Συνέντευξη με το Κομμουνιστικό Κόμμα, Ιταλία (Partito Comunista): Ξανά στο προσκήνιο η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο!
Συνέντευξη με τον Guido Ricci, μέλος του ΠΓ και επικεφαλής του τμήματος διεθνών σχέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος, Ιταλία (Partito Comunista, Italia). Η συνέντευξη φέρει την έγκριση του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του Κόμματος.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα, Ιταλία ιδρύθηκε το 2009 στη βάση της μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας. Συμμετέχει στη Διεθνή Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων (ΔΣΚΕΚ) και στην Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία (Initiative of Communist and Workers Parties) της οποίας είναι ιδρυτικό μέλος. Τον περασμένο Μάρτη συμμετείχε για πρώτη φορά αυτόνομα στις βουλευτικές εκλογές αποσπώντας περισσότερες από 100 χιλιάδες ψήφους. Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του Κόμματος είναι ο Μάρκο Ρίτσο.
– Λαμβάνοντας υπ’ όψη τις υπάρχουσες δυσκολίες και τον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων, πως εκτιμάτε το αποτέλεσμα των εκλογών του Μάρτη για το Κομμουνιστικό Κόμμα; Επιτεύχθησαν οι βασικοί στόχοι που είχατε θέσει πριν τις εκλογές;
PC: Όπως γνωρίζετε, το Κόμμα μας δεν θεωρεί τις εκλογές και την κοινοβουλευτική δράση ως τη μόνη δυνατή μορφή πάλης. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Λένιν και του Γκράμσι, η παρουσία στο αστικό κοινοβούλιο πρέπει να αξιοποιείται ώστε να αναπτύσσει τη δουλειά έξω απ’ αυτό και εναντίον αυτού. Προσεγγίσαμε τις εκλογές ως μια ευκαιρία να επιβεβαιωθεί η δυνατότητα κινητοποίησης του Κόμματος μας, να βελτιώσουμε τις οργανωτικές μας ικανότητες και να προσελκύσουμε νέους αγωνιστές. Θεωρήσαμε τις εκλογές ως μέσο για την ανάπτυξη του κόμματος.
Πράγματι, ένας σημαντικός αριθμός εργατών και νέων ανθρώπων ήρθε σε επαφή με το Κόμμα κατά τη διάρκεια της συλλογής υπογραφών (Σ.τ.Μ: για την συμμετοχή του ΚΚ στις εκλογές) και της προεκλογικής καμπάνιας. Νέες κομματικές οργανώσεις δημιουργήθηκαν και οι υπάρχουσες έχουν ενισχυθεί χάρη στους νέους συντρόφους που έγιναν μέλη.
Από την άλλη, η όλη κινητοποίηση μας επέτρεψε να εντοπίσουμε ορισμένες οργανωτικές αδυναμίες και ελλείψεις- οι οποίες πρέπει να διορθωθούν και να εξαλειφθούν σύντομα- συχνά λόγω της απειρίας των συντρόφων μας που είχαν να αντιμετωπίσουν εντελώς καινούργιους εκλογικούς κανονισμούς.
Για πρώτη φορά από το 2001, το Κομμουνιστικό Κόμμα παίρνει επιτέλους μέρος και πάλι στις βουλευτικές εκλογές με το όνομα και τα σύμβολα του- την κόκκινη σημαία, το σφυροδρέπανο και το αστέρι- αλλά και το πρόγραμμα του, που δεν περιελάμβανε προεκλογικές υποσχέσεις αλλά κάλεσμα για αγώνα προς επίτευξη συγκεκριμένων επαναστατικών στόχων. Έπειτα από 17 χρόνια, το Κομμουνιστικό Κόμμα βρισκόταν επιτέλους και πάλι στις κάλπες!
Εξαιτίας οργανωτικών λαθών αλλά και γραφειοκρατικών ζητημάτων, το Κόμμα μας πήρε εκλογικά μέρος μόνο στο 53% της επικράτειας, όπου και έλαβε περισσότερες από 100 χιλιάδες ψήφους. Λαμβάνοντας υπ΄ όψη αυτήν την παράμετρο αξιολογούμε θετικά το αποτέλεσμα, επειδή αυτές οι εκλογές έδειξαν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι μια δύναμη που υπάρχει, που μεγαλώνει, που ισχυροποιείται και γίνεται αποδεχτή στους κόλπους της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Παρ’ όλα αυτά, αυτό είναι μονάχα το ξεκίνημα. Από δω και στο εξής πρέπει να εντείνουμε τη δράση μας ώστε αυτοί που μας στήριξαν να μπουν στον αγώνα εντασσόμενοι στο Κόμμα, ώστε αυτό να μεγαλώσει περαιτέρω.
– Θα μπορούσατε να συνοψίσετε τα κυρίαρχα προβλήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωποι σήμερα η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της Ιταλίας;
PC: Τα αντικειμενικά προβλήματα που πλήττουν την ιταλική εργατική τάξη είναι, λίγο εως πολύ, τα ίδια που ισχύουν και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, γενικότερα, στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Η εκμετάλλευση αυξάνεται μέσω της σχετικής μείωσης μισθών και συντάξεων, της επέκτασης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, της εντατικοποίησης των ρυθμών εργασίας, των περικοπών σε βασικές κοινωνικές υπηρεσίες.
Παρά τις αισιόδοξες διακυρήξεις της κυβέρνησης περί οικονομικής ανάκαμψης, η απασχόληση δεν βρίσκεται σε άνοδο, εάν λάβουμε υπ’ όψη το πραγματικό μέγεθος του ωραρίου εργασίας. Η ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια επηρρεάζει πλατιά λαϊκά στρώματα, ιδιαίτερα στη νότια Ιταλία και κυρίως τη νεολαία. Τα εργασιακά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και του δικαιώματος στην απεργία, δέχονται την επίθεση της αστικής τάξης, καθώς συντάσσονται ολοένα και περισσότεροι περιοριστικοί νόμοι. Η καλής ποιότητας ιατρική περίθαλψη, εκπαίδευση, ο πολιτισμός, ο αθλητισμός και η αναψυχή είναι απρόσιτα για την εργατική τάξη. Ακόμη και το δικαίωμα στην στέγη δεν είναι κατοχυρωμένο. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε λέγοντας για πολλά ακόμη, αλλά με λίγα λόγια μπορούμε να πούμε πως υπάρχει μια ταχεία και χωρίς προηγούμενο από την εποχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.
Έπειτα, πρέπει να αναφέρουμε κάποια προβλήματα που αναδεικνύονται μέσα στους κόλπους της τάξης, στις ιστορικά δεδομένες συνθήκες της χώρας μας, ακόμη κι’ αν αυτά προσδοιορίζονται από εξωτερικούς, αντικειμενικούς λόγους.
Ο σύγχρονος μονοπωλιακός καπιταλισμός, συχνά για πολιτικούς παρά για οικονομικούς λόγους, τίνει να αποφεύγει τη μεγάλη συγκεντροποίηση εργατικού δυναμικού, μέσω της χρήσης τεχνολογίας για εξοικονόμηση εργασίας, της εξωτερικής ανάθεσης τμημάτων της παραγωγής και των υπηρεσιών και της ολικής η μερικής μετεγκατάστασης αυτών στο εξωτερικό. Το αποτέλεσμα της τάσης αυτής δεν είναι τόσο ποσοτικό, αλλά ποιοτικό. Η απασχολούμενη εργατική δύναμη είναι γεωγραφικά διασκορπισμένη, αποσπασματική και διασπασμένη. Ο κατακερματισμός αυτός κάνει ακόμη πιο δύσκολη την επικοινωνία μέσα στους κόλπους της εργατικής τάξης. Βοηθά τους καπιταλιστές στο να ελέγχουν και να χειραγωγούν τους εργαζόμενους πιο εύκολα, οδηγώντας συχνά στην απώλεια ταξικής συνείδησης.
Έχουμε ήδη γίνει μάρτυρες πολλών περιπτώσεων όπου απεργοί-εργαζόμενοι ενός εργοστασίου στέκονταν ενάντια στους εργαζόμενους άλλου εργοστασίου του ίδιου επιχειρηματικού ομίλου, έχοντας την λαθεμένη πεποίθηση ότι έτσι υπεράσπιζαν τις θέσεις εργασίας τους. Η τάση αυτή οδηγεί επίσης στον πολαπλασιασμό των δήθεν αυτοαπασχολούμενων η μικροεπιχειρηματιών, προλετάριων χωρίς καθόλου δικαιώματα και συνδικαλιστική προστασία, να εργάζονται σε χειρότερες συνθήκες απ’ ότι εργάτες εργοστασίου, αλλά έχοντας παντελή έλλειψη ταξικής συνείδησης.
Σήμερα, η πλειοψηφία των εργαζομένων συνεχίζει να βρίσκεται υπό την σκέπη του εργοδοτικού-κυβερνητικού συνδικαλισμού, έχοντας τη λαθεμένη άποψη ότι αυτά (τα ταξικά συμβιβασμένα) συνδικάτα είναι τα μόνα που μπορούν να επιτύχουν τις “λιγότερο δυσάρεστες” εργασιακές συνθήκες, σύμφωνα με τη λογική του “μικρότερου κακού”.
Σε μια τέτοια κατάσταση, οι κομμουνιστές πρέπει να αυξάνουν τη δράση τους μέσα στην εργατική τάξη, δημιουργώντας κομματικές οργανώσεις σε κάθε χώρο δουλειάς, προκειμένου να επαναφέρουν την ταξική ενότητα, να στηρίξουν την ανάπτυξη ταξικών συνδικάτων και να διαδώσουν στην εργατική τάξη το επαναστατικό μας πρόγραμμα, παλεύοντας ενάντια σε αντιμαρξιστικές ιδεολογικές προσεγγίσεις που αναδύονται σε ορισμένους πολιτικά δραστηριοποιημένους τομείς της εργατικής τάξης.
– Στις πρόσφατες εκλογές είδαμε να συμμετέχουν και άλλα κόμματα που αυτοπροσδοιορίζονται ως «κομμουνιστικά» (π.χ. «Κόμμα Κομμουνιστικής Επανίδρυσης», «Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα», «Δίκτυο των Κομμουνιστών», «Αντικαπιταλιστική Αριστερά», κλπ.) Θεωρείτε αυτές τις δυνάμεις ως πιθανούς συμμάχους του Κόμματος σας και, επιπλέον, τι πρωτοβουλίες έχετε πάρει για την ανασυγκρότηση και ενότητα του εργατικού κινήματος;
PC: Ιδρύσαμε το Κόμμα μας έχοντας αντιληφθεί ότι η προσπάθεια να παραμείνει ζωντανό το κομμουνιστικό κίνημα – όπως αυτή εκδηλώθηκε τόσο από το Κόμμα Κομμουνιστικής Επανίδρυσης όσο και από το Κόμμα των Ιταλών κομμουνιστών (που μετονομάστηκε σε Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα)- μετατράπηκε σε κάτι διαφορετικό και έφτασε στο τέλος της. Η συμμετοχή αυτών των δύο κομμάτων σε κεντροαριστερούς συνασπισμούς και αστικές κυβερνήσεις, η έγκριση εκ μέρους τους των χειρότερων αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων στο όνομα της «ενότητας της αριστεράς», ο κοινοβουλευτικός τους κρετινισμός και οπορτουνισμός, τους οδήγησε τελικά στην ήττα του 2008. Η προσπάθεια να σταματήσει αυτή η κατάσταση και να προωθηθεί η ενότητα των κομμουνιστών, μέσα από το πρότζεκτ «Ενωμένοι Κομμουνιστές» στο οποίο συμμετείχαμε ενεργά, παρέλυσε εξαιτίας των ηγεσιών αυτών των δύο κομμάτων. Έγινε ξεκάθαρο ότι οποιαδήποτε αλλαγή «από τα μέσα» αυτών των κομμάτων ήταν αδύνατη.
Η απόρριψη του οπορτουνισμού και η προώθηση της ενότητας των κομμουνιστών ήταν εφικτή μόνο μέσα από την ίδρυση ενός νέου κόμματος, βασισμένου στο Μαρξισμό-Λενινισμό. Τα υπενθυμίζουμε όλα αυτά, διότι η πρόθεση της κομμουνιστικής ενότητας υπήρξε ένας από τους λόγους ίδρυσης του Κόμματος μας και παραμένει κεντρικό στρατηγικό στοιχείο της δράσης μας.
Ασφαλώς, το ζήτημα της ενότητας δεν είναι ένα αμοιγώς ποσοτικό θέμα. Αναφορικά με την ενότητα, έχουμε πάντα να απαντήσουμε σε τρία ερωτήματα: Με ποιόν; Σε ποια βάση; Για ποιο σκοπό; Εάν δούμε το ζήτημα της ενότητας μέσα από αυτήν την οπτική, τότε πρέπει να δεχτούμε ότι η ενότητα είναι αδύνατη με αυτά τα κόμματα και τους ηγέτες τους, οι οποίοι έχουν οριστικά παρεκκλίνει από το Μαρξισμό-Λενινισμό και το δρόμο της προλεταριακής επανάστασης. Το Κόμμα μας δεν πρόκειται ποτέ να δεχθεί κανέναν συμβιβασμό για τις αρχές μας. Συγχώνευση με τα κόμματα αυτά, με τα οποία χώρισαν οι δρόμοι μας, αποκλείεται να συμβεί. Επομένως, το κάλεσμα μας για ενότητα δεν απευθύνεται στις ηγεσίες τους, αλλά στους καλόπιστους αγωνιστές αυτών των αυτοαποκαλούμενων «κομμουνιστικών» κομμάτων.
Παρ’ όλα αυτά, δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο προσωρινών εκλογικών συμφωνιών με αυτά- στη βάση ενός κοινού προγράμματος και δεδομένου ότι η εκλογική λίστα θα φέρει το όνομα «κομμουνιστικό», με σήμα το σφυροδρέπανο, ώστε να υπερβούμε τα εμπόδια που το αστικό κράτος βάζει στην συμμετοχή των κομμουνιστών στις εκλογές. Ακόμη και πριν από τις πρόσφατες εκλογές, απευθύναμε και πάλι σε όλους τους κομμουνιστές κάλεσμα για κοινή εκλογική λίστα, αλλά οι οπορτουνιστικές τους ηγεσίες το απέρριψαν, προτιμώντας για ακόμη μια φορά να αποποιηθούν το όνομα και τα σύμβολα (Σ.τ.Μ: εννοεί ότι δέχθηκαν να συμμετέχουν σε εκλογικές λίστες- συνασπισμούς- όπου δεν εμφανίζονταν το σφυροδρέπανο και το όνομα «κομμουνιστικό/ος»).
Εάν λάβουμε υπ’ όψη το συνολικό αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών, θα δούμε ότι η πλειοψηφία ψήφισε δεξιά κόμματα, όπως η Λίγκα του Βορρά και η κεντροδεξιά συμμαχία του Κινήματος των 5 Αστέρων. Δεν ήταν ψήφος υποστήριξης των προγραμμάτων τους, αλλά περισσότερο ψήφος διαμαρτυρίας ενάντια στο Δημοκρατικό Κόμμα και τους πρώην συμμάχους του σε παλαιότερους συνασπισμούς (όπως το Κόμμα Κομμουνιστικής Επανίδρυσης και των Κόμμα των Ιταλών Κομμουνιστών) της λεγόμενης «αριστεράς». Οι εργαζόμενες μάζες δεν ξέχασαν την ευθύνη που φέρουν (οι αριστεροί συνασπισμοί) στην στήριξη αστικών κυβερνήσεων και την έγκριση αντιλαϊκών μέτρων που χειροτέρευσαν το βιοτικό επίπεδο του λαού και, για ακόμη μια φορά, τους τιμώρησαν.
Επομένως, από τη μια πλευρά, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην συγχεόμαστε μ’ αυτούς, να τονίζουμε αυτά που μας διαφοροποιούν από αυτούς, πρώτα απ’ όλα την επαναστατική μας δέσμευση να ανατρέψουμε- και όχι να διορθώσουμε- το καπιταλιστικό σύστημα και να χτίσουμε τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Από την άλλη, πρέπει να διπλασιάσουμε τις προσπάθειες ώστε να προωθήσουμε την ενότητα και να συγκεντρώσουμε τους κομμουνιστές κάτω από την σημαία του Κόμματος μας.
– Παρά τα οικονομικά προβλήματα των τελευταίων ετών, η Ιταλία παραμένει μια σημαντική χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ποιά είναι η θέση του Κόμματος σας για το ρόλο της Ε.Ε. στον σχεδιασμό και την εφαρμογή της αντιλαϊκής-αντεργατικής πολιτικής;
PC: Η Ιταλία, πράγματι, παραμένει ένας από τους πυλώνες της Ε.Ε., όντας η 3η κατά σειρά χώρα της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. με βάση το ΑΕΠ, παρά την- κατά μέσο όρο- μείωση αυτού κατά 0,6% κατά την περίοδο 2006-2016. Παραμένει μια βιομηχανική δύναμη, όντας στην 7η θέση παγκοσμίως και 2η στην Ε.Ε. των 28 χωρών στη βιομηχανική παραγωγή, στην 8η θέση παγκοσμίως με βάση τις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, με μια αύξηση της τάξης του 4% ετησίως, αλλά μειωμένη κατά 1,9% το Γενάρη του 2018 σε σχέση με το Δεκέμβρη του 2017.
Παρ’ όλα αυτά, η σχετικά υψηλή θέση της Ιταλίας στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα και η φαινομενικά καλή οικονομική της απόδοση δεν οδηγεί σε αύξηση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων της χώρας. Η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής δε δημιούργησε την ανάλογη αύξηση στην απασχόληση όπως θα περίμενε κάποιος. Παρά τα προνόμια που απολαμβάνουν οι καπιταλιστές σε τομείς όπως η φορολογία και η κοινωνική ασφάλιση- εις βάρος της γενικότερης φορολογίας και δρώντας ως ενα είδος ενίσχυσης της αγοράς εργασίας- η πραγματική απασχόληση έχει μειωθεί, όπως επίσης και ο αριθμός της μόνιμης εργασίας, την ώρα που η ημιαπασχόληση και η αδήλωτη εργασία, δηλαδή η εργασιακή ανασφάλεια, έχουν αυξηθεί.
Με βάση τους μισθούς, η Ιταλία βρίσκεται στην 23η θέση ανάμεσα σε 28 χώρες, κάτω από το μέσο όρο τόσο της Ευρωζώνης όσο και ευρύτερα της Ε.Ε.. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση των ιταλικών νοικοκυριών μειώνεται συνεχώς από το 2006, πριν ακόμη από το ξέσπασμα της τελευταίας κρίσης: από το 2006 έως το 2011 μειώθηκε κατά 0,6% και από το 2011 έως το 2016 κατά 0,9%, κάτω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης (- 0,1%) και πολύ χειρότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ε.Ε. των 28.
Οι αντιλαϊκές πολιτικές, που εφαρμόζουν από κοινού η Ε.Ε. και οι κεντροαριστερές και κεντροδεξιές αστικές κυβερνήσεις, έχουν χτυπήσει σκληρά την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, οδηγώντας σε άνοιγμα της ψαλίδας υπέρ του κεφαλαίου και αυξάνοντας σε τεράστιο βαθμό τη φτώχεια. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Oxfam για το 2016, το 1% των πλουσιότερων ιταλών κατέχει το 25% του πλούτου, ενώ το χάσμα μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων αυξάνεται κάθε χρόνο, τόσο σε ότι αφορά τον κατεχόμενο πλούτο όσο και το εισόδημα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, στην Ιταλία υπάρχουν 10,5 εκατομμύρια φτωχοί (ο μεγαλύτερος αριθμός στην Ευρωπαϊκή Ένωση) που συνιστούν το 14% των συνολικά 75 εκατομμυρίων φτωχών της Ε.Ε. Δεύτερη έρχεται η Ρουμανία με 9,8 εκατομμύρια φτωχούς. Σύμφωνα με τη Eurostat,φτωχοί λογίζονται όσοι οικονομικά αδυνατούν να έχουν ένα γεύμα (με κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή λαχανικά) κάθε δύο μέρες, να αγοράσουν ένα ζευγάρι παπούτσια το χρόνο, να ζεστάνουν το σπίτι τους, να πληρώσουν το ενοίκιο, κλπ. Εάν το δούμε με βάση τα ποσοστά, η Ιταλία βρίσκεται στην 11η θέση στην Ε.Ε., με το 17,2% του συνολικού πληθυσμού της να είναι φτωχοί. Όπως αναφέρει η ISTAT, ο αριθμός της απόλυτης φτώχειας- αυτών που δε μπορούν να αγοράσουν ούτε τα βασικά αγαθά- έχει τριπλασιαστεί μέσα σε 10 χρόνια, φτάνοντας από 1,66 εκατομμύρια το 2006 σε 4,7 εκατομμύρια το 2016, μεταξύ αυτών 1,3 εκατομ. παιδιά. Με βάση και πάλι στοιχεία της ISTAT, 18 εκατομμύρια ιταλοί, δηλαδή το 30% του συνολικού πληθυσμού, βρίσκονται αντιμέτωποι με «τη φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό». Ο κίνδυνος της φτωχοποίησης στην Ιταλία είναι λίγο υψηλότερος από τον αντίστοιχο στην Ισπανία, υψηλότερος από το μέσο όρο στην Ε.Ε. και πολύ υψηλότερος απ’ όσο στη Γαλλία και τη Γερμανία.
Αυτά είναι μόνο ένα μικρό δείγμα των τραγικών αποτελεσμάτων των αντιλαϊκών και αντεργατικών πολιτικών της Ε.Ε. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά περισσότερα. Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι τίποτε καλό δεν ήρθε για τους εργαζόμενους και το λαό από την συμμετοχή της Ιταλίας στην Ε.Ε και το ευρώ. Αντιθέτως, η παραμονή της Ιταλίας στην Ε.Ε. βοήθησε τους καπιταλιστές να γίνουν πλουσιότεροι και πιο ισχυροί, σε βάρος του λαού.
Αυτό είναι εύκολα κατανοητό εάν λάβουμε υπ’ όψη την πραγματική φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ένωση ιμπεριαλιστικών κρατών. Η βασική της λειτουργία είναι να συντονίζει και να ενσωματώνει τις καπιταλιστικές οικονομίες στο μονοπωλιακό τους στάδιο, να ρυθμίζει τον αναπόφευκτο ανταγωνισμό μεταξύ των χωρών-μελών – ένας ανταγωνισμός που είναι έμφυτος στις καπιταλιστικές οικονομίες, οι οποίες βασίζονται στην αναρχία της παραγωγής και της αγοράς – και να υλοποιεί νέες κατηγοριοποιήσεις αγορών και πλουτοπαραγωγικών πηγών αναλογικά με το συγκεκριμένο κάθε φορά οικονομικό και πολιτικό βάρος κάθε συμμετέχουσας χώρας. Βασικός της στόχος είναι να εμβαθύνει την εκμετάλλευση των εργαζόμενων και των λαών ολοένα και πιο αποτελεσματικά, ώστε να μεγιστοποιεί την ίδια τη μονοπωλιακή της ανταγωνιστικότητα και τα κέρδη σε σχέση με τους εξωτερικούς της ανταγωνιστές, από άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες ή συνασπισμούς χωρών.
Η αστική προπαγάνδα συχνά παρουσιάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια ξεχωριστή δύναμη που υπερκερνά τη θέληση κάθε χώρας-μέλους. Πόσο συχνά δεν ακούμε τη φράση «η Ευρώπη μας ζητά να κάνουμε αυτό και εκείνο»; Αυτή η απεικόνιση χρησιμοποιείται συχνά ως άλλοθι προκειμένου να οδηγήσει τις μάζες να αποδεχτούν τα πιο αντιλαϊκά μέτρα, εκτρέποντας την δυσαρέσκεια τους προς μια εξωτερική οντότητα που θεωρείται αδιαμφισβήτητη και πέρα από τις δυνάμεις τους.
Στην πραγματικότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανα της έχουν τόση δύναμη όσο η εθνική αστική τάξη της κάθε χώρας που εθελοντικά αποφάσισε να παραχωρήσει τη δύναμη αυτή (στην Ε.Ε) προκειμένου να διεκδικήσει υπό καλύτερους όρους τους στόχους που αναφέραμε παραπάνω. Οι αντιλαϊκές και αντεργατικές πολιτικές της Ε.Ε. υλοποιούν την θέληση και τα σχέδια της καπιταλιστικής, αστικής τάξης κάθε χώρας-μέλους, με έναν κεντροποιημένο και συντονισμένο τρόπο.
Εξαιτίας αυτού, θεωρούμε ότι η αποδέσμευση της Ιταλίας από την Ε.Ε, όπως επίσης από το ΝΑΤΟ και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, είναι απαραίτητο βήμα προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης και του λαού από την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Είναι ένα αναγκαίο, αλλά όχι αρκετό βήμα, που εάν δεν συνδιαστεί με αλλαγή τάξης στην εξουσία θα επαναφέρει απλά την παλιά αστική κυριαρχία. Θεωρούμε την αποδέσμευση της Ιταλίας από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ ως βασική προϋπόθεση για να ανατραπεί ο καπιταλισμός και να πάρει η εργατική τάξη την εξουσία στα χέρια της.
– Ο αντικομμουνισμός αποτελεί επίσημη πολιτική της Ε.Ε. η οποία εκφράζεται μέσω της προώθησης της εξίσωσης κομμουνισμού και ναζισμού. Πως εκφράζεται ο αντικομμουνισμός στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας και μέσα στην κοινωνία;
Συνέντευξη με τον Guido Ricci, μέλος του ΠΓ και επικεφαλής του τμήματος διεθνών σχέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος, Ιταλία (Partito Comunista, Italia). Η συνέντευξη φέρει την έγκριση του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του Κόμματος.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα, Ιταλία ιδρύθηκε το 2009 στη βάση της μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας. Συμμετέχει στη Διεθνή Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων (ΔΣΚΕΚ) και στην Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία (Initiative of Communist and Workers Parties) της οποίας είναι ιδρυτικό μέλος. Τον περασμένο Μάρτη συμμετείχε για πρώτη φορά αυτόνομα στις βουλευτικές εκλογές αποσπώντας περισσότερες από 100 χιλιάδες ψήφους. Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του Κόμματος είναι ο Μάρκο Ρίτσο.
– Λαμβάνοντας υπ’ όψη τις υπάρχουσες δυσκολίες και τον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων, πως εκτιμάτε το αποτέλεσμα των εκλογών του Μάρτη για το Κομμουνιστικό Κόμμα; Επιτεύχθησαν οι βασικοί στόχοι που είχατε θέσει πριν τις εκλογές;
PC: Όπως γνωρίζετε, το Κόμμα μας δεν θεωρεί τις εκλογές και την κοινοβουλευτική δράση ως τη μόνη δυνατή μορφή πάλης. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Λένιν και του Γκράμσι, η παρουσία στο αστικό κοινοβούλιο πρέπει να αξιοποιείται ώστε να αναπτύσσει τη δουλειά έξω απ’ αυτό και εναντίον αυτού. Προσεγγίσαμε τις εκλογές ως μια ευκαιρία να επιβεβαιωθεί η δυνατότητα κινητοποίησης του Κόμματος μας, να βελτιώσουμε τις οργανωτικές μας ικανότητες και να προσελκύσουμε νέους αγωνιστές. Θεωρήσαμε τις εκλογές ως μέσο για την ανάπτυξη του κόμματος.
Πράγματι, ένας σημαντικός αριθμός εργατών και νέων ανθρώπων ήρθε σε επαφή με το Κόμμα κατά τη διάρκεια της συλλογής υπογραφών (Σ.τ.Μ: για την συμμετοχή του ΚΚ στις εκλογές) και της προεκλογικής καμπάνιας. Νέες κομματικές οργανώσεις δημιουργήθηκαν και οι υπάρχουσες έχουν ενισχυθεί χάρη στους νέους συντρόφους που έγιναν μέλη.
Από την άλλη, η όλη κινητοποίηση μας επέτρεψε να εντοπίσουμε ορισμένες οργανωτικές αδυναμίες και ελλείψεις- οι οποίες πρέπει να διορθωθούν και να εξαλειφθούν σύντομα- συχνά λόγω της απειρίας των συντρόφων μας που είχαν να αντιμετωπίσουν εντελώς καινούργιους εκλογικούς κανονισμούς.
Για πρώτη φορά από το 2001, το Κομμουνιστικό Κόμμα παίρνει επιτέλους μέρος και πάλι στις βουλευτικές εκλογές με το όνομα και τα σύμβολα του- την κόκκινη σημαία, το σφυροδρέπανο και το αστέρι- αλλά και το πρόγραμμα του, που δεν περιελάμβανε προεκλογικές υποσχέσεις αλλά κάλεσμα για αγώνα προς επίτευξη συγκεκριμένων επαναστατικών στόχων. Έπειτα από 17 χρόνια, το Κομμουνιστικό Κόμμα βρισκόταν επιτέλους και πάλι στις κάλπες!
Εξαιτίας οργανωτικών λαθών αλλά και γραφειοκρατικών ζητημάτων, το Κόμμα μας πήρε εκλογικά μέρος μόνο στο 53% της επικράτειας, όπου και έλαβε περισσότερες από 100 χιλιάδες ψήφους. Λαμβάνοντας υπ΄ όψη αυτήν την παράμετρο αξιολογούμε θετικά το αποτέλεσμα, επειδή αυτές οι εκλογές έδειξαν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι μια δύναμη που υπάρχει, που μεγαλώνει, που ισχυροποιείται και γίνεται αποδεχτή στους κόλπους της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Παρ’ όλα αυτά, αυτό είναι μονάχα το ξεκίνημα. Από δω και στο εξής πρέπει να εντείνουμε τη δράση μας ώστε αυτοί που μας στήριξαν να μπουν στον αγώνα εντασσόμενοι στο Κόμμα, ώστε αυτό να μεγαλώσει περαιτέρω.
– Θα μπορούσατε να συνοψίσετε τα κυρίαρχα προβλήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωποι σήμερα η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της Ιταλίας;
PC: Τα αντικειμενικά προβλήματα που πλήττουν την ιταλική εργατική τάξη είναι, λίγο εως πολύ, τα ίδια που ισχύουν και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, γενικότερα, στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Η εκμετάλλευση αυξάνεται μέσω της σχετικής μείωσης μισθών και συντάξεων, της επέκτασης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, της εντατικοποίησης των ρυθμών εργασίας, των περικοπών σε βασικές κοινωνικές υπηρεσίες.
Παρά τις αισιόδοξες διακυρήξεις της κυβέρνησης περί οικονομικής ανάκαμψης, η απασχόληση δεν βρίσκεται σε άνοδο, εάν λάβουμε υπ’ όψη το πραγματικό μέγεθος του ωραρίου εργασίας. Η ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια επηρρεάζει πλατιά λαϊκά στρώματα, ιδιαίτερα στη νότια Ιταλία και κυρίως τη νεολαία. Τα εργασιακά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και του δικαιώματος στην απεργία, δέχονται την επίθεση της αστικής τάξης, καθώς συντάσσονται ολοένα και περισσότεροι περιοριστικοί νόμοι. Η καλής ποιότητας ιατρική περίθαλψη, εκπαίδευση, ο πολιτισμός, ο αθλητισμός και η αναψυχή είναι απρόσιτα για την εργατική τάξη. Ακόμη και το δικαίωμα στην στέγη δεν είναι κατοχυρωμένο. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε λέγοντας για πολλά ακόμη, αλλά με λίγα λόγια μπορούμε να πούμε πως υπάρχει μια ταχεία και χωρίς προηγούμενο από την εποχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.
Έπειτα, πρέπει να αναφέρουμε κάποια προβλήματα που αναδεικνύονται μέσα στους κόλπους της τάξης, στις ιστορικά δεδομένες συνθήκες της χώρας μας, ακόμη κι’ αν αυτά προσδοιορίζονται από εξωτερικούς, αντικειμενικούς λόγους.
Ο σύγχρονος μονοπωλιακός καπιταλισμός, συχνά για πολιτικούς παρά για οικονομικούς λόγους, τίνει να αποφεύγει τη μεγάλη συγκεντροποίηση εργατικού δυναμικού, μέσω της χρήσης τεχνολογίας για εξοικονόμηση εργασίας, της εξωτερικής ανάθεσης τμημάτων της παραγωγής και των υπηρεσιών και της ολικής η μερικής μετεγκατάστασης αυτών στο εξωτερικό. Το αποτέλεσμα της τάσης αυτής δεν είναι τόσο ποσοτικό, αλλά ποιοτικό. Η απασχολούμενη εργατική δύναμη είναι γεωγραφικά διασκορπισμένη, αποσπασματική και διασπασμένη. Ο κατακερματισμός αυτός κάνει ακόμη πιο δύσκολη την επικοινωνία μέσα στους κόλπους της εργατικής τάξης. Βοηθά τους καπιταλιστές στο να ελέγχουν και να χειραγωγούν τους εργαζόμενους πιο εύκολα, οδηγώντας συχνά στην απώλεια ταξικής συνείδησης.
Έχουμε ήδη γίνει μάρτυρες πολλών περιπτώσεων όπου απεργοί-εργαζόμενοι ενός εργοστασίου στέκονταν ενάντια στους εργαζόμενους άλλου εργοστασίου του ίδιου επιχειρηματικού ομίλου, έχοντας την λαθεμένη πεποίθηση ότι έτσι υπεράσπιζαν τις θέσεις εργασίας τους. Η τάση αυτή οδηγεί επίσης στον πολαπλασιασμό των δήθεν αυτοαπασχολούμενων η μικροεπιχειρηματιών, προλετάριων χωρίς καθόλου δικαιώματα και συνδικαλιστική προστασία, να εργάζονται σε χειρότερες συνθήκες απ’ ότι εργάτες εργοστασίου, αλλά έχοντας παντελή έλλειψη ταξικής συνείδησης.
Σήμερα, η πλειοψηφία των εργαζομένων συνεχίζει να βρίσκεται υπό την σκέπη του εργοδοτικού-κυβερνητικού συνδικαλισμού, έχοντας τη λαθεμένη άποψη ότι αυτά (τα ταξικά συμβιβασμένα) συνδικάτα είναι τα μόνα που μπορούν να επιτύχουν τις “λιγότερο δυσάρεστες” εργασιακές συνθήκες, σύμφωνα με τη λογική του “μικρότερου κακού”.
Σε μια τέτοια κατάσταση, οι κομμουνιστές πρέπει να αυξάνουν τη δράση τους μέσα στην εργατική τάξη, δημιουργώντας κομματικές οργανώσεις σε κάθε χώρο δουλειάς, προκειμένου να επαναφέρουν την ταξική ενότητα, να στηρίξουν την ανάπτυξη ταξικών συνδικάτων και να διαδώσουν στην εργατική τάξη το επαναστατικό μας πρόγραμμα, παλεύοντας ενάντια σε αντιμαρξιστικές ιδεολογικές προσεγγίσεις που αναδύονται σε ορισμένους πολιτικά δραστηριοποιημένους τομείς της εργατικής τάξης.
– Στις πρόσφατες εκλογές είδαμε να συμμετέχουν και άλλα κόμματα που αυτοπροσδοιορίζονται ως «κομμουνιστικά» (π.χ. «Κόμμα Κομμουνιστικής Επανίδρυσης», «Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα», «Δίκτυο των Κομμουνιστών», «Αντικαπιταλιστική Αριστερά», κλπ.) Θεωρείτε αυτές τις δυνάμεις ως πιθανούς συμμάχους του Κόμματος σας και, επιπλέον, τι πρωτοβουλίες έχετε πάρει για την ανασυγκρότηση και ενότητα του εργατικού κινήματος;
PC: Ιδρύσαμε το Κόμμα μας έχοντας αντιληφθεί ότι η προσπάθεια να παραμείνει ζωντανό το κομμουνιστικό κίνημα – όπως αυτή εκδηλώθηκε τόσο από το Κόμμα Κομμουνιστικής Επανίδρυσης όσο και από το Κόμμα των Ιταλών κομμουνιστών (που μετονομάστηκε σε Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα)- μετατράπηκε σε κάτι διαφορετικό και έφτασε στο τέλος της. Η συμμετοχή αυτών των δύο κομμάτων σε κεντροαριστερούς συνασπισμούς και αστικές κυβερνήσεις, η έγκριση εκ μέρους τους των χειρότερων αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων στο όνομα της «ενότητας της αριστεράς», ο κοινοβουλευτικός τους κρετινισμός και οπορτουνισμός, τους οδήγησε τελικά στην ήττα του 2008. Η προσπάθεια να σταματήσει αυτή η κατάσταση και να προωθηθεί η ενότητα των κομμουνιστών, μέσα από το πρότζεκτ «Ενωμένοι Κομμουνιστές» στο οποίο συμμετείχαμε ενεργά, παρέλυσε εξαιτίας των ηγεσιών αυτών των δύο κομμάτων. Έγινε ξεκάθαρο ότι οποιαδήποτε αλλαγή «από τα μέσα» αυτών των κομμάτων ήταν αδύνατη.
Η απόρριψη του οπορτουνισμού και η προώθηση της ενότητας των κομμουνιστών ήταν εφικτή μόνο μέσα από την ίδρυση ενός νέου κόμματος, βασισμένου στο Μαρξισμό-Λενινισμό. Τα υπενθυμίζουμε όλα αυτά, διότι η πρόθεση της κομμουνιστικής ενότητας υπήρξε ένας από τους λόγους ίδρυσης του Κόμματος μας και παραμένει κεντρικό στρατηγικό στοιχείο της δράσης μας.
Ασφαλώς, το ζήτημα της ενότητας δεν είναι ένα αμοιγώς ποσοτικό θέμα. Αναφορικά με την ενότητα, έχουμε πάντα να απαντήσουμε σε τρία ερωτήματα: Με ποιόν; Σε ποια βάση; Για ποιο σκοπό; Εάν δούμε το ζήτημα της ενότητας μέσα από αυτήν την οπτική, τότε πρέπει να δεχτούμε ότι η ενότητα είναι αδύνατη με αυτά τα κόμματα και τους ηγέτες τους, οι οποίοι έχουν οριστικά παρεκκλίνει από το Μαρξισμό-Λενινισμό και το δρόμο της προλεταριακής επανάστασης. Το Κόμμα μας δεν πρόκειται ποτέ να δεχθεί κανέναν συμβιβασμό για τις αρχές μας. Συγχώνευση με τα κόμματα αυτά, με τα οποία χώρισαν οι δρόμοι μας, αποκλείεται να συμβεί. Επομένως, το κάλεσμα μας για ενότητα δεν απευθύνεται στις ηγεσίες τους, αλλά στους καλόπιστους αγωνιστές αυτών των αυτοαποκαλούμενων «κομμουνιστικών» κομμάτων.
Παρ’ όλα αυτά, δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο προσωρινών εκλογικών συμφωνιών με αυτά- στη βάση ενός κοινού προγράμματος και δεδομένου ότι η εκλογική λίστα θα φέρει το όνομα «κομμουνιστικό», με σήμα το σφυροδρέπανο, ώστε να υπερβούμε τα εμπόδια που το αστικό κράτος βάζει στην συμμετοχή των κομμουνιστών στις εκλογές. Ακόμη και πριν από τις πρόσφατες εκλογές, απευθύναμε και πάλι σε όλους τους κομμουνιστές κάλεσμα για κοινή εκλογική λίστα, αλλά οι οπορτουνιστικές τους ηγεσίες το απέρριψαν, προτιμώντας για ακόμη μια φορά να αποποιηθούν το όνομα και τα σύμβολα (Σ.τ.Μ: εννοεί ότι δέχθηκαν να συμμετέχουν σε εκλογικές λίστες- συνασπισμούς- όπου δεν εμφανίζονταν το σφυροδρέπανο και το όνομα «κομμουνιστικό/ος»).
Εάν λάβουμε υπ’ όψη το συνολικό αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών, θα δούμε ότι η πλειοψηφία ψήφισε δεξιά κόμματα, όπως η Λίγκα του Βορρά και η κεντροδεξιά συμμαχία του Κινήματος των 5 Αστέρων. Δεν ήταν ψήφος υποστήριξης των προγραμμάτων τους, αλλά περισσότερο ψήφος διαμαρτυρίας ενάντια στο Δημοκρατικό Κόμμα και τους πρώην συμμάχους του σε παλαιότερους συνασπισμούς (όπως το Κόμμα Κομμουνιστικής Επανίδρυσης και των Κόμμα των Ιταλών Κομμουνιστών) της λεγόμενης «αριστεράς». Οι εργαζόμενες μάζες δεν ξέχασαν την ευθύνη που φέρουν (οι αριστεροί συνασπισμοί) στην στήριξη αστικών κυβερνήσεων και την έγκριση αντιλαϊκών μέτρων που χειροτέρευσαν το βιοτικό επίπεδο του λαού και, για ακόμη μια φορά, τους τιμώρησαν.
Επομένως, από τη μια πλευρά, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην συγχεόμαστε μ’ αυτούς, να τονίζουμε αυτά που μας διαφοροποιούν από αυτούς, πρώτα απ’ όλα την επαναστατική μας δέσμευση να ανατρέψουμε- και όχι να διορθώσουμε- το καπιταλιστικό σύστημα και να χτίσουμε τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Από την άλλη, πρέπει να διπλασιάσουμε τις προσπάθειες ώστε να προωθήσουμε την ενότητα και να συγκεντρώσουμε τους κομμουνιστές κάτω από την σημαία του Κόμματος μας.
– Παρά τα οικονομικά προβλήματα των τελευταίων ετών, η Ιταλία παραμένει μια σημαντική χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ποιά είναι η θέση του Κόμματος σας για το ρόλο της Ε.Ε. στον σχεδιασμό και την εφαρμογή της αντιλαϊκής-αντεργατικής πολιτικής;
PC: Η Ιταλία, πράγματι, παραμένει ένας από τους πυλώνες της Ε.Ε., όντας η 3η κατά σειρά χώρα της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. με βάση το ΑΕΠ, παρά την- κατά μέσο όρο- μείωση αυτού κατά 0,6% κατά την περίοδο 2006-2016. Παραμένει μια βιομηχανική δύναμη, όντας στην 7η θέση παγκοσμίως και 2η στην Ε.Ε. των 28 χωρών στη βιομηχανική παραγωγή, στην 8η θέση παγκοσμίως με βάση τις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, με μια αύξηση της τάξης του 4% ετησίως, αλλά μειωμένη κατά 1,9% το Γενάρη του 2018 σε σχέση με το Δεκέμβρη του 2017.
Παρ’ όλα αυτά, η σχετικά υψηλή θέση της Ιταλίας στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα και η φαινομενικά καλή οικονομική της απόδοση δεν οδηγεί σε αύξηση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων της χώρας. Η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής δε δημιούργησε την ανάλογη αύξηση στην απασχόληση όπως θα περίμενε κάποιος. Παρά τα προνόμια που απολαμβάνουν οι καπιταλιστές σε τομείς όπως η φορολογία και η κοινωνική ασφάλιση- εις βάρος της γενικότερης φορολογίας και δρώντας ως ενα είδος ενίσχυσης της αγοράς εργασίας- η πραγματική απασχόληση έχει μειωθεί, όπως επίσης και ο αριθμός της μόνιμης εργασίας, την ώρα που η ημιαπασχόληση και η αδήλωτη εργασία, δηλαδή η εργασιακή ανασφάλεια, έχουν αυξηθεί.
Με βάση τους μισθούς, η Ιταλία βρίσκεται στην 23η θέση ανάμεσα σε 28 χώρες, κάτω από το μέσο όρο τόσο της Ευρωζώνης όσο και ευρύτερα της Ε.Ε.. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση των ιταλικών νοικοκυριών μειώνεται συνεχώς από το 2006, πριν ακόμη από το ξέσπασμα της τελευταίας κρίσης: από το 2006 έως το 2011 μειώθηκε κατά 0,6% και από το 2011 έως το 2016 κατά 0,9%, κάτω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης (- 0,1%) και πολύ χειρότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ε.Ε. των 28.
Οι αντιλαϊκές πολιτικές, που εφαρμόζουν από κοινού η Ε.Ε. και οι κεντροαριστερές και κεντροδεξιές αστικές κυβερνήσεις, έχουν χτυπήσει σκληρά την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, οδηγώντας σε άνοιγμα της ψαλίδας υπέρ του κεφαλαίου και αυξάνοντας σε τεράστιο βαθμό τη φτώχεια. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Oxfam για το 2016, το 1% των πλουσιότερων ιταλών κατέχει το 25% του πλούτου, ενώ το χάσμα μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων αυξάνεται κάθε χρόνο, τόσο σε ότι αφορά τον κατεχόμενο πλούτο όσο και το εισόδημα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, στην Ιταλία υπάρχουν 10,5 εκατομμύρια φτωχοί (ο μεγαλύτερος αριθμός στην Ευρωπαϊκή Ένωση) που συνιστούν το 14% των συνολικά 75 εκατομμυρίων φτωχών της Ε.Ε. Δεύτερη έρχεται η Ρουμανία με 9,8 εκατομμύρια φτωχούς. Σύμφωνα με τη Eurostat,φτωχοί λογίζονται όσοι οικονομικά αδυνατούν να έχουν ένα γεύμα (με κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή λαχανικά) κάθε δύο μέρες, να αγοράσουν ένα ζευγάρι παπούτσια το χρόνο, να ζεστάνουν το σπίτι τους, να πληρώσουν το ενοίκιο, κλπ. Εάν το δούμε με βάση τα ποσοστά, η Ιταλία βρίσκεται στην 11η θέση στην Ε.Ε., με το 17,2% του συνολικού πληθυσμού της να είναι φτωχοί. Όπως αναφέρει η ISTAT, ο αριθμός της απόλυτης φτώχειας- αυτών που δε μπορούν να αγοράσουν ούτε τα βασικά αγαθά- έχει τριπλασιαστεί μέσα σε 10 χρόνια, φτάνοντας από 1,66 εκατομμύρια το 2006 σε 4,7 εκατομμύρια το 2016, μεταξύ αυτών 1,3 εκατομ. παιδιά. Με βάση και πάλι στοιχεία της ISTAT, 18 εκατομμύρια ιταλοί, δηλαδή το 30% του συνολικού πληθυσμού, βρίσκονται αντιμέτωποι με «τη φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό». Ο κίνδυνος της φτωχοποίησης στην Ιταλία είναι λίγο υψηλότερος από τον αντίστοιχο στην Ισπανία, υψηλότερος από το μέσο όρο στην Ε.Ε. και πολύ υψηλότερος απ’ όσο στη Γαλλία και τη Γερμανία.
Αυτά είναι μόνο ένα μικρό δείγμα των τραγικών αποτελεσμάτων των αντιλαϊκών και αντεργατικών πολιτικών της Ε.Ε. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά περισσότερα. Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι τίποτε καλό δεν ήρθε για τους εργαζόμενους και το λαό από την συμμετοχή της Ιταλίας στην Ε.Ε και το ευρώ. Αντιθέτως, η παραμονή της Ιταλίας στην Ε.Ε. βοήθησε τους καπιταλιστές να γίνουν πλουσιότεροι και πιο ισχυροί, σε βάρος του λαού.
Αυτό είναι εύκολα κατανοητό εάν λάβουμε υπ’ όψη την πραγματική φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ένωση ιμπεριαλιστικών κρατών. Η βασική της λειτουργία είναι να συντονίζει και να ενσωματώνει τις καπιταλιστικές οικονομίες στο μονοπωλιακό τους στάδιο, να ρυθμίζει τον αναπόφευκτο ανταγωνισμό μεταξύ των χωρών-μελών – ένας ανταγωνισμός που είναι έμφυτος στις καπιταλιστικές οικονομίες, οι οποίες βασίζονται στην αναρχία της παραγωγής και της αγοράς – και να υλοποιεί νέες κατηγοριοποιήσεις αγορών και πλουτοπαραγωγικών πηγών αναλογικά με το συγκεκριμένο κάθε φορά οικονομικό και πολιτικό βάρος κάθε συμμετέχουσας χώρας. Βασικός της στόχος είναι να εμβαθύνει την εκμετάλλευση των εργαζόμενων και των λαών ολοένα και πιο αποτελεσματικά, ώστε να μεγιστοποιεί την ίδια τη μονοπωλιακή της ανταγωνιστικότητα και τα κέρδη σε σχέση με τους εξωτερικούς της ανταγωνιστές, από άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες ή συνασπισμούς χωρών.
Η αστική προπαγάνδα συχνά παρουσιάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια ξεχωριστή δύναμη που υπερκερνά τη θέληση κάθε χώρας-μέλους. Πόσο συχνά δεν ακούμε τη φράση «η Ευρώπη μας ζητά να κάνουμε αυτό και εκείνο»; Αυτή η απεικόνιση χρησιμοποιείται συχνά ως άλλοθι προκειμένου να οδηγήσει τις μάζες να αποδεχτούν τα πιο αντιλαϊκά μέτρα, εκτρέποντας την δυσαρέσκεια τους προς μια εξωτερική οντότητα που θεωρείται αδιαμφισβήτητη και πέρα από τις δυνάμεις τους.
Στην πραγματικότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανα της έχουν τόση δύναμη όσο η εθνική αστική τάξη της κάθε χώρας που εθελοντικά αποφάσισε να παραχωρήσει τη δύναμη αυτή (στην Ε.Ε) προκειμένου να διεκδικήσει υπό καλύτερους όρους τους στόχους που αναφέραμε παραπάνω. Οι αντιλαϊκές και αντεργατικές πολιτικές της Ε.Ε. υλοποιούν την θέληση και τα σχέδια της καπιταλιστικής, αστικής τάξης κάθε χώρας-μέλους, με έναν κεντροποιημένο και συντονισμένο τρόπο.
Εξαιτίας αυτού, θεωρούμε ότι η αποδέσμευση της Ιταλίας από την Ε.Ε, όπως επίσης από το ΝΑΤΟ και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, είναι απαραίτητο βήμα προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης και του λαού από την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Είναι ένα αναγκαίο, αλλά όχι αρκετό βήμα, που εάν δεν συνδιαστεί με αλλαγή τάξης στην εξουσία θα επαναφέρει απλά την παλιά αστική κυριαρχία. Θεωρούμε την αποδέσμευση της Ιταλίας από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ ως βασική προϋπόθεση για να ανατραπεί ο καπιταλισμός και να πάρει η εργατική τάξη την εξουσία στα χέρια της.
– Ο αντικομμουνισμός αποτελεί επίσημη πολιτική της Ε.Ε. η οποία εκφράζεται μέσω της προώθησης της εξίσωσης κομμουνισμού και ναζισμού. Πως εκφράζεται ο αντικομμουνισμός στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας και μέσα στην κοινωνία;
PC: Η αντικομμουνιστική πολιτική της Ε.Ε. υλοποιείται με διαφορετικές προσεγγίσεις και ένταση από χώρα σε χώρα. Σε πολλές ανατολικές χώρες της Ευρώπης, όπου η ιστορική μνήμη του σοσιαλισμού είναι ακόμη ζωντανή στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, οι αστικές κυβερνήσεις εφαρμόζουν τις πιο σκληρές αντικομμουνιστικές μεθόδους. Τα κομμουνιστικά σύμβολα απαγορεύονται, η κομμουνιστική δραστηριότητα και προπαγάνδα θεωρούνται έγκλημα και διώκονται από το νόμο, τα κομμουνιστικά κόμματα κηρύσσονται παράνομα, το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα και κάθε μορφή αντίστασης των εργαζομένων έρχονται αντιμέτωπα με βίαιη καταστολή.
Στη δυτική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας, η αστική τάξη χρησιμοποιεί μια διαφορετική προσέγγιση, φαινομενικά λιγότερο σκληρή, αλλά πολύ αποτελεσματική. Στο ιδεολογικό επίπεδο, είναι ευκολότερο γι’ αυτούς να συκοφαντήσουν τον σοσιαλισμό μέσω της παραχάραξης της ιστορίας, στο βαθμό που οι λαοί στη δυτική Ευρώπη δε βίωσαν τον σοσιαλισμό. Η αισχρή εξίσωση μεταξύ φασισμού και κομμουνισμού βασίζεται στην παραχάραξη των γεγονότων και της ιστορίας, στην προσπάθεια να κρυφτεί η αληθινή φύση του φασισμού ως μιας ανοιχτά τρομοκρατικής μορφής της αστικής δικτατορίας, που γεννιέται από τον καπιταλισμό με σκοπό να συντρίψει το εργατικό κίνημα.
Στο νομικό επίπεδο, ορισμένες λιγοστές προτάσεις για να κυρηχθεί παράνομο το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι περισσότερο προκλητικές παρά αποτελεσματικές, αλλά σε κάθε περίπτωση απαιτούν επαγρύπνηση και δυνατή απάντηση. Τροποποιήσεις του Συντάγματος ή των εκλογικών νόμων χρησιμοποιούνται συχνά προκειμένου να δυσκολέψουν την συμμετοχή των κομμουνιστών στις βουλευτικές εκλογές και να αποτρέψουν την εκπροσώπηση της εργατικής τάξης στο αστικό κοινοβούλιο. Ασφαλώς, όπως και αλλού, έτσι και στη χώρα μας η πολιτική κατασκοπεία και η καταστολή χρησιμοποιούνται για να εμποδίσουν την κοινωνική πάλη.
Για άλλη μια φορά, επαναλαμβάνουμε ότι οι διώξεις, οι απαγορεύσεις και η καταστολή δεν πρόκειται ποτέ να καταφέρουν να σταματήσουν τον αγώνα των κομμουνιστών για την εργατική εξουσία και τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Τα αντικομμουνιστικά μέτρα αποτελούν απλά έκφραση του φόβου του αστικού κράτους μπροστά στην προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης.
– Γνωρίζετε ότι το εργατικό-λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα, με το ΚΚΕ στην πρωτοπορία, δίνει καθημερινές μάχες ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να στείλετε στους συντρόφους και την εργατική τάξη της Ελλάδας;
PC: Το Κόμμα μας παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή και βγάζει σημαντικά συμπεράσματα από τους αγώνες της ελληνικής εργατικής τάξης, στην πρωτοπορία της οποίας είναι το ΚΚΕ. Η ηρωϊκή τους αντίσταση και αντίθεση απέναντι στις αποφάσεις της Τρόϊκα και τις ληστρικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν παράδειγμα για όλους μας αλλά και σημαντικό μέρος του κοινού μας αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τους υπηρέτες του, παλιούς και νέους, οπορτουνιστές και σοσιαλδημοκράτες.
Θέλουμε να διαβεβαιώσουμε την ελληνική εργατική τάξη και τους συντρόφους μας στο ΚΚΕ ότι το Κόμμα μας, πιστό στις διεθνιστικές του δεσμεύσεις, θα βρίσκεται πάντα στο πλευρό τους, στον κοινό αγώνα ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του Σοσιαλισμού-Κομμουνισμού.
Στη δυτική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας, η αστική τάξη χρησιμοποιεί μια διαφορετική προσέγγιση, φαινομενικά λιγότερο σκληρή, αλλά πολύ αποτελεσματική. Στο ιδεολογικό επίπεδο, είναι ευκολότερο γι’ αυτούς να συκοφαντήσουν τον σοσιαλισμό μέσω της παραχάραξης της ιστορίας, στο βαθμό που οι λαοί στη δυτική Ευρώπη δε βίωσαν τον σοσιαλισμό. Η αισχρή εξίσωση μεταξύ φασισμού και κομμουνισμού βασίζεται στην παραχάραξη των γεγονότων και της ιστορίας, στην προσπάθεια να κρυφτεί η αληθινή φύση του φασισμού ως μιας ανοιχτά τρομοκρατικής μορφής της αστικής δικτατορίας, που γεννιέται από τον καπιταλισμό με σκοπό να συντρίψει το εργατικό κίνημα.
Στο νομικό επίπεδο, ορισμένες λιγοστές προτάσεις για να κυρηχθεί παράνομο το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι περισσότερο προκλητικές παρά αποτελεσματικές, αλλά σε κάθε περίπτωση απαιτούν επαγρύπνηση και δυνατή απάντηση. Τροποποιήσεις του Συντάγματος ή των εκλογικών νόμων χρησιμοποιούνται συχνά προκειμένου να δυσκολέψουν την συμμετοχή των κομμουνιστών στις βουλευτικές εκλογές και να αποτρέψουν την εκπροσώπηση της εργατικής τάξης στο αστικό κοινοβούλιο. Ασφαλώς, όπως και αλλού, έτσι και στη χώρα μας η πολιτική κατασκοπεία και η καταστολή χρησιμοποιούνται για να εμποδίσουν την κοινωνική πάλη.
Για άλλη μια φορά, επαναλαμβάνουμε ότι οι διώξεις, οι απαγορεύσεις και η καταστολή δεν πρόκειται ποτέ να καταφέρουν να σταματήσουν τον αγώνα των κομμουνιστών για την εργατική εξουσία και τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Τα αντικομμουνιστικά μέτρα αποτελούν απλά έκφραση του φόβου του αστικού κράτους μπροστά στην προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης.
– Γνωρίζετε ότι το εργατικό-λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα, με το ΚΚΕ στην πρωτοπορία, δίνει καθημερινές μάχες ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να στείλετε στους συντρόφους και την εργατική τάξη της Ελλάδας;
PC: Το Κόμμα μας παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή και βγάζει σημαντικά συμπεράσματα από τους αγώνες της ελληνικής εργατικής τάξης, στην πρωτοπορία της οποίας είναι το ΚΚΕ. Η ηρωϊκή τους αντίσταση και αντίθεση απέναντι στις αποφάσεις της Τρόϊκα και τις ληστρικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν παράδειγμα για όλους μας αλλά και σημαντικό μέρος του κοινού μας αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τους υπηρέτες του, παλιούς και νέους, οπορτουνιστές και σοσιαλδημοκράτες.
Θέλουμε να διαβεβαιώσουμε την ελληνική εργατική τάξη και τους συντρόφους μας στο ΚΚΕ ότι το Κόμμα μας, πιστό στις διεθνιστικές του δεσμεύσεις, θα βρίσκεται πάντα στο πλευρό τους, στον κοινό αγώνα ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του Σοσιαλισμού-Κομμουνισμού.
ΑΠΟ ATEXNOS3
Επιμέλεια: Νίκος Μόττας //