ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

Η "ΓΡΙΑ" ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ ΤΟΥ #ΣΠΥΡΟΥ_ΜΕΛΕΤΖΗ






Από Δημήτρης Τάκης

Μια μέρα είχα πάει σ’ ένα κοντινό χωριό που λέγεται Στένωμα.
Σ’ αυτό το χωριό ήταν εγκατεστημένο το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ και τράβηξα κάτι φωτογραφίες. Όταν γύριζα πίσω στη Βίνιανη νωρίς το απόγευμα, βρήκα στο δρόμο μια ομάδα γυναικών που ξεκουράζονταν σε μια βρύση που βρίσκεται πριν από τη Βίνιανη. Να ένα ωραίο θέμα, είπα μέσα μου. Θα φωτογραφίσω αυτές τις γυναίκες με τις ζαλίγκες τους μόλις ετοιμασθούν να ξεκινήσουν. Τις πλησίασα και τις χαιρέτισα κατά τον συνηθισμένο τρόπο:
- Γεια σας συναγωνίστριες...
- Γεια σου συναγωνιστή
- Από πού έρχεσθε;
- Από τη Νεράιδα -συναγωνιστή
Κι όταν άκουσα πως ερχόταν από το χωριό Νεράιδα κι είχανε περπατήσει έτσι φορτωμένες πέντε ώρες, άρχισαν πάλι οι τύψεις να με βασανίζουν. Πέντε ώρες πορεία και φορτωμένες έτσι. Ε, αυτό πια πώς να το χωρέσει ο νους μου…
Ανάμεσά τους ξεχώριζε μια γριά (είναι αυτή που έχω στο λεύκωμά μου με την κασόνα ζαλίγκα). Αυτή τράβηξε πιο πολύ την προσοχή μου, οι άλλες ήταν νέες, και την ρώτησα τότε:
- «Καλά, εσύ συναγωνίστρια, δεν έχεις κανένα δικό σου, καμιά κόρη, καμιά αγγόνα, να ερχόταν εκείνη “αγγαρεία”, παρά φορτώθηκες εσύ γριά γυναίκα αυτή την κασόνα και περπάτησες τόσες ώρες.»
Να τι μ’ απάντησε εκείνη η Ευρυτάνα γυναίκα:
- «Έχω συναγωνιστή, και κόρες κι αγγόνες, αλλά όλες πήγανε σήμερα “αγγαρεία”.
Αγώνας είναι αυτός συναγωνιστή, αγώνας. Αν τον κερδίσουμε τα κερδίσαμε όλα, κι όταν τον χάσουμε τα χάνουμε όλα».
Βούρκωσαν τα μάτια μου κι άθελα άρχισαν να κυλάν τα δάκρυα. Καμώθηκα πως ήθελα να πιω νερό και πήγα κοντά στη βρύση. Πλύθηκα για να κρύψω τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό μου και να πάρω λίγο κουράγιο. Και χίλια κανόνια να έπεφταν με μιάς ίσως θα μπορούσαν να τ’ αντέξουν τ’ αυτιά μου. Μα τούτα τα λόγια της Ευρυτάνας γριάς ήταν αδύνατο να τ’ αντέξω.
Την ίδια στιγμή σαν να βρισκόμουνα σε έκσταση ή έβλεπα ένα θάμα, άρχισε εκείνη η γυναίκα με την κασόνα ζαλίγκα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να γίνεται στοιχειό και δράκαινα, να ξεπερνά τις κορφές του Βελουχιού και ν’ ανεβαίνει στα μεσούρανα.
Μέσα στο νου μου αυτή η γυναίκα έλαμψε και φωτίστηκε και στάθηκε μπροστά μου επιβλητική, μεγαλόπρεπη, ακατάλυτη. Κι εγώ μπροστά της ένας νάνος, ένα τίποτε. Την έβλεπα και δεν τη χόρταινα. Να, έλεγα, αυτή είναι η Ελλάδα, βουνήσια Ελλάδα, που αγωνίζεται και μάχεται για τη λευτεριά.
Ήθελα να τρέξω κοντά της, να την αγγίξω, να πάρω κι εγώ δύναμη, να πάρω κουράγιο να γεμίσω την ψυχή μου με πίστη και θάρρος, με αυτοπεποίθηση για να μπορώ να πράξω κι εγώ κάτι. Μα δεν είχα ούτε μια στάλα δύναμη. Τα πόδια μου λες κι είχαν κολλήσει σε λάσπη ή είχαν ριζώσει μεσ’ στη γη, δεν μπορούσα να τα κουνήσω και έτσι καρφώθηκα στο ίδιο μέρος και την κοίταζα αμίλητος και σαν υπνωτισμένος. Και μόνο όταν σηκώθηκαν και οι άλλες κοπέλες με τις ζαλίγκες τους και μούπαν
«Γεια σου συναγωνιστή»,
τότε συνήλθα. Τότε τις φωτογράφισα κι έφυγα ντροπιασμένος.
Σπύρος Μελετζής




Σαν σήμερα (χτες 20/1) το 1906 Γεννιέται ο Σπύρος Μελετζής, ο φωτογράφος της Εθνικής Αντίστασης.
Το 1943 - '44 ο πρύτανης της φωτογραφίας βρέθηκε στα βουνά μαζί με τους αντάρτες και το 1986, σε εκδήλωση που διοργάνωσε το ΚΚΕ προς τιμήν του, ο Σπύρος Μελετζής είχε πει για εκείνη τη δουλιά του: «Αν μπόρεσα να ανταποκριθώ σ' αυτό που μου ανέθεσε το Κόμμα, δεν ξέρω. Ισως, ναι. Ισως, όχι. Η εποχή ήταν δύσκολη. Δεν υπήρχαν τα μέσα. Υπήρχε όμως πολύς ενθουσιασμός. Μεγάλη πίστη και αγάπη στα ιδανικά του αγώνα. Κρατώ και σήμερα αυτή την πίστη και αυτή την αγάπη».
Το Γενάρη του 1994, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Φωτογράφων ανακήρυξε τον Σπύρο Μελετζή επίτιμο πρόεδρό της, σε μια εκδήλωση που συνδιοργάνωσε με την Ενωση Καλλιτεχνών Φωτογράφων. Το Νοέμβρη του 1994, έγινε στην Αθήνα έκθεση αφιερωμένη στο έργο του. «Οσοι την είδαν - είπε τότε ο Νίκος Καραντηνός - έτρεφαν τα μάτια τους, γνωρίζοντας μια Ελλάδα της Αντίστασης με το φωτογραφικό μάτι του Σπύρου Μελετζή. Ολο αυτό το υλικό το υπερασπίστηκε, το έκρυψε στα φυλλοκάρδια του και μας το παρέδωσε ως παρακαταθήκη για κληρονομιά».
Τον Ιούλη του 1945, ο Σπύρος Μελετζής έθαψε στον τοίχο της κουζίνας του σπιτιού του και στο ταβάνι 2.200 περίπου φιλμ από την Αντίσταση και τα Δεκεμβριανά. Τριάντα χρόνια αργότερα, με μεγάλη αγωνία για το τι είχε απομείνει, ξανάβγαλε στο φως όλον αυτόν το θησαυρό ανέπαφο και τον παρέδωσε στον Ελληνικό λαό

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Η Semina Digeni είναι με τον Thymios Kalamoukis #1η_το_2025_στον_Ριζοσπάστη

 

Ο Thymios Kalamoukis επιτέλους σπάει τη σιωπή του!

Ο χρήστης Semina Digeni είναι με το χρήστη Thymios Kalamoukis. · 

Η πρώτη συν/ξη που κάνω το 2025 στον Ριζοσπάστη είναι με τον Θύμιο Καλαμούκη. Τίτλος: "Στο ΚΚΕ έχω εμπιστευτεί την καρδιά μου"
***Σύμφωνα με το λεξικό, «Ελληνοφρένεια» σημαίνει «χαρακτηριστική ελληνική σχιζοφρένεια, ίσως και με την ευρύτερη έννοια η τρέλα και το χάος». Σύμφωνα με τους δημιουργούς της ομώνυμης - μακροβιότερης και δημοφιλέστερης - εκπομπής του ελληνικού ραδιοφώνου, «η Ελληνοφρένεια είναι νόσος που παρατηρείται κυρίως σε Ελληνες. Συνήθως τα άτομα με Ελληνοφρένεια έχουν πολιτικές ψευδαισθήσεις, παρανοϊκές ιδέες και αποδιοργανωμένη ομιλία και σκέψη, γεγονός που τους δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην κοινωνικοπολιτική τους αλληλεπίδραση. Είναι κληρονομική νόσος και γιατρεύεται μόνο με εντατική μελέτη της Ιστορίας».
●Εμείς σήμερα δίπλα σε αυτήν τη λέξη βάζουμε το όνομα του Θύμιου Καλαμούκη. Ενός ευφυούς δημιουργού, με απίστευτο ταλέντο στην αποδόμηση και στην ανελέητη σάτιρα κυβερνήσεων, μεγαλοπαραγόντων, τηλεμαϊντανών, φαιδρών σωτήρων, όποιων κατέχουν εξουσία και έχουν δημόσιο λόγο.
Το 2025 λοιπόν ξεκινάει με μια απολαυστική συνέντευξη του αντιστάρ - μετρ της καθημερινής εύστοχης - καυστικής ραδιοφωνικής σάτιρας, με πρωταγωνιστές τους «διαμορφωτές» της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.
*****
●-- Σε έναν μήνα η «Ελληνοφρένεια» γίνεται 26 χρόνων. Ξεκίνησε ως ένθετο σε πρωινή ζώνη και έφτασε να γίνει αγαπημένη εμμονή μας. Ποια εμμονή σας αγαπάτε περισσότερο ο Αποστόλης Μπαρμπαγιάννης και εσύ;
-- Αγαπημένη μας εμμονή είναι η προσπάθεια γελοίων ανθρώπων να μας πείσουν ότι είναι σοβαροί. Το συναντάμε κυρίως σε πολιτικούς, αλλά και σε άλλους χώρους (καλλιτέχνες, δημοσιογράφους κ.λπ.). Το βλέπουμε καθημερινά σε τηλεοπτικά πάνελ αλλά και στη Βουλή. Κενοί άνθρωποι, χωρίς άποψη και νόημα ύπαρξης, να καμώνονται τους σημαντικούς επειδή έτυχε ένας πρωθυπουργός να τους διορίσει σε μια σημαντική θέση. Κωμωδία. Πολλούς από αυτούς τους ξέρουμε και προσωπικά, όποτε βλέποντάς τους η κωμωδία γίνεται ξεκαρδιστική. Και σε αυτήν την κατηγορία, όχι, δεν ανήκει ο Αδωνις ή τα υπόλοιπα πρώτα ονόματα της «διασκέδασης», όπως πολλοί θα σκεφτήκατε. Εμμονή έχουμε με αυτούς που συστήνονται ως σοβαροί ενώ ξέρουμε ότι είναι γελοίοι, όχι με το αντίθετο.
●-- Το 2024 για ποιο γελοίο θέμα - θέαμα - πρόσωπο θα το θυμάσαι;
-- Το πιο γελοίο, νομίζω, ήταν το τελευταίο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί που ο Αντώναρος (!) ως αριστερός έπαιζε μπουνιές με τους «συντρόφους» του, εκεί που δάκρυσε η Τζάκρη γιατί την απέκλεισαν. Εκεί που όλοι αυτοί οι αναθεωρητές, που χρόνια τώρα κατηγορούν το ΚΚΕ ως αντιδημοκρατικό κόμμα, πέταξαν έξω τον Κασσελάκη, γιατί αν κατέβαινε θα έβγαινε. Εκεί που κλείδωσαν στον εξώστη του σκυλάδικου τους μισούς συνέδρους, χωρίς να μπορούν να πάρουν μέρος στη διαδικασία. Ολο αυτό, νομίζω, ήταν η πιο διασκεδαστική στιγμή του 2024, αντάξια κατάληξη ενός φαιδρού κόμματος, που δέχτηκε να παίξει τον βρώμικο ρόλο από το 2015 και μετά.
■«Θράσος, αναισθησία και έπαρση στη συγκάλυψη των Τεμπών»
-- Και το πιο αποκαρδιωτικό, που δεν ξεχνιέται;
-- Το πιο αποκαρδιωτικό θέαμα ήταν ο τρόπος που τα κυβερνητικά στελέχη αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν τους συγγενείς των θυμάτων από το έγκλημα στα Τέμπη. Με πόση ευκολία λένε, σε γονείς που τους σκοτώσανε τα παιδιά τους, παχιά λόγια. Οπως όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης μέσα στη Βουλή γύρισε προς τα έδρανα των συγγενών και τους είπε: «Σας κοιτώ στα μάτια και σας λέω την αλήθεια: Ουδέποτε δόθηκε εντολή συγκάλυψης. Και αυτήν την αλήθεια δεν μπορείτε να την αμφισβητήσετε». Πόσο θράσος, πόση αναισθησία, πόση έπαρση πρέπει να έχεις για να ζητάς από αυτούς τους γονείς να μην αμφισβητούν τα όσα ισχυρίζεται ο ίδιος (!), όταν όλοι βλέπουμε τη συγκάλυψη που επιχειρούν με πάμπολλους τρόπους.
●-- Αναρωτιέμαι τι είναι πιο δελεαστικό για σένα: Ο σαρκασμός των καθημερινών καταστάσεων, η φαιδρότητα των πρωταγωνιστών της εξουσίας ή η ανάδειξη των ευθυνών του λαού στην επιλογή κυβερνήσεων και προσώπων;
-- Ολα τα παραπάνω. Επειδή όμως κλείνουμε ήδη τα 26, αυτό που πάντα αλλά και σήμερα με εντυπωσιάζει είναι το κριτήριο του λαού. Η αισθητική του, ο αυτοσεβασμός του, η μη γνώση των σημερινών καταστάσεων, η μη συνειδητοποίησή του (μέσα εδώ και η ταξική συνειδητοποίηση), η ασθενής μνήμη του, και κυρίως «η αγάπη για τα παιδιά του». Πόσες φορές ακούμε τη φράση «αγαπάμε τα παιδιά μας και θέλουμε να τους παραδώσουμε μια καλύτερη χώρα»; Συγγνώμη, αλλά αν αγαπάς τα παιδιά σου δεν επιλέγεις Νέα Δημοκρατία. Δεν επιλέγεις ΣΥΡΙΖΑ το 2015, δεν επιλέγεις αυτούς που πάνω απ' όλα βάζουν τις τράπεζες και αν χρειαστεί θα ξεπουλήσουν ίσως και τα παιδιά σου στο μέλλον. 'Η δεν βλέπουν την απάτη ή δεν τους ενδιαφέρει. Ολο αυτό είναι δελεαστικό αντικείμενο μελέτης.
-- Ποιος σας δίνει τη μεγαλύτερη έμπνευση στη Βουλή και γιατί; Ποιος ή ποια δεν αντέχεται και ποιον ή ποια δεν χορταίνετε να παρακολουθείτε;
-- Εμπνευση μας δίνουν οι ομιλίες του Αλέξη Τσίπρα για τα φλέγοντα θέματα της καθημερινότητας των πολιτών. Ως πρώην πρωθυπουργός, έχει τη γνώση και την εμπειρία, την οποία μεταλαμπαδεύει σε κάθε του ομιλία στο Κοινοβούλ... Τι εννοείς δεν έχει μιλήσει στη Βουλή; Πρώην πρωθυπουργός και δεν έχει μιλήσει; Είναι στη φαντασία μας; Και εμείς τότε από πού παίρνουμε έμπνευση; Από τη φαντασία μας; Τέλος πάντων. Για να το λέτε, μάλλον θα έχετε δίκιο.
Πάντως είναι εντυπωσιακό που πρώην πρωθυπουργοί - Καραμανλής, Σημίτης, Τσίπρας - δεν έχουν μιλήσει στη Βουλή για τα θέματα που διαχειρίστηκαν. Θέλουν να σηματοδοτήσουν μια σοβαρότητα γύρω από το όνομά τους, και νομίζουν ότι με τη σιωπή ή με στοχευμένες τοποθετήσεις θα το καταφέρουν - άλλη μια γελοιότητα του καιρού μας.
■«Σαβούρα, ψευτιά και συγκεκαλυμμένη εκπόρνευση στην τηλεόραση»
-- Στην τηλεόραση; Υπάρχουν κάποιοι που θα 'πρεπε επιτέλους να ξεκουραστούν; 'Η να αλλάξουν επάγγελμα; Και ποιο;
-- Αν κάποιος πρέπει να αλλάξει επάγγελμα, είναι ο τηλεθεατής, γιατί πια το να είσαι τηλεθεατής είναι επάγγελμα με βαρέα και ανθυγιεινά... Νομίζω οι άνθρωποι της τηλεόρασης είναι φτιαγμένοι μόνο γι' αυτήν τη δουλειά. Λάτρεις της επιφάνειας, της φτήνιας, γεμάτοι σκουπίδια στο μυαλό που ψάχνουν τρόπους να τα πολλαπλασιάσουν. Προφανώς γίνονται και καλές δουλειές, αλλά αυτές δεν δίνουν τον τόνο. Τα στελέχη των καναλιών, με τις αποφάσεις που λαμβάνουν, αποδεικνύουν ότι ο καθένας μπορεί να κάνει αυτήν τη δουλειά, αρκεί να μπορεί να αντιληφθεί τη σαβούρα, την ψευτιά και τη συγκεκαλυμμένη εκπόρνευση. Αρα, ναι, μπορεί κάποιοι να αλλάξουν δουλειά, μεταφέροντας τον πάτο οπουδήποτε αλλού.
●-- Μέσα στη γενική μαυρίλα και τη δυστοπία, πόσο δύσκολο είναι να κάνεις χιούμορ και να αποδομείς τη σοβαροφάνεια; Η καθημερινή επαφή με τον κόσμο στην «Ωρα του λαού» τι διδάσκει;
-- Το μόνο εύκολο! Εύκολο με την έννοια ότι δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις. Βγαίνει αυτόματα, σαν αντιβιοτικό. Και δεν βγαίνει μόνο σε εμάς, αλλά και στον κόσμο. Και είναι και λογικό. Με ποιον άλλο τρόπο θα αντιμετωπίσεις όσα πολύπλοκα και πολυδιάστατα συμβαίνουν; Το ρίχνεις στην πλάκα, ώστε να κερδίσεις και τον απαραίτητο χρόνο για να το επεξεργαστείς. Η «Ωρα του λαού» αυτό διδάσκει. Είναι ανάγκη η αποδόμηση όλου αυτού που συμβαίνει. Αρκεί να μη μένουμε μόνο σε αυτό. Με το χιούμορ, το βρίσιμο, το κράξιμο, δεν αλλάζουν καταστάσεις, απλά αποδομούνται. Χρήσιμο, αλλά όχι πάντα αναγκαίο.
●-- Ποια θεωρείς ανταγωνιστική σας εκπομπή; Η «Ελληνική Αγωγή», του Αδωνι Γεωργιάδη, σας ...φοβίζει ίσως;
-- Ανταγωνιστικές εκπομπές έχουμε πολλές. Τα δελτία ειδήσεων, οι ενημερωτικές εκπομπές, πρωινές, βραδινές και απογευματινές. Μας κοντράρουν στα ίσια. Τι παραπάνω να πούμε εμείς, όταν σε δελτίο ειδήσεων ο κεντρικός παρουσιαστής παίρνει συνέντευξη από τον πρωθυπουργό ενώ ξέρουμε ότι είναι προσυνεννοημένα όλα; 'Η, τι παραπάνω να κάνουμε όταν ο Ευαγγελάτος με τα γραφιστικά του μπαίνει σε εντατικές νοσοκομείων, στο μάτι κυκλώνων ή πάνω σε άρμα μάχης στην Ουκρανία;
Οσο για την παραπομπή στην «Ελληνική Αγωγή», έχουμε να πούμε ότι κακώς την εντάσσεις στη χιουμοριστική ενότητα. Πρόκειται για ίδρυμα Πολιτισμού, Ιστορίας, Διανόησης, και ως τέτοιο εμείς το αντιμετωπίζουμε. Θα έπρεπε και εσείς.
●-- Ποιο αξιολογείς ως το σημαντικότερο παράσημό σας σε αυτήν τη δουλειά και ποια τη μεγαλύτερη γκάφα σας;
-- Το γεγονός ότι μπορούμε μέσα από τη χαραμάδα των ΜΜΕ να λέμε αυτά που λέμε και να δείχνουμε και στον κόσμο τι μπορεί να κάνει αν πάψει να συμβιβάζεται με τη χαραμάδα...
Γκάφα δεν έχουμε κάνει (ακόμα).
●-- Τις τελευταίες δεκαετίες, όλες οι κυβερνήσεις φροντίζουν ώστε οι συνθήκες της ζωής μας να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Πιστεύεις ότι η συνεχής υπενθύμισή σας, της υποχρέωσής μας να φέρουμε τα πάνω κάτω για το καλύτερο που μας αξίζει, πιάνει τόπο;
-- Θα το δείξει η νεκροψία. Με απασχολεί και μένα αυτό. Αν έχει νόημα δηλαδή η συνεχής υπενθύμιση του καλύτερου που αξίζουμε. Η απάντηση που δίνουμε είναι απλή: Και τον ορίζοντα ξέρεις ότι ποτέ δεν θα τον φτάσεις, αλλά δεν παύεις ποτέ να τον κυνηγάς.
●-- Τι θέλεις να μη σε αιφνιδιάσει αυτήν τη νέα χρονιά; Οπως έχεις πει, το 2024 σε εξόργισε η υπερβολική δόση απροκάλυπτης προπαγάνδας από παντού, το απροσχημάτιστο «γλείψιμο» των κυβερνητικών παπαγάλων και ο χουντολαϊκισμός της καταστολής.
-- Μου αρέσουν οι αιφνιδιασμοί, οπότε θέλω να αιφνιδιαστώ. Και αυτό μας δίνει νόημα. Ενώ φαίνονται όλα προδιαγεγραμμένα, να ανατρέπονται. Αιφνιδιασμός ήταν η νίκη των εργατών στην COSCO και στην «e-food». Αιφνιδιασμός ήταν η εικόνα του Σταύρου Ξαρχάκου να διευθύνει μια παρέα παιδιών που έπαιζαν τη «Φραγκοσυριανή» στη Σύρο. Αιφνιδιασμός είναι όταν μαζεύεται τόσος κόσμος έξω από σπίτια που πλειστηριάζονται. Αιφνιδιασμός είναι που σε αυτήν την ευρωπαϊκή μαυρίλα υπάρχει Κομμουνιστικό Κόμμα. Το τελευταίο είναι αιφνιδιασμός και απόλαυση. Κυρίως όταν τους βλέπεις να σκυλιάζουν με όσα λέει και κάνει...
-- Αν το ΚΚΕ ήταν ένας φίλος σου, τι θα του εμπιστευόσουν;
-- Θα σου πω ένα μυστικό. Στο ΚΚΕ έχω εμπιστευτεί την καρδιά μου.

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

ΣΑΤΙΡΑ ΤΟΥ παπά ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΤΟΥΖΗ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΓΙΟΛΙΚΙΑ την ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ

Dionisis Vitsos 

ΣΑΤΙΡΑ ΤΟΥ παπά ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΤΟΥΖΗ κατά του παπά ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΓΚΛΑΒΑ,
που την ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ έκανε ΜΑΓΙΟΛΙΚΙΑ
.
Η ιστορία λαμβάνει χώρα κατά την λειτουργία των Θεοφανίων, όπου κατά το ζακυνθινό έθιμο ο παπάς «βαφτίζει» σε αγιασμό νεράντζια, που του φέρνουν οι πιστοί, τα οποία παίρνουν σπίτι και τα φυλάνε μέχρι την Καθαρά Δευτέρα, οπότε τα στίβουν και πίνουν το ζουμί τους.
Η ημέρα των Θεοφανίων, είναι κατά την ιταλική και επτανησιακή παράδοση η ημέρα που οι λαϊκές μάγισσες κάνουν τα μαγικά τους.
Στην Ιταλία υπάρχει αυτήν την ημέρα το λαογραφικό έθιμο της befana, λέξη που βγαίνει από την ελληνική Επιφάνεια.
Στο ποίημα αυτό ο ιερέας, μεγάλος ζωγράφος και σατιρικός ποιητής ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ σατιρίζει στο πρόσωπό του συναδέλφου του ιερέα ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΓΚΛΑΒΑ την συνέργεια ορθοδόξων ιερέων με γυναίκες του λαού σε μαγγανείες που έκαναν οι τελευταίες την ημέρα των Επιφανίων/Θεοφανίων/Φώτων. 
Παράλληλα καυτηριάζει γενικότερα την έλλειψη παιδείας στους ιερείς και τον έκλυτο βίο τους.
Η ιστορία λαμβάνει χώρα κατά την λειτουργία των Θεοφανείων, όπου κατά το ζακυνθινό έθιμο ο παπάς «βαφτίζει» σε αγιασμό νεράντζια, που του φέρνουν οι πιστοί, τα οποία παίρνουν σπίτι και τα φυλάνε μέχρι την Καθαρά Δευτέρα που τα στίβουν και πίνουν το ζουμί τους.

Αποτελεί πλέον έθιμο/αντέτι να ανεβάζουμε κάθε χρόνο στη γιορτή των Φώτων, την σάτιρα του ζακυνθίου ιερωμένου, ζωγράφου και σατιρικού ποιητή Νικολάου Κουτούζη,

«Τα τρία νεράντζια», που γράφτηκε για τα Φώτα του 1787.
Ο διάσημος περιηγητής και συγγραφέας Πέτρος Αυγουστίνος Γκυς (1721-1799) μιλάει για τα «τρία νεράντζια» στο ημερολόγιό του. 
Ο Γκυς σημειώνει ότι η σάτιρα έγινε ανάρπαστη όταν παρουσιάστηκε (la piece qu’on s’arrachait des mains…).
Στόχοι της σάτιρας είναι η διαφθορά της εκκλησίας, η ξεδιαντροπιά παπάδων και καλογριών, η αγραμματοσύνη και η θρησκοληψία του λαού και τα μαγιολίκια που επί χρήμασι κάνουν πολλοί παπάδες, όπως ο ήρωας του ποιήματος!

Η γνώμη του ιστορικού Σπυρίδωνος Δε Βιάζη είναι ότι τα «Τρία νεράντζια» είναι «αριστούργημα στο είδος» τους.

Η σάτιρα κυκλοφόρησε αρχικά χειρόγραφη από χέρι σε χέρι.
Ο Φαίδων Μπουμπουλίδης την πρωτοδημοσίευσε περικομμένη (παραλείπει 119 στίχους) και εξαγνισμένη: Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης, Προσολωμικοί, τ.Β΄.

Ο Ντίνος Κονόμος ακολούθησε, αυστηρότερος (παραλείπει 139 στίχους: Ντίνος Κονόμος, Νικολός Κουτούζης).
Κανείς μελετητής του Κουτούζη δεν τόλμησε να τη φέρει στο φως.

Για πρώτη φορά τη δημοσιεύσαμε, μαζί με άλλες του Ν. Κουτούζη, το 1988 στο περιοδικό «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ», σε αφιέρωμα για τον Νικόλαο Κουτούζη, προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις, κυρίως από εκείνους που δεν είχαν τολμήσει να τη δημοσιεύσουν οι ίδιοι. 
Η δημοσίευση έγινε από τον λεγόμενο κώδικα Μαρίνου, ένα τετράδιο δηλαδή με αντιγραμμένες προσεισμικά τις σάτιρες από τον ζακύνθιο φιλόλογο και μελετητή Παναγιώτη Μαρίνο, από τα χειρόγραφα που φυλάσσονταν στην Δημόσια Βιβλιοθήκη Ζακύνθου και που κάηκαν στους σεισμούς του 1953. 
Το τετράδιο μας παρέδωσε μετά το θάνατό του ο τότε γαμβρός του, γνωστός συγγραφέας κ. Φίλιππος Δρακονταειδής Philip Dracodaidis .
ΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΤΟΥΖΗ(1742-1813): «ΤΑ ΤΡΙΑ ΝΕΡΑΝΤΖΙΑ»
ΒΩΜΟΛΟΧΙΚΗ ΣΑΤΙΡΑ για τα «ΦΩΤΑ», ΖΑΚΥΝΘΟΣ 1787

Στο χωρίο Γαητάνι
Εβουλήθηκε[θέλησε] να κάνη
ο Παπάς Γκλαβάς Ματθαίος
ωσάν άνθρωπος σπουδαίος
ένα πράμα ο στολισμένος
ως εστάθη ορμηνεμένος[παρακινούμενος]
από κάποιες τεχνεμένες[επιδέξιες]
γυναικούλες διαβασμένες
στες διάφορες γιατρείες
και εις τες μαντολογίες[μαντικές]
λέγοντάς του: «του Φωτώνε,
τη γιορτή των Χριστιανώνε,
Δέσποτα λάβ’ ένα κόπο,
μα πνευματικώ τω τρόπω,
ήγουν[δηλαδή] όταν θα βαπτίσης
τον Σταυρόν, να μας βουτήσης
παρευθύς νεράντζια τρία
να έχωμέ τα για γιατρεία
εις σε θέρμες[ελονοσίες] κι αρρωστίες
και εις σε κεφαλαλγίες.

Κι όσοι λάχουν[τύχουν] μαγεμένοι
κι απ’ αγάπη[έρωτα] σκοτισμένοι
και τες νύχτες παρατρέχουν
Και ανάπαυσιν δεν έχουν
απ’ αυτά αν ποτισθώσι
έχουν να ωφεληθώσι.

Κι όσους άνδρας αποδέσουν[τους κάνουν με μάγια σεξουαλικά ανίκανους]
ή και να τους γοητεύσουν[μαγέζουν]
εις τα σκέλη αν αχνιστούνε[με ατμό]
απ’ αυτά θε να λυθούνε.

Κι όσοι είναι λοχεμένοι
κι από ξωτικά βλαμμένοι
κι απ’ αβάσκαμα και μάτι
παραδέρνουν στο κρεββάτι
ενεργούν αυτά και κάνουν
όλα τα κακά να γιάνουν.

Κι όσοι νέοι αχαμνίσουν[εξασθενίσουν σεξουαλικά]
Με το να παραπηδήσουν
ή πονέσουν τα νεφρά τους
ή πρηστούνε τα λιμπά[όρχεις] τους
Έτζι πιούν οχ το ζουμί τους
Ευθύς σφίγγει το κορμί τους.

Και ακόμη όσοι άλλοι
έχουσι λύσσα μεγάλη
τον κλανιά τους για να στένουν
πούτζα μέσα να λαβαίνουν
απ’ αυτά ζωμόν να βγάνουν
αγκληστήρι[κλύσμα] να τους κάνουν
σβένεται η πεθυμία
και του κώλου η βουρλισία[τρέλα].

Έτζι κι όσοι επεθυμούσι
μ’ άλλους νέους ν’ αγαπούσι
σ’ ένα[στο ίδιο] στρώμα να κοιμούνται
εις το να κωλοκτυπιούνται
τούτο και αυτοί αν πράζουν
βέβαια[στα σίγουρα] καταδαμάζουν
τη λαχτάρα της καρδιάς τους
και τη λύσσα του κλανιά τους.

Μα και αν απ’ τους φλαραίους[Καθολικούς ιερείς]
Ή και από τους ρωμαίους[Ορθόδοξους ιερείς]
τσοι παπάδες τσοι βαρβάτους
τσοι θερμούς και κοτζανάτους
Π’ όποιο χύστο[γυναικείο αιδοίο] και αν ευρούσι
πάντα μέσα του κτυπούσι
αν οχ το ξυνάδι[χυμό] στύψουν
και την πούτζα τους αλείψουν
ο θυμός τους ημερώνει
και το σύνεργον ζαρώνει.

Και οι κρυφογκαστρωμένες
και ξεκορασιδωμένες
αν μ’ ευλάβειαν τα βράζουν
και τα πίνουσι, σκεπάζουν
όσα κρυφογεννημένα
έχουσιν απερασμένα[στο παρελθόν].

Κι όποια του ανδρός της φύγει
από γνώσιν της ολίγη
κι ύστερα μετανοήση
και στον άνδρα της θελήσει
να ξαναγυρίση πάλι
μ’ όρκον σύνεσιν να βάλη
μόνο να τα μυρισθώσι
και οι δυό θ’ αγαπηθώσι.

Και όσες θε να κερατώσουν
τσ’ άντρες τους και να τυφλώσουν
εις το να μην απεικάζουν[βλέπουν]
όσους καύκους[εραστές] και αν εμβάζουν[μπάζουν]
απ’ τα φύλλα στάχτη κάνουν
και εις το φαγητόν τη βάνουν
και απ’ εκείνο τους ταγίζουν[ταΐζουν]
κι έτσι τους αποκοιμίζουν
και δε βλέπουν τι παθαίνουν,
ουδέ το καταλαβαίνουν,
γιατί όλοι οι ξεχασμένοι
είναι πάντα σκοτισμένοι.

Και οι ρουφιάνες κι οι ρουφιάνοι[ερωτικοί ταχυδρόμοι]
κι όποιος μεσιτείες[ανάρμοστα προξενιά] κάνη
εις το να κρυφομαντεύη
κορασιές να ρουφιανεύη
αυτά τόσον ενεργούσι
που αν επιχειρισθούσι
οχ τες φλούδες να ζυμώσουν
με το μέλι και να δώσουν
εκεινής οπού θελήσουν
εις το να την ξεπορτίσουν[κλέψουν]
έτζι μόνον είχε φθάσει
απ’ αυτά να δοκιμάση
παρευθύς γνώμη λαβαίνει
με τον καύκον και πηγαίνει.

Και όποια δεν κάνει παιδία
καίγει ολίγο από τα τρία
και αφού τα κάμη σκόνη
τα συχνοανακατώνει
με τσ’ αμυγδαλιάς το λάδι
και αλαφρά, αυγή και βράδυ
με το λιανοδάχτυλό της
μέσα βάνει στ’ απαυτό της
τότε όποιος της τη χώσει
παρευθύς θα την γκαστρώση.

Κι όποια έχει επιθυμία
για τα σερνικά παιδία
και μαραίνεται η καημένη
κι είναι πάντα πικραμένη
δέκα σπόρους αν εβγάλη
απ’ εκείνα και τους βάλη
μέσα σ’ ένα φλυτζανάκι
–μα να ρίξη και νεράκι
από το ξαστεριασμένο[ξορκισμένο κάτω από τα άστρα]
του Μαγιού το γητεμένο-
και τους σπόρους τούτους φάη
σερνικό παιδί γεννάει.

Και οι λεχώνες που στενάζουν
με το να μην κατεβάζουν
γάλα από τα βυζιά τους
για να τρέφουν τα παιδιά τους
ένα απ’ εκείνα σχίζουν
έπειτα τα ξεζουμίζουν
και βουτούν ένα πανάκι
εις αυτό το ξυναδάκι
και μ’ εκείνο τα βυζιά τους
κατά την επιθυμιά τους
με αυτό τα συχνοβρέχουν
κάνει ευθύς γάλα να τρέχουν.

Και αν από μυρωδία[επιθυμία λεχώνας]
Είχε σκοτισθή καμία
Και το αίμα την τζακίση[αρχίσει να τρέχει]
από μέσ’ από τη φύση[μήτρα]
να σταθή ξετεντωμένη
και καταφασκελωμένη
και να κάψη φυλλαράκια
από τ’ άγια νεραντζάκια
κι η μαμή να την αχνίζη
με δαυτά και να σφουγγίζη[σκουπίζη]
ομορφούλια αγάλι αγάλι
και με προσοχή μεγάλη
τ’ απαυτό και τα μηριά της
κατά την επιστασιά της
τότ’ ευθύς το αίμα παύει
κι η λεχώνα υγειά θα λάβη.

Και αν καμιά εις μοναστήρι
καλογριά ήθελε γύρει
να ξεπέση και να σφάλη
από μια μεριά κι απ’ άλλη
και κατόπι να θελήση
το κακό να παρατήση
αν ολίγ’ απ’ αυτό πάρη
και το κάμη φυλακτάρι
και το δέση στα μηριά της
συχωριέται η αμαρτιά της.

Κι όσες είναι αμπηριασμένες[ξεχασμένες]
οχ τους φίλους[εραστές] οι καημένες
Και τα στήθη τους κτυπούσι
Και θρηνομοιρολογούσι
λίγη φλούδα να μασήσουν
στη στιγμή θα ξαστοχήσουν
όλα τα λυσσοπαιγνίδια,
μα και τα κωλοκτυπίδια.

Και οι χήρες που ζητούσι
μ’ άντρα να ματασμιχθούσι
να κρυφοπαιγνιδιαρίσουν
καθώς είχαν συνηθίσουν
ένα από τα τρία παίρνουν
και οχ τη φλούδα το ξεγδέρνουν
και το βράζουνε λιγάκι
κι απ’ εκείνο το ζουμάκι
πίνουνε και τσ’ αμπηριάζει
το κακό που τες πειράζει.

Έτζι κι οι κορασιδούλες
κοπελιές ή τρυφερούλες
όποια ώρα τες πυρώση
έρωτας και να τες δώση
στην καρδιάν λυποθυμίαν
και στην σάρκα βουρλισίαν
τούτ’ αν μεταχειρισθώσι
και αυτές θα ωφεληθώσι.

και εις ολιγολογίες
σ’ όλα κάνουν ενεργείες.

Μα να ξέρης ευλοημένε
Δέσποτά μου ξακουσμένε
π’ οχ τη θύρα που προβαίνεις
πρέπει αυτά να τα βασταίνης
σκάλωστα στα ιερά σου
και ας κρέμοντ’ ομπροστά σου
ειδεμή δεν πετυχαίνει
ιατρειά καμιά να γένη
απ’ αυτά καθώς κελεύει
το βιβλίον κι ερμηνεύει.

Κι έτζι πάραυτα ο καημένος
σαν παπάς γραμματισμένος
εκατάλαβε τη χρεία
που είχαν και επιθυμία
κι είπε τους «το ζήτημά σας
θέλει γίνει τσ’ αρεσκειάς σας».

Και εφέτο στους χιλίους
Χρόνους και επτακοσίους
ογδοήκοντα επτά
εγινήκαν όλ’ αυτά.

Κι όταν είπε λειτουργία
ο παπάς στην εκκλησία
εις την ζώνην του κρεμάει
τρία νεράντζια και κινάει
απ’ τη μεσινή τη θύρα
με σταυρό και μ’ αγιαστήρα
Και τον κογιονάρουν[κοροιδεύουν] όλες
οι γυναίκες οι μαριόλες
όσες εδεκεί ευρεθήκαν
οπού ελειτουργηθήκαν
Και το κρυφομελετούσαν
Μια την άλλη και γελούσαν,
γιατί απόδειχναν[επισήμαιναν] τα τρία
τα δύο αυγά με τη μακρία.

Οι γερόντισσες εκλαίγαν
και των κοπελών ελέγαν:
«Κακομοίρες τι κοιτάτε
τον παπά μας και γελάτε;
Εσείς άξιες δεν είστε
τα βρακιά του να του λύστε.

Μα να ξέρετε καημένες
Κοπελιές ξετροδισμένες[πονηρεμένες]
οπού είναι ο βλοημένος
Σε γιατρεία προκομμένος,
που αν καμμιά είχ’ αρρωστήσει
ή η αγάπη τη βουρλίσει
τρέχ’ ευθύς και την ποτίζει
και τη λύσσα της ξορκίζει
και επιθυμά να βάλη
μ’ επιμέλεια μεγάλη
με συνήβασες[συμβάσεις] και πάτα[συμφωνίες]
πάσα μια σε καλή στράτα».

Αλλ’ αυτές γελοκοπώντας
και λυσσοκαυλομαχώντας
του εβγάλαν τες φωνές
τρεις και τέσσερες φορές:
«Έχεις τρία κούνησέ τα
σαν αυγά φιρίρησέ[τσούγκρισε] τα
τρία έχεις κούνησέ τα
κλούβια είναι και έσπασέ τα».

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ, «ΕΜΜΕΤΡΕΣ ΒΩΜΟΛΟΧΙΚΕΣ ΣΑΤΙΡΕΣ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Παραμονή Χριστουγέννων Μακρόνησος 1950 #Τάσος_Λειβαδίτης -

Από Ελενη Μαρκακη

Τάσος Λειβαδίτης - Παραμονή Χριστουγέννων
(γραμμένο στη Μακρόνησο το 1950)


Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρόμικης φανέλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κι εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες που ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας-ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλιστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει — αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.
Ξεκινάνε τα φορτηγά.
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.
Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.
Ελάτε λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.
Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
Του κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομμένο σαν ψιχαλισμένος δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα ξαφνικά και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.
Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.
Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα – όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.
Η ασετιλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
— Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγόνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
— Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.
Κι η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.

Μακρόνησος 1950



Το οργανοποιείο του περίφημου Ζοζέφ Τερζιβασιάν !!!



Από ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ !!!!!!!!!
 Ζοζέφ Τερζιβασιάν
Υπήρξε ο μεγαλύτερος τεχνίτης του είδους και είχε φτιάξει τα όργανα όλων των σημαντικών δημιουργών και δεξιοτεχνών: Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χιώτη, Χατζηχρήστου, Παπαϊωάννου, Μπαγιαντέρα, Μητσάκη, Καπλάνη, Καλδάρα.
Το 90% του ρεπερτορίου του ελληνικού τραγουδιού, από το 1934 μέχρι το 1995, έχει παιχθεί με έγχορδα που κατασκεύασε ο Ζοζέφ. 
Γεννήθηκε το 1916, στο Αφιόν Καραχισάρ της Μικράς Ασίας και μετά την Καταστροφή, το 1922, ήρθε στον Πειραιά και εγκαταστάθηκε στη Νίκαια.
 Επί 60 χρόνια ήταν προσηλωμένος στη δουλειά του, που τη θεωρούσε λειτούργημα. 
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, που υπήρξε προσωπικός φίλος του Τερζιβασιάν, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Ο Ζοζέφ με το αυτί και τη διαίσθηση έφτιαχνε πάντα αλάνθαστη την κλίμακα του μπουζουκιού». 
Ο ίδιος ο Ζοζέφ εξηγώντας τη μαστοριά του στην κατασκευή των μπουζουκιών, είχε δηλώσει στα «ΝΕΑ», ότι «όλα ξεκινούν από τη διαδικασία παραγωγής. Κατ’ αρχάς, χρειάζεται να «στανιάρουν» και να «ψηθούν» τα ξύλα. Και για το σκάφος (δηλαδή το ηχείο) και για το μανίκι. Γιατί μόνο με «ψημένο» ξύλο βγαίνει ο ήχος στρογγυλός και μαγικός. Είναι όμως και το καπάκι του μπουζουκιού που κι αυτό χρειάζεται καλό και δουλεμένο ξύλο, αλλά κυρίως καλής ποιότητας.
Όποιος ρωτούσε τον Ζοζέφ τι είναι πιο σημαντικό στην κατασκευή ενός μπουζουκιού απαντούσε με τέσσερις λέξεις: «Τα χέρια του μάστορα». 
Ο Μανώλης Χιώτης είχε αποκαλέσει τον Τερζιβασιάν «Στραντιβάριους του μπουζουκιού».
Μέχρι τους τελευταίους μήνες του 1998, ο Ζοζέφ εξακολουθούσε ν’ ασχολείται με την τέχνη του. Κατασκεύαζε, αλλά και επισκεύαζε μπουζούκια που του πήγαιναν γνωστοί σολίστες ή και μαθητευόμενοι…..



Το οργανοποιείο του περίφημου Ζοζέφ Τερζιβασιάν ( όρθιος αριστερά) στη Π. Κοκκινιά.
Δεξιά στη φωτογραφία με το μπουζούκι του Ο αείμνηστος Γιάννης Παπαϊωάννου.