ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Τα Πρωτοπαλίκαρα των SS'xούντας και ΑΥΤΟΙ που "Δεν Πούλησαν το Σπίτι"!!

Αληθινές Ιστορίες για να Μην Ξεχνάμε 
τα αποβράσματα 
και
 τους ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ !!

21 Aπριλίου 1967
Ακούω, κάτω από τις κουβέρτες κουκουλωμένος, να μιλάνε το βράδυ της Παρασκευής .
-Σάββατο έρχεσαι συνήθως, τι έγινε;
-Μας έδιωξαν οι “Μάηδες” γιατί η περιοχή είναι παραμεθόριος.
- Λες να σε διώξουν από την δουλειά;
-Δεν ξέρω. Κανείς δεν ξέρει...
-Όλη μέρα παίζει εμβατήρια. Έχει παράσιτα στο ράδιο δεν μπορώ να καταλάβω. Το πρωί θα βγω στα καφενεία να δω.
Παρασκευή, Σάββατο, τι σημασία έχει; Ο μπαμπάς είναι στο σπίτι! Θα παίξουμε μποξ και παλέματα. 

Δεν έχει κέφια όμως, δεν μας παίζει. Κατέβασε τα φρύδια, σήμα κινδύνου.
“Ανοιχτά τα καφενεία, έχει απέξω αστυνομικά και δεν δίνουν ούζο, ήθελαν και ταυτότητα για το καφενείο γι αυτό δεν μπήκα...”, λέει στη μάνα μου. 
“..Χάζεψα λίγο, μίλησα με τον Μήτσο, το καρντάσι, εκεί απέξω, δεν ήξερε πολλά κι αυτός. Ακούσαμε από κάτι χαμένα κορμιά να λένε ότι τώρα ήρθε η σειρά μας. Δεν είναι καλά τα πράγματα!” μονολόγησε.
Άρχισε να παλεύει με το παμπάλαιο ραδιόφωνο που το είχε διαλύσει πάμπολλες φορές και έπιασε την «φωνή της Αλήθειας», πότε ερχόταν η φωνή πότε χανόταν, μας μάλωνε όταν μπαίναμε στο κουζινάκι. 
Πού τάχα να πηγαίναμε; Μας είχε πιάσει και μας μια νευρικότητα.
Έμαθε αυτά που ήθελε και περίμενε.
Η αυλή μας δέκα μέτρα. Χώριζε με του γείτονα με ένα χαμηλό φράχτη με αγκαθωτό σύρμα. Πάντα μας κυνηγούσε η μάνα να μην παίζουμε εκεί κοντά και σκίζουμε τα ρούχα μας και μεις πάντα εκεί είμασταν γιατί φτιάξαμε ένα «καλυβάκι» και εκεί ξεστάζαμε.
Την Κυριακή το πρωί καθόταν στην αυλή και έπινε τον καφέ του στον ήλιο. Βγήκαμε και τρίβαμε τα μάτια μας, πήγα κοντά να μυρίσω την μυρωδιά του. Με ζούληξε κοντά του, πόνεσα λίγο, αλλά ήμουν παλικαράκι ,δέκα στα έντεκα, και δεν το έδειξα.
-Ο Παναής ο χωροφύλακας έφερε ένα χαρτί, τον ακούω να λέει στη μάνα μου.
-Πότε κιόλας πρωί πρωί, την ακούω να λέει.
-Μου τόδωσε πάνω από τον φράχτη του γείτονα. Εκεί είναι.
-Στην Χρυσή ε; Την ξετσίπωτη! λέει η μάνα μου.
Άκουγα, αλλά δεν καταλάβαινα. 
Η γειτόνισσα ήταν ζωντοχήρα, κατάλαβα μετά από χρόνια. Ούτε καν έμενε εκεί.
 Εκεί, δίπλα μας, έμεναν τα παιδιά της που ήταν λίγο μεγαλύτερα από μας, με την γιαγιά τους την “μπάμπω Θεολόγαινα”. Πού κολλούσε τώρα ο χωροφύλακας και η Χρυσή;
Βγήκε ο Παναής ο χωροφύλακας στο μπαλκόνι του γείτονα με την Χρυσή και ήρθαν προς τον φράχτη.
-Για έλα δω Δημοστέν ,φώναξε τον πατέρα μου, κάτι θέλει να σου πει η Χρυσή.
Σηκώθηκα και εγώ.
-Κάτσε εδώ! μου είπε απότομα.
Έμεινα πίσω δυο βήματα αλλά ακολούθησα πίσω του.
Ο Παναής ο χωροφύλακας μπροστά στην ζώνη του είχε χωμένο μέσα ένα πιστόλι. Πρώτη φορά έβλεπα από τόσο κοντά. Γυάλιζε, ακόμη το βλέπω μπροστά μου. Στο χέρι του κρατούσε μια πλαστική διάφανη σακούλα. Είδα καλύτερα . Ήταν γεμάτη σφαίρες. Κι αυτό ήταν νέο για μένα. Κι αυτές γυάλιζαν όπως έπεφτε πάνω τους ο ήλιος.
Περίμενε ο πατέρας μου.
-Πες Χρυσή! λέει ο Παναής ο χωροφύλακας.
-Πες εσύ! λέει αυτή και καθόταν πίσω του σαν να κρυβόταν με το κεφάλι χαμηλά.
-Άκου Δημοστέν, τον φράχτη τον έβαλε παλιά ο πεθερός σου μέσα στο οικόπεδο της Χρυσής. Θα τον πας ένα μέτρο πίσω αν θες να τα πάμε καλά. Αλλιώς...
Κούνησε την σακούλα και ακούστηκε ένας θόρυβος μεταλλικός. Θα τα πούμε και στο Τμήμα αύριο το πρωί, συμπλήρωσε μ ένα σατανικό χαμόγελο και έφυγαν από κεί που είχαν έρθει.
-Πάρε! μου λέει, κάνα δυο δραχμές θάταν. Θα πας στον Ζλατάνο τον μπακάλη να αγοράσεις κοκκάρι. Θα βάλουμε κρεμμυδάκια και σκόρδα.
Ξέχασα και τον Παναή και την Χρυσή και όλα τα άλλα. Χαρά που είχα, να σκάβω παρέα με τον μπαμπά. Σαν σε μεγάλο μου μίλησε.
Σκάψαμε, έβγαλαν φουσκάλες τα χέρια μου, τα ρούχα μου γεμάτα χώματα, γκρίνιαζε η μάνα. Σκάβαμε από την άλλη μεριά του σπιτιού, μακριά από τον φράχτη που ξανά δεν πήγα κοντά να παίξω τις φαντασίες μου. Στην άκρη έσκαβε πιο βαθιά, μισό μέτρο σχεδόν. Εδώ δεν θα φυτέψουμε τίποτα τώρα μου λέει, αύριο θα αναλάβεις εσύ. Βάλαμε τα κοκκάρια, έριξε και λίγο νερό.
Το βράδυ έβλεπε μια μικρή βιβλιοθήκη, που ήταν γεμάτη από μιά εγκυκλοπαίδεια και κάτι άλλα βιβλία.
“Αυτό το διάβασες;” Ναι!
“Αυτό, αυτό; Αυτό;” Τάχα διαβάσει όλα.
Βγήκαμε μαζί, αφού επέμενα για να ακολουθήσω, και θάψαμε όλα τα βιβλία στην γωνία την βαθιά, αφού τα τύλιξε με μουσαμάδες. Πάει ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι κι ο Καζαντζάκης.
Την άλλη μέρα είχα αποστολή από πάνω να σπείρω σκόρδα γιατί ο μπαμπάς μου πήγαινε στο τμήμα. Έτσι ήρθε η χούντα.



Η σημερινή είναι ημέρα μνήμης και ντροπής.
21 Απρίλη 1967.
Χάραξε εκείνη η μέρα,από ότι μπορώ να θυμηθώ,παρόλο που ήμουν πέντε χρονών,είναι,ότι επικρατούσε μια αναστάτωση γενικά και τον πατέρα μου να γυρίζει νωρίς από τη δουλειά.
Η μάννα μου,να ρωτά τι έγινε, η γιαγιά να σκουπίζει τα δάκρυα με το μαντηλάκι της και να ψιθυρίζει,"πάλι παιδί μου θα σε πιάσουν?"
Κι εκείνος ψύχραιμος να απαντά ¨"μην ανησυχείτε εμείς το δρόμο μας τον ξέρουμε"
Η γειτονιά ξεσηκωμένη,όλοι στο ποδάρι.
Το σπίτι μας,περικυκλωμένο από ασφαλίτες με πολιτικά.
Τους παίρνει είδηση όλη η γειτονιά.
Γιώργο το νου σου,λέει ένας ένας που έρχεται στην αυλή.
Η μάννα μου,φοβισμένη,με δάκρυα στα μάτια του λέει
"να πάρεις ότι λεφτά έχουμε και να φύγεις, αυτοί θα σε πιάσουν.
Τα πρώτα νέα φτάνουν έπιασαν τον Αντώνη τον Ξαρχουλάκο,τη Λουλού με τη κόρη της,το Νίκο το γιατρό,το Δημήτρη τον Τσαντέ,τον Τάσο τον Μανωλίτση.
Γειτόνοι και σύντροφοι!
Απόγευμα προς βραδάκι λέει η μάνα

"Λες να σε ξεχάσανε εσέ?μακάρι!!!!!!!!!!" 
αχ καημένη μανούλα μου,καθόλου δεν ήθελες να το πιστέψεις αυτό που σε περίμενε.
20.30, το βράδυ ένα μαύρο γυαλιστερό αυτοκίνητο,σταματά,έξω από το σπίτι μας.
Βγαίνουν δυο κουστουμάτοι χτυπούν τη σιδερένια πόρτα της αυλής και ταυτόχρονα φωνάζουν δυνατά το όνοματεπώνυμο του πατέρα, λέγοντας σας συλλαμβάνουμε.
Εκείνος έτοιμος για το δρόμο που έχει χαράξει από νεολαίος, τους απαντά,"Παρών και σας περίμενα, συνηθισμένος"
Αφού τους στρίμωξαν σε ένα λεωφορείο,πρώτος σταθμός το γήπεδο της ΑΕΚ, μετά Σκαραμαγκά και από εκεί Γιούρα, με αρματαγωγό.
Τελικός προορισμός Λέρος Λακκί! 
Ενδιάμεσα βέβαια όταν χρειαζόταν να δικαστεί,τον πηγαίνω-έφερναν, φυλακές Αβέρωφ,Αίγινα,Μεταγωγών Πειραιώς,Κορυδαλλός.
Στην επικοινωνία του με την οικογένεια μας, συνθηματικά έγραφε η έλεγε σε όποιο επισκεπτήριο τύχαινε

"Δεν το πουλάω το σπίτι"
Και δεν το πούλησε ποτέ,καμία υποχώρηση μέχρι σήμερα στα 92 του. 

Και φυσικά δεν είναι ο μόνος, είναι χιλιάδες οι αλύγιστοι!
Laura Papadimitriou



«Είμαι Λάκων, υιός διδασκάλου, έχω ανατροφή ελληνοχριστιανική και είχα την τιμή να συμμετάσχω ενεργώς στην επανάσταση της 21ης Απριλίου. Στη Σπάρτη έμαθα ότι ένας είναι ο εχθρός, ο κομμουνισμός και οι συνοδοιπόροι του. Ο κομμουνιστής είναι ένα τομάρι που δεν σκέπτεται την πατρίδα».
Απολογία του αρχιβασανιστή, απότακτου αξιωματικού Θεόδωρου Θεοφιλογιαννάκου κατά τη «Δίκη της Χούντας»
Βασ. Σοφίας, Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας. 20 Αυγούστου 1968
Στον μακρύ διάδρομο υπήρχαν δεξιά και αριστερά σιδερένιες πόρτες με ένα μικρό μόνο παραθυράκι. 

Η κάθε πόρτα οδηγούσε σε ένα παγωμένο, ανήλιο, γεμάτο υγρασία, αίματα και περιττώματα, κελί. 
Σε μια άκρη υπήρχε ένα βρόμικο πολυκαιρισμένο στρώμα. 
Ο νεαρός άνδρας είχε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Καθόταν κατάχαμα και κοίταζε το κενό στον απέναντι τοίχο: «Άλλη μια μέρα, πρέπει να αντέξω άλλη μια μέρα» σκέφτηκε. 
Το σώμα του ήταν όλο μια πληγή. Πονούσε φρικτά. Εκεί που οι σάρκες δεν είχαν ανοίξει ακόμη, το δέρμα είχε πάρει ένα μπλαβί, μαύρο χρώμα. Κάθε κίνηση που έκανε του έφερνε ζαλάδα.

Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και με θόρυβο. Τρεις άνδρες μπήκαν μέσα στο κελί. Φορούσαν χακί παντελόνι και αρβύλες. Δεν μίλησαν. Έβγαλαν τα πουκάμισά τους, τα δίπλωσαν σχεδόν με τελετουργικές κινήσεις και ετοιμάστηκαν. Μαζί τους ετοιμάστηκε και ο κρατούμενος. Ήξερε τι τον περίμενε.



«Τα πεθαμένα σου, ρε αλήτη» είπε ξαφνικά ο πιο ψηλός και του έριξε μια κλοτσιά στο πρόσωπο όπως ήταν καθισμένος επάνω στο στρώμα. 

Οι άλλοι δύο τον σήκωσαν όρθιο. 
Ο άνδρας, αν και δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του από το ισχυρό χτύπημα, ένιωθε σαν να έβλεπε από ψηλά τα όσα διαδραματίζονταν στο κελί. Σαν να μην ήταν εκείνος, αλλά κάποιος άλλος. 
Οι γροθιές του ψηλού άνδρα έπεφταν σαν έμβολα στο πρόσωπο και το στομάχι του. «Πρέπει τώρα να χάσω τις αισθήσεις μου, τώρα, σε παρακαλώ» ικέτευσε σιωπηλά γιατί γνώριζε τι θα ακολουθούσε. 
Ο ψηλός κάποια στιγμή κουράστηκε. Πόνεσαν και τα κόκαλα των χεριών του από τις μπουνιές. «Κοίτα ο κερατάς, μάτωσε και με λέρωσε. Την Παναγία σου μέσα, σκατόπαιδο» ούρλιαξε.

Είχε έρθει η σειρά του επόμενου βασανιστή. 

Εκείνου με τις μεγάλες πλάτες και την κτηνώδη δύναμη, που στο χωριό του, όταν ήταν μικρός, τα άλλα παιδάκια τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του και τον φώναζαν «μπουνταλά». 
Πήρε φόρα στο στενό κελί και σαν ποδοσφαιριστής άρχισε να κλοτσάει τον κρατούμενο μέχρι να λαχανιάσει. Στο στομάχι, στην κοιλιά, στα καλάμια, στα γεννητικά όργανα. «Βρομιάρη, δολοφόνε» φώναζε. Λίγο πριν ο μαυρομάλλης άνδρας, που βρισκόταν στη μέση, χάσει τις αισθήσεις του, πρόσεξε τα βρόμικα κατακίτρινα δόντια του βασανιστή του. Ύστερα έγειρε το κεφάλι και καυτά ούρα έφυγαν από μέσα του λεκιάζοντας το ήδη βρόμικο και σκισμένο παντελόνι του...
Βαριά βήματα ακούστηκαν από τον διάδρομο. Στην πόρτα πρόβαλε ένας τέταρτος άνδρας.

 Οι βασανιστές, ιδρωμένοι και ματωμένοι από τα αίματα του θύματός τους, ίσιωσαν το κορμί τους. «Ηλίθιοι, σας είπα να μου τον ζεστάνετε, όχι να τον αφήσετε αναίσθητο. Ξεντύστε τον και συνεφέρτε τον». Ο λοχαγός Πεζικού και υποδιοικητής του ΕΑΤ - ΕΣΑ Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, από τη Λακωνία, χάζευε ηδονιζόμενος τα «παλικάρια» του που ξέντυναν με κοφτές κινήσεις τον ανυπεράσπιστο άνδρα. «Άλλο ένα τσογλάνι. Ποιητής σου λέει. Γαμώ τη μόρφωσή τους». 


Ο άνδρας στάθηκε με δυσκολία στα πόδια του. Ήταν ολόγυμνος. 
Ο Θεοφιλογιαννάκος, με αργά βήματα, έκανε έναν γύρο από τον σακατεμένο νέο που τον υποβάσταζαν οι δυο από τους τρεις ΕΣΑτζήδες. 
Άναψε τσιγάρο. Πήρε μια βαθιά τζούρα. Η καύτρα έγινε βαθιά πορτοκαλί. Έφερε το τσιγάρο στο στήθος του άνδρα. Τον κοίταζε σαδιστικά στα μάτια. Ακούμπησε τη δεξιά του ρώγα.
 Το θύμα ούρλιαξε. 
Κάποιος του έπιασε τα μαύρα του μαλλιά και του σήκωσε το κεφάλι. Ο βασανιστής συνέχιζε να τον κοιτάζει προκλητικά. Δεν πίεσε το τσιγάρο έστω για να σβήσει. Απλά το ακουμπούσε στη ρώγα του θύματός του. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας γέμισε το δωμάτιο.

«Μην τον αφήσετε να λιποθυμήσει, κακομοίρηδες, εσείς θα την πληρώσετε» διέταξε τους τρεις βοηθούς του ο υποδιοικητής. 

Έφερε το πρόσωπό του κοντά στο πληγιασμένο και πρησμένο πρόσωπο του άνδρα. «Θα μιλήσεις, σκύλας γιε;» τον ρώτησε με φωνή που ακουγόταν ελάχιστα. 
Ταυτόχρονα με το δεξί του χέρι έπιασε τους όρχεις του βασανιζόμενου και με δύναμη τους έστριψε. Και όλο τους έστριβε. Ο πόνος ήταν αφόρητος.
 «Δεν θα μιλήσεις;». 
Ο τέταρτος βασανιστής της «παρέας», που για λίγο είχε βγει από το δωμάτιο, επέστρεψε με ένα καμινέτο μικρό, σαν αυτό που ψήνουν τους τούρκικους καφέδες. Για ώρα δεν συμμετείχε. 
Η δουλειά του ήταν άλλη. Άναψε το καμινέτο και στη φλόγα του έφερε για πολλή ώρα μικρά σύρματα και μακρόστενες μυτερές βελόνες.

Φορούσε γάντια για να μην καεί. Όταν οι βελόνες πύρωσαν, με ένα σαδιστικό χαμόγελο ο Θεοφιλογιαννάκος φόρεσε κι εκείνος ένα γάντι κι έπιασε μια βελόνα που είχε γίνει κατακόκκινη. «Βαστάτε τον καλά να μην κουνιέται». 

Με σταθερό χέρι, σαν χειρουργού, έπιασε το πέος του θύματος και με το άλλο έσπρωξε αργά την πυρωμένη βελόνα μέσα στην ουρήθρα.
 Ίσως είναι από τους πόνους που κανείς μα κανείς δεν μπορεί να περιγράψει. Το θύμα σφάδαζε, τα μάτια του γύρισαν. Τα πνευμόνια του δεν μπορούσαν να πάρουν αέρα μέσα τους για να ουρλιάξει. 
Μούγκριζε. 
Ο αρχιβασανιστής ηδονιζόταν, το ανυπεράσπιστο θύμα του έσβηνε.


Ο βασανισμένος νέος ένιωσε το στομάχι του να φτάνει στον λαιμό του. Έκανε εμετό. Μια πράσινη χολή έσταξε επάνω στο γυμνό κορμί του. Κούνησε το κεφάλι του με δυσκολία πάνω-κάτω. Ο λοχαγός σαν να χάρηκε. Τράβηξε αργά τη ματωμένη βελόνα που πλέον είχε παγώσει και πλησίασε. Τότε ο Αλέκος Παναγούλης τον έφτυσε στο πρόσωπο προκλητικά με όση δύναμη είχε μέσα του.

Ο αποτυχημένος πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας, που δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, ούρλιαξε. «Θα τον σκοτώσω τον πούστη. Αφήστε τον. Το τελευταίο του κομμάτι δεν θα το γνωρίσει η σκύλα που τον γέννησε». Ως διά μαγείας το ένα του χέρι βρέθηκε να βαστάει ένα συρμάτινο βούρδουλα. Άρχισε να χτυπάει στα τυφλά επάνω στις πληγές σαν μαινόμενος ταύρος και να βρίζει. Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του Παναγούλη και όλα γύρω του μαύρισαν.

Διόνυσος Αττικής, στρατόπεδο 505 Τάγματος Πεζοναυτών.
Τέλη Μαΐου 1973
Το υπηρεσιακό τηλέφωνο του ταγματάρχη Θεόδωρου Θεοφιλογιαννάκου, διοικητή του στρατοπέδου, χτυπούσε σαν τρελό. 

Εκείνος καθόταν στο γραφείο του, το άκουγε, αλλά δεν απαντούσε. Με το μικρό του δάχτυλο έξυνε τη μύτη του και σκεφτόταν όλο μίσος, χρόνια πριν, «που τα κομμούνια τον έδιωξαν από την αεροπορία ως αποτυχημένο».
 Στο μυαλό του ήρθε και η δίκη του ΑΣΠΙΔΑ, όπου είχε καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας. 
Το τηλέφωνο συνέχιζε να χτυπάει, αλλά το μυαλό του ήταν αλλού. Ένιωθε υπερήφανος για εκείνη τη δίκη, όπου τα «κομμούνια οι άλλοι αξιωματικοί» είχαν το θράσος να διαβάζουν την εφημερίδα «Τα Νέα» και το πλήρωσαν.

Ξαφνικά η διάθεση του χάλασε. 
Σκέφτηκε την εξέτασή του από τον συνήγορο υπεράσπισης, κάποιο κομμούνι και εκείνος, με το όνομα Ευάγγελος Γιαννόπουλος.
«Ωραία του τα είπα, τον αποστόμωσα τον συμμορίτη: “Οι λοχαγοί είναι λεβέντες και πολεμάνε” του είπα». «“Οι ψεύδορκοι όμως λοχαγοί σαν κι εσένα δεν είναι λεβέντες και πάνε φυλακή” είχε το θράσος να μου απαντήσει.

 Και μετά με τι κορμοστασιά και χάρη είχα γυρίσει στην έδρα και είχα πει: “Διαμαρτύρομαι, κύριε πρόεδρε, διότι υβρίζομαι ως ψεύδορκος. Παρακαλώ να σημειωθεί η ύβρις εις τα πρακτικά, διά να υποβάλω μήνυσιν. Δεν μπορώ να ανέχομαι να με συκοφαντούν”».

Τελικά το τηλέφωνο τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Απάντησε, ενώ το χέρι του δεν είχε σταματήσει να σκαλίζει τη μύτη του. «Θεοφιλογιαννάκος» είπε κοφτά και από την άλλη άκρη άκουσε τον υφιστάμενό του στην ΕΣΑ Νίκο Χατζηζήση: «Κύριε διοικητά, μας φέρανε τον Μουστακλή...». Σιωπή. 

Ο άκαπνος βασανιστής Χατζηζήσης περίμενε από τον άκαπνο προϊστάμενό του μια απάντηση. 
Τι συμβουλή να έδινε όμως για τον Σπύρο Μουστακλή; Πολέμησε τρία χρόνια στο πλευρό του Ζέρβα, έλαβε μέρος στον εμφύλιο, πήγε στην Κορέα... Ένας στρατιώτης γεμάτος ανδραγαθήματα. 
Αλλά τώρα άλλαξε. Έγινε και εκείνος κομμούνι και θέλει να ρίξει την «εθνοσωτήριον επανάστασιν». Πήρε μέρος και στο Κίνημα του Ναυτικού, ο άθλιος.


«Τα προβλεπόμενα» απάντησε στον υφιστάμενό του κι εκείνος κατάλαβε. «Αααα και πού ’σαι; Πριν τον φάλαγγα συμβούλεψέ τον, τάχα μου φιλικά, να μην βγάλει τα παπούτσια του, γιατί έτσι θα αντέξει περισσότερο και δεν θα πονάει από τα χτυπήματα» είπε. 
Έκλεισε το τηλέφωνο κι άρχισε να γελάει δυνατά. Ήξερε πως το χειρότερο στο συγκεκριμένο βασανιστήριο ήταν ο βασανιζόμενος να φοράει παπούτσια.
 Στην αρχή δεν θα πονούσε, αλλά μετά τα πόδια του θα πρήζονταν και οι σάρκες θα ξεχείλωναν τόσο πολύ από το πόδι, που θα έβγαιναν έξω από το κλειστό παπούτσι.

Ο Θεοφιλογιαννάκος σηκώθηκε, κοίταξε το «γεμάτο» πρόγραμμα ανακρίσεων και μετά ευχαριστημένος κατευθύνθηκε προς τα κελιά. 

Στο στρατόπεδό τους είχαν φέρει και νέο όργανο βασανισμού, το περίφημο «στεφάνι». Κάτι σαν το αγκάθινο στεφάνι του Ιησού, αλλά από σίδερο και με ελάσματα για να ανοιγοκλείνει. 
Ήταν χαρούμενος. 



Εκείνος, ένας ταγματάρχης, είχε καταφέρει να παίρνει μισθό σχεδόν πρωθυπουργού. «Να μας ζήσεις, Παπαδόπουλε». Σκέφτηκε. 
«Και καθαρίζουμε τα κομμούνια, και μπορούμε και κοιμόμαστε με ανοιχτά παράθυρα. Ζήτω η επανάστασις». 
Και αμέσως μετά έκανε τους υπολογισμούς για τον μισθό που έπαιρνε τον μήνα: «Ο βασικός και για κάθε ανάκριση 450 δραχμές επιπλέον. Συν τα επιδόματα. Συν τα... ανθυγιεινά, συν το επίδομα θέσης. Μα ποιος είμαι; Κάθε μήνα 1.200 δολάρια στην τσεπούλα».

Δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού,

Αύγουστος 1975
Η δίκη της χούντας βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Οι πρωταίτιοι, αμετανόητοι και προκλητικοί, έπαιζαν με τα νεύρα ενός ολόκληρου λαού. 

Πολλοί από αυτούς που διέλυσαν την πατρίδα και παρουσιάστηκαν σαν «σωτήρες» είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς την περίοδο της Κατοχής.
 Άνθρωποι αμόρφωτοι, μιλούσαν σε «βλαχοκαθαρεύουσα», ένα μείγμα αρχαίων ελληνικών, καθαρεύουσας και δημοτικής, και προκαλούσαν αηδία.

Οι πρωταίτιοι δεν δικάστηκαν για τα αμέτρητα οικονομικά τους σκάνδαλα που διέλυσαν τη χώρα και γέμισαν τις τσέπες τους (και ας λένε οι σημερινοί νοσταλγοί τους ότι «πέθαναν στην ψάθα»). Ούτε δικάστηκαν για τον πνευματικό μεσαίωνα στον οποίο έριξαν την Ελλάδα. 


(Με διάταγμά τους απαγορεύτηκε η κυκλοφορία 1.046 έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος, ο Αριστοτέλης, ο Αριστοφάνης, ο Σαρτρ, ο Μαν, ο Καμύ, ο Γκόρκι, ο Βάρναλης, ο Λόρκα, ο Παλαμάς, ο Κάφκα, ο Καζαντζάκης ήταν όλοι απαγορευμένοι επειδή «διέφθειραν τις ψυχές των Ελλήνων χριστιανών». Το πνευματικό επίπεδο του Παπαδόπουλου, του Παττακού και της υπόλοιπης «παρεούλας» ξεκινούσε και σταματούσε στις ταινίες «μελό» και τις ψευδοπατριωτικές πολεμικές ταινίες του Τζέιμς Πάρις).
Οι πρωταίτιοι ήταν εγκληματίες και γι’ αυτό δικάστηκαν.

Ο Αλέκος Παναγούλης κατέθεσε: 


«Η ανάκριση άρχισε κλιμακούμενη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των εγκαυμάτων, της φάλαγγος και των ραβδισμάτων μέχρι και της περιοχής των σεξουαλικών βασανιστηρίων. Ο Θεοφιλογιαννάκος, ο ίδιος προσωπικά, με χτύπησε με ένα καλώδιο κατ’ επανάληψη σε όλο μου το σώμα. Υπάρχουν ακόμη στην περιοχή των ώμων μου σημάδια γιατί το άκρο του καλωδίου ήταν δεμένο με σύρμα και δημιούργησε μεγαλύτερη πληγή. Και στη μια πλευρά και στην άλλη». Και στη συνέχεια, δίχως να κοιτάξει τον άνθρωπο στο εδώλιο για να μην του δώσει αξία, συνέχισε: «Μια ημέρα με κρατούσαν τα πρωτοπαλίκαρά του κι εκείνος μου είχε φράξει τις αναπνευστικές οδούς. Μύτη και στόμα. Τον δάγκωσα με όλη μου τη δύναμη. Στα επόμενα βασανιστήρια ο άνδρας αυτός, φοβούμενος, έκανε το ίδιο, αλλά χρησιμοποιούσε μαξιλάρια».
Ο στρατοδίκης Μιχάλης Ζούβελος ανέφερε για τον Θεοφιλογιαννάκο:

 «Οργάνωσε κατά ζηλευτόν τρόπον ένα πλήρες δίκτυο παρακολουθήσεως, συλλήψεων, εκφοβισμού. Διαπνεόμενος από τυφλόν αντικομμουνισμόν, είμαι βέβαιος ότι, αν συνέβαινε ένας ισχυρός καταστρεπτικός σεισμός, ο μόνος εν Ελλάδι που θα τον απέδιδε στους κομμουνιστάς είναι ο –ταγματάρχης τότε– Θεοφιλογιαννάκος».


Ο Θεοφιλογιαννάκος μέχρι το τέλος του παρέμεινε αμετανόητος. Καταδικάστηκε σε ισόβια, αλλά χρόνια μετά κυκλοφορούσε ελεύθερος, ενώ τα καλοκαίρια απολάμβανε τζάμπα διακοπές μαζί με τον Παττακό σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο της Αναβύσσου.

Ο Χατζηζήσης μέσα στη φυλακή κάθε πρωί συνέχισε να δίνει αναφορές στον Παπαδόπουλο σαν να ήταν στον στρατό. Κάποια στιγμή θεώρησε ότι οι Αμερικανοί θέλουν να τον σκοτώσουν. Ότι του διοχετεύουν ειδικά ραδιοκύματα στον εγκέφαλο για να τον τρελάνουν. Σταμάτησε να κοιμάται σε οποιοδήποτε κρεβάτι ήταν μεταλλικό για να μην τον πιάνουν τα ραδιοκύματα. 



Ο Αλέξανδρος Παναγούλης, λίγες ημέρες προτού δημοσιεύσει προσωπική του έρευνα για τα όργανα και τους βασανιστές τις χούντας, χάνει τη ζωή του στα 36 του χρόνια σε ένα περίεργο τροχαίο στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης. 
Η αποκάλυψη των φακέλων, που δεν έλαβε χώρα ποτέ, λέγεται ότι περιείχε αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος ορισμένων πολιτικών που συνεργάστηκαν με τη χούντα.

Ο Σπύρος Μουστακλής, λίγες ημέρες μετά το τηλεφώνημα Θεοφιλογιαννάκου - Χατζηζήση, μεταφέρθηκε στο 401 ΓΣΝΑ, όπου εισήλθε με το ψευδώνυμο «Μιχαηλίδης» και αιτιολογία εισαγωγής «τρακάρισμα στον Ιππόδρομο συνεπεία εγκεφαλικού». Η πραγματικότητα ήταν φυσικά άλλη. 
Επί 47 ημέρες βασανίστηκε απάνθρωπα. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων ένα βίαιο χτύπημα στην καρωτίδα του προκάλεσε εγκεφαλικό. Ο Σπύρος Μουστακλής για τρία χρόνια δεν μπορούσε να περπατήσει. Δεν ξαναμίλησε ποτέ φυσιολογικά μέχρι να πεθάνει.


Ο Στέλιος Παττακός, ο «διασκεδαστής» της άθλιας τριανδρίας και ο κατά γενική ομολογία γκαφατζής της «παρέας», παρέμεινε προκλητικά αμετανόητος. 
Για τον ήρωα Μουστακλή, με τους τόσους πολέμους στο ενεργητικό του, ο «πλακατζής» Παττακός είχε δηλώσει κυνικά: «Καλά του κάναμε. Να ησυχάσουμε. Η δύναμις επιβάλλεται δια παντός τρόπου. Ό,τι δε λύνεται, κόβεται. Σπαθί».


Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Μπό­μπι Σαντς:-«Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΜΑΣ, ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΑΣ»


 «Δεν θα με λυ­γί­σουν» έγρα­φε στο ημε­ρο­λό­γιο του ο ίδιος, «διότι η θέ­λη­ση για λευ­τε­ριά, για τη λευ­τε­ριά του ιρ­λαν­δι­κού λαού, είναι στην καρ­διά μου». Όσο για την εκ­δί­κη­ση απέ­να­ντι στη βαρ­βα­ρό­τη­τα των βρε­τα­νών κα­τα­κτη­τών, του αρ­κού­σε το γέλιο ενός παι­διού- «η εκ­δί­κη­ση μας θα είναι το γέλιο των παι­διών μας».




Ήταν 5 Μάη 1981 όταν ο Μπό­μπι Σαντς, στα 27 του χρό­νια, άφηνε την τε­λευ­ταία του πνοή στις φυ­λα­κές Μέιζ, στη βό­ρειο Ιρ­λαν­δία. Ο θά­να­τος του Σαντς, μέ­λους του Ιρ­λαν­δι­κού Δη­μο­κρα­τι­κού Στρα­τού (IRA), απο­τέ­λε­σε γε­γο­νός-σταθ­μό σε μια αι­μα­το­βαμ­μέ­νη ιστο­ρία γε­μά­τη ηρω­ϊ­σμό, βία, ασί­γα­στο μίσος, ιμπε­ρια­λι­στι­κή κα­τα­πί­ε­ση και πάθος για εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία. Πρό­κει­ται για τη μακρά ιστο­ρία του αγώνα για την ανε­ξαρ­τη­σία της Ιρ­λαν­δί­ας από τα δεσμά του βρε­τα­νι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού, της οποί­ας τρα­γι­κός πρω­τα­γω­νι­στής υπήρ­ξε ο Σαντς.

Ο Μπό­μπι Σαντς, γεν­νη­μέ­νος στις 9 Απρί­λη 1954 σε μια ερ­γα­το­γει­το­νιά λίγο έξω από το βό­ρειο Μπέλ­φαστ, έγινε γνω­στός ως ο πρώ­τος από τους δέκα απερ­γούς πεί­νας που έσβη­σαν στη φυ­λα­κή. Ο ίδιος είχε πε­ρά­σει σχε­δόν το ένα τρίτο της σύ­ντο­μης ζωής του πίσω από τα σί­δε­ρα των βρε­τα­νι­κών φυ­λα­κών. Το κελί έμελε να γίνει το «σπίτι» του- εκεί πα­ντρεύ­τη­κε, εκεί βρί­σκο­νταν όταν γεν­νή­θη­καν τα δυό του παι­διά, εκεί έγρα­ψε μια σειρά ποι­η­μά­των και άρ­θρων με πο­λι­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο.

Ο Σαντς είχε γευ­τεί απ’ τα πρώτα του χρό­νια τον κοι­νω­νι­κό απο­κλει­σμό και την ανι­σό­τη­τα που η βρε­τα­νι­κή πο­λι­τι­κή του «διαί­ρει και βα­σί­λευε» είχε επι­βά­λει στη βό­ρειο Ιρ­λαν­δία. Κατά τη διάρ­κεια των παι­δι­κών του χρό­νων, η οι­κο­γέ­νεια του (ιρ­λαν­δοί ρω­μαιο­κα­θο­λι­κοί) ανα­γκά­στη­κε να αλ­λά­ξει αρ­κε­τές φορές σπίτι προ­κει­μέ­νου να γλυ­τώ­σει από πα­ρε­νο­χλή­σεις προ­ερ­χό­με­νες από «ενω­τι­κούς» (unionists/loyalists). Ανα­φε­ρό­με­νος στα παι­δι­κά του χρό­νια, ο Σαντς θα γρά­ψει αρ­γό­τε­ρα στη φυ­λα­κή: «Ήμουν μο­νά­χα ένα παιδί της ερ­γα­τι­κής τάξης σε ένα εθνι­κι­στι­κό γκέτο, όμως ήταν η κα­τα­πί­ε­ση που δη­μιουρ­γεί το επα­να­στα­τι­κό πνεύ­μα της ελευ­θε­ρί­ας. Δεν θα ηρε­μού­σα μέχρι να πε­τύ­χαι­να την απε­λευ­θέ­ρω­ση της χώρας μου, έως ότου η Ιρ­λαν­δία γίνει κυ­ρί­αρ­χη, ανε­ξάρ­τη­τη σο­σια­λι­στι­κή δη­μο­κρα­τία» (16 Δε­κέμ­βρη 1978).

Το 1972, δύο γε­γο­νό­τα οδή­γη­σαν στην έντα­ξη του 18χρο­νου Μπό­μπι στον IRA και τον πο­λι­τι­κό αγώνα. Η άγρια επί­θε­ση μιας συμ­μο­ρί­ας «ενω­τι­κών» στο σπίτι των γο­νιών του και η από­λυ­ση από τη δου­λειά του εξαι­τί­ας της κα­τα­γω­γής και των από­ψε­ων του. Ήταν κα­λο­καί­ρι του 1972, μόλις έξι μήνες μετά την πε­ρί­φη­μη «Μα­τω­μέ­νη Κυ­ρια­κή» όταν ο βρε­τα­νι­κός στρα­τός είχε δο­λο­φο­νή­σει εν ψυχρώ 14 αμά­χους στην πόλη Ντέρυ. Έκτο­τε η ζωή του έγινε ένα μό­νι­μο εκ­κρε­μές, με­τα­ξύ της πα­ρά­νο­μης πο­λι­τι­κής δρά­σης και της φυ­λα­κής.

Το 1977, μαζί με άλλα μέλη του IRA, ο Σαντς κα­τα­δι­κά­στη­κε σε 14 χρό­νια φυ­λά­κι­ση για οπλο­κα­το­χή, έπει­τα από βομ­βι­στι­κή ενέρ­γεια του ιρ­λαν­δι­κού δη­μο­κρα­τι­κού στρα­τού. 
Στις βρε­τα­νι­κές φυ­λα­κές ο Σαντς είχε την ευ­και­ρία να ζήσει από πρώτο χέρι τη βαρ­βα­ρό­τη­τα των κα­τα­κτη­τών ιμπε­ρια­λι­στών: απο­μό­νω­ση, 15 μέρες χωρίς ρούχα, δια­τρο­φή ανά τρείς μέρες.

Την πε­ρί­ο­δο εκεί­νη, η κυ­βέρ­νη­ση του Ηνω­μέ­νου Βα­σι­λεί­ου, σε μια προ­σπά­θεια να υπο­βαθ­μί­σει και να υπο­νο­μεύ­σει το κύρος του IRA, άλ­λα­ξε το νο­μι­κό στά­τους και από «πο­λι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι πο­λέ­μου» τα μέλη του Ιρ­λαν­δι­κού Δη­μο­κρα­τι­κού Στρα­τού έμπαι­ναν στην ίδια κα­τη­γο­ρία με τους κα­τά­δι­κους του κοι­νού ποι­νι­κού δι­καί­ου. 
Ήταν μια κί­νη­ση που σκοπό είχε να αμαυ­ρώ­σει ως «κοι­νούς εγκλη­μα­τί­ες» τους αγω­νι­στές για την ανε­ξαρ­τη­σία της Ιρ­λαν­δί­ας. 
Ως απο­τέ­λε­σμα αυτού, οι κρα­τού­με­νοι του IRA έπρε­πε πλέον να φο­ρά­νε τα ίδια ρούχα με τους υπό­λοι­πους κρα­τού­με­νους, ενώ τους απα­γο­ρεύ­τη­κε κάθε δι­καί­ω­μα συ­νά­θροι­σης, ανά­γνω­σης βι­βλί­ων, αυ­το­μόρ­φω­ση κλπ. Φυ­σι­κά, δεν επρό­κει­το για μια πρω­το­φα­νή από­φα­ση της βρε­τα­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης: 
την ίδια πο­λι­τι­κή είχε εφαρ­μό­σει και το ρα­τσι­στι­κό κα­θε­στώς της Νό­τιας Αφρι­κής απέ­να­ντι στους πο­λι­τι­κούς κρα­τού­με­νους του Αφρι­κα­νι­κού Κον­γκρέ­σου.
Η από­φα­ση αυτή των βρε­τα­νών απο­τέ­λε­σε τη θρυαλ­λί­δα όσων ακο­λού­θη­σαν και τε­λι­κά οδή­γη­σαν στη γε­νι­κευ­μέ­νη απερ­γία πεί­νας και το θά­να­το (δο­λο­φο­νία επί της ου­σί­ας) 10 ιρ­λαν­δών κρα­τού­με­νων. 
Αρ­χι­κά, οι κρα­τού­με­νοι του IRA αρ­νή­θη­καν να φο­ρέ­σουν τις φόρ­μες της φυ­λα­κής, κα­λύ­πτο­ντας το σώμα τους μο­νά­χα με μια κου­βέρ­τα. 
Ήταν η λε­γό­με­νη «δια­μαρ­τυ­ρία της κου­βέρ­τας» στην οποία οι βρε­τα­νι­κές αρχές απά­ντη­σαν με απί­στευ­τη βαρ­βα­ρό­τη­τα: 
κα­θη­με­ρι­νοί βα­σα­νι­σμοί, εξευ­τε­λι­σμοί από τους δε­σμο­φύ­λα­κες, στέ­ρη­ση σί­τι­σης, με­σαιω­νι­κές συν­θή­κες κρά­τη­σης κλπ.
 Ταυ­τό­χρο­να, η βία στους δρό­μους των βο­ρειοιρ­λαν­δι­κών πό­λε­ων αυ­ξά­νο­νταν και η αστυ­νο­μι­κή αυ­ταρ­χι­κό­τη­τα με­γά­λω­νε.
 Είχε έρθει η εποχή της Μάρ­γκα­ρετ Θά­τσερ και η βρε­τα­νι­κή αστι­κή τάξη ήταν απο­φα­σι­σμέ­νη να τσα­κί­σει όποιον, έστω και κατ’ ελά­χι­στο, αμ­φι­σβη­τού­σε την κυ­ριαρ­χία της.

Τον Οκτώ­βρη του 1980 οι κρα­τού­με­νοι του IRA προ­χώ­ρη­σαν στην πρώτη μακρά απερ­γεία πεί­νας, διεκ­δι­κώ­ντας αν­θρώ­πι­νες συν­θή­κες κρά­τη­σης και τη νο­μι­κή ανα­γνώ­ρι­ση τους ως «πο­λι­τι­κών κρα­του­μέ­νων».
 Η κυ­βέρ­νη­ση Θά­τσερ αρ­νή­θη­κε αρ­χι­κά κάθε πα­ρα­χώ­ρη­ση, έως τις 18 Δε­κέμ­βρη όταν και επήλ­θε συμ­φω­νία με­τα­ξύ των κρα­του­μέ­νων και του βρε­τα­νού υπουρ­γού εξω­τε­ρι­κών Χάμ­φρεϊ Άτ­κινς. 
Όπως απο­δεί­χθη­κε αρ­γό­τε­ρα, επρό­κει­το για έναν υπο­κρι­τι­κό ελιγ­μό της κυ­βέρ­νη­σης η οποία ου­δέ­πο­τε τή­ρη­σε τα συμ­φω­νη­θέ­ντα.

Την 1η Μάρτη 1981, οι ιρ­λαν­δοί κρα­τού­με­νοι της λε­γό­με­νης «πτέ­ρυ­γας-H» των φυ­λα­κών Μέιζ, με μπρο­στά­ρη το Μπό­μπι Σαντς, ξε­κί­νη­σαν νέα απερ­γία πεί­νας. 
Ο Σαντς ήταν πλέον πε­πει­σμέ­νος ότι μόνο ο θά­να­τος του θα μπο­ρού­σε να κι­νή­σει το διε­θνές εν­δια­φέ­ρον και να πιέ­σει τη βρε­τα­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση. 
Η πο­λι­τι­κή πτέ­ρυ­γα του IRA, το κόμμα «Σιν Φέιν», απο­φά­σι­σε να θέσει το Μπό­μπι Σαντς υπο­ψή­φιο στις γε­νι­κές εκλο­γές του Απρί­λη, σε μια προ­σπά­θεια να τρα­βή­ξει τα φώτα της δη­μο­σιό­τη­τας. 
Την 9η Απρί­λη, ημέρα των εκλο­γών, έπει­τα από 40 μέρες απερ­γία πεί­νας, ο Σαντς εκλέ­χθη­κε μέλος του κοι­νο­βου­λί­ου με πε­ρισ­σό­τε­ρες από 30 χι­λιά­δες ψή­φους. 
Ούτε αυτό, ωστό­σο, στά­θη­κε ικανό ώστε να αμ­βλύ­νει την σκλη­ρό­τη­τα του κα­θε­στώ­τος της Θά­τσερ- ο Μπό­μπι Σαντς, αν και εκλεγ­μέ­νος βου­λευ­τής πλέον, έλιω­νε μέρα με τη μέρα στο κελί των βρε­τα­νι­κών φυ­λα­κών.


Στις 5 Μάη 1981 γρά­φτη­κε ο επί­λο­γος. 
Η κη­δεία του Σαντς εξε­λί­χθη­κε σε δια­μαρ­τυ­ρία πε­ρισ­σό­τε­ρων από 100 χι­λιά­δων ατό­μων, ενώ μέχρι τον Αύ­γου­στο πέ­θα­ναν στη φυ­λα­κή άλλοι 9 συ­να­γω­νι­στές του. Στις 3 Οκτώ­βρη 1981 η απερ­γία έληξε, ενώ η διεύ­θυν­ση των φυ­λα­κών πα­ρα­χώ­ρη­σε ορι­σμέ­να δι­καιώ­μα­τα στους ενα­πο­μεί­να­ντες κρα­τού­με­νους του IRA.

Ο βρε­τα­νι­κός ιμπε­ρια­λι­σμός είχε φαι­νο­με­νι­κά κερ­δί­σει τη μάχη, αυτήν της φυ­σι­κής εξό­ντω­σης ορι­σμέ­νων γεν­ναί­ων μα­χη­τών της ιρ­λαν­δι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας.
 Ταυ­τό­χρο­να όμως, ο αγώ­νας και ο θά­να­τος του Μπό­μπι Σαντς έμελ­λε να «γεν­νή­σουν» ένα σύμ­βο­λο αντί­στα­σης και ανυ­πα­κο­ής απέ­να­ντι στον κα­τα­κτη­τή.
 «Δεν θα με λυ­γί­σουν» έγρα­φε στο ημε­ρο­λό­γιο του ο ίδιος, «διότι η θέ­λη­ση για λευ­τε­ριά, για τη λευ­τε­ριά του ιρ­λαν­δι­κού λαού, είναι στην καρ­διά μου». Όσο για την εκ­δί­κη­ση απέ­να­ντι στη βαρ­βα­ρό­τη­τα των βρε­τα­νών κα­τα­κτη­τών, του αρ­κού­σε το γέλιο ενός παι­διού- «η εκ­δί­κη­ση μας θα είναι το γέλιο των παι­διών μας».

-ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ...ΣΩΣΕΙ ;;;



Για τους "χτεσινούς" και τους Σημερινούς ΣΩΤΗΡΕΣ !!
-ΑΤΤΑΛΟΣ Γ'-
Ο φόβος του λαού γεννά και τους θεούς και τους τυράννους του. 
Το φόβο πολεμά ο Βάρναλης με τον «Ατταλο Γ'», (1968) 
για να καταδείξει ότι τη σκυτάλη του σκοταδισμού πήραν 
νέοι ξεπουλημένοι «εθνοσωτήρες». 
Οτι η Ελλάδα ξαναπαραδόθηκε σε νέο αμερικανοκίνητο Ατταλο Δ'...
Οι εκπρόσωποι του σκλάβου λαού (ο Γραμματιζούμενος, ο Φοβιτσιάρης, ο Χωρατατζής), τραγουδώντας αναρωτιούνται: 
Ποιος θα μας σώσει; Ανατολή για Δύση; 
Ποιος Ελληνας ή Βάρβαρος θεός; 
Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει, 
για πίσου θα γυρίζει ο παλαιός; 

Στο φινάλε του έργου στο παραπάνω τραγούδι των σκλάβων, ο τρελο-φιλόσοφος απαντά:
Δε θα μας σώσει Ανατολή για Δύση, 
μηδ' Ελληνες ή Βάρβαροι θεοί. 
Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει, 
άμα ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί. 

Απ΄τον σ. Κώστα Κόκκινο
***************

«Ατταλος Γ'» 
- διαχρονική και επίκαιρη διδαχή για το λαό

Πίνακας που αναπαριστά τη Στοά Αττάλου κατά την αρχαιότητα 
«...Η ποσότητα δεν είναι ποτές η αιτία ή μια από τις αιτίες της ομορφιάς», έλεγε ο Κώστας Βάρναλης. Αυτή η φράση του δίνει το μέτρο κριτικής εκτίμησης και του δικού του - μοναδικού - θεατρικού έργου «Ατταλος ο Γ'». 
Εργο διαχρονική ιστορική διδαχή για τους λαούς, που ακτινοβολεί την τεράστια γνώση του, αλλά και τη διαλεκτική ανάλυση της Ιστορίας από τον Βάρναλη. Ενα έργο με χυμώδη λαϊκή γλώσσα, σπινθηροβόλο χιούμορ, καυστικό σαρκασμό για τους τυράννους των λαών, πλασμένο από τον διακαή πόθο του Βάρναλη να πάψουν οι λαοί «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» να «προσμένουν κάποιο θάμα». Να γίνουν αυτοί ο τροχός της Ιστορίας κι οι μόνοι αφέντες στον τόπο τους.

Βαθύτατα διαλεκτικός καθώς ήταν ο Βάρναλης, διαλεγόταν με θεατρικό τρόπο στις μεγάλες ποιητικές συνθέσεις, στα μικρά ποιήματα και τα πεζογραφικά του έργα. Δε θα μπορούσε να του λείπει το θεατρικό αισθητήριο, καθώς στη δεκαετία του 1910 άρχισε να μεταφράζει τους Ευριπίδη, Σοφοκλή κι Αριστοφάνη.

Η θεατρικότητα του Βάρναλη είναι έκδηλη στη διαλογική δομή και τα πρόσωπα που περιλαμβάνουν, λ.χ., «Το φως που καίει», οι «Σκλάβοι Πολιορκημένοι», η μονολογική «Αληθινή απολογία του Σωκράτη», που - όπως έλεγε ο Παλαμάς - «δεν τον ταράζουν τ' ακάθαρτα του δρόμου, γιατί λυτρώνεται στην κορυφή της ροδακινιάς». Κι ακόμα έλεγε ο Παλαμάς ότι στον Βάρναλη «η αρχαιογνωσία μαζί με την κοροϊδία χορεύουν καρσιλαμά».

Το καράβι που μετέφερε τους εξόριστους στον Αϊ - Στράτη. Κάτω σειρά: δεύτερος από αριστερά, με μπερέ, ο Δ. Γληνός και τέταρτος, με τραγιάσκα, ο Βάρναλης 
Η θεατρικότητα του Βάρναλη, και στα μεγάλα θεατρικόμορφα ποιήματά του και στα μικρά, προκύπτει και με την ψυχογράφηση των προσώπων που πλάθει, με τις συγκρούσεις της μυθοπλασίας του, την παραστατική, πλουμιστή, αφτιασίδωτα λαϊκή, λυρική ή τσουχτερή και θεατρικά «νευρώδη» γλώσσα του, με της «Αλήθειας το ρυθμό».

Διαχρονική αλληγορία

Ο λαός μας με τον ηρωικό ΕΑΜικό απελευθερωτικό αγώνα του νίκησε τον τριπλό φασισμό. Πριν γευτεί τη λευτεριά του, τον ξαναμάτωσε ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, το κράτος και παρακράτος, που εξαπολύουν την τρομοκρατική και δολοφονική λύσσα τους κατά των αγωνιστών. Μόνο «καταφύγιο» των διωκόμενων αγωνιστών, πάλι τα βουνά.

Στις 4/8/1946, ο Βάρναλης πρωτοδημοσιεύει στο νόμιμο, ακόμα, «Ριζοσπάστη» το επίκαιρα αλληγορικό, επίσης με θεατρικά στοιχεία, «Ημερολόγιο της Πηνελόπης». Την ίδια χρονιά, ο επίσης συνεργάτης του «Ριζοσπάστη», αγαπημένος φίλος του Βάρναλη, Παναγής Λεκατσάς, εκδίδει το ιστορικό βιβλίο του «Η πολιτεία του Ηλιου (Η κοινοχτημονική επανάσταση των δούλων και προλεταρίων της Μικράς Ασίας. 133-128 π.Χ.)».

Από το βιβλίο του Λεκατσά εμπνέεται ο Βάρναλης τον «Ατταλο Γ'», που αρχίζει να γράφει στα εμφυλιακά χρόνια. Το Σεπτέμβρη του 1950, επανακυκλοφορούν τα «Ελεύθερα Γράμματα».

Στο 1ο τεύχος τους δημοσιεύεται η πρώτη σκηνή - με τίτλο «Πρόλογος» - του «Ατταλου Γ'», που ο Βάρναλης το χαρακτήριζε «Δράμα σε πράξεις τρεις». Τα πρόσωπα του «Προλόγου» είναι τρεις αλυσοδεμένοι δούλοι, οι «Υποψιάρης», «Χωρατατζής», «Γραμματιζούμενος», καθώς και ο «Επιστάτης» (με βούρδουλα) και «ο Περίεργος» (χαφιεδόμουτρο και δουλέμπορος). Ο πρόλογος εκτυλίσσεται στην Ακρόπολη της Περγάμου, όπου θα τοποθετηθεί άγαλμα ενός Ρωμαίου ιμπεριαλιστή, «αφέντη» της Περγάμου (σ.σ. σα να λέμε του Τρούμαν...).

1910. Ο νεαρός καθηγητής Κ. Βάρναλης
Ο Βάρναλης συνεχίζει να δουλεύει το έργο. 
Το 1954, ο «Κέδρος» εκδίδει μια εκλογή ποιημάτων του, με τίτλο «Ποιήματα», στην οποία περιλαμβανόταν το έμμετρο «Μοιρολόγι των δούλων», από τον Πρόλογο του «Ατταλου Γ'» και το «Τραγούδι της φυγής», από το τρίτο μέρος του έργου. Τα δύο αυτά ποιήματα περιλήφθηκαν και στο βιβλίο «Ποιητικά» («Κέδρος», 1956). 
Ο Βάρναλης ξαναδουλεύει το έργο. Κάνει μικροαλλαγές στους διαλόγους του Προλόγου και το τελειώνει - βάζοντας ο ίδιος την ημερομηνία - στις 10 Σεπτέμβρη 1968. 
Η αμερικανοκίνητη δικτατορία τον ώθησε να ολοκληρώσει το έργο.
Το έργο, τιτλοδοτημένο «Ατταλος ο Τρίτος», αφιερωμένο «στη μνήμη του σοφού φίλου του» Παναγή Λεκατσά, εκδίδεται από τον «Κέδρο» το Δεκέμβρη του 1971 και κυκλοφορεί αρχές του 1972. 
Η χούντα το απαγορεύει. 
Το Μάη του 1976 το έργο πρωτοπαρουσιάζεται από το φοιτητικό ερασιτεχνικό θεατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο κινηματοθέατρο «Ιρις».

Ιστορικό πλαίσιο του έργου: Οι Ατταλίδες και ο επαναστάτης Αριστόνικος
Μακεδονικής καταγωγής η «φύτρα» των Ατταλιδών, βασιλέων της Περγάμου, σπέρνεται με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μικρά Ασία. Δυνάστευσαν από το 283 έως το 133 π.Χ. Ιδρυτής της ήταν ο γιος του Μακεδόνα Αττάλου, Φιλέταιρος (283-263 π.Χ.), που διορίστηκε, από τον Λυσίμαχο, αρχηγός άμυνας στην Ακρόπολη της Περγάμου, αλλά το 283 στράφηκε εναντίον του και το 281 ανεξαρτητοποιήθηκε. Ο διάδοχός του, Ευμένης Α' (263-241 π.Χ.), κήρυξε ανεξάρτητη τη δυναστεία. Επί Αττάλου Α' (241-197 π.Χ.), διαδόχου του Ευμένη Α', ολόκληρη σχεδόν η Μ. Ασία (μέχρι τον Ταύρο) κατακτήθηκε και εντάχθηκε στο βασίλειο της Περγάμου. Τελευταίοι εκπρόσωποι της δυναστείας ήταν οι γιοι του Αττάλου Α', Ευμένης ο Β' (197-160/159 π.Χ.), Ατταλος Β' (160-139 π.Χ.) και Ατταλος Γ' (139-133 π.Χ.).

1923, στο Παρίσι. Από αριστερά: πρώτος ο Κ. Βάρναλης, με τους φίλους του Νίκο Χατζηκυριάκο - Γκίκα (δεύτερος) και Στρατή Ελευθεριάδη (Τεριάντ) 
Ο Ατταλος Α' επονομάστηκε «Σωτήρ» γιατί έσωσε την Πέργαμο από τις επιθέσεις των Γαλατών (238-230 π.Χ.). 
Μετά τον πόλεμο ο Ατταλος Α' κήρυξε την Πέργαμο «ανεξάρτητο» βασίλειο και το διεύρυνε με επεκτατικούς πολέμους σε γειτονικά κράτη. Συγκρούστηκε με το βασιλιά της Συρίας, Σέλευκο Β', και κατέκτησε τη Μ. Ασία, μέχρι τον Ταύρο. 
Επιτέθηκε στον Αντίοχο Γ' τον Μεγάλο. Τελικά συμμάχησε μαζί του (216 π.Χ.), όπως και με τους Αιτωλούς και Ρωμαίους, ενάντια στις εκστρατείες του Φιλίππου Ε' της Μακεδονίας, στη Μ. Ασία, αλλά και στην Αθήνα.
Η Αθήνα, θεωρώντας τον «ελευθερωτή» της από την πολιορκία του Φιλίππου Ε', του απένειμε τιμές και ονόμασε τη φυλή του «Ατταλίδα».
Ο Ατταλος Α', με τις κατακτήσεις του, συγκέντρωσε άφθονο πλούτο και με το μόχθο αμέτρητων σκλάβων από τα κατακτημένα κράτη κόσμησε την Πέργαμο με πολλά θαυμαστά οικοδομήματα (λ.χ. την περίφημη Βιβλιοθήκη της, που θεωρούνταν σημαντικότερη από τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας).

Ο Ατταλος Β', ο «Φιλάδελφος», γεννήθηκε το 220 π.Χ. Πολέμησε κατά των Γαλατών. Σύμμαχος της Ρώμης πολέμησε και κατά της Μακεδονίας. 
Κατά τη βασιλεία του πολέμησε και τη Βιθυνία και έχτισε κι άλλα λαμπρά κτίρια (λ.χ. η περίκομψη εξέδρα στην Ακρόπολη, όπου στήνονταν αγάλματα θεών και των Ατταλιδών). 
Σπουδαγμένος στην Αθήνα, της πρόσφερε μια μεγαλόπρεπη Στοά - τη «Στοά Αττάλου» - ενώ η Αθήνα του έστησε έναν κολοσσιαίο ανδριάντα.


Ο Κ. Βάρναλης στο σπίτι του 

Ο Ατταλος Γ', επονομαζόμενος «Φιλομήτωρ Ευεργέτης», γεννήθηκε το 171 π.Χ. 
Διαδέχτηκε τον Ατταλο Β'.
Σκληρός, κακός, ανίκανος, κατά την πεντάχρονη βασιλεία, ασχολούνταν μόνο με την κηπουρική και τη βοτανολογία. 
Πάθος του ήταν η παρασκευή δηλητηρίων και αντιδότων τους. 
Το κράτος διοικούσαν φίλοι του πατέρα του, οι οποίοι, όμως, δολοφονούνταν κατά διαταγή του. 

Ο Ατταλος Γ' υπήρξε το πιο «μοιραίο» πρόσωπο για το κράτος της Περγάμου. Κορυφώνοντας την πολιτική υπέρ του ρωμαϊκού ιμπέριουμ, πριν τον αιφνίδιο θάνατό του (133 π.Χ.), με διαθήκη του παραχώρησε στη Ρώμη το βασίλειο της Περγάμου, με όλους τους θησαυρούς της - και της Βιβλιοθήκης, που μεταφέρθηκε στη Ρώμη.
Ο Αριστόνικος (άγνωστο πότε γεννήθηκε, πέθανε το 129/128, ή το 126 π.Χ.). Νόθος γιος του Ευμένη Β' και μιας παλλακίδας, ζώντας με το λαό και τους δούλους και επηρεασμένος από τις ιδέες του Ιάμβολου, οραματιζόταν τη δημιουργία ενός κράτους του «Ηλίου», ένα κράτος κοινωνικής δικαιοσύνης και ισοτιμίας. 
Ο Αριστόνικος, αμέσως μετά το θάνατο του Ατταλου Γ', κατήγγειλε ως πλαστή τη διαθήκη του με την οποία παραχώρησε την Πέργαμο στη Ρώμη. 
Συγκέντρωσε λαϊκές δυνάμεις και δούλους - στα παράλια της Μ. Ασίας - και προετοίμασε την πρώτη στην ιστορία του αρχαίου κόσμου λαϊκή επανάσταση. Εξορμώντας από τις Λεύκες (μεταξύ Σμύρνης και Φωκαίας) πολεμούσε τη ρωμαιοκρατία και την ντόπια άρχουσα τάξη.
Κατέλαβε τη Φώκαια, απέκρουσε σφοδρές επιθέσεις από υποτελείς στη Ρώμη πόλεις (λ.χ. Εφεσος, Πέργαμος) και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς, με το όνομα Ευμένης Γ', στηριζόμενος στα κατώτερα λαϊκά στρώματα και στους δούλους, που τους χαρακτήριζε «Ηλιοπολίτες». 
Υποστηρικτής των ιδεών του Αριστόνικου ήταν ο στωικός φιλόσοφος Γάιος Βλόσσιος, σύμβουλος και υποστηρικτής των φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων του Τιβέριου Γράκχου. Διωκόμενος από τους αντιδραστικούς συγκλητικούς, ο Βλόσσιος σώθηκε καταφεύγοντας στον Αριστόνικο.

Για ψώνια στο μπακάλικο της γειτονιάς του, κοντά στη στάση «Βρυσάκι» (στην οδό Φορμίωνος) του λεωφορείου της Καισαριανής 
Η ρωμαιοκρατία και οι υποτακτικοί της χρησιμοποίησαν πολεμικά και ποικίλα δόλια μέσα κατά της επανάστασης του Αριστόνικου. 
Ο λαϊκός στρατός του Αριστόνικου το 132 π.Χ. ηττήθηκε από το στόλο της Εφέσου, υποχώρησε στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, αλλά την ίδια χρονιά κατέλαβε άλλες πόλεις (Θυάτειρα, Απολλωνία της Λυδίας, Στρατονίκεια της Καρίας, Μύνδο, Σάμο, Κολοφώνα). 

Η Ρώμη έστειλε αντιπροσωπεία στην Πέργαμο για την καταπολέμηση του Αριστόνικου. 
Το 131 π.Χ. ο ύπατος Λικίνιος Κράσσος Μουκιανός, συμμαχώντας με τους βασιλείς της Βιθυνίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας και της Παφλαγονίας εξεστράτευσε εναντίον των επαναστατών, αλλά ηττήθηκε και σε άλλη μάχη σκοτώθηκε. 
Το 130 π.Χ., και με άλλες ενισχύσεις από τη Μ. Ασία, ο Ρωμαίος ύπατος Μάρκος Περπέρνας, ο «Ασιατικός», με αιφνιδιαστική επίθεση νίκησε τον Αριστόνικο και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Περγάμου, με το όνομα Ατταλος Δ' (σ.σ. Το πρόσωπο αυτό αναφέρεται αλλά δεν περιλαμβάνεται στο βαρναλικό έργο). 
Ο Αριστόνικος κατέφυγε στη Στρατονίκεια. Λόγω της μεγάλης πείνας του στρατού του παραδόθηκε στους Ρωμαίους, στάλθηκε στη Ρώμη, φυλακίστηκε και δολοφονήθηκε διά στραγγαλισμού.

Η πλοκή του έργου

Ο φόβος του λαού γεννά και τους θεούς και τους τυράννους του. 
Το φόβο πολεμά ο Βάρναλης και με τον «Ατταλο Γ'», τον οποίο ξαναδούλεψε το 1968, για να καταδείξει ότι τη σκυτάλη του σκοταδισμού πήραν νέοι ξεπουλημένοι «εθνοσωτήρες». Οτι η Ελλάδα ξαναπαραδόθηκε σε νέο αμερικανοκίνητο Ατταλο Δ'...
Μεταπλάθοντας την ιστορία της Περγάμου, του «Ατταλου Γ'» και του «Ατταλου Δ'», ο Βάρναλης αποκρυπτογράφησε τη μακραίωνη εξάρτηση του τόπου μας. 
Κατήγγειλε την «ιδεολογία» και τους φορείς της εθνικής υποτέλειας και της στήριξης του ιμπεριαλισμού. 

Εξευτέλισε τα σκιάχτρα και τους μύθους που διαιωνίζουν την αντιλαϊκή εξουσία και κρατούν ναρκωμένο το λαό. 
Την εξουσία που υπηρετούν σαν ερπετά και άνθρωποι της τέχνης, της επιστήμης, της διανόησης.
Η Εκκλησία και οι κρατικοί μηχανισμοί καταπίεσης του λαού. 
Το έργο του μιλώντας, ουσιαστικά, για τη νεότερη Ιστορία μας, καυτηρίαζε, εμμέσως, όλους τους εξουσιαστές, εκμεταλλευτές και προδότες του λαού, τονίζοντας την ευθύνη του λαού, που «μοιραίος» κι «άβουλος» τους ανέχεται..
Ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου είναι κι ένας τρελο-φιλόσοφος («προσωπείο» του Βάρναλη). 
Τούτος ο «τρελός» ξεστομίζει τις πιο επικίνδυνες αλήθειες. 
Ο Βάρναλης δεν έχει αυταπάτες. 
Ο φιλόσοφος δε θα κάνει την επανάσταση, αλλά ξέρει πως η επανάσταση είναι έργο του λαού και για το λαό.
Στον πρόλογο του έργου οι εκπρόσωποι του σκλάβου λαού (ο Γραμματιζούμενος, ο Φοβιτσιάρης, ο Χωρατατζής), τραγουδώντας αναρωτιούνται:

«Ποιος θα μας σώσει; Ανατολή για Δύση; Ποιος Ελληνας ή Βάρβαρος θεός; Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει, για πίσου θα γυρίζει ο παλαιός;».

Αλλά στο φινάλε του έργου στο παραπάνω τραγούδι των σκλάβων, ο τρελο-φιλόσοφος απαντά:

«Δε θα μας σώσει Ανατολή για Δύση, μηδ' Ελληνες ή Βάρβαροι θεοί. Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει άμα ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί».