από




Βαριά δεν είναι η καλογερική, η βιομηχανία είναι

Τοτέμ (PsyClinic TactiX):
Τα έφερε όπως τα έφερε η ζωή, και μετά από 2 χρόνια (σχεδόν) ναυτεργάτης (από αυτά μπαρκαρισμένος τους 12 μήνες), επέστρεψα στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος, σε συνεργείο αυτή τη φορά, ελασματουργικές εργασίες, στην παλιά κι αγαπημένη μου ειδικότητα.

Σε διάφορες συζητήσεις, εδώ κι εκεί, και στην προετοιμασία της απεργίας την Τετάρτη, 17 Μαΐου, έφτασα σε ένα παράξενο συμπέρασμα: Πολλές φορές η φύση της δουλειάς είναι αυτή που οδηγάει από μόνη της στην ριζοσπαστικοποίηση.

Και αναλύω:
Μιλάω με κοπέλες που δουλεύουν σε γραφεία, με παιδιά που δουλεύουν σε αποθήκες, με “εξωτερικούς συνεργάτες” εταιριών, με παιδιά από όλες τις κάστες και όλες τις πάστες του οριζοντίως διχοτομημένου και μερικώς λοβοτομημένου (“εγώ δεν είμαι μάστορας, είμαι εργολάβος”) ελληνικού προλεταριάτου.
 Όταν ο άλλος σου λέει “σήμερα η μέρα στη δουλειά ήταν κόλαση. Σχεδόν για 2 ολόκληρες ώρες δεν είχαμε ερκοντίσιον!”, 
και συγκρίνεις την εμπειρία του με την πρώτη μέρα στην επισκευή μετά από 2 χρόνια, που 2 μανουβραδόροι ξεφορτώσανε 24 τόνους σαβούρα και ανεβάσανε 26 τόνους σίδερα, από τις 10 το πρωΐ και μετά μέσα στο λιοπύρι, που πιάνεις τη λαμαρίνα με το γάντι της δουλειάς και βγάνει φουσκάλες η παλάμη και η ψυχή σου, ε, όσο νά’ναι, έχει μια διαφορά.
Θυμάμαι την πρώτη δουλειά που πήγα ως εργολαβικός στην Ελευσίνα, στο ναυπηγείο. 
Στην κατασκευή του Νήσος Χίος (γιατί άμα θέλει το κράτος και οι κουφάλες οι εφοπλιστές, φτιάχνουμε κι εδώ βαπόρια). 
Κάποια Τετάρτη πρωί, με παίρνει τηλέφωνο ο γενικός γραμματέας τότε του συνδικάτου, και μου λέει 
“φύγε από εκεί που είσαι, πήγαινε στη δεξαμενή τη 2, και βρες τα παιδιά που δουλεύουν στον -Λωποδύτης Α’- (ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν έχουνε) και πες τους κράτει μέχρι να πληρωθούνε οι συνάδελφοί τους στη Σαλαμίνα”.
 Δηλαδή ο συγκεκριμένος εργολάβος είχε 3 δουλειές εκείνη την περίοδο. Οι εργαζόμενοι στην Ελευσίνα και στον Νέο Μώλο Δραπετσώνας είχαν πληρωθεί κανονικά την προηγούμενη Παρασκευή, αλλά στους εργαζόμενους που είχε στη Σαλαμίνα είχε δώσει έναντι και τους είχε πει ότι θα τους εξοφλούσε την Δευτέρα. Η Δευτέρα έγινε Τρίτη, η Τρίτη είχε ήδη γίνει Τετάρτη και αποφάσισε το συνδικάτο να προχωρήσει σε επίσχεση, μέχρι να εξοφληθούν οι συνάδελφοι που είχαν διαφορές. 
Πάω κι εγώ στον εργοδηγό τον δικό μας, του λέω “Γιάννη, πάω μέχρι τη 2 να ενημερώσω τους συναδέλφους στον -Λωποδύτης Α’- για κράτει, κόψε μου την ώρα που θα λείπω”. 
Μου λέει ο εργοδηγός “άντε ρε πήγαινε που θα σου κόψω και την ώρα! 
Αφού είναι για δουλειά του σωματείου!”. Πρώτο σοκ. Είχα ξαναδουλέψει στη ζώνη, μια φορά στη μετασκευή του Aqua Jewel στα Ναυπηγεία Λάμδα, και σε ένα καρνάγιο πιτσιρικάς, καλοκαίρι, πριν φύγω για Πάτρα για σπουδές. Δεν μου είχε ξανατύχει να πέσω σε κινητοποίηση/κράτει/απεργία. 
Φεύγω κι εγώ που λες, κουνιστός και λυγιστός, και πάω στην δεξαμενή 2. 
Σκαρφαλώνω στο καράβι, ψάχνω από εδώ, ψάχνω από εκεί, “που είναι ρε παιδιά οι -Λωποδύτης Α’-;”, “πήγαινε από εκεί, θα τους βρεις κατάπλωρα”, πάω και τους βρίσκω. 6 πόστες, 3 τσιμπίδες κι ένας εργοδηγός. “Συνάδελφοι, έχουμε κράτει” λέω. 
Με κοιτάει ο εργοδηγός με ύφος γιαγιάς-τίνος-είσαι-συ και με ρωτάει “Ποιος το είπε;”. 
Λέω κι εγώ “Με πήρε τηλέφωνο ο Κώστας, ο γραμματέας του συνδικάτου”, και γυρνάει ο ίδιος ο εργοδηγός και λέει στους υπόλοιπους “Πάμε παιδιά, κράτει” και κατεβαίνουν από το καράβι μονομιάς. 
Πήγανε κι αράξανε κάτω από το γερανό, άλλοι με καφέ, άλλοι με κολατσό, 2-3 βγάλανε τα σύνεργα από τις τσάντες τους κι αρχίσανε και το ψάρεμα. 
Αφού φεύγω και γυρνάω στο Χίος, μετά από κάνα μισάωρο, βλέπω να έρχεται ο εργοδηγός του -Λωποδύτης Α’-. “Ψηλέ,” έρχεται κοντά, “για πες ρε, γιατί κάνουμε κράτει εμείς και οι υπόλοιποι δουλεύουν;”. 
“Ο δικός σου έχει τα παιδιά που δουλεύουν στη Σαλαμίνα 3η μέρα με έναντι, είχε πει θα τους ξοφλούσε τη Δευτέρα.” του εξηγώ. 
“Α, τον αρχίδα!” μου απαντάει! “Καλά του κάνουμε! Να πα να γαμηθεί ο καραγκιόζης!”. “Ρε,” του λέω, “μη φύγετε. Άμα πάει λεφτά στη Σαλαμίνα και τους ξοφλήσει θα σας ενημερώσουμε να ξαναανεβείτε για δουλειά”. “Ναι, ναι, από εκεί θα είμαστε, αλλά σιγά μην πληρώσει το κάθαρμα!” μου είπε και έφυγε.

Αυτή η εμπειρία, στα μετέπειτα 11 χρόνια μου στις επισκευές, έχει επαναληφθεί δεκάδες φορές. 
Και φιλοσοφώ ότι αν οι συνάδελφοι δεν δουλεύανε σε τόσο αντίξοες συνθήκες, μέσα σε αμπάρια με 50, 60 κι 70 βαθμούς θερμοκρασία, με λιωμένα σίδερα να καίνε μέχρι και τα κάκαλά τους, με μια φύση δουλειάς τόσο εξουθενωτική, δεν θα το είχαν τόσο εύκολο το “είπε το συνδικάτο κράτει, όλοι κάτω”.

Και στην τελική, αν αυτοί οι εργαζόμενοι σαν φουρνιά έχουν 10 κατακτήσεις σαν κλάδος, μέχρι και η προηγούμενη γενιά από τη δική μου, έτοιμα τα βρήκε. Κι εμείς με τις 100άδες μηνύσεις ο καθένας,
 με τα 100άδες δικαστήρια, με τις 100άδες κινητοποιήσεις και συγκρούσεις με την εργοδοσία και τους φασιστομπράβους της, δεν έχουμε καν φτάσει στο νυχάκι αυτών που προηγήθηκαν. 
Που έδωσαν πραγματικούς αγώνες στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη, για το ωράριο, για την υπερωρία, για την ασφάλεια και την υγιεινή. 
Σε εποχές που αν έκανες ότι κατέβαινες από το καράβι στην ώρα σου και δεν καθόσουν παραπάνω, σε τσίμπαγαν οι χωροφυλάκοι, σε πηγαίνανε σε ένα μπουντρούμι πάνω από τη Λιοσίων, σε δέρνανε όλο το βράδυ, και σε πηγαίνανε 6μιση-7 το πρωί πάλι στο λιμάνι και σε ξεφορτώνανε με τις μελανιές και τα αίματα για να ξαναπάς για δουλειά. 
Και κάποιοι τότε δώσανε το αίμα τους, τις σπασμένες μύτες τους, τις φαλτσετιασμένες πατούσες τους, τα βασανιστήρια που τους κάνανε στην θέληση και στο κορμί, δώσανε όλο τους το είναι για να επικρατήσει το δίκιο του εργάτη. Θυσιάσανε τις ζωές τους τις ίδιες για να τα βρούμε εμείς έτοιμα.

Ε, δεν γίνεται να μη σου γίνει αυτό το πράγμα συνείδηση στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη. 
Δεν γίνεται να μη σου γίνει αυτό το πράγμα συνείδηση στην ΠΕΜΕΝ και στο Στέφενσων. 
Δεν γίνεται να μη σου γίνει αυτό το πράγμα συνείδηση συνείδηση στους Οικοδόμους της Αθήνας. 
Το “με αγώνες τιμάμε τους νεκρούς μας” δεν είναι συνθηματάκι ή στιχάκι ή παροιμία. 
Είναι χρέος. 
Είναι πιο μεγάλο χρέος από κάθε προσωπική ανάγκη. Τα μαθαίνεις αυτά στο πρώτο μεροκάματο, στην ώρα του καφέ. 
Μπορεί πιο απλοϊκά, και με λιγότερη ιστορικοπολιτικοκοινωνική ανάλυση. Μπορεί και με μια ατάκα μόνο, “εδώ που ήρθες μικρέ, το συνδικάτο και τα μάτια σου, γιατί χωρίς το συνδικάτο δεν είσαι τίποτα!”

Αυτή η συνείδηση λείπει στην νέα φουρνιά της εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Στα παιδιά που δουλεύουν ωρομίσθια στα Αλού Φαν Παρκ και τα Βίλατζ Σίνεμαζ. 
Στα παιδιά που πουλάνε κινητά τηλέφωνα με το ύφος της Κάρολ από το Walking Dead όταν το παίζει άκακη γριούλα για να παραμυθιάσει τους αντίπαλους κανίβαλους. 
Αυτή η συνείδηση είναι που κάνει τη συμμετοχή στις απεργίες στη Ζώνη και στους Ναυτεργάτες 99,7% και σε κλάδους σαν τους (πχ) εργαζόμενους στο τμήμα μάρκετινγκ εισαγωγικών εταιριών περιφερειακών μηχανημάτων για υπολογιστές, 0,3%.

Και για να καταλήξω κάπου και να βγει και κάποιο νόημα…
Το ξέρω ότι η φύση της δουλειάς σου δεν βολεύει, αλλά για φαντάσου ρε συνάδελφε, εσύ που την Τετάρτη σκέφτεσαι να πας για δουλειά επειδή “στον όροφό σου δεν θα απεργήσει κανένας, μόνο αυτή η τρελή με το Ριζοσπάστη”,
για φαντάσου…
Σε 40 χρόνια από τώρα, που θα έχεις δει μέχρι και εγγόνια, φαντάσου να σε συζητάνε στο ΣΕΤΗΠ (πχ), όπως συζητάμε τώρα εμείς, στη Ζώνη στο Πέραμα, τους μεταλλεργάτες που αγωνιζόντουσαν επί εμφυλίου και επί χούντας. 
Γιατί αν αγωνιστείς για τα δικαιώματά σου και για την επόμενη γενιά, ίσως να το καταφέρεις.
Αν όμως κάτσεις στ’αυγά σου 
για ακόμα μια φορά, όπως πάντα, δεν θα το καταφέρεις σίγουρα.