ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Μπό­μπι Σαντς:-«Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΜΑΣ, ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΑΣ»


 «Δεν θα με λυ­γί­σουν» έγρα­φε στο ημε­ρο­λό­γιο του ο ίδιος, «διότι η θέ­λη­ση για λευ­τε­ριά, για τη λευ­τε­ριά του ιρ­λαν­δι­κού λαού, είναι στην καρ­διά μου». Όσο για την εκ­δί­κη­ση απέ­να­ντι στη βαρ­βα­ρό­τη­τα των βρε­τα­νών κα­τα­κτη­τών, του αρ­κού­σε το γέλιο ενός παι­διού- «η εκ­δί­κη­ση μας θα είναι το γέλιο των παι­διών μας».




Ήταν 5 Μάη 1981 όταν ο Μπό­μπι Σαντς, στα 27 του χρό­νια, άφηνε την τε­λευ­ταία του πνοή στις φυ­λα­κές Μέιζ, στη βό­ρειο Ιρ­λαν­δία. Ο θά­να­τος του Σαντς, μέ­λους του Ιρ­λαν­δι­κού Δη­μο­κρα­τι­κού Στρα­τού (IRA), απο­τέ­λε­σε γε­γο­νός-σταθ­μό σε μια αι­μα­το­βαμ­μέ­νη ιστο­ρία γε­μά­τη ηρω­ϊ­σμό, βία, ασί­γα­στο μίσος, ιμπε­ρια­λι­στι­κή κα­τα­πί­ε­ση και πάθος για εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία. Πρό­κει­ται για τη μακρά ιστο­ρία του αγώνα για την ανε­ξαρ­τη­σία της Ιρ­λαν­δί­ας από τα δεσμά του βρε­τα­νι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού, της οποί­ας τρα­γι­κός πρω­τα­γω­νι­στής υπήρ­ξε ο Σαντς.

Ο Μπό­μπι Σαντς, γεν­νη­μέ­νος στις 9 Απρί­λη 1954 σε μια ερ­γα­το­γει­το­νιά λίγο έξω από το βό­ρειο Μπέλ­φαστ, έγινε γνω­στός ως ο πρώ­τος από τους δέκα απερ­γούς πεί­νας που έσβη­σαν στη φυ­λα­κή. Ο ίδιος είχε πε­ρά­σει σχε­δόν το ένα τρίτο της σύ­ντο­μης ζωής του πίσω από τα σί­δε­ρα των βρε­τα­νι­κών φυ­λα­κών. Το κελί έμελε να γίνει το «σπίτι» του- εκεί πα­ντρεύ­τη­κε, εκεί βρί­σκο­νταν όταν γεν­νή­θη­καν τα δυό του παι­διά, εκεί έγρα­ψε μια σειρά ποι­η­μά­των και άρ­θρων με πο­λι­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο.

Ο Σαντς είχε γευ­τεί απ’ τα πρώτα του χρό­νια τον κοι­νω­νι­κό απο­κλει­σμό και την ανι­σό­τη­τα που η βρε­τα­νι­κή πο­λι­τι­κή του «διαί­ρει και βα­σί­λευε» είχε επι­βά­λει στη βό­ρειο Ιρ­λαν­δία. Κατά τη διάρ­κεια των παι­δι­κών του χρό­νων, η οι­κο­γέ­νεια του (ιρ­λαν­δοί ρω­μαιο­κα­θο­λι­κοί) ανα­γκά­στη­κε να αλ­λά­ξει αρ­κε­τές φορές σπίτι προ­κει­μέ­νου να γλυ­τώ­σει από πα­ρε­νο­χλή­σεις προ­ερ­χό­με­νες από «ενω­τι­κούς» (unionists/loyalists). Ανα­φε­ρό­με­νος στα παι­δι­κά του χρό­νια, ο Σαντς θα γρά­ψει αρ­γό­τε­ρα στη φυ­λα­κή: «Ήμουν μο­νά­χα ένα παιδί της ερ­γα­τι­κής τάξης σε ένα εθνι­κι­στι­κό γκέτο, όμως ήταν η κα­τα­πί­ε­ση που δη­μιουρ­γεί το επα­να­στα­τι­κό πνεύ­μα της ελευ­θε­ρί­ας. Δεν θα ηρε­μού­σα μέχρι να πε­τύ­χαι­να την απε­λευ­θέ­ρω­ση της χώρας μου, έως ότου η Ιρ­λαν­δία γίνει κυ­ρί­αρ­χη, ανε­ξάρ­τη­τη σο­σια­λι­στι­κή δη­μο­κρα­τία» (16 Δε­κέμ­βρη 1978).

Το 1972, δύο γε­γο­νό­τα οδή­γη­σαν στην έντα­ξη του 18χρο­νου Μπό­μπι στον IRA και τον πο­λι­τι­κό αγώνα. Η άγρια επί­θε­ση μιας συμ­μο­ρί­ας «ενω­τι­κών» στο σπίτι των γο­νιών του και η από­λυ­ση από τη δου­λειά του εξαι­τί­ας της κα­τα­γω­γής και των από­ψε­ων του. Ήταν κα­λο­καί­ρι του 1972, μόλις έξι μήνες μετά την πε­ρί­φη­μη «Μα­τω­μέ­νη Κυ­ρια­κή» όταν ο βρε­τα­νι­κός στρα­τός είχε δο­λο­φο­νή­σει εν ψυχρώ 14 αμά­χους στην πόλη Ντέρυ. Έκτο­τε η ζωή του έγινε ένα μό­νι­μο εκ­κρε­μές, με­τα­ξύ της πα­ρά­νο­μης πο­λι­τι­κής δρά­σης και της φυ­λα­κής.

Το 1977, μαζί με άλλα μέλη του IRA, ο Σαντς κα­τα­δι­κά­στη­κε σε 14 χρό­νια φυ­λά­κι­ση για οπλο­κα­το­χή, έπει­τα από βομ­βι­στι­κή ενέρ­γεια του ιρ­λαν­δι­κού δη­μο­κρα­τι­κού στρα­τού. 
Στις βρε­τα­νι­κές φυ­λα­κές ο Σαντς είχε την ευ­και­ρία να ζήσει από πρώτο χέρι τη βαρ­βα­ρό­τη­τα των κα­τα­κτη­τών ιμπε­ρια­λι­στών: απο­μό­νω­ση, 15 μέρες χωρίς ρούχα, δια­τρο­φή ανά τρείς μέρες.

Την πε­ρί­ο­δο εκεί­νη, η κυ­βέρ­νη­ση του Ηνω­μέ­νου Βα­σι­λεί­ου, σε μια προ­σπά­θεια να υπο­βαθ­μί­σει και να υπο­νο­μεύ­σει το κύρος του IRA, άλ­λα­ξε το νο­μι­κό στά­τους και από «πο­λι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι πο­λέ­μου» τα μέλη του Ιρ­λαν­δι­κού Δη­μο­κρα­τι­κού Στρα­τού έμπαι­ναν στην ίδια κα­τη­γο­ρία με τους κα­τά­δι­κους του κοι­νού ποι­νι­κού δι­καί­ου. 
Ήταν μια κί­νη­ση που σκοπό είχε να αμαυ­ρώ­σει ως «κοι­νούς εγκλη­μα­τί­ες» τους αγω­νι­στές για την ανε­ξαρ­τη­σία της Ιρ­λαν­δί­ας. 
Ως απο­τέ­λε­σμα αυτού, οι κρα­τού­με­νοι του IRA έπρε­πε πλέον να φο­ρά­νε τα ίδια ρούχα με τους υπό­λοι­πους κρα­τού­με­νους, ενώ τους απα­γο­ρεύ­τη­κε κάθε δι­καί­ω­μα συ­νά­θροι­σης, ανά­γνω­σης βι­βλί­ων, αυ­το­μόρ­φω­ση κλπ. Φυ­σι­κά, δεν επρό­κει­το για μια πρω­το­φα­νή από­φα­ση της βρε­τα­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης: 
την ίδια πο­λι­τι­κή είχε εφαρ­μό­σει και το ρα­τσι­στι­κό κα­θε­στώς της Νό­τιας Αφρι­κής απέ­να­ντι στους πο­λι­τι­κούς κρα­τού­με­νους του Αφρι­κα­νι­κού Κον­γκρέ­σου.
Η από­φα­ση αυτή των βρε­τα­νών απο­τέ­λε­σε τη θρυαλ­λί­δα όσων ακο­λού­θη­σαν και τε­λι­κά οδή­γη­σαν στη γε­νι­κευ­μέ­νη απερ­γία πεί­νας και το θά­να­το (δο­λο­φο­νία επί της ου­σί­ας) 10 ιρ­λαν­δών κρα­τού­με­νων. 
Αρ­χι­κά, οι κρα­τού­με­νοι του IRA αρ­νή­θη­καν να φο­ρέ­σουν τις φόρ­μες της φυ­λα­κής, κα­λύ­πτο­ντας το σώμα τους μο­νά­χα με μια κου­βέρ­τα. 
Ήταν η λε­γό­με­νη «δια­μαρ­τυ­ρία της κου­βέρ­τας» στην οποία οι βρε­τα­νι­κές αρχές απά­ντη­σαν με απί­στευ­τη βαρ­βα­ρό­τη­τα: 
κα­θη­με­ρι­νοί βα­σα­νι­σμοί, εξευ­τε­λι­σμοί από τους δε­σμο­φύ­λα­κες, στέ­ρη­ση σί­τι­σης, με­σαιω­νι­κές συν­θή­κες κρά­τη­σης κλπ.
 Ταυ­τό­χρο­να, η βία στους δρό­μους των βο­ρειοιρ­λαν­δι­κών πό­λε­ων αυ­ξά­νο­νταν και η αστυ­νο­μι­κή αυ­ταρ­χι­κό­τη­τα με­γά­λω­νε.
 Είχε έρθει η εποχή της Μάρ­γκα­ρετ Θά­τσερ και η βρε­τα­νι­κή αστι­κή τάξη ήταν απο­φα­σι­σμέ­νη να τσα­κί­σει όποιον, έστω και κατ’ ελά­χι­στο, αμ­φι­σβη­τού­σε την κυ­ριαρ­χία της.

Τον Οκτώ­βρη του 1980 οι κρα­τού­με­νοι του IRA προ­χώ­ρη­σαν στην πρώτη μακρά απερ­γεία πεί­νας, διεκ­δι­κώ­ντας αν­θρώ­πι­νες συν­θή­κες κρά­τη­σης και τη νο­μι­κή ανα­γνώ­ρι­ση τους ως «πο­λι­τι­κών κρα­του­μέ­νων».
 Η κυ­βέρ­νη­ση Θά­τσερ αρ­νή­θη­κε αρ­χι­κά κάθε πα­ρα­χώ­ρη­ση, έως τις 18 Δε­κέμ­βρη όταν και επήλ­θε συμ­φω­νία με­τα­ξύ των κρα­του­μέ­νων και του βρε­τα­νού υπουρ­γού εξω­τε­ρι­κών Χάμ­φρεϊ Άτ­κινς. 
Όπως απο­δεί­χθη­κε αρ­γό­τε­ρα, επρό­κει­το για έναν υπο­κρι­τι­κό ελιγ­μό της κυ­βέρ­νη­σης η οποία ου­δέ­πο­τε τή­ρη­σε τα συμ­φω­νη­θέ­ντα.

Την 1η Μάρτη 1981, οι ιρ­λαν­δοί κρα­τού­με­νοι της λε­γό­με­νης «πτέ­ρυ­γας-H» των φυ­λα­κών Μέιζ, με μπρο­στά­ρη το Μπό­μπι Σαντς, ξε­κί­νη­σαν νέα απερ­γία πεί­νας. 
Ο Σαντς ήταν πλέον πε­πει­σμέ­νος ότι μόνο ο θά­να­τος του θα μπο­ρού­σε να κι­νή­σει το διε­θνές εν­δια­φέ­ρον και να πιέ­σει τη βρε­τα­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση. 
Η πο­λι­τι­κή πτέ­ρυ­γα του IRA, το κόμμα «Σιν Φέιν», απο­φά­σι­σε να θέσει το Μπό­μπι Σαντς υπο­ψή­φιο στις γε­νι­κές εκλο­γές του Απρί­λη, σε μια προ­σπά­θεια να τρα­βή­ξει τα φώτα της δη­μο­σιό­τη­τας. 
Την 9η Απρί­λη, ημέρα των εκλο­γών, έπει­τα από 40 μέρες απερ­γία πεί­νας, ο Σαντς εκλέ­χθη­κε μέλος του κοι­νο­βου­λί­ου με πε­ρισ­σό­τε­ρες από 30 χι­λιά­δες ψή­φους. 
Ούτε αυτό, ωστό­σο, στά­θη­κε ικανό ώστε να αμ­βλύ­νει την σκλη­ρό­τη­τα του κα­θε­στώ­τος της Θά­τσερ- ο Μπό­μπι Σαντς, αν και εκλεγ­μέ­νος βου­λευ­τής πλέον, έλιω­νε μέρα με τη μέρα στο κελί των βρε­τα­νι­κών φυ­λα­κών.


Στις 5 Μάη 1981 γρά­φτη­κε ο επί­λο­γος. 
Η κη­δεία του Σαντς εξε­λί­χθη­κε σε δια­μαρ­τυ­ρία πε­ρισ­σό­τε­ρων από 100 χι­λιά­δων ατό­μων, ενώ μέχρι τον Αύ­γου­στο πέ­θα­ναν στη φυ­λα­κή άλλοι 9 συ­να­γω­νι­στές του. Στις 3 Οκτώ­βρη 1981 η απερ­γία έληξε, ενώ η διεύ­θυν­ση των φυ­λα­κών πα­ρα­χώ­ρη­σε ορι­σμέ­να δι­καιώ­μα­τα στους ενα­πο­μεί­να­ντες κρα­τού­με­νους του IRA.

Ο βρε­τα­νι­κός ιμπε­ρια­λι­σμός είχε φαι­νο­με­νι­κά κερ­δί­σει τη μάχη, αυτήν της φυ­σι­κής εξό­ντω­σης ορι­σμέ­νων γεν­ναί­ων μα­χη­τών της ιρ­λαν­δι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας.
 Ταυ­τό­χρο­να όμως, ο αγώ­νας και ο θά­να­τος του Μπό­μπι Σαντς έμελ­λε να «γεν­νή­σουν» ένα σύμ­βο­λο αντί­στα­σης και ανυ­πα­κο­ής απέ­να­ντι στον κα­τα­κτη­τή.
 «Δεν θα με λυ­γί­σουν» έγρα­φε στο ημε­ρο­λό­γιο του ο ίδιος, «διότι η θέ­λη­ση για λευ­τε­ριά, για τη λευ­τε­ριά του ιρ­λαν­δι­κού λαού, είναι στην καρ­διά μου». Όσο για την εκ­δί­κη­ση απέ­να­ντι στη βαρ­βα­ρό­τη­τα των βρε­τα­νών κα­τα­κτη­τών, του αρ­κού­σε το γέλιο ενός παι­διού- «η εκ­δί­κη­ση μας θα είναι το γέλιο των παι­διών μας».