ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μακεδονία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μακεδονία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

--"Εκεί είναι ο εχθρός"--


ΠΡΕΣΠΑ
Στα σκαριά μια νέα προσφυγιά
- Να, κοίτα απέναντι. Τι βλέπεις;
- Τρία χωριά.
- Διαφέρουν;
- Οχι.
- Ε, γι' αυτούς που φτιάχνουν τα σύνορα, διαφέρουν! 
Το ένα, εκεί αριστερά, είναι το Ντούπενι, τ' άλλο, στη ρεματιά, είναι ο Αγιος Γερμανός, πιο κάτω ο Λαιμός κι ανάμεσα, μετά το εκκλησάκι, το σύνορο. 
Οι μισές οικογένειες ζουν από δω κι οι άλλες μισές δίπλα. Αμα δε δεις την "πυραμίδα", περνάς και δεν καταλαβαίνεις ότι άλλαξες χώρα...
***
Πρέσπα. Είπαμε να πάμε απλά μία εκδρομή. Να είμαστε εκεί τα Θεοφάνια, να δουν και τα παιδιά πώς πέφτουν οι άνθρωποι στην παγωμένη λίμνη να βγάλουν το σταυρό, αιώνες τώρα. Να πάμε με τη βάρκα και στα ασκηταριά, να "χαζέψουμε" με την ησυχία μας τις αγιογραφίες στους απόκρημνους βράχους της λίμνης, να προλάβουμε και το "καζάνι" που φτιάχνει τσίπουρο μ' ό,τι άρωμα τραβάει η ψυχή σου.
***
Είπαμε, αλλά, λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο. 
Και ξενοδόχος είναι όλος ο λαός της Πρέσπας: Και οι προαιώνιοι γηγενείς Μακεδόνες και οι νεότεροι έποικοι - γηγενείς πλέον κι αυτοί - Πόντιοι και οι ακόμα πιο νέοι έποικοι Βλάχοι της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. 
Ολοι αυτοί που με τα αυτονόητα του τρόπου ζωής τους δικαιώνουν στο έπακρο όλα όσα εσύ προσπαθείς να μάθεις στο παιδί σου για την περίφημη ελληνική φιλοξενία, διαβάζοντάς του βιβλία με ιστορήσεις από τα παλιά.
 Προϋπόθεση μία: Να πας ανοιχτός.
 Να μη θες να κατακτήσεις. Να μην πεις "εγώ με τα λεφτά μου...". 
Να μην είσαι "απέναντι". 
Και τότε, θες δε θες σε κάνουν ένα μ' αυτούς. Ανοίγουν την ψυχή τους και δε σου λένε καν "γράψε κάτι". 
Η κουβέντα δε γίνεται για να υπάρξει αντάλλαγμα. Ξέρουν πως, έτσι κι αλλιώς, θα γράψεις απ' όσα ακούς μόνο όσα δεν τους βλάπτουν.
Δεν πάτε πουθενά

Ξημερώματα τ' Αη Γιαννιού είχαμε φορτώσει τα πράγματα για το δρόμο της επιστροφής, θέλοντας να προλάβουμε το χιόνι που 'πεφτε ήδη στη Βίγλα.
 Φωνές, κακό: Φωτιά! Φωτιά! 
Η γιαγιά, η Φώτω, μ' όλα τα 80 χρόνια της, έτρεχε στην ανηφόρα απ' τον ποντιακό συνοικισμό προς τον Αγιο Γερμανό. 
"Φώναξε, κόρη μου, τον κύρη σου. Να τρέξει στην εκκλησιά, να 'ρθουνε. Επιασε φωτιά το σπίτι". 
Μέχρι να κατέβουν οι άλλοι, ο Γιώργης κι ο Μανώλης είχαν πάρει απ' τις γύρω αυλές τα λάστιχα με το νερό κι είχαν μπει στη φωτιά. 
Ενα δίπατο σπίτι που 'μεναν δυο γερόντια - ευτυχώς είχαν πάει στην εκκλησιά - ήταν πνιγμένο στον καπνό. 
Μιάμιση ώρα μετά, με τη βοήθεια όλου του χωριού, ο βασικός σκελετός του σπιτιού, η τραβάκα και το ξύλινο μεσοπάτωμα είχαν σωθεί. Την πλήρωσαν τα έπιπλα και τα ρούχα. Με καψαλισμένα μαλλιά κινήσαμε να φύγουμε την ώρα που έρχονταν η Πυροσβεστική από τη Φλώρινα.
"Δεν πάτε πουθενά! Θα πάμε σπίτι, να γνωρίσετε την οικογένεια, να πιείτε κι ένα τσίπουρο να συνέλθετε". 
Ο Ρέπας δε σήκωνε κουβέντα σ' ό,τι έλεγε. Τρεις μέρες πριν θα τον κοιτούσαμε με επιφύλαξη. 
Είναι Βλάχος και γι' αυτούς ακούγονται τόσα στην περιοχή. Μόνο που άμα ξεχαστείς και πιστέψεις στα λόγια, έχεις χάσει κι έχεις αδικήσει ένα λαό. 
Μιλώντας μαζί τους μαθαίνεις όλο το δρόμο: Τους έφεραν μετά τον εμφύλιο για να "αντικαταστήσουν" τον ντόπιο πληθυσμό, που η άρχουσα τάξη θεωρούσε "εχθρό". 
Σήμερα οι "αντικαταστάτες" είναι και αυτοί διωκόμενοι. Ανθρωποι που παλεύουν σκληρά να επιβιώσουν στη νέα πατρίδα. Μια πατρίδα που τους διώχνει κάθε στιγμή, αφού τώρα πια το πλάνο της άρχουσας τάξης προβλέπει για την Πρέσπα τη μετατροπή της από αγροτοκτηνοτροφική σε τουριστική.
 Το "αλπικό" τοπίο της λίμνης, που θα το ζήλευαν αρκετές "Ελβετίες", στη νέα χρήση του "δε σηκώνει" κατσίκια, τσοπάνους και "φασολάδες" που "διαταράσσουν την οικολογική ισορροπία". 
Μόνο πουλάκια που θα πετούν πάνω από ανακαινισμένα πέτρινα σπίτια, αγορασμένα από εφοπλιστές, μεγαλογιατρούς, διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων κ. ά.

Ο εχθρός

Τη νύχτα των Φώτων, στο Βατοχώρι, έξω απ' τα όρια της Πρέσπας, στα σύνορα, στο δρόμο για την Κορυτσά, έξω από 'να καφενείο ένα μπουλούκι παιδιά χαλάει τον κόσμο στο παιχνίδι. 
Ψευδαίσθηση ζωής. 
Είναι μόνο για μια νύχτα. 
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού κόβει την πίτα του κι έχουν μαζευτεί οι χωριανοί από τη Φλώρινα, την Καστοριά κι αλλού όπου ζουν. 
Κεφαλοχώρι κάποτε, έμεινε πια με 15 γερόντια να φυλάνε "Θερμοπύλες". 
Ο Νικολάι μάς κάλεσε να παραβρεθούμε σ' αυτό το "σπάνιο πανηγύρι", όπου θα βρεθούν όλοι μαζί. 
Στο κρασί κάποιοι τον πειράζουν, γιατί μια μέρα ανέβηκε πάνω στα παλιά οχυρά, βρήκε μια βάση από 'να πολυβόλο και την έστρεψε κατά την Αθήνα. 
"Εκεί είναι ο εχθρός" είπε και επιμένει. 
Στην παραλλαγή της ακούσαμε την ίδια εκδοχή για το πού βρίσκεται ο εχθρός κι από τον Περικλή, τον μοναδικό κάτοικο του Μηλιώνα. Οταν τον ρώτησαν τα μέλη ενός τηλεοπτικού συνεργείου πόσο ακριβώς απέχουν τα σύνορα, γύρισε στο νότο και τους είπε "630 χιλιόμετρα". 
Αργά τη νύχτα ο Γιώργης, γουναράς παλιά, οικοδόμος σήμερα, πρόσφυγας στον τόπο του, 35άρης άντρας, χορεύει ένα λεβέντικο σέρβικο και μόλις κάθεται γυρνά και με ρωτά: 
"Μπορείς να μου πεις γιατί μας διώχνουν; Θέλουν να 'ρθουν; Να 'ρθουν! Εμείς σε τι τους εμποδίζουμε; Ξέρεις τι κόσμο είχε πρώτα εδώ; Να σε πάω πάνω στη Σφίγγα, στο Μοσχοχώρι, να δεις μια μεγάλη εκκλησιά, βούιζε το χωριό απ' τον κόσμο, τώρα δε μένει κανείς. Εδώ είχαμε τρεις ραφτάδες. Φαντάσου δουλιά!".

Το πέρασμα

"Η Ερμιόνη της Πρέσπας", όπως αποκαλεί τη μαγείρισσα του σχολείου του Αγ. Γερμανού, ένας φίλος, ο Γ. Γαβριηλίδης, είναι μια γυναίκα που δεν τη βάζει το μάτι σου. 
Επί τέσσερα χρόνια έφευγε από τους Ψαράδες με τα πόδια, διέσχιζε τα 14 χιλιόμετρα της παγωμένης έκτασης μέχρι τον Αγ. Γερμανό, κρατώντας στο ένα χέρι το γιο της και στο άλλο ένα μπαστούνι που το χτύπαγε στον πάγο "να φοβούνται οι λύκοι".
 Ενα πρωινό, ο σκοπός στο φυλάκιο της Κούλας τρόμαξε όπως την είδε να 'ρχεται μες στο χιονιά απ' το βουνό κι έκανε "εφ' όπλου λόγχη". 
Είναι 34 χρόνων και λέει τις ιστορίες απ' αυτά τα χρόνια σαν να 'ναι κάτι αυτονόητο, φυσιολογικό. "Τι να 'κανα; Είχα ανάγκη"... Καθώς μιλά για το παγωμένο πέρασμα, φέρνεις στο νου την ιστορία που άκουσες για κείνα τ' άλλα χρόνια, τότε που απ' τα αεροπλάνα θέριζαν τους αντάρτες που περνούσαν απέναντι, μέχρι που βάφτηκε η λίμνη κόκκινη. 
Τον ίδιο λαό ματώνουν και σήμερα.


Θανάσης Βραχορίτης:

Τυπικά, δεν υπάρχουν!
"Μιλούσαμε μια μέρα τη γλώσσα μας. "Τι μιλάτε έτσι, τσάπα τσάπα;", μου λέει ένας απ' αυτούς". Δείχνει με το χέρι τον κυρ - Θανάση, γείτονα πια, Βλάχο την καταγωγή. "Εσείς γιατί μιλάτε βλάχικα, του απαντώ. Κύριέ μου, συνέχισα, απ' τη μάνα μου έπεσα μ' αυτήν τη γλώσσα. Στο σχολείο έμαθα ελληνικά. Μη μου ξαναπείς γιατί μιλάω τη γλώσσα μου. Εγώ μιλάω τέσσερις γλώσσες!". Το 'πε με μια περηφάνια αυτό το "μιλάω τέσσερις γλώσσες"! 
Η κυρά - Θοδώρα, το γένος Παπαδοπούλου, κρατά στα χέρια της τη φωτογραφία μιας ανταρτοπούλας. "Εκανα ενάμιση χρόνο στο βουνό, οκτώ στην Τασκένδη, δύο στη Ρουμανία", εξηγεί. 
Δίπλα της ο παππούς, ο Γερμανός Δαμολής, περιγράφει την πρώτη του εμπειρία από το κράτος της μισαλλοδοξίας: 
"Με κατάγγειλαν ότι έδωσα ψωμί και πρόβατα στους αντάρτες. Ούτε ψωμί είχα, ούτε πρόβατα. Από το '45 μέχρι το '48, ήμουνα στη Γιούρα. Οταν μας 'φεραν πίσω, πριν μας αφήσουν, μας έδιναν γάλα 10 μέρες για να μας συνεφέρουν πριν μας δει ο κόσμος".
"Τα 'παμε και στην ΕΤ αυτά, αλλά δεν τα δείξανε", παρεμβαίνει η κυρά - Θοδώρα. "Μας πήγαν μ' ένα αρματαγωγό. Μόλις φτάσαμε, μέσα απ' το καράβι, άρχισε το ξύλο. Εναν δημοσιογράφο, κομμουνιστή, δε θυμάμαι όνομα, τον πήγαν στη σπηλιά με το φορείο. Πέθανε εκεί, δεν τον θάψανε. Ενας δικός μας, απ' τ' Ανταρτικό, άρπαξε ένα φύλακα κι έπεσε μαζί του στη θάλασσα την ώρα που μας 'βγαζαν". 
"Η κατηγορία πάντα ήταν "είστε Βούλγαροι, γιατί μιλάτε άλλη γλώσσα". 
Μια ζωή καταδιωκόμενο το δικό μας το στοιχείο, το σλάβικο. 
Μας είχαν μαζί με τους κομμουνιστές", παρεμβαίνει πάλι η κυρά - Θοδώρα.
"Ο νομάρχης ο Τσαχτσίρας άρχισε τις διώξεις", θυμάται ο Γερμανός. 
"Είχαμε, συνέχισε, μείνει κάπου 500. Τελικά, κι ο πατέρας μου πέθανε στην Πολωνία. Αφηνε ο κόσμος τα σπίτια γεμάτα, τα γουρούνια ταϊσμένα κι έφευγε για να ξαναγυρίσει. Δε γύρισαν. Σκότωναν νοικοκυραίους μόλις έμπαιναν. Φοβήθηκε ο κόσμος, έφυγε".
 "Στη Φλώρινα, θυμάται ξανά η κυρά - Θοδώρα, εκτέλεσαν 14 παιδιά μας". "Προδόθηκε εκείνη η μάχη", συμπληρώνει. "Μας πήραν να πάμε να μαζέψουμε τους σκοτωμένους. Τους βάζαμε στα "Τζέιμς". Εσκαβε συνέχεια η μπουλντόζα το λάκκο. Σαν τους Γερμανούς με τους Εβραίους", παίρνει τη σκυτάλη ο Γερμανός. 
Η κυρά - Θοδώρα, αντάρτισσα, ο Γερμανός να μαζεύει σκοτωμένους. Αυτούς τους 850, που, και σήμερα ακόμα, τους έχουν πεταμένους στο λάκκο έξω απ' τη Φλώρινα, χωρίς ένα σταυρό, μια πλάκα να γράφει ότι από κάτω υπάρχουν άνθρωποι. Κράτησε κοντά μισή ώρα αυτή η κουβέντα.
 Ο κυρ - Θανάσης, ο Βλάχος, άκουγε. "Δεν υπάρχει σλαβομακεδονική μειονότητα", πετάει σε μια στιγμή. "Και γω τι είμαι;", του απαντά η κυρά - Θοδώρα και ξανά απ' την αρχή η αφήγηση για τ' αδέρφια που ζούνε στο Ντούπενι, για τα παιδιά του Γερμανού απ' την πρώτη του γυναίκα, που ακούγανε ότι έχουνε μπαμπά και μπαμπά δε βλέπανε. Που ζούνε ακόμα στα Σκόπια. "Δεν τους συμφέρει να γράψουν αυτή την ιστορία, γι' αυτό μας φωνάζουν ακόμα Βούλγαρους. Και να μην είσαι κομμουνιστής, θα γίνεις άμα σε φωνάζουνε συνέχεια Βούλγαρο", θα πει με πείσμα η κυρά - Θοδώρα κι ο Γερμανός συμπληρώνει: "Δε φοβήθηκα στη Γιούρα που σκοτώνανε ανθρώπους. Αυτοί θα με φοβίσουν;".

Το σύνορο}
Το σύνορο. Πέρα από το δέντρο αρχίζει η Αλβανία. Από δω μεριά βρισκόταν το Αγκαθωτό. Το χωριό έπαψε να υπάρχει με το τέλος του Εμφυλίου...
Η σπηλιά
"Εδώ μεγαλούργησε ο Πέτρος Κόκκαλης". Ο Γιώργης δείχνει τα χαλάσματα μέσα στη σπηλιά που κάποτε έγινε το νοσοκομείο του Δημοκρατικού Στρατού. Η φήμη του γιατρού πλανιέται ακόμα στα άλλα χωριά της λίμνης, παρότι στο Βροντερό κοντά στο οποίο βρίσκεται η σπηλιά - στο μονοπάτι προς το Αγκαθωτό - δεν επέστρεψε ποτέ ξανά αντάρτης. Σκαλίζοντας κάτω απ' τα ξύλα, που τότε στήριζαν κρεβάτια, βρίσκεις ακόμα και σήμερα αμπέχονα, στρώματα, σύριγγες, κουταλάκια. Ορισμένοι επίγονοι λεηλάτησαν τη σπηλιά, μπας και βρουν τις περίφημες λίρες. Τζάμπα κόπος. Εμειναν μόνο τα σημάδια της καταστροφής...
Ο στρατηγός

"Κακό πράγμα ο Εμφύλιος, παιδί μου". Στα 72 του, ο Βλαδίμηρος ζει στους Ψαράδες και μπορεί να θυμάται τον Εμφύλιο κι απ' τις δυο μεριές. Θέλει να τον θυμάται απ' τη μια. Ξεκίνησε αντάρτης. Πιάστηκε και πέρασε στρατοδικείο."Οσους ήμασταν απ' αυτά τα μέρη μάς αθώωσαν. Ηταν η τακτική τους αυτή. Ημασταν πέντε, μας πήραν και μας πήγαν στην Κόρινθο. Μας έβαλαν στην 6η ΕΣΣΟ και αρχίσαμε να παίρνουμε μέρος στις εκκαθαρίσεις". Κομπιάζει λίγο και μετά λέει βιαστικά: "Ημασταν στο λόχο, που σκότωσε τον Διαμαντή". Προσπερνά την είδηση που έπεσε σα σφυριά στο τραπέζι κι αρχίζει να μιλάει για το θρύλο της Ρούμελης: "Κανένας στρατηγός του κυβερνητικού στρατού δεν είχε το μυαλό του Διαμαντή. Αλλού νομίζαμε ότι τον χτυπούσαμε, απ' αλλού μας ερχότανε. Δε θυμάμαι να φάγαμε κανονικά. Ολο χύναμε το φαϊ. Τις πραγματικές διαταγές, για το πού θα δινόταν η μάχη, τις έδινε αυτός, όχι οι δικοί μας. Τέτοιο στρατήγημα δεν ξανάδα". "Είπε ένας πως αυτός τον σκότωσε. Αλήθεια είναι πως μας τον έφεραν γαζωμένο από αριστερά προς τα δεξιά. Αυτός που είπε πως τον σκότωσε έχει σήμερα ένα σωρό πολυκατοικίες".
Κι άντε ζήσε
"Να, πάρε ένα ψηφοδέλτιο και γράψε από πίσω: 40.000 νοίκι για το χωράφι, 10.000 για τα καλάμια, 15.000 για το λίπασμα, 12.000 για το τρακτέρ, 25.000 εργατικά, αν πάρεις Αλβανούς, 5.000 αρδευτικά. Ισον; 107.000 και δεν υπολογίζουμε χρέη στην Αγροτική. Βάλε τώρα 250 κιλά επί 470. 117.500. Βγάλε τη διαφορά κι άντε ζήσε. Αυτά είναι". Ο Παύλος Γεωργίου είναι ένας νέος αγρότης, που ζει στο Βροντερό, σε απόσταση λιγότερη από ενός τσιγάρου δρόμο από τα σύνορα. Καθίσαμε για ένα τσάι στο καφενείο και δε χρειάστηκε καν να του ζητήσουμε συνέντευξη. Θεωρεί για τον εαυτό του ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση σε σχέση με άλλους, η κουβέντα του όμως είναι πικρή: "Δούλεψα στη Γερμανία, πήρα ένα χωράφι, τώρα μας λένε "στοπ" τα φασόλια. Πέρσι πουλήσαμε με 620, φέτος με 470. Πεθαίνει η Πρέσπα κι αυτοί λένε "αναπτύσσεται"". Προσφέρεται να μας πάει ψηλά στο δάσος να δούμε τα κέδρα που "θέλουν τρεις ανθρώπους για να τ' αγκαλιάσουν". Προσανατολίζεται κι αυτός, όπως κι οι υπόλοιποι, στο τουριστικό μέλλον...