…είναι οι μυρωδιές των πραγμάτων, οι μυρωδιές πάνω από τα σχήματα, πέρα από τους χρόνους. Είναι η όσφρηση η πιο αυστηρή, η πιο αιχμηρή από τις αισθήσεις.
Eίναι αυτή που επιτρέπει ή απαγορεύει την ανθρώπινη επαφή, είναι αυτή που γαληνεύει τις εσωτερικές αντάρες και ταξιδεύει το νου σε αναμνήσεις απάνεμες.
«Πώς καταλαβαίνεις θεία ότι το φαγητό είναι έτοιμο?»
«Μα πώς αλλιώς παιδί μου;… το μυρίζω»Το μύριζε το φαγητό ο θεία Μαρίκα και μαζί της το μύριζαν όλα τα διαμερίσματα και τα όμορα κτηριακά συγκροτήματα που είχαν παράθυρο στον ακάλυπτο, ανάμεσα στις τέσσερεις πολυκατοικίες.
«Η Μαρίκα σήμερα έφτιαξε πάλι λαχανοντολμάδες…»,
άνοιγε η θεία τη μπαλκονόπορτα της κουζίνας – οι απορροφητήρες ακόμα δεν ήταν διαδεδομένοι - άνοιγε, και οι υδρατμοί σκαρφάλωναν στα γύρω μπαλκόνια και έφερναν στα στομάχια των γειτόνων κύματα- κύματα τη λιγούρα.
Μαθημένη η Μαρίκα από μικρό παιδί, μαθημένη να μαγειρεύει, να ράβει, να νοικοκυρεύει το σπιτικό της.
Αυτό το μικρό διαμέρισμα στην Καλλιθέα, σε μια πολυκατοικία του ’70, όταν άνοιγε η πόρτα του έβλεπες την αντανάκλασή σου στο παρκέ.
Αν ήσουν παιδί – όπως ήμουν εγώ – το καλύτερο παιχνίδι ήταν όταν η θεία έφερνε στην πόρτα τα πατάκια και διέταζε με μια νοικοκυρίστικη ευγένεια…
«μην πατήσεις το παρκέ, πάτα στα πατάκια και πήγαινε όπου θέλεις, όμως μόνο επάνω στα πατάκια»…
Τι χαρά!
Τύφλα να ‘χουν τα ακριβότερα κέντρα σκι, οι μεγαλύτερες νεροτσουλίθρες και οι καλύτερες πίστες πατινάζ…
Όταν η θεία χωνότανε πίσω στη μαγική της κουζίνα έπαιρνα θέση στη μια άκρη του σπιτιού, πατούσα στα πατάκια και γλιστρούσα με φόρα μέχρι τον απέναντι τοίχο… ακριβώς μπροστά από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου.
Η θεία Μαρίκα ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα του καιρού της, μια γυναίκα ήσυχη, αφέντρα της κουζίνας της και του σπιτικού της, μάνα δύο παιδιών και σύζυγος από εκείνες που πίστευαν ότι ο γάμος είναι ο προορισμός του ανθρώπου.
Γιατί να γράψει κανείς για τη Μαρίκα, εκτός αν αποφασίσει να φτιάξει λαχανοντολμάδες και αν είχε την τύχη να έχει δοκιμάσει τους δικούς της για να του ανασύρουν από τα κατώγια της μνήμης αυτές τις εικόνες.
Στην πραγματικότητα η θεία ήταν πολλά περισσότερα από τη βολική και ήσυχη νοικοκυρά.
Ένα μεσημέρι γύρισα από τις καταλήψεις του Γυμνασίου και αντί να πάω σπίτι μου ανέβηκα μέχρι το δικό της.
Οι γονείς ήταν ακόμα στις δουλειές τους, στο σχολείο επικρατούσε ο πυρετός αυτών των εφήβων, των αγριεμένων, αυτών που ξέρουν ότι όταν έχουν αδικηθεί οφείλουν να γυρίσουν τον κόσμο ανάποδα μέχρι να δικαιωθούν.
Θυμάμαι την αίσθηση των ημερών, θυμάμαι τους συμμαθητές μου να καθόμαστε όλοι μαζί στο προαύλιο και να συζητάμε με ύφος σοφών ποιες θα έπρεπε να είναι οι επόμενες κινήσεις μας.
Μετά από τόσα χρόνια είναι αδύνατον να ανασύρω από τη μνήμη μου τα αιτήματα και τις αφορμές, ήταν όμως το 1989…
τότε μαζί με μας πάλευαν και οι καθηγητές μας.
Θυμάμαι να μπαίνω στο σπίτι της κάθιδρη και βρόμικη, λίγο πριν είχαμε καθίσει στη μέση της λεωφόρου Δαβάκη, οκλαδόν πάνω στην άσφαλτο…
«Παιδί μου τι έπαθες και είσαι έτσι?»
«Τίποτα θεία, όλα καλά, αλλά πεινάω και είμαι βρόμικη και δε θέλω να πάω έτσι στο σπίτι μου»
«Τι κάνατε παιδί μου;»
«Κάναμε πορεία θεία, καθίσαμε στη μέση του δρόμου… δεν μπορούν αυτοί να μας κάνουν ό,τι θέλουν. Τη νύχτα τα μεγαλύτερα παιδιά μένουν μέσα στο σχολείο»
«Καλά κάνετε παιδί μου, να παλέψεις μαζί με τους συμμαθητές σου, μόνο να προσέχεις. Αύριο, πριν φύγεις για το σχολείο, πέρασε να σου δώσω φαγητό και για τα άλλα παιδιά που μένουνε μέσα τη νύχτα»Αυτή ήταν η ήσυχη θεία, η καλή νοικοκυρά, αυτή που μέσα στη κουζίνα της μετουσίωνε σε γεύση όλη τη λατρεία της για τη νιότη, για το δίκαιο, για τη ζωή…
…στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος γι’ αυτό το κείμενο,
παρά μόνο η διαπίστωση ότι οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας μας ακολουθούν πάντα
και η υπόσχεση που έδωσα στην αγαπημένη μου Jula Trigasi.
Οι πρώτες μας αναμνήσεις έρχονται πίσω μας, σα σκιές, με βήμα αθόρυβο και περπατούν στα χνάρια που αφήνουμε…
«Δώσε μου και μένα θεία λίγο απ’ το ταλέντο σου, λίγη απ’ τη μαγεία σου»Σήμερα αποφάσισα να μαγειρέψω λαχανοντολμάδες…
η αποτυχία ήταν παταγώδης…
δεν φτάνει αυτό, δεν φτάνει που πήγε χαμένο όλο το πρωινό,
αλλά μόλις τελείωσα διαπίστωσα πόσο θόλο είναι το πάτωμα του σπιτιού μου, πόσο θα ντρεπόμουν να καλέσω τη θεία για φαγητό αν υπήρχε αυτή η δυνατότητα …
Από: