ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ: -Τι προηγήθηκε, Πως Φτάσαμε στον Εμφύλιο? -Η Κατάληψη του Καρπενησίου απ΄τον ΔΣΕ το 1949 !!

Για να Μάθουμε την Αληθινή Ιστορία με ονόματα,, 
Ένα ιστορικό οδοιπορικό στον τόπο και το χρόνο...

Αφιερωμένο στη μνήμη των 17 κοριτσιών-μαχητριών του ΔΣΕ 
που έπεσαν ηρωικά μαχόμενες στα χώματα του Καρπενησίου… 

Κείμενο του ΑΠΤ*

«Τ’ άρματά μας ζωστήκαμε πάλι
στης τιμής για να βγούμε το δρόμο.
Τόσο πένθος και τόσα δάκρυα
τη ζωή μας την είχαν μαυρίσει.
Το ψωμί των παιδιών μας για να ‘χουμε
κι όχι πια με τον τρόμο να ζούμε
στα βουνά της πατρίδας τον άγιο
δοξασμένο αρχίσαμε αγώνα μας…»

(Απόσπασμα από το ποίημα ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΕΜΠΡΟΣ, που έγραψε ο Γάλλος ποιητής Ανρύ Μπασίς, όταν επισκέφτηκε περιοχή που ελέγχονταν από το ΔΣΕ)

Πριν 69 χρόνια…

Τα χαράματα της 21ης Ιανουαρίου του 1949, μαχητές και μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) σημειώνουν μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ένοπλου λαϊκοδημοκρατικού κινήματος. Καταλαμβάνουν το Καρπενήσι μετά από σκληρές συγκρούσεις με τον αμερικανοθρεμμένο Κυβερνητικό Στρατό (ΚΣ) και τους φασίστες παρακρατικούς συμμάχους του! Σε αυτή τo σημαντικό ιστορικό γεγονός θα αναφερθούμε στο σημερινό αφιέρωμα…


Τι προηγήθηκε...
Η μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία.


«Θύελλες άνεμοι
γύρω μας πνέουν
τέκνα του σκότους εμάς κυνηγούν
σε ύστερες μάχες μπλεκόμαστε τώρα
κι άγνωστες τύχες εμάς καρτερούν»

Η ανταρτογέννα Ευρυτανία αποτέλεσε το κέντρο του απελευθερωτικού αγώνα κατά τη διάρκεια της κτηνώδους ιταλογερμανικής κατοχής. Στην Ευρυτανία, με την περήφανη μακραίωνη αγωνιστική ιστορία, γνώρισε την κορύφωσή της η λαϊκή αντίσταση ενάντια στο φασίστα καταχτητή και τον εγχώριο δωσιλογισμό! Την Ευρυτανία διάλεξε ο Άρης Βελουχιώτης ως κέντρο δράσης του ένοπλου κινήματος, κηρύττοντας στη Δομνίστα (7-6-1942) την επίσημη έναρξη του μεγάλου ξεσηκωμού. Στην Ευρυτανία έδρευαν επί μακρόν και όλα τα ανώτατα κλιμάκια του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, του ΚΚΕ! Σε τούτη τη γη δόθηκαν σπουδαίες στρατηγικής σημασίας μάχες (Μικρό Χωριό, Κρίκελλο, Χρύσω, κλπ), ενώ παράλληλα άνθισαν και ανδρώθηκαν οι πρώτοι λαογέννητοι θεσμοί της Ελεύθερης Ελλάδας! Στη Βίνιανη Ευρυτανίας συγκροτήθηκε η ΠΕΕΑ, η περίφημη «Κυβέρνηση του Βουνού» η οποία στελεχώθηκε με σημαίνουσες προσωπικότητες της εποχής εκείνης όπως ο εγνωσμένης αξίας καθηγητής συνταγματικού δικαίου Αλέξανδρος Σβώλος, ο αγωνιστής διαπρεπής γιατρός Πέτρος Κόκκαλης, ο αντιστασιακός στρατιωτικός Μανόλης Μάντακας, ο επικεφαλής του ΚΚΕ Γιώργης Σιάντος κ.ά. Στις ξακουστές Κορυσχάδες πραγματοποιήθηκε η αξέχαστη Εθνοσυνέλευση των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού μας! Οι πάντα ανυπόταχτοι Ευρυτάνες αποτέλεσαν τη δυναμική εμπροσθοφυλακή του ένδοξου εαμοελασίτικου έπους, προσφέροντας ποταμούς αίματος και θυσιών στον Αγώνα! Ο τόπος πλήρωσε σκληρά την περηφάνια και τη λεβέντικη ψυχοσύνθεση των κατοίκων του με αιματηρά αντίποινα εκ μέρους των φασιστών καταχτητών και των συνεργατών τους (βλ. διπλή πυρπόληση Καρπενησίου και των περισσοτέρων χωριών του νομού). Όμως κανείς από όλους εκείνους δεν μπόρεσε να κάμψει τον πόθο για λευτεριά και λαοκρατία (βλ. και εδώ ). 


Μετά, όμως, την ελεεινή συμφωνία της Βάρκιζας (12-2-1945) και την παράδοση των όπλων, το μοναρχοφασιστικό εγγλεζόδουλο κράτος ανακάμπτει και σε συνεργασία με τους πρώην γερμανοντυμένους δωσίλογους χαφιέδες του εξαπολύει άγρια επίθεση ενάντια στους αγωνιστές της αντίστασης οι οποίοι θα υποστούν τα πάνδεινα. 

Το όργιο τρομοκρατίας με δολοφονίες, βασανισμούς, εκτελέσεις και φυλακίσεις είναι στην ημερήσια διάταξη σε ολόκληρη τη χώρα! Μόνο την περίοδο από τη συμφωνία της Βάρκιζας μέχρι και τις νόθες ψευδοεκλογές της 31-3-1946, καταγράφηκαν: 1289 δολοφονημένοι αγωνιστές, 509 απόπειρες φόνων, 165 βιασμοί γυναικών, 31.632 βασανισθέντες, 84.931 παράνομα συλληφθέντες, 100.000 υπό καταδίωξη, 18.767 λεηλασίες και εμπρησμοί σπιτιών, 677 πυρπολημένα αντιστασιακά τυπογραφεία και λέσχες των ΕΑΜ-ΕΠΟΝ (επίσημα στοιχεία “Εθνικής Αλληλεγγύης”).

Η Ευρυτανία, το λίκνο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, θα υποφέρει πολύ σκληρά. Τα συνεργαζόμενα καθεστωτικά τάγματα θανάτου των φασιστομαυροσκούφηδων, των ΜΑΥδων και της λεγόμενης “εθνοφυλακής” -που συγκροτούνταν κυρίως από ελεεινά στοιχεία του υποκόσμου, κακούργους και πρώην ταγματασφαλίτες συνεργάτες των γερμανών- έχοντας εξασφαλισμένη κρατική στήριξη, εξοπλισμό και ενθάρρυνση, αλλά και την κάλυψη αρκετών τοπικών “εθνικοφρόνων” αρχών, αλωνίζουν στα χωριά όπου με ή χωρίς προφάσεις δέρνουν, σφάζουν, βιάζουν, καίνε και ληστεύουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό πουθενά και σε κανέναν. Στόχος τους να καμφθεί το αγωνιστικό φρόνημα του λαού ώστε να μην ξανασηκώσει κανείς κεφάλι! Φασιστικά αποσπάσματα των Σούρλα, Μπίσδα, Τολιόπουλου, Βουρλάκη, Βουτσέλη, Κωστορίζου, και πολλών άλλων ακόμη, εξορμούν πάνοπλα, από τη Θεσσαλία έως την Ευρυτανία και τη Φθιώτιδα, σκορπίζοντας παντού τον τρόμο και το θάνατο. 
(φωτο: Ο Σούρλας με Άγγλους)

Η κακόφημη «Εταιρεία Εθνικοφρόνων Καρπενησίου» (που απαρτίζονταν από διάφορους “μεγαλόσχημους” της πόλης) κρύβεται πίσω από πολλές αποκρουστικές βιαιότητες στην Ευρυτανία. Χρηματοδοτεί και καλύπτει για μεγάλο διάστημα τη δολοφονική αλήτικη σπείρα των Βουτσέλη και Λόζου. Ντόπιοι μεγαλοτσιφλικάδες ενισχύουν τον ψυχασθενή φονιά Καραμπά. Οι Μάκας, Μαντέκας, Σαμαράς, Τζιαβός, Σπυράκης και αρκετοί άλλοι τοπικοί ακροδεξιοί συμμορίτες δρουν ανενόχλητοι «υπό υψηλή κάλυψη» και πετσοκόβουν κόσμο στο όνομα «της τάξης και της ασφάλειας»! (βλ. σχετικά Χ. Μηχιώτης“ Τυμφρηστός και Τυμφρήστιοι”, εφημ.“Τα Ψηλά Βουνά” και “Ευρυτανικές σελίδες”). Υπολογίζεται ότι εκείνη την εποχή δρούσαν στην Ευρυτανία σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές πάνω από 600 φασιστοειδή! Οι εαμίτες αγωνιστές, οι οικογένειές τους αλλά και γενικότερα οι δημοκρατικοί πολίτες, στιγματίζονται ως… «εχθροί του έθνους» και μπαίνουν στο δολοφονικό στόχαστρο διάφορων αδίστακτων μακελάρηδων.

 
Αυτοί συντάσσουν καταλόγους δήθεν «υπόπτων» και συγκεντρώνουν τους χωρικούς μέσα στα σχολεία και τις εκκλησίες όπου τους βασανίζουν απάνθρωπα, σε πλείστες περιπτώσεις και μέχρι θανάτου. Τα ανθρωπόμορφα κτήνη δεν διστάζουν να δολοφονούν ακόμη και μικρά παιδιά, να ξεκοιλιάζουν έγκυες, να απαγάγουν και να βιάζουν κορίτσια και γυναίκες! Έχουν γραφεί πάμπολλα βιβλία που χωρίς υπερβολή καλύπτουν σελίδες επί σελίδων με εκατοντάδες ονόματα θυμάτων από τα φρικτά περιστατικά της φασιστικής βίας στη ματωμένη Ευρυτανία. Θα αναφερθούμε εντελώς ενδεικτικά σε ορισμένα εξ’ αυτών: Στις 16-7-1945 στο χωριό Καλεσμένο και μέσα στην εκκλησία του Αϊ Γιάννη, οι φασίστες «Βουτσελαίοι» βασανίζουν απάνθρωπα και κομματιάζουν κυριολεκτικά τον αξιαγάπητο αγωνιστή αγρότη Γιάννη Συψή που άφησε έξι μικρά παιδάκια ορφανά και ένα ακόμη αγέννητο στην κοιλιά της εγκύου γυναίκας του Μαρίας (“τον άφησαν άμορφο σωρό σαρκών στο δάπεδο της εκκλησίας” έγραψε η τοπική ευρυτανική εφημερίδα «Τα ψηλά βουνά». Ο εκδότης της εφημερίδας Θάνος θα διωχθεί και θα βασανιστεί). Στον Άγιο Νικόλαο οι «Βουρλάκηδες» ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου τον αντιστασιακό αγωνιστή Δ. Πρέντζα και τον υπεύθυνο της ΕΠΟΝ Α. Καρφή. Άλλοι παρακρατικοί στην Αγία Τριάδα σακατεύουν με στειλιάρια το Ράντζο. Στο Μεγάλο Χωριό δολοφονούν με φτυάρια τον παλιό Ελασίτη Δασκαλάκη. Στα κρατητήρια της Αιδηψού, στις 10-8-1945, αφήνει την τελευταία του πνοή, ύστερα από απάνθρωπα βασανιστήρια, ο πρωτοπόρος και ιδιαίτερα αγαπητός αντιστασιακός αγωνιστής της Ευρυτανίας δημοσιογράφος Δημ. Μπακόλας. Πραγματικά σε τι να πρωτοαναφερθεί κανείς!!! Είναι μακρύς και ατέλειωτος ο οδυνηρός κατάλογος των θυμάτων, όχι μόνο στην πρώτη μεταβαρκιζιανή περίοδο αλλά και στη συνέχεια, σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου. 
Ας παραθέσουμε μερικά ακόμη, κατοπινά, περιστατικά: Στις 4 Αυγούστου 1947 φασίστες μαυροσκούφηδες και χωροφύλακες πραγματοποιούν αιφνιδιαστική νυχτερινή έφοδο στην Αγία Τριάδα Ευρυτανίας. Εκεί καίνε ζωντανούς μέσα στο σπιτικό τους τον ανάπηρο Ξενοφώντα Σκοντριάνο και τη γυναίκα του, ενώ κακοποιούν και εν συνεχεία σκοτώνουν μια πανέμορφη νέα κοπελίτσα τη Β. Παρούτσα. Στις 4 Νοεμβρίου 1947 παρακρατικοί φονιάδες από τη συμμορία του Κωστορίζου εκτελούν με δόλο στη Σκάλα της Βίτολης 11 νέους Καρπενησιώτες, γνωστούς αντιστασιακούς πολίτες, τους οποίους μετέφεραν δεμένους δήθεν για ανάκριση στη Λαμία. Ήταν οι: Α. Παπαδόπουλος, Δ. Πολυχρονόπουλος (δάσκαλοι), Β. Παπαϊωάννου (ανάπηρος πολέμου), Γ. Κεχριμπάρης, Γ. Φλωράκης, Η. Πολυχρόνης, Ν. Κατής, Α. Τσώνης (φοιτητής), Δ. Κοντοπάνος (μαθητής), Δ. Νικολάου (μαθητής), Ν. Λάππας (μαθητής). Οι πέντε τελευταίοι ήταν νέοι από 15-20 ετών, παιδιά της ΕΠΟΝ! Ξεφεύγει μόνο ο Σπ. Ευθυμίου ο οποίος περνά τελικά στο αντάρτικο.

Καλοκαίρι του 1947 συλλαμβάνεται ο Λ. Γκούβας, αδερφός του κομμουνιστή πρωταντάρτη “Καπλάνη”, κι αφού τον βασανίζουν φριχτά τον πετάνε από το παράθυρο του κτηρίου των Τολ στο Καρπενήσι. Τον Απρίλιο του 1948 Μάυδες από το Καρπενήσι βασανίζουν ανελέητα και κατόπιν εκτελούν το Χρήστο Σταμέλο, πατέρα του βραβευμένου Ευρυτάνα συγγραφέα Δ. Σταμέλου. Το πτώμα του το πετούν στο Στενωματιώτικο ρέμα. Στις 8 Ιούλη 1948, 200 παρακρατικοί φασίστες επελαύνουν σε Δομιανούς/Δάφνη. Στη θέση “Κομπόλιανα” εκτυλίσσονται εφιαλτικές στιγμές τρόμου όταν οι αιμοσταγείς εγκληματίες χωρίς κανένα οίκτο και παρά τα παρακάλια των υποψηφίων θυμάτων, μακελεύουν εν ψυχρώ δεκάδες αμάχους (108 ανθρώπους), βιάζουν γυναίκες, δολοφονούν γερόντια και βρέφη. Ανάμεσά τους σκοτώνουν τον πατέρα, τη μάνα και το 4χρονο κοριτσάκι του ταγματάρχη του ΔΣΕ Τ. Παπαγεωργίου. Θα σφάξουν με χασαπομάχαιρα και τα δυο μικρά παιδάκια του αντάρτη Πέτρου Γαλάνη, ηλικίας 8 και 10 χρονών, καθώς και τη γιαγιά τους! Σκοτώνουν την επίτοκο Σ. Οικονόμου με τα 3 μωρά της και τον πεθερό της. Στη βρύση «Καραμέτ» φασιστικά καθάρματα ξεκοιλιάζουν την έγκυο Ασπασία Καστρίτση και κατόπιν τοποθετούν τα νεκρά δίδυμα έμβρυα στην αγκαλιά της δολοφονημένης μάνας! 
Το καλοκαίρι του 1948 αποκεφαλίζουν στο Καλεσμένο τον Τσιουγκρή (Ζούκωφ) και για να εξευτελίσουν το σώμα του εκθέτουν δημόσια στην πλατεία του Καρπενησίου το κεφάλι του με ένα τσιγάρο στο στόμα! Την ίδια χρονιά στη Μηλιά σφάζουν τους Θ. Πανόπουλο και Λ. Τάσσο, βιάζουν και σκοτώνουν την Δ. Πανοπούλου. Στο χωριό Τόρνος ανθρωποκυνηγοί από τη συμμορία «Γανωμένων» αποκεφαλίζουν δυο 18χρονα παιδιά και στη συνέχεια επιδεικνύουν τα κεφάλια τους ως τρόπαια! Στην Παπαδιά, στην Καστανιά, στο Κρίκελλο και σε όλα σχεδόν τα ευρυτανικά χωριά, αφηνιασμένοι παρακρατικοί φασίστες κατακρεουργούν μαζικά κόσμο! (Επώνυμες ανατριχιαστικές μαρτυρίες για όλα τα προαναφερόμενα και για άλλα πολλά διαβάσαμε συν τοις άλλοις και στο βιβλίο του Δ. Σακκά “Το ανθρώπινο κτήνος στον καιρό του εμφυλίου- μια ιδιαίτερη αναφορά στην Ευρυτανία”. Επίσης από μαρτυρίες καταδιωγμένων αγωνιστών). Παντού επικρατεί κυριολεκτικά μια κόλαση! Ένα αιμάτινο ποτάμι κυκλώνει απ’ άκρη σ’ άκρη τον τόπο, αυτόν τον τόπο που έδωσε τα πάντα στον απελευθερωτικό αγώνα για να εισπράξει μετέπειτα πόνο και δάκρυ.
Στην εφημερίδα “Το Βήμα” (30-10-1945) ο Ευρυτάνας τ. βουλευτής και υπουργός Γ. Μπουρδάρας αναφέρει:«…Η κυβέρνησις δια των αρχών της Ευρυτανίας εξώπλισε τους κατά την αντίληψίν της φίλους της, δια να αμυνθούν δήθεν κατά των επιθέσεων των αριστερών συμμοριών, πράγματι όμως δια λόγους τρομοκρατήσεως των αντιπάλων της και των Δημοκρατικών, διότι προ του εξοπλισμού και ένα μήνα προ του δημοψηφίσματος, ουδεμία αριστερά συμμορία υπήρχε εν Ευρυτανία και απόλυτος ησυχία επεκράτη εις όλην την επαρχίαν, οφειλόμενη άλλωστε εις το ότι επί κατοχής και Εαμοκρατίας δεν διεπράχθησαν ευτυχώς εγκλήματα και αδικήματα κατά των αντιπάλων των κρατούντων… Περιέρχονται τα χωρία, δέρνουν, διαρπάζουν και μεταφέρουν τα διαρπαζόμενα, εις τους τόπους εξορμήσεως… Η τοιαύτη τακτική και πολιτική εξωθεί τους ανθρώπους εις το βουνό, διότι κάθε Έλλην δεν ανέχεται να δέρνεται αναιτίως…»
Ο ίδιος, σε άλλη επιστολή του στο «Βήμα» (13-6-1948) καταγγέλλει : «Σώμα χρηματοδοτούμενον από το κράτος, το οποίο δρα εις την Τριχωνίαν και την Νότιαν Ευρυτανίαν, ως με επληροφόρησαν εσχάτως, μεταβάν εις το χωρίον Καστανιά (Προυσού) Ευρυτανίας έσφαξε 12 κατοίκους, πράγμα που εξηνάγκασε τους λοιπούς να τραπούν προς τα βουνά, για να ενισχύονται έτσι αντί να διαλύωνται οι αντάρτες». 


Σε αυτό το σημείο αξίζει να τονίσουμε, ότι το Μάρτιο του 1947 πορεία 500 Ευρυτάνων χωρικών από τα χωριά των Κτημενίων επιχειρούν να συναντηθούν με κλιμάκιο του ΟΗΕ που περιοδεύει στην ελληνική ύπαιθρο για να διερευνήσει την κατάσταση. Το κλιμάκιο των Ηνωμένων Εθνών βρίσκεται πλησίον του Δομοκού, αλλά οι πορευόμενοι Ευρυτάνες δεν θα το προλάβουν καθώς αυτό είχε… ήδη αποχωρήσει! Οι κάτοικοι όμως παραδίδουν ένα υπόμνημα με καταγγελίες για τα όργια των γνωστών συμμοριών σε έναν έφιππο ο οποίος θα προλάβει την επιτροπή του ΟΗΕ και θα παραδώσει το έγγραφο. Τίποτε όμως δεν θα αλλάξει…


Ταυτόχρονα με τη δράση των φιλοκυβερνητικών συμμοριών, το ίδιο το «επίσημο» μοναρχοφασιστικό κράτος, με την καθοδήγηση αρχικά των Εγγλέζων και κατόπιν των Αμερικάνων πατρώνων του, εξαπολύει κύμα γενικευμένης τρομοκρατίας με εκτρωματικές δίκες όπου μέσα από έκτακτα στρατοδικεία χιλιάδες αγωνιστές και προοδευτικοί πολίτες οδηγούνται στα εκτελεστικά αποσπάσματα, τις φυλακές και τις εξορίες. Ο μονομερής -εκ μέρους του καθεστώτος- εμφύλιος αποτελεί ήδη μια πραγματικότητα…

Οι αγωνιστές αμύνονται…

«Οι παρτιζάνοι βγήκανε
στις πιο ψηλές ραχούλες
κι όλοι μαζί φωνάξανε
έχετε γεια μανούλες.
Σεις απ’ τα πεζοδρόμια
κι εμείς απ’ τις ραχούλες
μαζί θα λευτερώσουμε
εξόριστους και δούλους»


Μέσα, λοιπόν, στο εφιαλτικό κλίμα της άκρατης επίσημης και ανεπίσημης φασιστικής τρομοκρατίας, πολλοί αντιστασιακοί και άλλοι καταδιωκόμενοι αθώοι πολίτες αναζητούν καταφύγιο στα βουνά προκειμένου να υπερασπίσουν πρωτίστως τη ζωή τους αλλά και την τιμή και την ελευθερία τους. Αρχικά συγκροτούν ανεξάρτητες «ομάδες αυτοάμυνας», τις ΟΚΔΑ (Ομάδες Καταδιωκόμενων Δημοκρατικών Αγωνιστών) αν και –ακόμη- η εντολή της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι ρητή: να μην προβούν σε ένοπλο αγώνα! Σιγά-σιγά όμως και με την πάροδο του χρόνου οι αγωνιστές εξοπλίζονται ώστε να αντιμετωπίσουν με καλύτερους όρους αυτοπροστασίας τους διώκτες τους.. Εντέλει, ο «μονομερής εμφύλιος» (που όπως προαναφέραμε ήδη είχε κηρύξει εμπράκτως το κράτος και οι αιμοβόρες συμμορίες του) θα οδηγήσει, εκ των πραγμάτων, στην αναπόφευκτη γενικευμένη σύγκρουση.
(φωτο: Νέος αντάρτης)

Στις 31 Μάρτη 1946, ημέρα διεξαγωγής των νόθων ψευδοεκλογών της τρομοκρατίας, ένοπλοι επιτίθενται στο σταθμό χωροφυλακής στο Λιτόχωρο. Τους μήνες που ακολούθησαν, οι συγκρούσεις των κατατρεγμένων με τους διώκτες τους αυξάνονται ταυτόχρονα με τη δύναμη των ανταρτών. Στον τόπο μας, τα απόρθητα βουνά και τα πυκνά δάση της Ευρυτανίας θα γίνουν επίκεντρο νέων ιστορικών γεγονότων. Παλιοί Ελασίτες καπεταναίοι (Διαμαντής, Πελοπίδας, Μπελής, Παπούας, Περικλής κλπ) κινούνται στην Ευρυτανία αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Ρούμελης, προσπαθώντας να περιφρουρήσουν το λαό και να ανυψώσουν το ηθικό του. 

Το καλοκαίρι του 1946 αντηχούν οι πρώτες ντουφεκιές στην κορυφογραμμή Μάρτσα-Τριφύλλα-Βουλγάρα. Στις 18 του Σεπτέμβρη στη θέση Τριφύλλα κοντά στον Κλειτσό Ευρυτανίας ομάδες καταδιωγμένων πολιτών υπό τον Μπελή συγκρούονται και διαλύουν απόσπασμα χωροφυλάκων και παρακρατικών που δρούσαν από κοινού. Την επόμενη ημέρα αντάρτες μπαίνουν στο Κερασοχώρι και καίνε τα έγγραφα του δικαστηρίου. Οι αγωνιστές δεν κάθονται, πλέον, με σταυρωμένα χέρια ώστε να θυματοποιούνται αδίκως. Ανταπαντούν όταν και όπως μπορούν! Ο παλιός συμπολεμιστής του Άρη ο «Περικλής» (Γιώργος Χουλιάρας) περιοδεύει μαζί με συμμαχητές του στα χωριά εξηγώντας τους λόγους που τους ανάγκασαν να πάρουν πάλι τα όπλα: «Αγωνιζόμαστε για τη ζωή μας, για τη ζωή των καταδιωκόμενων αγωνιστών, για τη Δημοκρατία και την Ανεξαρτησία. Όποιος δεν έβαψε τα χέρια του στο αίμα αθώων δεν έχει να φοβηθεί τίποτε και να μη φύγει από το χωριό του. Εγγυούμαστε να τον προστατεύσουμε…». Κάτω από την πίεση των γεγονότων τον Οκτώβριο του 1946 οι χωροφύλακες της Αγίας Τριάδας εγκαταλείπουν κρυφά το σταθμό και καταφεύγουν στο Καρπενήσι. Εν τω μεταξύ στις 28 Οχτώβρη 1946 οι διάσπαρτες ένοπλες αντάρτικες ομάδες, ανά την Ελλάδα, ενοποιούνται με την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών (στις 27-12-1946 μετονομάζεται σε Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας)!

Σχεδόν αμέσως, το Γενάρη του 1947, σχηματίζεται το Αρχηγείο της Ρούμελης και ταυτόχρονα το Αρχηγείο Ευρυτανίας υπό τον «Ερμή» (Βασίλη Πριόβολο) ο οποίος είχε ήδη μπει στη Φουρνά, σφράγισε το σταθμό της χωροφυλακής και εγκατέστησε αντάρτικο κλιμάκιο στη διπλανή Βράχα! Η Φουρνά με τα ελατοδάση της θα αποτελέσει ένα κατ’ εξοχήν αντάρτικο επίκεντρο ενώ αργότερα καταφθάνει στα Άγραφα και ηγετικό επιτελείο του ΔΣΕ με αρχηγό το Μάρκο Βαφειάδη. Σε πολλά χωριά δημιουργούνται λαϊκά συμβούλια με κυρίαρχο σώμα τις γενικές συνελεύσεις των κατοίκων, ενώ συγκροτούνται και λαϊκές πολιτοφυλακές.
Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Το καθεστώς εκκενώνει βίαια τα χωριά…


«Εμπρός στην Επανάσταση όλοι,
αντηχούνε φωνές δυνατές,
σηκωθείτε παλικάρια στο πόδι,
μ’ ατσαλένιες καινούργιες γροθιές.
Εγγλέζοι, Αμερικάνοι, προδότες,
δολοφόνοι, τυράννοι σκληροί,
τρομοκράτες του λαού μας ρουφήχτρες,
φτάνει πια να υπάρχουν στη γη.
Στη μάχη όταν έρθει η ώρα,
σαν λιοντάρια ορμούμε εμπρός,
ρίχνουν όλμοι, αεροπλάνα πυροβόλα,
μα η ορμή μας δεν παύει, εμπρός»

Απρίλης του 1947: Ο κυβερνητικός στρατός ξεκινά -με σχεδιασμό του Βρετανού στρατηγού Ρόλινγκς- μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση κατά των ανταρτών με την κωδική ονομασία «TERMINUS». Με 7 μεραρχίες συνολικής δύναμης 80.000 ανδρών, 60 αεροπλάνα και 40 πυροβόλα επιχειρούν περικύκλωση των περίπου 10.000 μαχητών του ΔΣΕ σε όλη τη χώρα. Πρώτο πεδίο δράσης η Ρούμελη με το εξειδικευμένο σχέδιο «Αετός»! Το νεοσύστατο Αρχηγείο Ρούμελης του ΔΣΕ διαθέτει, εκείνη την εποχή, μονάχα 1000 αντάρτες!!! Αυτοί όμως δεν πτοούνται! Με συνεχείς νυχτερινές πορείες μέσα από τα βουνά ξεφεύγουν και ακολούθως με έξυπνες κινήσεις και αιφνιδιαστικά χτυπήματα στα νώτα του αντιπάλου καταφέρνουν και επανέρχονται στον Τυμφρήστιο χώρο! Έτσι ο επιχειρούμενος εγκλωβισμός των ανταρτών της Ρούμελης αποτυγχάνει. Εκείνη την περίοδο θα γραφτεί και η μεγάλη τραγωδία της Νιάλας (βλ. σχετικό αφιέρωμα).
(φωτο: Ανταρτοπούλα εκπαιδεύει συμμαχητές της)

Είναι περίπου η εποχή που οι Εγγλέζοι «αποσύρονται» διακριτικά και την αποικιοκρατική σκυτάλη παίρνουν στα χέρια τους οι Αμερικανοί σε συνεργασία πάντα με το παλάτι. Πάνω από 350 εκατομμύρια αιματοβαμμένα δολάρια θα διατεθούν, ως το τέλος του πολέμου, από τις ΗΠΑ υπέρ της ντόπιας ολιγαρχίας για τη συντριβή του λαϊκού κινήματος. Αποκορύφωμα αυτής της αμαρτωλής σχέσης μεταξύ ντόπιων και ξένων τυράννων θα είναι η προσφώνηση του Π. Κανελλόπουλου κατά την υποδοχή του Αμερικανού στρατηγού Βαν Φλητ: «Στρατηγέ ιδού ο στρατός σας»! 

(φωτο: Ο Αμερικανός στρατηγός Βαν Φλήτ ποζάρει δίπλα από νεκρούς μαχητές του ΔΣΕ στο Γράμμο)

Τον Αύγουστο του 1947 ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας με διάταγμά του καταργεί τη Βασιλεία και ανακηρύσσει την Ελλάδα ως Προεδρευόμενη Δημοκρατία!

Το Σεπτέμβρη του ’47 και ενώ ο ΔΣΕ αυξάνει κατακόρυφα τη δύναμή του, αριθμώντας πλέον 18.000 μαχητές, ο κυβερνητικός στρατός και οι Αμερικανοί προστάτες του οργανώνουν νέα εκκαθαριστική επιχείρηση κατά του Λαϊκού Στρατού, με την ονομασία «ΛΑΙΛΑΨ»! Με απόφασή του το ΚΚΕ δίνει πλέον γραμμή για ολοκληρωτικό πόλεμο εναντίον του ξενόδουλου μοναρχοφασιστικού καθεστώτος για Λευτεριά-Ανεξαρτησία-Λαϊκή Δημοκρατία!
Αυτή τη φορά παράλληλος στόχος της κυβέρνησης και των Αμερικανών, είναι, πλην της συντριβής του ΔΣΕ, και οι ορεινοί πληθυσμοί οι οποίοι θεωρούνται φίλα προσκείμενοι στους αντάρτες. Η ύπαιθρος σε όλη την Ελλάδα πλημμυρίζει από στρατό. Δια του εξαναγκασμού οι χωρικοί ξεριζώνονται -κυριολεκτικά μέσα σε λίγες ώρες- από τα χωριά τους και τις πατρογονικές τους εστίες. Τα χωριά ερημώνουν, τα νοικοκυριά ρημάζουν, τα εγκαταλειμμένα υπάρχοντα των φτωχών αγροτών πλιατσικολογούνται από τις γνωστές φασιστοσυμμορίες που κινούνται παράπλευρα με το στρατό, οι σοδειές καταστρέφονται και έτσι οι λεγόμενες ύποπτες περιοχές μετατρέπονται κυριολεκτικά σε «νεκρές ζώνες» ούτως ώστε οι αντάρτες να μη βρίσκουν πουθενά ανεφοδιασμό, στήριξη και εφεδρείες. Ένα απάνθρωπο φασιστικό σχέδιο κατά του λαού σχεδιασμένο με κάθε λεπτομέρεια από τους αμερικανούς νταβατζήδες. Το εφήρμοζαν όμως και οι Άγγλοι στις αποικίες τους! Υπολογίζεται ότι πάνω από 800.000 πολίτες (ανάμεσά τους 150.000 παιδιά) από όλη την ελληνική επικράτεια εκτοπίστηκαν βίαια από τις εστίες τους. Η κρατική προπαγάνδα τους βάφτισε «ανταρτόπληκτους»! Ολόκληρα καραβάνια ανθρώπινης δυστυχίας θα καταλήξουν σε στρατοκρατούμενες περιοχές στις παρυφές διάφορων μεγάλων πόλεων, μέσα σε ελληνικού τύπου “φαβέλες” και καταυλισμούς-γκέτο, ζώντας σε άθλιες συνθήκες και κάτω από τον ασφυχτικό έλεγχο των χωροφυλάκων και του στρατού. Ένα τμήμα αυτών των ανθρώπων, μεγαλυτέρων αλλά και παιδιών, θα αποτελέσει φτηνό υλικό εκμετάλλευσης από επιφανείς μεγαλοεργοδότες αλλά και από επιτήδειους του υποκόσμου. Πολλές τραγικές ιστορίες γράφτηκαν στους χώρους συγκέντρωσης των εκτοπισμένων.


Η Ευρυτανία η οποία βρίσκεται βέβαια στο μάτι του καθεστώτος αποτελεί άμεσο-πρώτιστο στόχο εκκένωσης! Έτσι λοιπόν οι ξεριζωμένοι από τα χωριά τους Ευρυτάνες (βλ. εδώ ) προωθούνται αναγκαστικά σε αστικά ή ημιαστικά κέντρα (Αγρίνιο, Καρδίτσα, Λαμία, Καρπενήσι, Μακρακώμη κλπ). Στοιβάζονται σε πρόχειρα καταλύματα, αποθήκες και άθλια παραπήγματα, ρακένδυτοι, δίχως πόρους και βέβαια χωρίς καμία εγγύηση ασφάλειας. Πολλοί εξ’ αυτών θα οδηγηθούν στα στρατοδικεία με χαλκευμένες κατηγορίες και εξωφρενικές σκευωρίες. Κάθε χάραμα στη θέση «Ξηριώτισσα» δίπλα από το νεκροταφείο της Λαμίας, οι εκτελέσεις δίνουν και παίρνουν με αποφάσεις του διαβόητου στρατοδίκη Γιαννόπουλου (“Κινίνου”). Εκεί θα εκτελεστεί ο Γ. Γιαταγάνας πρώτος γραμματέας του ΕΑΜ Ευρυτανίας. Επίσης θα εκτελεστούν, αφού πρώτα θα βασανιστούν αγρίως, ο υπέροχος δάσκαλος Θ. Μπακόλας και ο αδερφός του ο παπα Σεραφείμ γιατί δεν δέχτηκαν να αποκηρύξουν τα παιδιά τους. Ίδιο τραγικό τέλος είχε και η παπαδιά Κοροκίδαινα από το Στένωμα, η οικογένεια του Δ. Τσουγκρή από το Καλεσμένο, η αξέχαστη ηρωίδα Βαγγελίτσα Κουσιάντζα και πάρα πολλοί ακόμη δημοκρατικοί πολίτες που αν τους απαριθμούσαμε αναλυτικά θα χρειαζόμασταν τόμους ολόκληρους! Τα ισόβια και οι πολύχρονες καταδίκες είναι και αυτές στο «σύνηθες πρόγραμμα». Πλήθος ηρωικών συμπατριωτών μας παίρνουν τον πικρό δρόμο για τα ξερονήσια και τις εξορίες (Μακρόνησο, Ικαρία, Αϊ Στράτη κλπ.).
(φωτο: Στη Μακρόνησο...)

Κάτω από αυτή τη δυσμενή κατάσταση που διαμορφώνεται βάσει αυτού του μοναρχοφασιστικού σχεδίου, οι αντάρτες ελίσσονται προσωρινά με κατεύθυνση τη Βόρεια Ελλάδα, αλλά σε λίγο με μια αιφνιδιαστική αντίστροφη μεγάλη πορεία που θα ξαφνιάσει τους πάντες και δίνοντας συνεχείς μάχες προωθούνται ξανά γύρω από το Καρπενήσι (Μικρό Χωριό, Δερμάτι, Στένωμα, Καλεσμένο κλπ). Αρχές του 1948 δημιουργούνται και έμπεδα μαχητών του ΔΣΕ στα Δολιανά και τη Ρωσκά Ευρυτανίας (πλησίον του «Πανταβρέχει») όπου εκεί εκπαιδεύονται και 300 επίλεκτες ανταρτοπούλες!!! Το Γενικό Επιτελείο Στρατού συμπεραίνει: «ειδικώς η κατάστασις εις την Ρούμελην ήτο αφόρητος. Οι κομμουνιστοσυμμορίται εξήσκουν απόλυτον έλεγχον εφ’ ολοκλήρου σχεδόν της περιοχής, εξαιρέσει των μεγάλων αστικών κέντρων».
Έτσι τον Απρίλη του 1948 ξεκινά και πάλι μια νέα γενικευμένη κυκλωτική επιχείρηση εναντίον των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας με τον κωδικό «ΧΑΡΑΥΓΗ»! Το καθεστώς, με την αμερικανική πάντα εποπτεία και συμμετοχή, εξορμά με δεκάδες χιλιάδες άνδρες συγκροτημένους σε 3 Μεραρχίες Στρατού με 27 τάγματα, 14 Πυροβολαρχίες, 16 Τάγματα Εθνοφρουράς, 6 Τάγματα Χωροφυλακής, 2 μοίρες Ορεινών Καταδρομών, 1 Σύνταγμα Θωρακισμένων, Ομάδες ΜΑΥ και αεροπλάνα. Εν τω μεταξύ ο ΔΣΕ συγκροτεί το ΚΓΑΝΕ (Κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας) με αρχηγό το γιατρό Κ. Καραγιώργη. Το ΚΓΑΝΕ αποτελείται από 3 αντάρτικες μεραρχίες (Ι Θεσσαλίας, ΙΙ Ρούμελης, ΙΙΙ Πελοποννήσου). Για δύο περίπου μήνες διεξάγονται αλλεπάλληλες μάχες. Στην Ευρυτανία επίλεκτες δυνάμεις της ηρωικής ΙΙ Μεραρχίας του ΔΣΕ μαζί με τις ανταρτοπούλες (!) από τα κέντρα εκπαίδευσης, σπάνε επιτυχώς την τρομερή ενέδρα του καθεστωτικού στρατού στη θέση «Σωτήρα» Τυμφρηστού. Όμως στα Καλύβια της Βίνιανης μια άλλη αντάρτικη φάλαγγα θα ηττηθεί. Εκεί πολλές κοπέλες από τον ανθό του ένοπλου λαϊκού κινήματος σκοτώνονται, ενώ άλλες αιχμαλωτίζονται και μεταφέρονται σιδηροδέσμιες στο Καρπενήσι. Σκληρές επίσης συγκρούσεις έχουμε και στον Αϊ Λιά της Βίνιανης όπως και στον Καλόγερο! Στις 31 του Μάη 1948 στη θέση Πυργούλια και Νεβρόπολη των Αγράφων η ΙΙ Μεραρχία Ρούμελης του ΔΣΕ πέφτει σε κλοιό της Χ Μεραρχίας του κυβερνητικού στρατού υπό τον στρατηγό Μανιδάκη. Οι αντάρτες κατορθώνουν να σπάσουν τον ασφυχτικό κλοιό και να εισχωρήσουν πάλι από Βράχα-Κλειτσό στην Ευρυτανία και στα νότια Άγραφα. 
Τις άγριες αιματηρές μάχες παρακολουθεί απευθείας ο αμερικανός στρατηγός Βαν Φλητ μαζί με τον αρχηγό του ΓΕΣ Κιτριλάκη. Το σχέδιο περικύκλωσης αποτυγχάνει και τότε ο επικυρίαρχος Βαν Φλητ διατάσει κυρώσεις κατά της ηγεσίας της Χ Μεραρχίας του υποτιθέμενου… «εθνικού» στρατού!!!

Πριν τη μεγάλη αντάρτικη έφοδο…

«Ψηλά τη σημαία του Δημοκρατικού Στρατού
παιδιά γενναία
μια ζωή αρχίζει νέα
για το λαό, εμπρός παιδιά.
Μέσα στου φασισμού τη δίνη
νέα ζωή σου ξαναδίνει.
Σώζει όλα τα παιδιά σου
δίνει φως στη σκοτεινιά σου
και χαρίζει λευτεριά
εμπρός παιδιά»

Οι αντάρτες, λοιπόν, μετά από σκληρές πολύνεκρες μάχες έχουν επιστρέψει μέσω διαφόρων περασμάτων και πάλι στη Ρούμελη και δη στην Ευρυτανία. Οι εκκενωμένες περιοχές δημιουργούν, όμως, μια αντικειμενικά δύσκολη κατάσταση για το ΔΣΕ αφού πλέον κινείται αναγκαστικά σε «έρημη γη», έχοντας χάσει σημαντικές βάσεις στήριξης! Ταυτόχρονα κινούνται και πολυπληθή καθεστωτικά στρατεύματα. Ο αντιστράτηγος του κυβερνητικού στρατού Θρασύβουλος Τσακαλώτος ζητά με επιστολή του από τους στρατιώτες… να ξεχάσουν τη λέξη “κόπωσις” αφού καθώς λέγει για τους αντάρτες: «γιατί αυτοί δεν κουράζονται, μήπως είναι καλύτερα ντυμένοι, μήπως περνούν καλύτερα;». Φαίνεται πως ο αντιστράτηγος δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να κατανοήσει πως οι “ξυπόλητοι” είχανε “ψυχή βαθιά” και εμφορούνταν από υψηλά ιδανικά και ευγενή οράματα για μια νέα δίκαιη ζωή, γεγονός που πολλαπλασίαζε τις δυνάμεις και τις αντοχές των αντιστεκόμενων, εν αντιθέσει με το δικό του άδικο πόλεμο που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της ντόπιας ολιγαρχίας και των ξένων συμμάχων της!
Από το Δεκέμβρη του 1948 μεγάλες δυνάμεις του ΔΣΕ συγκλίνουν στη Φουρνά Ευρυτανίας και στα γύρω χωριά Βράχα, Κλειτσό, κλπ. Είναι οι: Ι Μεραρχία του ΔΣΕ με αρχηγό τον ξακουστό «Γιώτη» (Χαρίλαο Φλωράκη), η ΙΙ Μεραρχία με το θρυλικό «Διαμαντή» (Γιάννη Αλεξάνδρου), η Σχολή Αξιωματικών του Κλιμακίου Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας με τον T. Πέτσα, ένα Ανεξάρτητο Τάγμα και μια Διλοχία, συνολικής δύναμης περίπου 3000 ανταρτών και ανταρτισσών! Οι μαχητές του ΔΣΕ ξεκουράζονται από τις συνεχείς πορείες και τις μάχες και αναδιοργανώνονται για τη μεγάλη έφοδο στο Καρπενήσι.

(φωτο: "Διαμαντής" και "Γιώτης" στο Καρπενήσι)

Η κατάληψη της Ευρυτανικής πρωτεύουσας θεωρείται από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας ως ιδιαίτερα σημαντικός πολιτικοστρατιωτικός στόχος για τους εξής λόγους: Κατ’ αρχάς το μοναρχοφασιστικό κράτος θα έχανε την πιο βαθιά προωθημένη βάση του για τις επιχειρήσεις του στη Ρούμελη και τη Δ. Θεσσαλία. Επιπρόσθετα θα επιτυγχάνονταν μια εδαφική ενότητα προς όφελος του ΔΣΕ στον κεντρικό και νότιο κορμό της Πίνδου. Παράλληλα θα απασχολούνταν επιπλέον εχθρικές δυνάμεις ώστε να αποσυμφορηθεί η πίεση που αντιμετώπιζαν τα μαχόμενα τμήματα του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, ενώ συγχρόνως θα αποδεσμεύονταν αντίπαλα στρατεύματα και από το μέτωπο του Γράμμου. Συν τοις άλλοις, θα εξουδετερώνονταν και πολλές παρακρατικές φασιστοσυμμορίες που έδρευαν στη Ρούμελη και οι οποίες βαρύνονταν με στυγερά εγκλήματα κατά του λαού. Δεν μπορεί, επίσης, να παραβλεφτεί ότι εάν η πόλη-σύμβολο της Εαμικής Αντίστασης πέρναγε στα χέρια του ΔΣΕ θα αποτελούσε μια σημαντική νίκη γοήτρου κόντρα στο καθεστώς, ξέχωρα από τη διεθνή απήχησή της. Τέλος θα ανεφοδιαζόταν ο ΔΣΕ με όπλα, τρόφιμα, υλικό και θα ενισχύονταν με την ένταξη περισσότερων νέων μαχητών. 

Την Πρωτοχρονιά του 1949 θα εκτυλιχθούν συγκινητικές στιγμές με τους αντάρτες και τις αντάρτισσες να γιορτάζουν την είσοδο του νέου έτους (1949) με χορούς, δημοτικά κι επαναστατικά τραγούδια και όρκους τιμής στον αγώνα και τη νίκη!


Οι επόμενες ημέρες κυλούν με συνεχή εκπαίδευση των τμημάτων καθώς και μαζικές συνελεύσεις των μαχητών-τριών όπου εκτός από τις ιδεολογικοπολιτικές συζητήσεις αναλύονται διεξοδικά και τα συμπεράσματα από τις πρόσφατες επιχειρήσεις του ΔΣΕ στην Καρδίτσα και τις Σοφάδες. Επίσης αναδιοργανώνονται κάποιες μονάδες, διαπιστώνονται και καλύπτονται κενά στα τμήματα και βέβαια ανατίθενται συγκεκριμένα καθήκοντα στα στελέχη και τους επικεφαλής των μονάδων. Παράλληλα δημιουργείται και ένα πολύπλευρο-άρτιο δίκτυο πληροφόρησης όταν ριψοκίνδυνοι μαχητές του ΔΣΕ που ενεδρεύουν επίμονα μέσα στο χιονιά κοντά στο Καρπενήσι, συλλαμβάνουν «γλώσσες» (αιχμαλώτους) και έτσι προκύπτει μία λεπτομερής συνεχής ενημέρωση για τις θέσεις και τη διάταξη του αντιπάλου μέσα και έξω από την πόλη. Τέλος, ειδικοί ιχνηλάτες πραγματοποιούν αναγνωριστικά δρομολόγια στα χιονισμένα περάσματα του Βελουχίου και κατ’ αυτό τον τρόπο σχεδιάζονται αναλυτικά με ανάγλυφους χάρτες αναπαράστασης οι κατάλληλες διαδρομές που θα ακολουθήσουν οι αντάρτες!
Κατόπιν όλων αυτών, ο τελικός σχεδιασμός προβλέπει μια γρήγορη αιφνιδιαστική διείσδυση στην καρδιά της πόλης με στόχο να δημιουργηθεί καθοριστικό ρήγμα στην αντίπαλη διάταξη. Ως «αδύνατος κρίκος» ορίζεται το σημείο μεταξύ Ρόβια και αντερείσματος Προφ. Ηλία, με πιάσιμο του ρέματος της Αγίας Παρασκευής το οποίο δεν είχαν προβλέψει να ναρκοθετήσουν οι κυβερνητικοί γιατί δεν φαντάζονταν πως οι αντάρτες θα επιχειρούσαν την προσέγγιση των προαναφερόμενων σημείων που είχαν πλάτη το Βελούχι και που θεωρούνταν αδιάβατο λόγω των ακραίων καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν με τις χιονοθύελλες! Ταυτόχρονα θα παρενοχλούνταν σχεδιασμένα και άλλες αντίπαλες εστίες μέσα και έξω από την πόλη.

(φωτο: Βελούχι)
Από τα μέσα του Γενάρη και μετά, μονάδες του ΔΣΕ πραγματοποιούν συντονισμένες νυχτερινές προσεκτικές πορείες με κατεύθυνση το Καρπενήσι. Ακροβολίζονται μέσα στα χιόνια αναμένοντας το τελικό σύνθημα. Υπάρχει εντολή να κινούνται επιτόπου συνεχώς για να αντιμετωπίσουν και έναν επιπλέον εχθρό: το αφόρητο κρύο! Πολλοί τότε θα πάθουν κρυοπαγήματα… 

Η Κατάληψη του Καρπενησίου…

«Είναι σκληρός ο θάνατος
γι’ αυτούς που μένουν πίσω.
Μα εδώ δεν είναι θάνατος
θάνατος απ’ αρρώστια.
Είναι της δόξας τα παιδιά
δαφνοστεφανωμένα.
Θάνατο εμείς δεν βρίσκουμε
και λησμονιά η γενιά μας…»

(φωτο: Μαχητές και μαχήτριες του λαϊκου στρατού)

Το Καρπενήσι βρίσκεται σε μια φυσική οχυρή θέση κουρνιασμένο σε μεγάλο υψόμετρο 980 μ, και με τα νώτα του καλυμμένα από το πανύψηλο χιονοσκέπαστο Βελούχι (2319μ). Στην πόλη είναι εγκατεστημένες ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις αποτελούμενες από: δύο ενισχυμένα τάγματα Πεζικού, χωροφύλακες, εθνοφρουρά καθώς και πολλούς φανατισμένους μαυροσκούφηδες και μάυδες, αρκετοί εκ των οποίων έχουν καταφτάσει ακόμη και από τη Λαμία, θορυβημένοι μετά την επιτυχή επέμβαση των ανταρτών στην Καρδίτσα. Η συνολική τους δύναμη αγγίζει περίπου τα 1500 άτομα. Να σημειώσουμε εδώ ότι από τις αρχές του 1946 έως τα μέσα του 1947 διοικητής του Καρπενησίου ήταν ο παλιός ταγματασφαλίτης-συνεργάτης των Γερμανών Τολιόπουλος, γνωστός ανθρωποδιώκτης, ο οποίος έχοντας μια ανισόρροπη συμπεριφορά κυκλοφορεί στην πόλη με το μαστίγιο βρίζοντας χυδαία και τρομοκρατώντας τον κόσμο. Στη συνέχεια, διοικητής ανέλαβε ο ταγματάρχης Κ. Παπαγεωργόπουλος. Αυτός φοβούμενος αντάρτικη επίθεση επιστράτευσε πολίτες με γκασμάδες και φτυάρια για να σκάψουν χαρακώματα στους τριγύρω λόφους όπου και τοποθέτησε βαριά αρματωμένα φυλάκια, τύλιξε την πόλη με διπλές σειρές από συρματοπλέγματα, ναρκοθέτησε περιμετρικές ζώνες, έστησε φωλιές πολυβόλων σε ταράτσες και… καμπαναριά εκκλησιών (Αγ. Τριάδα, Παναγία), οχύρωσε σπίτια και γέμισε, μέσα κι έξω το Καρπενήσι, με ορύγματα, τσιμεντένια οδοφράγματα και επιπλέον πολυβολεία. 

(φωτο: Καταδρομείς του καθεστωτικού στρατού στο Καρπενήσι)
Ταυτόχρονα καλλιέργησε ένα αχαλίνωτο κλίμα τρομοκρατίας, με μαζικές συλλήψεις θεωρούμενων «υπόπτων», συνεχείς ελέγχους στις εισόδους και τις εξόδους της πόλης, απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά το σούρουπο, ενώ έβαλε σε διαδικασία ελέγχου μέσω ονομαστικών καταστάσεων ακόμη και… το εμπόριο του αλατιού για να μην μπορούν, τάχα, να το προμηθεύονται οι αντάρτες!!! Όλα τούτα τα βρήκε έτοιμα και ο επόμενος διοικητής Ισαακίδης. Μέχρι που τελικά ο ίδιος ο αντιστράτηγος Τσακαλώτος επέβαλλε, το 1948, ως διοικητή Καρπενησίου το Δ. Καραπιπέρη. Έναν άγριο αφηνιασμένο αντικομμουνιστή ταγματάρχη που καθοδηγούσε ο ίδιος προσωπικά τις βάρβαρες εξορμήσεις των σφαγέων παρακρατικών στα χωριά παροτρύνοντάς τους: «θα κάνετε πέρα και θα μου φέρετε πίσω αυτιά, μύτες και βυζιά, να μη μείνει ζωντανή ούτε γάτα»!!! (βλ. Δ. Σακκάς «Το ανθρώπινο κτήνος στον καιρό του εμφυλίου»).
Ο κυβερνητικός στρατηγός Ζαφειρόπουλος θεωρεί ιδιαίτερα δύσκολη την κατάληψη του Καρπενησίου καθώς η αμυντική της διάταξη : «εστηρίζετο εις την ισχυράν κατοχήν και αμυντικήν οργάνωσιν των πέριξ της πόλεως υψωμάτων Αγ. Δημητρίου-Ροβιές-Αγ. Σωτήρος και της αντηρίδος Προφ. Ηλία, άτινα είναι φύσει οχυρά, δεσπόζουν και ελέγχουν την πόλιν και η μεταξύ των απόστασις επιτρέπει την δημιουργίαν ισχυρών και πυκνών συνεχών φραγμών πυρών Πεζικού, και εις την αμυντικήν οργάνωσιν του εσωτερικού της πόλεως».
Το Καρπενήσι λοιπόν οχυρωμένο σαν αστακός τόσο περιμετρικά όσο και μέσα στην πόλη και με τη διοίκησή του στα χέρια των πιο στυγνών καθεστωτικών θεωρείται απόρθητο φρούριο. Ώσπου…


Τη βραδιά της 19ης Γενάρη 1949 και ενώ ο Καραπιπέρης και οι όμοιοί του μπεκροπίνουν και γλεντοκοπάνε σε μια ταβέρνα παρέα με κάποιους από τις διορισμένες τοπικές αρχές, οι δυνάμεις των ανταρτών του ΔΣΕ ΄κυκλώνουν αθόρυβα την πόλη! Ήδη η Ι Μεραρχία με τον καπετάν Γιώτη ακολουθώντας τη διαδρομή από Βράχα μέχρι Στένωμα, είχε φτάσει στο ύψωμα του Αϊ Θανάση κάπου 4 χλμ από την πόλη. Από εκεί η Ταξιαρχία του Μπαντέκου θα επιχειρούσε το όλο σχέδιο διείσδυσης (να σημειώσουμε εδώ ότι ο Μπαντέκος -Ν. Μπαλάλας- είναι ο θαρραλέος ταξίαρχος του ΔΣΕ που όταν λίγο αργότερα, τον Αύγουστο του 1949, θα καταδικαστεί… 17 φορές σε θάνατο και θα εκτελεστεί μαζί με τη γυναίκα του Ευτυχία, θα ειρωνευτεί τους στρατοδίκες λέγοντας: «μωρέ εγώ ως ταξίαρχος του Δημοκρατικού Στρατού μόνο… 17 φορές εις θάνατον και ο σύντροφος Βύρωνας που ήταν ταγματάρχης 31 φορές; Καλά δεν ντρέπεστε λιγάκι»!!!). Επίσης η Σχολή Αξιωματικών είχε ως αποστολή την κατάληψη του κομβικού λόφου του Αγ. Δημητρίου στην είσοδο του Καρπενησίου. Η ΙΙ Μεραρχία με τον καπετάν Διαμαντή πιάνει θέσεις στα υψώματα της Μερκάδας και τον Αϊ Λιά Ροβολαρίου ελέγχοντας τη μοναδική στενωπή οδό από Λαμία ώστε να αναχαιτιστούν τυχόν κυβερνητικές ενισχύσεις από Φθιώτιδα προς Ράχη Τυμφρηστού-Καρπενήσι. Αντάρτικα επίσης τμήματα καλύπτουν και τις διόδους της πόλης προς την κατεύθυνση του Αγρινίου ώστε να μπλοκάρουν και από εκεί πιθανές εχθρικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα προς την Καρδίτσα η 77η Μονάδα Χώρου του ΔΣΕ θα πραγματοποιούσε περιορισμένη επίθεση αντιπερισπασμού με όλμους στις δυτικές παρυφές της πόλης. 

(φωτο: Αντάρτες) 


Ο Β. Αποστολόπουλος (βλ. «Το χρονικό μιας εποποιίας-ο ΔΣΕ στη Ρούμελη») περιγράφει: 

«Το Καρπενήσι βρίσκεται στην καρδιά της ορεινής Ρούμελης. Έχει για προσκέφαλο το Βελούχι κι απλώνει τα πόδια του προς το ιστορικό Κεφαλόβρυσο, το δασωμένο Κώνισκο και την ειδυλλιακή Ποταμιά. Ο ορίζοντας νοτιοανατολικά φράζεται από το πέτρινο τρίπτυχο των κορφών της Χελιδόνας και τους απάτητους γκρεμούς της άγριας Καλιακούδας. Και σαν πιασμένες από τα χέρια αυτών των βουνών, ράχες δασωμένες δένονται με τα ψηλά αντερείσματα του Βελουχίου χτίζοντας ένα τεράστιο πηγάδι, που στον πυθμένα του κοιμάται το Καρπενήσι. Ένας πέτρινος κόθρος πανύψηλος και δασωμένος και χωμένη στη βάση του η ιστορική πολιτειούλα…. Και καθώς ροβολάμε από το διάσελο του Αϊ Θανάση, στην ξάστερη παγωμένη νύχτα, σαν να βλέπουμε το θεόρατο ίσκιο του Μάρκου Μπότσαρη να μας καλωσορίζει. Και σαν να μας δείχνει το κόκκινο σημάδι στο κεφάλι του πάνω από το δεξιό του μάτι, από αρβανίτικο βόλι, που τον έστειλε στην αθανασία στις 8-9 Αυγούστου 1823 στον αγώνα για την ελευθερία και την ανάσταση του γένους».

(φωτο: Αντάρτες του ΔΣΕ προωθούνται προς το Καρπενήσι) 

Στις 19 Γενάρη το βράδυ γύρω στις 10.30 ξεκινά η επίθεση. Ομάδες ανταρτών διασχίζουν αιφνιδιαστικά το λεγόμενο «χιονισμένο αδιάβατο» του Βελουχίου, καταφέρνουν να περάσουν ανάμεσα από Ρόβια και αντέρεισμα Προφ. Ηλία και προσεγγίζοντας το μη ναρκοθετημένο ρέμα της Αγίας Παρασκευής οχυρώνονται κοντά στα πρώτα κορφιανά σπίτια της πόλης. 
200 μαχητές με τον ταγματάρχη του ΔΣΕ Δ. Πρίκο προωθούνται προς τη θέση Δεξαμενή, όπου εκεί επιχειρείται το κύριο ρήγμα στην εχθρική διάταξη ώστε να πραγματοποιηθεί η ευρεία διείσδυση στην πόλη. Αμέσως επιχειρείται ανακατάληψη του χώρου από τους μαυροσκούφηδες, τους χωροφύλακες και τον καθεστωτικό στρατό. Ξεσπούν άγριες μάχες. Ο τόπος καίγεται από τα πυρά. Οι δύο πλευρές μάχονται με πρωτοφανές πείσμα, πολλές φορές σώμα με σώμα. Οι κυβερνητικοί με τους παρακρατικούς συνεταίρους τους ρίχνονται με μένος επάνω στους αντάρτες για να εκμηδενίσουν –κυρίως- το κρίσιμο προγεφύρωμα της Δεξαμενής. Ακολουθεί πραγματικό μακελειό. Τη νύχτα ο Πρίκος αδυνατώντας να καλύψει όλο τον τομέα και καθώς έχει σημαντικές απώλειες στο τάγμα του ζητά ενισχύσεις. Ο ταξίαρχος Μπαντέκος του ΔΣΕ στέλνει προς ενίσχυση το Λόχο Δημοκρατικής Νεολαίας με τρεις διμοιρίες. Οι δύο διμοιρίες σπεύδουν προς τη Δεξαμενή, ενώ η άλλη εξουδετερώνει παρακείμενες εστίες Μάυδων. Το ξημέρωμα της 20ης και καθώς προχωρά η μέρα οι κυβερνητικοί εντείνουν τις επιθέσεις τους στη Δεξαμενή. Η μάχη είναι σκληρή και αμφίρροπη. Λέγεται, μάλιστα ότι επάνω σε εκείνες τις σφοδρές συγκρούσεις ο πολιτικός επίτροπος Μάγγος περικυκλωμένος από φασίστες έβγαλε το περίστροφό του και αυτοκτόνησε για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια τους (βλ. Τ. Ψημμένος «Αντάρτες στ’ Άγραφα»). Σε κάποια στιγμή ο Πρίκος, πιεσμένος αφόρητα και τραυματισμένος κι ο ίδιος, διατάσει σύμπτυξη των δυνάμεών του που βρίσκονται γύρω από τη Δεξαμενή. Ο ίδιος καταφτάνει στην κεντρική διοίκηση των ανταρτών όπου απελπισμένος και επιχειρώντας να αυτοκτονήσει απευθύνεται στους συντρόφους του ουρλιάζοντας: «Πάνε τα παιδιά μου, πάει το τάγμα μου»!!! Τότε η κεντρική διοίκηση αποφασίζει να αποσύρει τα τμήματα από το προγεφύρωμα της Δεξαμενής, αλλά το σήμα αυτό δεν θα φτάσει ποτέ στον προορισμό του καθώς οι ριπές των πολυβόλων είχαν κόψει τα τηλεφωνικά σύρματα με αποτέλεσμα να διακοπεί η επικοινωνία.
Όμως, σ’ εκείνη ακριβώς την κρίσιμη φάση της μάχης λειτουργεί με τον καλύτερο τρόπο η επαναστατική εμπειρία και η πρωτοβουλία των ίδιων των μαχητών του ΔΣΕ: Δύο αντάρτικοι λόχοι, με επικεφαλής τους Πάικο και Τζίτζιρα και με τη συνδρομή και των διμοιριών του Λόχου Νεολαίας, παρακούν συνειδητά την προηγούμενη διαταγή του Πρίκου (για σύμπτυξη) και αποφασίζουν να κρατήσουν πάση θυσία το κρίσιμο προγεφύρωμα στη Δεξαμενή μέχρι τη γενική έφοδο των υπόλοιπων δυνάμεων του ΔΣΕ. Καταμετρώνται 18 (!!!) κύματα λυσσασμένων επιθέσεων που επιχειρούν στρατός, μαυροσκούφηδες και χωροφύλακες για να αλώσουν το προγεφύρωμα. Οι αντάρτες τους αφήνουν να πλησιάζουν και μετά με ξαφνικές αντεπιθέσεις τους συντρίβουν σε μάχες σώμα με σώμα, παίρνοντας και όπλα ως λάφυρα! Ο Ν. Χασιώτης, αξιωματικός του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, διηγείται: «… Ο στρατός επιτίθετο συνεχώς, εμείς τους αποκρούουμε... Μας είχαν πλησιάσει στα 20 μέτρα. Τους λέω, παιδιά τώρα θα δείξουμε πραγματικά αν είμαστε ΔΣΕ. Τι θα κάνουμε; Αντί να τους περιμένουμε θα επιτεθούμε εμείς και θα τους αιφνιδιάσουμε. Έτσι κι έγινε. Επιτεθήκαμε και πραγματικά αιφνιδιάστηκαν τόσο που πετούσαν ακόμα και τα όπλα τους και όπου φύγει-φύγει μπήκαν μέσα στα πολυβολεία τους…».
Πλέον, ο χρόνος μετρά υπέρ του ΔΣΕ. Έτσι, αργά το μεσημέρι και προς το σούρουπο της 20ης Γενάρη ξεκινά γενική συντονισμένη έφοδος των ανταρτών από όλες τις πλευρές εναντίον των φυλακίων και των λοιπών κομβικών σημείων της πόλης. Αρχικά με περιορισμένα κοντινά πυρά πυροβόλων, όλμων και πάντζερ και κατόπιν με αλλεπάλληλες εφόδους μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού. Χτυπιούνται Ρόβια, Αγ. Σωτήρα κλπ. Οι κυβερνητικοί αμύνονται με λύσσα και καταιγιστικά πυρά. Ειδικά στα Ρόβια υπάρχουν σημαντικές απώλειες ανταρτών. Ανάμεσά τους και ο αγαπητός σε όλους Θανάσης Φοκολώρας ένα παλικάρι 22 χρονών διοικητής αντάρτικων σχηματισμών. 
Εν τω μεταξύ, και καθώς μαίνονται οι συγκρούσεις στα διάφορα μέτωπα, αντάρτες της Σχολής Αξιωματικών εξουδετερώνουν μια διλοχία στρατιωτών, μεταμφιέζονται με τα ρούχα των αιχμαλώτων και χρησιμοποιώντας τα συνθήματα εφόδου, ξεγελούν τους φρουρούς του λόφου του Αγ. Δημητρίου και καταλαμβάνουν το στρατηγικής σημασίας οχυρό. Οι στρατιώτες παραδίδονται αμέσως. 

(φωτο: Ο στρατηγικής σημασίας λόφος του Αγ. Δημητρίου)
Πέφτει αμέσως σήμα ότι καταλήφθηκε το ύψωμα. Η πίεση των ανταρτών προς τα Ρόβια και την Αγ. Σωτήρα δυναμώνει ακόμη περισσότερο, οι αντάρτες βάλλουν πλέον και από το κατειλημμένο φυλάκιο του Αγ. Δημητρίου. Παράλληλα και καθώς νυχτώνει, μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ απ’ όλη την ταξιαρχία του Μπαντέκου χτυπάνε στοχευμένα σημεία της πόλης και εισέρχονται δυναμικά στο κέντρο της. Η αντίστροφη μέτρηση για την κατάληψη αρχίζει. 

Αργά τη νύχτα της 20ης προς 21ης Γενάρη και μετά από σκληρές πολύνεκρες οδομαχίες, οι αντάρτες καταλαμβάνουν το διοικητήριο που αποτελεί το άντρο του αντιπάλου. Ο διοικητής της φρουράς Παπατριανταφύλλου σκοτώνεται στη μάχη. Οι υπόλοιποι κιοτεύουν και γίνονται λαγοί με τον… “αρχιλεβέντη” Καραπιπέρη πρώτο-πρώτο! Μέσα στο γενικό χαμό τόσο αυτός όσο και ο ταγματάρχης Μαντούζας, ο οποίος είχε καταφύγει από πριν στο δάσος, το σκάνε τρέχοντας για να γλυτώσουν. Καταφεύγουν στον Αγ. Γεώργιο Φθιώτιδας. Ο στρατός που επιχειρεί να στείλει ενισχύσεις από Λαμία και Αγρίνιο αντιμετωπίζεται από τις ακροβολισμένες δυνάμεις της ΙΙ μεραρχίας του καπετάν Διαμαντή. Πολλοί μάυδες, χωροφύλακες, παρακρατικοί κλπ, επιχειρούν να εγκαταλείψουν νύχτα το Καρπενήσι, προσπαθώντας να διαφύγουν προς το Αγρίνιο ή τη Λαμία. Αρκετοί απ’ αυτούς σκοτώνονται από τα πυρά, ενώ ορισμένοι άλλοι πέφτουν πάνω στη φοβερή χιονοθύελλα και χάνονται όπως ο διοικητής χωροφύλακας Σαπέρας, ο υπομοίραρχος Μαγγίνας κ.ά. Κάμποσοι ακόμη μαυροσκούφηδες πιάνονται αιχμάλωτοι ή παραδίδονται από μόνοι τους. Μερικοί τρυπώνουν μέσα σε πηγάδια και σε δασωμένα σημεία για να γλυτώσουν από τη δικαιολογημένη οργή του λαού.


Το χάραμα οι στρατιώτες από τα Ρόβια και την Αγ. Σωτήρα υψώνουν λευκές σημαίες. Οι αντάρτες θα αντιμετωπίσουν με επιείκεια και σεβασμό τους αιχμαλώτους στρατιώτες. Υπάρχουν και περιστατικά αυτομόλησης φαντάρων του Κυβερνητικού Στρατού προς το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.

Ο Β. Αποστολόπουλος περιγράφει την είσοδο των ανταρτών στην πόλη μετά τις σφοδρές συγκρούσεις: «Έφεξε πια, όταν αντικρίζοντας το φόβητρο Ρόβια, είδαμε έξω απ’ τα οχυρά μεγάλο χορό φαντάρων να κουνούν λευκά μαντήλια στον αέρα. Παραδίνονται κι αυτοί. Με το όπλο “προτείνατε” βαδίζουμε προς το κέντρο της πόλης. Νέκρα! Εδώ φαίνονται καταστήματα στραπατσαρισμένα, σπασμένα κιβώτια πυρομαχικών, κάλυκες, αντικείμενα που εύγλωττα μιλούν για τη θεομηνία που πέρασε από πάνω τους».

Έτσι τα ξημερώματα 21ης Γενάρη 1949, το Καρπενήσι, η παλιά θρυλική πρωτεύουσα του ΕΑΜικού κράτους, περνάει ολοκληρωτικά στα χέρια των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.


Εκείνη όμως τη μέρα λαμβάνει χώρα και κάποιο άλλο πολύ σημαντικό γεγονός. Ορισμένα εχθρικά αεροπλάνα προσεγγίζουν το Καρπενήσι. Μαχητές του ΔΣΕ με επικεφαλής μια ανταρτοπούλα (!) βάλλουν και καταρρίπτουν στη θέση Αγ. Γιώργης ένα από αυτά. Νεκροί είναι: ο επισμηναγός Π. Τσούκας και ο… Αμερικανός αντισυνταγματάρχης Έντνερ Σέλντεν! Είναι η πρώτη «επίσημη» απόδειξη για τη βρόμικη ανάμιξη των Αμερικανών στον εμφύλιο με την πλευρά του μοναρχοφασιστικού στρατού. Γίνεται σάλος, ενώ θα υπάρξει καταγγελία του γεγονότος και στον ΟΗΕ!

Οι απώλειες της μάχης (με κάθε επιφύλαξη καθώς τα στοιχεία διίστανται) συνοψίζονται ως εξής: 245 νεκροί και 550 τραυματίες από την πλευρά του καθεστωτικού στρατού και των παρακρατικών και περίπου 115 νεκροί/τραυματίες αντάρτες και αντάρτισσες (συν 50 ακόμη με κρυοπαγήματα).


Το παλάτι και το Γενικό Επιτελείο Στρατού πανικοβάλλονται. Το Καρπενήσι ήταν το δεύτερο «ηχηρό χαστούκι» μετά την τρίημερη κατάληψη της Νάουσας. Μάλιστα θα είναι η μόνη πρωτεύουσα νομού που θα παραμείνει κατειλημμένη από τους αντάρτες για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Αποδίδονται ευθύνες στο στρατιωτικό διοικητή Στερεάς Ελλάδας Κετσέα. Ο Παπάγος τον αντικαθιστά. Αναλαμβάνει ο υποστράτηγος Π. Κατσώτας. Για να αμβλυνθούν οι εντυπώσεις ο Κετσέας, ο Καραπιπέρης, ο Μαντούζας και μερικοί ακόμη περνάνε στρατοδικείο όπου εκεί βέβαια αθωώνονται.

Από την άλλη πλευρά, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας τιμά το «Γιώτη» και το «Διαμαντή» με το ανώτατο παράσημο Πολεμικής Αξίας! 

(φωτο: "Γιώτης" - Χ. Φλωράκης)

φωτο: "Διαμαντής" - Γ. Αλεξάνδρου")

Ο ΓΓ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης στέλνει συγχαρητήριο τηλεγράφημα στους επικεφαλής, τους μαχητές και τις μαχήτριες του ΔΣΕ αναφέροντας: «Γράψατε σήμερα μια από τις λαμπρότερες σελίδες του λαϊκοαπελευθερωτικού μας αγώνα. Κρατήστε γερά το Καρπενήσι!... Οργανώστε καλά την επιθετική σας άμυνα. Σταθεροποιήστε τη λαϊκοδημοκρατική ζωή μέσα στην πόλη! Αποκαλύψτε και χτυπήστε κάθε πλιάτσικο. Δεθείτε γερά με το λαό. Πείστε του με τα έργα σας ότι ο ΔΣΕ είναι λαϊκοαπελευθερωτικός στρατός και ότι φέρνει στο λαό την απολύτρωση…. Φερθείτε αδελφικά στους αιχμαλώτους. Δείξτε σ’ όλους πως είσαστε φορείς ανώτατου λαϊκού πολιτισμού».


Σε άλλο εντελώς ύφος είναι η επιστολή του κυβερνητικού υποστράτηγου Τσακαλώτου όπου καλώντας για ανακατάληψη της πόλης σημειώνει μεταξύ άλλων και τα εξής: «…Από μας εξαρτάται και θα γίνη να μην υπάρξη άλλος ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΣ βραχνάς. Καθαρίστε όλοι οι Διοικηταί άνευ οίκτου τα μετόπισθεν. Κάθε ύποπτος βοηθείας πρέπει να εκλείψη… στην τελική συντριβή των Εαμοβουλγάρων και την Νίκην όλες αι δυνάμεις του Εθνους Επεστρατεύθησαν».


Μέσω αυτής της συγκριτικής παράθεσης διαφαίνεται το ηθικό πρόκριμα του ΔΣΕ έναντι του μοναρχοφασιστικού κράτους.
Μαχητές του ΔΣΕ με τη βοήθεια πολιτών περισυλλέγουν και θάβουν στα γύρω υψώματα τους νεκρούς της μάχης. Στη συνέχεια οι αντάρτες απαλλοτριώνουν από τις κατειλημμένες κρατικές αποθήκες του στρατού μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού καθώς και πολλές προμήθειες σε τρόφιμα, ιματισμό κλπ (12 βαριά πολυβόλα, 27 όλμους με 4080 βλήματα, 6 πίατ, 700 όπλα, 1.100.000 σφαίρες, 12 ασυρμάτους, 10 στρατιωτικά αυτοκίνητα, 100 μεταγωγικά, 600.000 οκάδες τρόφιμα). 

(φωτο: Στελέχη του ΔΣΕ στο Καρπενήσι)

Με εντολή του ΔΣΕ τα δημόσια ταμεία υποχρεώνονται να πληρώσουν κανονικά τις συντάξεις και τους μισθούς στον πληθυσμό. Τα υπόλοιπα χρήματα των τραπεζών και του μοναρχικού κράτους κατάσχονται υπέρ του Λαϊκού Στρατού. Με αυτά τα χρήματα ο ΔΣΕ πληρώνει στους καταστηματάρχες διάφορα είδη που έχουν ανάγκη οι αντάρτες. Φυσικά δεν σημειώνονται λεηλασίες στα ιδιωτικά καταστήματα και τα σπίτια. Τέλος στρατολογούνται στο ΔΣΕ πάνω από 400 νέοι και νέες. Οι αντάρτες δεν εκτελούν κανέναν από τους συλληφθέντες στρατιώτες (περίπου 400 στον αριθμό). Πριν, μάλιστα, την αποχώρηση του ΔΣΕ θα τους αφήσουν ελεύθερους. Πάνω σε αυτό, ο Γ. Κατσικογιάννης, «ανταρτόπληκτος» από το Μικρό Χωριό, αφηγείται λέγοντας μεταξύ άλλων: «Τους φαντάρους (του Κυβερνητικού Στρατού) που παραδόθηκαν τους είχανε σε ένα μεγάλο σπίτι που \χαν για στρατώνα. Τα όπλα βέβαια τους τα’χανε μαζέψει και όλα τα υλικά. Τους δίνανε νερό, και φαί και τσιγάρα. Καμιά φορά ξεμύτιζε κανένας και έπιανε κουβέντα με το σκοπό που’χανε βαλμένο οι αντάρτες να τους φυλάει. Δεν τους πειράξανε τρίχα από το κεφάλι τους. Κι όπως τους άφησαν έτσι τους βρήκανε μετά οι άλλοι οι δικοί τους που ξαναμπήκανε να πάρουνε το Καρπενήσι. Για τραυματίες που με ρωτάς θυμάμαι μερικούς. Ε, κάνανε και οι αντάρτες ότι μπορούσανε και αυτοί. Δύο φαντάροι πεθάνανε αλλά δεν φταίγανε οι αντάρτες, ο ένας μου’πανε είχε βαριά πληγή στο στομάχι κι ο άλλος ήτανε μισοπεθαμένος όταν τον μαζέψανε. Όχι, ούτε εκτελέσεις, ούτε τίποτα! Μάλιστα όταν μπήκανε πάλε ο στρατός στο Καρπενήσι κοιτάγανε γύρω γύρω σαν τους χαζούς, ποιος ξέρει τι περιμένανε κι αυτοί να βρούνε. Κι ένας από τους λοχίες είπε άμα είδε τους αιχμαλώτους έτσι με τις στολές ξεκούμπωτες και τα τσιγάρα στο στόμα: “Για δες ρε, τούτοι εδώ σαν να’ναι σε άδεια” ». Τιμωρούνται, βέβαια, ορισμένοι γνωστοί συμμορίτες παρακρατικοί εγκληματίες, μαυροσκούφηδες και σία, που ενέχονταν στις γνωστές αποτρόπαιες πράξεις βίας, που περιγράψαμε παραπάνω, κατά του λαού και της ζωής των αγωνιστών.


Το Καρπενήσι θα κρατηθεί από το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας για 18 ημέρες. Στις 8 Φλεβάρη 1949 οι αντάρτες θα αποχωρήσουν μετά από σκληρές μάχες 10 ημερών με πολλαπλάσιες κυβερνητικές δυνάμεις πολλών χιλιάδων (σχεδόν όλη η δύναμη του Α’ σώματος στρατού, μέρος του Β’ σώματος, παρακρατικοί, πυροβολικό, αεροπορία). Οι αντάρτες που έχουν ήδη επιτύχει αρκετούς από τους βασικούς αντικειμενικούς τους στόχους, διατάσσονται τελικά από το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ να μην κρατήσουν άλλο την πόλη. Έτσι θα ξεκινήσουν να φυγαδεύουν πρώτα τα εφόδια και τους τραυματίες. Μετά οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ θα ελιχθούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις δίνοντας νέες συνεχείς μάχες. Ένα μεγάλο τμήμα τους θα προωθηθεί προς την περιοχή των Αγράφων με πορείες μέσα από τις σφοδρές χιονοθύελλες. 



Μαζί με όλους τους υπόλοιπους αγωνιστές που θυσιάστηκαν, 17 νέα κορίτσια-μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας θα πέσουν ηρωικά στις μάχες του Καρπενησίου. Το γεγονός θα προκαλέσει βαθιά συγκίνηση σε όλη την Ελλάδα και τον κόσμο. Οι νεαρές μαχήτριες θα ταφούν στη γη του Καρπενησίου με μεγάλες τιμές, κάτω από ομοβροντίες και αντάρτικους παιάνες...



«Επέσατε θύματα, αδέρφια, εσείς
σε άνιση πάλη κι αγώνα
ζωή, λευτεριά και τιμή του λαού
γυρεύοντας, βρήκατε μνήμα.

Συχνά σε υγρές, σκοτεινές φυλακές
πικρές επεράσατε μέρες
και μ’ ένα του δήμιου νεύμα ευθύς
σας φέραν μπροστά στην κρεμάλα.

Γλεντούν οι τυράννοι και μες το πιοτό
τη λήθη γυρεύουν να βρούνε
μα οι μέρες τους όμως μετρήθηκαν πια
και τέλος φριχτό τους προσμένει.

Θεριεύει ο γίγαντας τώρα λαός
και σπάει δεσμά κι αλυσίδες
Αιώνια η μνήμη σε εσάς αδελφοί
στον τίμιο που πέσατε αγώνα»


Το Καρπενήσι η “πόλη σύμβολο” του λαϊκού επαναστατικού αγώνα -από τα χρόνια της Κατοχής μέχρι και το τέλος, σχεδόν, του εμφυλίου πολέμου- θα γράψει τη δική του σελίδα στη σύγχρονη ιστορία αυτού του τόπου. 

*Σημείωση: Για τη συγγραφή αυτού του άρθρου ο ΑΠΤ άντλησε διάφορα χρήσιμα στοιχεία, φωτο, όπως και καταγεγραμμένες μαρτυρίες από : Α) τα βιβλία «Αντάρτες στ’ Άγραφα» του Τάκη Ψημμένου, «Τυμφρηστός και Τυμφρήστιοι» του Χ. Μηχιώτη, «Το ανθρώπινο κτήνος τον καιρό του εμφυλίου» του Δ .Σακκά και «Το χρονικό μιας εποποιίας-ο ΔΣΕ στη Ρούμελη» του Β. Αποστολόπουλου. Β) τις εφημερίδες: «Το Βήμα», «Ριζοσπάστης», «Τα ψηλά βουνά», «Ελεύθερη Ελλάδα» και το περιοδικό «Στρατιωτική ιστορία» τ.77 (βλ. άρθρο Ν. Σακκά). Γ) τις ιστοσελίδες: «Γη και ελευθερία», «Κόκκινος φάκελος», «Ευρυτανικές σελίδες». Δ) τέλος, αξιοποιήθηκαν διηγήσεις αγωνιστών που έζησαν εκείνα τα γεγονότα.

Κείμενο του ΑΠΤ*
Για το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" 
με Τίτλο: 1949: Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ ΕΛΛΑΔΑΣ 

Τα Πρωτοπαλίκαρα των SS'xούντας και ΑΥΤΟΙ που "Δεν Πούλησαν το Σπίτι"!!

Αληθινές Ιστορίες για να Μην Ξεχνάμε 
τα αποβράσματα 
και
 τους ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ !!

21 Aπριλίου 1967
Ακούω, κάτω από τις κουβέρτες κουκουλωμένος, να μιλάνε το βράδυ της Παρασκευής .
-Σάββατο έρχεσαι συνήθως, τι έγινε;
-Μας έδιωξαν οι “Μάηδες” γιατί η περιοχή είναι παραμεθόριος.
- Λες να σε διώξουν από την δουλειά;
-Δεν ξέρω. Κανείς δεν ξέρει...
-Όλη μέρα παίζει εμβατήρια. Έχει παράσιτα στο ράδιο δεν μπορώ να καταλάβω. Το πρωί θα βγω στα καφενεία να δω.
Παρασκευή, Σάββατο, τι σημασία έχει; Ο μπαμπάς είναι στο σπίτι! Θα παίξουμε μποξ και παλέματα. 

Δεν έχει κέφια όμως, δεν μας παίζει. Κατέβασε τα φρύδια, σήμα κινδύνου.
“Ανοιχτά τα καφενεία, έχει απέξω αστυνομικά και δεν δίνουν ούζο, ήθελαν και ταυτότητα για το καφενείο γι αυτό δεν μπήκα...”, λέει στη μάνα μου. 
“..Χάζεψα λίγο, μίλησα με τον Μήτσο, το καρντάσι, εκεί απέξω, δεν ήξερε πολλά κι αυτός. Ακούσαμε από κάτι χαμένα κορμιά να λένε ότι τώρα ήρθε η σειρά μας. Δεν είναι καλά τα πράγματα!” μονολόγησε.
Άρχισε να παλεύει με το παμπάλαιο ραδιόφωνο που το είχε διαλύσει πάμπολλες φορές και έπιασε την «φωνή της Αλήθειας», πότε ερχόταν η φωνή πότε χανόταν, μας μάλωνε όταν μπαίναμε στο κουζινάκι. 
Πού τάχα να πηγαίναμε; Μας είχε πιάσει και μας μια νευρικότητα.
Έμαθε αυτά που ήθελε και περίμενε.
Η αυλή μας δέκα μέτρα. Χώριζε με του γείτονα με ένα χαμηλό φράχτη με αγκαθωτό σύρμα. Πάντα μας κυνηγούσε η μάνα να μην παίζουμε εκεί κοντά και σκίζουμε τα ρούχα μας και μεις πάντα εκεί είμασταν γιατί φτιάξαμε ένα «καλυβάκι» και εκεί ξεστάζαμε.
Την Κυριακή το πρωί καθόταν στην αυλή και έπινε τον καφέ του στον ήλιο. Βγήκαμε και τρίβαμε τα μάτια μας, πήγα κοντά να μυρίσω την μυρωδιά του. Με ζούληξε κοντά του, πόνεσα λίγο, αλλά ήμουν παλικαράκι ,δέκα στα έντεκα, και δεν το έδειξα.
-Ο Παναής ο χωροφύλακας έφερε ένα χαρτί, τον ακούω να λέει στη μάνα μου.
-Πότε κιόλας πρωί πρωί, την ακούω να λέει.
-Μου τόδωσε πάνω από τον φράχτη του γείτονα. Εκεί είναι.
-Στην Χρυσή ε; Την ξετσίπωτη! λέει η μάνα μου.
Άκουγα, αλλά δεν καταλάβαινα. 
Η γειτόνισσα ήταν ζωντοχήρα, κατάλαβα μετά από χρόνια. Ούτε καν έμενε εκεί.
 Εκεί, δίπλα μας, έμεναν τα παιδιά της που ήταν λίγο μεγαλύτερα από μας, με την γιαγιά τους την “μπάμπω Θεολόγαινα”. Πού κολλούσε τώρα ο χωροφύλακας και η Χρυσή;
Βγήκε ο Παναής ο χωροφύλακας στο μπαλκόνι του γείτονα με την Χρυσή και ήρθαν προς τον φράχτη.
-Για έλα δω Δημοστέν ,φώναξε τον πατέρα μου, κάτι θέλει να σου πει η Χρυσή.
Σηκώθηκα και εγώ.
-Κάτσε εδώ! μου είπε απότομα.
Έμεινα πίσω δυο βήματα αλλά ακολούθησα πίσω του.
Ο Παναής ο χωροφύλακας μπροστά στην ζώνη του είχε χωμένο μέσα ένα πιστόλι. Πρώτη φορά έβλεπα από τόσο κοντά. Γυάλιζε, ακόμη το βλέπω μπροστά μου. Στο χέρι του κρατούσε μια πλαστική διάφανη σακούλα. Είδα καλύτερα . Ήταν γεμάτη σφαίρες. Κι αυτό ήταν νέο για μένα. Κι αυτές γυάλιζαν όπως έπεφτε πάνω τους ο ήλιος.
Περίμενε ο πατέρας μου.
-Πες Χρυσή! λέει ο Παναής ο χωροφύλακας.
-Πες εσύ! λέει αυτή και καθόταν πίσω του σαν να κρυβόταν με το κεφάλι χαμηλά.
-Άκου Δημοστέν, τον φράχτη τον έβαλε παλιά ο πεθερός σου μέσα στο οικόπεδο της Χρυσής. Θα τον πας ένα μέτρο πίσω αν θες να τα πάμε καλά. Αλλιώς...
Κούνησε την σακούλα και ακούστηκε ένας θόρυβος μεταλλικός. Θα τα πούμε και στο Τμήμα αύριο το πρωί, συμπλήρωσε μ ένα σατανικό χαμόγελο και έφυγαν από κεί που είχαν έρθει.
-Πάρε! μου λέει, κάνα δυο δραχμές θάταν. Θα πας στον Ζλατάνο τον μπακάλη να αγοράσεις κοκκάρι. Θα βάλουμε κρεμμυδάκια και σκόρδα.
Ξέχασα και τον Παναή και την Χρυσή και όλα τα άλλα. Χαρά που είχα, να σκάβω παρέα με τον μπαμπά. Σαν σε μεγάλο μου μίλησε.
Σκάψαμε, έβγαλαν φουσκάλες τα χέρια μου, τα ρούχα μου γεμάτα χώματα, γκρίνιαζε η μάνα. Σκάβαμε από την άλλη μεριά του σπιτιού, μακριά από τον φράχτη που ξανά δεν πήγα κοντά να παίξω τις φαντασίες μου. Στην άκρη έσκαβε πιο βαθιά, μισό μέτρο σχεδόν. Εδώ δεν θα φυτέψουμε τίποτα τώρα μου λέει, αύριο θα αναλάβεις εσύ. Βάλαμε τα κοκκάρια, έριξε και λίγο νερό.
Το βράδυ έβλεπε μια μικρή βιβλιοθήκη, που ήταν γεμάτη από μιά εγκυκλοπαίδεια και κάτι άλλα βιβλία.
“Αυτό το διάβασες;” Ναι!
“Αυτό, αυτό; Αυτό;” Τάχα διαβάσει όλα.
Βγήκαμε μαζί, αφού επέμενα για να ακολουθήσω, και θάψαμε όλα τα βιβλία στην γωνία την βαθιά, αφού τα τύλιξε με μουσαμάδες. Πάει ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι κι ο Καζαντζάκης.
Την άλλη μέρα είχα αποστολή από πάνω να σπείρω σκόρδα γιατί ο μπαμπάς μου πήγαινε στο τμήμα. Έτσι ήρθε η χούντα.



Η σημερινή είναι ημέρα μνήμης και ντροπής.
21 Απρίλη 1967.
Χάραξε εκείνη η μέρα,από ότι μπορώ να θυμηθώ,παρόλο που ήμουν πέντε χρονών,είναι,ότι επικρατούσε μια αναστάτωση γενικά και τον πατέρα μου να γυρίζει νωρίς από τη δουλειά.
Η μάννα μου,να ρωτά τι έγινε, η γιαγιά να σκουπίζει τα δάκρυα με το μαντηλάκι της και να ψιθυρίζει,"πάλι παιδί μου θα σε πιάσουν?"
Κι εκείνος ψύχραιμος να απαντά ¨"μην ανησυχείτε εμείς το δρόμο μας τον ξέρουμε"
Η γειτονιά ξεσηκωμένη,όλοι στο ποδάρι.
Το σπίτι μας,περικυκλωμένο από ασφαλίτες με πολιτικά.
Τους παίρνει είδηση όλη η γειτονιά.
Γιώργο το νου σου,λέει ένας ένας που έρχεται στην αυλή.
Η μάννα μου,φοβισμένη,με δάκρυα στα μάτια του λέει
"να πάρεις ότι λεφτά έχουμε και να φύγεις, αυτοί θα σε πιάσουν.
Τα πρώτα νέα φτάνουν έπιασαν τον Αντώνη τον Ξαρχουλάκο,τη Λουλού με τη κόρη της,το Νίκο το γιατρό,το Δημήτρη τον Τσαντέ,τον Τάσο τον Μανωλίτση.
Γειτόνοι και σύντροφοι!
Απόγευμα προς βραδάκι λέει η μάνα

"Λες να σε ξεχάσανε εσέ?μακάρι!!!!!!!!!!" 
αχ καημένη μανούλα μου,καθόλου δεν ήθελες να το πιστέψεις αυτό που σε περίμενε.
20.30, το βράδυ ένα μαύρο γυαλιστερό αυτοκίνητο,σταματά,έξω από το σπίτι μας.
Βγαίνουν δυο κουστουμάτοι χτυπούν τη σιδερένια πόρτα της αυλής και ταυτόχρονα φωνάζουν δυνατά το όνοματεπώνυμο του πατέρα, λέγοντας σας συλλαμβάνουμε.
Εκείνος έτοιμος για το δρόμο που έχει χαράξει από νεολαίος, τους απαντά,"Παρών και σας περίμενα, συνηθισμένος"
Αφού τους στρίμωξαν σε ένα λεωφορείο,πρώτος σταθμός το γήπεδο της ΑΕΚ, μετά Σκαραμαγκά και από εκεί Γιούρα, με αρματαγωγό.
Τελικός προορισμός Λέρος Λακκί! 
Ενδιάμεσα βέβαια όταν χρειαζόταν να δικαστεί,τον πηγαίνω-έφερναν, φυλακές Αβέρωφ,Αίγινα,Μεταγωγών Πειραιώς,Κορυδαλλός.
Στην επικοινωνία του με την οικογένεια μας, συνθηματικά έγραφε η έλεγε σε όποιο επισκεπτήριο τύχαινε

"Δεν το πουλάω το σπίτι"
Και δεν το πούλησε ποτέ,καμία υποχώρηση μέχρι σήμερα στα 92 του. 

Και φυσικά δεν είναι ο μόνος, είναι χιλιάδες οι αλύγιστοι!
Laura Papadimitriou



«Είμαι Λάκων, υιός διδασκάλου, έχω ανατροφή ελληνοχριστιανική και είχα την τιμή να συμμετάσχω ενεργώς στην επανάσταση της 21ης Απριλίου. Στη Σπάρτη έμαθα ότι ένας είναι ο εχθρός, ο κομμουνισμός και οι συνοδοιπόροι του. Ο κομμουνιστής είναι ένα τομάρι που δεν σκέπτεται την πατρίδα».
Απολογία του αρχιβασανιστή, απότακτου αξιωματικού Θεόδωρου Θεοφιλογιαννάκου κατά τη «Δίκη της Χούντας»
Βασ. Σοφίας, Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας. 20 Αυγούστου 1968
Στον μακρύ διάδρομο υπήρχαν δεξιά και αριστερά σιδερένιες πόρτες με ένα μικρό μόνο παραθυράκι. 

Η κάθε πόρτα οδηγούσε σε ένα παγωμένο, ανήλιο, γεμάτο υγρασία, αίματα και περιττώματα, κελί. 
Σε μια άκρη υπήρχε ένα βρόμικο πολυκαιρισμένο στρώμα. 
Ο νεαρός άνδρας είχε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Καθόταν κατάχαμα και κοίταζε το κενό στον απέναντι τοίχο: «Άλλη μια μέρα, πρέπει να αντέξω άλλη μια μέρα» σκέφτηκε. 
Το σώμα του ήταν όλο μια πληγή. Πονούσε φρικτά. Εκεί που οι σάρκες δεν είχαν ανοίξει ακόμη, το δέρμα είχε πάρει ένα μπλαβί, μαύρο χρώμα. Κάθε κίνηση που έκανε του έφερνε ζαλάδα.

Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και με θόρυβο. Τρεις άνδρες μπήκαν μέσα στο κελί. Φορούσαν χακί παντελόνι και αρβύλες. Δεν μίλησαν. Έβγαλαν τα πουκάμισά τους, τα δίπλωσαν σχεδόν με τελετουργικές κινήσεις και ετοιμάστηκαν. Μαζί τους ετοιμάστηκε και ο κρατούμενος. Ήξερε τι τον περίμενε.



«Τα πεθαμένα σου, ρε αλήτη» είπε ξαφνικά ο πιο ψηλός και του έριξε μια κλοτσιά στο πρόσωπο όπως ήταν καθισμένος επάνω στο στρώμα. 

Οι άλλοι δύο τον σήκωσαν όρθιο. 
Ο άνδρας, αν και δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του από το ισχυρό χτύπημα, ένιωθε σαν να έβλεπε από ψηλά τα όσα διαδραματίζονταν στο κελί. Σαν να μην ήταν εκείνος, αλλά κάποιος άλλος. 
Οι γροθιές του ψηλού άνδρα έπεφταν σαν έμβολα στο πρόσωπο και το στομάχι του. «Πρέπει τώρα να χάσω τις αισθήσεις μου, τώρα, σε παρακαλώ» ικέτευσε σιωπηλά γιατί γνώριζε τι θα ακολουθούσε. 
Ο ψηλός κάποια στιγμή κουράστηκε. Πόνεσαν και τα κόκαλα των χεριών του από τις μπουνιές. «Κοίτα ο κερατάς, μάτωσε και με λέρωσε. Την Παναγία σου μέσα, σκατόπαιδο» ούρλιαξε.

Είχε έρθει η σειρά του επόμενου βασανιστή. 

Εκείνου με τις μεγάλες πλάτες και την κτηνώδη δύναμη, που στο χωριό του, όταν ήταν μικρός, τα άλλα παιδάκια τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του και τον φώναζαν «μπουνταλά». 
Πήρε φόρα στο στενό κελί και σαν ποδοσφαιριστής άρχισε να κλοτσάει τον κρατούμενο μέχρι να λαχανιάσει. Στο στομάχι, στην κοιλιά, στα καλάμια, στα γεννητικά όργανα. «Βρομιάρη, δολοφόνε» φώναζε. Λίγο πριν ο μαυρομάλλης άνδρας, που βρισκόταν στη μέση, χάσει τις αισθήσεις του, πρόσεξε τα βρόμικα κατακίτρινα δόντια του βασανιστή του. Ύστερα έγειρε το κεφάλι και καυτά ούρα έφυγαν από μέσα του λεκιάζοντας το ήδη βρόμικο και σκισμένο παντελόνι του...
Βαριά βήματα ακούστηκαν από τον διάδρομο. Στην πόρτα πρόβαλε ένας τέταρτος άνδρας.

 Οι βασανιστές, ιδρωμένοι και ματωμένοι από τα αίματα του θύματός τους, ίσιωσαν το κορμί τους. «Ηλίθιοι, σας είπα να μου τον ζεστάνετε, όχι να τον αφήσετε αναίσθητο. Ξεντύστε τον και συνεφέρτε τον». Ο λοχαγός Πεζικού και υποδιοικητής του ΕΑΤ - ΕΣΑ Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, από τη Λακωνία, χάζευε ηδονιζόμενος τα «παλικάρια» του που ξέντυναν με κοφτές κινήσεις τον ανυπεράσπιστο άνδρα. «Άλλο ένα τσογλάνι. Ποιητής σου λέει. Γαμώ τη μόρφωσή τους». 


Ο άνδρας στάθηκε με δυσκολία στα πόδια του. Ήταν ολόγυμνος. 
Ο Θεοφιλογιαννάκος, με αργά βήματα, έκανε έναν γύρο από τον σακατεμένο νέο που τον υποβάσταζαν οι δυο από τους τρεις ΕΣΑτζήδες. 
Άναψε τσιγάρο. Πήρε μια βαθιά τζούρα. Η καύτρα έγινε βαθιά πορτοκαλί. Έφερε το τσιγάρο στο στήθος του άνδρα. Τον κοίταζε σαδιστικά στα μάτια. Ακούμπησε τη δεξιά του ρώγα.
 Το θύμα ούρλιαξε. 
Κάποιος του έπιασε τα μαύρα του μαλλιά και του σήκωσε το κεφάλι. Ο βασανιστής συνέχιζε να τον κοιτάζει προκλητικά. Δεν πίεσε το τσιγάρο έστω για να σβήσει. Απλά το ακουμπούσε στη ρώγα του θύματός του. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας γέμισε το δωμάτιο.

«Μην τον αφήσετε να λιποθυμήσει, κακομοίρηδες, εσείς θα την πληρώσετε» διέταξε τους τρεις βοηθούς του ο υποδιοικητής. 

Έφερε το πρόσωπό του κοντά στο πληγιασμένο και πρησμένο πρόσωπο του άνδρα. «Θα μιλήσεις, σκύλας γιε;» τον ρώτησε με φωνή που ακουγόταν ελάχιστα. 
Ταυτόχρονα με το δεξί του χέρι έπιασε τους όρχεις του βασανιζόμενου και με δύναμη τους έστριψε. Και όλο τους έστριβε. Ο πόνος ήταν αφόρητος.
 «Δεν θα μιλήσεις;». 
Ο τέταρτος βασανιστής της «παρέας», που για λίγο είχε βγει από το δωμάτιο, επέστρεψε με ένα καμινέτο μικρό, σαν αυτό που ψήνουν τους τούρκικους καφέδες. Για ώρα δεν συμμετείχε. 
Η δουλειά του ήταν άλλη. Άναψε το καμινέτο και στη φλόγα του έφερε για πολλή ώρα μικρά σύρματα και μακρόστενες μυτερές βελόνες.

Φορούσε γάντια για να μην καεί. Όταν οι βελόνες πύρωσαν, με ένα σαδιστικό χαμόγελο ο Θεοφιλογιαννάκος φόρεσε κι εκείνος ένα γάντι κι έπιασε μια βελόνα που είχε γίνει κατακόκκινη. «Βαστάτε τον καλά να μην κουνιέται». 

Με σταθερό χέρι, σαν χειρουργού, έπιασε το πέος του θύματος και με το άλλο έσπρωξε αργά την πυρωμένη βελόνα μέσα στην ουρήθρα.
 Ίσως είναι από τους πόνους που κανείς μα κανείς δεν μπορεί να περιγράψει. Το θύμα σφάδαζε, τα μάτια του γύρισαν. Τα πνευμόνια του δεν μπορούσαν να πάρουν αέρα μέσα τους για να ουρλιάξει. 
Μούγκριζε. 
Ο αρχιβασανιστής ηδονιζόταν, το ανυπεράσπιστο θύμα του έσβηνε.


Ο βασανισμένος νέος ένιωσε το στομάχι του να φτάνει στον λαιμό του. Έκανε εμετό. Μια πράσινη χολή έσταξε επάνω στο γυμνό κορμί του. Κούνησε το κεφάλι του με δυσκολία πάνω-κάτω. Ο λοχαγός σαν να χάρηκε. Τράβηξε αργά τη ματωμένη βελόνα που πλέον είχε παγώσει και πλησίασε. Τότε ο Αλέκος Παναγούλης τον έφτυσε στο πρόσωπο προκλητικά με όση δύναμη είχε μέσα του.

Ο αποτυχημένος πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας, που δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, ούρλιαξε. «Θα τον σκοτώσω τον πούστη. Αφήστε τον. Το τελευταίο του κομμάτι δεν θα το γνωρίσει η σκύλα που τον γέννησε». Ως διά μαγείας το ένα του χέρι βρέθηκε να βαστάει ένα συρμάτινο βούρδουλα. Άρχισε να χτυπάει στα τυφλά επάνω στις πληγές σαν μαινόμενος ταύρος και να βρίζει. Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του Παναγούλη και όλα γύρω του μαύρισαν.

Διόνυσος Αττικής, στρατόπεδο 505 Τάγματος Πεζοναυτών.
Τέλη Μαΐου 1973
Το υπηρεσιακό τηλέφωνο του ταγματάρχη Θεόδωρου Θεοφιλογιαννάκου, διοικητή του στρατοπέδου, χτυπούσε σαν τρελό. 

Εκείνος καθόταν στο γραφείο του, το άκουγε, αλλά δεν απαντούσε. Με το μικρό του δάχτυλο έξυνε τη μύτη του και σκεφτόταν όλο μίσος, χρόνια πριν, «που τα κομμούνια τον έδιωξαν από την αεροπορία ως αποτυχημένο».
 Στο μυαλό του ήρθε και η δίκη του ΑΣΠΙΔΑ, όπου είχε καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας. 
Το τηλέφωνο συνέχιζε να χτυπάει, αλλά το μυαλό του ήταν αλλού. Ένιωθε υπερήφανος για εκείνη τη δίκη, όπου τα «κομμούνια οι άλλοι αξιωματικοί» είχαν το θράσος να διαβάζουν την εφημερίδα «Τα Νέα» και το πλήρωσαν.

Ξαφνικά η διάθεση του χάλασε. 
Σκέφτηκε την εξέτασή του από τον συνήγορο υπεράσπισης, κάποιο κομμούνι και εκείνος, με το όνομα Ευάγγελος Γιαννόπουλος.
«Ωραία του τα είπα, τον αποστόμωσα τον συμμορίτη: “Οι λοχαγοί είναι λεβέντες και πολεμάνε” του είπα». «“Οι ψεύδορκοι όμως λοχαγοί σαν κι εσένα δεν είναι λεβέντες και πάνε φυλακή” είχε το θράσος να μου απαντήσει.

 Και μετά με τι κορμοστασιά και χάρη είχα γυρίσει στην έδρα και είχα πει: “Διαμαρτύρομαι, κύριε πρόεδρε, διότι υβρίζομαι ως ψεύδορκος. Παρακαλώ να σημειωθεί η ύβρις εις τα πρακτικά, διά να υποβάλω μήνυσιν. Δεν μπορώ να ανέχομαι να με συκοφαντούν”».

Τελικά το τηλέφωνο τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Απάντησε, ενώ το χέρι του δεν είχε σταματήσει να σκαλίζει τη μύτη του. «Θεοφιλογιαννάκος» είπε κοφτά και από την άλλη άκρη άκουσε τον υφιστάμενό του στην ΕΣΑ Νίκο Χατζηζήση: «Κύριε διοικητά, μας φέρανε τον Μουστακλή...». Σιωπή. 

Ο άκαπνος βασανιστής Χατζηζήσης περίμενε από τον άκαπνο προϊστάμενό του μια απάντηση. 
Τι συμβουλή να έδινε όμως για τον Σπύρο Μουστακλή; Πολέμησε τρία χρόνια στο πλευρό του Ζέρβα, έλαβε μέρος στον εμφύλιο, πήγε στην Κορέα... Ένας στρατιώτης γεμάτος ανδραγαθήματα. 
Αλλά τώρα άλλαξε. Έγινε και εκείνος κομμούνι και θέλει να ρίξει την «εθνοσωτήριον επανάστασιν». Πήρε μέρος και στο Κίνημα του Ναυτικού, ο άθλιος.


«Τα προβλεπόμενα» απάντησε στον υφιστάμενό του κι εκείνος κατάλαβε. «Αααα και πού ’σαι; Πριν τον φάλαγγα συμβούλεψέ τον, τάχα μου φιλικά, να μην βγάλει τα παπούτσια του, γιατί έτσι θα αντέξει περισσότερο και δεν θα πονάει από τα χτυπήματα» είπε. 
Έκλεισε το τηλέφωνο κι άρχισε να γελάει δυνατά. Ήξερε πως το χειρότερο στο συγκεκριμένο βασανιστήριο ήταν ο βασανιζόμενος να φοράει παπούτσια.
 Στην αρχή δεν θα πονούσε, αλλά μετά τα πόδια του θα πρήζονταν και οι σάρκες θα ξεχείλωναν τόσο πολύ από το πόδι, που θα έβγαιναν έξω από το κλειστό παπούτσι.

Ο Θεοφιλογιαννάκος σηκώθηκε, κοίταξε το «γεμάτο» πρόγραμμα ανακρίσεων και μετά ευχαριστημένος κατευθύνθηκε προς τα κελιά. 

Στο στρατόπεδό τους είχαν φέρει και νέο όργανο βασανισμού, το περίφημο «στεφάνι». Κάτι σαν το αγκάθινο στεφάνι του Ιησού, αλλά από σίδερο και με ελάσματα για να ανοιγοκλείνει. 
Ήταν χαρούμενος. 



Εκείνος, ένας ταγματάρχης, είχε καταφέρει να παίρνει μισθό σχεδόν πρωθυπουργού. «Να μας ζήσεις, Παπαδόπουλε». Σκέφτηκε. 
«Και καθαρίζουμε τα κομμούνια, και μπορούμε και κοιμόμαστε με ανοιχτά παράθυρα. Ζήτω η επανάστασις». 
Και αμέσως μετά έκανε τους υπολογισμούς για τον μισθό που έπαιρνε τον μήνα: «Ο βασικός και για κάθε ανάκριση 450 δραχμές επιπλέον. Συν τα επιδόματα. Συν τα... ανθυγιεινά, συν το επίδομα θέσης. Μα ποιος είμαι; Κάθε μήνα 1.200 δολάρια στην τσεπούλα».

Δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού,

Αύγουστος 1975
Η δίκη της χούντας βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Οι πρωταίτιοι, αμετανόητοι και προκλητικοί, έπαιζαν με τα νεύρα ενός ολόκληρου λαού. 

Πολλοί από αυτούς που διέλυσαν την πατρίδα και παρουσιάστηκαν σαν «σωτήρες» είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς την περίοδο της Κατοχής.
 Άνθρωποι αμόρφωτοι, μιλούσαν σε «βλαχοκαθαρεύουσα», ένα μείγμα αρχαίων ελληνικών, καθαρεύουσας και δημοτικής, και προκαλούσαν αηδία.

Οι πρωταίτιοι δεν δικάστηκαν για τα αμέτρητα οικονομικά τους σκάνδαλα που διέλυσαν τη χώρα και γέμισαν τις τσέπες τους (και ας λένε οι σημερινοί νοσταλγοί τους ότι «πέθαναν στην ψάθα»). Ούτε δικάστηκαν για τον πνευματικό μεσαίωνα στον οποίο έριξαν την Ελλάδα. 


(Με διάταγμά τους απαγορεύτηκε η κυκλοφορία 1.046 έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος, ο Αριστοτέλης, ο Αριστοφάνης, ο Σαρτρ, ο Μαν, ο Καμύ, ο Γκόρκι, ο Βάρναλης, ο Λόρκα, ο Παλαμάς, ο Κάφκα, ο Καζαντζάκης ήταν όλοι απαγορευμένοι επειδή «διέφθειραν τις ψυχές των Ελλήνων χριστιανών». Το πνευματικό επίπεδο του Παπαδόπουλου, του Παττακού και της υπόλοιπης «παρεούλας» ξεκινούσε και σταματούσε στις ταινίες «μελό» και τις ψευδοπατριωτικές πολεμικές ταινίες του Τζέιμς Πάρις).
Οι πρωταίτιοι ήταν εγκληματίες και γι’ αυτό δικάστηκαν.

Ο Αλέκος Παναγούλης κατέθεσε: 


«Η ανάκριση άρχισε κλιμακούμενη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των εγκαυμάτων, της φάλαγγος και των ραβδισμάτων μέχρι και της περιοχής των σεξουαλικών βασανιστηρίων. Ο Θεοφιλογιαννάκος, ο ίδιος προσωπικά, με χτύπησε με ένα καλώδιο κατ’ επανάληψη σε όλο μου το σώμα. Υπάρχουν ακόμη στην περιοχή των ώμων μου σημάδια γιατί το άκρο του καλωδίου ήταν δεμένο με σύρμα και δημιούργησε μεγαλύτερη πληγή. Και στη μια πλευρά και στην άλλη». Και στη συνέχεια, δίχως να κοιτάξει τον άνθρωπο στο εδώλιο για να μην του δώσει αξία, συνέχισε: «Μια ημέρα με κρατούσαν τα πρωτοπαλίκαρά του κι εκείνος μου είχε φράξει τις αναπνευστικές οδούς. Μύτη και στόμα. Τον δάγκωσα με όλη μου τη δύναμη. Στα επόμενα βασανιστήρια ο άνδρας αυτός, φοβούμενος, έκανε το ίδιο, αλλά χρησιμοποιούσε μαξιλάρια».
Ο στρατοδίκης Μιχάλης Ζούβελος ανέφερε για τον Θεοφιλογιαννάκο:

 «Οργάνωσε κατά ζηλευτόν τρόπον ένα πλήρες δίκτυο παρακολουθήσεως, συλλήψεων, εκφοβισμού. Διαπνεόμενος από τυφλόν αντικομμουνισμόν, είμαι βέβαιος ότι, αν συνέβαινε ένας ισχυρός καταστρεπτικός σεισμός, ο μόνος εν Ελλάδι που θα τον απέδιδε στους κομμουνιστάς είναι ο –ταγματάρχης τότε– Θεοφιλογιαννάκος».


Ο Θεοφιλογιαννάκος μέχρι το τέλος του παρέμεινε αμετανόητος. Καταδικάστηκε σε ισόβια, αλλά χρόνια μετά κυκλοφορούσε ελεύθερος, ενώ τα καλοκαίρια απολάμβανε τζάμπα διακοπές μαζί με τον Παττακό σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο της Αναβύσσου.

Ο Χατζηζήσης μέσα στη φυλακή κάθε πρωί συνέχισε να δίνει αναφορές στον Παπαδόπουλο σαν να ήταν στον στρατό. Κάποια στιγμή θεώρησε ότι οι Αμερικανοί θέλουν να τον σκοτώσουν. Ότι του διοχετεύουν ειδικά ραδιοκύματα στον εγκέφαλο για να τον τρελάνουν. Σταμάτησε να κοιμάται σε οποιοδήποτε κρεβάτι ήταν μεταλλικό για να μην τον πιάνουν τα ραδιοκύματα. 



Ο Αλέξανδρος Παναγούλης, λίγες ημέρες προτού δημοσιεύσει προσωπική του έρευνα για τα όργανα και τους βασανιστές τις χούντας, χάνει τη ζωή του στα 36 του χρόνια σε ένα περίεργο τροχαίο στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης. 
Η αποκάλυψη των φακέλων, που δεν έλαβε χώρα ποτέ, λέγεται ότι περιείχε αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος ορισμένων πολιτικών που συνεργάστηκαν με τη χούντα.

Ο Σπύρος Μουστακλής, λίγες ημέρες μετά το τηλεφώνημα Θεοφιλογιαννάκου - Χατζηζήση, μεταφέρθηκε στο 401 ΓΣΝΑ, όπου εισήλθε με το ψευδώνυμο «Μιχαηλίδης» και αιτιολογία εισαγωγής «τρακάρισμα στον Ιππόδρομο συνεπεία εγκεφαλικού». Η πραγματικότητα ήταν φυσικά άλλη. 
Επί 47 ημέρες βασανίστηκε απάνθρωπα. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων ένα βίαιο χτύπημα στην καρωτίδα του προκάλεσε εγκεφαλικό. Ο Σπύρος Μουστακλής για τρία χρόνια δεν μπορούσε να περπατήσει. Δεν ξαναμίλησε ποτέ φυσιολογικά μέχρι να πεθάνει.


Ο Στέλιος Παττακός, ο «διασκεδαστής» της άθλιας τριανδρίας και ο κατά γενική ομολογία γκαφατζής της «παρέας», παρέμεινε προκλητικά αμετανόητος. 
Για τον ήρωα Μουστακλή, με τους τόσους πολέμους στο ενεργητικό του, ο «πλακατζής» Παττακός είχε δηλώσει κυνικά: «Καλά του κάναμε. Να ησυχάσουμε. Η δύναμις επιβάλλεται δια παντός τρόπου. Ό,τι δε λύνεται, κόβεται. Σπαθί».


Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Μπό­μπι Σαντς:-«Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΜΑΣ, ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΑΣ»


 «Δεν θα με λυ­γί­σουν» έγρα­φε στο ημε­ρο­λό­γιο του ο ίδιος, «διότι η θέ­λη­ση για λευ­τε­ριά, για τη λευ­τε­ριά του ιρ­λαν­δι­κού λαού, είναι στην καρ­διά μου». Όσο για την εκ­δί­κη­ση απέ­να­ντι στη βαρ­βα­ρό­τη­τα των βρε­τα­νών κα­τα­κτη­τών, του αρ­κού­σε το γέλιο ενός παι­διού- «η εκ­δί­κη­ση μας θα είναι το γέλιο των παι­διών μας».




Ήταν 5 Μάη 1981 όταν ο Μπό­μπι Σαντς, στα 27 του χρό­νια, άφηνε την τε­λευ­ταία του πνοή στις φυ­λα­κές Μέιζ, στη βό­ρειο Ιρ­λαν­δία. Ο θά­να­τος του Σαντς, μέ­λους του Ιρ­λαν­δι­κού Δη­μο­κρα­τι­κού Στρα­τού (IRA), απο­τέ­λε­σε γε­γο­νός-σταθ­μό σε μια αι­μα­το­βαμ­μέ­νη ιστο­ρία γε­μά­τη ηρω­ϊ­σμό, βία, ασί­γα­στο μίσος, ιμπε­ρια­λι­στι­κή κα­τα­πί­ε­ση και πάθος για εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία. Πρό­κει­ται για τη μακρά ιστο­ρία του αγώνα για την ανε­ξαρ­τη­σία της Ιρ­λαν­δί­ας από τα δεσμά του βρε­τα­νι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού, της οποί­ας τρα­γι­κός πρω­τα­γω­νι­στής υπήρ­ξε ο Σαντς.

Ο Μπό­μπι Σαντς, γεν­νη­μέ­νος στις 9 Απρί­λη 1954 σε μια ερ­γα­το­γει­το­νιά λίγο έξω από το βό­ρειο Μπέλ­φαστ, έγινε γνω­στός ως ο πρώ­τος από τους δέκα απερ­γούς πεί­νας που έσβη­σαν στη φυ­λα­κή. Ο ίδιος είχε πε­ρά­σει σχε­δόν το ένα τρίτο της σύ­ντο­μης ζωής του πίσω από τα σί­δε­ρα των βρε­τα­νι­κών φυ­λα­κών. Το κελί έμελε να γίνει το «σπίτι» του- εκεί πα­ντρεύ­τη­κε, εκεί βρί­σκο­νταν όταν γεν­νή­θη­καν τα δυό του παι­διά, εκεί έγρα­ψε μια σειρά ποι­η­μά­των και άρ­θρων με πο­λι­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο.

Ο Σαντς είχε γευ­τεί απ’ τα πρώτα του χρό­νια τον κοι­νω­νι­κό απο­κλει­σμό και την ανι­σό­τη­τα που η βρε­τα­νι­κή πο­λι­τι­κή του «διαί­ρει και βα­σί­λευε» είχε επι­βά­λει στη βό­ρειο Ιρ­λαν­δία. Κατά τη διάρ­κεια των παι­δι­κών του χρό­νων, η οι­κο­γέ­νεια του (ιρ­λαν­δοί ρω­μαιο­κα­θο­λι­κοί) ανα­γκά­στη­κε να αλ­λά­ξει αρ­κε­τές φορές σπίτι προ­κει­μέ­νου να γλυ­τώ­σει από πα­ρε­νο­χλή­σεις προ­ερ­χό­με­νες από «ενω­τι­κούς» (unionists/loyalists). Ανα­φε­ρό­με­νος στα παι­δι­κά του χρό­νια, ο Σαντς θα γρά­ψει αρ­γό­τε­ρα στη φυ­λα­κή: «Ήμουν μο­νά­χα ένα παιδί της ερ­γα­τι­κής τάξης σε ένα εθνι­κι­στι­κό γκέτο, όμως ήταν η κα­τα­πί­ε­ση που δη­μιουρ­γεί το επα­να­στα­τι­κό πνεύ­μα της ελευ­θε­ρί­ας. Δεν θα ηρε­μού­σα μέχρι να πε­τύ­χαι­να την απε­λευ­θέ­ρω­ση της χώρας μου, έως ότου η Ιρ­λαν­δία γίνει κυ­ρί­αρ­χη, ανε­ξάρ­τη­τη σο­σια­λι­στι­κή δη­μο­κρα­τία» (16 Δε­κέμ­βρη 1978).

Το 1972, δύο γε­γο­νό­τα οδή­γη­σαν στην έντα­ξη του 18χρο­νου Μπό­μπι στον IRA και τον πο­λι­τι­κό αγώνα. Η άγρια επί­θε­ση μιας συμ­μο­ρί­ας «ενω­τι­κών» στο σπίτι των γο­νιών του και η από­λυ­ση από τη δου­λειά του εξαι­τί­ας της κα­τα­γω­γής και των από­ψε­ων του. Ήταν κα­λο­καί­ρι του 1972, μόλις έξι μήνες μετά την πε­ρί­φη­μη «Μα­τω­μέ­νη Κυ­ρια­κή» όταν ο βρε­τα­νι­κός στρα­τός είχε δο­λο­φο­νή­σει εν ψυχρώ 14 αμά­χους στην πόλη Ντέρυ. Έκτο­τε η ζωή του έγινε ένα μό­νι­μο εκ­κρε­μές, με­τα­ξύ της πα­ρά­νο­μης πο­λι­τι­κής δρά­σης και της φυ­λα­κής.

Το 1977, μαζί με άλλα μέλη του IRA, ο Σαντς κα­τα­δι­κά­στη­κε σε 14 χρό­νια φυ­λά­κι­ση για οπλο­κα­το­χή, έπει­τα από βομ­βι­στι­κή ενέρ­γεια του ιρ­λαν­δι­κού δη­μο­κρα­τι­κού στρα­τού. 
Στις βρε­τα­νι­κές φυ­λα­κές ο Σαντς είχε την ευ­και­ρία να ζήσει από πρώτο χέρι τη βαρ­βα­ρό­τη­τα των κα­τα­κτη­τών ιμπε­ρια­λι­στών: απο­μό­νω­ση, 15 μέρες χωρίς ρούχα, δια­τρο­φή ανά τρείς μέρες.

Την πε­ρί­ο­δο εκεί­νη, η κυ­βέρ­νη­ση του Ηνω­μέ­νου Βα­σι­λεί­ου, σε μια προ­σπά­θεια να υπο­βαθ­μί­σει και να υπο­νο­μεύ­σει το κύρος του IRA, άλ­λα­ξε το νο­μι­κό στά­τους και από «πο­λι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι πο­λέ­μου» τα μέλη του Ιρ­λαν­δι­κού Δη­μο­κρα­τι­κού Στρα­τού έμπαι­ναν στην ίδια κα­τη­γο­ρία με τους κα­τά­δι­κους του κοι­νού ποι­νι­κού δι­καί­ου. 
Ήταν μια κί­νη­ση που σκοπό είχε να αμαυ­ρώ­σει ως «κοι­νούς εγκλη­μα­τί­ες» τους αγω­νι­στές για την ανε­ξαρ­τη­σία της Ιρ­λαν­δί­ας. 
Ως απο­τέ­λε­σμα αυτού, οι κρα­τού­με­νοι του IRA έπρε­πε πλέον να φο­ρά­νε τα ίδια ρούχα με τους υπό­λοι­πους κρα­τού­με­νους, ενώ τους απα­γο­ρεύ­τη­κε κάθε δι­καί­ω­μα συ­νά­θροι­σης, ανά­γνω­σης βι­βλί­ων, αυ­το­μόρ­φω­ση κλπ. Φυ­σι­κά, δεν επρό­κει­το για μια πρω­το­φα­νή από­φα­ση της βρε­τα­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης: 
την ίδια πο­λι­τι­κή είχε εφαρ­μό­σει και το ρα­τσι­στι­κό κα­θε­στώς της Νό­τιας Αφρι­κής απέ­να­ντι στους πο­λι­τι­κούς κρα­τού­με­νους του Αφρι­κα­νι­κού Κον­γκρέ­σου.
Η από­φα­ση αυτή των βρε­τα­νών απο­τέ­λε­σε τη θρυαλ­λί­δα όσων ακο­λού­θη­σαν και τε­λι­κά οδή­γη­σαν στη γε­νι­κευ­μέ­νη απερ­γία πεί­νας και το θά­να­το (δο­λο­φο­νία επί της ου­σί­ας) 10 ιρ­λαν­δών κρα­τού­με­νων. 
Αρ­χι­κά, οι κρα­τού­με­νοι του IRA αρ­νή­θη­καν να φο­ρέ­σουν τις φόρ­μες της φυ­λα­κής, κα­λύ­πτο­ντας το σώμα τους μο­νά­χα με μια κου­βέρ­τα. 
Ήταν η λε­γό­με­νη «δια­μαρ­τυ­ρία της κου­βέρ­τας» στην οποία οι βρε­τα­νι­κές αρχές απά­ντη­σαν με απί­στευ­τη βαρ­βα­ρό­τη­τα: 
κα­θη­με­ρι­νοί βα­σα­νι­σμοί, εξευ­τε­λι­σμοί από τους δε­σμο­φύ­λα­κες, στέ­ρη­ση σί­τι­σης, με­σαιω­νι­κές συν­θή­κες κρά­τη­σης κλπ.
 Ταυ­τό­χρο­να, η βία στους δρό­μους των βο­ρειοιρ­λαν­δι­κών πό­λε­ων αυ­ξά­νο­νταν και η αστυ­νο­μι­κή αυ­ταρ­χι­κό­τη­τα με­γά­λω­νε.
 Είχε έρθει η εποχή της Μάρ­γκα­ρετ Θά­τσερ και η βρε­τα­νι­κή αστι­κή τάξη ήταν απο­φα­σι­σμέ­νη να τσα­κί­σει όποιον, έστω και κατ’ ελά­χι­στο, αμ­φι­σβη­τού­σε την κυ­ριαρ­χία της.

Τον Οκτώ­βρη του 1980 οι κρα­τού­με­νοι του IRA προ­χώ­ρη­σαν στην πρώτη μακρά απερ­γεία πεί­νας, διεκ­δι­κώ­ντας αν­θρώ­πι­νες συν­θή­κες κρά­τη­σης και τη νο­μι­κή ανα­γνώ­ρι­ση τους ως «πο­λι­τι­κών κρα­του­μέ­νων».
 Η κυ­βέρ­νη­ση Θά­τσερ αρ­νή­θη­κε αρ­χι­κά κάθε πα­ρα­χώ­ρη­ση, έως τις 18 Δε­κέμ­βρη όταν και επήλ­θε συμ­φω­νία με­τα­ξύ των κρα­του­μέ­νων και του βρε­τα­νού υπουρ­γού εξω­τε­ρι­κών Χάμ­φρεϊ Άτ­κινς. 
Όπως απο­δεί­χθη­κε αρ­γό­τε­ρα, επρό­κει­το για έναν υπο­κρι­τι­κό ελιγ­μό της κυ­βέρ­νη­σης η οποία ου­δέ­πο­τε τή­ρη­σε τα συμ­φω­νη­θέ­ντα.

Την 1η Μάρτη 1981, οι ιρ­λαν­δοί κρα­τού­με­νοι της λε­γό­με­νης «πτέ­ρυ­γας-H» των φυ­λα­κών Μέιζ, με μπρο­στά­ρη το Μπό­μπι Σαντς, ξε­κί­νη­σαν νέα απερ­γία πεί­νας. 
Ο Σαντς ήταν πλέον πε­πει­σμέ­νος ότι μόνο ο θά­να­τος του θα μπο­ρού­σε να κι­νή­σει το διε­θνές εν­δια­φέ­ρον και να πιέ­σει τη βρε­τα­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση. 
Η πο­λι­τι­κή πτέ­ρυ­γα του IRA, το κόμμα «Σιν Φέιν», απο­φά­σι­σε να θέσει το Μπό­μπι Σαντς υπο­ψή­φιο στις γε­νι­κές εκλο­γές του Απρί­λη, σε μια προ­σπά­θεια να τρα­βή­ξει τα φώτα της δη­μο­σιό­τη­τας. 
Την 9η Απρί­λη, ημέρα των εκλο­γών, έπει­τα από 40 μέρες απερ­γία πεί­νας, ο Σαντς εκλέ­χθη­κε μέλος του κοι­νο­βου­λί­ου με πε­ρισ­σό­τε­ρες από 30 χι­λιά­δες ψή­φους. 
Ούτε αυτό, ωστό­σο, στά­θη­κε ικανό ώστε να αμ­βλύ­νει την σκλη­ρό­τη­τα του κα­θε­στώ­τος της Θά­τσερ- ο Μπό­μπι Σαντς, αν και εκλεγ­μέ­νος βου­λευ­τής πλέον, έλιω­νε μέρα με τη μέρα στο κελί των βρε­τα­νι­κών φυ­λα­κών.


Στις 5 Μάη 1981 γρά­φτη­κε ο επί­λο­γος. 
Η κη­δεία του Σαντς εξε­λί­χθη­κε σε δια­μαρ­τυ­ρία πε­ρισ­σό­τε­ρων από 100 χι­λιά­δων ατό­μων, ενώ μέχρι τον Αύ­γου­στο πέ­θα­ναν στη φυ­λα­κή άλλοι 9 συ­να­γω­νι­στές του. Στις 3 Οκτώ­βρη 1981 η απερ­γία έληξε, ενώ η διεύ­θυν­ση των φυ­λα­κών πα­ρα­χώ­ρη­σε ορι­σμέ­να δι­καιώ­μα­τα στους ενα­πο­μεί­να­ντες κρα­τού­με­νους του IRA.

Ο βρε­τα­νι­κός ιμπε­ρια­λι­σμός είχε φαι­νο­με­νι­κά κερ­δί­σει τη μάχη, αυτήν της φυ­σι­κής εξό­ντω­σης ορι­σμέ­νων γεν­ναί­ων μα­χη­τών της ιρ­λαν­δι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας.
 Ταυ­τό­χρο­να όμως, ο αγώ­νας και ο θά­να­τος του Μπό­μπι Σαντς έμελ­λε να «γεν­νή­σουν» ένα σύμ­βο­λο αντί­στα­σης και ανυ­πα­κο­ής απέ­να­ντι στον κα­τα­κτη­τή.
 «Δεν θα με λυ­γί­σουν» έγρα­φε στο ημε­ρο­λό­γιο του ο ίδιος, «διότι η θέ­λη­ση για λευ­τε­ριά, για τη λευ­τε­ριά του ιρ­λαν­δι­κού λαού, είναι στην καρ­διά μου». Όσο για την εκ­δί­κη­ση απέ­να­ντι στη βαρ­βα­ρό­τη­τα των βρε­τα­νών κα­τα­κτη­τών, του αρ­κού­σε το γέλιο ενός παι­διού- «η εκ­δί­κη­ση μας θα είναι το γέλιο των παι­διών μας».