Ο Λυκοκάπης
Καμιά φορά, όμως, αυτό το χτύπημα - μεταφορικά και κυριολεκτικά - οδηγεί σε απροσδόκητα αποτελέσματα.
Αρχές καλοκαιριού του 1962, μαζί με άλλους τέσσερις βρεθήκαμε από τις φυλακές Λάρισας στις φυλακές Τρικάλων, κατηγορούμενοι για παράβαση του Γ' Ψηφίσματος του 1947.
Κοιμηθήκαμε κουρασμένοι και αρκετά στεναχωρημένοι, γιατί ο διευθυντής της φυλακής στη Λάρισα, για να μας εκδικηθεί για ένα επεισόδιο που είχε γίνει, γιατί δε δεχόμασταν να μας συμπεριφέρονται σαν τους ποινικούς, ούτε σαν καταδικασμένους, υπόδικοι ήμασταν, είχε κανονίσει τη μεταγωγή μας χωρίς να μας ενημερώσει και μας είπαν κάποια στιγμή ότι σε ένα τέταρτο φεύγαμε για τα Τρίκαλα. Ετσι, δεν είχαμε το χρόνο να ειδοποιήσουμε τους δικούς μας.
Το πρωί με το εγερτήριο, ανοίγοντας τα μάτια, βλέπω έναν όρθιο στο κρεβάτι του να κάνει γυμναστική και από την άλλη γωνιά του θαλάμου κάποιος τον μάλωνε: «Κώστα, σταμάτα τη γυμναστική, θα σου ανοίξει πάλι το συρίγγιο και θα έχουμε τρεχάματα...».
Σε λίγο, όταν όλοι είχαμε ταχτοποιηθεί και ετοιμαζόμασταν να κατεβούμε για το πρωινό, ο ίδιος άρχισε να απαγγέλλει, «...ποιος έχτισε τις εφτά πύλες της Θήβας...***».
Ηταν ο Λυκοκάπης. Οπως μου 'λεγε για τον Λυκοκάπη αργότερα ο Χαρ. Φάκας, λοχαγός του ΔΣΕ που πιάστηκε τραυματίας το 1949 στη Ρούμελη:
«...Εμείς, γιατί είμαστε κομμουνιστές, για να γίνουμε κομμουνιστές φάγαμε πολύ ξύλο, ο Λυκοκάπης για να γίνει κομμουνιστής έριξε πολύ ξύλο. Μετά βέβαια, όταν έγινε και αυτός κομμουνιστής, έφαγε και αυτός πολύ ξύλο για να έρθει στα ίσα...».
Μέχρι εδώ η ιστορία του Λυκοκάπη μοιάζει με την ιστορία χιλιάδων κομμουνιστών, αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, που βρέθηκαν στις φυλακές και τις εξορίες μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας ή κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
Γνωριστήκαμε, μια που ήμασταν και «γειτόνοι».
Ο Λυκοκάπης πριν τον πόλεμο ήταν χωροφύλακας και κάποτε, λίγο πριν τη δικτατορία Μεταξά, βρέθηκε να «επανδρώνει» μόνος του τον αστυνομικό σταθμό ενός απομακρυσμένου μικρού χωριού στη Ρούμελη.
Εκεί ήταν ο απόλυτος άρχοντας, όλα ήταν στη διάθεσή του. Είχε πετύχει ένα «modus vivendi» με μερικούς «κλαρίτες» που ζούσαν και κινούνταν στα γύρω βουνά. Δεν τον ενοχλούσαν και δεν τους ενοχλούσε.
Άλλωστε, τι θα μπορούσε να κάνει με τους Καραλιβαναίους, τους Αβορίτιδες και άλλους μόνος του ένας άνθρωπος;
Κάπου κάπου, μια στις πέντε, μια στις δέκα, έπαιρνε την αραβίδα στον ώμο και το ρεβόλβερ στη μέση και έκανε ένα γύρο στα μαντριά και τις στάνες της «επικράτειάς του».
Τέτοιες ήταν και οι διαταγές της διοίκησης. Ετσι, στην τάδε στάνη ρωτούσε, «ορέ μήπως φάνηκε κανένα από αυτά τα ζαγάρια;».
Του απαντούσαν όλοι τους πάντα τα ίδια, «όχι καπετάνιε, έχουμε ησυχία χάρη σε σένα» κι ας τύχαινε οι ληστές να τους παρακολουθούν από κάποιο καραούλι καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, κάτι που, αν δεν το ήξερε, το υποπτευόταν.
Από αυτούς τους «κλαρίτες» κάποιους στην Κατοχή τους συνεπήραν οι μεγάλες ιδέες και στιγμές της Εθνικής Αντίστασης, όπως τους Καραλιβαναίους, και άλλους τους ξεκαθάρισε η Αντίσταση, για να εμπεδωθεί το αίσθημα της ασφάλειας στην ύπαιθρο, αυτήν την ασφάλεια και ειρήνη που δεν είχε κατορθώσει προπολεμικά να εμπεδώσει το κράτος.
Μια φορά στο τρίμηνο ή όταν τον ειδοποιούσαν, κατέβαινε στην έδρα της Διοίκησης, όπως και άλλοι σταθμάρχες της Χωροφυλακής και έδινε διάφορες πληροφορίες, ενημερωνόταν για διάφορα θέματα και παρακολουθούσε διάφορα μαθήματα.
Ενα από τα κυριότερα μαθήματα, αν όχι το κυριότερο, ήταν σχετικά με την αντιμετώπιση του κομμουνισμού.
Τα είχε μάθει καλά, τα είχε αποθηκεύσει στο χωροφυλακίστικο κεφάλι του και δεν του περνούσε από το μυαλό ότι μπορεί και να μην ήταν έτσι,
«οι κομμουνιστές ήταν εναντίον της οικογένειας, εναντίον της ιδιοκτησίας, υπέρ της κοινοκτημοσύνης των γυναικών, δεν έχουν πατρίδα» και διάφορα άλλα φοβερά και απίστευτα της κρατικής προπαγάνδας της εποχής και όχι μόνο.
Στο χωριό είχε μερικούς «υπόπτους επί κομμουνισμώ» και ό,τι πληροφορίες μάζευε τις καταχωρούσε σε κάτι φακέλους που του είχε παραδώσει ο προηγούμενος, μαζί με τους φακέλους κάποιων ληστοτρόφων, κάποιων ζωοκλεφτών και άλλων, που είχαν «αλισβερίσι» με το νόμο...
Ολα αυτά τα «στοιχεία» τα κρατούσε καλά κλειδωμένα σε ένα σιδερένιο ντουλάπι, όπου φύλαγε και μια εφεδρική αραβίδα και πυρομαχικά.
Είχε και μερικούς «πληροφοριοδότες», που τον ενημέρωναν κάθε τόσο για ό,τι έπεφτε στην αντίληψή τους και έτσι ενημερωνόταν για διάφορα που συνέβαιναν στη μικρή κοινωνία του χωριού «του».
Ετσι, η ζωή κυλούσε ήρεμα, τίποτα δεν του έλειπε, κάπου κάπου υπήρχε κάποιο περιστατικό ζωοκλοπής, υπήρχε κανένας οικογενειακός καυγάς, κανένας μεθυσμένος, καταπάτηση χωραφιών ή λιβαδοβοσκής, και διάφορα άλλα περιστατικά που είτε ήταν δικής του αρμοδιότητας ή του αγροφύλακα, ο οποίος όμως έμενε σε άλλο χωριό.
Καμιά φορά, η παρουσία του ήταν επιβεβλημένη οπότε επέβαλε το νόμο,
«ουρέ ζαγάρ, ξέρς ποιος είμι ιγώ; Ιγώ ουρέ είμι ου νόμους του κράτους κι να υπακούσ' γιατί θα συ πάρ' κι θα συ σηκώσ'».
Ελάχιστες φορές είχε ρίξει σφαλιάρα, δεν ήταν και του χαρακτήρα του. Εκεί, όμως, που δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του ήταν με τον «αντεθνικό κομμουνισμό».
Αν οι πληροφοριοδότες του, του φέρναν πληροφορία για κάποιον από τους «χαρακτηρισμένους» για αριστερούς, για κάποια κουβέντα που είπε ή κάτι άλλο, τότε τον καλούσε στο σταθμό για εξηγήσεις.
«Ακου ζαγάρ, ιγώ τα μαθαίνου ούλα κι τσ' κουβέντις που τάχα συ ξιφέγν', κάτσι καλά, γιατί θα συ δέσου κι θα σι στείλου στ'ν Διοίκησ' διά τα πιριταίρου».
Εκτός από την ελάχιστη καθημερινή γραφική εργασία, πολύ σπάνια την επίδοση κάποιου εγγράφου, την ετοιμασία κάποιου πιστοποιητικού, και την καθημερινή αναφορά με το υπηρεσιακό τηλέφωνο, την υπόλοιπη ημέρα ήταν ελεύθερος.
Επινε στο καφενεδάκι του χωριού ένα καφέ το πρωί μόνος του ή με τον δασκαλάκο ή φώναζε και του φέρναν τον καφέ στο γραφείο.
Η υπόδειξη της διοίκησης ήταν να έχει καλές σχέσεις με τους χωρικούς, αλλά όχι πολλά «πάρε - δώσε», να κρατάει αποστάσεις. «Και πρόσεχε Λυκοκάπη, οι άνθρωποι εκεί είναι πολύ φτωχοί αλλά περήφανοι, πρόσεξε με τις γυναίκες, να μην εκτίθεσαι».
Εφημερίδα σπάνια έφτανε εκεί και τον πολύ ελεύθερο χρόνο του τον περνούσε «κουφοσυλλογιάζοντας» στο γραφείο ή κάνοντας, πάντα έχοντας την αραβίδα και το ρεβόλβερ μαζί, μεγάλους περιπάτους - περιπολίες στην «επικράτειά» του.
Το πέτρινο οίκημα του σταθμού, που χρονολογιόταν από την εποχή του Τρικούπη, είχε ισόγειο με δυο χώρους, αποθήκη και κρατητήριο και ανώι με δυο δωμάτια, το γραφείο στο ένα και υπνοδωμάτιο στο άλλο. Για το βράδυ, είχε μια λάμπα πετρελαίου και ένα ισχυρό φακό τσέπης.
Κάποτε ένας από τους πληροφοριοδότες του ανέφερε ότι είχε έρθει ο γιος της χήρας τάδε από την Αθήνα, ο «φοιτητής», και ότι την περισσότερη μέρα έμενε σπίτι του διαβάζοντας ή πήγαινε με τη μάνα του στο κτηματάκι που είχαν στη ρεματιά με τις καρυδιές. Σπάνια πήγαινε στο καφενείο, όπου, βέβαια, ήταν το κέντρο της προσοχής των χωρικών.
«Αλλά καπετάνιε, λέει κάτ' πιρίιργις κουβέντις, να μι συμπαθάς, δεν τς καταλαβαίνου για να συ τς πω».
- Σαν τι κουβέντες, δηλαδή;
- Να, μια μέρα έλιγι για ισότητα κι μια άλλ' για τουν Ζαχαριάδ' κι έχ' κι ψου-ψου μι τον Κώτσιου που είνι ύπουπτους.
Το 'φερε από δω, το 'φερε από κει ο Λυκοκάπης και μια μέρα πήγε αιφνιδιαστικά στο σπίτι του φοιτητή.
- Φέρε, ουρέ, να δω τι είναι αυτά τα βιβλία που διαβάζεις;
Και πριν προλάβει ο άλλος να πει λέξη, άρχισε να τα ψάχνει. Εκτός από τα βιβλία του Πανεπιστημίου, ο νεαρός είχε την «Καταγωγή των Ειδών» ενός Δαρβίνου, τη «Διαλεκτική της Φύσης» ενός Ενγκελς, τη «Διαλεκτική» ενός Παπακωνσταντίνου, ένα άλλο τελείως ακαταλαβίστικο για τον Λυκοκάπη, τουλάχιστο από τον τίτλο, «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», μια «Παλαιά Διαθήκη» και μερικά άλλα...
Πάνω που ήταν έτοιμος να φύγει, γιατί δεν εύρισκε τίποτα το ύποπτο, από κάποιο βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του, έπεσε διπλωμένος ένα παράνομος «Ριζοσπάστης». Αυτό του άνοιξε τα μάτια και ξεφυλλίζοντας την «Αγία Γραφή» διαπίστωσε ότι ύστερα από μερικές σελίδες στην αρχή, στη συνέχεια ήταν ένα βιβλίο με τίτλο «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ. Αυτό το είχε ακουστά.
Εκλεισε το νεαρό στο κρατητήριο και έκανε μερικά τηλεφωνήματα. Του είπαν ότι αυτά τα βιβλία είναι παράνομα και άκρως επικίνδυνα, να τα κατασχέσει και να ανακρίνει τον νεαρό, να του πει πού βρήκε τα βιβλία και το «Ριζοσπάστη».
Ο νεαρός του 'λεγε ότι τα βρήκε σε τιμή ευκαιρίας σε παλιατζίδικο στην Αθήνα και τα πήρε από περιέργεια και δεν είχε προλάβει να τα διαβάσει, δεν ήξερε τι έγραφαν, όσο για το «Ριζοσπάστη», τον βρήκε στο δρόμο.
Ο άλλος βέβαια δεν του τα 'λεγε «καλά» και οι σφαλιάρες έπεφταν η μια μετά την άλλη.
- Μαρτύρα, ουρέ ζαγάρ, είσι ή δεν είσι απ' αυτοί, είσι κουμμουνιστής νιε ή όχ';
Στο τέλος ο Λυκοκάπης θύμωσε, να συμβαίνουν τέτοια στην «επικράτειά» του και τον άτυχο τον φοιτητή τον ξυλοφόρτωσε για τα καλά και επειδή ο δαρμένος δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, τον άφησε να πάει με τη βοήθεια κάποιου και της μάνας του στο σπίτι.
- Αύριο στις δέκα του πρωί να είσαι εδώ, η ανάκριση δεν τελείωσε.
Ο άλλος μάζεψε όσο κουράγιο είχε και έφυγε νύχτα από το χωριό, πριν ξημερώσει.
Του Λυκοκάπη του 'μειναν τα βιβλία, που τα κλείδωσε στο σιδερένιο ντουλάπι.
Κάποια μέρα, μην έχοντας τι να κάνει, δεν άντεξε στον πειρασμό και άρχισε να διαβάζει το «Ριζοσπάστη». Μετά, μια άλλη μέρα, άρχισε να διαβάζει ένα βιβλίο. Εκανε ένα μήνα να το τελειώσει και, βέβαια, ό,τι κατάλαβε, κατάλαβε. Μετά άρχισε άλλο βιβλίο.
Οσο τα διάβαζε, τόσο εύρισκε και περισσότερο ενδιαφέρον. Μερικά πράγματα άρχισε να τα βλέπει αλλιώς.
«Μωρέ, σάμπως να μη τα λεν και άσχημα».
Πράγματα που τα ζούσε μέχρι τώρα και δεν τα 'βλεπε, άρχισε να τα βλέπει αλλιώς, τη φτώχεια, την αγραμματοσύνη, την αμάθεια, την κρατική και παπαδίστικη υποκρισία.
Από την άλλη, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι οι «ύποπτοι επί κομμουνισμώ», που είχε στο χωριό, δε διέφεραν από τους άλλους. Οι οικογένειές των ζούσαν τα ίδια προβλήματα, τα παιδιά τους ήταν όπως όλα τα παιδιά, τα κορίτσια τους ειδικά, τώρα τα εύρισκε πιο σεμνά, οι οικογένειές των δε δημιουργούσαν προβλήματα.
Τα ερωτήματα που άρχισαν να δημιουργούνται με το διάβασμα γίνονταν όλο και περισσότερα και δεν εύρισκαν απαντήσεις, μαζί και οι αμφιβολίες. Σκεφτόταν ότι αν έχουν δίκαιο, άδικα το καταχέριασε το «παιδί».
Μια μέρα, τάχα τυχαία, αντάμωσε τη μάνα του φοιτητή που είχε δείρει.
- Τι κάνει ο γιος σου;
- Τι να κάνει καπετάνιε μ', προσπαθεί το δόλιο, αλλά λίγα τα λεφτά και συ τον έδιωξες κι αναγκάστηκα να πληρώσω άνθρωπο να μαζέψουμε τα καρύδια.
- Το ξέρω, γράψτον να 'ρθει όποτε θέλει, δε θα τον πειράξει κανένας και να φέρει και άλλα βιβλία.
- Δεν ξαναέρχεται, όταν θυμάται ότι με την κρανιά που τον έδειρες του έκανες την πλάτη απαλότερη από την κοιλιά. Ούτε εγώ θέλω να έρθει, μεγάλο κακό μας έκανες.
Ο καιρός κυλούσε, ήρθε ο πόλεμος, πολλοί άνδρες του χωριού έφυγαν. Ο Λυκοκάπης είχε πάρει σιγά σιγά επαφή με κάποιους από τους «φακελωμένους» του χωριού, όμως είχε ακόμα πολλά ερωτήματα και αμφιβολίες.
Ηρθε, όμως, η Κατοχή και σε λίγο η φήμη ότι εμφανίζονται στα γύρω βουνά κάτι αλλιώτικοι «κλαρίτες» που μιλάν για «Λευτεριά» και αργότερα ήρθε η φήμη για κάποιον «Βελουχιώτη» κομμουνιστή που μιλάει κι αυτός για «Λευτεριά» και έχει και ενόπλους μαζί του.
Στο μυαλό του Λυκοκάπη «άστραψε» φως. Του 'φυγαν τα ερωτήματα και οι αμφιβολίες. Πέρασε με τον Αρη στον ΕΛΑΣ από τους πρώτους. Από εκεί και πέρα τον πήρε ο Αγώνας.
Σε κάποια πορεία του τμήματός του, συναντήθηκαν με ένα άλλο τμήμα που ερχόταν από άλλη κατεύθυνση. Στο τμήμα αυτό, ήταν ο φοιτητής που είχε δείρει ο Λυκοκάπης.
Επεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κλαίγοντας, «σύντροφε, σχώρα με». Σε μια μάχη με τους Γερμανούς, ο Λυκοκάπης τραυματίστηκε βαριά, χαμηλά κάτω στην κοιλιά και το τραύμα τού έκανε μόνιμο συρίγγιο, που κάθε τόσο άνοιγε και τον ταλαιπωρούσε.
Μετά τη Βάρκιζα, ο Λυκοκάπης διώχθηκε από την αρχή με την κατηγορία ότι «εγκατέλειψε τη θέση του» και πέρασε από στρατοδικεία και καταδίκες. Αφέθηκε ελεύθερος το 1964.
Στα χρόνια της φυλακής είχε αποκτήσει τεράστιες γνώσεις. Είχε μάθει, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, κάπου εφτακόσια ποιήματα Ελλήνων και ξένων ποιητών και ήταν χάρμα να τον ακούς να απαγγέλλει.