Αληθινές Ιστορίες για να Μην Ξεχνάμε
τα αποβράσματα
και
τους ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ !!
τα αποβράσματα
και
τους ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ !!
Ακούω, κάτω από τις κουβέρτες κουκουλωμένος, να μιλάνε το βράδυ της Παρασκευής .
-Σάββατο έρχεσαι συνήθως, τι έγινε;
-Μας έδιωξαν οι “Μάηδες” γιατί η περιοχή είναι παραμεθόριος.
- Λες να σε διώξουν από την δουλειά;
-Δεν ξέρω. Κανείς δεν ξέρει...
-Όλη μέρα παίζει εμβατήρια. Έχει παράσιτα στο ράδιο δεν μπορώ να καταλάβω. Το πρωί θα βγω στα καφενεία να δω.
Παρασκευή, Σάββατο, τι σημασία έχει; Ο μπαμπάς είναι στο σπίτι! Θα παίξουμε μποξ και παλέματα.
Δεν έχει κέφια όμως, δεν μας παίζει. Κατέβασε τα φρύδια, σήμα κινδύνου.
“Ανοιχτά τα καφενεία, έχει απέξω αστυνομικά και δεν δίνουν ούζο, ήθελαν και ταυτότητα για το καφενείο γι αυτό δεν μπήκα...”, λέει στη μάνα μου.
“Ανοιχτά τα καφενεία, έχει απέξω αστυνομικά και δεν δίνουν ούζο, ήθελαν και ταυτότητα για το καφενείο γι αυτό δεν μπήκα...”, λέει στη μάνα μου.
“..Χάζεψα λίγο, μίλησα με τον Μήτσο, το καρντάσι, εκεί απέξω, δεν ήξερε πολλά κι αυτός. Ακούσαμε από κάτι χαμένα κορμιά να λένε ότι τώρα ήρθε η σειρά μας. Δεν είναι καλά τα πράγματα!” μονολόγησε.
Άρχισε να παλεύει με το παμπάλαιο ραδιόφωνο που το είχε διαλύσει πάμπολλες φορές και έπιασε την «φωνή της Αλήθειας», πότε ερχόταν η φωνή πότε χανόταν, μας μάλωνε όταν μπαίναμε στο κουζινάκι.
Άρχισε να παλεύει με το παμπάλαιο ραδιόφωνο που το είχε διαλύσει πάμπολλες φορές και έπιασε την «φωνή της Αλήθειας», πότε ερχόταν η φωνή πότε χανόταν, μας μάλωνε όταν μπαίναμε στο κουζινάκι.
Πού τάχα να πηγαίναμε; Μας είχε πιάσει και μας μια νευρικότητα.
Έμαθε αυτά που ήθελε και περίμενε.
Η αυλή μας δέκα μέτρα. Χώριζε με του γείτονα με ένα χαμηλό φράχτη με αγκαθωτό σύρμα. Πάντα μας κυνηγούσε η μάνα να μην παίζουμε εκεί κοντά και σκίζουμε τα ρούχα μας και μεις πάντα εκεί είμασταν γιατί φτιάξαμε ένα «καλυβάκι» και εκεί ξεστάζαμε.
Την Κυριακή το πρωί καθόταν στην αυλή και έπινε τον καφέ του στον ήλιο. Βγήκαμε και τρίβαμε τα μάτια μας, πήγα κοντά να μυρίσω την μυρωδιά του. Με ζούληξε κοντά του, πόνεσα λίγο, αλλά ήμουν παλικαράκι ,δέκα στα έντεκα, και δεν το έδειξα.
-Ο Παναής ο χωροφύλακας έφερε ένα χαρτί, τον ακούω να λέει στη μάνα μου.
-Πότε κιόλας πρωί πρωί, την ακούω να λέει.
-Μου τόδωσε πάνω από τον φράχτη του γείτονα. Εκεί είναι.
-Στην Χρυσή ε; Την ξετσίπωτη! λέει η μάνα μου.
Άκουγα, αλλά δεν καταλάβαινα.
Έμαθε αυτά που ήθελε και περίμενε.
Η αυλή μας δέκα μέτρα. Χώριζε με του γείτονα με ένα χαμηλό φράχτη με αγκαθωτό σύρμα. Πάντα μας κυνηγούσε η μάνα να μην παίζουμε εκεί κοντά και σκίζουμε τα ρούχα μας και μεις πάντα εκεί είμασταν γιατί φτιάξαμε ένα «καλυβάκι» και εκεί ξεστάζαμε.
Την Κυριακή το πρωί καθόταν στην αυλή και έπινε τον καφέ του στον ήλιο. Βγήκαμε και τρίβαμε τα μάτια μας, πήγα κοντά να μυρίσω την μυρωδιά του. Με ζούληξε κοντά του, πόνεσα λίγο, αλλά ήμουν παλικαράκι ,δέκα στα έντεκα, και δεν το έδειξα.
-Ο Παναής ο χωροφύλακας έφερε ένα χαρτί, τον ακούω να λέει στη μάνα μου.
-Πότε κιόλας πρωί πρωί, την ακούω να λέει.
-Μου τόδωσε πάνω από τον φράχτη του γείτονα. Εκεί είναι.
-Στην Χρυσή ε; Την ξετσίπωτη! λέει η μάνα μου.
Άκουγα, αλλά δεν καταλάβαινα.
Η γειτόνισσα ήταν ζωντοχήρα, κατάλαβα μετά από χρόνια. Ούτε καν έμενε εκεί.
Εκεί, δίπλα μας, έμεναν τα παιδιά της που ήταν λίγο μεγαλύτερα από μας, με την γιαγιά τους την “μπάμπω Θεολόγαινα”. Πού κολλούσε τώρα ο χωροφύλακας και η Χρυσή;
Βγήκε ο Παναής ο χωροφύλακας στο μπαλκόνι του γείτονα με την Χρυσή και ήρθαν προς τον φράχτη.
-Για έλα δω Δημοστέν ,φώναξε τον πατέρα μου, κάτι θέλει να σου πει η Χρυσή.
Σηκώθηκα και εγώ.
-Κάτσε εδώ! μου είπε απότομα.
Έμεινα πίσω δυο βήματα αλλά ακολούθησα πίσω του.
Ο Παναής ο χωροφύλακας μπροστά στην ζώνη του είχε χωμένο μέσα ένα πιστόλι. Πρώτη φορά έβλεπα από τόσο κοντά. Γυάλιζε, ακόμη το βλέπω μπροστά μου. Στο χέρι του κρατούσε μια πλαστική διάφανη σακούλα. Είδα καλύτερα . Ήταν γεμάτη σφαίρες. Κι αυτό ήταν νέο για μένα. Κι αυτές γυάλιζαν όπως έπεφτε πάνω τους ο ήλιος.
Περίμενε ο πατέρας μου.
-Πες Χρυσή! λέει ο Παναής ο χωροφύλακας.
-Πες εσύ! λέει αυτή και καθόταν πίσω του σαν να κρυβόταν με το κεφάλι χαμηλά.
-Άκου Δημοστέν, τον φράχτη τον έβαλε παλιά ο πεθερός σου μέσα στο οικόπεδο της Χρυσής. Θα τον πας ένα μέτρο πίσω αν θες να τα πάμε καλά. Αλλιώς...
Κούνησε την σακούλα και ακούστηκε ένας θόρυβος μεταλλικός. Θα τα πούμε και στο Τμήμα αύριο το πρωί, συμπλήρωσε μ ένα σατανικό χαμόγελο και έφυγαν από κεί που είχαν έρθει.
-Πάρε! μου λέει, κάνα δυο δραχμές θάταν. Θα πας στον Ζλατάνο τον μπακάλη να αγοράσεις κοκκάρι. Θα βάλουμε κρεμμυδάκια και σκόρδα.
Ξέχασα και τον Παναή και την Χρυσή και όλα τα άλλα. Χαρά που είχα, να σκάβω παρέα με τον μπαμπά. Σαν σε μεγάλο μου μίλησε.
Σκάψαμε, έβγαλαν φουσκάλες τα χέρια μου, τα ρούχα μου γεμάτα χώματα, γκρίνιαζε η μάνα. Σκάβαμε από την άλλη μεριά του σπιτιού, μακριά από τον φράχτη που ξανά δεν πήγα κοντά να παίξω τις φαντασίες μου. Στην άκρη έσκαβε πιο βαθιά, μισό μέτρο σχεδόν. Εδώ δεν θα φυτέψουμε τίποτα τώρα μου λέει, αύριο θα αναλάβεις εσύ. Βάλαμε τα κοκκάρια, έριξε και λίγο νερό.
Το βράδυ έβλεπε μια μικρή βιβλιοθήκη, που ήταν γεμάτη από μιά εγκυκλοπαίδεια και κάτι άλλα βιβλία.
“Αυτό το διάβασες;” Ναι!
“Αυτό, αυτό; Αυτό;” Τάχα διαβάσει όλα.
Βγήκαμε μαζί, αφού επέμενα για να ακολουθήσω, και θάψαμε όλα τα βιβλία στην γωνία την βαθιά, αφού τα τύλιξε με μουσαμάδες. Πάει ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι κι ο Καζαντζάκης.
Την άλλη μέρα είχα αποστολή από πάνω να σπείρω σκόρδα γιατί ο μπαμπάς μου πήγαινε στο τμήμα. Έτσι ήρθε η χούντα.
Βγήκε ο Παναής ο χωροφύλακας στο μπαλκόνι του γείτονα με την Χρυσή και ήρθαν προς τον φράχτη.
-Για έλα δω Δημοστέν ,φώναξε τον πατέρα μου, κάτι θέλει να σου πει η Χρυσή.
Σηκώθηκα και εγώ.
-Κάτσε εδώ! μου είπε απότομα.
Έμεινα πίσω δυο βήματα αλλά ακολούθησα πίσω του.
Ο Παναής ο χωροφύλακας μπροστά στην ζώνη του είχε χωμένο μέσα ένα πιστόλι. Πρώτη φορά έβλεπα από τόσο κοντά. Γυάλιζε, ακόμη το βλέπω μπροστά μου. Στο χέρι του κρατούσε μια πλαστική διάφανη σακούλα. Είδα καλύτερα . Ήταν γεμάτη σφαίρες. Κι αυτό ήταν νέο για μένα. Κι αυτές γυάλιζαν όπως έπεφτε πάνω τους ο ήλιος.
Περίμενε ο πατέρας μου.
-Πες Χρυσή! λέει ο Παναής ο χωροφύλακας.
-Πες εσύ! λέει αυτή και καθόταν πίσω του σαν να κρυβόταν με το κεφάλι χαμηλά.
-Άκου Δημοστέν, τον φράχτη τον έβαλε παλιά ο πεθερός σου μέσα στο οικόπεδο της Χρυσής. Θα τον πας ένα μέτρο πίσω αν θες να τα πάμε καλά. Αλλιώς...
Κούνησε την σακούλα και ακούστηκε ένας θόρυβος μεταλλικός. Θα τα πούμε και στο Τμήμα αύριο το πρωί, συμπλήρωσε μ ένα σατανικό χαμόγελο και έφυγαν από κεί που είχαν έρθει.
-Πάρε! μου λέει, κάνα δυο δραχμές θάταν. Θα πας στον Ζλατάνο τον μπακάλη να αγοράσεις κοκκάρι. Θα βάλουμε κρεμμυδάκια και σκόρδα.
Ξέχασα και τον Παναή και την Χρυσή και όλα τα άλλα. Χαρά που είχα, να σκάβω παρέα με τον μπαμπά. Σαν σε μεγάλο μου μίλησε.
Σκάψαμε, έβγαλαν φουσκάλες τα χέρια μου, τα ρούχα μου γεμάτα χώματα, γκρίνιαζε η μάνα. Σκάβαμε από την άλλη μεριά του σπιτιού, μακριά από τον φράχτη που ξανά δεν πήγα κοντά να παίξω τις φαντασίες μου. Στην άκρη έσκαβε πιο βαθιά, μισό μέτρο σχεδόν. Εδώ δεν θα φυτέψουμε τίποτα τώρα μου λέει, αύριο θα αναλάβεις εσύ. Βάλαμε τα κοκκάρια, έριξε και λίγο νερό.
Το βράδυ έβλεπε μια μικρή βιβλιοθήκη, που ήταν γεμάτη από μιά εγκυκλοπαίδεια και κάτι άλλα βιβλία.
“Αυτό το διάβασες;” Ναι!
“Αυτό, αυτό; Αυτό;” Τάχα διαβάσει όλα.
Βγήκαμε μαζί, αφού επέμενα για να ακολουθήσω, και θάψαμε όλα τα βιβλία στην γωνία την βαθιά, αφού τα τύλιξε με μουσαμάδες. Πάει ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι κι ο Καζαντζάκης.
Την άλλη μέρα είχα αποστολή από πάνω να σπείρω σκόρδα γιατί ο μπαμπάς μου πήγαινε στο τμήμα. Έτσι ήρθε η χούντα.
Η σημερινή είναι ημέρα μνήμης και ντροπής.
21 Απρίλη 1967.
Χάραξε εκείνη η μέρα,από ότι μπορώ να θυμηθώ,παρόλο που ήμουν πέντε χρονών,είναι,ότι επικρατούσε μια αναστάτωση γενικά και τον πατέρα μου να γυρίζει νωρίς από τη δουλειά.
Η μάννα μου,να ρωτά τι έγινε, η γιαγιά να σκουπίζει τα δάκρυα με το μαντηλάκι της και να ψιθυρίζει,"πάλι παιδί μου θα σε πιάσουν?"
Κι εκείνος ψύχραιμος να απαντά ¨"μην ανησυχείτε εμείς το δρόμο μας τον ξέρουμε"
Η γειτονιά ξεσηκωμένη,όλοι στο ποδάρι.
Το σπίτι μας,περικυκλωμένο από ασφαλίτες με πολιτικά.
Τους παίρνει είδηση όλη η γειτονιά.
Γιώργο το νου σου,λέει ένας ένας που έρχεται στην αυλή.
Η μάννα μου,φοβισμένη,με δάκρυα στα μάτια του λέει
"να πάρεις ότι λεφτά έχουμε και να φύγεις, αυτοί θα σε πιάσουν.
Τα πρώτα νέα φτάνουν έπιασαν τον Αντώνη τον Ξαρχουλάκο,τη Λουλού με τη κόρη της,το Νίκο το γιατρό,το Δημήτρη τον Τσαντέ,τον Τάσο τον Μανωλίτση.
Γειτόνοι και σύντροφοι!
Απόγευμα προς βραδάκι λέει η μάνα
"Λες να σε ξεχάσανε εσέ?μακάρι!!!!!!!!!!"
αχ καημένη μανούλα μου,καθόλου δεν ήθελες να το πιστέψεις αυτό που σε περίμενε.
20.30, το βράδυ ένα μαύρο γυαλιστερό αυτοκίνητο,σταματά,έξω από το σπίτι μας.
20.30, το βράδυ ένα μαύρο γυαλιστερό αυτοκίνητο,σταματά,έξω από το σπίτι μας.
Βγαίνουν δυο κουστουμάτοι χτυπούν τη σιδερένια πόρτα της αυλής και ταυτόχρονα φωνάζουν δυνατά το όνοματεπώνυμο του πατέρα, λέγοντας σας συλλαμβάνουμε.
Εκείνος έτοιμος για το δρόμο που έχει χαράξει από νεολαίος, τους απαντά,"Παρών και σας περίμενα, συνηθισμένος"
Αφού τους στρίμωξαν σε ένα λεωφορείο,πρώτος σταθμός το γήπεδο της ΑΕΚ, μετά Σκαραμαγκά και από εκεί Γιούρα, με αρματαγωγό.
Τελικός προορισμός Λέρος Λακκί!
Εκείνος έτοιμος για το δρόμο που έχει χαράξει από νεολαίος, τους απαντά,"Παρών και σας περίμενα, συνηθισμένος"
Αφού τους στρίμωξαν σε ένα λεωφορείο,πρώτος σταθμός το γήπεδο της ΑΕΚ, μετά Σκαραμαγκά και από εκεί Γιούρα, με αρματαγωγό.
Τελικός προορισμός Λέρος Λακκί!
Ενδιάμεσα βέβαια όταν χρειαζόταν να δικαστεί,τον πηγαίνω-έφερναν, φυλακές Αβέρωφ,Αίγινα,Μεταγωγών Πειραιώς,Κορυδαλλός.
Στην επικοινωνία του με την οικογένεια μας, συνθηματικά έγραφε η έλεγε σε όποιο επισκεπτήριο τύχαινε
Και φυσικά δεν είναι ο μόνος, είναι χιλιάδες οι αλύγιστοι!
Στον μακρύ διάδρομο υπήρχαν δεξιά και αριστερά σιδερένιες πόρτες με ένα μικρό μόνο παραθυράκι.
Η κάθε πόρτα οδηγούσε σε ένα παγωμένο, ανήλιο, γεμάτο υγρασία, αίματα και περιττώματα, κελί.
Σε μια άκρη υπήρχε ένα βρόμικο πολυκαιρισμένο στρώμα.
Ο νεαρός άνδρας είχε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Καθόταν κατάχαμα και κοίταζε το κενό στον απέναντι τοίχο: «Άλλη μια μέρα, πρέπει να αντέξω άλλη μια μέρα» σκέφτηκε.
Το σώμα του ήταν όλο μια πληγή. Πονούσε φρικτά. Εκεί που οι σάρκες δεν είχαν ανοίξει ακόμη, το δέρμα είχε πάρει ένα μπλαβί, μαύρο χρώμα. Κάθε κίνηση που έκανε του έφερνε ζαλάδα.
Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και με θόρυβο. Τρεις άνδρες μπήκαν μέσα στο κελί. Φορούσαν χακί παντελόνι και αρβύλες. Δεν μίλησαν. Έβγαλαν τα πουκάμισά τους, τα δίπλωσαν σχεδόν με τελετουργικές κινήσεις και ετοιμάστηκαν. Μαζί τους ετοιμάστηκε και ο κρατούμενος. Ήξερε τι τον περίμενε.
«Τα πεθαμένα σου, ρε αλήτη» είπε ξαφνικά ο πιο ψηλός και του έριξε μια κλοτσιά στο πρόσωπο όπως ήταν καθισμένος επάνω στο στρώμα.
Οι άλλοι δύο τον σήκωσαν όρθιο.
Ο άνδρας, αν και δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του από το ισχυρό χτύπημα, ένιωθε σαν να έβλεπε από ψηλά τα όσα διαδραματίζονταν στο κελί. Σαν να μην ήταν εκείνος, αλλά κάποιος άλλος.
Οι γροθιές του ψηλού άνδρα έπεφταν σαν έμβολα στο πρόσωπο και το στομάχι του. «Πρέπει τώρα να χάσω τις αισθήσεις μου, τώρα, σε παρακαλώ» ικέτευσε σιωπηλά γιατί γνώριζε τι θα ακολουθούσε.
Ο ψηλός κάποια στιγμή κουράστηκε. Πόνεσαν και τα κόκαλα των χεριών του από τις μπουνιές. «Κοίτα ο κερατάς, μάτωσε και με λέρωσε. Την Παναγία σου μέσα, σκατόπαιδο» ούρλιαξε.
Είχε έρθει η σειρά του επόμενου βασανιστή.
Εκείνου με τις μεγάλες πλάτες και την κτηνώδη δύναμη, που στο χωριό του, όταν ήταν μικρός, τα άλλα παιδάκια τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του και τον φώναζαν «μπουνταλά».
Πήρε φόρα στο στενό κελί και σαν ποδοσφαιριστής άρχισε να κλοτσάει τον κρατούμενο μέχρι να λαχανιάσει. Στο στομάχι, στην κοιλιά, στα καλάμια, στα γεννητικά όργανα. «Βρομιάρη, δολοφόνε» φώναζε. Λίγο πριν ο μαυρομάλλης άνδρας, που βρισκόταν στη μέση, χάσει τις αισθήσεις του, πρόσεξε τα βρόμικα κατακίτρινα δόντια του βασανιστή του. Ύστερα έγειρε το κεφάλι και καυτά ούρα έφυγαν από μέσα του λεκιάζοντας το ήδη βρόμικο και σκισμένο παντελόνι του...
Βαριά βήματα ακούστηκαν από τον διάδρομο. Στην πόρτα πρόβαλε ένας τέταρτος άνδρας.
Οι βασανιστές, ιδρωμένοι και ματωμένοι από τα αίματα του θύματός τους, ίσιωσαν το κορμί τους. «Ηλίθιοι, σας είπα να μου τον ζεστάνετε, όχι να τον αφήσετε αναίσθητο. Ξεντύστε τον και συνεφέρτε τον». Ο λοχαγός Πεζικού και υποδιοικητής του ΕΑΤ - ΕΣΑ Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, από τη Λακωνία, χάζευε ηδονιζόμενος τα «παλικάρια» του που ξέντυναν με κοφτές κινήσεις τον ανυπεράσπιστο άνδρα. «Άλλο ένα τσογλάνι. Ποιητής σου λέει. Γαμώ τη μόρφωσή τους».
Ο άνδρας στάθηκε με δυσκολία στα πόδια του. Ήταν ολόγυμνος.
Ο Θεοφιλογιαννάκος, με αργά βήματα, έκανε έναν γύρο από τον σακατεμένο νέο που τον υποβάσταζαν οι δυο από τους τρεις ΕΣΑτζήδες.
Άναψε τσιγάρο. Πήρε μια βαθιά τζούρα. Η καύτρα έγινε βαθιά πορτοκαλί. Έφερε το τσιγάρο στο στήθος του άνδρα. Τον κοίταζε σαδιστικά στα μάτια. Ακούμπησε τη δεξιά του ρώγα.
Το θύμα ούρλιαξε.
Κάποιος του έπιασε τα μαύρα του μαλλιά και του σήκωσε το κεφάλι. Ο βασανιστής συνέχιζε να τον κοιτάζει προκλητικά. Δεν πίεσε το τσιγάρο έστω για να σβήσει. Απλά το ακουμπούσε στη ρώγα του θύματός του. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας γέμισε το δωμάτιο.
«Μην τον αφήσετε να λιποθυμήσει, κακομοίρηδες, εσείς θα την πληρώσετε» διέταξε τους τρεις βοηθούς του ο υποδιοικητής.
Έφερε το πρόσωπό του κοντά στο πληγιασμένο και πρησμένο πρόσωπο του άνδρα. «Θα μιλήσεις, σκύλας γιε;» τον ρώτησε με φωνή που ακουγόταν ελάχιστα.
Ταυτόχρονα με το δεξί του χέρι έπιασε τους όρχεις του βασανιζόμενου και με δύναμη τους έστριψε. Και όλο τους έστριβε. Ο πόνος ήταν αφόρητος.
«Δεν θα μιλήσεις;».
Ο τέταρτος βασανιστής της «παρέας», που για λίγο είχε βγει από το δωμάτιο, επέστρεψε με ένα καμινέτο μικρό, σαν αυτό που ψήνουν τους τούρκικους καφέδες. Για ώρα δεν συμμετείχε.
Η δουλειά του ήταν άλλη. Άναψε το καμινέτο και στη φλόγα του έφερε για πολλή ώρα μικρά σύρματα και μακρόστενες μυτερές βελόνες.
Φορούσε γάντια για να μην καεί. Όταν οι βελόνες πύρωσαν, με ένα σαδιστικό χαμόγελο ο Θεοφιλογιαννάκος φόρεσε κι εκείνος ένα γάντι κι έπιασε μια βελόνα που είχε γίνει κατακόκκινη. «Βαστάτε τον καλά να μην κουνιέται».
Με σταθερό χέρι, σαν χειρουργού, έπιασε το πέος του θύματος και με το άλλο έσπρωξε αργά την πυρωμένη βελόνα μέσα στην ουρήθρα.
Ίσως είναι από τους πόνους που κανείς μα κανείς δεν μπορεί να περιγράψει. Το θύμα σφάδαζε, τα μάτια του γύρισαν. Τα πνευμόνια του δεν μπορούσαν να πάρουν αέρα μέσα τους για να ουρλιάξει.
Μούγκριζε.
Ο αρχιβασανιστής ηδονιζόταν, το ανυπεράσπιστο θύμα του έσβηνε.
Ο βασανισμένος νέος ένιωσε το στομάχι του να φτάνει στον λαιμό του. Έκανε εμετό. Μια πράσινη χολή έσταξε επάνω στο γυμνό κορμί του. Κούνησε το κεφάλι του με δυσκολία πάνω-κάτω. Ο λοχαγός σαν να χάρηκε. Τράβηξε αργά τη ματωμένη βελόνα που πλέον είχε παγώσει και πλησίασε. Τότε ο Αλέκος Παναγούλης τον έφτυσε στο πρόσωπο προκλητικά με όση δύναμη είχε μέσα του.
Ο αποτυχημένος πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας, που δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, ούρλιαξε. «Θα τον σκοτώσω τον πούστη. Αφήστε τον. Το τελευταίο του κομμάτι δεν θα το γνωρίσει η σκύλα που τον γέννησε». Ως διά μαγείας το ένα του χέρι βρέθηκε να βαστάει ένα συρμάτινο βούρδουλα. Άρχισε να χτυπάει στα τυφλά επάνω στις πληγές σαν μαινόμενος ταύρος και να βρίζει. Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του Παναγούλη και όλα γύρω του μαύρισαν.
Διόνυσος Αττικής, στρατόπεδο 505 Τάγματος Πεζοναυτών.
Τέλη Μαΐου 1973
Το υπηρεσιακό τηλέφωνο του ταγματάρχη Θεόδωρου Θεοφιλογιαννάκου, διοικητή του στρατοπέδου, χτυπούσε σαν τρελό.
Εκείνος καθόταν στο γραφείο του, το άκουγε, αλλά δεν απαντούσε. Με το μικρό του δάχτυλο έξυνε τη μύτη του και σκεφτόταν όλο μίσος, χρόνια πριν, «που τα κομμούνια τον έδιωξαν από την αεροπορία ως αποτυχημένο».
Στο μυαλό του ήρθε και η δίκη του ΑΣΠΙΔΑ, όπου είχε καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας.
Το τηλέφωνο συνέχιζε να χτυπάει, αλλά το μυαλό του ήταν αλλού. Ένιωθε υπερήφανος για εκείνη τη δίκη, όπου τα «κομμούνια οι άλλοι αξιωματικοί» είχαν το θράσος να διαβάζουν την εφημερίδα «Τα Νέα» και το πλήρωσαν.
Ξαφνικά η διάθεση του χάλασε.
Σκέφτηκε την εξέτασή του από τον συνήγορο υπεράσπισης, κάποιο κομμούνι και εκείνος, με το όνομα Ευάγγελος Γιαννόπουλος.
«Ωραία του τα είπα, τον αποστόμωσα τον συμμορίτη: “Οι λοχαγοί είναι λεβέντες και πολεμάνε” του είπα». «“Οι ψεύδορκοι όμως λοχαγοί σαν κι εσένα δεν είναι λεβέντες και πάνε φυλακή” είχε το θράσος να μου απαντήσει.
Και μετά με τι κορμοστασιά και χάρη είχα γυρίσει στην έδρα και είχα πει: “Διαμαρτύρομαι, κύριε πρόεδρε, διότι υβρίζομαι ως ψεύδορκος. Παρακαλώ να σημειωθεί η ύβρις εις τα πρακτικά, διά να υποβάλω μήνυσιν. Δεν μπορώ να ανέχομαι να με συκοφαντούν”».
Τελικά το τηλέφωνο τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Απάντησε, ενώ το χέρι του δεν είχε σταματήσει να σκαλίζει τη μύτη του. «Θεοφιλογιαννάκος» είπε κοφτά και από την άλλη άκρη άκουσε τον υφιστάμενό του στην ΕΣΑ Νίκο Χατζηζήση: «Κύριε διοικητά, μας φέρανε τον Μουστακλή...». Σιωπή.
Ο άκαπνος βασανιστής Χατζηζήσης περίμενε από τον άκαπνο προϊστάμενό του μια απάντηση.
Τι συμβουλή να έδινε όμως για τον Σπύρο Μουστακλή; Πολέμησε τρία χρόνια στο πλευρό του Ζέρβα, έλαβε μέρος στον εμφύλιο, πήγε στην Κορέα... Ένας στρατιώτης γεμάτος ανδραγαθήματα.
Αλλά τώρα άλλαξε. Έγινε και εκείνος κομμούνι και θέλει να ρίξει την «εθνοσωτήριον επανάστασιν». Πήρε μέρος και στο Κίνημα του Ναυτικού, ο άθλιος.
«Τα προβλεπόμενα» απάντησε στον υφιστάμενό του κι εκείνος κατάλαβε. «Αααα και πού ’σαι; Πριν τον φάλαγγα συμβούλεψέ τον, τάχα μου φιλικά, να μην βγάλει τα παπούτσια του, γιατί έτσι θα αντέξει περισσότερο και δεν θα πονάει από τα χτυπήματα» είπε.
Έκλεισε το τηλέφωνο κι άρχισε να γελάει δυνατά. Ήξερε πως το χειρότερο στο συγκεκριμένο βασανιστήριο ήταν ο βασανιζόμενος να φοράει παπούτσια.
Στην αρχή δεν θα πονούσε, αλλά μετά τα πόδια του θα πρήζονταν και οι σάρκες θα ξεχείλωναν τόσο πολύ από το πόδι, που θα έβγαιναν έξω από το κλειστό παπούτσι.
Ο Θεοφιλογιαννάκος σηκώθηκε, κοίταξε το «γεμάτο» πρόγραμμα ανακρίσεων και μετά ευχαριστημένος κατευθύνθηκε προς τα κελιά.
Στο στρατόπεδό τους είχαν φέρει και νέο όργανο βασανισμού, το περίφημο «στεφάνι». Κάτι σαν το αγκάθινο στεφάνι του Ιησού, αλλά από σίδερο και με ελάσματα για να ανοιγοκλείνει.
Ήταν χαρούμενος.
Εκείνος, ένας ταγματάρχης, είχε καταφέρει να παίρνει μισθό σχεδόν πρωθυπουργού. «Να μας ζήσεις, Παπαδόπουλε». Σκέφτηκε.
«Και καθαρίζουμε τα κομμούνια, και μπορούμε και κοιμόμαστε με ανοιχτά παράθυρα. Ζήτω η επανάστασις».
Και αμέσως μετά έκανε τους υπολογισμούς για τον μισθό που έπαιρνε τον μήνα: «Ο βασικός και για κάθε ανάκριση 450 δραχμές επιπλέον. Συν τα επιδόματα. Συν τα... ανθυγιεινά, συν το επίδομα θέσης. Μα ποιος είμαι; Κάθε μήνα 1.200 δολάρια στην τσεπούλα».
Δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού,
Αύγουστος 1975
Η δίκη της χούντας βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Οι πρωταίτιοι, αμετανόητοι και προκλητικοί, έπαιζαν με τα νεύρα ενός ολόκληρου λαού.
Πολλοί από αυτούς που διέλυσαν την πατρίδα και παρουσιάστηκαν σαν «σωτήρες» είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς την περίοδο της Κατοχής.
Άνθρωποι αμόρφωτοι, μιλούσαν σε «βλαχοκαθαρεύουσα», ένα μείγμα αρχαίων ελληνικών, καθαρεύουσας και δημοτικής, και προκαλούσαν αηδία.
Οι πρωταίτιοι δεν δικάστηκαν για τα αμέτρητα οικονομικά τους σκάνδαλα που διέλυσαν τη χώρα και γέμισαν τις τσέπες τους (και ας λένε οι σημερινοί νοσταλγοί τους ότι «πέθαναν στην ψάθα»). Ούτε δικάστηκαν για τον πνευματικό μεσαίωνα στον οποίο έριξαν την Ελλάδα.
Ο Αλέκος Παναγούλης κατέθεσε:
Ο Θεοφιλογιαννάκος μέχρι το τέλος του παρέμεινε αμετανόητος. Καταδικάστηκε σε ισόβια, αλλά χρόνια μετά κυκλοφορούσε ελεύθερος, ενώ τα καλοκαίρια απολάμβανε τζάμπα διακοπές μαζί με τον Παττακό σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο της Αναβύσσου.
Ο Χατζηζήσης μέσα στη φυλακή κάθε πρωί συνέχισε να δίνει αναφορές στον Παπαδόπουλο σαν να ήταν στον στρατό. Κάποια στιγμή θεώρησε ότι οι Αμερικανοί θέλουν να τον σκοτώσουν. Ότι του διοχετεύουν ειδικά ραδιοκύματα στον εγκέφαλο για να τον τρελάνουν. Σταμάτησε να κοιμάται σε οποιοδήποτε κρεβάτι ήταν μεταλλικό για να μην τον πιάνουν τα ραδιοκύματα.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης, λίγες ημέρες προτού δημοσιεύσει προσωπική του έρευνα για τα όργανα και τους βασανιστές τις χούντας, χάνει τη ζωή του στα 36 του χρόνια σε ένα περίεργο τροχαίο στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης.
Η αποκάλυψη των φακέλων, που δεν έλαβε χώρα ποτέ, λέγεται ότι περιείχε αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος ορισμένων πολιτικών που συνεργάστηκαν με τη χούντα.
Ο Σπύρος Μουστακλής, λίγες ημέρες μετά το τηλεφώνημα Θεοφιλογιαννάκου - Χατζηζήση, μεταφέρθηκε στο 401 ΓΣΝΑ, όπου εισήλθε με το ψευδώνυμο «Μιχαηλίδης» και αιτιολογία εισαγωγής «τρακάρισμα στον Ιππόδρομο συνεπεία εγκεφαλικού». Η πραγματικότητα ήταν φυσικά άλλη.
Επί 47 ημέρες βασανίστηκε απάνθρωπα. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων ένα βίαιο χτύπημα στην καρωτίδα του προκάλεσε εγκεφαλικό. Ο Σπύρος Μουστακλής για τρία χρόνια δεν μπορούσε να περπατήσει. Δεν ξαναμίλησε ποτέ φυσιολογικά μέχρι να πεθάνει.
Ο Στέλιος Παττακός, ο «διασκεδαστής» της άθλιας τριανδρίας και ο κατά γενική ομολογία γκαφατζής της «παρέας», παρέμεινε προκλητικά αμετανόητος.
Για τον ήρωα Μουστακλή, με τους τόσους πολέμους στο ενεργητικό του, ο «πλακατζής» Παττακός είχε δηλώσει κυνικά: «Καλά του κάναμε. Να ησυχάσουμε. Η δύναμις επιβάλλεται δια παντός τρόπου. Ό,τι δε λύνεται, κόβεται. Σπαθί».
Στην επικοινωνία του με την οικογένεια μας, συνθηματικά έγραφε η έλεγε σε όποιο επισκεπτήριο τύχαινε
"Δεν το πουλάω το σπίτι"Και δεν το πούλησε ποτέ,καμία υποχώρηση μέχρι σήμερα στα 92 του.
Laura Papadimitriou
«Είμαι Λάκων, υιός διδασκάλου, έχω ανατροφή ελληνοχριστιανική και είχα την τιμή να συμμετάσχω ενεργώς στην επανάσταση της 21ης Απριλίου. Στη Σπάρτη έμαθα ότι ένας είναι ο εχθρός, ο κομμουνισμός και οι συνοδοιπόροι του. Ο κομμουνιστής είναι ένα τομάρι που δεν σκέπτεται την πατρίδα».Βασ. Σοφίας, Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας. 20 Αυγούστου 1968
Απολογία του αρχιβασανιστή, απότακτου αξιωματικού Θεόδωρου Θεοφιλογιαννάκου κατά τη «Δίκη της Χούντας»
Στον μακρύ διάδρομο υπήρχαν δεξιά και αριστερά σιδερένιες πόρτες με ένα μικρό μόνο παραθυράκι.
Η κάθε πόρτα οδηγούσε σε ένα παγωμένο, ανήλιο, γεμάτο υγρασία, αίματα και περιττώματα, κελί.
Σε μια άκρη υπήρχε ένα βρόμικο πολυκαιρισμένο στρώμα.
Ο νεαρός άνδρας είχε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Καθόταν κατάχαμα και κοίταζε το κενό στον απέναντι τοίχο: «Άλλη μια μέρα, πρέπει να αντέξω άλλη μια μέρα» σκέφτηκε.
Το σώμα του ήταν όλο μια πληγή. Πονούσε φρικτά. Εκεί που οι σάρκες δεν είχαν ανοίξει ακόμη, το δέρμα είχε πάρει ένα μπλαβί, μαύρο χρώμα. Κάθε κίνηση που έκανε του έφερνε ζαλάδα.
Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και με θόρυβο. Τρεις άνδρες μπήκαν μέσα στο κελί. Φορούσαν χακί παντελόνι και αρβύλες. Δεν μίλησαν. Έβγαλαν τα πουκάμισά τους, τα δίπλωσαν σχεδόν με τελετουργικές κινήσεις και ετοιμάστηκαν. Μαζί τους ετοιμάστηκε και ο κρατούμενος. Ήξερε τι τον περίμενε.
«Τα πεθαμένα σου, ρε αλήτη» είπε ξαφνικά ο πιο ψηλός και του έριξε μια κλοτσιά στο πρόσωπο όπως ήταν καθισμένος επάνω στο στρώμα.
Οι άλλοι δύο τον σήκωσαν όρθιο.
Ο άνδρας, αν και δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του από το ισχυρό χτύπημα, ένιωθε σαν να έβλεπε από ψηλά τα όσα διαδραματίζονταν στο κελί. Σαν να μην ήταν εκείνος, αλλά κάποιος άλλος.
Οι γροθιές του ψηλού άνδρα έπεφταν σαν έμβολα στο πρόσωπο και το στομάχι του. «Πρέπει τώρα να χάσω τις αισθήσεις μου, τώρα, σε παρακαλώ» ικέτευσε σιωπηλά γιατί γνώριζε τι θα ακολουθούσε.
Ο ψηλός κάποια στιγμή κουράστηκε. Πόνεσαν και τα κόκαλα των χεριών του από τις μπουνιές. «Κοίτα ο κερατάς, μάτωσε και με λέρωσε. Την Παναγία σου μέσα, σκατόπαιδο» ούρλιαξε.
Είχε έρθει η σειρά του επόμενου βασανιστή.
Εκείνου με τις μεγάλες πλάτες και την κτηνώδη δύναμη, που στο χωριό του, όταν ήταν μικρός, τα άλλα παιδάκια τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του και τον φώναζαν «μπουνταλά».
Πήρε φόρα στο στενό κελί και σαν ποδοσφαιριστής άρχισε να κλοτσάει τον κρατούμενο μέχρι να λαχανιάσει. Στο στομάχι, στην κοιλιά, στα καλάμια, στα γεννητικά όργανα. «Βρομιάρη, δολοφόνε» φώναζε. Λίγο πριν ο μαυρομάλλης άνδρας, που βρισκόταν στη μέση, χάσει τις αισθήσεις του, πρόσεξε τα βρόμικα κατακίτρινα δόντια του βασανιστή του. Ύστερα έγειρε το κεφάλι και καυτά ούρα έφυγαν από μέσα του λεκιάζοντας το ήδη βρόμικο και σκισμένο παντελόνι του...
Βαριά βήματα ακούστηκαν από τον διάδρομο. Στην πόρτα πρόβαλε ένας τέταρτος άνδρας.
Οι βασανιστές, ιδρωμένοι και ματωμένοι από τα αίματα του θύματός τους, ίσιωσαν το κορμί τους. «Ηλίθιοι, σας είπα να μου τον ζεστάνετε, όχι να τον αφήσετε αναίσθητο. Ξεντύστε τον και συνεφέρτε τον». Ο λοχαγός Πεζικού και υποδιοικητής του ΕΑΤ - ΕΣΑ Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, από τη Λακωνία, χάζευε ηδονιζόμενος τα «παλικάρια» του που ξέντυναν με κοφτές κινήσεις τον ανυπεράσπιστο άνδρα. «Άλλο ένα τσογλάνι. Ποιητής σου λέει. Γαμώ τη μόρφωσή τους».
Ο Θεοφιλογιαννάκος, με αργά βήματα, έκανε έναν γύρο από τον σακατεμένο νέο που τον υποβάσταζαν οι δυο από τους τρεις ΕΣΑτζήδες.
Άναψε τσιγάρο. Πήρε μια βαθιά τζούρα. Η καύτρα έγινε βαθιά πορτοκαλί. Έφερε το τσιγάρο στο στήθος του άνδρα. Τον κοίταζε σαδιστικά στα μάτια. Ακούμπησε τη δεξιά του ρώγα.
Το θύμα ούρλιαξε.
Κάποιος του έπιασε τα μαύρα του μαλλιά και του σήκωσε το κεφάλι. Ο βασανιστής συνέχιζε να τον κοιτάζει προκλητικά. Δεν πίεσε το τσιγάρο έστω για να σβήσει. Απλά το ακουμπούσε στη ρώγα του θύματός του. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας γέμισε το δωμάτιο.
«Μην τον αφήσετε να λιποθυμήσει, κακομοίρηδες, εσείς θα την πληρώσετε» διέταξε τους τρεις βοηθούς του ο υποδιοικητής.
Έφερε το πρόσωπό του κοντά στο πληγιασμένο και πρησμένο πρόσωπο του άνδρα. «Θα μιλήσεις, σκύλας γιε;» τον ρώτησε με φωνή που ακουγόταν ελάχιστα.
Ταυτόχρονα με το δεξί του χέρι έπιασε τους όρχεις του βασανιζόμενου και με δύναμη τους έστριψε. Και όλο τους έστριβε. Ο πόνος ήταν αφόρητος.
«Δεν θα μιλήσεις;».
Ο τέταρτος βασανιστής της «παρέας», που για λίγο είχε βγει από το δωμάτιο, επέστρεψε με ένα καμινέτο μικρό, σαν αυτό που ψήνουν τους τούρκικους καφέδες. Για ώρα δεν συμμετείχε.
Η δουλειά του ήταν άλλη. Άναψε το καμινέτο και στη φλόγα του έφερε για πολλή ώρα μικρά σύρματα και μακρόστενες μυτερές βελόνες.
Φορούσε γάντια για να μην καεί. Όταν οι βελόνες πύρωσαν, με ένα σαδιστικό χαμόγελο ο Θεοφιλογιαννάκος φόρεσε κι εκείνος ένα γάντι κι έπιασε μια βελόνα που είχε γίνει κατακόκκινη. «Βαστάτε τον καλά να μην κουνιέται».
Με σταθερό χέρι, σαν χειρουργού, έπιασε το πέος του θύματος και με το άλλο έσπρωξε αργά την πυρωμένη βελόνα μέσα στην ουρήθρα.
Ίσως είναι από τους πόνους που κανείς μα κανείς δεν μπορεί να περιγράψει. Το θύμα σφάδαζε, τα μάτια του γύρισαν. Τα πνευμόνια του δεν μπορούσαν να πάρουν αέρα μέσα τους για να ουρλιάξει.
Μούγκριζε.
Ο αρχιβασανιστής ηδονιζόταν, το ανυπεράσπιστο θύμα του έσβηνε.
Ο αποτυχημένος πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας, που δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, ούρλιαξε. «Θα τον σκοτώσω τον πούστη. Αφήστε τον. Το τελευταίο του κομμάτι δεν θα το γνωρίσει η σκύλα που τον γέννησε». Ως διά μαγείας το ένα του χέρι βρέθηκε να βαστάει ένα συρμάτινο βούρδουλα. Άρχισε να χτυπάει στα τυφλά επάνω στις πληγές σαν μαινόμενος ταύρος και να βρίζει. Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του Παναγούλη και όλα γύρω του μαύρισαν.
Διόνυσος Αττικής, στρατόπεδο 505 Τάγματος Πεζοναυτών.
Τέλη Μαΐου 1973
Το υπηρεσιακό τηλέφωνο του ταγματάρχη Θεόδωρου Θεοφιλογιαννάκου, διοικητή του στρατοπέδου, χτυπούσε σαν τρελό.
Εκείνος καθόταν στο γραφείο του, το άκουγε, αλλά δεν απαντούσε. Με το μικρό του δάχτυλο έξυνε τη μύτη του και σκεφτόταν όλο μίσος, χρόνια πριν, «που τα κομμούνια τον έδιωξαν από την αεροπορία ως αποτυχημένο».
Στο μυαλό του ήρθε και η δίκη του ΑΣΠΙΔΑ, όπου είχε καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας.
Το τηλέφωνο συνέχιζε να χτυπάει, αλλά το μυαλό του ήταν αλλού. Ένιωθε υπερήφανος για εκείνη τη δίκη, όπου τα «κομμούνια οι άλλοι αξιωματικοί» είχαν το θράσος να διαβάζουν την εφημερίδα «Τα Νέα» και το πλήρωσαν.
Σκέφτηκε την εξέτασή του από τον συνήγορο υπεράσπισης, κάποιο κομμούνι και εκείνος, με το όνομα Ευάγγελος Γιαννόπουλος.
«Ωραία του τα είπα, τον αποστόμωσα τον συμμορίτη: “Οι λοχαγοί είναι λεβέντες και πολεμάνε” του είπα». «“Οι ψεύδορκοι όμως λοχαγοί σαν κι εσένα δεν είναι λεβέντες και πάνε φυλακή” είχε το θράσος να μου απαντήσει.
Και μετά με τι κορμοστασιά και χάρη είχα γυρίσει στην έδρα και είχα πει: “Διαμαρτύρομαι, κύριε πρόεδρε, διότι υβρίζομαι ως ψεύδορκος. Παρακαλώ να σημειωθεί η ύβρις εις τα πρακτικά, διά να υποβάλω μήνυσιν. Δεν μπορώ να ανέχομαι να με συκοφαντούν”».
Τελικά το τηλέφωνο τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Απάντησε, ενώ το χέρι του δεν είχε σταματήσει να σκαλίζει τη μύτη του. «Θεοφιλογιαννάκος» είπε κοφτά και από την άλλη άκρη άκουσε τον υφιστάμενό του στην ΕΣΑ Νίκο Χατζηζήση: «Κύριε διοικητά, μας φέρανε τον Μουστακλή...». Σιωπή.
Ο άκαπνος βασανιστής Χατζηζήσης περίμενε από τον άκαπνο προϊστάμενό του μια απάντηση.
Τι συμβουλή να έδινε όμως για τον Σπύρο Μουστακλή; Πολέμησε τρία χρόνια στο πλευρό του Ζέρβα, έλαβε μέρος στον εμφύλιο, πήγε στην Κορέα... Ένας στρατιώτης γεμάτος ανδραγαθήματα.
Αλλά τώρα άλλαξε. Έγινε και εκείνος κομμούνι και θέλει να ρίξει την «εθνοσωτήριον επανάστασιν». Πήρε μέρος και στο Κίνημα του Ναυτικού, ο άθλιος.
Έκλεισε το τηλέφωνο κι άρχισε να γελάει δυνατά. Ήξερε πως το χειρότερο στο συγκεκριμένο βασανιστήριο ήταν ο βασανιζόμενος να φοράει παπούτσια.
Στην αρχή δεν θα πονούσε, αλλά μετά τα πόδια του θα πρήζονταν και οι σάρκες θα ξεχείλωναν τόσο πολύ από το πόδι, που θα έβγαιναν έξω από το κλειστό παπούτσι.
Ο Θεοφιλογιαννάκος σηκώθηκε, κοίταξε το «γεμάτο» πρόγραμμα ανακρίσεων και μετά ευχαριστημένος κατευθύνθηκε προς τα κελιά.
Στο στρατόπεδό τους είχαν φέρει και νέο όργανο βασανισμού, το περίφημο «στεφάνι». Κάτι σαν το αγκάθινο στεφάνι του Ιησού, αλλά από σίδερο και με ελάσματα για να ανοιγοκλείνει.
Ήταν χαρούμενος.
«Και καθαρίζουμε τα κομμούνια, και μπορούμε και κοιμόμαστε με ανοιχτά παράθυρα. Ζήτω η επανάστασις».
Και αμέσως μετά έκανε τους υπολογισμούς για τον μισθό που έπαιρνε τον μήνα: «Ο βασικός και για κάθε ανάκριση 450 δραχμές επιπλέον. Συν τα επιδόματα. Συν τα... ανθυγιεινά, συν το επίδομα θέσης. Μα ποιος είμαι; Κάθε μήνα 1.200 δολάρια στην τσεπούλα».
Δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού,
Αύγουστος 1975
Η δίκη της χούντας βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Οι πρωταίτιοι, αμετανόητοι και προκλητικοί, έπαιζαν με τα νεύρα ενός ολόκληρου λαού.
Πολλοί από αυτούς που διέλυσαν την πατρίδα και παρουσιάστηκαν σαν «σωτήρες» είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς την περίοδο της Κατοχής.
Άνθρωποι αμόρφωτοι, μιλούσαν σε «βλαχοκαθαρεύουσα», ένα μείγμα αρχαίων ελληνικών, καθαρεύουσας και δημοτικής, και προκαλούσαν αηδία.
Οι πρωταίτιοι δεν δικάστηκαν για τα αμέτρητα οικονομικά τους σκάνδαλα που διέλυσαν τη χώρα και γέμισαν τις τσέπες τους (και ας λένε οι σημερινοί νοσταλγοί τους ότι «πέθαναν στην ψάθα»). Ούτε δικάστηκαν για τον πνευματικό μεσαίωνα στον οποίο έριξαν την Ελλάδα.
(Με διάταγμά τους απαγορεύτηκε η κυκλοφορία 1.046 έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος, ο Αριστοτέλης, ο Αριστοφάνης, ο Σαρτρ, ο Μαν, ο Καμύ, ο Γκόρκι, ο Βάρναλης, ο Λόρκα, ο Παλαμάς, ο Κάφκα, ο Καζαντζάκης ήταν όλοι απαγορευμένοι επειδή «διέφθειραν τις ψυχές των Ελλήνων χριστιανών». Το πνευματικό επίπεδο του Παπαδόπουλου, του Παττακού και της υπόλοιπης «παρεούλας» ξεκινούσε και σταματούσε στις ταινίες «μελό» και τις ψευδοπατριωτικές πολεμικές ταινίες του Τζέιμς Πάρις).Οι πρωταίτιοι ήταν εγκληματίες και γι’ αυτό δικάστηκαν.
«Η ανάκριση άρχισε κλιμακούμενη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των εγκαυμάτων, της φάλαγγος και των ραβδισμάτων μέχρι και της περιοχής των σεξουαλικών βασανιστηρίων. Ο Θεοφιλογιαννάκος, ο ίδιος προσωπικά, με χτύπησε με ένα καλώδιο κατ’ επανάληψη σε όλο μου το σώμα. Υπάρχουν ακόμη στην περιοχή των ώμων μου σημάδια γιατί το άκρο του καλωδίου ήταν δεμένο με σύρμα και δημιούργησε μεγαλύτερη πληγή. Και στη μια πλευρά και στην άλλη». Και στη συνέχεια, δίχως να κοιτάξει τον άνθρωπο στο εδώλιο για να μην του δώσει αξία, συνέχισε: «Μια ημέρα με κρατούσαν τα πρωτοπαλίκαρά του κι εκείνος μου είχε φράξει τις αναπνευστικές οδούς. Μύτη και στόμα. Τον δάγκωσα με όλη μου τη δύναμη. Στα επόμενα βασανιστήρια ο άνδρας αυτός, φοβούμενος, έκανε το ίδιο, αλλά χρησιμοποιούσε μαξιλάρια».Ο στρατοδίκης Μιχάλης Ζούβελος ανέφερε για τον Θεοφιλογιαννάκο:
«Οργάνωσε κατά ζηλευτόν τρόπον ένα πλήρες δίκτυο παρακολουθήσεως, συλλήψεων, εκφοβισμού. Διαπνεόμενος από τυφλόν αντικομμουνισμόν, είμαι βέβαιος ότι, αν συνέβαινε ένας ισχυρός καταστρεπτικός σεισμός, ο μόνος εν Ελλάδι που θα τον απέδιδε στους κομμουνιστάς είναι ο –ταγματάρχης τότε– Θεοφιλογιαννάκος».
Ο Χατζηζήσης μέσα στη φυλακή κάθε πρωί συνέχισε να δίνει αναφορές στον Παπαδόπουλο σαν να ήταν στον στρατό. Κάποια στιγμή θεώρησε ότι οι Αμερικανοί θέλουν να τον σκοτώσουν. Ότι του διοχετεύουν ειδικά ραδιοκύματα στον εγκέφαλο για να τον τρελάνουν. Σταμάτησε να κοιμάται σε οποιοδήποτε κρεβάτι ήταν μεταλλικό για να μην τον πιάνουν τα ραδιοκύματα.
Η αποκάλυψη των φακέλων, που δεν έλαβε χώρα ποτέ, λέγεται ότι περιείχε αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος ορισμένων πολιτικών που συνεργάστηκαν με τη χούντα.
Επί 47 ημέρες βασανίστηκε απάνθρωπα. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων ένα βίαιο χτύπημα στην καρωτίδα του προκάλεσε εγκεφαλικό. Ο Σπύρος Μουστακλής για τρία χρόνια δεν μπορούσε να περπατήσει. Δεν ξαναμίλησε ποτέ φυσιολογικά μέχρι να πεθάνει.
Για τον ήρωα Μουστακλή, με τους τόσους πολέμους στο ενεργητικό του, ο «πλακατζής» Παττακός είχε δηλώσει κυνικά: «Καλά του κάναμε. Να ησυχάσουμε. Η δύναμις επιβάλλεται δια παντός τρόπου. Ό,τι δε λύνεται, κόβεται. Σπαθί».
21.4.2018 / ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΛΕΒΕΝΤΟΓΙAΝΝΗΣ