Βολέψου σαν το σπίτι σου.
Κι η πατρίδα τι είναι;
Τι άλλο παρά ένα μεγάλο σπίτι για να βολευόμαστε.
Με τη διαφορά πως άλλοι βολεύονται και πιάνουν την καλή με το βόλεμά τους. Κι άλλοι απλώς τα κουτσοβολεύουν, ξεγελάνε τους εαυτούς τους και πορεύονται...
Μόνο που το βόλεμα είναι σχετική έννοια και κάθε εποχή έχει αυτό που της αξίζει. Κι οι βολεμένες συνειδήσεις ανεβάζουν το αντίτιμο της εξαγοράς τους, ανάλογα με τις περιστάσεις και την... ισοτιμία της μέσης, γενικής συνειδητοποίησης.
Οπότε δεν (τους) έρχονται όλα πάντα βολικά και μπόλικα.
Βόλεμα κάποτε ήταν μια θέση στο δημόσιο, ασφαλής και παχυλά αμειβόμενη. Σήμερα "βόλεμα" μπορεί να είναι μια σύμβαση, ένα πεντάμηνο, μια θέση ημι-απασχόλησης. Οτιδήποτε χρειάστηκε μεσάζοντα, για να σε βολέψει κι ας μην έχεις βολευτεί στην πραγματικότητα.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι ακριβώς το βόλεμα που νανουρίζει την (ταξική ή απλά αγωνιστική) συνείδηση, αλλά η βολή ως νοοτροπία.
Τι σημαίνει αυτό;
Έριξε την καλύτερη βολή
η καρδιά του έγινε πορφυρό βιολί
Όχι ακριβώς.
Βόλεμα είναι η λογική να βολευτείς εσύ πρώτα έναντι των άλλων.
Είναι οι καταναλωτικές συνήθειες, με κεκτημένη ταχύτητα απ' τα "περασμένα μεγαλεία", που δεν αντιστοιχούν στα σημερινά δεδομένα.
Όχι επειδή ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας, αλλά γιατί αντιδρούμε κάτω από τις δυνατότητές μας και τις απαιτήσεις των καιρών.
Στο ενδιάμεσο ωστόσο, θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από μερικές συνήθειες.
Η λογική "δεν το κουνάω ρούπι" και τα περιμένω όλα από τους άλλους, είτε αυτοί είναι πχ απεργοί συνάδελφοι που απεργούν (για όλο τον κλάδο και όχι μόνο για αυτούς που τρέχουν) είτε ένας επίδοξος σωτήρας, που αναζητά εύπιστα θύματα.
Η λογική "κάθομαι στα αυγά μου", είτε αυτά είναι χρυσά και αντιστοιχούν σε μια κάποια ζαχαρένια, είτε είναι μια μίζερη θεσούλα, ζωούλα, και άλλα (που παραπέμπουν στην κοτούλα).
Κι είναι αλήθεια πως όσο κλωσάμε τους καναπέδες μας, εκκολάπτουμε τα πολιτικά χρυσά αυγά του φασισμού, από τα οποία δε θα βγουν κοτοπουλάκια αλλά μικρά δηλητηριώδη φιδάκια.
Βολή είναι κι η επανάπαυση της σκέψης, που δεν έχει πρωτότυπη παραγωγή, ανησυχίες, αναζητήσεις,
αλλά βολεύεται με τα γνωστά και τετριμμένα (κλισέ, στερεότυπα, τσιτάτα) ή με έναν καλό ρήτορα που
"τα λέει καλά" και μας καλύπτει -άλλο αν δεν αφομοιώνουμε τι ακριβώς λέει και δεν μπορούμε καν να το επαναλάβουμε.
Λέμε όμως πως μας εκφράζει, γιατί δεν έχουμε δικό μας τρόπο έκφρασης (και βασικά σκέψης).
Βολή είναι και η δύναμη της συνήθειας, η ανάγκη για μια μορφή "κανονικότητας".
Η οποία δεν πρόκειται όμως να σπάσει το φαύλο κύκλο, όσο αναπαράγεται.
Αυτή η "ρετσινιά" βέβαια είναι κάπως
άδικη.
Δίκαιη εν μέρει, γιατί απευθύνεται ως κατηγορία εναντίον όλων μας, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, χωρίς να κάνει διακρίσεις.
Αλλά άδικη βασικά γιατί απευθύνεται σε άτομα που προσπαθούν, κοπιάζουν, τα βγάζουν δύσκολα πέρα, με κούραση, δάκρυα κι ιδρώτα.
Πολλά πράγματα δηλ που κανείς βολεμένος δε θα έμπαινε στον κόπο να σκεφτεί, πόσο μάλλον να κάνει.
Κι αν τελικά μας παίρνει όλους,
δίκαια ή άδικα, η μπάλα, είναι για το κομμάτι που μας αντιστοιχεί:
ότι βολευόμαστε και συμβιβαζόμαστε με αυτήν την
-κάθε άλλο παρά βολική- κατάσταση,
"η ζωή συνεχίζεται" -κι ας μην αλλάζει ποτέ.
Μας παίρνει η μπάλα, γιατί βολευόμαστε
-σε αντίθεση με όσα γράφει ο ποιητής-
διαρκώς με λιγότερο ουρανό
(αντί να εφοδεύσουμε σε αυτόν),
μέχρι να μαυρίσει και να μείνουμε χωρίς αέρα.
Μαθαίνουμε να σκύβουμε το κεφάλι,
είτε προσκυνώντας, είτε ακόμα χειρότερα από απογοήτευση.
Και περιμένουμε, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, ακριβώς όπως στο στίχο του ποιητή, κάποιο θάμα, να αλλάξουν τα πράγματα από μόνα τους,
να προσπαθήσει κάποιος άλλος αντί για εμάς, να φορτωθεί το μερίδιο που μας αναλογεί.
Εξάλλου, εκτός από τη βολή (βόλεμα),
υπάρχουν οι δικές μας βολές, που δεν είναι άσφαιρα πυρά.
Κι αν η πρώτη πήγε στο σίδερο ή μπήκε και δε μας έφτασε, δεν πειράζει.
Έχουμε δικαίωμα για μία συν μία...