Γιορτή της Μητέρας σήμερα και το μυαλό δεν μπορεί να μην πάει στις μάνες εκείνες που έχασαν τα βλαστάρια τους κι η καρδιά τους συνεχίσει να χτυπά μέχρι να κλείσουν τα μάτια χωρίς να ξεχάσουν ποτέ.
Επέλεξα να σας πω μια αληθινή πολεμική ιστορία από το γειτονικό πολύπαθο Κιλκίς που έγινε το 1947
Για τις μάνες εκείνες λοιπόν που βίωσαν τον πόνο της βίαιης απώλειας του παιδιού τους και τη μέρα αυτή στερήθηκαν το δικαίωμα της Γιορτής τους.
Για τις μάνες που ο πόλεμος τις αφαίρεσε τα όνειρα.
Επέλεξα να σας πω μια αληθινή πολεμική ιστορία από το γειτονικό πολύπαθο Κιλκίς που έγινε το 1947
Για τις μάνες εκείνες λοιπόν που βίωσαν τον πόνο της βίαιης απώλειας του παιδιού τους και τη μέρα αυτή στερήθηκαν το δικαίωμα της Γιορτής τους.
Για τις μάνες που ο πόλεμος τις αφαίρεσε τα όνειρα.
Θα σας μιλήσω για τη Μαρίτσα, την πανώρια κόρη, 19 χρονών το 1947, ήταν σύνδεσμος και αρραβωνιασμένη με αντάρτη. Καταδικάζεται «πεντάκις» σε θάνατο με τουφεκισμό, αφού έχουν προηγηθεί φρικτά βασανιστήρια πάνω στο κορμάκι της.
Το στρατοδικείο δεν ανακοίνωσε όμως την ημερομηνία εκτέλεσης για να σπάσουν το ηθικό της οικογένειας και για να μην μπορέσει ο λαός του Κιλκίς να ξεσηκωθεί.
Το στρατοδικείο δεν ανακοίνωσε όμως την ημερομηνία εκτέλεσης για να σπάσουν το ηθικό της οικογένειας και για να μην μπορέσει ο λαός του Κιλκίς να ξεσηκωθεί.
Τη διήγηση που ακολουθεί την έκανε η μητέρας της Μαρίτσας στα εγγόνια της όταν πλέον είχε γεράσει και έγινε γιαγιά.
«Έπεφτα να κοιμηθώ το βράδυ και το πρωί μ' έβρισκε με τα ματιά ορθάνοιχτα, την καρδιά βουτηγμένη στον πόνο, το μυαλό γεμάτο σκέψεις και κακά ενδεχόμενα.
Τέσσερα μερόνυχτα κράτησε το μαρτύριο.
Κάποιο απ' αυτά τα ατελείωτα βράδια ο ήχος της μηχανής και σε συνέχεια το φρενάρισμα ενός αυτοκίνητου έσκισε στα δυο τη σιγαλιά της νύχτας. Το τεντωμένο μου αυτί αφουγκράστηκε:
Τέσσερα μερόνυχτα κράτησε το μαρτύριο.
Κάποιο απ' αυτά τα ατελείωτα βράδια ο ήχος της μηχανής και σε συνέχεια το φρενάρισμα ενός αυτοκίνητου έσκισε στα δυο τη σιγαλιά της νύχτας. Το τεντωμένο μου αυτί αφουγκράστηκε:
Μάναααα! η φωνή του λατρεμένου μου παιδιού μού τρύπησε την καρδιά. Σαν τρελή πετάχτηκα έξω, αναμαλλιασμένη και ξυπόλυτη. Αγάντα, καρδιά μου. Στην καρότσα του στρατιωτικού αυτοκίνητου, που ήταν σταματημένο μπροστά στην πόρτα της αυλής μας, ήταν το κοριτσάκι μου ή τουλάχιστον ό,τι είχε απομείνει απ' αυτήν την πανώρια κοπέλα.
Με ματιά γεμάτα λαχτάρα, άπλωνε τα χέρια της προς τα μένα, φωνάζοντας "Μάνααα"! Με δυο δρασκελιές έφτασα κοντά της και άπλωσα με την ίδια λαχτάρα τα χέρια να την αγγίξω, να τη σφίξω στην αγκαλιά μου, να την προστατέψω, να την κρατήσω, μη μου την πάρουν, μη μου ξεριζώσουν τα σπλάχνα.
Δεν πρόλαβα. Με ένα απότομο γκάζι το αυτοκίνητο έφυγε σαν βολίδα. Δε μ' άφησαν ούτε καν να την αποχαιρετήσω, να τη φιλήσω για τελευταία φορά.
Δεν επέτρεψαν ούτε μια τελευταία αγκαλιά στη μάνα και στη μελλοθάνατη κόρη.
Δεν επέτρεψαν ούτε μια τελευταία αγκαλιά στη μάνα και στη μελλοθάνατη κόρη.
Έμεινα εκεί, καταμεσής του δρόμου, βουβή, να βλέπω το αυτοκίνητο - νεκροκρέβατο να παίρνει μακριά μου το παιδί μου, το αίμα μου, το σπλάχνο μου, τη ζωή μου.
Κόρη μου! Λατρεμένη μου κόρη!
Πήρα να κυνηγώ το αυτοκίνητο από πίσω. Δεν το προλάβαινα, τα χαλίκια μάτωναν τα γυμνά μου πόδια, μα εγώ συνέχιζα να τρέχω ξοπίσω του. Τριακόσια μέτρα μακριά, στο νεκροταφείο, σταμάτησε και έσβησε τη μηχανή του. Το σκοτάδι αραιό, μόλις που άρχιζε να αχνοφέγγει και η ησυχία νεκρική!
Και τότε, μέσα στη σιγαλιά, βρόντηξε ο πρώτος πυροβολισμός. Και ύστερα και δεύτερος και τρίτος.
11 Νοεμβρίου 1947!
11 Νοεμβρίου 1947!
Τα βόλια των άνανδρων φονιάδων καρφώθηκαν στο κορμάκι του παιδιού μου.
Μαρμάρωσα! Αγάντα, καρδιά μου! Πώς και δε σταματάς τους χτύπους σου. Πώς και αντέχεις ακόμα και τρέχεις προς το νεκρό σου παιδί;».