Οι ελευθερωτές.
Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο
της καταιγίδας, το δέντρο του λαού.
Απ' τη γη ανεβαίνουν οι ήρωές του
όπως τα φύλλα απ΄ το χυμό,
κι ο άνεμος θρίβει τα φυλλώματα
της βουερής ανρωποθάλασσας
ώσπου πέφτει στη γη ξανά.
Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο
που τράφηκε με γυμνούς νεκρούς,
νεκρούς μαστιγωμένους και πληγωμένους,
νεκρούς με απίθανη όψη,
παλουκωμένους σε κοντάρια,
κομματιασμένους στην πυρά,
αποκεφαλισμένους με τσεκούρια,
πετσοκομμένους απ΄ τα τέσσερα άλογα,
σταυρωμένους μες στην εκκλησιά.
Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο
που ΄ναι οι ρίζες του ζωντανές,
πήρε μαρτυρικό νίτρο,
φύγαν οι ρίζες του αίμα,
ρούφηξε δάκρυα απ΄ το χώμα:
τ΄ ανέβασε με τα κλαδιά του,
τα μοίρασε μες στην αρχιτεκτονική του.
Γίναν αόρατα λουλούδια, άλλοτε λουλούδια θαμμένα
κι άλλοτε τα πέταλά τους
φώτισαν σαν πλανήτες.
Κι ο άνθρωπος μάζεψε απ΄ τους κλώνους
τα δεμένα μπουμπουκάκια,
χέρι χέρι τα παρέδωσε,
σα ρόδια ή μαγνόλιες,
κι εκείνα ευθύς τη γη ανοίξαν,
κι έφτασαν ψηλά ως τα αστέρια.
Αυτό είναι το δέντρο των ελεύτερων.
Το δέντρο γη, το δέντρο σύννεφο,
το δέντρο ψωμί, το δέντρο ακόντιο,
το δέντρο γροθιά, το δέντρο φωτιά.
Το πνίγουν τα φουρτουνιασμένα νερά
του νύχτιου καιρού μας,
μα στο κατάρτι ζυγίζεται
της εξουσίας ο τροχός.
Άλλοτε και πάλι ξαναπέφτουν
τα κλαδιά σπασμένα απ΄ την οργή
και μια στάχτη απειλητική
σκεπάζει το αρχαίο μεγαλείο του:
έτσι πέρασε μες από άλλους καιρούς,
έτσι ξέφυγε το άγχος το θανατερό,
ώσπου ένα χέρι μυστικό,
κάποια μπράτσα αναρίθμητα,
ο λαός, φύλαξε τα κομμάτια,
έκρυψε αναλλοίωτους κορμούς,
και τα χείλη τους ήταν τα φύλλα
του πελώριου μοιρασμένου δέντρου
που διασπάρθηκε σ΄ όλες τις μεριές,
που ταξίδεψε μ΄ όλες του τις ρίζες.
Αυτό είναι το δέντρο, το δέντρο
του λαού, όλων των λαών
της λευτεριάς του αγώνα.
'Ελα ως τη χαίτη του,
άγγιξε τις ξανανιωμένες αχτίδες,
βύθισε το χέρι στα εργαστήρια
όπου ο παλλόμενος καρπός του
το φως του διαδίδει καθημερινά.
Σήκωσε τη γη τούτη στα χέρια σου,
μέθεξε σε τούτη τη λαμπρότητα,
πάρε το ψωμί σου και το μήλο σου,
την καρδιά σου και το άτι σου,
και στήσε φρούριο στο σύνορο,
στη μεθόριο της φυλλωσιάς του.
Υπερασπίσου τα χείλη κάθε στεφανής του,
μοιράσου τις εχθρικές του νύχτες,
αγρύπνα για το τόξο της αυγής,
ανάσανε τ΄ αστερωμένα ύψη
στηρίζοντας το δέντρο, το δέντρο
που μεστώνει καταμεσίς στη γη.
Π. Νερούντα