Αγιασμό
έπαιρνε η γιαγιά μου τέτοια μέρα απο
την εκκλησία,
τον έβαζε σε ένα μπουκαλάκι στο ντουλάπι της κουζίνας
και αυτό ήταν το γιατρικό μας.
Φάρμακο για πάσα νόσο
Κάναμε πυρετό, πέφταμε και χτυπούσαμε, πονούσε η κοιλιά ή το κεφάλι μας έτρεχε και μας έφερνε τον αγιασμό.
Το τι αγιασμό έχουμε πιεί δεν λέγεται
Τι τα κοιτάς έλεγε αυστηρά στη μάνα μου, όταν αρρωσταίναμε,
τρέξε να φέρεις τον αγιασμό να τα ραντίσεις.
Μια μέρα θυμάμαι ήλθε ένας οικοδόμος ο Ηρακλής, κομμουνιστής με φυλακές και εξορίες, για να διορθώσει τα κεραμμύδια που έβαζαν νερό.
Κουράστηκε ο άνθρωπος, ήταν και καλοκαίρι, πάνω στην σκεπή αλλά έκανε καλή δουλειά, ήταν άριστος τεχνίτης, και δεν μας πήρε και πολλά λεφτά
-Μην κάνεις έτσι Ηρακλή, τον συμβούλευε η γιαγιά μου, να μην λυπάσαι τόσο πολύ τον κόσμο
πρέπει να ζήσεις και εσύ, να παίρνεις τη δούλεψη σου
-Δεν πειράζει θειά Παρασκευή της έλεγε εκείνος, σιγά μην πλουτίσω αν γδέρνω τον κόσμο.
-Θέλεις να σε κεράσω για όλα όσα μας έκανες ένα ουζάκι για να ξεκουραστείς, του πρότεινε η γιαγιά μου για να τον ευχαριστήσει
-Ένα ουζάκι θα τόπινα ευχαρίστως, δέχθηκε εκείνος
Το ουζάκι ετοιμάστηκε αλλά όταν ο Ηρακλής τόβαλε στο στόμα έκανε μια παράξενη γκριμάτσα
-Δεν είναι καλό Ηρακλή μου; τον ρώτησε
-Μήπως τόχεις καιρό στο ντουλάπι θειά Παρασκευή και χάλασε; προσπαθούσε αυτός να την δικαιολογήσει
Αλλά η γιαγιά θυμήθηκε
-Αχ Ηρακλή μου έκανα λάθος και σούδωσα αντί για ούζο, αγιασμό, είχα τα μπουκαλάκια δίπλα-δίπλα.
Το τι γέλιο έπεσε δεν λέγεται
-Τι έγινε μάνα, της έλεγε ο πατέρας μου, έχεις σκοπό να ποτίσεις αγιασμό και τους κομμουνιστές για
να τους φέρεις στον ίσο δρόμο;
τον έβαζε σε ένα μπουκαλάκι στο ντουλάπι της κουζίνας
και αυτό ήταν το γιατρικό μας.
Φάρμακο για πάσα νόσο
Κάναμε πυρετό, πέφταμε και χτυπούσαμε, πονούσε η κοιλιά ή το κεφάλι μας έτρεχε και μας έφερνε τον αγιασμό.
Το τι αγιασμό έχουμε πιεί δεν λέγεται
Τι τα κοιτάς έλεγε αυστηρά στη μάνα μου, όταν αρρωσταίναμε,
τρέξε να φέρεις τον αγιασμό να τα ραντίσεις.
Μια μέρα θυμάμαι ήλθε ένας οικοδόμος ο Ηρακλής, κομμουνιστής με φυλακές και εξορίες, για να διορθώσει τα κεραμμύδια που έβαζαν νερό.
Κουράστηκε ο άνθρωπος, ήταν και καλοκαίρι, πάνω στην σκεπή αλλά έκανε καλή δουλειά, ήταν άριστος τεχνίτης, και δεν μας πήρε και πολλά λεφτά
-Μην κάνεις έτσι Ηρακλή, τον συμβούλευε η γιαγιά μου, να μην λυπάσαι τόσο πολύ τον κόσμο
πρέπει να ζήσεις και εσύ, να παίρνεις τη δούλεψη σου
-Δεν πειράζει θειά Παρασκευή της έλεγε εκείνος, σιγά μην πλουτίσω αν γδέρνω τον κόσμο.
-Θέλεις να σε κεράσω για όλα όσα μας έκανες ένα ουζάκι για να ξεκουραστείς, του πρότεινε η γιαγιά μου για να τον ευχαριστήσει
-Ένα ουζάκι θα τόπινα ευχαρίστως, δέχθηκε εκείνος
Το ουζάκι ετοιμάστηκε αλλά όταν ο Ηρακλής τόβαλε στο στόμα έκανε μια παράξενη γκριμάτσα
-Δεν είναι καλό Ηρακλή μου; τον ρώτησε
-Μήπως τόχεις καιρό στο ντουλάπι θειά Παρασκευή και χάλασε; προσπαθούσε αυτός να την δικαιολογήσει
Αλλά η γιαγιά θυμήθηκε
-Αχ Ηρακλή μου έκανα λάθος και σούδωσα αντί για ούζο, αγιασμό, είχα τα μπουκαλάκια δίπλα-δίπλα.
Το τι γέλιο έπεσε δεν λέγεται
-Τι έγινε μάνα, της έλεγε ο πατέρας μου, έχεις σκοπό να ποτίσεις αγιασμό και τους κομμουνιστές για
να τους φέρεις στον ίσο δρόμο;
Aλιεύτηκε από:
5/1/18