Απόσπασμα από την εργασία
"Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην επαναστατημένη Σάμο (1805-1834)¨"
Του Γιώργου Καραμπελιά
"Η εξέγερση των Καρμανιόλων και ο βάρδος της
Το 1812, ο λαϊκός «ριμαδόρος» Αναγνώστης Σαλαμαλέκης, περιγράφει, σε 2.100 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, τη σύγκρουση μεταξύ των δύο μερίδων, από τη δεκαετία του 1780:
πληθαίνουν οι αντιδράσεις απέναντι στις αυθαιρεσίες των κοτζαμπάσηδων, και οι Σάμιοι διαμαρτύρονται ακόμα και στις οθωμανικές αρχές.
Ωστόσο, οι Καλικάντζαροι,
«ἀντίς διά νά παύωσι μάλιστα ἐπληθαίναν» τις υπερβάσεις «τά δίναν κεῖ πού θέλασι καί τούς πτωχούς ἐγδέναν»:
Τριάντα χρόνια καί ἐμπρός ἐκεῖνοι πού ἀρχεύαν
τί κάναν καί τί πράττουσι τινές δέν τά ἠξεύραν, []
δέν εἶχαν τό πολιτικό, ὀλίγοι ξεῦραν πένα.[ ]
τσ’ ἄρχοντες πλιά δέν τζ’ ἤθελαν διά νά εἶν’ κεφάλι.
Ἔτζι ἐκάναν μερικοί σάν τούς ἀνθρωποφάγους
καί οἱ πτωχοί ἐψήνουνταν στούς ἥλιους καί στούς πάγους
Τριάντα χρόνια καί ἐμπρός ἐκεῖνοι πού ἀρχεύαντί κάναν καί τί πράττουσι τινές δέν τά ἠξεύραν, []
δέν εἶχαν τό πολιτικό, ὀλίγοι ξεῦραν πένα.[ ]
τσ’ ἄρχοντες πλιά δέν τζ’ ἤθελαν διά νά εἶν’ κεφάλι.
Ἔτζι ἐκάναν μερικοί σάν τούς ἀνθρωποφάγους
καί οἱ πτωχοί ἐψήνουνταν στούς ἥλιους καί στούς πάγους[].
Οι αντιδράσεις πολλαπλασιάζονται και, από το 1805-1806, οι Καρμανιόλοι κατορθώνουν να καταλάβουν την ηγεσία της αυτοδιοίκησης, την οποία θα διατηρήσουν με διαλείμματα και ανατροπές έως το 1812-1813.
Ἔτζι λοιπόν ἐκάνασι τά γνωστικά κεφάλιαδέν ξεύραν πώς θά τζακισθοῦν σάν πήλινα τζουκάλια. [ ]
Λοιπόν αὐτά ἐγίνονταν ἀπό περίσσα χρόνια τρώγαν τό αἷμα τῶν πτωχῶν σάν τά κακά τελώνια.
Τον Μάρτιο του 1807, συγκαλείται η λαϊκή επαναστατική Συνέλευση των κατοίκων από όλα τα χωριά, στην οποία συμμετείχαν «περισσοί ἔως ἑπτὰ χιλιάδες».
Ένας παλιός θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης θα προσλάβει νέο επαναστατικό περιεχόμενο[12].
[Στη μεγάλη Συνέλευση, αλλά και στις τοπικές Συνόδους, συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι, άνδρες και γυναίκες, ενώ, στις τακτικές Συνόδους, αντιπρόσωποι από όλα τα χωριά[13]].
Στο εξής, κάθε μεγάλη στιγμή των κοινωνικών και εθνικών αγώνων θα σφραγίζεται από τη σύγκληση αυτού του υπέρτατου οργάνου της αυτοδιοίκησης, κάποιοι θα έλεγαν της άμεσης δημοκρατίας, του «Κοινού των Σαμίων».
Από: https://mpalos.blogspot.gr/2017/09/blog-post.html |
Δυό τρεῖς ἦτον ἀπό βραδύς, κι’ ὅσο νά ξημερώσῃγενῆκαν δέκα κι’ ἑκατό κι’ ἀκόμ’ ἄλλοι καμπόσοι….[ ]Καί ὁρκομώτησαν εὐθύς νά μήν ἀναλογίσουν,νά κάμουν αὐτό π’ ἀγαποῦν ἤ καί νά ξεψυχήσουν[14].
Αμέσως το κίνημα θα ξαπλωθεί σε όλα τα χωριά:
…τέτοιαν ζωήν τί θέλομεν, σάν ἔχωμεν σκλαβίαν!Ὄχι σκλαβιά βασιλική, ἀμή ἀπ’ τούς δικούς μας,ἀπ’ τούς συμπατριώτας μας κι’ ἀπό τούς προεστούς μας.
Ἡμεῖς δὲ νά δουλεύωμεν καί ἄλλοι νά τ’ ἁρπούσιἐδῶ κι’ ἐκεῖ κατά παντοῦ, νά τά διασκορπούσι[15].
Το 1808, ο λαός βάδισε προς τη χώρα θέλοντας να φονεύσει τον βοεβόδα Μουσά αγά, που «εδείκνυτο εύνους προς τους Καλικαντζάρους».
Τούρκοι, που ήρθαν από την Ασία, εξετέλεσαν δύο πρωταιτίους, τον Καψάλη και τον Λαγό, οι εξεγερθέντες όμως τους κατενίκησαν και οι Καρμανιόλοι πήραν την εξουσία, μετά από νέα συνέλευση, ενώ ο μέγας Προεστός, Μανουήλ Στεφανής, δραπέτευσε.
Κοινωνικός και εθνικός αγώνας ταυτίζονται:
«ὅσ’ ἦτον μέ τζ’ ἀγαρηνούς ἦτον καλικατζάροι», «γιά ἀγάπη τῆς πατρίδος μας ἄς πάγη ἡ ζωή μας»,
ενώ αντιπαρατίθενται τα διαμετρικά αντίθετα αξιακά συστήματα των αντιμαχομένων,
«ἄλλος πολέμα γιά τιμή κι ἄλλος φλωριά νά πάρῃ»:
Σήμερον γεννηθήκαμε σήμερον νά χαθοῦμενκαί εἰς τά χέρια τοῦ Μουσᾶ νά μήν παραδοθοῦμεν [ ]
γιά ἀγάπη τῆς πατρίδος μας ἄς πάγη ἡ ζωή μας. [ ]
Κι ὅσ’ ἦτον μέ τζ’ ἀγαρηνούς ἦτον καλικατζάροι,ἄλλος πολέμα γιά τιμή κι ἄλλος φλωριά νά πάρη[].
Οι Τούρκοι ηττώνται και διαφεύγουν στη Μικρά Ασία, ενώ ο Μουσά συλλαμβάνεται μαζί με τους άνδρες του, και εκλιπαρεί να του χαρίσουν τη ζωή, όπως και έγινε. Με τη χρήση της βίας αλλά και της κατάλληλης τακτικής, οι Καρμανιόλοι θα υποχρεώσουν την τουρκική εξουσία να διορίσει νέον βοεβόδα, τον Βελή αγά, ο οποίος,
«ήτο νευρόσπαστον των Καρμανιόλων, πράγματι κεκτημένων ἥν εκείνος ονόματι μόνον είχε εξουσίαν»
Το 1813, οι Καλικάντζαροι επανήλθαν στην εξουσία, ενώ οι αρχηγοί των Καρμανιόλων εγκατέλειψαν το νησί, «οι δε Καλικάντζαροι την αρχήν καταλαβόντες, απέδωκαν τα ίσα, δημεύσαντες τα των Καρμανιόλων κτήματα, απαραλλάκτως όπως συνέβαινε το πάλαι εν Σάμω επί του Πελοποννησιακού πολέμου κατά την μεταξύ της ολιγαρχικής και δημοκρατικής μερίδος πάλην»[].
****************
Για την Ιστορία που βρήκαμε Εδώ:
Καλικάντζαροι και Καρμανιόλοι
Η Σάμος, στην ύστερη βυζαντινή εποχή, είχε ερημωθεί και περιγράφεται σαν έρημη χώρα[Επ. Σταματιάδης].
Ο Κιλίτζ Αλή, χριστιανικής καταγωγής, κουρσάρος και ναύαρχος του οθωμανικού στόλου, μετά το 1562, εγκατέστησε εποίκους, οι οποίοι έπαιρναν όση έκταση γης μπορούσαν να καλλιεργήσουν, ενώ απαλλάσσονταν επί επτά χρόνια από κάθε φορολογία.
Μετά τον θάνατό του, το 1587, η νήσος παραχωρήθηκε στον Σεΐχουλ ισλάμ (θρησκευτικό ηγέτη του Ισλάμ ).
Έτσι, το 1714, κατοικούσαν στη Σάμο 12.000-15.000 κάτοικοι [Επ. Σταματιάδης], ενώ, μετά τα Ορλωφικά, μετανάστευσαν πολλοί από την Πελοπόννησο και το Αρχιπέλαγος, έτσι ώστε ο πληθυσμός, στην απογραφή του 1828, να καταμετρηθεί σε 29.356 κατοίκους [Ιωάννης Λεκάτης].
Στην περίοδο 1680-1828, ο πληθυσμός αυξήθηκε από τις 11.200 στις 29.356, με πυκνότητα 61,7 άτομα ανά τετρ. χλμ., όταν, την ίδια στιγμή, στην Πελοπόννησο, έφτανε μόλις τους 16 κατοίκους ανά τετρ. χλμ.[Κώστας Κόμης]
Ως διοικητής της νήσου ορίστηκε βοεβόδας, χωρίς μόνιμο τουρκικό πληθυσμό, εκτός από ελάχιστους διοικητικούς υπαλλήλους και στρατιώτες [Ι. Λεκάτης]
Σε κάθε χωριό, εκλέγονταν προεστοί, ιερείς και λαϊκοί ενώ τέσσερις «Μεγάλοι Προεστοί», «εκλεγόμενοι υπό του λαού», διοικούσαν από κοινού με τον βοεβόδα και τον καδή.
Εξ αιτίας της μειωμένης παρουσίας των Τούρκων και του προνομιακού καθεστώτος, οι προεστοί διέθεταν τεράστιες αρμοδιότητες έτσι, γύρω από την προυχοντική εξουσία, θα αποκρυσταλλωθούν οι κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις, χωρίς τις αναστολές μιας σημαντικής τουρκικής παρουσίας.
Ωστόσο, επειδή, κατά τον 18ο αι., εντείνονται οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις στην αγροτική οικονομία, ενώ η οικονομική ανάπτυξη ενίσχυσε την παρουσία εμπόρων, ναυτικών και τεχνιτών, η παραδοσιακή ηγεσία του νησιού αρχίζει να αμφισβητείται και διαμορφώνονται δύο στρατόπεδα, σχηματοποιημένα στους λαϊκούς Καρμανιόλους και τους ολιγαρχικούς Καλικάντζαρους [Επ. Σταματιάδης].
~*~