Ο παπα-Νικολός Κουτούζης, μια από τις παράξενες αλλά και τις πιο σημαντικές μορφές των Νεοελληνικών Γραμμάτων, μίλησε με το χρωστήρα του, την ιδιόμορφη ζωή του αλλά και με τη γλώσσα της καθημερινής ζωής της εποχής του.
Μια γλώσσα συνηθισμένη στη σατιρική ποίηση του καιρού του – αλλά κι όχι ξένη στην παγκόσμια σάτιρα – μια γλώσσα άμεση και ικανή να τον φέρει κοντά και στους απλούς Ζακυνθινούς του 18ου αιώνα.
Οι μεταγενέστεροι θεώρησαν αυτή τη γλώσσα αισχρή, τολμηρή και ανήθικη. Δημιουργώντας για τον εαυτό τους δικαίωμα αποσιώπησης γεγονότων της Ιστορίας, δημοσίευσαν τα πιο πολλά του ποιήματα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα μιας δικής τους ηθικολογίας, ασφαλώς όχι ηθικής.
Έτσι μας «γνώρισαν» έναν Κουτούζη μέσα από ποιήματα ουσιαστικά δικά τους, καμωμένα από τις όποιες λέξεις του ενέκριναν! (ο Αριστοφάνης και ο Ραμπελαί τη γλίτωσαν φτηνά, αφού φαίνεται πως έπεσαν σε λιγότερο ηθικολόγους μελετητές).
Σαν να μην έφτανε αυτό τα χειρόγραφα του Κουτούζη καταστράφηκαν από τους σεισμούς του 1953.
Ευτυχώς ο φιλόλογος Παναγιώτης Μαρίνος είχε αντιγράψει από την προσεισμική Βιβλιοθήκη Ζακύνθου κάμποσα από αυτά, τα οποία και ευγενικά μας παραχώρησε, αφού πολιτικά δύσκολες για τον ίδιο εποχές δεν του επέτρεψαν να εργαστεί και να τα δημοσιεύσει.
Τα δημοσιεύουμε διακόσια χρόνια αφότου γράφτηκαν μαζί με τις ευχαριστίες όλων όσων καταλαβαίνουν ότι η προσφορά του αυτή ισοδυναμεί με διάσωσή τους. Τους άλλους, που θα διαμαρτυρηθούν ότι με τη δημοσίευσή τους θα συντελέσουμε στον παραστρατημό της γενιάς μας, δεν θα κουράσουμε με το να τους παραπέμψουμε σε σελίδες από την παγκόσμια Λογοτεχνία. Πιστεύουμε ότι είναι αρκετό να ρίξουν μια ματιά στα έντυπα που κρέμονται στο περίπτερο της γειτονιάς τους.
Για τον συγγραφέα:
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ (1741-1813)
ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΒΩΜΟΛΟΧΟΣ ΣΑΤΙΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο ΕΚΚΕΝΤΡΙΚΩΤΕΡΟΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΙΕΡΕΩΝ.
“Στην πραγματικότητα εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο στον Κουτούζη είναι ότι αντιπροσωπεύει ένα είδος ανθρώπου, που ξεφυτρώνει μονάχα σε θερμοκήπια του πολιτισμού. Γιατί ο Κουτούζης είναι κάτι περισσότερο από ένας αγιογράφος εξαιρετικός κι ένας ρωμαλέος σατιρικός ποιητής: είναι η απόδειξη ότι η Επτάνησος είχε κάποτε φτάσει στο σημείο να μπορεί να βγάλη το σπανιότερο φρούτο που φυτρώνει στο αιωνόβιο δέντρο της κουλτούρας: τον Δανδή! Η λέξις είναι παρεξηγημένη από τους «πολλούς»: Μπερδεύουνε τον Δανδή με τον απλό κομψευόμενο. Η μόνη ομοιότητα που έχουνε μεταξύ τους είναι ότι τυχαίνει και οι δύο να είναι καλοντυμένοι. Για τον Δανδή όμως το ντύσιμο δεν είναι μια απλή φιλαρέσκεια, είναι σκοπός ζωής. Ακολουθεί στη σκέψη του, στον τρόπο της ζωής του, στο ντύσιμό του, μια δική του αισθητική γραμμή, που του γίνεται γνώμονας τόσο σίγουρος, ώστε τελικά άνθρωπος, σκέψη, ρούχο, ν’ αποτελούνε ένα αχάλαγο, ακλόνητο οργανικό σύνολο. Ο Δανδισμός δεν είναι ζήτημα μόδας, είναι μια Μεταφυσική!».
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981), Συγγραφέας, «Τα ζακυνθινά» 1957ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981), Συγγραφέας, «Τα ζακυνθινά» 1957
«Ενεδύετο ο Κουτούζης ιδιοτρόπως με ράσα ολοσύρικα και πολυέξοδα αλλά κοντά, ίνα φαίνωνται αι αργυραί πόρπαι, ας είχεν εις τα υποδήματα, έκοπτε μικρόν το γένειον, το δε στρογγυλόν και κομψόν αυτού σκιάδιον έφερε πάντοτε υπό την μασχάλην».
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΤΡΑΜΗΣ (1820-1886), Μητροπολίτης και Λόγιος, «Φιλολογικά Ανάλεκτα Ζακύνθου»ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΤΡΑΜΗΣ (1820-1886), Μητροπολίτης και Λόγιος, «Φιλολογικά Ανάλεκτα Ζακύνθου».
«Τούτο είναι βέβαιον, το οποίον και ήκουσα παρά του διδασκάλου μου Δημ. Κτενά, αποθανόντος εν εσχάτη ηλικία τω 1891, ότι ο Κουτούζης ενοχληθείς ποτέ υπό των επιτρόπων ναού τινος ισχυριζομένων, ότι η δεξιά του Ιεράρχου Γρηγορίου, τον οποίον είχε ζωγραφίσει εν τη βημοθύρα, δεν είχεν ευλογούσα την αρμόζουσαν κάμψιν εις τους δακτύλους, επιδιώρθωσε ταύτην εις τρόπον ώστε θεωμένη εκ της θέσεως των επιτρόπων εδείκνυε φάσκελον».Λ. Χ. ΖΩΗΣ (1865-1956), Ιστορικός και Λόγιος, «Κουτούζης Νικόλαος», περιοδικό «Ανάπλασις»
.
«Η κόμμωσίς του ήτο ανάρμοστος εις ιερέα. Τα ράσα του ήταν μεταξωτά και κοντά, διά να φαίνωνται αι αργυραί και χρυσαί πόρπαι εις τα κομψά υποδήματά του και αι μεταξωταί κάλτσαι ερυθρού ή πορφυρού χρώματος. Εφόρει ζώνην χρωματιστήν με φούντες, πίλον στρογγύλον λίαν κομψόν, μεταξωτόν, πλατύγυρον, τον οποίον οτέ μεν έφερε λοξώς επί της κεφαλής του, οτέ δε υπό την μασχάλην.
[…]«Οσάκις ο Κουτούζης εισήρχετο εις την εκκλησίαν, συνησθάνετο ότι ήτο λειτουργός του Θεού, αλλά και εκεί εφαίνετο ότι ήτο νευροπαθής. Όταν ελειτούργει ήθελε το θυσιαστήριον στολισμένον μεγαλοπρεπώς με τεχνητά άνθη και με φυσικά. Η εκκλησία με τάπητας. Εμιμείτο εν πολλοίς τους δυτικούς ιερείς. Καθ’ όλην την λειτουργίαν οτέ μεν έκλαιεν, οτέ δε εκτύπα το στήθος του και συχνά εγονάτιζεν. Η ψαλμωδία του ήτο έρρυθμος και ευχάριστος ένεκα της μελωδικής φωνής του. Όταν προσέφερε την αναίμακτον θυσίαν και γονυπετής ανεφώνει «τα σα εκ των σων» δάκρυα έρρεον εκ των οφθαλμών του».
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΔΕ ΒΙΑΖΗΣ (1849-1927), Ιστορικος και λόγιος
«Ο εκκεντρικώτερος των Ορθοδόξων ιερέων», περιοδικό «Μικρασιατικόν Ημερολόγιον»
.
«(…) Ολόκληρος κοινωνία τον ησθάνετο (τον Κουτούζη) ως εφιάλτην βαρύν επί του στήθους της, αλλ’ ουδείς ίσχυεν εναντίον του (…) κεραυνούς εξέπεμπον τα φοβερά του όμματα, μύδρους δ’ εσφενδόνιζεν η δριμεία του γλώσσα. Τούτου το «χείλο» κατά τον Σολωμόν, εφόβιζεν «εχθρό και φίλο…». Ήτο, ναι, το γενικόν φόβητρον, αλλά συγχρόνως ο άγρυπνος και ακαταπόνητος τιμωρός πάσης καταχρήσεως, το γρανίτιον πρόσκομμα πάσης ανομίας και σκανδάλου. Διηγούνται ακόμη μετά φρίκης οι γέροντες πως διέφθειρε τους υπηρέτας και τας υπηρετρίας των μεγάλων οίκων, παρακινών εις εκμυστηρεύσεις οικογενειακών σκανδάλων και αποκρύφων, πως εζητούντο και εκυκλοφόρουν αι δριμείαι, αι απροκάλυπτοι, αι καυστικαί του σάτιραι, και πως αγέρωχος και υπέρφρων, μεγαλοπρεπής το ύφος και την πλουσίαν περιβολήν, διήρχετο ο ηγεμών των ελευθερίων σατιριστών τας οδούς, περιφέρων δεξιά και αριστερά ερευνητικά βλέμματα, εξακοντίζων ετοίμως σκόμματα και βέλη, ενώ πάντες περιδεείς και πτήσσοντες εφιλοτιμούντο να φανώσιν άψογοι ενώπιον του ρασοφόρου αυτού Κερβέρου, όστις ηπείλει να τους φονεύση με μόνην υλακήν. Πάσα κοινωνία έχει ανάγκην ενός Κουτούζη».ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ (1867-1951), Προλεγόμενα στο » Γιάννη Τσακασιάνου Άπαντα»
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Τετράστιχα
Πρόκειται για πέντε τετράστιχα (δύο με παραλλαγή) και ένα δίστιχο. Είναι λιτά, αυτάρκη αλλά και εξοντωτικά
Υγειά σου, υγειά σου Παλμιδέσσα
Που γαμείς κυρά Κοντέσσα
Και της δίνεις ευλογίες
Ανταμώς με παπαρίες1.
Ο Ιγνάτιος Παλμιδέσσα (Ignazio Palmidessa), τοποτηρητής καθολικός επίσκοπος Κεφαληνίας-Ζακύνθου, ήρθε στη Ζάκυνθο το 1805 και έδρασε με επιτυχία. Φαίνεται πως η επιτυχία του Μονσινιόρ συμπεριλάμβανε και τις κυρίες.
Υπάρχει κάποια κοντέσα σκανταλιάρα στο στόχαστρο του παπά. Μήπως και στη ζωή του ή στους πόθους του;
Ο τρόπος που τη χτυπάει είναι αψής (ενώ συνήθως τις φταίχτρες απλά τις τσιμπάει) αλλά μαζί και απωθημένα ερωτικός (να ’ναι ιδέα μου;). Αν η κοντέσα ήτανε καλλονή, έξυπνη, ετοιμόλογη, κοσμική, με πολιτικές επιρροές, τότε χαλάλι του… Στον ιστορικά καταρτισμένο που θα βιαστεί να βγάλει συμπεράσματα αντιτάσσω το περίφημο ρητό (του αγγλικού παράσημου της περικνημίδας = ζαρτιέρας): «Honni soit qui mal y pense»2.
Παπάρι = βάλανος, ψωλός (Λ. Χ. Ζώη, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τόμ. Β΄, σ. 362).
«Ντροπιασμένος ας είναι όποιος βάλει κακό στο νου του».
Ω της Γαρζώναινας υιέ
Του Φερεντίνου σπέρμα
Και του Γαρζώνη του πτωχού
Ανάστημα και θρέμμα.
Ο Γεώργιος Γαρζώνης, τελευταίος πρωτοπαπάς Ζακύνθου. Το 1824 η Ζάκυνθος έγινε Μητρόπολη και ο Γαρζώνης χειροτονίθηκε Μητροπολίτης με το όνομα Γαβριήλ. Ο υπαινιγμός αυτονόητος. Στον «Κώδικα Π. Μαρίνου» αναγράφεται «υιός» αντί του σωστού, νομίζω, «υιέ».
Της Χαριάταινας ο χύστος1
Είν’ πλατύς ωσάν πηγάδι
Μπάσε βγάλε αυγή και βράδυ
Δεν τση μένει χείλο πλειά.
1Κόλπος, γυναικείο αιδοίο.
Ο Ντίνος Κονόμος δημοσίευσε και τις δύο παραλλαγές, παραλείποντας το επίθετο της αποδέχτριας. Ο κ. Κονόμος αναφέρει ότι βρήκε τη δεύτερη παραλλαγή στον Κώδικα Ανδρέα Γαήτα που έχει στο αρχείο του («Νικολός Κουτούζης», Αθήνα 1974, σ. 159, 160) και παραθέτει επεξήγηση, του Γαήτα, για «τση χώρας το πηγάδι». Στον «Κώδικα Π. Μαρίνου» υπάρχει αντίστοιχη σημείωση του Σπύρου Δε Βιάζη: «Πηγάδι της χώρας ήτο και είναι ακόμη πηγάδι εις Πόχαλιν έξωθι του φρουρίου του οποίου τα χείλη είναι αυλακωμένα από το σχοινί των αντλούντων εξ αυτού νερό».
Τσου κλέφτες και ιερόσυλους
Ρουφιανοκερατάδες
Ευτούνους είναι που αγαπούν
Του τόπου οι αφεντάδες.
Τι αριστοτεχνική σύμπτυξη των κουτουζικών στόχων και σοχάδων. Δημοσιεύτηκε από τον Ντίνο Κονόμο («Νικολός Κουτούζης», Αθήνα 1974, σ. 73).
Ο Υιός της αμαρτίας
Αρχηγός της εκκλησίας.
Το μόνο δίστιχο. Ποιος; Μήπως ο δεσπότης της εποχής; Δημοσιεύτηκε από τον καθηγητή Μπουμπουλίδη.
Σημείωση
Φαίδωνος Κ. Μπουμπουλίδου, «Προσολωμικοί», τεύχος Β΄, Νικόλαος Κουτούζης, σ. 87.
Ο σάλιγκας όντας βαλθή
Να βγη από το καυκί του
Πρώτα βγάνει τα κέρατα
Γιαμά την κεφαλή του.
Άλλη μια μπηχτή του Κουτούζη στους κερασφόρους, θιασώτες και απολαυστές του κεράτου. Η παράδοση θέλει το τετράστιχο αυτοσχέδιο, στο άνοιγμα ενός παράθυρου… Πρωτοδημοσιεύτηκε από το Νικόλαο Κατραμή («Φιλολογικά Ανάλεκτα Ζακύνθου», σ. 419). Ο Ντίνος Κονόμος δημοσίευσε και τρίτη παραλλαγή από τον (στο αρχείο του) Κώδικα Ανδρέα Γαήτα.
Σάτιρα (Κοντέσσας)
Η φύσις εδιάταξεν
Τα ζώα να ζητούσι
Του χρόνου μία ή δύο φορές
Κι ύστερα λησμονούσι.
Εσύ, κοντέσσα ευγενής,
Τι είδους ζώο είσαι
Που νύχτα μέρα ο πασαείς
Σ’ ακούει να κράζης: «Χύσε»;
Βάλε, λοιπόν, στην κεφαλή
Άρμα1 ζωγραφισμένη
Την πούτζα με τ’ αρχίδια τση
Χοντρή και καυλωμένη.
1Οικόσημο.
Πάλι η κοντέσσα! Η ίδια; Νιώθω σχεδόν βέβαιος. Ο τόνος επιθετικός, υβριστικός πιότερο από σατιρικός. Κάτι σήμαινε τελοσπάντων για τον ποιητή η κοντέσα# ή κάτι θα ’θελε να σημαίνει. Και τον ενοχλούσε που σήμαινε και για τόσους (φαίνεται) άλλους…
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ