Πορεύτηκε με λεβεντιά και αλήθεια.
-Γεννημένος στις 2 Aπρίλη 1948, στην Αγία Mονή, συνοικία των Tρικάλων, ο Δημήτρης Μητροπάνος ως παιδί γνώρισε τη φτώχεια, τις διώξεις και τη μνησικακία, με την οποία αντιμετώπισε το μετεμφυλιακό αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του τις οικογένειες των αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, όπως ήταν η δική του. «Tον πατέρα μου τον γνώρισα όταν ήμουν 29 ετών», ανέφερε ο ίδιος σε αυτοβιογραφία του.
«Μέχρι τα 16 γραφόμουν "ορφανός" . Νομίζαμε ότι ο πατέρας μου σκοτώθηκε στο αντάρτικο. Ώσπου τότε ήρθε ένα γράμμα που έλεγε ότι ζει και είναι στη Ρουμανία. Πέρασαν άλλα 13 χρόνια ωσότου να γυρίσει...».
Την εξορία και τις πολύχρονες φυλακίσεις «για πολιτικούς λόγους» τη βίωσαν και άλλα μέλη της οικογένειάς του, όπως τα δύο αδέλφια της μάνας του, ενώ όπως αφηγούνταν ο Δ. Μητροπάνος «οι χωροφύλακες ήταν τακτικοί στο σπίτι.
Θυμάμαι το '53 που είχαν πιάσει το θείο μου και τον είχαν στην Ασφάλεια ήρθαν δήθεν να τον ψάξουν στο σπίτι και μας βγάλαν όλα τα πράγματα στην αυλή. Πάλι καλά που ειδοποίησε ένας δικηγόρος φίλος του θείου μου κι έτσι η μάνα μου γλίτωσε... Ηταν η εποχή τέτοια, τέτοια και η γειτονιά.
H Aγία Μονή ήταν φτωχική συνοικία, υποβαθμισμένη και ήταν όλοι αριστεροί. Αφού κάθε εκλογές έρχονταν εκεί οι χωροφύλακες και ψήφιζαν για να υπάρχει... ισοζύγιο. Μικρή Μόσχα τη λέγανε...».
Η μητέρα του κάνει φλοκάτες για να τους ζήσει και ο ίδιος αναγκάζεται να δουλεύει τα καλοκαίρια για να βοηθήσει. «Στην αρχή γκαρσόν στην ταβέρνα ενός θείου μου... Μετά, στα 12 - 13, πήγαινα και δούλευα στις κορδέλες που κόβανε ξύλα. Είχαμε πολύ βαρύ χειμώνα, κόβανε πολλά ξύλα και το μεροκάματο ήταν καλύτερο.
Κάπου στα 12 - 13 με καλούν για πρώτη φορά και εμένα στην Ασφάλεια, μου εξηγούν τι ήταν ο πατέρας μου - ακόμα γράφομαι "ορφανός" - ο θείος μου, η οικογένειά μου και μου συστήνουν να... μάθω καμιά τέχνη, γιατί με τέτοιο ιστορικό δεν έχω κανένα λόγο να πάω στο σχολείο, αφού δεν θα με αφήσουν να σπουδάσω. Από 'κει είναι που μπλέκομαι και 'γώ στο γρανάζι το πολιτικό κι αρχίζω να το ψάχνω. Και ξέρεις... Δε χρειάζεται να κάνεις και πολλά... όταν έχεις τη στάμπα ό,τι και να γίνει σ' εσένα έρχονται... Eίχαν αρχίσει τότε οι Λαμπράκηδες».
Θυμάμαι το '53 που είχαν πιάσει το θείο μου και τον είχαν στην Ασφάλεια ήρθαν δήθεν να τον ψάξουν στο σπίτι και μας βγάλαν όλα τα πράγματα στην αυλή. Πάλι καλά που ειδοποίησε ένας δικηγόρος φίλος του θείου μου κι έτσι η μάνα μου γλίτωσε... Ηταν η εποχή τέτοια, τέτοια και η γειτονιά.
H Aγία Μονή ήταν φτωχική συνοικία, υποβαθμισμένη και ήταν όλοι αριστεροί. Αφού κάθε εκλογές έρχονταν εκεί οι χωροφύλακες και ψήφιζαν για να υπάρχει... ισοζύγιο. Μικρή Μόσχα τη λέγανε...».
Η μητέρα του κάνει φλοκάτες για να τους ζήσει και ο ίδιος αναγκάζεται να δουλεύει τα καλοκαίρια για να βοηθήσει. «Στην αρχή γκαρσόν στην ταβέρνα ενός θείου μου... Μετά, στα 12 - 13, πήγαινα και δούλευα στις κορδέλες που κόβανε ξύλα. Είχαμε πολύ βαρύ χειμώνα, κόβανε πολλά ξύλα και το μεροκάματο ήταν καλύτερο.
Κάπου στα 12 - 13 με καλούν για πρώτη φορά και εμένα στην Ασφάλεια, μου εξηγούν τι ήταν ο πατέρας μου - ακόμα γράφομαι "ορφανός" - ο θείος μου, η οικογένειά μου και μου συστήνουν να... μάθω καμιά τέχνη, γιατί με τέτοιο ιστορικό δεν έχω κανένα λόγο να πάω στο σχολείο, αφού δεν θα με αφήσουν να σπουδάσω. Από 'κει είναι που μπλέκομαι και 'γώ στο γρανάζι το πολιτικό κι αρχίζω να το ψάχνω. Και ξέρεις... Δε χρειάζεται να κάνεις και πολλά... όταν έχεις τη στάμπα ό,τι και να γίνει σ' εσένα έρχονται... Eίχαν αρχίσει τότε οι Λαμπράκηδες».
Μεγάλη δημιουργική διαδρομή
Εχοντας αυτά τα βιώματα, στα 16 του χρόνια παίρνει το δρόμο για την Αθήνα. «Με το που έρχομαι γράφομαι στους Λαμπράκηδες κι εδώ. Και με ακολουθούν και τα χαρτιά μου στην αστυνομία... Παρ' όλα αυτά, εδώ είμαι καλύτερος μαθητής. Tου 17 - 18. Μου αρέσει η χημεία. Αλλά πριν τελειώσω το γυμνάσιο άρχισα να δουλεύω. Τραγουδιστής». Το 1964 ξεκινά την τραγουδιστική του πορεία δίπλα στον Γιώργο Ζαμπέτα, που στήριξε τον έφηβο ακόμα μαθητή και τραγουδιστή στα πρώτα καλλιτεχνικά του βήματα και στο ξεκίνημα της ζωής του. Το 1966, ο Δ. Μητροπάνος συναντιέται για πρώτη φορά με τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος τον καλεί να ερμηνεύσει μέρη από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Αξιον Εστί», σε συναυλίες στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Το 1967, ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο 45 στροφών με δύο τραγούδια του Γ. Ζαμπέτα (ανάμεσά τους και η πολυτραγουδισμένη «Θεσσαλονίκη») και ακολουθεί μια σειρά από μικρούς δίσκους που γίνονται επιτυχίες. Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού «Χαμένη Πασχαλιά», που λογοκρίθηκε από τη χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ.
Ο δεύτερος σημαντικός σταθμός στην πορεία του είναι ο δίσκος «Ο Αγιος Φεβρουάριος» σε μουσική του Δήμου Μούτση και στίχους του Μάνου Ελευθερίου, ένα έργο που θεωρείται από τα κλασικά της ελληνικής δισκογραφίας. Τον ηχογραφεί στα τέλη Δεκεμβρίου 1971, σε μια άδεια 4 ημερών από το στρατό. «Ούτε κατάλαβα πώς ηχογράφησα τα τραγούδια, ούτε τι ηχογράφησα καλά - καλά... Δεν άκουσα και ολοκληρωμένη τη δουλειά. Απλά τα είπα κι έφυγα... », έλεγε.
Ακολουθούν «Ο Δρόμος για τα Κύθηρα» του Γιώργου Κατσαρού και «Τα Συναξάρια» του Γιώργου Χατζηνάσιου, ενώ στη συνέχεια συνεργάζεται με τους Σπύρο Παπαβασιλείου, Τάκη Μουσαφίρη, Απόστολο Καλδάρα, Σταύρο Κουγιουμτζή, Χρήστο Νικολόπουλο, Γιάννη Σπανό. Και στη συνέχεια οι συνεργασίες του με τον Μάριο Τόκα («Η εθνική μας μοναξιά») και με τον Θάνο Μικρούτσικο («Στου αιώνα την παράγκα» με την υπέροχη «Ρόζα») και σε άλλους δίσκους μαζί τους, με τραγούδια που αποκάλυψαν το εύρος και την ποιότητα της ερμηνείας του και είχαν τεράστια αποδοχή. Κι ύστερα «Στης ψυχής το παρακάτω» (η εξαιρετική συνεργασία του με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου) κι άλλες γόνιμες «συναντήσεις» με πολλούς δημιουργούς - ανάμεσά τους και ο Χρήστος Λεοντής («Σάββατο χαράματα μπρος στην Αχερουσία, χόρεψα ζεϊμπέκικο πάνω στη φωτιά...» από το δίσκο «Ερωτας αρχάγγελος»). Και αργότερα, μετά τη μεγάλη περιπέτεια με την υγεία του, η επιστροφή του με τον δίσκο του «Στη Διαπασών» όπου 18 δημιουργοί ενώθηκαν για τη φωνή του (ανάμεσα στα τραγούδια και η «Εκδρομή» («Εμένα και ο θάνατος μου φαίνεται γιορτή...»).
Και ο Δ. Μητροπάνος να ανανεώνει το ραντεβού του με τους πολυπληθείς φίλους των τραγουδιών του, μέσα από ερμηνείες που αγαπήσαμε «σαν αμαρτία και σαν γιορτή», κάνοντάς μας να τραγουδήσουμε για την «εθνική μας μοναξιά», εκεί κοντά «στου αιώνα την παράγκα», ζώντας «στα τρελά μας όνειρα δοσμένοι, πάντα γελαστοί και γελασμένοι»... Η τελευταία δισκογραφική δουλειά του ήταν το άλμπουμ «Εδώ είμαστε» με τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη.
Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ απο το Ριζοσπάστη
Το Αλιεύσαμε από Εδώ