#ΔΕΣ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ
↳- ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΨΙΧΟΥΛΑ: (2019) 51% ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ 900 €
↳- "ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ" ΑΠ ΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ 55 € !!!
↳- ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΩΣ ΣΤΑ ΒΑΘΙΑ ΓΕΡΑΜΑΤΑ:
↳-ΣΧΕΔΟΝ 1 ΕΚΑΤ. ΗΛΙΚΙΑΣ ΑΝΩ ΤΩΝ 65 ΕΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ
↳-ΤΟ 2032 ΝΑ ΠΑΕΙ ΣΤΑ 70 ΑΠ ΤΑ 67 ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
Η πείρα από την «ατμομηχανή» της ΕΕ ξεσκεπάζει την προπαγάνδα της ελληνικής κυβέρνησης για την ιδιωτικοποίηση των συντάξεων
Μέσα σε λίγες μέρες λοιπόν:
-- Το Επιστημονικό Συμβουλευτικό Συμβούλιο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών πρότεινε αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 68 έτη έως το 2042.
-- Γερμανικοί ασφαλιστικοί κολοσσοί ανακοίνωσαν ότι σταματούν να «παρέχουν» τα επιδοτούμενα από το κράτος προγράμματα ιδιωτικής συνταξιοδότησης, αξιώνοντας ακόμα μεγαλύτερη «ελευθερία» στο τζογάρισμα των εισφορών των εργαζομένων, σε προϊόντα υψηλότερου «επενδυτικού ρίσκου». Ως αποτέλεσμα αυτής της κίνησης, εκατομμύρια «δικαιούχοι» κινδυνεύουν να βρεθούν «ξεκρέμαστοι», να μη λαμβάνουν ούτε αυτό το πενιχρό συμπλήρωμα σύνταξης μετά από δεκαετίες πληρωμένων εισφορών.
Το σταδιακό γκρέμισμα της δημόσιας υποχρεωτικής Ασφάλισης τις τελευταίες δεκαετίες και η «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας, με τη δραστική μείωση του μισθολογικού και μη μισθολογικού «κόστους», ανέδειξαν τη Γερμανία σε «ατμομηχανή της Ευρώπης» τη δεκαετία 2000 - 2010, ενίσχυσαν την κερδοφορία του κεφαλαίου και άφησαν «σκληρό» αποτύπωμα για τον λαό.
Σήμερα στη Γερμανία εκατομμύρια συνταξιούχοι μετά από 35 και 40 χρόνια ασφαλισμένης εργασίας δεν εξασφαλίζουν ούτε ένα στοιχειώδες βιοτικό επίπεδο, ζουν στην εξαθλίωση ή απειλούνται από τη φτώχεια. Και είναι βέβαιο ότι στο μέλλον ο αριθμός των φτωχών συνταξιούχων θα αυξηθεί.
Η «φτώχεια στα γηρατειά» έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις στην πιο ισχυρή καπιταλιστική οικονομία της Ευρώπης, ενώ η κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) εφαρμόζει από φέτος το μέτρο της λεγόμενης «βασικής σύνταξης» με επιδόματα - κοροϊδία, ώστε τμήμα των πιο εξαθλιωμένων συνταξιούχων - μετά από ασφαλιστικές εισφορές τουλάχιστον 35 χρόνων - να προσεγγίζει τουλάχιστον το επίσημο όριο της φτώχειας.
Στα τέλη του 2019 το 17% των συνταξιούχων στη Γερμανία, δηλαδή περίπου 3,5 εκατ. συνταξιούχοι (με μετριοπαθείς εκτιμήσεις), ήταν βυθισμένοι στη φτώχεια ή απειλούνταν από φτώχεια. Το 2036 το ποσοστό τους εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 21,6%, χωρίς να συνυπολογίζονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι λίγο πάνω από το όριο της φτώχειας.
Δεκαετίες αντιασφαλιστικής επίθεσης
Οι αντιασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις ξεκίνησαν αμέσως μετά την «επανένωση», δηλαδή την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε όλη τη Γερμανία.Το 1992 - '93 καταργήθηκε από το γερμανικό κράτος «για οικονομικούς λόγους» η λεγόμενη «σύνταξη ανάλογα με το ελάχιστο εισόδημα», ένα μέτρο «προστασίας» για τους χαμηλοσυνταξιούχους.
Επειτα άρχισαν να ανεβαίνουν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, αρχικά για τις γυναίκες, και εισήχθησαν εξαιρέσεις στην πρόωρη συνταξιοδότηση.
Η σύνταξη «Riester» εισήχθη το 2002 και πήρε το όνομά της από τον τότε σοσιαλδημοκράτη υπουργό Εργασίας της κυβέρνησης Σρέντερ. Με την εν λόγω «μεταρρύθμιση» επιβλήθηκε μερική ιδιωτικοποίηση της συνταξιοδότησης. Τα επόμενα χρόνια το γερμανικό ασφαλιστικό σύστημα στηρίχτηκε στους «τρεις πυλώνες» (βασική / «νόμιμη» σύνταξη - επαγγελματική - ιδιωτική), με τις γερμανικές κυβερνήσεις να «προτρέπουν» τους ασφαλισμένους για ακόμα περισσότερη «ατομική πρόνοια» και «προσωπική ευθύνη».
Με τη γνωστή επίκληση στη «βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος», η τότε σοσιαλδημοκρατική γερμανική κυβέρνηση μείωσε το συνταξιοδοτικό επίπεδο της «νόμιμης» σύνταξης. Για να «αντισταθμιστεί» το χάσμα, οι ασφαλισμένοι καλούνταν να επιδιώξουν ιδιωτική ή/και επαγγελματική σύνταξη, καθώς «στο μέλλον, η νόμιμη σύνταξη δεν θα είναι πλέον επαρκής για τη διατήρηση του συνηθισμένου βιοτικού επιπέδου στα γηρατειά» και «απαιτείται υπεύθυνη (ατομική) δράση για τις παροχές γήρατος».
Στο μεταξύ, και πάλι στο όνομα της «βιωσιμότητας» του ασφαλιστικού συστήματος, το επίπεδο της σύνταξης που καταβάλλεται από κράτος / ασφαλιστικά ταμεία μειώνεται σταδιακά και σήμερα βρίσκεται στο 48% του μέσου εισοδήματος, από 55,1% το 1990, ενώ μειώνεται και το μέσο εισόδημα. Σύμφωνα με στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, το 2019 το 51% των συνταξιούχων έλαβαν ως βασική / «νόμιμη» σύνταξη λιγότερα από 900 ευρώ, δηλαδή κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας.
Τα τελευταία 10 χρόνια, όποιος συνταξιούχος δεν είχε πολύ υψηλό μισθό και είναι αναγκασμένος να μένει στα ψίχουλα της πετσοκομμένης βασικής σύνταξης, ζει στην εξαθλίωση.
Αλλωστε, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, οι κάθε είδους ελαστικές εργασιακές σχέσεις και η διόγκωση του ποσοστού των χαμηλόμισθων εργαζομένων στέρησαν από εκατομμύρια ανθρώπους τη δυνατότητα να αποκτήσουν επαρκώς υψηλά συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
Η ιδιωτικοποίηση της Ασφάλισης «δείχνει τα δόντια της»
Η σύνταξη «Riester» υποτίθεται ότι «υποστήριζε» τους εργαζόμενους στη μηνιαία πληρωμή ενός ιδιωτικού συνταξιοδοτικού προγράμματος και «αντισταθμίζει» τις περικοπές στη «νόμιμη» συνταξιοδοτική ασφάλιση (σύνταξη ανάλογα με τις εισφορές και τα χρόνια εργασίας). Οι κρατικές επιδοτήσεις (επιτοκίων κ.ά.) και τα κέρδη για τις μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες ήταν τεράστια, ενώ μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι «έσπρωχναν» τους εργαζόμενούς τους προς την ιδιωτική και επαγγελματική ασφάλιση.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, η ιδιωτικοποίηση της Κοινωνικής Ασφάλισης δείχνει σήμερα τα δόντια της στους εργαζόμενους και τους ασφαλισμένους και στη Γερμανία. Εκατομμύρια χαμηλόμισθοι μένουν με τα ψίχουλα της βασικής / «νόμιμης» σύνταξης, καταδικασμένοι σε φτώχεια μετά από δεκαετίες δουλειάς. Παράλληλα, οι «δικαιούχοι» της μεταρρύθμισης «Riester» κινδυνεύουν να βρεθούν «ξεκρέμαστοι» επειδή ασφαλιστικές εταιρείες - κολοσσοί σταματούν το πρόγραμμα συνταξιοδότησης, αναζητώντας πεδία ακόμα μεγαλύτερης κερδοφορίας.
Δυο από τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρείες της Γερμανίας, η θυγατρική της «Deutsche Bank», DWS και η «Union Investment», ανακοίνωσαν ότι αναστέλλουν το πρόγραμμα ιδιωτικής ασφάλισης «Riester», ενώ και άλλες εταιρείες έχουν προαναγγείλει ουσιαστικά την αναστολή του.
Η DWS δικαιολόγησε την απόφασή της με το «περιβάλλον της κεφαλαιαγοράς» και τα «χαμηλά επιτόκια» που «επιβαρύνουν τις αποταμιεύσεις συνταξιοδότησης», καθώς τα κεφάλαια επενδύονται «σχεδόν αποκλειστικά σε συντηρητικά και αρνητικά ομόλογα».
Η θυγατρική της Deutsche Bank «διαμαρτύρεται» ότι «δεν υπάρχει περιθώριο για επενδύσεις σε μετοχές υψηλής ευκαιρίας και αξίας», δείχνοντας πού οδηγεί το «τζογάρισμα» των εισφορών και των συντάξεων, με τους ασφαλισμένους να υποχρεώνονται από τις πενιχρές βασικές συντάξεις και τους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς να ρίχνονται σε όλο και πιο επικίνδυνο τζογάρισμα του μόχθου τους...
Η DWS ισχυρίζεται πως δεν θα δέχεται πλέον νέες συμβάσεις ιδιωτικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης μέχρι να υπάρξει κάποια κυβερνητική παρέμβαση που να διασφαλίζει την κερδοφορία της, ενώ τα περίπου 665.000 συμβόλαια του χαρτοφυλακίου «Riester» θα παραμείνουν «αμετάβλητα».
Από την πλευρά της, η «Union Investment», με περίπου 2 εκατ. συμβόλαια - «Riester», προσφέρει από τον Ιούλη νέα συμβόλαια για ιδιωτική παροχή γήρατος με ελάχιστη διάρκεια 20 ετών, «αλυσοδένοντας» πιο σφιχτά τους ασφαλισμένους και τις εισφορές τους.
Εξαιτίας των χαμηλών μισθών, του υψηλού κόστους και των πενιχρών αποδόσεων, η «επιδοτούμενη ιδιωτική παροχή γήρατος στη Γερμανία» παρουσιάζει μια εικόνα στασιμότητας.
Σύμφωνα με το γερμανικό υπουργείο Εργασίας, ο αριθμός των συμβολαίων ιδιωτικής ασφάλισης «Riester» παραμένει στάσιμος από το 2013 σε περίπου 16 εκατ. Μάλιστα, το 1/5 αυτών των συμβολαίων είναι ήδη «αδρανές», δηλαδή δεν καταβάλλονται πλέον εισφορές.
Σύμφωνα με το γερμανικό υπουργείο Εργασίας, ο αριθμός των συμβολαίων ιδιωτικής ασφάλισης «Riester» παραμένει στάσιμος από το 2013 σε περίπου 16 εκατ. Μάλιστα, το 1/5 αυτών των συμβολαίων είναι ήδη «αδρανές», δηλαδή δεν καταβάλλονται πλέον εισφορές.
«Συμπληρωματική» σύνταξη... 55 ευρώ!
Παρά τις «γκρίνιες» των επιχειρηματικών ομίλων, τα κέρδη από τις κρατικές επιδοτήσεις για τις ασφαλιστικές εταιρείες, τις τράπεζες και τις κεφαλαιουχικές εταιρείες είναι μεγάλα. Κατά μέσο όρο, 1 στα 4 ευρώ που καταβάλλεται σε σύμβαση «Riester» χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση του «κόστους».Από την άλλη, για τους συνταξιούχους «οι αποδόσεις των συμβάσεων Riester είναι πολύ χαμηλές», σημειώνεται στον γερμανικό Τύπο, και «αναμένεται να είναι ακόμη πιο πενιχρές τα επόμενα χρόνια, επειδή ο ασφαλιστικός κλάδος μείωσε περαιτέρω το εγγυημένο επιτόκιο».
Οσοι εργαζόμενοι πλήρωναν συμβόλαια ιδιωτικής συνταξιοδότησης «Riester» από το 2002 και τώρα λαμβάνουν σύνταξη, «συχνά διαπιστώνουν με έκπληξη πόσο μικρή είναι αυτή η συμπληρωματική σύνταξή τους».
Σύμφωνα με πληροφορίες από την κεφαλαιουχική εταιρεία «Volksbanken», στην «Union Investment», η μέση πληρωμή των περίπου 47.000 πελατών που επί του παρόντος είναι στη φάση συνταξιοδότησης είναι... 55 ευρώ το μήνα!
Η παραπάνω πραγματικότητα αποτελεί μία ακόμα ζωντανή απόδειξη ενάντια στην απατηλή προπαγάνδα της κυβέρνησης στην Ελλάδα περί δήθεν «υψηλότερων αποδόσεων» που θα φέρει στους ασφαλισμένους η ιδιωτικοποίηση των επικουρικών συντάξεων.
Δουλειά μέχρι τα βαθιά γεράματα
Την ίδια ώρα, η Επιτροπή Οικονομολόγων του υπουργείου Οικονομίας πρότεινε την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 68 έτη έως το 2042, επικαλούμενη ότι υπάρχει απειλή «ξαφνικά αυξανόμενων προβλημάτων χρηματοδότησης στη νόμιμη (σ.σ. βασική) συνταξιοδοτική ασφάλιση από το 2025».Οι «ειδικοί» τόνισαν επίσης ότι η ηλικία συνταξιοδότησης «δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την εξέλιξη του προσδόκιμου ζωής μακροπρόθεσμα» και σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις η σύνδεση αυτή «απαιτεί» σύνταξη στα 68...
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, το κατώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης αυξάνεται σταδιακά από το 2012 στα 67 χρόνια έως το 2029 (το εν λόγω όριο ισχύει ήδη για όσους έχουν γεννηθεί μετά το 1964), ενώ έντονες είναι και οι συζητήσεις να πάει στα 70 χρόνια από το 2032.
Ολο και περισσότεροι ηλικιωμένοι στη Γερμανία εργάζονται, είτε επειδή δεν μπορούν να συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις για να βγουν στη σύνταξη, είτε επειδή η κρατική / «νόμιμη» σύνταξη δεν αρκεί για να ζήσουν χωρίς ιδιωτική ασφάλιση.
Χαρακτηριστικά, ενώ μόνο το 4% των άνω των 65 ετών εργάζονταν το 2009, το ποσοστό αυτό διπλασιάστηκε και ανήλθε σε 8% το 2019, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας. Σχεδόν 1 εκατ. άνθρωποι ηλικίας άνω των 65 ετών εργάζονται - περισσότεροι από 760.000 εξ αυτών στα εξευτελιστικά «mini jobs».
Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της υπηρεσίας, για περισσότερο από το 38% όσων εργάζονται μετά τα 65 το βασικό εισόδημα προέρχεται από εργασία και όχι από σύνταξη. Για το υπόλοιπο 62% η δουλειά προσφέρει κάποιο επιπλέον εισόδημα, καθώς με τη χαμηλή σύνταξη δεν μπορούν να ζήσουν.
Οι αυτοαπασχολούμενοι, ειδικότερα, ασκούν συχνά το επάγγελμά τους πέραν των 65 ετών, καθώς είναι πιο δύσκολο για αυτούς να συγκεντρώσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να λάβουν την κρατική σύνταξη...