ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ατέχνως. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ατέχνως. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Ο αγιος Αντώνης,, του Κανάκη☺

,,Διά­βο­λος όμως ο διά­βο­λος, 
του ‘φερε μπρο­στά του γυ­μνές όλες τις καλ­λο­νές της επο­χής. Ντου­βά­ρι ο Αντώ­νης.
 Τις έβαλε να θω­πεύ­ο­νται με­τα­ξύ τους. Άγιος, ο άγιος.,,
Άγιος Αντώ­νιος της ερή­μου
ΑΠΟ HERKO 

Απ’ ό,τι φαί­νε­ται πρό­κει­ται για ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο, αλλά μ’ αυ­τούς (τους χρι­στια­νο­συγ­γρα­φείς) δεν βρί­σκεις κι άκρη.
 Κα­τα­γό­ταν από το χωριό Κόμα από πλούσιους, αλλά «χτυ­πη­μέ­νους» γονείς, που δεν τον σπού­δα­σαν για να μην τους χα­λά­σει ως χρι­στια­νός. Έτσι ο Αντώ­νης έμει­νε ξύλο απε­λέ­κη­το. Πράγ­μα που δεν τον ενο­χλού­σε, όπως δεν ενο­χλεί (πέραν ημών) και πολλά εκα­τομ­μύ­ρια που κυ­κλο­φο­ρούν σή­με­ρα.

Ο Αντώ­νης ήταν ζαβός και θε­ό­μουρ­λος (ψυ­χω­τι­κός). 
Όταν πέ­θα­ναν οι γο­νείς του έμει­νε με με­γά­λη πε­ριου­σία και μια αδερ­φή παρ­θέ­να. Πάνω εκεί νό­μι­σε πως του είπε το θε­ό­που­λο (γνω­στός και ως Χρι­στός ή Ιη­σούς) να χα­ρί­σει την πε­ριου­σία του (στην εκ­κλη­σία) και να στρου­γκά­ρει την παρ­θέ­να σε ίδρυ­μα με άλλες παρ­θέ­νες όπου «επε­δί­δο­ντο σε έργα αγά­πης», όπερ και έκανε και τρά­βη­ξε για ένα ερη­μη­τή­ριο. Εκεί βρήκε ένα μουρ­λό­γε­ρο που τον έμαθε να προ­σεύ­χε­ται και να τρώει ξερό ψωμί (ένα κομ­μά­τι κάθε με­ρι­κές μέρες).

Για κά­ποιο λόγο που δεν έχει κα­τα­στεί σαφής ως τις μέρες μας τον έβαλε στο ση­μά­δι ο διά­βο­λος. 
Εν τω με­τα­ξύ ο Αντώ­νης είχε προ­ο­δεύ­σει πολύ στην αγιο­σύ­νη και κα­τά­φε­ρε να μην τρώει ούτε το ξερό κομ­μά­τι ψωμί. Θέ­λεις απ’ την πείνα, την ζουρ­λα­μά­ρα του, ο Διά­βο­λος τον είχε από κοντά. Τι μ@λ@κ@ τον είπε που χά­ρι­σε την πε­ριου­σία του, τι για την αδερ­φή του την παρ­θέ­να, βρά­χος ο Αντώ­νης. Διά­βο­λος όμως ο διά­βο­λος, του ‘φερε μπρο­στά του γυ­μνές όλες τις καλ­λο­νές της επο­χής. Ντου­βά­ρι ο Αντώ­νης. Τις έβαλε να θω­πεύ­ο­νται με­τα­ξύ τους. Άγιος, ο άγιος. Πα­ρα­τά­ει σύ­ξυ­λο τον διά­βο­λο και χώ­νε­ται σ’ έναν ευ­ρύ­χω­ρο… τάφο. Τα «παίρ­νει» ο διά­βο­λος και του στέλ­νει φίδια, σκορ­πιούς, λύ­κους, τί­γρεις, δαί­μο­νες. Τον δα­γκώ­νουν, τον ξε­σκί­ζουν, τί­πο­τα αυτός. Άλλα θηρία, άλλα ερ­πε­τά, άλλα αρ­θρό­πο­δα.

Πάνω που πάει να του δώσει κου­του­λιά αυ­το­προ­σώ­πως ο διά­βο­λος, να σου μια αχτί­δα φωτός (θεϊ­κού) στον τάφο.

-Που ήσου­να γλυ­κύ­τα­τε θεέ μου και μου χει σπά­σει τα… θου κύριε, αυτός εδώ;

-Εδώ ήμουν Αντώ­νιε και σε πα­ρα­κο­λου­θού­σα αο­ρά­τως.

Σας τα γράφω κι ανα­τρι­χιά­ζω. Ο διά­ο­λος να ‘χει σκά­σει στα γέλια.

Εν τω με­τα­ξύ, ο Αντώ­νης πιά­στη­κε απ’ την υγρα­σία του τάφου και τρά­βη­ξε για την έρημο.
 Στο δρόμο ο διά­βο­λος του έριξε έναν αση­μέ­νιο δίσκο. Γάτα ο Αντώ­νης, το πιασε το υπο­νο­ού­με­νο (τι στο διά­ο­λο ήθελε ο δί­σκος στην έρημη έρημο;) και ανα­φώ­νη­σε:
-Πό­θεν δί­σκος εν τη ερήμω;

-Βρε αϊ στο διά­ο­λο, ακού­στη­κε ο Διά­βο­λος και του ρί­χνει μπρο­στά του άφθο­νο χρυ­σά­φι.
Εδώ υπάρ­χει και η άποψη πως το χρυ­σά­φι το ‘ριξε ο Γιαχ­βέ για να κάνει ρε­λάνς στο διά­βο­λο.

Με τα πολλά έμει­νε εί­κο­σι χρό­νια στην έρημο ο Αντώ­νης. 
Τον επι­σκέ­πτο­νταν διά­φο­ροι, άκου­γαν τις φωνές των δαι­μό­νων καθώς μαλ­λιο­τρα­βιό­ταν μαζί τους και τα χρειά­ζο­νταν.

Μετά από ένα μικρό διά­λει­μmα στην Αλε­ξάν­δρεια, ξανά στην έρημο ο άγιος. 
Πήρε και δυο καρ­βέ­λια ψωμί (ξερό). Το πήραν μυ­ρω­διά όμως οι πε­ρί­ερ­γοι κι έτρε­χαν στην έρημο. Του κου­βα­λού­σαν και καμιά φραν­τζό­λα που απ’ τον δρόμο είχε ξε­ρα­θεί. Είδε κι απο­εί­δε ο Αντώ­νης κι είπε να μην τους τα­λαι­πω­ρεί κι άρ­χι­σε να καλ­λιερ­γεί. Πήραν χα­μπά­ρι τα άγρια ζώα (της ερή­μου) το μπο­στά­νι κι ερ­χό­ντου­σαν για το σα­λα­τι­κό τους. Κάτι τους είπε για τον θεό του ο άγιος κι εκεί­να εξα­φα­νί­στη­καν.

Ένα βράδυ του έστει­λε ο διά­βο­λος όλα τα λιο­ντά­ρια της ερή­μου, αλλά ο Αντώ­νης τα κα­τα­τρό­πω­σε κι από τότε η έρη­μος δεν έχει λιο­ντά­ρια.

Τον κα­λού­σαν σε διά­φο­ρα μέρη να δίνει δια­λέ­ξεις υπέρ θεού. 
Συ­γκε­κρι­μέ­να τους έλεγε:
«Φυ­λάτ­τε­σθε, ἔλεγε, ἀπό ρυ­πα­ρούς λο­γι­σμούς καί σαρ­κικᾶς ἠδονᾶς. Μή ἀπα­τά­σθε χορ­τα­σία κοι­λί­ας, φεύ­γε­τε τήν κε­νο­δο­ξί­αν καί συνεχῶς προ­σεύ­χε­σθε».

Τι ήταν να το λέει; 
Μο­νο­μιάς πί­στευαν οι άπι­στοι κι ανα­τρί­χια­ζαν οι πι­στοί. Σε μια πε­ριο­δεία βρήκε και την αδερ­φή του, γραία πια και ηγου­μέ­νη σε μο­να­στή­ρι, αλλά εξ ίσου παρ­θέ­να.

Το 338 μ.X. τον κα­λούν ως τρα­μπού­κο στην Αλε­ξάν­δρεια ενα­ντί­ον των Αρεια­νών. 
Αφού κα­θά­ρι­σαν με τους Αρεια­νούς κα­θα­ρί­ζο­ντάς τους, έσωσε τον έναν από δύο μο­να­χούς που είχαν κο­ρα­κιά­σει με­ρι­κά χι­λιό­με­τρα μα­κριά του, στέλ­νο­ντας κά­ποιους να τους ξε­δι­ψά­σουν.
 Έπει­τα έβαλε μυαλό στον Ευ­λό­γιο που είχε πάρει σπίτι του έναν λεπρό και τον πε­ριέ­θαλ­πε, αλλά του είχε μπει ο διά­βο­λος του λε­πρού κι έβρι­ζε τον Ευ­λό­γιο. 
Αυτό κρά­τη­σε δέκα επτά χρό­νια και παρά λίγο να χ@σει την αγιο­σύ­νη του ο Ευ­λό­γιος και να πνί­ξει τον λεπρό αλλά του ‘πε μια με­γά­λη κου­βέ­ντα ο Αντώ­νης, συ­γκε­κρι­μέ­να:
«Ευ­λό­γιε, τι θέ­λεις εδώ εσύ; Τρέξε γρή­γο­ρα στην δου­λειά σου, για να μην χάσης τον μισθό δε­κα­ε­φτά ετών».
 Κι ο Ευ­λό­γιος γύ­ρι­σε πίσω και κα­λό­πια­νε τον λεπρό για να συ­νε­χί­σει να τον βρί­ζει. Σε τρεις μέρες πέ­θα­νε ο λε­πρός και σε σα­ρά­ντα ο Ευ­λό­γιος.

Ένα βράδυ που ο Αντώ­νης κα­θό­ταν στο βουνό και συ­ζη­τού­σε με τους μα­θη­τές του 
(κάτι σας θυ­μί­ζει;)
 είδε να γί­νε­ται με­γά­λη χαρά στον ου­ρα­νό, να πα­νη­γυ­ρί­ζουν οι άγ­γε­λοι και μια ολό­λευ­κη ψυχή να ανα­βαί­νει πε­ρι­χα­ρής που τα κα­κά­ρω­σε. Όλα αυτά τα ‘βλεπε μόνο ο άγιος κι οι μα­θη­τές τα χρειά­στη­καν. Για να τους ηρε­μή­σει τους είπε ότι μόλις είδε την ψυχή του Αμ­μούν να πη­γαί­νει προς… θεού της. Οι μα­θη­τές όμως που ‘ναι μεν χρι­στια­νοί αλλά όχι κι εντε­λώς κο­ρόι­δα, ανα­τρί­χια­σαν, κρά­τη­σαν σε χαρ­τά­κι τη μέρα και την ώρα που συ­νέ­βη το γε­γο­νός και μετά από τριά­ντα μέρες το επα­λή­θευ­σαν. Τότε πί­στε­ψαν ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο.

Σ’ ένα πλοιά­ριο που μπήκε κά­πο­τε του μύ­ρι­σε μια βρώμα ανή­κου­στη και βρήκε έναν φου­κα­ρά στο αμπά­ρι που τον είχαν κα­τα­λά­βει τα δαι­μό­νια και εξέ­πε­μπε αυτή τη βρώμα, 
που σή­με­ρα είναι γνω­στή ως
 πα­σο­κο­συ­ρι­ζί­λα. 
Έδιω­ξε τα δαι­μό­νια και για πολλά χρό­νια εξα­λεί­φθη­κε κι η βρώμα. 
Μετά έδιω­ξε τα ίδια δαι­μό­νια από κά­ποιον που έτρω­γε τις σάρ­κες του και στα­μά­τη­σε να τις τρώει.

Όταν τον ρω­τού­σαν πώς μπο­ρεί να ζει, χωρίς να δια­βά­ζει βι­βλία, τους απα­ντού­σε 
και τόσα δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια δεν δια­βά­ζουν, εγώ σας πεί­ρα­ξα;
Άλ­λω­στε επει­δή δεν δια­βά­ζου­με, έχου­με τον θεό μας. Και τους απο­στό­μω­νε.
Με τα πολλά απο­φά­σι­σε να πε­θά­νει 105 χρο­νών.
 Χά­ρι­σε τον μαν­δύα του στον Αθα­νά­σιο (είναι …άγιος που θα μας απα­σχο­λή­σει αύριο, μαζί με τον κολ­λη­τό του και δο­λο­φό­νο Κύ­ριλ­λο) και ζή­τη­σε να τον θά­ψουν κάπου κρυφά κι έτσι σή­με­ρα δεν έχου­με κό­κα­λα και πε­τσά­κια του να προ­σκυ­νά­με. Μετά πέ­θα­νε.

Απο­λυ­τί­κιον:
«Ο κυρ Αντώ­νης πάει και­ρός που ζούσε στην αυλή, με ένα κα­νά­τι κι ένα κρε­βά­τι και με κρασί πολύ…»


_______________________________­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­__

Στέ­λιος Κα­νά­κης Δι­δά­σκει στην επαγ­γελ­μα­τι­κή εκ­παί­δευ­ση και πα­ράλ­λη­λα δρα­στη­ριο­ποιεί­ται στο χώρο του βι­βλί­ου. Έχει γρά­ψει, υπό μορφή ημε­ρο­λο­γί­ων τα «Με τη μου­σι­κή του κό­σμου», «Οι μου­σι­κοί του κό­σμου» και «Δώ­δε­κα μήνες συν­θέ­τες». Επί­σης το «Ιερές Βλα­κεί­ες» Εμπει­ρία Εκ­δο­τι­κή 1η και 2η έκ­δο­ση – Εκ­δό­σεις Εντύ­ποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκ­δό­σεις ΚΨΜ.
stelioskanakis@​yahoo.​gr Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕ­ΛΙΟΣ ΚΑ­ΝΑ­ΚΗΣ






Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

kε Ζούκερμπεργκ του f/b Πολύ με ...Πί­κρα­νες ☺




Αγα­πη­τέ Ζού­γκυ,

Επί­τρε­ψέ μου να σε λέω έτσι ένεκα οι­κειό­τη­τας. Απο­φεύ­γω το Μαρ­κου­λιό, διότι φέρ­νει προς το Κρη­τι­κό και θα μπλέ­κα­με με την επώ­νυ­μη λε­βε­ντιά, χώρια που εσύ δεν έχεις καμία σχέση με Κρήτη.

Πολύ με πί­κρα­νες. Τόσα χρό­νια μαζί, με ει­δο­ποιείς για τον καιρό, με ρωτάς τι κάνω, δια­σκε­δά­ζεις την ηλε­κτρο­νι­κή ανυ­παρ­ξία μου. Αλλά αίφ­νης, με απέ­κλει­σες 24 ώρες από το μέσο σου και μου αφαί­ρε­σες δη­μο­σί­ευ­ση. Μετά από τόσα χρό­νια συ­νερ­γα­σί­ας και…φι­λί­ας – μπορώ να πω, μου φέρ­θη­κες σκάρ­τα.


Η δη­μο­σί­ευ­ση που αφαί­ρε­σες ήταν η πα­ρα­κά­τω:

«Μέρες που είναι, να θυ­μά­στε πως, ως… πε­ρή­φα­νο έθνος, πο­λε­μή­σα­με τους Μπολ­σε­βί­κους. Κι αρ­γό­τε­ρα τους… Κο­ρε­ά­τες. Βοη­θή­σα­με στη διά­λυ­ση της Γιου­γκο­σλα­βί­ας. Βά­λα­με το χε­ρά­κι μας και στο Ιράκ, στη Λιβύη, στη Συρία κλπ. Όπου μας κε­λεύ­ουν τα ιμπε­ρια­λι­στι­κά αφε­ντι­κά μας. Άμα χρεια­στεί και… πίπες κά­νου­με. Ως έθνος φυ­σι­κά».

Την αφαί­ρε­σες με το αι­τιο­λο­γι­κό πως δεν ακο­λου­θού­σε τους όρους της κοι­νό­τη­τας. Και πως το fb: «δια­γρά­φει τις δη­μο­σιεύ­σεις που στρέ­φο­νται κατά ατό­μων με βάση τη φυλή, την εθνι­κό­τη­τα, την εθνο­τι­κή κα­τα­γω­γή, τις θρη­σκευ­τι­κές πε­ποι­θή­σεις, τον σε­ξουα­λι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό, το φύλο ή εν­δε­χό­με­νη ανα­πη­ρία».

Γιατί Ζού­γκυ μου;
 Γιατί μου φέρ­θη­κες έτσι; Τι ακρι­βώς σε πεί­ρα­ξε; Σε τι στρά­φη­κα κατά; Μα όταν εκ­στρα­τεύ­σα­με ενα­ντί­ον των Μπολ­σε­βί­κων δεν υπήρ­χε το Μέσον σου. 
Το ίδιο και στην Κορέα, όπου στο όνομα του ιμπε­ρια­λι­στι­κού σου κρά­τους φυ­τέ­ψα­με 195 νε­κρούς, σα­κα­τέ­ψα­με ακόμη 610 και χά­σα­με 4 ολο­καί­νουρ­για αε­ρο­πλά­να, που μόλις μας εί­χα­τε που­λή­σει. 
Ακόμη και στη Γιου­γκο­σλα­βία το αγνο­ού­σα­με το fb. 
Όσο για το Ιράκ, τη Λιβύη, τη Συρία, η δική σου χώρα και η τάξη που εκ­προ­σω­πείς είναι που τα έκανε κώλος. 
Σ’ αυτό ακρι­βώς το ιμπε­ρια­λι­στι­κό κρά­τος σου ανα­φέρ­θη­κα, σχε­τι­κά με τις πίπες (τις οποί­ες αν ήσουν κα­λο­προ­αί­ρε­τος, θα τις εκλάμ­βα­νες ως τα γνω­στά όρ­γα­να των κα­πνι­στών), που κά­νου­με ως έθνος. Στο κά­τω-κά­τω, δικό μας είναι το έθνος, το κά­νου­με ό,τι θέ­λου­με.

Είναι προ­φα­νές, πως η συ­γκε­κρι­μέ­νη ανα­φο­ρά στα γνω­στά κα­πνι­κά όρ­γα­να είναι που σε πεί­ρα­ξε. Δεν ξέρω τι παι­δι­κά τραύ­μα­τα φέ­ρεις, αλλά πρέ­πει να το κοι­τά­ξεις αυτό. Λεφτά έχεις. Διότι δεν σε φα­ντά­ζο­μαι ανι­στό­ρη­το – κο­τζάμ από­φοι­το του Χάρ­βαρντ, ώστε να αγνο­είς την ιστο­ρι­κό­τη­τα των όσων ανά­φε­ρα.
Εγώ στά­θη­κα κύ­ριος και αξιο­πρε­πής στη… σχέση μας. 
Ποτέ δεν ανά­φε­ρα τις κα­ταγ­γε­λί­ες των συμ­φοι­τη­τών σου στο Χάρ­βαρντ σχε­τι­κά με το ότι τους έκλε­ψες την ιδέα για το facebook, 
ούτε τις άλλες πως οι πρώ­τοι σου επεν­δυ­τές είχαν δια­συν­δέ­σεις με την βρα­ζι­λιά­νι­κη μαφία
Ούτε στο τι ρόλο παί­ζει το facebook – πάντα κατά τα λε­γό­με­να των κα­κε­ντρε­χών και των ζου­λιά­ρη­δων.

Δεν ανα­φέρ­θη­κα, επί­σης, στα τόσα εγκλή­μα­τα της χώρας σου, 
μιλιά δεν έβγα­λα για Ιν­διά­νους, Δρέσ­δη, Χι­ρο­σί­μα και Να­γκα­σά­κι, Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, Βιετ­νάμ κι ολού­θε στον κόσμο. Για τάξη και κρά­τος δο­λο­φό­νων.

Αυτό όμως που με πλή­γω­σε ιδιαί­τε­ρα και θα συν­νε­φιά­ζει στο μέλ­λον τη σχέση μας είναι η επι­λε­κτι­κό­τη­τα της ευαι­σθη­σί­ας σου. 
Ανέ­χε­σαι κάθε φα­σι­στοει­δές να αλω­νί­ζει στο Μέσο σου, 
ανή­κεις στην εγκλη­μα­τι­κή πα­γκό­σμια αστι­κή τάξη, 
υπη­ρε­τείς τη χώ­ρα-βια­στή των πά­ντων και σε πεί­ρα­ξε μια… πίπα (εννοώ, πάντα, το όρ­γα­νο του κα­πνι­στή). 
Αν υπο­νο­ού­σα κάτι άλλο, αν και το δικό μου μυαλό ήταν χυ­δαίο, αν η ψυχή μου ήταν τραυ­μα­τι­σμέ­νη από τα μι­κρά­τα μου, θα είχα ανα­φερ­θεί και σε κα­τα­πό­σεις ή όχι. Δεν ανα­φέρ­θη­κα όμως.

Ευ­τυ­χώς, εμείς, ως έθνος, εί­μα­στε προ­ο­δευ­τι­κό­τε­ροι και απο­νή­ρευ­τοι σε σχέση με εσάς τους με­γα­λο­α­στούς Αμε­ρι­κα­νούς και πι­θα­νόν, όχι τόσο ευαί­σθη­τοι. Αλ­λιώς, κά­πο­τε που είχα σχέση με κυρία εκ­πά­γλου κάλ­λους που την έλε­γαν Τσι­μπού­κη, θα έπρε­πε να με συλ­λαμ­βά­νουν όποτε χρη­σι­μο­ποιού­σα το επώ­νυ­μό της. Χώρια που με αυτό το επώ­νυ­μο έχου­με και πλη­θώ­ρα πα­νε­πι­στη­μια­κών κα­θη­γη­τών.

Με εκτί­μη­ση
Στέλιος Κανάκης Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες συνθέτες». Επίσης το «Ιερές Βλακείες» Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκδόσεις ΚΨΜ.
stelioskanakis@yahoo.gr Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

ρε Δήμητρα: Το φαντάζεσαι ένα εκατομμύριο Κνίτες, με τους Γονείς τους..Να πάνε στον αστό και να του πουν: Τέρμα «φίλε», μέχρι εδώ ήτανε...

– γιατί τότε δεν μπο­ρεί, θ’ ακο­λου­θή­σουν και τα ρα­μο­λιά οι γο­νείς- λέμε το κέρ­δος σου να το κά­νου­με σχο­λεία, βι­βλία, νο­σο­κο­μεία, σπί­τια, δρό­μους και πλα­τεί­ες, δου­λειές για όλους και να ‘χουμε και κάτι για τα γε­ρά­μα­τα. 
Να το κά­νου­με και τέχνη, ώστε να μπο­ρεί η Δή­μη­τρα να δη­μιουρ­γεί απρό­σκο­πτα κι όχι εξαρ­τώ­με­νη από κά­ποιον πα­ρα­γω­γό, έστω κι αν είναι “έξυ­πνος”. 
Και το κοινό, εκ­παι­δευ­μέ­νο ως προς το θέ­α­τρο, να ‘χει το αντί­τι­μο να πα­ρα­κο­λου­θή­σει το έργο.
Δεν θα ‘ναι κα­λύ­τε­ρα, ρε Δή­μη­τρα; Και να ‘σαι κι εσύ μαζί μας!
Ξε­φυλ­λί­ζο­ντας” το Google, έπεσα στο Bovary.gr. 
Η Madame Bovary είναι το αρι­στούρ­γη­μα του Gustave Flaubert. Έχου­με και το σύν­δρο­μο Μπο­βα­ρύ, καθώς και τον μπο­βα­ρι­σμό.

Καμία σχέση το σάιτ με τον Φλω­μπέρ. Ομο­λο­γώ πως δεν συ­νέ­λα­βα ακρι­βώς την ταυ­τό­τη­τά του. Λίγο τι προ­στά­ζει ο Dior για τις βλε­φα­ρί­δες, τα φίνα γαλ­λι­κά εσώ­ρου­χα Eres (αυτό να το ψάξω λίγο γιατί χρω­στάω δώρο), άλλα εσώ­ρου­χα της Viktoria’s Secret, κάτι από Τζού­λια Ρό­μπερτς και Όπρα Γουίν­φρεϊ, 5 αντι­φλεγ­μο­νώ­δεις τρο­φές και άλλα τέ­τοια.

Και μια εκτε­τα­μέ­νη συ­νέ­ντευ­ξη της Δή­μη­τρας Πα­πα­δο­πού­λου.
Να ξε­κα­θα­ρί­σω κάτι απ’ την αρχή: Την Κα Πα­πα­δο­πού­λου την “πάω”. 
Μου αρέ­σει ως ηθο­ποιός, ως κει­με­νο­γρά­φος, ως σκη­νο­θέ­της. Έχω πα­ρα­κο­λου­θή­σει σχε­δόν όλες τις δου­λειές της και με τις τρεις ιδιό­τη­τες. 
Ακόμη και σή­με­ρα, αρ­κε­τές φορές, κοι­μά­μαι με επει­σό­δια από το «Σ’ αγα­πώ-μ’ αγα­πάς». Η γραφή της Δή­μη­τρας σε προϊ­δε­ά­ζει, πως λίγο πριν γρά­ψει κάτι, ήταν κρυμ­μέ­νη κάπου στο σπίτι σου κι ανα­δει­κνύ­ει, απο­τυ­πώ­νει και σχο­λιά­ζει έξοχα και με έξυ­πνο χιού­μορ την δική σου κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα.
 Και μιας, καθώς λέει στη συ­νέ­ντευ­ξη, ξε­κί­νη­σε να γρά­φει στο μά­θη­μα με την «Ιθάκη» του Κα­βά­φη, κα­τά­φε­ρε με την πο­λύ­πλευ­ρη δου­λειά της να βρί­σκει «και­νούρ­γιους τό­πους και άλλες θά­λασ­σες». Δεν φο­βή­θη­κε «τους Λαι­στρυ­γό­νας και τους Κύ­κλω­πας», επι­σκέ­φθη­κε «λι­μέ­νας πρω­τοει­δω­μέ­νους» κι «εμπο­ρεία Φοι­νι­κι­κά» κι από­κτη­σε – και πρό­σφε­ρε «καλές πραγ­μά­τειες», «σε­ντέ­φια και κο­ρά­λια, κε­χρι­μπά­ρια κ’ έβε­νους».

Και την ζωή της κι είναι σπου­δαίο αυτό, δεν την εξευ­τε­λί­ζει «μες στην πολλή συ­νά­φεια του κό­σμου, μες στες πολ­λές κι­νή­σεις κι ομι­λί­ες», δεν την εκ­θέ­τει «στων σχέ­σε­ων και των συ­να­να­στρο­φών την κα­θη­με­ρι­νήν ανοη­σία, ως που να γίνει σα μιά ξένη φορ­τι­κή».

Δια­βά­ζο­ντας από­λαυ­σα, λοι­πόν, την συ­νέ­ντευ­ξη (την οποία και συ­νι­στώ), από όπου ανα­δει­κνύ­ε­ται ένας σο­βα­ρός, ικα­νός, έξυ­πνος και με χιού­μορ, αντι­συμ­βα­τι­κός άν­θρω­πος. Ωστό­σο είχα απο­ρί­ες σε τρία ση­μεία:

«Θυ­μά­μαι, όταν είχε βρει ένα πάκο Κα­θο­δη­γη­τές της ΚΝΕ στο δω­μά­τιό μου, τους οποί­ους έπρε­πε να που­λή­σω – αλλά ντρε­πό­μουν να βαράω τις πόρ­τες και να λέω πάρτε, με ρώ­τη­σε τι κάνω, τι ψάχνω. Και του είπα ότι θέλω να αλ­λά­ξω τον κόσμο».

Για να λέμε την αλή­θεια, εδώ μπερ­δεύ­τη­κα πλή­ρως. Τι κά­να­νε ένας πάκος κα­θο­δη­γη­τές στο δω­μά­τιο της Δή­μη­τρας; Πάκος με κα­θο­δη­γη­τές; 
Τέ­τοια μο­νά­δα μέ­τρη­σης… κα­θο­δη­γη­τών, δεν την είχα υπ’ όψιν μου. 
Η αλή­θεια είναι πως συ­να­ντά κα­νείς στη ζωή του αρ­κε­τούς κα­θο­δη­γη­τές. Χρεια­ζού­με­νους και αχρεί­α­στους. 
Πολ­λοί από δαύ­τους προ­σο­μοιά­ζουν, στην προ­σκόλ­λη­ση και στην επι­μο­νή, με… ασφα­λι­στές. 
Σε κάθε εκ­δή­λω­ση και βήμα στη ζωή σου. Φύ­ο­νται πα­ντού. «Κάνε αυτό, αλλά όχι το άλλο», «Κάνε το έτσι κι όχι αλ­λιώς», «αυτό μην το κά­νεις κα­θό­λου, το άλλο κάνε το λίγο και το τρίτο από­φυ­γέ το». 
Απα­ντώ­νται σε οποια­δή­πο­τε πτυχή της κοι­νω­νί­ας. Και συ­νή­θως είναι πα­ντα­χού πα­ρό­ντες. Ανά ένας, αλλά και πε­ρισ­σό­τε­ροι. Κα­θο­δη­γη­τές αυ­τό­κλη­τοι συ­νή­θως αλλά και εντελ­λό­με­νοι. Περί πα­ντός επι­στη­τού. Κα­θο­δη­γη­τές για σο­βα­ρά ζη­τή­μα­τα, αλλά και για ψύλ­λου πή­δη­μα. 
Σο­βα­ροί, αλλά και «χέσε ψηλά κι αγνά­ντευε». Κα­θο­δη­γη­τές για την επα­νά­στα­ση (που σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση είναι ανα­γκαί­οι) αλλά και άλλοι για να μην την κά­νεις. Χώρια που κα­θο­δη­γη­τής είναι μια τέχνη. Πρέ­πει να γνω­ρί­ζει, να έχει να πει, αυτό που θα πει να είναι ου­σιώ­δες, να κα­τέ­χει την τέχνη του πως να το πει και πάνω απ’ όλα να πεί­θει. Τέλος πά­ντων.

Ξέρω κά­ποιον που έχει από τους κα­λούς, τους χρεια­ζού­με­νους 5! 
Τα δύο του παι­διά που όντας στρα­τευ­μέ­να στον τα­ξι­κό αγώνα τον ενη­με­ρώ­νουν, του δί­νουν κου­πό­νια και προ­σκλή­σεις για διά­φο­ρες συ­γκε­ντρώ­σεις κι εκ­δη­λώ­σεις και θε­ω­ρούν, εν γένει, πως χρή­ζει επι­στα­μέ­νης κα­θο­δή­γη­σης, ίσως και πε­ρί­θαλ­ψης. Έχει και τον κα­θο­δη­γη­τή της απο­γευ­μα­τι­νής δου­λειάς του. Και τον άλλο της πρω­ι­νής. Κι έναν πέμ­πτο της συ­νοι­κί­ας του. Παίρ­νει κου­πό­νια απ’ όλους, πλη­ρο­φο­ρεί­ται πε­ντά­κις καθ’ εκά­στην και τρέ­χει σε πέντε ανα­λύ­σεις. Βάλτε τώρα πως, έτσι κι αλ­λιώς, γνω­ρί­ζο­ντας καλή ανά­γνω­ση ενη­με­ρώ­νε­ται κι από μόνος του, κα­τα­φέρ­νει να απο­στη­θί­ζει κάθε θέμα. 
Το εκνευ­ρι­στι­κό, απ’ ότι μου εξο­μο­λο­γεί­ται, είναι όταν παίρ­νουν, εν σειρά, τη­λέ­φω­νο για κά­ποια συ­γκέ­ντρω­ση. Ει­δο­ποιεί­ται από πέντε κι άντε να μην πάει. Έλα όμως που κα­λεί­ται να πα­ρευ­ρε­θεί σε πέντε δια­φο­ρε­τι­κές προ­συ­γκε­ντρώ­σεις ταυ­το­χρό­νως! Τε­λευ­ταία έχει βρει κόλπο να τους αντα­πο­δί­δει το βα­σα­νι­στή­ριο. Μόλις μα­θαί­νει για κάτι ή προ­λα­βαί­νει ο γρη­γο­ρό­τε­ρος κα­θο­δη­γη­τής, παίρ­νει τους υπό­λοι­πους αυτός και τους… ει­δο­ποιεί.

Για να επα­νέλ­θω όμως, σε δω­μά­τιο και μά­λι­στα ένα πάκο από κα­θο­δη­γη­τές, δεν είχα ακού­σει ποτέ. Όσο με­γά­λο και να ‘ναι το δω­μά­τιο, πόσοι να μα­ζευ­τούν; Και γιατί; Και σε… πάκο, τι θα πει;
Άρα, κάτι άλλο συ­νέ­βαι­νε. Μετά από πο­λύ­ω­ρη σκέψη κα­τέ­λη­ξα πως η Δή­μη­τρα, ορθώς, ανα­φέρ­θη­κε σε πάκο από «Οδη­γη­τές» αλλά η συ­νε­ντευ­ξιά­ζου­σα αγνο­ώ­ντας εξ ολο­κλή­ρου τον έναν αλλά και τους πε­ρισ­σό­τε­ρους Οδη­γη­τές, κάτι έπια­σε σε …δη­γη­τές, ΚΝΕ είναι θα σκέ­φτη­κε, κό­τσα­ρε το «κα­θο­δη­γη­τές», που προ­φα­νώς τους φα­ντά­ζε­ται ως κάτι που πα­κε­τά­ρε­ται κι ησύ­χα­σε.

Πρέ­πει να έγινε, πε­ρί­που, όπως με τον κα­πε­τά­νιο και το κουφό τζίνι: 
Απε­λευ­θέ­ρω­σε το τζίνι ο κα­πε­τά­νιος κι αυτό του ζή­τη­σε να του πραγ­μα­το­ποι­ή­σει μιαν ευχή. Είπε την ευχή ο κα­πε­τά­νιος, αλλά κουφό το τζίνι – πα­ρά­κου­σε κι έτσι βρέ­θη­κε με… μού­τσο 50 εκα­το­στά.

Όσο για το ότι ντρε­πό­ταν, το έχω ζήσει κι εγώ. Την πρώτη φορά που βγήκα για Οδη­γη­τή στον Ταύρο – ήταν ’75, είχα τόσο τρακ και συ­στο­λή που δεν άκου­γα τη φωνή μου. Την όλη κα­τά­στα­σή μου επι­βά­ρυ­νε το ότι, στη γει­το­νιά που μου έλαχε, θα χτυ­πού­σα και στην Αρ­γυ­ρού­λα, που ‘ταν ο με­γά­λος μου αλλά – φευ ανι­κα­νο­ποί­η­τος έρω­τας, από την εποχή του… κα­τη­χη­τι­κού. Όχι πως ήμουν χρι­στια­νός, αλλά μια που πή­γαι­νε αυτή ακο­λού­θη­σα κι εγώ – μα­ταί­ως όμως.

Δυ­στυ­χώς, καθώς ετοι­μα­ζό­μουν να μπω στην εί­σο­δο της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας της Αρ­γυ­ρού­λας φορ­τω­μέ­νος με τους Οδη­γη­τές, τα άγχη μου και τις συ­στο­λές μου, με στα­μά­τη­σε εκεί­νος ο… συ­μπα­θής κύ­ριος που με πα­ρα­κο­λου­θού­σε από ώρα κι έφαγα ένα τρί­ω­ρο στην Ασφά­λεια. Από τότε θύ­μω­σα και δεν ξα­να­ντρά­πη­κα. Μπορώ να πω μά­λι­στα, πως η νε­ο­λαι­ί­στι­κη εφη­με­ρί­δα, στά­θη­κε πραγ­μα­τι­κός οδη­γη­τής στο δρόμο μου. Αλλά με ξα­νά­πια­σαν Την επό­με­νη βδο­μά­δα βγή­κα­με για αφι­σο­κόλ­λη­ση κι εγώ φύ­λα­γα τσί­λιες. Αφαι­ρέ­θη­κα όμως, χα­ζεύ­ο­ντας κάπου κι όταν μας την έπεσε το πε­ρι­πο­λι­κό, δεν σφύ­ρι­ξα ως όφει­λα. Πάλι μέσα και μετά οι σύ­ντρο­φοι με απέ­φευ­γαν ως «γκα­ντέ­μη».

«Αν αλ­λά­ξου­με εμείς θα ‘χει και μια ελ­πί­δα ο κό­σμος. Κι αν το κάνει αυτό ο κα­θέ­νας μας και επα­να­στα­τή­σει απέ­να­ντι στην κα­θε­στη­κυία τάξη, που μας κρα­τά­ει κάτω, θα μι­λού­σα­με για έναν άλλον κόσμο».

Καλά κάνω και τη συ­μπα­θώ. Αλ­λα­γή, επα­νά­στα­ση και μά­λι­στα απέ­να­ντι στην κα­θε­στη­κυία τάξη. «Το ‘χει»! Αλλά κατά μόνας! 
Πώς μπο­ρεί να γίνει αυτό; Θα πη­γαί­νου­με με τη σειρά σε κάθε εκ­πρό­σω­πο της αστι­κής τάξης και θα επα­να­στα­τού­με… αρ­κού­ντως.
 Και ποιος θα κα­θο­ρί­ζει τη σειρά; Και με τι σειρά προ­τε­ραιό­τη­τας; 
Αν πάμε αλ­φα­βη­τι­κά άντε να ‘ρθει το «Κ». 
Μπα! Κα­λύ­τε­ρα θα ‘ναι να επι­λε­γού­με με μέ­τρη­ση του τα­ξι­κού μας μέ­νους. Τότε μάλ­λον θα προη­γη­θώ κατά με­ρι­κές χι­λιά­δες. Αλλά και ποιος και πώς θα το με­τρή­σει; 
Και πώς θ’ αλ­λά­ξου­με εμείς αν δεν αλ­λά­ξει αυτό που μας έφτια­ξε τέ­τοιους, για να μην πω και χει­ρό­τε­ρους; Να θυ­μη­θώ άμα την γνω­ρί­σω, να την ρω­τή­σω.

«Από την ΚΝΕ έφυγα άρον-άρον. Στα 22 μου ήξερα ότι δεν πάει από εκεί ο δρό­μος και δεν ξα­να­πή­γα σε νε­ο­λαί­ες».

Εγώ πάλι, έμει­να. Πέ­ρα­σαν τα χρό­νια και σή­με­ρα – έξι χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος από την Δή­μη­τρα (δη­λα­δή, πάντα ήμουν έξι χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρός της), 
θεωρώ πως αν δεν είχε υπάρ­ξει η ΚΝΕ θα έπρε­πε να την ανα­κα­λύ­ψου­με
Να φα­ντα­στεί­τε, πως θα ‘πρεπε όλα τα παι­διά να φοι­τούν σώ­κλει­στα για ένα διά­στη­μα σ’ αυτήν. 
Βέ­βαια μπο­ρεί κά­ποια να έβγαι­ναν… Λο­βέρ­δοι και Κα­τρού­γκα­λοι, αλλά τα πολλά θα σω­θούν και που ξέ­ρεις; 
Μπο­ρεί αρ­γό­τε­ρα να σώ­σουν και τους υπό­λοι­πους. 

Το φα­ντά­ζε­στε ένα εκα­τομ­μύ­ριο Κνί­τες 
(καλά λέμε και καμιά μ@λ@κί@) 
με τους γο­νείς τους – γιατί τότε δεν μπο­ρεί, θ’ ακο­λου­θή­σουν και τα ρα­μο­λιά οι γο­νείς, να πάνε στον αστό και να του πουν: Τέρμα «φίλε», μέχρι εδώ ήτανε, λέμε το κέρ­δος σου να το κά­νου­με σχο­λεία, βι­βλία, νο­σο­κο­μεία, σπί­τια, δρό­μους και πλα­τεί­ες, δου­λειές για όλους και να ‘χουμε και κάτι για τα γε­ρά­μα­τα. 
Να το κά­νου­με και τέχνη, ώστε να μπο­ρεί η Δή­μη­τρα να δη­μιουρ­γεί απρό­σκο­πτα κι όχι εξαρ­τώ­με­νη από κά­ποιον πα­ρα­γω­γό, έστω κι αν είναι “έξυ­πνος”. 
Και το κοινό, εκ­παι­δευ­μέ­νο ως προς το θέ­α­τρο, να ‘χει το αντί­τι­μο να πα­ρα­κο­λου­θή­σει το έργο.
Δεν θα ‘ναι κα­λύ­τε­ρα, ρε Δή­μη­τρα; Και να ‘σαι κι εσύ μαζί μας!

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Πώς ανέχεσαι ΝΑΖεΙς μαζί τους ;;

Πώς ανέχεσαι ΝΑΖεΙς μαζί τους; – Δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχάσουμε τι έκαναν οι δολοφόνοι της Χρυσής Αυγής

Σαν σήμερα 18 Σεπτεμβρίου 2013, ο Παύλος Φύσσας πέφτει νεκρός από τις μαχαιριές του Χρυσαυγίτη Ρουπακιά. 
 Η Χρυσή Αυγή, διά στόματος Ν. Μιχαλολιάκου, ανέλαβε την πολιτική ευθύνη της δολοφονίας: «Σε ό,τι αφορά την πολιτική ευθύνη για τη δολοφονία στο Κερατσίνι την αναλαμβάνουμε, αλλά ποινική ευθύνη δεν υπάρχει», είπε συγκεκριμένα…

Είχε προηγηθεί η οργανωμένη δολοφονική επίθεση χρυσαυγιτών σε συνδικαλιστές, στελέχη του ΚΚΕ στο Πέραμα, επιβεβαιώνοντας ότι η Χρυσή Αυγή είναι το μαντρόσκυλο των αφεντικών απέναντι στους αγώνες και στις διεκδικήσεις των εργαζομένων, στην πολιτική πρωτοπορία του εργατικού κινήματος.

Η επίθεση στον Παύλο Φύσσα , που είχε σαν αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του, ήρθε σχεδόν μια βδομάδα μετά. Στο στόχαστρο των ταγμάτων εφόδου μπήκε το παιδί μιας λαϊκής οικογένειας, που κατήγγειλλε με τα τραγούδια του το δολοφονικό χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής και καλούσε σε απομόνωση και αντιμετώπιση της φασιστικής οργάνωσης στις γειτονιές του Πειραιά.

Όπως έγραψε ένας γραφιάς του μουσικού χώρου και γνωστός του Παύλου, «ο Παύλος ήταν ένας μάγκας με την καλή έννοια, της λεβεντιάς, της ανθρωπιάς και του θάρρους. Ένα εργατόπαιδο, μουσικός του δρόμου, που νοιάζονταν για τους αδύναμους». Γιατί είχε στοχοποιηθεί τόσο πολύ από τους φασίστες; Για όλα αυτά και επειδή τους έδειχνε ότι δεν τους φοβάται.

Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου

Η περιγραφή της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα στο από τις 19/02/2014 πόρισμα των ανακριτριών για την άρση της ασυλίας των βουλευτών της Χρυσής Αυγής έχει ως εξής:

«Τις βραδινές ώρες της 17ης-9-2013, ο Ιωάννης Άγγος, ένας εκ των υπευθύνων ασφαλείας της τοπικής οργάνωσης της «Χρυσής Αυγής» στη Νίκαια, ευρισκόμενος στην καφετέρια Κοράλλι, στο Κερατσίνι Αττικής, ντυμένος με τη στρατιωτική αμφίεση, για την παρακολούθηση ποδοσφαιρικού αγώνα, διαπίστωσε ότι σε διπλανό του τραπέζι καθόταν, με μια ολιγομελή παρέα, στην οποία συμμετείχαν και δύο νεαρές γυναίκες, ο Παύλος Φύσσας, μουσικός και γνωστός στην περιοχή για τις αντίθετες προς τη Χρυσή Αυγή ιδεολογικές του απόψεις.

Μεταξύ 23.00 και 23.30 ο ανωτέρω Ιωάννης Άγγος ειδοποίησε τηλεφωνικώς τον επίσης κατηγορούμενο Ιωάννη Καζαντζόγλου, μέλος του πενταμελούς συμβουλίου τής ως άνω τοπικής οργάνωσης, για την παρουσία του Παύλου Φύσσα. 
Μετά ταύτα, με τηλεφωνικά μηνύματα, μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή της Τ.Ο. Νίκαιας, ενεργοποιήθηκαν, μέσα σε δέκα πέντε λεπτά της ώρας περίπου, σαράντα και πλέον μέλη της «Χρυσής Αυγής», τα οποία έφθασαν στην περιοχή. Τα άτομα αυτά επέβαιναν σε δίκυκλες μοτοσικλέτες, εφοδιασμένα με κράνη, κοντάρια και σιδερογροθιές, ενώ ακολουθούσαν και άλλοι με αυτοκίνητα, όπως ο κατηγορούμενος Αθανάσιος Τσόρβας και ο Γεώργιος Ρουπακιάς, μέλος της ίδιας οργάνωσης και αναπληρωτής οικονομικός υπεύθυνος της Τ.Ο. Νίκαιας. 
Τα παραπάνω μέλη της «Χρυσής Αυγής» επιτέθηκαν στον Παύλο Φύσσα και την παρέα του, με συνέπεια να δημιουργηθεί κλίμα γενικότερης σύγχυσης, έντασης και εκφοβισμού του Παύλου Φύσσα, λόγω των προπηλακισμών, των ιαχών και των ύβρεων, καθώς και του ξυλοδαρμού κάποιων από τους φίλους του εκ μέρους κάποιων από τα μέλη της «Χρυσής Αυγής». Συγχρόνως, ο Γεώργιος Ρουπακιάς εισήλθε με το αυτοκίνητό του επί της οδού Παναγή Τσαλδάρη, κινούμενος αντίθετα προς το επιτρεπόμενο ρεύμα κυκλοφορίας, το παράτησε στο μέσον της οδού, εξήλθε απ’ αυτό βιαστικά και με ένα μαχαίρι, που έφερε μαζί του, περί ώρα 11.57, έπληξε τον Παύλο Φύσσα επανειλημμένως στο αριστερό ημιθωράκιο, το ύψος της καρδιάς, με συνέπεια να επέλθει ο θάνατός του».
Δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχάσουμε τι έκαναν οι δολοφόνοι της Χρυσής Αυγής

«Δεν είναι μόνο ο φονιάς που τον μαχαίρωσε, αλλά κι εκείνος που του όπλισε το χέρι, που δικάζεται, μια ολόκληρη οργάνωση. 
Δεν είναι το πρόβλημα μόνο ο πληρωμένος εκτελεστής, αλλά αυτή η εγκληματική οργάνωση που βρίσκεται στο Κοινοβούλιο» (Συνέντευξη μητέρας Παύλου Φύσσα).

Δεν ξεχνούμε την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, που αντικειμενικά συνοδεύει τη ναζιστική ρατσιστική της ιδεολογία.

Οι δολοφόνοι ζουν ανάμεσά μας.

Δε σταματάμε. Δε φοβόμαστε. Τον πολεμούμε το φασισμό, ανοιχτά, με όποιον τρόπο μπορούμε.

Πολεμούμε και τη μήτρα που τον γεννά, γιατί

«Του φασίστα χέρι αν σηκωθεί,
την πυγμή του καπιταλιστή
δοκιμάζει πάνω στο λαό,
που τον θέλει έρμο και σκυφτό».

ΑΠΟ HERKO