Και αφού μας αφαιρέσανε όλα τα μέσα της δουλειάς και μας λιμοχτονούνε, μας κατηγοράνε γιατί είμαστε, λέει, τεμπέληδες, καφενόβιοι κι αεριτζήδες και θα μας βάλουνε, λέει, αυτοί να δουλεύουμε όπως ξέρουν αυτοί να βάζουνε τους σκλάβους να δουλεύουνε.
Και δίπλα σ’ αυτή την άμεση καταλήστεψη βαδίζει από κοντά η επιστημονικά ωργανωμένη ληστεία. Σ’ όλες τις ελληνικές εμπορικές, βιομηχανικές και τραπεζιτικές επιχειρήσεις μπαίνουνε με το «έτσι θέλω», και αρπάζουν το 51% από τις μετοχές, υποδουλώνοντας έτσι με μιας για αιώνα τον άπαντα - όπως νομίζουν - την εργασία του Ελληνικού λαού. Στην αρχή θέλανε να μας ξεγελάσουνε με τα τυπωμένα χαρτιά τους τα μάρκα και τις λιρέττες της κατοχής, πως τάχα μας πλερώνουνε ό,τι αγοράζουνε. Ενώ απλούστατα το κλέβανε: Γιατί το χαρτί αυτό δεν είχε καμμιάν αξία ανταλλαχτική μέσα στη Γερμανία και την Ιταλία, δηλαδή μας έπαιρναν τα δικά μας πράματα χωρίς να υποχρεώνονται να μας δώσουνε τίποτα δικό τους, μας επλήρωναν με φρέσκο αέρα.
[...]
Η πιο άναντρη, η πιο συχαμερή τυραννία που παρουσιάστηκε ποτές απάνω στη γη. Αληθινά «νέα τάξη» στον κόσμο. Ξαναγύρισμα στην πρωτόγονη βαρβαρότητα, κατάργηση κάθε νόμου, κάθε ηθικής, κάθε δίκιου. Ο νόμος της Ζούγκλας απάνω στην Ευρώπη! Αυτή είναι η νέα Ευρωπαϊκή τάξη.
[...]
Όταν ο Χίτλερ επροετοίμαζε στα κρυφά τα εγκληματικά του σχέδια για την υποδούλωση των Ευρωπαϊκών λαών, συζητώντας κάποιαν ημέρα μ’ ένα φίλο του που τον ερωτούσε με ποιον τρόπο θα νικήσει την εσωτερική αντίσταση των λαών και θα την παραλύσει, είπε με τη συνειθισμένη του ξετσιπωσιά: «Σε κάθε τόπο θα βρεθούνε κάμποσα φιλόδοξα και ιδιοτελή καθάρματα, που θα εξυπηρετήσουν πρόθυμα τους σκοπούς μου, γιατί αυτό θα είναι ο μόνος τρόπος για να αναδειχτούν και να πλουτίσουνε στη χώρα τους». Και η πρόβλεψή του αυτή επραγματοποιήθηκε δυστυχώς. Γιατί σ’ όλες τις χώρες βρέθηκαν οι διάφοροι Λαβάλ και Κουίσλιγκ για να προδώσουνε τον τόπο τους. Έτσι και στη δική μας χώρα από την πρώτη στιγμή έτρεξαν κοντά στους καταχτητές τα φιλόδοξα και ιδιοτελή καθάρματα.
Έτρεξαν πρώτα - πρώτα οι Τσολάκογλοι, οι Μπάκοι, οι Γκοτζαμάνηδες, οι Καραμάνοι, στρατηγοί απάτριδες, πολιτικάντηδες, τυχοδιώχτες. Με την πρόφαση να περισώσουνε τάχα κάτι από την καταστροφή, μα στην πραγματικότητα για να εξασφαλίσουν αξιώματα, πρωτοκαθεδρίες, φαγοπότια, ρεμούλες για τον εαυτό τους, τους συγγενείς τους και τους φίλους τους, εδέχθηκαν να κυλιούνται καθημερινά στη λάσπη της προδοσίας, να κοψομεσιάζονται, να υποβοηθούνε τη λεηλασία και την ερήμωση της χώρας τους και να δίνουνε πρόσχημα νομιμότητας σ’ όλα τα άτιμα κακουργήματα των καταχτητών, να τα κρύβουν από το λαό και να παρουσιάζουν και τον ίδιο το λαό πως αποδέχεται, πως εγκρίνει, πως είναι τάχα ενθουσιασμένος από την εκμηδένισή του και από τη σκλαβιά του. Ένας υπουργός είχε κάποτε την αναισχυντία να πει σε φίλους του που τον ρωτήσανε πως μένει στην κυβέρνηση αφού ο λαός πεθαίνει στους δρόμους από την πείνα: «Εγώ έχω το αυτοκίνητό μου. Καλά τρώγω και πίνω. Ο λαός, που ήθελε πόλεμο, ας βγάλει τώρα μάτια του».
.
Αυτά λοιπόν τα φιλόδοξα και ιδιοτελή καθάρματα κρύβουν από το λαό όλα τα εγκλήματα των καταχτητών, τους παρουσιάζουν για ευεργέτες του λαού, τους καίνε λιβανωτό, γιατί τάχα μας έστειλαν δέκα κουτιά γάλα, τη στιγμή που μας απογυμνώνουν από όλα μας τα αγαθά. Αυτοί κρύβουν από το λαό πως η Μακεδονία και η Θράκη κατακυρώθηκαν στους Βουλγάρους φασίστες και ρημάζεται απ’ αυτούς, πως την Ήπειρο την προορίζουν για την Ιταλική Αλβανία, [...]
[...]Ό,τι πουλάει ο καθένας από μας για να φτωχοζήσει, το ρολόϊ του, το χαλί του, τη βέρα του, το κόσμημα της γυναίκας του, την εικόνα, όλα πέρασαν στα χέρια των τσακαλιών. Αυτοί κάνουν όλες τις μεγάλες βρώμικες επιχειρήσεις σε συνεργασία με υπουργούς και με ξένους. Αυτοί είναι οι πραγματικοί δημιουργοί της μαύρης αγοράς και όχι ο φτωχός μεταπωλητής, που προσπαθεί να ζήσει την οικογένειά του πουλώντας πέντε οκάδες τομάτες ή τρεις οκάδες μαρίδα. Και όμως, η κυβέρνηση κυνηγάει ετούτους εδώ τους φτωχούς βιοπαλαιστές, και κανένα, μα κανένα «τσακάλι» δεν ετόλμησε να θίξει. Μα πώς να το θίξει; Είναι κοινοί συμμορίτες μαζί τους και τρώνε κάθε μέρα στα πλούσια τραπέζια τους. Οι προδότες και τα τσακάλια άνοιξαν το δρόμο στην ηθική εξαχρείωση.
[...]
Από τη μια στιγμή στην άλλη, όλα τα στρώματα του λαού μας είδανε να αναποδογυρίζεται και να γκρεμίζεται γύρω τους το οικοδόμημα της ζωής τους. Ο εργάτης έχασε τη δουλειά του, βρέθηκε στο δρόμο απένταρος. Μα και όποιος είχε δουλειά, το μεροκάματο του έγινε με μιας μηδενικό των μηδενικών. Ό,τι κέρδιζε όλο το μήνα δεν του έφτανε πια για να ζήσει ούτε μιαν ημέρα. [...] Στην ίδια θέση βρέθηκαν όλοι οι μισθωτοί. Ο ιδιωτικός και δημόσιος υπάλληλος, ο τραγικός αυτός αιώνιος ακροβάτης ανάμεσα στην πείνα και στην κοινωνική αξιοπρέπεια, έχασε κάθε ισορροπία. Το κρυφό μαρτύριό του έγινε τώρα πια φανερό. Σιγά - σιγά αποσκελετώθηκε αυτός και η φαμελιά του. Τα ρούχα του κυλάν από πάνω του, το πρόσωπό του εσούρωσε. Όλοι γέρασαν με μιας και στα μάτια τους ζωγραφίστηκε η μαύρη έγνοια και η αγωνία η θανάσιμη. Η διάσταση ανάμεσα στο εισόδημα και στα πιο απαραίτητα έξοδα της ζωής έγινε τρομαχτική. Όλος ο μισθός δε φτάνει για να αγοράσει τα τρόφιμα δέκα ημερών, πέντε ημερών, τριών ημερών, μιας ημέρας. Όλος ο μισθός ενός μηνός δε φτάνει για να περάσει ένα ζευγάρι σόλες στα τρύπια παπούτσια του!
.
Και όλοι αυτοί, εργάτες, υπάλληλοι, επαγγελματίες, βιοτέχνες, εισοδηματίες, που άνοιξε με μιας βαθύς ο λάκκος μπροστά τους, άρχισαν να ξεπουλάνε ό,τι βρισκότανε σπίτι τους. Δαχτυλίδια, βέρες, ρολόγια, έπιπλα, χαλιά, τεντζερέδια, πιατικά, παπλώματα, κουβέρτες, ρουχισμός, πήρανε το δρόμο της αγοράς. Κάθε μικροοικονομία εξανεμίστηκε. Ό,τι κρυβότανε για στήριγμα των γηρατειών, η προίκα των κοριτσιών, το κεντητό προσκέφαλο, τα νυφικά σεντόνια, όλα πήρανε το δρόμο της αγοράς. Τα καταπίνει κάθε μέρα ο σκοτεινός λάκκος και όμως το τρομαχτικό φάσμα της πείνας είναι εκεί μπροστά τους. Ε! η ζωή είναι αβάσταχτη. Η σκλαβιά έγινε αβάσταχτη. Ο θάνατος είναι μπροστά μας. Λοιπόν τί περιμένουμε;
[...]
Οι ξένοι καταχτητές και οι ντόπιοι αιματορουφηχτάδες ένα σκοπό έχουνε: Να μας λυγίσουνε τις ψυχές κάτω από τα χτυπήματα της συμφοράς, να σπάσουνε τα ζωτικά νεύρα της ζωής μας, να τσακίσουνε την ψυχική μας αντίσταση, να μας κάνουνε να δεχτούμε τη μαύρη μοίρα που μας ετοιμάζουνε, να μας ρίξουνε στην απελπισία και στη μοιρολατρεία.
Μα ο λαός αυτός με την τρισχιλιόχρονη ιστορία, που πέρασε μέσα σε τόσες συμφορές χωρίς να χάσει ποτέ την ελπίδα και τη δύναμη της άρνησης απέναντι σε κάθε καταχτητή, δε θα λυγίσει και τώρα και δε θα απελπιστεί. Και τώρα ολόψυχα ενωμένος θα ριζώσει στο χώμα το ελληνικό και στην ιστορία την ελληνική, και με ατσαλωμένη την ψυχή θα αντιτάξει στους τυράννους το «όχι», το «όχι» το οριστικό και αμετάκλητο. Και αυτό πραγματικά κάνει.
Δεν τον ελύγισεν η συμφορά και η παραζάλη, και τώρα συγκεντρώνει τις δυνάμεις του για να το πει το «όχι» αυτό το μεγαλόφωνο και να το στηρίξει με όλα τα κορμιά και όλες τις αδάμαστες ψυχές. Αληθινά ο φριχτότερος εχθρός μας τούτη τη στιγμή θα ήταν η παθητική αποδοχή της μοίρας μας, θα ήταν η αποκαρδίωση, η απελπισία και η μοιρολατρεία.
[...]
Ο λαός που τσακίζεται από την υπέρτερη βία για μια στιγμή, δεν είναι ακόμα σκλάβος. Σκλάβος γίνεται από τη στιγμή που ψυχικά δέχεται τη σκλαβιά. Κι’ αυτό κοιτάζουνε να πετύχουν οι εχθροί μας με τη φωνή των προδοτών. Και η άλλη μορφή της μοιρολατρείας είναι το ίδιο ολέθρια όταν λέει: «Ας σταυρώσουμε τα χέρια κι’ ας περιμένουμε να μας ελευθερώσουν άλλοι!» Γιατί και τούτη η μορφή της μοιρολατρείας είναι αποδοχή της σκλαβιάς. Όποιος δέχεται να του χαρίσουν άλλοι τη λευτεριά του, αυτός ομολογεί κιόλας πως είναι σκλάβος και το πολύ - πολύ πρόκειται ν’ αλλάξει αφέντη. Όχι! κανένα είδος συμβιβασμό, κανένα είδος μοιρολατρεία δεν αποδέχεται ο λαός ο ελληνικός. [...]
Όχι! Δεν υπάρχει συμβιβασμός και μοιρολατρική αποδοχή της σκλαβιάς. Ένας και μόνος δρόμος ανοίγεται μπροστά μας. Ο δρόμος της ενεργητικής αντίστασης, ο δρόμος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Αντίσταση ενεργητική. Παλλαϊκός αγώνας για την κατάχτηση την οριστική και την κατοχύρωση την οριστική της λευτεριάς. Αυτή είναι η ηρωϊκή διάθεση του ελληνικού λαού μέσα στην αγωνία του. Η αγωνία του ελληνικού λαού, είναι η αγωνία λαού που θέλει να ζήσει και θα ζήσει. Που θα παλαίψει όλος μαζί ενωμένος, που θα παλαίψει και θα νικήσει.[...]
Aπό Dionisis Vitsos