ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

,,ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΛΑΩΝ,,

Οι ελευθερωτές.
Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο
της καταιγίδας, το δέντρο του λαού.
Απ' τη γη ανεβαίνουν οι ήρωές του
όπως τα φύλλα απ΄ το χυμό,
κι ο άνεμος θρίβει τα φυλλώματα
της βουερής ανρωποθάλασσας
ώσπου πέφτει στη γη ξανά.

Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο
που τράφηκε με γυμνούς νεκρούς,
νεκρούς μαστιγωμένους και πληγωμένους,
νεκρούς με απίθανη όψη,
παλουκωμένους σε κοντάρια,
κομματιασμένους στην πυρά,
αποκεφαλισμένους με τσεκούρια,
πετσοκομμένους απ΄ τα τέσσερα άλογα,
σταυρωμένους μες στην εκκλησιά.

Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο
που ΄ναι οι ρίζες του ζωντανές,
πήρε μαρτυρικό νίτρο,
φύγαν οι ρίζες του αίμα,
ρούφηξε δάκρυα απ΄ το χώμα:
τ΄ ανέβασε με τα κλαδιά του,
τα μοίρασε μες στην αρχιτεκτονική του.
Γίναν αόρατα λουλούδια, άλλοτε λουλούδια θαμμένα
κι άλλοτε τα πέταλά τους
φώτισαν σαν πλανήτες.

Κι ο άνθρωπος μάζεψε απ΄ τους κλώνους
τα δεμένα μπουμπουκάκια,
χέρι χέρι τα παρέδωσε,
σα ρόδια ή μαγνόλιες,
κι εκείνα ευθύς τη γη ανοίξαν,
κι έφτασαν ψηλά ως τα αστέρια.

Αυτό είναι το δέντρο των ελεύτερων.
Το δέντρο γη, το δέντρο σύννεφο,
το δέντρο ψωμί, το δέντρο ακόντιο,
το δέντρο γροθιά, το δέντρο φωτιά.
Το πνίγουν τα φουρτουνιασμένα νερά
του νύχτιου καιρού μας,
μα στο κατάρτι ζυγίζεται
της εξουσίας ο τροχός.

Άλλοτε και πάλι ξαναπέφτουν
τα κλαδιά σπασμένα απ΄ την οργή
και μια στάχτη απειλητική
σκεπάζει το αρχαίο μεγαλείο του:
έτσι πέρασε μες από άλλους καιρούς,
έτσι ξέφυγε το άγχος το θανατερό,
ώσπου ένα χέρι μυστικό,
κάποια μπράτσα αναρίθμητα,
ο λαός, φύλαξε τα κομμάτια,
έκρυψε αναλλοίωτους κορμούς,
και τα χείλη τους ήταν τα φύλλα
του πελώριου μοιρασμένου δέντρου
που διασπάρθηκε σ΄ όλες τις μεριές,
που ταξίδεψε μ΄ όλες του τις ρίζες.
Αυτό είναι το δέντρο, το δέντρο
του λαού, όλων των λαών
της λευτεριάς του αγώνα.

'Ελα ως τη χαίτη του,
άγγιξε τις ξανανιωμένες αχτίδες,
βύθισε το χέρι στα εργαστήρια
όπου ο παλλόμενος καρπός του
το φως του διαδίδει καθημερινά.
Σήκωσε τη γη τούτη στα χέρια σου,
μέθεξε σε τούτη τη λαμπρότητα,
πάρε το ψωμί σου και το μήλο σου,
την καρδιά σου και το άτι σου,
και στήσε φρούριο στο σύνορο,
στη μεθόριο της φυλλωσιάς του.

Υπερασπίσου τα χείλη κάθε στεφανής του,
μοιράσου τις εχθρικές του νύχτες,
αγρύπνα για το τόξο της αυγής,
ανάσανε τ΄ αστερωμένα ύψη
στηρίζοντας το δέντρο, το δέντρο
που μεστώνει καταμεσίς στη γη.
Π. Νερούντα



Από:
Βασιλική Παπαθανασίου

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

TOY ΚΑΣΤΡΙΝΟΥ "Ο ΚΟΚΚΟΡΑΣ" !!


Ο ΚΟΚΚΟΡΑΣ.

Είμαι που να μην ήμουνα, σας λέω για ούλα κάνω,
από μικρό η μάνα μου, μ΄έλεγε καυλαράνο.

Μ΄έλεγε καυλοράπανο, μ΄έλεγε ατακτούλη,
μετά απο χρόνια το άλλαξε, μ΄έλεγε πηδηχτούλη.

Γοφούς να βλέπω μ΄άρεσε, καθότι παιχνιδιάρης,
μια μέρα.. το΄χα μέσα μου, να γίνω καβαλάρης.

Εζήλευα τον κόκκορα, και την περιβολή του,
είχε να κάμει πράματα, με ούλες στην αυλή του.

Είχε κοτέτσι κι έτρεχε, από τη μια στην άλλη,
ο κόκκορας κατάφερε, ιδέες να μου βάλει.

Ήθελα αξιώματα, θεσήτης να διατάζω,
και με κοκκόρου διάθεση, ότι έχω να μοιράζω.

Αλήθεια νιώθω κόκκορας, μετά από τόσα χρόνια,
μα θέλω περιφέρειες, και ανάλογα πεπόνια.

Θέλω να το΄χω μπόλικο, το ξύγκι να χορτάσω,
το πιάτο μεσ΄τα μούτρα μου, εκεί μέχρι να σκάσω.

Μα ξάπλα διπλασιάζεται, φοβάμαι που να πάρει,
για δεν δουλεύεται εύκολα το κάθε μπουτουνάρι.

Όμως υπάρχει η δύναμη, κι όλα τα καταφέρνω,
για να΄μαι ακαταμάχητος, όλο και κάτι παίρνω.

Έχω πολλά αποθέματα, και βαρβατίλα βγάζω,
δεν λείπει από το σπίτι μου.. για αυτό και το μοιράζω.

Το ξέρω με ζηλεύουνε, να βλέπουν δεν αντέχουν, 
για αυτό βγαίνει η κακία τσους, που έχω ότι δεν έχουν.

Εδώ μιλάει η στρατηγική, κι εγώ την εκατέχω,
δεν θέλω και αμφισβήτηση, μέχρι παράσημα έχω.

Δεν λέω.. έχω απώλειες, γκρίνιες και φαγωμάρες,
μα ούλα εφτούνα ένα πουλί, τα βλέπει σαχλαμάρες.

Ο κόκκορας δεν κρύβεται, λαλεί φοράει και μπότα,
στην εξουσία αφήνεται.. φωλιάζει η κάθε κότα.

Και εγώ είμαι ένας κόκκορας, και που δεν χαμπαριάζω,
έχω δικό μου πρόσταγμα, και όπου θέλω αδειάζω.

Όταν πλησιάζει θηλυκό, αισθάνομαι μια μέθη, 
γιατί ο καλός ο μύλος μου, παιδιά ούλα τα αλέθει.




Κάθε συσχέτιση με Τοπικό Άρχοντα 
του Τζάντε δεν αποκλείεται !!

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

ΠΑΠΑ N. ΚΟΥΤΟΥΖΗ: Έμμετρες βωμολοχικές σάτιρες

Τσου κλέφτες και ιερόσυλους
Ρουφιανοκερατάδες
Ευτούνους είναι που αγαπούν
Του τόπου οι αφεντάδες.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ, Έμμετρες βωμολοχικές σάτιρες


Ο παπα-Νικολός Κουτούζης, μια από τις παράξενες αλλά και τις πιο σημαντικές μορφές των Νεοελληνικών Γραμμάτων, μίλησε με το χρωστήρα του, την ιδιόμορφη ζωή του αλλά και με τη γλώσσα της καθημερινής ζωής της εποχής του.

Μια γλώσσα συνηθισμένη στη σατιρική ποίηση του καιρού του – αλλά κι όχι ξένη στην παγκόσμια σάτιρα – μια γλώσσα άμεση και ικανή να τον φέρει κοντά και στους απλούς Ζακυνθινούς του 18ου αιώνα. 

Οι μεταγενέστεροι θεώρησαν αυτή τη γλώσσα αισχρή, τολμηρή και ανήθικη. Δημιουργώντας για τον εαυτό τους δικαίωμα αποσιώπησης γεγονότων της Ιστορίας, δημοσίευσαν τα πιο πολλά του ποιήματα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα μιας δικής τους ηθικολογίας, ασφαλώς όχι ηθικής.
 Έτσι μας «γνώρισαν» έναν Κουτούζη μέσα από ποιήματα ουσιαστικά δικά τους, καμωμένα από τις όποιες λέξεις του ενέκριναν! (ο Αριστοφάνης και ο Ραμπελαί τη γλίτωσαν φτηνά, αφού φαίνεται πως έπεσαν σε λιγότερο ηθικολόγους μελετητές).

Σαν να μην έφτανε αυτό τα χειρόγραφα του Κουτούζη καταστράφηκαν από τους σεισμούς του 1953.
Ευτυχώς ο φιλόλογος Παναγιώτης Μαρίνος είχε αντιγράψει από την προσεισμική Βιβλιοθήκη Ζακύνθου κάμποσα από αυτά, τα οποία και ευγενικά μας παραχώρησε, αφού πολιτικά δύσκολες για τον ίδιο εποχές δεν του επέτρεψαν να εργαστεί και να τα δημοσιεύσει. 

Τα δημοσιεύουμε διακόσια χρόνια αφότου γράφτηκαν μαζί με τις ευχαριστίες όλων όσων καταλαβαίνουν ότι η προσφορά του αυτή ισοδυναμεί με διάσωσή τους. Τους άλλους, που θα διαμαρτυρηθούν ότι με τη δημοσίευσή τους θα συντελέσουμε στον παραστρατημό της γενιάς μας, δεν θα κουράσουμε με το να τους παραπέμψουμε σε σελίδες από την παγκόσμια Λογοτεχνία. Πιστεύουμε ότι είναι αρκετό να ρίξουν μια ματιά στα έντυπα που κρέμονται στο περίπτερο της γειτονιάς τους.

Για τον συγγραφέα:

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ (1741-1813)
ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΒΩΜΟΛΟΧΟΣ ΣΑΤΙΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο ΕΚΚΕΝΤΡΙΚΩΤΕΡΟΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΙΕΡΕΩΝ.

“Στην πραγματικότητα εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο στον Κουτούζη είναι ότι αντιπροσωπεύει ένα είδος ανθρώπου, που ξεφυτρώνει μονάχα σε θερμοκήπια του πολιτισμού. Γιατί ο Κουτούζης είναι κάτι περισσότερο από ένας αγιογράφος εξαιρετικός κι ένας ρωμαλέος σατιρικός ποιητής: είναι η απόδειξη ότι η Επτάνησος είχε κάποτε φτάσει στο σημείο να μπορεί να βγάλη το σπανιότερο φρούτο που φυτρώνει στο αιωνόβιο δέντρο της κουλτούρας: τον Δανδή! Η λέξις είναι παρεξηγημένη από τους «πολλούς»: Μπερδεύουνε τον Δανδή με τον απλό κομψευόμενο. Η μόνη ομοιότητα που έχουνε μεταξύ τους είναι ότι τυχαίνει και οι δύο να είναι καλοντυμένοι. Για τον Δανδή όμως το ντύσιμο δεν είναι μια απλή φιλαρέσκεια, είναι σκοπός ζωής. Ακολουθεί στη σκέψη του, στον τρόπο της ζωής του, στο ντύσιμό του, μια δική του αισθητική γραμμή, που του γίνεται γνώμονας τόσο σίγουρος, ώστε τελικά άνθρωπος, σκέψη, ρούχο, ν’ αποτελούνε ένα αχάλαγο, ακλόνητο οργανικό σύνολο. Ο Δανδισμός δεν είναι ζήτημα μόδας, είναι μια Μεταφυσική!».
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981), Συγγραφέας, «Τα ζακυνθινά» 1957
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981), Συγγραφέας, «Τα ζακυνθινά» 1957
«Ενεδύετο ο Κουτούζης ιδιοτρόπως με ράσα ολοσύρικα και πολυέξοδα αλλά κοντά, ίνα φαίνωνται αι αργυραί πόρπαι, ας είχεν εις τα υποδήματα, έκοπτε μικρόν το γένειον, το δε στρογγυλόν και κομψόν αυτού σκιάδιον έφερε πάντοτε υπό την μασχάλην».
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΤΡΑΜΗΣ (1820-1886), Μητροπολίτης και Λόγιος, «Φιλολογικά Ανάλεκτα Ζακύνθου»
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΤΡΑΜΗΣ (1820-1886), Μητροπολίτης και Λόγιος, «Φιλολογικά Ανάλεκτα Ζακύνθου».
«Τούτο είναι βέβαιον, το οποίον και ήκουσα παρά του διδασκάλου μου Δημ. Κτενά, αποθανόντος εν εσχάτη ηλικία τω 1891, ότι ο Κουτούζης ενοχληθείς ποτέ υπό των επιτρόπων ναού τινος ισχυριζομένων, ότι η δεξιά του Ιεράρχου Γρηγορίου, τον οποίον είχε ζωγραφίσει εν τη βημοθύρα, δεν είχεν ευλογούσα την αρμόζουσαν κάμψιν εις τους δακτύλους, επιδιώρθωσε ταύτην εις τρόπον ώστε θεωμένη εκ της θέσεως των επιτρόπων εδείκνυε φάσκελον».Λ. Χ. ΖΩΗΣ (1865-1956), Ιστορικός και Λόγιος, «Κουτούζης Νικόλαος», περιοδικό «Ανάπλασις»
.
«Η κόμμωσίς του ήτο ανάρμοστος εις ιερέα. Τα ράσα του ήταν μεταξωτά και κοντά, διά να φαίνωνται αι αργυραί και χρυσαί πόρπαι εις τα κομψά υποδήματά του και αι μεταξωταί κάλτσαι ερυθρού ή πορφυρού χρώματος. Εφόρει ζώνην χρωματιστήν με φούντες, πίλον στρογγύλον λίαν κομψόν, μεταξωτόν, πλατύγυρον, τον οποίον οτέ μεν έφερε λοξώς επί της κεφαλής του, οτέ δε υπό την μασχάλην.
[…]«Οσάκις ο Κουτούζης εισήρχετο εις την εκκλησίαν, συνησθάνετο ότι ήτο λειτουργός του Θεού, αλλά και εκεί εφαίνετο ότι ήτο νευροπαθής. Όταν ελειτούργει ήθελε το θυσιαστήριον στολισμένον μεγαλοπρεπώς με τεχνητά άνθη και με φυσικά. Η εκκλησία με τάπητας. Εμιμείτο εν πολλοίς τους δυτικούς ιερείς. Καθ’ όλην την λειτουργίαν οτέ μεν έκλαιεν, οτέ δε εκτύπα το στήθος του και συχνά εγονάτιζεν. Η ψαλμωδία του ήτο έρρυθμος και ευχάριστος ένεκα της μελωδικής φωνής του. Όταν προσέφερε την αναίμακτον θυσίαν και γονυπετής ανεφώνει «τα σα εκ των σων» δάκρυα έρρεον εκ των οφθαλμών του».
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΔΕ ΒΙΑΖΗΣ (1849-1927), Ιστορικος και λόγιος
«Ο εκκεντρικώτερος των Ορθοδόξων ιερέων», περιοδικό «Μικρασιατικόν Ημερολόγιον»
.

«(…) Ολόκληρος κοινωνία τον ησθάνετο (τον Κουτούζη) ως εφιάλτην βαρύν επί του στήθους της, αλλ’ ουδείς ίσχυεν εναντίον του (…) κεραυνούς εξέπεμπον τα φοβερά του όμματα, μύδρους δ’ εσφενδόνιζεν η δριμεία του γλώσσα. Τούτου το «χείλο» κατά τον Σολωμόν, εφόβιζεν «εχθρό και φίλο…». Ήτο, ναι, το γενικόν φόβητρον, αλλά συγχρόνως ο άγρυπνος και ακαταπόνητος τιμωρός πάσης καταχρήσεως, το γρανίτιον πρόσκομμα πάσης ανομίας και σκανδάλου. Διηγούνται ακόμη μετά φρίκης οι γέροντες πως διέφθειρε τους υπηρέτας και τας υπηρετρίας των μεγάλων οίκων, παρακινών εις εκμυστηρεύσεις οικογενειακών σκανδάλων και αποκρύφων, πως εζητούντο και εκυκλοφόρουν αι δριμείαι, αι απροκάλυπτοι, αι καυστικαί του σάτιραι, και πως αγέρωχος και υπέρφρων, μεγαλοπρεπής το ύφος και την πλουσίαν περιβολήν, διήρχετο ο ηγεμών των ελευθερίων σατιριστών τας οδούς, περιφέρων δεξιά και αριστερά ερευνητικά βλέμματα, εξακοντίζων ετοίμως σκόμματα και βέλη, ενώ πάντες περιδεείς και πτήσσοντες εφιλοτιμούντο να φανώσιν άψογοι ενώπιον του ρασοφόρου αυτού Κερβέρου, όστις ηπείλει να τους φονεύση με μόνην υλακήν. Πάσα κοινωνία έχει ανάγκην ενός Κουτούζη».ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ (1867-1951), Προλεγόμενα στο » Γιάννη Τσακασιάνου Άπαντα»

Απόσπασμα από το βιβλίο:
Τετράστιχα


Πρόκειται για πέντε τετράστιχα (δύο με παραλλαγή) και ένα δίστιχο. Είναι λιτά, αυτάρκη αλλά και εξοντωτικά

Υγειά σου, υγειά σου Παλμιδέσσα

Που γαμείς κυρά Κοντέσσα

Και της δίνεις ευλογίες

Ανταμώς με παπαρίες1.

Ο Ιγνάτιος Παλμιδέσσα (Ignazio Palmidessa), τοποτηρητής καθολικός επίσκοπος Κεφαληνίας-Ζακύνθου, ήρθε στη Ζάκυνθο το 1805 και έδρασε με επιτυχία. Φαίνεται πως η επιτυχία του Μονσινιόρ συμπεριλάμβανε και τις κυρίες.

Υπάρχει κάποια κοντέσα σκανταλιάρα στο στόχαστρο του παπά. Μήπως και στη ζωή του ή στους πόθους του; 

Ο τρόπος που τη χτυπάει είναι αψής (ενώ συνήθως τις φταίχτρες απλά τις τσιμπάει) αλλά μαζί και απωθημένα ερωτικός (να ’ναι ιδέα μου;). Αν η κοντέσα ήτανε καλλονή, έξυπνη, ετοιμόλογη, κοσμική, με πολιτικές επιρροές, τότε χαλάλι του… Στον ιστορικά καταρτισμένο που θα βιαστεί να βγάλει συμπεράσματα αντιτάσσω το περίφημο ρητό (του αγγλικού παράσημου της περικνημίδας = ζαρτιέρας): «Honni soit qui mal y pense»2.

Παπάρι = βάλανος, ψωλός (Λ. Χ. Ζώη, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τόμ. Β΄, σ. 362).
«Ντροπιασμένος ας είναι όποιος βάλει κακό στο νου του».

Ω της Γαρζώναινας υιέ

Του Φερεντίνου σπέρμα

Και του Γαρζώνη του πτωχού

Ανάστημα και θρέμμα.
Ο Γεώργιος Γαρζώνης, τελευταίος πρωτοπαπάς Ζακύνθου. Το 1824 η Ζάκυνθος έγινε Μητρόπολη και ο Γαρζώνης χειροτονίθηκε Μητροπολίτης με το όνομα Γαβριήλ. Ο υπαινιγμός αυτονόητος. Στον «Κώδικα Π. Μαρίνου» αναγράφεται «υιός» αντί του σωστού, νομίζω, «υιέ».
Της Χαριάταινας ο χύστος1

Είν’ πλατύς ωσάν πηγάδι

Μπάσε βγάλε αυγή και βράδυ

Δεν τση μένει χείλο πλειά.

1Κόλπος, γυναικείο αιδοίο.

Ο Ντίνος Κονόμος δημοσίευσε και τις δύο παραλλαγές, παραλείποντας το επίθετο της αποδέχτριας. Ο κ. Κονόμος αναφέρει ότι βρήκε τη δεύτερη παραλλαγή στον Κώδικα Ανδρέα Γαήτα που έχει στο αρχείο του («Νικολός Κουτούζης», Αθήνα 1974, σ. 159, 160) και παραθέτει επεξήγηση, του Γαήτα, για «τση χώρας το πηγάδι». Στον «Κώδικα Π. Μαρίνου» υπάρχει αντίστοιχη σημείωση του Σπύρου Δε Βιάζη: «Πηγάδι της χώρας ήτο και είναι ακόμη πηγάδι εις Πόχαλιν έξωθι του φρουρίου του οποίου τα χείλη είναι αυλακωμένα από το σχοινί των αντλούντων εξ αυτού νερό».

Τσου κλέφτες και ιερόσυλους

Ρουφιανοκερατάδες

Ευτούνους είναι που αγαπούν

Του τόπου οι αφεντάδες.
Τι αριστοτεχνική σύμπτυξη των κουτουζικών στόχων και σοχάδων. Δημοσιεύτηκε από τον Ντίνο Κονόμο («Νικολός Κουτούζης», Αθήνα 1974, σ. 73).
Ο Υιός της αμαρτίας

Αρχηγός της εκκλησίας.

Το μόνο δίστιχο. Ποιος; Μήπως ο δεσπότης της εποχής; Δημοσιεύτηκε από τον καθηγητή Μπουμπουλίδη.
Σημείωση
Φαίδωνος Κ. Μπουμπουλίδου, «Προσολωμικοί», τεύχος Β΄, Νικόλαος Κουτούζης, σ. 87.




Ο σάλιγκας όντας βαλθή

Να βγη από το καυκί του

Πρώτα βγάνει τα κέρατα

Γιαμά την κεφαλή του.
Άλλη μια μπηχτή του Κουτούζη στους κερασφόρους, θιασώτες και απολαυστές του κεράτου. Η παράδοση θέλει το τετράστιχο αυτοσχέδιο, στο άνοιγμα ενός παράθυρου… Πρωτοδημοσιεύτηκε από το Νικόλαο Κατραμή («Φιλολογικά Ανάλεκτα Ζακύνθου», σ. 419). Ο Ντίνος Κονόμος δημοσίευσε και τρίτη παραλλαγή από τον (στο αρχείο του) Κώδικα Ανδρέα Γαήτα.
Σάτιρα (Κοντέσσας)
Η φύσις εδιάταξεν

Τα ζώα να ζητούσι

Του χρόνου μία ή δύο φορές

Κι ύστερα λησμονούσι.

Εσύ, κοντέσσα ευγενής,

Τι είδους ζώο είσαι

Που νύχτα μέρα ο πασαείς

Σ’ ακούει να κράζης: «Χύσε»;

Βάλε, λοιπόν, στην κεφαλή

Άρμα
1 ζωγραφισμένη

Την πούτζα με τ’ αρχίδια τση

Χοντρή και καυλωμένη.

1Οικόσημο.
Πάλι η κοντέσσα! Η ίδια; Νιώθω σχεδόν βέβαιος. Ο τόνος επιθετικός, υβριστικός πιότερο από σατιρικός. Κάτι σήμαινε τελοσπάντων για τον ποιητή η κοντέσα# ή κάτι θα ’θελε να σημαίνει. Και τον ενοχλούσε που σήμαινε και για τόσους (φαίνεται) άλλους…


ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ

Δευτέρα 14 Μαΐου 2018

Μάνος Ελευθερίου: Ό,τι Γράφει ο καθένας με τη Δυνατότητα που έχει, Ομορφαίνει τον Κόσμο.


Φάκελος: Ελληνική ποίηση [2018-2019]: Μάνος Ελευθερίου

«Μα τι χρειάζονται οι ποιητές σε τόσο μίζερους καιρούς;» Φρήντριχ Χαίλντερλιν

Το Literature ανοίγει τον φάκελο Ελληνική Ποίηση 2018-2019 και εγκαινιάζει μια νέα σειρά συνεντεύξεων με τους πλέον καταξιωμένους σύγχρονους Έλληνες ποιητές. 

Στο πλαίσιο αυτό θα φιλοξενηθούν οι απόψεις των σημαντικότερων Ελλήνων ποιητών της σημερινής εποχής με σκοπό να φανούν οι απόψεις των δημιουργών αναφορικά με το παρόν και το μέλλον της Ελληνικής ποίησης. 
Στόχος είναι επίσης να παρουσιαστεί το έργο, οι ιδέες αλλά και η προσωπικότητα των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι επιμένουν να λειτουργούν ποιητικά σε καιρούς τόσο «μίζερους», γράφοντας εκλεκτή ποίηση, στη γλώσσα του Ομήρου και συνεχίζοντας επάξια την αδιάλειπτη για 3000 χρόνια παρουσία της ποίησης στην Ελλάδα.
Επιμέλεια: Τέσυ Μπάιλα


Μας καλοδέχτηκε στο σπίτι του και μας υποδέχθηκε με μια χαρακτηριστική ευγένεια, εκείνη που τον διακρίνει σε κάθε του κίνηση. 
Σοβαρός, καλοντυμένος και προσηνής δεν κουράστηκε να απαντά στις ερωτήσεις μας με ευχάριστη διάθεση. 
Μας εκμυστηρεύτηκε τη μανιώδη σχέση του με το διάβασμα και μας μίλησε για τα 43000 βιβλία, τα οποία δώρισε πρόσφατα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Σύρου.
 Για τους μεγάλους ποιητές με τους οποίους γνωρίστηκε τον Ρίτσο, τον Σεφέρη τον Ελύτη, τον Λειβαδίτη, τον Αναγνωστάκη, τις φιλίες που ανέπτυξε μαζί τους. 
Μας μίλησε ακόμα για το πώς βλέπει τη νεότερη ποίηση στις μέρες μας και τους νέους ποιητές που του στέλνουν τα έργα τους. 
Ο λόγος για τον ποιητή, στιχουργό, επιμελητή εκδόσεων και μυθιστοριογράφο Μάνο Ελευθερίου, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου.  
Σε ηλικία 14 ετών η οικογένειά του ήρθε από τη Σύρο στην Αθήνα. Το 1960 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Νέο Ψυχικό. 
Η γνωριμία του με τον Άγγελο Τερζάκη το 1955 τον οδήγησε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου όπου παρακολουθούσε ως ακροατής. 
Το 1956 γράφτηκε στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου. Το 1960 βρέθηκε στα Γιάννενα για να εκτελέσει την στρατιωτική του θητεία. Εκεί άρχισε να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα. 
Σε ηλικία 24 ετών δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Συνοικισμός. Εκεί έγραψε επίσης τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και «Το τρένο φεύγει στις 8:00» που αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. 
Τον Οκτώβριο του 1963 άρχισε να εργάζεται στο «Reader’s Digest» όπου και παρέμεινε για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα του βιβλία με διηγήματα, «Το διευθυντήριο», το 1964 και «Η σφαγή», το 1965 για τα οποία γράφτηκαν εξαιρετικές κριτικές. 
Το 1964 παρουσιάστηκε στην ελληνική δισκογραφία. 
Συνεργάστηκε με τον Χρήστο Λεοντή και τον Μίκη Θεοδωράκη, το 1967, μια συνεργασία που διακόπηκε όμως λόγω δικτατορίας. Τα συγκεκριμένα τραγούδια πρωτοκυκλοφόρησαν το 1970 στο Παρίσι. Συνεργάστηκε με τον Δήμο Μούτση και με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στον δίσκο «Θητεία». 
Έχει συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους σημαντικούς Έλληνες συνθέτες. 
Παράλληλα ασχολήθηκε με παραμύθια για παιδιά και επιμελήθηκε την έκδοση λευκωμάτων με θέμα την Σύρο: Ενθύμιον Σύρας, Θέατρο στην Ερμούπολη, κ.ά. 
Το 1994 εκδόθηκε η πρώτη του νουβέλα με τίτλο «Το άγγιγμα του χρόνου». Το 2004 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο: «Ο Καιρός των Χρυσανθέμων», έργο το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2005. 
Για τη συνολική του προσφορά βραβεύτηκε το 2013 από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη. 
 Μπορεί η ποίηση να λειτουργήσει ως οδηγός επιβίωσης στις μέρες μας; 
 Όχι δεν το πιστεύω. 
Οδηγός για τη ζωή μας είναι το καθημερινό μας. Το ψωμί μας, όπως έλεγαν οι παλιότεροι. Αν έχεις και χρήματα να αγοράσεις και τυρί, είναι ό,τι πρέπει. Αλλά για να σώσει η ποίηση έναν άνθρωπο αποκλείεται. 
Βέβαια υπάρχουν εκείνοι οι άνθρωποι που είναι αφιερωμένοι στον θεό, οι απομονωμένοι σε σπηλιές και σκήτες στο Άγιο Όρος, οι οποίοι διαβάζουν τους μεγάλους ποιητές που έγραψαν ύμνους προς τον θεό. Διαβάζουν τον Δαυίδ, για παράδειγμα, απολυτίκια, κοντάκια, τέτοια εκπληκτικά κείμενα, τα οποία είναι πραγματικά ποίηση και ο καθένας απ’ αυτούς είναι δυο και τρεις ελύτηδες μαζί. Μάλιστα ακόμη και στη νεκρώσιμη ακολουθία ο πανούργος μελωδός, εκτός από τους στίχους έγραφε και τη μουσική μαζί και έχει χρησιμοποιήσει έναν στίχο του Πινδάρου, ο οποίος ήταν ειδωλολάτρης. 
Αλλά και τελετές τις εκκλησίες είναι οργανωμένες σύμφωνα με το τυπικό της αρχαίας τραγωδίας. Έχουμε τον πρωταγωνιστή, έχουμε τον χορό που είναι οι ψάλτες, τον άγγελο που είναι ο διάκονος. 
Αυτά δεν είναι τυχαία και δεν είναι τυχαίο ότι οι χριστιανοί, έσπασαν με μανία τα περισσότερα αγάλματα της αρχαιότητας. 
Ο Πραξιτέλης δεν μπορεί να είχε κάνει μόνο τον Ερμή, για παράδειγμα, θα είχε κάνει περισσότερα έργα. Που είναι;
 Η εκδίκηση έφτασε σε βαθμό υστερίας όταν ακριβώς επάνω στα ερείπια του αρχαίου ναού έχτισαν τις εκκλησίες τους, χρησιμοποιώντας το υλικό που ήταν χτισμένοι οι ναοί. 
 Μάνος Ελευθερίου, φωτογραφία Ντίνα Σαρακηνού 
Πότε γράφει κανείς ποίηση; Όταν δονείται από το πάθος των συναισθημάτων ή όταν απομακρύνεται από αυτό και βλέπει καθαρότερα; 
Συμβαίνουν και τα δύο. 
Ή γράφεις κάτι εν θερμώ ή αφήνεις τον καιρό να περάσει και σου έρχεται μια έμπνευση. 
Υπάρχει κάτι που σε οδηγεί να γράψεις. Βέβαια αν αυτό που έγραψες αξίζει είναι μια άλλη ιστορία. Ύστερα δεν μπορείς να γράψεις κάτι από τη μια στιγμή την άλλη. 
Γράφεις ό,τι αισθάνεσαι και μετά από καιρό το ξαναπιάνεις και αν σου αρέσει το θέμα, τότε αποφασίζεις αν θα το συνεχίσεις, για να το τελειώσεις. Και αρχίζεις τη διόρθωση. Μια λέξη από πάνω, μια λέξη από κάτω, αλλάζεις τη σειρά των λέξεων, βρίσκεις άλλες λέξεις, ανοίγεις τα λεξικά, βρίσκεις μια λέξη που θέλεις, ύστερα αφαιρείς μερικούς στίχους, προσθέτεις άλλους, διαγράφεις εκείνους που έγραψες και ξαναρχίζεις από την αρχή. Δεν είναι εύκολη διαδικασία. 
Υπάρχουν ποιητές οι οποίοι έγραφαν μια κι έξω. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης μάς έλεγε ότι ελάχιστες λέξεις έχει αλλάξει από τη στιγμή που έγραψε ένα ποίημα. Το έγραφε εν θερμώ. 
Άλλοι δουλεύουν επί σειρά χρόνων ένα ποίημα. Έχουμε τον Καβάφη, για παράδειγμα. Το ποίημά του «Φωνές» γράφτηκε αρχικά στην καθαρεύουσα. Ύστερα από πάρα πολλά χρόνια, δεκαπέντε μου φαίνεται, ο Καβάφης το έπιασε και το ξαναδούλεψε και το έφερε στη δημοτική, αλλά έγινε ένα αριστούργημα βέβαια. 

«Ο καθείς και τα όπλα του», έλεγε ο Ελύτης. Τα δικά σας όπλα στην υπηρεσία της ποίησης ποια είναι; 
«Ο καθείς και τα όπλα του». 
Κάποτε μου ξέφυγε, χωρίς να το καταλάβω και κάνοντας μια ψευδομοιοκαταληξία το είπα: «Ο καθείς και τα κόλπα του» και το έμαθε ο Ελύτης και γελούσε και μου τηλεφώνησε και μου είπε: «είναι καταπληκτικό αυτό που είπες, γέλασα με την ψυχή μου» και το έγραψε και η Μάρω Δούκα.
 Επί της ουσίας όμως, δεν ξέρω πραγματικά πώς λειτουργεί όλο αυτό. Κάποια στιγμή έχω μια έμπνευση—να το πω χαρά;– και με οδηγεί στο να γράψω κάτι. Και επειδή γράφω πολλά είδη, το ένα με ξεκουράζει από το άλλο. Δεν κάθομαι δηλαδή στο τραπέζι και λέω τώρα θα γράψω ποίηση, δε μου έχει συμβεί ποτέ αυτό. Συνήθως διορθώνω και κάποτε είχα τη μανία και κρατούσα και τις διαδοχικές μορφές ενός ποιήματος για να δω πώς έφτασε στην οριστική του μορφή. Αλλά μετά διαπίστωσα ότι ήταν μάταιο επειδή μάζευα ατέλειωτα χαρτιά. Έτσι τα πέταξα και κράτησα την τελευταία μορφή. Αλλά δε γράφεις για να κλείσεις το μάτι στην αιωνιότητα ή στην αθανασία.
 Γράφεις έναν καημό που έχεις για ένα θέμα, μια αγάπη, οτιδήποτε. Από εκεί και πέρα αξίζει ο κόπος να δημοσιευθεί; 
Γιατί όταν δημοσιεύσεις κάτι είσαι εκτεθειμένος πια να σε παραλάβει η κριτική.
 Και μπορεί εσένα να σου αρέσει αυτό που έγραψες αλλά αξίζει να δημοσιευθεί; Το δίνεις τότε σε ορισμένους ανθρώπους να το κοιτάξουν και βεβαίως ο καθένας έχει τις δικές του αναστολές, τις δικές του παρατηρήσεις, προσπαθείς να το σουλουπώσεις καλύτερα, κάποιοι σου λένε καίριες παρατηρήσεις. 
Μάνος Ελευθερίου, φωτογραφία Ντίνα Σαρακηνού 

Εσείς έχετε κάποιους ανθρώπους τους οποίους εμπιστεύεστε; 
 Έχω ορισμένους ανθρώπους που με βοηθάνε. 

Είναι ποιητές και οι ίδιοι; 
Ναι, είναι ποιητές. Ένα όνομα θα σας πω. Ο Στρατής Πασχάλης. Ξέρει την ποίηση, είναι και ο ίδιος ποιητής αλλά ξέρει και να διορθώνει, κάτι που είναι πολύ σημαντικό. 
 Μάνος Ελευθερίου, φωτογραφία Τέσυ Μπάιλα

 Η δική σας καθημερινότητα τι περιλαμβάνει; 
Διαβάζω μανιακά. Κυρίως Ιστορία. 
Ο Γιώργος Ιωάννου έλεγε ότι διαβάζει Ιστορία και κλαίει. Και βεβαίως τους παλιούς συγγραφείς, τόσο τους Έλληνες όσο και τους ξένους, στους οποίους επανέρχομαι συνεχώς. 
Καταρχάς τους Γάλλους, τον Φλομπέρ, τον Μπαλζάκ, τους μεγάλους. Πρέπει κανείς να τους διαβάζει συνεχώς, γιατί ανακαλύπτει νέα πράγματα. Τον Ντοστογιέφσκι. Τον Τολστόι, ένα πηγάδι απύθμενο. Τον Τσέχωφ. Αλλά και νεότερους ποιητές
. Σε ανθολογίες για παράδειγμα όπου ο ανθολόγος έχει βρει τα καλύτερα και τα έχει συγκεντρώσει για να αντιπροσωπεύσει έναν ποιητή, βρίσκοντάς το καίριο και το ουσιώδες του ποιητή. 
Υπάρχουν νεότεροι ποιητές, οι οποίοι κάνουν θραύση. Ο Γιάννης ο Βαρβέρης, είναι σπουδαίος ποιητής, ο Γιάννης ο Κοντός, ο Βλαβιανός, ο Φωστιέρης και βεβαίως ο μέγας Νίκος Καρούζος, ο Θωμάς ο Γκόρπας, δεν είναι τυχαίοι ποιητές. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι θαυμάσιοι. Η Ρούκ είναι σπουδαία. 
Βεβαίως έχουμε και σπουδαίους μυθιστοριογράφους στη σύγχρονη γενιά. Ο Παπαμάρκος, ο Γιάννης ο Μακριδάκης, γροθιά στα μούτρα είναι ο Μακριδάκης. Η Μάρω Δούκα, η Ζυράννα Ζατέλη, η Καρυστιάνη, η Ρέα Γαλανάκη. 
Το σημαντικό είναι ότι ανανεώνονται από βιβλίο σε βιβλίο. Δε γράφουν με μανιέρα.
 Μάνος Ελευθερίου, φωτογραφία Τέσυ Μπάιλα
Αν γράφατε εσείς σήμερα «γράμμα σε έναν νέο ποιητή» τι θα τον συμβουλεύατε να κάνει;
Δε θα μπορούσα να του γράψω. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Έχει γράψει βεβαίως ο Ρίλκε γράμμα σε έναν νέο ποιητή. Έχει μάλιστα μεταφραστεί το 1945, αν δεν κάνω λάθος από τον Μάριο Πλωρίτη.
 Δυο τρεις συμβουλές θα μπορούσα να του πω. Έρχεται εδώ ένας νέος ποιητής που τον θεωρώ σπουδαίο. Τάσος Θεοτόκης λέγεται, έβγαλε μάλιστα πρόσφατα το πρώτο του βιβλίο. 
Αλλά και τα νέα παιδιά που μου στέλνουν τα βιβλία τους γράφουν καίρια ποιήματα και γράφουν για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όχι επειδή εισάγουν στην ποίηση νέο λεξιλόγιο αλλά και επειδή καταλαβαίνει κανείς ό,τι γίνεται σήμερα στην Ελλάδα. 
Εκτός από εκείνα τα μελίρρυτα ερωτικά ποιήματα βέβαια. Γιατί για να γράψεις ερωτική ποίηση πρέπει να είσαι σπουδαίος τεχνίτης, για να μη γίνει σαχλό. 
Υπάρχει ένα ερωτικό ποίημα του Καβάφη το «Εν τω μηνί Αθύρ». Νομίζω ότι τέτοιο ποίημα δε θα ξαναγραφτεί ποτέ. 
Μάνος Ελευθερίου, φωτογραφία Τέσυ Μπάιλα 

Ο Βαλερύ έλεγε ότι: «ένα Ποίημα δεν τελειώνει ποτέ. Μόνο εγκαταλείπεται». Συμμερίζεστε αυτή την άποψη; 
Έτσι είναι. Ουσιαστικά γράφεις πάντα ένα ποίημα με πολλές παραλλαγές.
Μάνος Ελευθερίου, Γιάννης Ρίτσος, Αγγελική Ελευθερίου 

 Η δική σας εμμονή ποια είναι;
Αυτό που λέει ο σοφός και «πανούργος» Σεφέρης: Το σώμα. Κυριολεκτικά και μη. 
Ο Σεφέρης έχει γράψει μέσα στο ημερολόγιό του ότι του είπε ο Έλιοτ πως ήταν τόσο έξυπνος ο Βαλερύ ώστε δεν είχε καμιά φιλοδοξία στη ζωή του. 
Και λέω τώρα εγώ: «Θεέ μου, εγώ που δεν έχω καμιά φιλοδοξία στη ζωή μου γιατί να μην είμαι και λίγο έξυπνος;» 
Ο Βαλερύ υπήρξε μια σπουδαία μορφή. Μου αρέσει πάρα πολύ. 
Μάνος Ελευθερίου, φωτογραφία Ντίνα Σαρακηνού

Ο σύγχρονος αναγνώστης είναι ικανός να «ξεκλειδώσει» τα μυστικά της ποίησης ή έχει απομακρυνθεί τόσο πολύ απ’ αυτή επειδή έχει χάσει την παρθενικότητα των αισθήσεών του; 
Πιστεύω πως, ναι, μπορεί. Ο αναγνώστης έχει πιο πολλά μυστικά όμως. Αλλά έχει και τα αντικλείδια για να ξεκλειδώσει τα ποιήματα. 
Μάνος Ελευθερίου, φωτογραφία Τέσυ Μπάιλα 

Διαβάζει σήμερα όσο πρέπει ο Έλληνας αναγνώστης ποίηση; 
Όχι. Είναι μετρημένο το αναγνωστικό κοινό της ποίησης. 
Περίπου 2000-3000. Υπάρχει βέβαια η Κική Δημουλά με μεγάλο αναγνωστικό κοινό, 8000-10000. Είναι και σπουδαία ποιήτρια, έγινε ακαδημαϊκός, έχει μια επιφάνεια τεράστια και ευτυχώς διαβάζεται.

Πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη ενός σύγχρονου ποιητή που καλείται να γράψει σε μια γλώσσα στην οποία γράφεται ποίηση ανελλιπώς για 3000 χρόνια; 
Μα δε θα μπορούσε να σταματήσει. Όπως δε σταμάτησε η γλυπτική, η ζωγραφική, το θέατρο, το οποίο ανθίζει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Υπάρχουν πολύ ωραίες παραστάσεις.

 Τελικά, κ. Ελευθερίου, χρειάζονται οι ποιητές σε τόσο μίζερους καιρούς; 
Και βέβαια. Ό,τι γράφει ο καθένας με τη δυνατότητα που έχει, ομορφαίνει τον κόσμο. Δεν έχει σημασία αν γράψει το αριστούργημα του κόσμου. Τα αριστουργήματα είναι λίγα. Οι χαρές όμως είναι περισσότερες.
 Ντίνα Σαρακηνού, Μάνος Ελευθερίου, Τέσυ Μπάιλα
Μάνος Ελευθερίου, Τέσυ Μπάιλα 

Η κ. Μάνος Ελευθερίου, διαβάζει για το Literature.gr απόσπασμα από το ποιημά του με τίτλο: ”Το πλοίο Ναυκρατούσα” από την συλλογή ”Τα ομοιοκατάληκτα”, Εκδόσεις Μεταίχμιο 


Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

ΕΡΩΤΑ ΜΑΗ ΜΟΥ.


Έρωτας είσαι Μάη μου, μήνας λουλουδιασμένος,
με αίμα εργάτη η στέψη σου, με γύρη ποτισμένος.

Εργατική πρωτομαγιά, συνθήματα φωνάζεις,
και τη γροθιά, κι΄εσύ μαζί, να δείξεις δεν διστάζεις.

Είσαι ένας μήνας σύντροφος, και δροσοζηλεμένος,
αγωνιστής σ΄ανατολή, στη δύση ματωμένος.

Στη μέρα είσαι η χαρά, γιορτή σου τα βλαστάρια,
η νέα ζωή, η πετούμενη, που παίζει στα κλωνάρια.

Είσαι μικρός παράδεισος, παντού σκορπάς τον πόθο,
σε βλέπω και σε χαίρομαι, σε ζώ, βαθιά σε νιώθω.

Κεντήδια τα λειβάδια σου, κοντά σου ο ήλιος λάμπει,
στην απλωσιά τση φύσης σου, μοσχοβολούν οι κάμποι.

Ένα τραγούδι ατέλειωτο, και των πουλιών ο ήχος,
''δροσιά το Μάη οι αγκαλιές'', και στη ''ΦΙΟΡΟΥΛΑ'' ο στίχος.

Γλυκιέ έρωτα Μάη μου,με λιώνεις, με μαγεύεις,
κάθε που θα΄ρθεις, στην καρδιά πάντα με σημαδεύεις.

Σου πλέκω απ΄τον κήπο μου, το πιό όμορφο στεφάνι,
κ΄η μελισσούλα σου, κι΄αυτή, λουλούδι να πάει δεν χάνει.

Το΄πλεξα και το κρέμασα, για σε στην είσοδό μου,
κ΄εσύ, άνθη στ΄αγιόκλημα, στο νυχτολούλουδό μου.

Με μαργαρίτες, χρώματα, γέμισα την αυλή μου,
με βούρλησε κ΄απ΄άρωμα, η λεμονιά η τρελή μου.

Ότι κ΄αν πω είναι λίγο σου, Μάη μου παινεμένε,
των εποχών είσαι ο εκλεκτός, χιλιοτραγουδισμένε.

Όλα από σε ερεθίζονται, στη φύση δίνεις οίστρο,
δίνεις γλυκό τ΄αγέρι σου, στο πέλαγο μαϊστρο.

Κι΄εγώ είμαι ένα θύμα σου, λάτρης και μαγεμένος,
είσαι ένας Μάης έρωτας, πλούσιος.. ματωμένος.!!!