– γιατί τότε δεν μπορεί, θ’ ακολουθήσουν και τα ραμολιά οι γονείς- λέμε το κέρδος σου να το κάνουμε σχολεία, βιβλία, νοσοκομεία, σπίτια, δρόμους και πλατείες, δουλειές για όλους και να ‘χουμε και κάτι για τα γεράματα.
Να το κάνουμε και τέχνη, ώστε να μπορεί η Δήμητρα να δημιουργεί απρόσκοπτα κι όχι εξαρτώμενη από κάποιον παραγωγό, έστω κι αν είναι “έξυπνος”.
Και το κοινό, εκπαιδευμένο ως προς το θέατρο, να ‘χει το αντίτιμο να παρακολουθήσει το έργο.
Δεν θα ‘ναι καλύτερα, ρε Δήμητρα; Και να ‘σαι κι εσύ μαζί μας!
“Ξεφυλλίζοντας” το Google, έπεσα στο Bovary.gr.
Η Madame Bovary είναι το αριστούργημα του Gustave Flaubert. Έχουμε και το σύνδρομο Μποβαρύ, καθώς και τον μποβαρισμό.
Καμία σχέση το σάιτ με τον Φλωμπέρ. Ομολογώ πως δεν συνέλαβα ακριβώς την ταυτότητά του. Λίγο τι προστάζει ο Dior για τις βλεφαρίδες, τα φίνα γαλλικά εσώρουχα Eres (αυτό να το ψάξω λίγο γιατί χρωστάω δώρο), άλλα εσώρουχα της Viktoria’s Secret, κάτι από Τζούλια Ρόμπερτς και Όπρα Γουίνφρεϊ, 5 αντιφλεγμονώδεις τροφές και άλλα τέτοια.
Και μια εκτεταμένη συνέντευξη της Δήμητρας Παπαδοπούλου.
Να ξεκαθαρίσω κάτι απ’ την αρχή: Την Κα Παπαδοπούλου την “πάω”.
Μου αρέσει ως ηθοποιός, ως κειμενογράφος, ως σκηνοθέτης. Έχω παρακολουθήσει σχεδόν όλες τις δουλειές της και με τις τρεις ιδιότητες.
Ακόμη και σήμερα, αρκετές φορές, κοιμάμαι με επεισόδια από το «Σ’ αγαπώ-μ’ αγαπάς». Η γραφή της Δήμητρας σε προϊδεάζει, πως λίγο πριν γράψει κάτι, ήταν κρυμμένη κάπου στο σπίτι σου κι αναδεικνύει, αποτυπώνει και σχολιάζει έξοχα και με έξυπνο χιούμορ την δική σου καθημερινότητα.
Και μιας, καθώς λέει στη συνέντευξη, ξεκίνησε να γράφει στο μάθημα με την «Ιθάκη» του Καβάφη, κατάφερε με την πολύπλευρη δουλειά της να βρίσκει «καινούργιους τόπους και άλλες θάλασσες». Δεν φοβήθηκε «τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας», επισκέφθηκε «λιμένας πρωτοειδωμένους» κι «εμπορεία Φοινικικά» κι απόκτησε – και πρόσφερε «καλές πραγμάτειες», «σεντέφια και κοράλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους».
Και την ζωή της κι είναι σπουδαίο αυτό, δεν την εξευτελίζει «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες», δεν την εκθέτει «στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία, ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική».
Διαβάζοντας απόλαυσα, λοιπόν, την συνέντευξη (την οποία και συνιστώ), από όπου αναδεικνύεται ένας σοβαρός, ικανός, έξυπνος και με χιούμορ, αντισυμβατικός άνθρωπος. Ωστόσο είχα απορίες σε τρία σημεία:
«Θυμάμαι, όταν είχε βρει ένα πάκο Καθοδηγητές της ΚΝΕ στο δωμάτιό μου, τους οποίους έπρεπε να πουλήσω – αλλά ντρεπόμουν να βαράω τις πόρτες και να λέω πάρτε, με ρώτησε τι κάνω, τι ψάχνω. Και του είπα ότι θέλω να αλλάξω τον κόσμο».
Για να λέμε την αλήθεια, εδώ μπερδεύτηκα πλήρως. Τι κάνανε ένας πάκος καθοδηγητές στο δωμάτιο της Δήμητρας; Πάκος με καθοδηγητές;
Τέτοια μονάδα μέτρησης… καθοδηγητών, δεν την είχα υπ’ όψιν μου.
Η αλήθεια είναι πως συναντά κανείς στη ζωή του αρκετούς καθοδηγητές. Χρειαζούμενους και αχρείαστους.
Πολλοί από δαύτους προσομοιάζουν, στην προσκόλληση και στην επιμονή, με… ασφαλιστές.
Σε κάθε εκδήλωση και βήμα στη ζωή σου. Φύονται παντού. «Κάνε αυτό, αλλά όχι το άλλο», «Κάνε το έτσι κι όχι αλλιώς», «αυτό μην το κάνεις καθόλου, το άλλο κάνε το λίγο και το τρίτο απόφυγέ το».
Απαντώνται σε οποιαδήποτε πτυχή της κοινωνίας. Και συνήθως είναι πανταχού παρόντες. Ανά ένας, αλλά και περισσότεροι. Καθοδηγητές αυτόκλητοι συνήθως αλλά και εντελλόμενοι. Περί παντός επιστητού. Καθοδηγητές για σοβαρά ζητήματα, αλλά και για ψύλλου πήδημα.
Σοβαροί, αλλά και «χέσε ψηλά κι αγνάντευε». Καθοδηγητές για την επανάσταση (που σε τελευταία ανάλυση είναι αναγκαίοι) αλλά και άλλοι για να μην την κάνεις. Χώρια που καθοδηγητής είναι μια τέχνη. Πρέπει να γνωρίζει, να έχει να πει, αυτό που θα πει να είναι ουσιώδες, να κατέχει την τέχνη του πως να το πει και πάνω απ’ όλα να πείθει. Τέλος πάντων.
Ξέρω κάποιον που έχει από τους καλούς, τους χρειαζούμενους 5!
Τα δύο του παιδιά που όντας στρατευμένα στον ταξικό αγώνα τον ενημερώνουν, του δίνουν κουπόνια και προσκλήσεις για διάφορες συγκεντρώσεις κι εκδηλώσεις και θεωρούν, εν γένει, πως χρήζει επισταμένης καθοδήγησης, ίσως και περίθαλψης. Έχει και τον καθοδηγητή της απογευματινής δουλειάς του. Και τον άλλο της πρωινής. Κι έναν πέμπτο της συνοικίας του. Παίρνει κουπόνια απ’ όλους, πληροφορείται πεντάκις καθ’ εκάστην και τρέχει σε πέντε αναλύσεις. Βάλτε τώρα πως, έτσι κι αλλιώς, γνωρίζοντας καλή ανάγνωση ενημερώνεται κι από μόνος του, καταφέρνει να αποστηθίζει κάθε θέμα.
Το εκνευριστικό, απ’ ότι μου εξομολογείται, είναι όταν παίρνουν, εν σειρά, τηλέφωνο για κάποια συγκέντρωση. Ειδοποιείται από πέντε κι άντε να μην πάει. Έλα όμως που καλείται να παρευρεθεί σε πέντε διαφορετικές προσυγκεντρώσεις ταυτοχρόνως! Τελευταία έχει βρει κόλπο να τους ανταποδίδει το βασανιστήριο. Μόλις μαθαίνει για κάτι ή προλαβαίνει ο γρηγορότερος καθοδηγητής, παίρνει τους υπόλοιπους αυτός και τους… ειδοποιεί.
Για να επανέλθω όμως, σε δωμάτιο και μάλιστα ένα πάκο από καθοδηγητές, δεν είχα ακούσει ποτέ. Όσο μεγάλο και να ‘ναι το δωμάτιο, πόσοι να μαζευτούν; Και γιατί; Και σε… πάκο, τι θα πει;
Άρα, κάτι άλλο συνέβαινε. Μετά από πολύωρη σκέψη κατέληξα πως η Δήμητρα, ορθώς, αναφέρθηκε σε πάκο από «Οδηγητές» αλλά η συνεντευξιάζουσα αγνοώντας εξ ολοκλήρου τον έναν αλλά και τους περισσότερους Οδηγητές, κάτι έπιασε σε …δηγητές, ΚΝΕ είναι θα σκέφτηκε, κότσαρε το «καθοδηγητές», που προφανώς τους φαντάζεται ως κάτι που πακετάρεται κι ησύχασε.
Πρέπει να έγινε, περίπου, όπως με τον καπετάνιο και το κουφό τζίνι:
Απελευθέρωσε το τζίνι ο καπετάνιος κι αυτό του ζήτησε να του πραγματοποιήσει μιαν ευχή. Είπε την ευχή ο καπετάνιος, αλλά κουφό το τζίνι – παράκουσε κι έτσι βρέθηκε με… μούτσο 50 εκατοστά.
Όσο για το ότι ντρεπόταν, το έχω ζήσει κι εγώ. Την πρώτη φορά που βγήκα για Οδηγητή στον Ταύρο – ήταν ’75, είχα τόσο τρακ και συστολή που δεν άκουγα τη φωνή μου. Την όλη κατάστασή μου επιβάρυνε το ότι, στη γειτονιά που μου έλαχε, θα χτυπούσα και στην Αργυρούλα, που ‘ταν ο μεγάλος μου αλλά – φευ ανικανοποίητος έρωτας, από την εποχή του… κατηχητικού. Όχι πως ήμουν χριστιανός, αλλά μια που πήγαινε αυτή ακολούθησα κι εγώ – ματαίως όμως.
Δυστυχώς, καθώς ετοιμαζόμουν να μπω στην είσοδο της πολυκατοικίας της Αργυρούλας φορτωμένος με τους Οδηγητές, τα άγχη μου και τις συστολές μου, με σταμάτησε εκείνος ο… συμπαθής κύριος που με παρακολουθούσε από ώρα κι έφαγα ένα τρίωρο στην Ασφάλεια. Από τότε θύμωσα και δεν ξαναντράπηκα. Μπορώ να πω μάλιστα, πως η νεολαιίστικη εφημερίδα, στάθηκε πραγματικός οδηγητής στο δρόμο μου. Αλλά με ξανάπιασαν Την επόμενη βδομάδα βγήκαμε για αφισοκόλληση κι εγώ φύλαγα τσίλιες. Αφαιρέθηκα όμως, χαζεύοντας κάπου κι όταν μας την έπεσε το περιπολικό, δεν σφύριξα ως όφειλα. Πάλι μέσα και μετά οι σύντροφοι με απέφευγαν ως «γκαντέμη».
«Αν αλλάξουμε εμείς θα ‘χει και μια ελπίδα ο κόσμος. Κι αν το κάνει αυτό ο καθένας μας και επαναστατήσει απέναντι στην καθεστηκυία τάξη, που μας κρατάει κάτω, θα μιλούσαμε για έναν άλλον κόσμο».
Καλά κάνω και τη συμπαθώ. Αλλαγή, επανάσταση και μάλιστα απέναντι στην καθεστηκυία τάξη. «Το ‘χει»! Αλλά κατά μόνας!
Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Θα πηγαίνουμε με τη σειρά σε κάθε εκπρόσωπο της αστικής τάξης και θα επαναστατούμε… αρκούντως.
Και ποιος θα καθορίζει τη σειρά; Και με τι σειρά προτεραιότητας;
Αν πάμε αλφαβητικά άντε να ‘ρθει το «Κ».
Μπα! Καλύτερα θα ‘ναι να επιλεγούμε με μέτρηση του ταξικού μας μένους. Τότε μάλλον θα προηγηθώ κατά μερικές χιλιάδες. Αλλά και ποιος και πώς θα το μετρήσει;
Και πώς θ’ αλλάξουμε εμείς αν δεν αλλάξει αυτό που μας έφτιαξε τέτοιους, για να μην πω και χειρότερους; Να θυμηθώ άμα την γνωρίσω, να την ρωτήσω.
«Από την ΚΝΕ έφυγα άρον-άρον. Στα 22 μου ήξερα ότι δεν πάει από εκεί ο δρόμος και δεν ξαναπήγα σε νεολαίες».
Εγώ πάλι, έμεινα. Πέρασαν τα χρόνια και σήμερα – έξι χρόνια μεγαλύτερος από την Δήμητρα (δηλαδή, πάντα ήμουν έξι χρόνια μεγαλύτερός της),
θεωρώ πως αν δεν είχε υπάρξει η ΚΝΕ θα έπρεπε να την ανακαλύψουμε.
Να φανταστείτε, πως θα ‘πρεπε όλα τα παιδιά να φοιτούν σώκλειστα για ένα διάστημα σ’ αυτήν.
Βέβαια μπορεί κάποια να έβγαιναν… Λοβέρδοι και Κατρούγκαλοι, αλλά τα πολλά θα σωθούν και που ξέρεις;
Μπορεί αργότερα να σώσουν και τους υπόλοιπους.
Το φαντάζεστε ένα εκατομμύριο Κνίτες
(καλά λέμε και καμιά μ@λ@κί@)
με τους γονείς τους – γιατί τότε δεν μπορεί, θ’ ακολουθήσουν και τα ραμολιά οι γονείς, να πάνε στον αστό και να του πουν: Τέρμα «φίλε», μέχρι εδώ ήτανε, λέμε το κέρδος σου να το κάνουμε σχολεία, βιβλία, νοσοκομεία, σπίτια, δρόμους και πλατείες, δουλειές για όλους και να ‘χουμε και κάτι για τα γεράματα.
Να το κάνουμε και τέχνη, ώστε να μπορεί η Δήμητρα να δημιουργεί απρόσκοπτα κι όχι εξαρτώμενη από κάποιον παραγωγό, έστω κι αν είναι “έξυπνος”.
Και το κοινό, εκπαιδευμένο ως προς το θέατρο, να ‘χει το αντίτιμο να παρακολουθήσει το έργο.
Δεν θα ‘ναι καλύτερα, ρε Δήμητρα; Και να ‘σαι κι εσύ μαζί μας!