκειάς σας».

Και εφέτο στους χιλίους
Χρόνους και επτακοσίους
ογδοήκοντα επτά
εγινήκαν όλ’ αυτά.

Κι όταν είπε λειτουργία
ο παπάς στην εκκλησία
εις την ζώνην του κρεμάει
τρία νεράντζια και κινάει
απ’ τη μεσινή τη θύρα
με σταυρό και μ’ αγιαστήρα
Και τον κογιονάρουν[κοροιδεύουν] όλες
οι γυναίκες οι μαριόλες
όσες εδεκεί ευρεθήκαν
οπού ελειτουργηθήκαν
Και το κρυφομελετούσαν
Μια την άλλη και γελούσαν,
γιατί απόδειχναν[επισήμαιναν] τα τρία
τα δύο αυγά με τη μακρία.

Οι γερόντισσες εκλαίγαν
και των κοπελών ελέγαν:
«Κακομοίρες τι κοιτάτε
τον παπά μας και γελάτε;
Εσείς άξιες δεν είστε
τα βρακιά του να του λύστε.

Μα να ξέρετε καημένες
Κοπελιές ξετροδισμένες[πονηρεμένες]
οπού είναι ο βλοημένος
Σε γιατρεία προκομμένος,
που αν καμμιά είχ’ αρρωστήσει
ή η αγάπη τη βουρλίσει
τρέχ’ ευθύς και την ποτίζει
και τη λύσσα της ξορκίζει
και επιθυμά να βάλη
μ’ επιμέλεια μεγάλη
με συνήβασες[συμβάσεις] και πάτα[συμφωνίες]
πάσα μια σε καλή στράτα».

Αλλ’ αυτές γελοκοπώντας
και λυσσοκαυλομαχώντας
του εβγάλαν τες φωνές
τρεις και τέσσερες φορές:
«Έχεις τρία κούνησέ τα
σαν αυγά φιρίρησέ[τσούγκρισε] τα
τρία έχεις κούνησέ τα
κλούβια είναι και έσπασέ τα».

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ, «ΕΜΜΕΤΡΕΣ ΒΩΜΟΛΟΧΙΚΕΣ ΣΑΤΙΡΕΣ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

ΕΚΛΑΪΚΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΝ Δρα ΤΣΙΟΔΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟ ΧΑΡΔΑΛΙΑ... :-)


[Σύνοψη των βασικών γνώσεων για τον κορονοϊό, μετά την παρέλευση του πρώτου μήνα.]
--------------------------------------------------------------------------
1. Κατά κανόνα, δεν μπορείτε να βγαίνετε απ’το σπίτι, αλλά αν αισθανθείτε τέλος πάντων την ανάγκη, μπορείτε.
2. Οι μάσκες δεν χρησιμεύουν, αλλά ίσως θα πρέπει να φοράμε, μπορεί να σώσουν.
3. Τα μαγαζιά είναι κλειστά, εκτός απ’αυτά που είναι ανοιχτά.
4. Δεν πρέπει να πηγαίνετε στα νοσοκομεία, εκτός όταν πρέπει να πηγαίνετε, μπορείτε να πηγαίνετε μόνο σε περίπτωση ανάγκης υπό τον όρο πως δεν είστε άρρωστοι.
5. Αυτός ο ιός είναι θανατηφόρος, αλλά όχι και τόσο φοβερός, εκτός αν συμβεί και είναι φοβερός, οπότε θα προκαλέσει μεγάλη παγκόσμια καταστροφή.
6. Τα γάντια δεν θα βοηθήσουν, όμως μπορεί παρόλα αυτά και να βοηθήσουν.
7. Όλοι πρέπει να μένουν στο σπίτι αλλά είναι σημαντικό να βγαίνουν.
8. Ο ιός δεν έχει επίδραση στα παιδιά εκτός από εκείνα στα οποία έχει.
9. Τα ζώα δεν προσβάλλονται αλλά παρόλα αυτά υπήρξε μια γάτα στο Βέλγιο που διαγνώστηκε θετική τον Φεβρουάριο, όταν δεν είχαν ακόμη αρχίσει τα τεστ στους ανθρώπους.
10. Θα έχετε διάφορα συμπτώματα αν νοσήσετε, αλλά μπορεί και να νοσήσετε χωρίς να έχετε συμπτώματα, μπορεί επίσης να έχετε συμπτώματα χωρίς να νοσήσετε ή και να είστε φορείς της νόσου χωρίς να έχετε συμπτώματα.
11. Για να μη νοσήσετε, πρέπει να τρώτε καλά και σωστά και να αθλείστε, αλλά να τρώτε ό,τι σας βρίσκεται, καλύτερα να μη βγαίνετε.
12. Κατά προτίμηση, είναι καλό να παίρνετε τον αέρα σας αλλά θα κάνετε άσχημη εντύπωση εάν βγείτε να πάρετε τον αέρα σας, και προπάντων μην πηγαίνετε στα πάρκα ή, εάν πάτε σε πάρκο, να μην κάθεστε στα παγκάκια εκτός αν είστε ηλικιωμένοι ή έγκυοι.
13. Δεν μπορείτε να κάνετε επίσκεψη σε ηλικιωμένα άτομα, αλλά πρέπει να τα φροντίζετε και να τους πηγαίνετε τα διάφορα ψώνια και φάρμακα.
14. Κάθε ανησυχητική είδηση ή ανακοίνωση αρχίζουν με τις λέξεις "δεν θέλω να σπείρω τον πανικό αλλά…"
15. Δεν μπορείτε να δείτε τη μάνα σας ή τη γιαγιά σας αλλά μπορείτε να πάρετε ταξί που ο οδηγός του να έχει την ηλικία του πατέρα σας.
16. Ο ιός παραμένει ενεργός πάνω σε διάφορες επιφάνειες για δύο ώρες, όχι, για τέσσερις, όχι, για έξι, όχι, δεν είπαμε για πόσες ώρες, μήπως για μέρες; Αλλά ευδοκιμεί σε υγρό περιβάλλον. Ή μάλλον, όχι απαραιτήτως.
17. Ο ιός αιωρείται στον αέρα, μπορεί και όχι, ναι, ίσως, κυρίως μέσα σ’ ένα κλειστό δωμάτιο κάποιος ασθενής μπορεί να κολλήσει δέκα υγιείς.
18. Μετράμε τον αριθμό των νεκρών αλλά δεν ξέρουμε να πούμε πόσοι άνθρωποι έχουν προσβληθεί, αφού ως τώρα έχουμε ελέγξει μόνο αυτούς που ήταν σχεδόν πεθαμένοι ούτως ώστε να ξέρουμε εάν ο ιός ήταν η αιτία που θα πέθαιναν.
19. Πρέπει να μείνουμε σε κατ’οίκον περιορισμό μέχρι την εξαφάνιση του ιού αλλά ο ιός δεν πρόκειται να εξαλειφθεί παρά μόνο αν αποκτήσουμε ανοσία της αγέλης, άρα ο ιός πρέπει να κυκλοφορεί, επομένως δεν πρέπει πια να μένουμε κλεισμένοι στο σπίτι.
20. Γενικό συμπέρασμα, πρέπει να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα με εύθυμη και χιουμοριστική διάθεση, παρουσιάζοντας τις διάφορες καταστάσεις με φαινομενική σοβαρότητα και αδιαφορία, κάτω από την οποία να κρύβεται η σάτιρα και η άκακη ειρωνεία. 

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Η ΣΤΙΤΙΚΕΤΣΑ [ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΤΑ] Του Κόντε Κλάπα !!!

Η ΣΤΙΤΙΚΕΤΣΑ [ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΤΑ]
[Στη Ζάκυνθο επί Ενετών ο κόντε Ρικάρντο Νταβιτσέντσα γράφει μια «Ομιλία» και την «ανεβάζει» στο σαλόνι του, για να σατιρίσει την …δυσκοιλιότητα του φίλου του Κόντε Κλάπα]
.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Στ’ Αρχοντικό του Κλάπα. Ο Κόντες, με τη νυχτικιά του και φαρδιά ρόμπα ντι κάμαρα, κάθεται στη σέκια[φορητό αποχωρητήριο-πολυθρόνα] του ακίνητος και βλοσυρός. Είναι φαλακρός και η περούκα δίπλα του, στον περουκοστάτη, είναι απαράλλαχτη μ’ εκείνη του πατέρα του, που εικονίζεται στο θεόρατο κάδρο πίσω του. 
Ο Ντοτόρος Μορτεβίας τού μετράει το πόλσο.[σφυγμό]

ΚΟΝΤΕΣ: Σορ Μορτεβία, βόηθα με!/ Κοντεύω να κρεπάρω [σκάσω].
Αν δε με γιάνεις γρήγορα,/ θε να βαρέσω σμπάρο…

ΓΙΑΤΡΟΣ: Μπράβο σου! Μα μ’ ούλο το ρισπέτο
 σα μαχαιρίες τα λόγια σου  με βάρεσαν στο πέτο
Είναι κουβέντες, Άρχοντα,/ ευτούνες που μου λες;
ΚΟΝΤΕΣ: Τι θες να κάμω; Τήραμε!/ Είμαι για να με κλαις!
 Κόκαλα το κορμάκι μου/ κατάντησε και πέτσα!

ΓΙΑΤΡΟΣ: Κόντε μου! Δε ματάγινε/ μιά τέτοια στιτικέτσα!
Δεν είν’ αρρώστια σέρια[σοβαρή]/ για τσου μικρούς/ανθρώπους,
τηνε γιατρεύουμε, μαθές,/ με χίλιους δύο τρόπους.../ 
Μα τσ’ αφεντιάς σου τ’ άντερα/ είν’ στίτικα ντί στέζα[δυσκοίλια περιοπής],
 έχουν πείσμα κοντέικο/ και μνέσκουν πάντα στέζα[τεντωμένα].

ΚΟΝΤΕΣ: Νιώθω μαστίτσα[συμπαγή] την κοιλιά/ σα μαρμαρένια ντάπια/
 Ματάνοιξε, Ντοτόρο μου, τα δόλια σου κιτάπια/ 
και βρες δελέγκου[αμέσως] μέσα κει/ του γλυτωμού σανίδα.
 Αλλιώς, Σορ Μορτεβία μου,/ “αντίο που σε είδα”![τετέλεσται].

ΓΙΑΤΡΟΣ: Ούλους τσου ματαδιάβασα!/ Αφ’ τον αντίκο·Τσέλσο
στους Διοσκουρίδη, Γαληνό, Βεζάλιο, Παρατσέλσο./Μα και τσου πούλιο κοντινούς:/ Εύστάκιο, Φαλλόπιο, τσου δύο Χάντερ, τον Χαρβέ...

ΚΟΝΤΕΣ: Μούπαν ριμέντιο[γιατροσόφι] ντόπιο…

ΓΙΑΤΡΟΣ: Μα εδώ ριτσέτες[συνταγές] Πάντοβας/ και βγήκαν οπορκερίες[άχρηστες]/ 
και θες να σε σαλβάρουνε[γλυτώσουνε]/ τση γειτονιάς οι γρήες;

ΚΟΝΤΕΣ: Ευτούνα τ’ άντερα, γιατρέ,/ είναι τσ’ απορπισίας!/ 
Να ματακούσω τη βροντή/ μιας αποπατησίας/
 και στην πλερώνω για χρυσή./Μίανε μόνε-μόνε![ίσα-ίσα]

ΓΙΑΤΡΟΣ: Κόντε μου, βρίσκουμαι και γώ/ σε μία ντισπερατσιόνε!/ 
Ούλα μου τα δοκίμασα /κι ούλα πήγανε στράφι!/ 
Ακόμα και μιαν όστια[χάπι] με σκόνη από χρυσάφι!/
 Βρύση τ’ όλιο ντί ρίτσινο,[καθαρτικό]/ φόρτε καλομελάνο[μονοχλωριούχος υδράργυρος,/ 
κλυστήρια[κλύσματα] με τη σέσουλα/ Τι άλλο να σου κάνω;/
 Η τέχνη μου φαλίρισε /μ’ ευτούνη την κοιλιά σου./ Άλλο δέ μνέσκει τώρα πια…

ΚΟΝΤΕΣ: …παρά να πας καλιά σου!/ 
Θα δοκιμάσω μοναχός/ ’να ντόπιο γιατροσόφι./ 
Οι γρήες ξέρουν τα πολλά!/ Κι ας λεν οι φιλοσόφοι!

ΓΙΑΤΡΟΣ: Ακομοντάτεβι[Όπως σας αρέσει] Σινιόρ!/ με γειές σου και χαρές σου.

ΚΟΝΤΕΣ: Έχεις και μούτρα να μιλείς/ μετά τσι συμφορές σου;

ΓΙΑΤΡΟΣ: Συμπάθιο! Μα τα μαγικά/ εγώ τάχω χεσμένα.

ΚΟΝΤΕΣ: Γιατί τσιρλάς ελεύτερα!/ Μα δε ρωτάς και μένα/
π’ άντίς πουργκάντε[καθαρτικό] μούδεσες/ στο κώλο μου φουστέκια[ασφυκτικά δεσμά]/ 
κι ούτε να κλάσω δεν μπορώ/ την ίδια μου τη σέκια!

ΓΙΑΤΡΟΣ: Και τι λογής, Σιορ Κόντε μου,/ είναι φτούνο το μάγιο;

ΚΟΝΤΕΣ: Ολημερνίς στη σέκια μου/ θα κάνω το σκαντάγιο,[βολιδοσκόπηση]/ 
μετρώντας και προσέχοντας/ κάθε γουργουρισία;

ΓΙΑΤΡΟΣ: Μα νύχτα-μέρα στο σκαμνί;/ Τούτο ’ναι βουρλισία./ 
Θα σου κατσιάσει το κορμί!/ Ο νους σου θα στουπίρει,[αποβλακωθεί]/ 
αν κάτσεις τρία μερόνυχτα/ σ’ αυτό το πατητήρι!

ΚΟΝΤΕΣ: Ας γένει το μιράκολο[θαύμα]/ κι ας κάτσω, δε με μέλει./
 Αγάλια- αγάλια γένεται/ κι η αγουρίδα μέλι!

ΓΙΑΤΡΟΣ: Κι από βοτάνια;

ΚΟΝΤΕΣ: Τίποτσι! Μονάχα να φορτσάρω[βάζω τα δυνατά μου]/ και ν’ ασπετάρω[περιμένω] το καλό!

ΓΙΑΤΡΟΣ: Κοσπέτο[μπράβο], μίο κάρο!/
Εμένα να με συμπαθάς,/ μα πρέπει να πηγαίνω/ 
τση γειτονιάς τσου αχαμνούς!/ Πιού τάρντι[αργότερα] ανεβαίνω/ 
στ’ αρχοντικό σου, για να δω/ τα ποία και τα πόσα/ αυγά στη σέκια εγέννησε/ η παινεμένη κλώσα!
(Φεύγει. Ο Κόντες μένει μονάχος. Ξάφνου το μούτρο τον λάμπει από χαρά.)
ΚΟΝΤΕΣ (μ’ ενθουσιασμό): Άκου την, γουργουρίζει! / Έλα μωρή, φινίριστο[τελείωσέ το]/ (το μούτρο του σκοτεινιάζει)/ Τ’άντερομπουρμπουλίσματα/ πάψανε το ντορό[χαβά] τσου,/ φόρσε[μάλλον] 
γατσούλια[γάτες] σκούζανε/ στη ρούγα. Το σταυρό τσου!!!
Σιπάριον
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981) «Ο ΚΟΝΤΕΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑ 1975
Από Dionisis Vitsos

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

TOY ΚΑΣΤΡΙΝΟΥ "Ο ΚΟΚΚΟΡΑΣ" !!


Ο ΚΟΚΚΟΡΑΣ.

Είμαι που να μην ήμουνα, σας λέω για ούλα κάνω,
από μικρό η μάνα μου, μ΄έλεγε καυλαράνο.

Μ΄έλεγε καυλοράπανο, μ΄έλεγε ατακτούλη,
μετά απο χρόνια το άλλαξε, μ΄έλεγε πηδηχτούλη.

Γοφούς να βλέπω μ΄άρεσε, καθότι παιχνιδιάρης,
μια μέρα.. το΄χα μέσα μου, να γίνω καβαλάρης.

Εζήλευα τον κόκκορα, και την περιβολή του,
είχε να κάμει πράματα, με ούλες στην αυλή του.

Είχε κοτέτσι κι έτρεχε, από τη μια στην άλλη,
ο κόκκορας κατάφερε, ιδέες να μου βάλει.

Ήθελα αξιώματα, θεσήτης να διατάζω,
και με κοκκόρου διάθεση, ότι έχω να μοιράζω.

Αλήθεια νιώθω κόκκορας, μετά από τόσα χρόνια,
μα θέλω περιφέρειες, και ανάλογα πεπόνια.

Θέλω να το΄χω μπόλικο, το ξύγκι να χορτάσω,
το πιάτο μεσ΄τα μούτρα μου, εκεί μέχρι να σκάσω.

Μα ξάπλα διπλασιάζεται, φοβάμαι που να πάρει,
για δεν δουλεύεται εύκολα το κάθε μπουτουνάρι.

Όμως υπάρχει η δύναμη, κι όλα τα καταφέρνω,
για να΄μαι ακαταμάχητος, όλο και κάτι παίρνω.

Έχω πολλά αποθέματα, και βαρβατίλα βγάζω,
δεν λείπει από το σπίτι μου.. για αυτό και το μοιράζω.

Το ξέρω με ζηλεύουνε, να βλέπουν δεν αντέχουν, 
για αυτό βγαίνει η κακία τσους, που έχω ότι δεν έχουν.

Εδώ μιλάει η στρατηγική, κι εγώ την εκατέχω,
δεν θέλω και αμφισβήτηση, μέχρι παράσημα έχω.

Δεν λέω.. έχω απώλειες, γκρίνιες και φαγωμάρες,
μα ούλα εφτούνα ένα πουλί, τα βλέπει σαχλαμάρες.

Ο κόκκορας δεν κρύβεται, λαλεί φοράει και μπότα,
στην εξουσία αφήνεται.. φωλιάζει η κάθε κότα.

Και εγώ είμαι ένας κόκκορας, και που δεν χαμπαριάζω,
έχω δικό μου πρόσταγμα, και όπου θέλω αδειάζω.

Όταν πλησιάζει θηλυκό, αισθάνομαι μια μέθη, 
γιατί ο καλός ο μύλος μου, παιδιά ούλα τα αλέθει.




Κάθε συσχέτιση με Τοπικό Άρχοντα 
του Τζάντε δεν αποκλείεται !!

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΙΝΟΥ: -ΟΙ ΠΟΛΥΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ ΚΛΕΦΤΕΣ !!




ΜΠΗΚΑΝΕ ΚΛΕΦΤΕΣ, (1)
Νομοταγής και φρόνιμος, είμαι μέχρι αηδίας,
αφού δασκάλοι μου΄δωσαν, μαθήματα παιδείας.

Ο νόμος λέει ξεκάθαρα, στο σπίτι κι όπως να΄σαι,
αν έμπει κλέφτης, έστονε, να κάνεις πως κοιμάσε.

Αν είσαι μεσ΄το μπάνιο σου, αν είσαι τουαλέτα,
αν είσαι σε καθήκοντα, αγκαλιά με τη Βιολέτα.

Βιολέτα η γυναίκα μου, που τη μιλιά τση πήρα,
την έχω και στη πράξη μας, βουβή και κακομοίρα.

Τση έχω κάνει μάθημα, μήπως και κάτι τύχει,
ακόμα και στ΄αγκάλιασμα, να μη δουλεύει νύχι.

Επήρα μαγνητόφωνο, και να σας πω.. αξίζει,
ολονυχτίς και αδιάκοπα, για μένα ροχαλίζει.

Άσε που η εξυπνούλα μου, με άφησε μαλάκα,
κοντά στην είσοδο έβαλε, 50 ευρώ σε φάκα.

Είναι μια λύσει απάντησε, να πιάσουμε τον κλέφτη,
γιατί σε κάθε θόρυβο, δεν θέλω να σου πέφτει.

Το΄βαλε και στο φέις μπουκ, που μπαίνει ούλη την ώρα,
προσωπικά κομπιάσματα, μου τα΄βγαλε στη φόρα.

Δεν είναι τση΄πα μάτια μου, οι άνθρωποι ποντίκια,
και πρόσεξε.. σαν θύμα τσους, μη και τσου πεις καθίκια.

Το Κράτος λέει.. το΄παμε, αν έμπουνε κοιμάστε,
και πινακίδα σε εμφανές, ελεύθερα περάστε.

Αλλιώς.. κατηγορούμενος, κ΄άλλο δεν ανασαίνεις,
ή φυλακή και ζωντανός, ή μεσ΄το λάκο μπαίνεις.

Αυτός είναι ο πρόλογος, όπως τον θέρτε ποιήμα,
στο δεύτερο που μπήκανε.. πως πέρασε το θύμα.

Το πρώτο, με κατούρισε από φόβο η Βιολέτα,
δεύτερο, μεσ΄το κόψιμο, που είχα από ομελέτα.

Τρίτο, μεγάλο ξάφνιασμα, που΄πε την ώρα ο κούκος,
τέταρτο, εκεί που γλίστρησε, στα λάδια ο μπουλούκος.!!!


ΜΠΗΚΑΝΕ ΚΛΕΦΤΕΣ. ( 2 )
Μας κάμανε επίσκεψη, οι κλέφτες ένα βράδυ,
ήταν η μέρα που στο χολ, σκορπίστηκε το λάδι.

Η μέρα που με πείραξε, με χάλασε η ομελέτα,
τη μέρα που΄χα πρόγραμμα, να πέσω στη Βιολέτα.

Όσα κι αν πω τι πέρασα, στο μπάθρουμ, είναι λίγα,
πιλάλα και ξεβράκωτος, δέκα φορές επήγα.

Ησύχασε το βράδυ μας, κι΄εγώ δεν είχα σάλιο,
μόνο του μαγνητόφωνου, είχαμε το ροχάλιο.

Μα πριν στον ύπνο αφεθώ, με χάιδεψε η φωνή τση,
κλέφτες μου λέει μπήκανε, ακούω γρίτσι γρίτσι.

Κι εγώ που αγκουρμάστηκα, άκουσα μια συρσία,
την ένιωσα στο στρώμα μας, και μία υγρασία.

Φτάνει τση λέω κάτουρα, και κάνε πως κοιμάσε,
τσου΄χουμε καλωσόρισμα, μη τρέμεις μη φωβάσε.

Και ξαφνικά εκτύπησε του τοίχου το ρωλόι,
κ΄ο ένας προσγειώθηκε, στη γλάστρα την αλόη.

Πέρασε αν κατάλαβα, κι απ΄τον μεγάλο κάκτο,
είχε ένα ωωω και σκούξιμο, ο βρόντος με το σάλτο.

Ροβολητό ακούστηκε, και από την κουζίνα,
τον ένα όπως φαίνεται, τον είχε πιάσει πείνα.

Τον ξάφνιασε το απρόσμενο, που΄ψαχνε παξιμάδια,
και τα πλακάκια μέτρησε, που ήταν από λάδια.

Ήθελα αν δεν κοιμόμουνα, να ζήταγα συγνώμη,
μα όμως δεν κουνήθηκα, οι νόμοι είναι νόμοι.

Πετάγεται στην ώρα του, ο κούκος με ένα ντούκου,
κ΄άρχισε λες και το΄ξερε, το κου κου, κου κου, κου κου.

Η νύχτα εφτούνη πέρασε, και εγώ στη στεναχώρια,
ο κούκος μου τσου τρόμαξε, και εγω μιλιά δεν μπόρια.

Δεν πήρανε και τίποτα, και θα΄χουνε κακίες,
καλά που θα΄ναι σκεύτομαι, και πολυτραυματίες.!!!




Απ' το Τζάντε !!
Του Καστρινού