Σαν ήμουν μικρός, τέτοιες μέρες μεγάλης βδομάδας, εκστασιαζόμουνα ακούγοντας τον δάσκαλο στο σχολείο και βλέποντας στο «σινεμά» τα πάθη του χριστού. Αργότερα το ίδιο έκανα και με την τηλεόραση. Παρακολουθούσα ό,τι σχετική ταινία προβάλανε τα κανάλια, από τον «Μπεν Χουρ» και τον κατακλυσμό, ως τον Ιησού από την Ναζαρέτ.
Πάντα όμως με κατέτρωγαν κάποια ερωτήματα. Πώς είναι δυνατόν τη μια Κυριακή ο λαός της Ιερουσαλήμ, με βάγια στα χέρια, να υποδέχεται τον Ιησού σαν σωτήρα, και μέσα σε λίγες μέρες να τον στέλνει στον θάνατο;
Γιατί, όταν ο Πόντιος Πιλάτος τους έδωσε το δικαίωμα να χαρίσουν τη ζωή σε έναν μελλοθάνατο, αυτοί επέλεξαν έναν ληστή, τον Βαραββά και όχι τον Ιησού; Πώς είναι δυνατόν να παίρνεις το μέρος ενός ληστή και να στέλνεις στο θάνατο έναν άνθρωπο, που στο κάτω-κάτω, δεν είχε βλάψει και κανέναν;
Θεωρώ ότι αυτά τα ερωτήματα, κάποια στιγμή, θα απασχόλησαν κάθε παιδί, κάθε άνθρωπο, όταν του διηγούντο αυτές τις ιστορίες. Δεν ξέρω όμως, αν λάβατε ποτέ κάποια πειστική απάντηση.
Με τα χρόνια που πέρναγαν, διαβάζοντας άλλα ιστορικά κείμενα και βιβλία, άρχισα να διαμορφώνω μία εκδοχή για το πώς διαδραματίστηκαν τα «γεγονότα» εκείνη την εποχή, απαντώντας στα παιδικά μου ερωτήματα.
Ανεξαρτήτως αν οι ιστορίες των ευαγγελίων ευσταθούν ή αν όντως υπήρξε ο Ιησούς (λάβετε υπόψη ότι πολλοί αμφισβητούν την ύπαρξη του Χριστού, αφού κανένας ιστορικός της εποχής δεν κάνει αναφορά στο πρόσωπό του, ενώ τα «ευαγγέλια» γράφτηκαν πολλά χρόνια μετά τον υποτιθέμενο θάνατό του), θα πρέπει να εντάξουμε την παραπάνω διήγηση στην ιστορική πραγματικότητα.
Την εποχή εκείνη λοιπόν, η Ιουδαία ήταν υπό την εξουσία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι Ρωμαίοι φορολογούσαν σκληρά τον λαό, ο οποίος βαρυγκωμούσε (όπως βαρυγκωμούμε κι εμείς σήμερα). Θα έχετε ακουστά τους τελώνες. Αυτοί ήταν οι φοροεισπράκτορες της εποχής, συγκέντρωναν τα τέλη και τα παρέδιδαν στους Ρωμαίους. Εξ ου και το μίσος του λαού ενάντιά τους.
Βέβαια υπήρχε και μια μερίδα Ιουδαίων που περνούσαν καλά. Αυτοί ήταν οι πλούσιοι και το ιερατείο (οι Φαρισαίοι) που τα είχαν βρει με τους Ρωμαίους και την περνούσαν κοτσάνι (πάντα το παπαδολόι τα είχε καλά με τους αφεντάδες, ομόθρησκους ή αλλόθρησκους, ομοεθνείς ή αλλοεθνείς).
Φυσικό και επόμενο λοιπόν, ο λαός να αντιδράει και να εξεγείρεται ενάντια στην καταπίεση που δεχόταν. Στα βουνά και στις πόλεις είχε δημιουργηθεί ένα κίνημα αντίστασης στον Ρωμαϊκό ζυγό, δηλαδή κάτι σαν αντάρτικο. Οι «ζηλωτές» ήταν μια τέτοια οργάνωση, αντάρτικη και αντιστασιακή.
Επίσης οι Ιουδαίοι περίμεναν ότι κάποια μέρα, θα έρθει ένας βασιλιάς να ηγηθεί στον αγώνα τους και να τους απελευθερώσει από τους Ρωμαίους.
Ας δούμε λοιπόν την ιστορία του Ιησού και του Βαραββά κάτω από τα παραπάνω ιστορικά δεδομένα.
Ο Βαραββάς είναι ένας ζηλωτής, δηλαδή ένας επαναστάτης και αντάρτης που πήρε τα όπλα για να ελευθερώσει την πατρίδα του. Μάλιστα κάποιοι ισχυρίζονται ότι ήταν και ένας από τους ηγέτες των ανταρτών. Δεν ήταν ληστής ή συμμορίτης, απλά ένας λαϊκός αγωνιστής που συνελήφθη από τους κατακτητές. Κάθε άρχουσα τάξη, προσπαθεί με ψευδή προπαγάνδα, να σπιλώσει αυτούς που αγωνίζονται ενάντιά της. Άλλοτε τους ονομάζει «ληστές», άλλοτε «συμμορίτες» ή» κομμουνιστοσυμμορίτες» και άλλοτε, όπως στις μέρες μας, απλά «τρομοκράτες».
Ο Ιησούς από την άλλη ήταν ο άνθρωπος που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο χωρίς βία, αργά-αργά, ζητώντας από τους ανθρώπους να αγαπάνε αλλήλους κι όταν τους χτυπάνε στο ένα μάγουλο, να κάθονται ήσυχα να τις τρώνε και στο άλλο!
Τον Ιησού τον ακολουθούσε πολύς λαός και είχε διαδοθεί η φήμη ότι αυτός ήταν ο μεσσίας, ο σωτήρας, ο βασιλιάς που θα τους απελευθέρωνε.
Έτσι, όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, ο λαός της πόλης τον υποδέχτηκε σαν τον ηγέτη που θα τους οδηγούσε στην ελευθερία. Εξ ου και η θριαμβευτική υποδοχή μετά «βαΐων και κλάδων». Στις επόμενες ημέρες, οι αρχηγοί των ανταρτών συνάντησαν τον Ιησού και του ζήτησαν να ηγηθεί του απελευθερωτικού αγώνα, αλλά αυτός αρνήθηκε. Τούτο όμως δεν άρεσε καθόλου στο λαό, που άλλα περίμενε, και τον έκανε να στραφεί εναντίον του.
Όταν λοιπόν ο Πιλάτος κάλεσε το πλήθος να διαλέξει τον Ιησού ή τον Βαραββά, ο λαός δεν δίστασε στιγμή και αποφάσισε να σώσει έναν δικό του άνθρωπο, έναν επαναστάτη!
Αυτή είναι η δική μου εκδοχή, που έδωσε απαντήσεις σε αυτά τα παιδικά μου ερωτήματα. Το ποια απάντηση θα δώσετε εσείς, είναι θέμα δικό σας.
Καλή Επ-ανάσταση
ΑΠΟ ΑΤΕΧΝΩΣ
ΤΟΥ:Γιάννη Βεντούρα____________________________________
Ο Γιάννης Βεντούρας είναι οικονομολόγος – συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959 και σπούδασε στο οικονομικό τμήμα της σχολής ΝΟΕ του ΑΠΘ. Εργάσθηκε σαν οικονομικός διευθυντής και οικονομικός σύμβουλος σε εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, μελετώντας από τα «μέσα» το καπιταλιστικό σύστημα. Συμμετέχει ενεργά στο λαϊκό κίνημα. Είναι εκλεγμένος τοπικός σύμβουλος στον Δήμο Αχαρνών. Διδάσκει δωρεάν Πολιτική Οικονομία στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο «Δημήτρης Γληνός».