,,,όλη μου η ζωή πέρασε σαν κινηματογραφική ταινία από μπροστά μου,
καθώς έβλεπα στην αυλή αυτού του σχολείου εκείνην την άλλη αυλή εκείνου του σχολείου
που πολλά χρόνια πριν οι κατακτητές και οι συνεργάτες τους
έστησαν τον πατέρα μου στον τοίχο,,,
Ο πατέρας μου ήταν σύνδεσμος του ΕΛΑΣ στην κατοχή. Ο πατέρας μου εκείνην την εποχή είχε τελειώσει το γυμνάσιο. Πιάστηκε με προδοσία από τα τάγματα ασφαλείας, τα οποία τον παρέδωσαν στους Γερμανούς κι εκείνοι τον εκτέλεσαν στην αυλή του σχολείου.
Εγώ ήμουνα μικρό παιδί τότε και τα θυμάμαι όλα σαν να ήτανε εχθές. Η μάνα μου με πήρε και πήγαμε στην πρωτεύουσα για να χαθούμε στο πλήθος και να σταματήσει το κυνηγητό.
Ήμασταν η γυναίκα και ο γιος του συμμορίτη. Ξενοδούλευε η μάνα μου για να με μεγαλώσει και να μου μάθει γράμματα. Σε όποιο σχολείο πήγαινα, θυμάμαι, ερχόταν η χωροφυλακή και με έδιωχνε. «Έξω ο γιος του συμμορίτη, έξω το μίασμα από τα σχολεία, να μη μολύνει και τα δικά μας παιδιά με το μικρόβιο του κομμουνισμού»! Τα γράμματα τα έμαθα κυνηγημένος! Για μένα τότε ήταν το κρυφό σχολειό!
Κάποτε θυμάμαι δεν με έδιωξαν από το σχολείο, παρά με έβαλαν να υπογράψω δήλωση!
Με έβαλαν να γράψω έκθεση, στην οποία μου ζητούσαν να γράψω πως πατριώτες ήταν οι ταγματασφαλίτες και προδότης ο πατέρας μου. Εγώ έγραψα την αλήθεια: «Πατριώτες ήταν αυτοί που έκαναν αντίσταση κι όχι αυτοί που συνεργάστηκαν με τους καταχτητές»! Μου δώσαν ένα γερό ξύλο και με ξανάδιωξαν από το σχολείο.
Αγαπούσα πολύ τα γράμματα και έκλαιγα πολύ κάθε φορά που ερχόταν η χωροφυλακή και μ’ έδιωχνε από το σχολείο. Ήταν μερικές φορές που δεν ήθελα να προσπαθήσω να πάω πάλι σε άλλο σχολείο. Με παρηγορούσε η μάνα λέγοντάς μου πως εκείνην την εποχή είχαν στις εξορίες και βασάνιζαν μεγάλους ποιητές και συγγραφείς και άλλους τους απαγόρευαν τα έργα τους, αλλά εκείνοι δεν λύγιζαν, δεν έκαναν πίσω και δεν υπέγραφαν δηλώσεις μετανοίας. Με παρότρυνε να έχω πείσμα και θέληση για να συνεχίσω το σχολείο και να μάθω γράμματα.
Πήγα σ’ ένα σχολείο όπου είχα δάσκαλο ένα ανθρωπάκι που τα παιδιά έκαναν πολύ «καλαμπαλίκι» μαζί του, γιατί εκείνος ούτε μάλωνε, ούτε έδερνε παρά προσπαθούσε να μας μάθει γράμματα. Τον ταλαιπωρούσαν τα παιδιά, αλλά εκείνος δεν το έβαζε κάτω.
Ένα φοβισμένο ανθρωπάκι, που περπατούσε σκυφτό και καλά – καλά δεν έβλεπες ούτε το πρόσωπό του, ήταν ο δάσκαλός μου. Σωτήριο Σκαμβουρά τον λέγανε. Μια μέρα ήρθε η χωροφυλακή να με διώξει μέσα από την τάξη. Ένας από τους χωροφυλάκους ήταν ένας από εκείνους τους ταγματασφαλίτες που έπιασαν τον πατέρα μου και τον παρέδωσαν στους Γερμανούς για να τον εκτελέσουν. Είπε τ’ όνομά μου κι εγώ σήκωσα το χέρι μου. Ήρθε και με σήκωσε από το γιακά για να με πετάξει έξω. Το ανθρωπάκι, ο δάσκαλός μου σηκώθηκε στην έδρα κι άρχισε να φωνάζει: «Έξω παλιοφασίστες από την τάξη μου. Έξω βρωμοταγματασφαλίτες, φονιάδες, προδότες, συνεργάτες των Γερμανών».
Άφησαν εμένα κι έπιασαν τον δάσκαλο. Καθώς τον έδερναν φώναζαν ότι τζάμπα δήλωση μετανοίας υπέγραψε αφού είναι αμετανόητος. Μετά του πέρασαν χειροπέδες και τον πήρανε.
Την άλλη μέρα μάθαμε ότι ο Σωτήριος Σκαμβουράς αυτοκτόνησε πηδώντας από την Γενική Ασφάλεια. Συνηθισμένος τρόπος εκτέλεσης εκείνην την εποχή η εκπαραθύρωση που καταγράφονταν ως αυτοκτονία. Μετά δύο ημέρες οι χωροφυλάκοι ήρθαν ξανά κι αυτήν την φορά δεν ήταν εκεί ο δάσκαλός μου για να μην αφήσει να με διώξουν!
Πήγα σ’ ένα άλλο σχολείο. Εκεί έκανε μάθημα ένας νέος με σκοτεινό πρόσωπο, διαφορετικός από τον κύριο Σκαμβουρά.
Κανένας δεν τολμούσε να τον κοιτάξει ή να κάνει «καλαμπαλίκι» μαζί του, αλλά μας μάθαινε γράμματα. Δεν άνοιγε ποτέ το βιβλίο, ούτε μας άφηνε να γράφουμε τα ποιήματα και τα διηγήματα που από έξω μας έλεγε.
Όλα ήταν ξένων συγγραφέων με περίεργα ονόματα, βασιλικά κι αρχοντικά.
Κι ήμουν εντυπωσιασμένος γιατί μπορούσαν και οι άρχοντες κι έγραφαν τόσο ωραίους στίχους κι όχι μόνο οι ποιητές, που αυτοί οι οποίοι μ’ έδιωχναν από τα σχολεία, τους είχαν στις εξορίες και τις φυλακές. Ρουφούσα την κάθε του λέξη και προσπαθούσα να μάθω απέξω τους στίχους που απήγγελλε!
Ζούσα με τον φόβο ότι γρήγορα θα ξανάρθει η χωροφυλακή να με διώξει από το σχολείο. Έτσι κι έγινε. Η πόρτα της τάξης άνοιξε μια μέρα, τ’ όνομά μου ακούστηκε για ακόμη μια φορά κι εγώ σηκώθηκα για να φύγω!
– Κάτσε κάτω, ακούστηκε επιβλητική η φωνή του δασκάλου, κι εσείς πάρτε δρόμο γιατί αν ξαναπατήσετε στην τάξη μου θα σας πυροβολήσω!
Τρόμαξα, τρόμαξαν κι οι συμμαθητές μου. Μ’ αγαπούσε ο δάσκαλος γιατί πλέον αποστήθιζα τα ποιήματα των αρχόντων που εκείνος μας μάθαινε, αλλά τόση αγάπη που να θέλει να εκπαραθυρωθεί για χάρη μου από την Γενική Ασφάλεια;!
Περίμενα να πέσουν πάνω του τα θηρία και να τον κάνουν μαύρο όπως τον κύριο Σκαμβουρά. Βέβαια αυτός δεν ήταν ούτε μικροκαμωμένος, ούτε φοβισμένος, αλλά αυτοί ήταν χωροφυλάκοι! Προς μεγάλη μου έκπληξη έβαλαν την ουρά στα σκέλια τα θηρία και έφυγαν!
Ο δάσκαλός μου, έμαθε αργότερα η μάνα, ήταν γιος διοικητή ταγμάτων ασφαλείας, συνεργάτη των Γερμανών.
Μετά την μεγάλη σφαγή στο μαρτυρικό χωριό, στην οποία πήρε μέρος κι ο πατέρας του, το λαϊκό δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο και η ΟΠΛΑ τον εκτέλεσε!
Ο ίδιος ο δάσκαλός μου ήταν έφεδρος αξιωματικός της χωροφυλακής. Τον τρέμανε γιατί έλεγαν ότι δεν φοβόταν την σφαίρα. Εξαιτίας αυτού του περίεργου ανθρώπου έμαθα γράμματα, γιατί ποτέ πια κανένας χωροφύλακας δεν τόλμησε να μ’ ενοχλήσει!
Τα ποιήματα και τα διηγήματα που μας μάθαινε δεν τα λέγαμε ούτε μέσα στο σχολείο, ούτε έξω από αυτό, γιατί ο δάσκαλος έλεγε ότι ο κόσμος δεν είναι ακόμα ώριμος να τ’ ακούσει, δεν θα τα καταλάβει και θα μας κοροϊδέψει γι’ αυτά.
Έτσι όταν ερχόταν ο κύριος επιθεωρητής, αντί για τα ποιήματα που μας μάθαινε ο δάσκαλος, λέγαμε τα άλλα, αυτά που είχε το βιβλίο.
Μια μέρα όμως έμαθα ολόκληρο ένα ποίημα που μ’ εντυπωσίασε και δεν μπορούσα να κρατηθώ. Περίμενα την μάνα να γυρίσει στο σπίτι. Εκείνον τον καιρό καθάριζε σκάλες σε οικοδομές.
Δεν πρόλαβε να κλείσει πίσω της την πόρτα κι εγώ ξεκίνησα την απαγγελία:
-Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δεν μ’ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.
Η μάνα τρόμαξε, μία σακούλα με πατάτες που κρατούσε στα χέρια της έπεσε κάτω. Με διέκοψε με τρόμο ρωτώντας με:
– Που τα έμαθες αυτά;!
– Ο δάσκαλος απάντησα!
Είναι ποίημα ενός μεγάλου Ρουμάνου άρχοντα. Του κόμη Κωνσταντίν!
Η μάνα τρομοκρατημένη και φοβισμένη από το κυνηγητό γιατί ήταν η γυναίκα του συμμορίτη κι εγώ ο γιος του, μου είπε ποτέ να μην απαγγείλω ξανά αυτά τα ποιήματα γιατί αλίμονό μου!
Τότε νόμισα πως χωρίς να το θέλω έγινα ένα με τα θηρία και προσέβαλα την μνήμη του πατέρα μου. Στο σχολείο με τον δάσκαλο με άφησε η μάνα να απαγγέλλω τέτοια ποιήματα, αλλά πουθενά αλλού. Σκέφτηκα πως απλά δεν ήθελε η μάνα να με διώξει κι αυτός ο δάσκαλος.
Αργότερα στο γυμνάσιο άρχισα να καταλαβαίνω τι ήταν όλοι αυτοί οι άρχοντες λογοτέχνες με τα περίεργα ποιήματα και διηγήματα όπως ο κόμης Κωνσταντίν με την « σπορά της τύχης»,
ο λόρδος Ρίτζ με το «γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου» και όλοι οι υπόλοιποι.
Πολλά χρονιά μετά έμαθα ότι ο δάσκαλος εξαιτίας του οποίου έγινα κι εγώ δάσκαλος έπαψε να βρίσκεται στη ζωή.
Συνέβη ένα περιστατικό κατά το οποίο ένας αξιωματικός της διαφώτισης πήγε στο σχολείο για να κάνει πλύση εγκεφάλου στα παιδιά και θέλοντας να τα εντυπωσιάσει απασφάλισε μια χειροβομβίδα, η οποία όμως έπεσε κατά λάθος από τα χέρια του!
Ο δάσκαλος έπεσε πάνω στην χειροβομβίδα και η αίθουσα γέμισε αίματα, αλλά κανένας άλλος δεν σκοτώθηκε.
Ο δάσκαλος λένε ήταν για πρώτη φορά στη ζωή του χαμογελαστός εκείνες τις λίγες στιγμές πάνω από την χειροβομβίδα, πριν αυτή εκραγεί.
Ο δάσκαλος ξέπλυνε την ντροπή του πατέρα του.
Το πανεπιστήμιο το τελείωσα αφού πρώτα μας άφησε χρόνους η εθνοσωτήριος επανάσταση της 21ης Απριλίου, διότι για μια ακόμη φορά οι ίδιοι αγράμματοι, εχθροί της μάθησης και της προόδου, φώναξαν «έξω οι συμμορίτες από τα σχολεία».
Αυτήν την φορά, αφού ήμουν πια μεγάλος, με έσυραν στην εξορία, στην οποία μου έκαναν την τιμή να με κρατήσουν επτά χρόνια.
Τα σχολειά άδειασαν από εμάς τα μιάσματα, αλλά άδειασαν ταυτόχρονα από όλους τους μεγάλους ποιητές και συγγραφείς, αρχαίους και σύγχρονους, Έλληνες και ξένους, τους οποίους η επανάσταση της 21ηςΑπριλίου απαγόρευσε.
Όλοι αυτοί που καμία σχέση δεν είχαν ούτε με τα σχολεία, ούτε με το διάβασμα, ούτε με την πρόοδο, ούτε με την επιστήμη, αυτοί που μιλούσαν ακατάληπτα Ελληνικά τα οποία μπέρδευαν με Ελληνικούρες της καθαρεύουσας και δυσκολευόσουν να καταλάβεις τι έλεγαν, αφού ούτε κι εκείνοι δεν καταλάβαιναν τι ήθελαν να πουν, όλοι αυτοί οι αγράμματοι που δυσκολευόσουν να καταλάβεις ακόμα και τι γλώσσα μιλάνε, έκαναν κουμάντο στα σχολεία και φώναζαν για μία ακόμα φορά «έξω οι κομμουνιστές από τα σχολεία»!
Βέβαια το «έξω οι κομμουνιστές» ήταν προσχηματικό, αφού ο διάολος δεν πήρε μόνο εμάς, αλλά και όσους δεν συμφωνούσαν απόλυτα με ότι αντιεπιστημονικό και απάνθρωπο έλεγαν εκείνοι.
Θα αναρωτηθεί κανείς πού πήγα και τα θυμήθηκα όλα αυτά!
Πέρασα εχθές έξω από ένα σχολείο, συνταξιούχος δάσκαλος πια και έχοντας δώσει όλο μου το Είναι για να μάθουν γράμματα τα παιδιά όλου του κόσμου και να ζήσουν μια ζωή χωρίς φτώχεια κι εξαθλίωση, στην αυλή του οποίου άκουσα φωνές.
Κάποια θηρία φώναζαν «έξω τα προσφυγόπουλα από τα σχολειά μας γιατί θα μολύνουν τα παιδιά μας» κι όλη μου η ζωή πέρασε σαν κινηματογραφική ταινία από μπροστά μου,
καθώς έβλεπα στην αυλή αυτού του σχολείου εκείνην την άλλη αυλή εκείνου του σχολείου που πολλά χρόνια πριν οι κατακτητές και οι συνεργάτες τους έστησαν τον πατέρα μου στον τοίχο.