ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απ' την Εξορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απ' την Εξορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

«Ο μπάρμπας μου, ο Παπάς».

Ένας από τους συγκρατούμενους στο θάλαμό μας είχε πάνω από το ράντζο του τη φωτογραφία του Μαρξ. Πάει ο φύλακας να την ξεκρεμάσει.


«Μη, σε παρακαλώ», του λέει.

«Γιατί, ποιος είναι;»

«Ο μπάρμπας μου, ο παπάς».
***
Κ. Λουλές – Χ. Φλωράκης: «Aχώριστο δίδυμο» στο Κόμμα και στις φυλακές

Στις 28 του Γενάρη 1988 έφυγε από τη ζωή ο αγωνιστής Κώστας Λουλές, βουλευτής του ΚΚΕ και στέλεχος του Κόμματος, που πέρασε συνολικά 28 χρόνια στις φυλακές και σε τόπους εξορίας, καθώς και δώδεκα στην παρανομία και στην αναγκαστική υπερορία.

Ο θρυλικός «μπαρμπα-Κώστας» όπως τον αποκαλούσαν διατηρούσε στενούς συντροφικούς – φιλικούς δεσμούς με τον επίτιμο Πρόεδρο του ΚΚΕ Χαρίλαο Φλωράκη, τον «Χαριλιό», όπως τον αποκαλούσε ο μπαρμπα-Κώστας. 

Από το βιβλίο της Νίτσας Λουλέ – Θεοδωράκη «Χαρίλαος Φλωράκης» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995), τα αποσπάσματα που ακολουθούν.
***
Η 6η Ολομέλεια του Κόμματος γίνεται στην Αλβανία και ο Χαρίλαος παίρνει μέρος τούτη τη φορά σαν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Με επικεφαλής τον Κολιγιάννη, μεταφέρεται με μια ομάδα ανταρτών στο Πότι της Κριμαίας. Τα βουνά και οι μάχες έμειναν πίσω. 
Για τους Έλληνες κομμουνιστές στην προσφυγιά, Σοβιετική Ένωση, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ανατολική Γερμανία, αρχίζει, ένας νέος αγώνας στις νέες συνθήκες, μόρφωση, συμβολή στην οικονομία του σοσιαλισμού κλπ. 
Στη μακρινή Τασκένδη πηγαίνει ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων. Εκεί καταλήγει και η ομάδα του Χαρίλαου. Στην Τέταρτη Πολιτεία.
 Οι περισσότεροι βρίσκουν δουλειά σε εργοστάσιο που φτιάχνει καλώδια. Γύρω του κτισμένες στη σειρά εργατικές κατοικίες. Βολεύονται, όπως μπορούν στα διαμερίσματα που τους δίνουν. 
Ο Χαρίλαος μοιράζεται ένα δωμάτιο με τον μπαρμπα-Κώστα Λουλέ. 
Έτσι, η γνωριμία των δυο αντρών, που ξεκίνησε το ’45 σε κάποιο αχτίφ, γίνεται φιλία που κρατά μια ολόκληρη ζωή. 
«Ο Χαριλιός» έλεγε ο πατέρας μου και γέμιζαν τα μάτια του αγάπη. 
«Το αχώριστο δίδυμο» τους αποκαλούσαν στο Κόμμα και στις φυλακές.

«Ο σύντροφος Κώστας ήταν πολιτικός επίτροπος στη σχολή αξιωματικών. Βλεπόμαστε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου για δουλειά. Στην Τασκένδη είχαμε χρόνο να μιλάμε και να γνωριστούμε καλύτερα. Όταν γυρίζαμε σπίτι τα βράδια παίζαμε σκάκι και μαθαίναμε ρωσικά. Λίγους μήνες όμως κράτησε αυτό. Το ’50 έφυγα για τη Μόσχα και ο Κώστας πήρε «μετάθεση» για τη Ρουμανία. Βρισκόμαστε στο Βουκουρέστι, όποτε είχαμε ολομέλεια».

*
Φθινόπωρο ’85. Κυριακή πρωί. 
Ο κινηματογράφος ΑΤΤΙΚΟΝ γεμάτος.
 Ουρά ο κόσμος περιμένει μάταια για ένα εισιτήριο. Πρεμιέρα στο έργο του Παντελή Βούλγαρη «Πέτρινα χρόνια». 
Θέμα του η αληθινή ιστορία ενός ζευγαριού, της Ελένης και του Μπάμπη. Από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας ο μικρός τους γιος, ο Μιλτιάδης, που γεννιέται στη φυλακή και γίνεται, αργότερα κουμπάρος των γονιών του μέσα στη φυλακή. Χρόνια πριν ο Παντελής Βούλγαρης κάνει την ταινία, όταν ο Μιλτιάδης ήταν επτά ετών κι έπρεπε να πάει, στο σχολείο, με τη δικτατορία απειλή πάνω από τα κεφάλια μας, έγινα ένα απόγευμα νονά του. 
Τον βαφτίσαμε στον Άγιο Δημήτριο, στους Αμπελόκηπους, με λίγους καλεσμένους, χωρίς τους γονείς, αφού και οι δυο βρίσκονταν στις φυλακές.
Χαρίλαος, Γκρόζος και Κώστας Λουλές σε στιγμές κεφιού
Πήγαμε όλοι, σε τούτη την πρεμιέρα. Και το έργο το είδαμε δυο και τρεις φορές. Και κάθε φορά τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι από τα μάτια μας. Γιατί ήταν σαν να ζούσαμε όλοι μαζί από την αρχή εκείνα τα πέτρινα χρόνια.

Ο Χαρίλαος, ο πατέρας, όλη η παλιά φουρνιά είναι παρόντες. Με μάτια κόκκινα από το κλάμα, γυρίσαμε το μεσημέρι στο σπίτι των γονιών μου, Λουκάρεως 42. 
Στην περιοχή μέναμε χρόνια ολόκληρα, για να είμαστε κοντά στις φυλακές. 
Οι φυλακές γκρεμίστηκαν, έγιναν δικαστήρια και οι γονείς μου εξακολουθούσαν να μένουν εκεί. Καλεσμένος και ο Χαρίλαος εκείνο το μεσημέρι. Η κυρα-Μαρία, η Μαριώ όπως τη φωνάζει, είχε φτιάξει ντολμάδες, που τόσο του αρέσουν. Ένα γύρο στο τραπέζι μαζί με τα παιδιά μου ακούγαμε τους δυο παλιούς συντρόφους να διηγούνται ιστορίες από τις φυλακές, την εξορία, την προσφυγιά.

«Θυμάσαι, ρε Κώστα, που δώσαμε μια παράσταση στην Αίγινα και ντύθηκες παπάς; 
Επιτυχία που είχε εκείνος ο ρόλος! Χε, χε! 
Ε, άμα δεν κάναμε κι αυτά, πώς θα πέρναγαν τα χρόνια. Θα την παθαίναμε σαν τους ποινικούς που τρελαίνονταν στο χρόνο πάνω, από την κλεισούρα και την έλλειψη οραμάτων. Κάναμε μαθήματα, διαβάζαμε, σκαρώναμε θεατρικές παραστάσεις. Ζούσαμε!»

Οι φυλακισμένοι κομμουνιστές είχαν τους δικούς τους κανόνες. Το πενήντα τοις εκατό των χρημάτων που λάβαιναν, όσοι λάβαιναν, το έδιναν στο κοινό ταμείο για τις ανάγκες όλων. Τα τρόφιμα χωρίζονταν, επίσης, στα τρία ή στα τέσσερα, ανάλογα με τα άτομα που αποτελούσε η κάθε παρέα.

«Με τον τρόπο αυτό βελτιώναμε το συσσίτιό μας. Βοηθούσαμε τους συγκρατούμενους μας, που δεν είχαν οικογένειες ή που ήταν φτωχοί. 
Π.χ., αν κάποιος χρειαζόταν γυαλιά. τα αγόραζε από το κοινό ταμείο. Υπήρχε αλληλεγγύη. Μέχρι και στους ποινικούς βαρυποινίτες που ήταν κοντά μας δίναμε από το συσσίτιό μας. Κι εκείνοι με τη σειρά τους μας βοηθούσαν. Να μας φέρουν κρυφά μια εφημερίδα, να μας πουν κανένα νέο απ’ έξω.

*
«Θυμάσαι, βρε Χαριλιό, το «ντου» που μας έκαναν και πήραν ό,τι χαρτικό είχαμε πάνω μας;»

«Εγώ θυμάμαι, εσύ τη λουλέικη φασαρία που έκανες, τη θυμάσαι;
 Που λέτε, σε κείνο το γιουρούσι -γιατί για γιουρούσι επρόκειτο- μας πήραν όλα τα βιβλία, όλες τις φωτογραφίες, σημειώματα, τα πάντα.
 Ο πατέρας σου έχασε σε κείνο το πλιάτσικο όλα τα τεύχη του Οικονομικού Ταχυδρόμου που φύλαγε. Έκανε καβγά που δε λέγεται, μα ποιος τον άκουγε! 

Το νόστιμο, όμως, ήταν άλλο.
 Ένας από τους συγκρατούμενους στο θάλαμό μας είχε πάνω από το ράντζο του τη φωτογραφία του Μαρξ. 
Πάει ο φύλακας να την ξεκρεμάσει.

«Μη, σε παρακαλώ», του λέει.

«Γιατί, ποιος είναι;»

«Ο μπάρμπας μου, ο παπάς».

«Έχεις, μωρέ, μπάρμπα παπά και είσαι φυλακή;»

«Μα, αυτός με έφερε εδώ μέσα».

«Και γλίτωσε η φωτογραφία του Μαρξ, γιατί ο φύλακας νόμισε πως ο μπάρμπας του ο παπάς ήταν αντίθετος από τον ανιψιό του και τον έστειλε φυλακή!»

Έκατσε μαζί μας ο Χαρίλαος εκείνη την Κυριακή μέχρι αργά το απόγευμα, με ιστορίες, πειράγματα και αστεία.

Ήταν από τις λίγες φορές που οι φίλοι ξανοίχτηκαν μπροστά σε τρίτους…

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

το Aλατοπίπερο της δύσκολης και συχνά σκληρής κοινής ζωής στην Eξορία.



«Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη…»
Στις 22 του Γενάρη 1977 έφυγε από τη ζωή ο πεζογράφος και ποιητής Μενέλαος Λουντέμης (πραγματικό όνομα Δημήτρης Βαλασιάδης), συγγραφέας πολλών και πολυδιαβασμένων βιβλίων, που διώχτηκε σκληρά για τις ιδέες του, κλείστηκε σε φυλακές και ξερονήσια και γνώρισε την αναγκαστική πολιτική προσφυγιά.

      Στον Αη Στράτη ο Λουντέμης βρέθηκε συνεξόριστος με πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, όπως οι ποιητές Γιάννης Ρίτσος και  Τάσος Λειβαδίτης, οι εικαστικοί Χρίστος Δαγκλής και Γιώργος Φαρσακίδης, οι θεατράνθρωποι Τζαβαλάς Καρούσος και Μάνος Κατράκης, ο Μενέλαος Λουντέμης κ.ά.
      Από το βιβλίο του Γιώργου Φαρσακίδη «Πολιτιστικά και ευτράπελα – Από τα στρατόπεδα εξορίστων» (Αθήνα, 2014) μεταφέρουμε κάποιες σκηνές με πρωταγωνιστές τον Μενέλαο Λουντέμη, τον Τζαβαλά Καρούσο, και τον Θέμο Κορνάρο, από την καθημερινότητα του στρατοπέδου που γεννούσε κάποιες φορές κόντρες κι ευτράπελα, και λειτουργούσαν ως το αλατοπίπερο της δύσκολης και συχνά σκληρής κοινής ζωής στην εξορία.
«Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη…»
Εξόριστοι στον Αη Στράτη. Από αριστερά, ο ποιητής Τάσος Σπυρόπουλος, ο Μενέλαος Λουντέμης και ο σκετσογράφος του στρατοπέδου Γιάννης Ζάικος
Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη. 
Πότε στοίχημα σε ουζάκια να μαντέψουν τίνος είναι κάποιο κομμάτι κλασικής μουσικής που ακούγανε στον καφενέ του Βασίλη. 
Πότε διαμάχη πάνω σε προβλήματα Τέχνης ή πειράγματα φιλικά του ενός προς τον άλλον.
Μας είχαν έρθει πληροφορίες για την επιτυχία του «Συννεφιάζει», του γνωστού βιβλίου που είχε γράψει ο Λουντέμης. Πολύ να το καμαρώνει εκείνος και να μη παραλείπει να ρωτάει, να μάθει τα σχετικά, όποιον έρχονταν απ’  έξω.
Η σκηνική παρουσία, έλεγε ο Λουντέμης, πειράζοντας τον Καρούσο, είναι ένα πυροτέχνημα φευγαλέο που σβήνει στη λησμονιά.  Ενώ το βιβλίο…!
Γράφε, γράφε με την καρδιά σου Μενέλαε, να γοητεύεις τους αναγνώστες, του απαντούσε εκείνος. Μα αλίμονο τους, αν βάλεις και το μυαλό σου να λειτουργήσει!
Η μετεμψύχωση
«Κάποιο βραδάκι», όπως μας το διηγήθηκε ο μπάρμπα-Δημήτρης Φωτιάδης, 
«παρέα επιστρέφαμε από το σπίτι του Καρούσου στο χωριό, ο Λειβαδίτης, ο Λουντέμης κι εγώ. 
Είχε προηγηθεί με κρασάκι και πολύ καλαμπούρι, συζήτηση για τις δοξασίες της μετεμψύχωσης. 
Περνώντας από την μάντρα με τα γαϊδούρια του στρατοπέδου σταματάει ο Μενέλαος.
Βρε παιδιά, μας λέει γελώντας, με τα όσα είχαμε πει είμαι σίγουρος πως αναγνωρίζω στο κεφάλι της γαϊδουρίτσας την μακαρίτισσα θειά μου. 
Και κάνοντας πλάκα βγάζει το καπέλο, πλησιάζει τη μάντρα και κοιτώντας την γαϊδουρίτσα της λέει:
Καλησπέρα θείτσα, τι κάνεις;
Καλησπέρα σας, κύριε Μενέλη. 
Με συγχωρείτε, νόμισα πως δεν με είχατε δει.
 Ακούμε κατάπληκτοι μια γυναικεία φωνή. 
Ήταν η θειά η Σταμάταινα που είχε βγει για κατούρημα»!
«Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη…»
Ο Γιώργος Φαρσακίδης εξόριστος στον Αη Στράτη: «Προσπαθώντας να περισώσω από το βεστιάριο του θεάτρου ό,τι δεν παρέσυρε η πλημμύρα»
Μνήμες ατσιγαρίας
Όπως ήτανε φυσικό, το περιεχόμενο στις ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, αφορούσε τα προβλήματα της στρατοπεδικής μας ζωής. Το πρόβλημα του τσιγάρου με τους πολλούς θεριακλήδες και το πενιχρό μας βαλάντιο, από τα πιο βασανιστικά στο στρατόπεδο. 
Στις μεγάλες ατσιγαρίες, τα «μισαδάκια» του τσιγάρου γίνονταν «τριτάκια», για να καπνίζονται με τις επί τούτου φτιαγμένες αυτοσχέδιες πίπες. 
Και δε συνέβη, σ’ όλη την διάρκεια της στρατοπεδικής μου ζωής, να έχω δει πεταμένο αποτσίγαρο.
Θυμάμαι κάποια παράνομη σύναξη των πνευματικών μας ανθρώπων. Έξω από το μισανοιγμένο αντίσκηνο ο Λουντέμης να φυλάει «τσιλιαδόρος» και να κάνει απεγνωσμένα σήμα στον Ιμβριώτη, ανοιγοκλείνοντας τα δυο του δάχτυλα, να του πετάξει τσιγάρο.
Θέλεις ψαλιδάκι; Του κάνει πλάκα εκείνος.
Ο Λουντέμης άρχισε ν’ ανοιγοκλείνει τώρα τα δάχτυλα κάτω από τη μύτη του.
Τσιγάρο, τσιγάρο, μουρμουράει ψιθυριστά.
Κατάλαβα, του απαντάει ο Ιμβριώτης κάνοντας πως δεν άκουσε.
Θέλεις ψαλιδάκι για το μουστάκι. Έ, και σου είπα δεν έχω. Και γυρίζει, τάχα αδιάφορος, αλλού το κεφάλι.
Θυμάμαι ακόμα τον Θέμο Κορνάρο, κάνοντας και κείνος την πλάκα του, να βγαίνει στη γύρα με τη σκάφη της σκηνής παραμάσκαλα και να διαλαλεί: 
«Δεν κατέχω βασίλειο κουμπάρε, μια σκάφη κατέχω κι αυτή της σκηνής…  Μια σκάφη για τρία τσιγάρα»!
Μοναχά μια φορά κινδύνεψε να διαταραχθεί η φιλία του Καρούσου με τον Λουντέμη, σαν επακόλουθο μιας πλάκας που του είχε κάνει ο τελευταίος.
 Θ’ ανεβάζαμε «Οθέλο» και βγήκε ο Καρούσος προς αναζήτηση Δυσδαιμόνας.
Κάποιον με χαρακτηριστικά ευγενικά και λεπτά, όπως έλεγε, κάτι «σουπλέξ». Όργωσε το στρατόπεδο ψάχνοντας, δε βρήκε κάτι κατάλληλο κι απελπίστηκε.
Κάτι «σουπλέξ» είπες Καρούσο μου; ρωτάει ο Λουντέμης. Μα και βέβαια υπάρχει, ο Αυδίκος στον Τρίτο Τομέα.
Πάει τρέχοντας, στη σκηνή του ο Καρούσος.
Ποιος είναι ο Αυδίκος, ρωτάει. Φωνάξτε τον γρήγορα, τον θέλω να παίξει στο θέατρο.
Εγώ είμαι, του απαντάει εκείνος κολακευμένος για την προτίμηση.
Εσύ είσαι;! Νερό βρε παιδιά! Ρίξτε μου λίγο νερό να συνέλθω. 
Βρε τον άτιμο, βρε τον κοντυλοφόρο του σατανά.  Μα είναι ιεροσυλία επί τέλους, να παίζει κανείς με την Τέχνη…
Και ο Αυδίκος απογοητευμένος μπροστά του, μαυριδερός, τριχωτός και πελώριος.
Όχι, όχι, του λέει ο Καρούσος, μην απελπίζεσαι, θα σε προτιμήσω σε μια άλλη παράσταση, για Δερβέναγα με τη χατζάρα στο χέρι! 
Κι έβαλε γινάτι ο Καρούσος να του τα ξεπληρώσει του Λουντέμη με τόκο.
«Γλέντι, για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη…»
Αη Στράτης, 1952. Από αριστερά: Τζαβαλάς Καρούσος, Κώστας Γαβριηλίδης και Ζήνωνας Λεφάκης
Για τους πολύ ηλικιωμένους κι αρρώστους, επέτρεψε η Διοίκηση να τους νοικιάσουμε σπίτια μες στο χωριό.
 Χειροτέρεψε κάποτε με την υγεία του ο Λουντέμης και κουβαλήθηκε κι αυτός να μείνει σε σπίτι.
Το δωμάτιο του Λουντέμη ισόγειο, με παράθυρο στον κεντρικό δρόμο που συνδέει το στρατόπεδο με το λιμανάκι του Μπουμπούνα. 
Καλοκαιράκι χαράματα, ο Καρούσος, κατηφορίζοντας για την σωματική του ανάγκη, κάνει στάση μπροστά στο ανοιγμένο παράθυρο.
Καλή σου μέρα Μενέλαε, βροντοφωνάζει. Πώς κοιμήθηκες φίλε μου; 
Δεν ξέρω αν κουδουνίσανε «τα γυαλικά στα ράφια», 
όμως ο Λουντέμης πετάχτηκε αγουροξυπνημένος κι έξω φρενών.
Και τη δεύτερη και την τρίτη μέρα, τα ίδια. 
Να τον παρακαλά, να τον βρίζει εκείνος. 
Να του το λέμε κι εμείς πως είναι άρρωστος κι έχει ανάγκη να κοιμηθεί.
Ανένδοτος ο Καρούσος να λέει:
Ο Μενέλαος είναι φίλος μου και μη με προτρέπετε να του κόψω την καλημέρα.
Μοναχά σαν παράγινε το κακό, επενέβη η «Ομάδα» και υποσχέθηκε ο Καρούσος «με σπαραγμό της καρδιάς» του, 
ότι «τέτοιος που είναι», δε θα του ξαναπεί καλημέρα!

(Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Γ. Φαρσακίδη).

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

«Kομμούνι, θα Πεθάνεις Εδώ Προδότη. Δεν υπογράφεις, εεε;»Tο χρονικό της Δολοφονίας των «Αμετανόητων».

  
Η μεγάλη σφαγή της Μακρονήσου - Το χρονικό της εν ψυχρώ δολοφονίας των 300 αμετανόητων φαντάρων - Media
«Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι.
Εκείνο το πρωί τα κοκόρια του Λαυρίου για πρώτη φορά δε λάλησαν. Μόνο τα σκυλιά της πόλης ανέβηκαν στο καρβουνόχωμα και κλαίανε όλη τη νύχτα. Όσο για τους ανθρώπους, όλες αυτές τις νύχτες παρακολουθούσαν τη ζωή απ’ τις χαραμάδες... Σάστιζαν πως, αυτό που γινόταν αντίκρυ, δεν το είχε γράψει ακόμα η Αποκάλυψη»
Μενέλαος Λουντέμης
«Οδός Αβύσσου, αριθμός 0»
στο ΠΟΝΤΙΚΙ,
Ο ήχος των κυμάτων ήταν η μοναδική του συντροφιά τις τελευταίες 72 ώρες.
 Βρισκόταν δεμένος πισθάγκωνα, κοντά στην ακτή, προς την πλευρά που το καταραμένο νησί το έδερναν οι άνεμοι και το έκαιγε ο ήλιος. «Πρέπει να συνεχίσω να μετράω, αλλιώς θα τρελαθώ, θα χάσω το μυαλό μου», σκέφτηκε και σε κάθε παφλασμό πρόσθετε και ένα κυματάκι.
Ένας μεγάλος πάσσαλος, που ακουμπούσε την πλάτη του, είχε ακινητοποιήσει τα χέρια του και δυο μικρότεροι τα πόδια του. Το κορμί του ήταν ολόκληρο μια πληγή. 
Η ξηρασία και ο ήλιος είχαν κάνει το δέρμα του να σκάσει και να καεί. Ο καυτός αέρας, που φυσούσε δαιμονισμένα, είχε γεμίσει τις πληγές με σκόνη και άμμο. Είχε βγάλει φουσκάλες που έσπαγαν μόνες τους και το πηχτό υγρό που έβγαινε από μέσα νόμιζε ότι τον δρόσιζε. Τα χείλη του και το στόμα του είχαν σκληρύνει. Δεν είχε καθόλου σάλιο. Διψούσε. Εδώ και κάποιες ώρες δεν αισθανόταν τα γυμνά του μέλη που είχαν μουδιάσει, έτσι σφιχτά δεμένα που ήταν. Τα αυτιά του βούιζαν συνεχώς και το κεφάλι του νόμιζε ότι θα εκραγεί.
«Θα τρελαθώ», ξανασκέφτηκε. «Πεντακόσια δεκατρία, οκτακόσια δεκαεπτά... Όχι, πεντακόσια δεκατέσσερα...» συνέχισε το μέτρημα. 
Από απέναντι έβλεπε καθαρά τα φώτα από το Λαύριο. Σε λίγη ώρα θα ξημέρωνε και η ζωή στην πόλη θα ξεκινούσε κανονικά. Ο χασάπης θα πουλούσε το κρέας, ο γαλατάς θα μοίραζε το γάλα, ο μανάβης θα έβγαζε τα φρέσκα φρούτα του για να τα πουλήσει. Σκέφτηκε πώς είναι να δαγκώνεις λαίμαργα το καρπούζι και να γεμίζει το στόμα σου από αυτή τη γλυκιά υγρή σάρκα. Το στόμα του ξεράθηκε ακόμη περισσότερο. Θα λιποθυμούσε. Διψούσε.
Σκέφτηκε τα παιδιά του. Τον Αλέξη του. Να παίζουν μαζί και να γελάνε. Θα ήθελε να μπορούσε να σφίξει στην αγκαλιά του τη μικρή του κόρη που γεννήθηκε μια εβδομάδα αφότου τον πήραν με το καΐκι για το νησί. Άρχισε να κλαίει. Δάκρυα δεν έτρεχαν από τα μάτια του, κάθε υγρό του σώματός του είχε στερέψει. Όμως έκλαιγε με λυγμούς. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Δάγκωσε δυνατά τα ξεραμένα χείλη του και ρούφηξε το ίδιο του το αίμα για να ξεδιψάσει. 
Λίγες ώρες νωρίτερα
«Αλφαμίτες στη σκηνή μας». Δεν χρειάστηκε να του πουν κάτι άλλο. Αμέσως έσβησε το τσιγάρο του, που κάπνιζε με ανοιχτά τα πίσω κράσπεδα, το έκρυψε ανάμεσα σε κάτι πέτρες και άρχισε να καθαρίζει το πάτωμα. Μέσα στη μικρή σκηνή μπήκαν δυο αλφαμίτες. Ο ένας στάθηκε στην είσοδο, ο άλλος προχώρησε με βλέμμα αυστηρό. «Τι κάνει αυτούνος ιδώ και είν’ ξαπλουμέν’ς; Κοιμάτ’;».
«Έχει χαρτί γιατρού, συνάδελφε. Τον χτύπησε πολύ ο ήλιος όπως έσπαγε πέτρες και λιποθυμάει συνέχεια», απάντησε ο Γιάννης Δρακόπουλος, σκαπανεύς, που υπηρετούσε την πατρίδα του στον Οργανισμό Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου. Ήταν τυχερός. Δεν πολεμούσε στα βουνά τους συμμορίτες, αλλά βρισκόταν σε μια «νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας». Ήταν τυχερός γιατί, αν και παραστράτησε, το κράτος τον είχε στείλει στην «εθνική κολυμβήθρα», όπου σε αυτό το «αναρρωτήριο ψυχών» το μυαλό του θα υγίαινε από το μίασμα και θα ξαναγεννιόταν: «Στη Μακρόνησο αναγεννάται η Ελλάς ωραιοτέρα στην ψυχή των Ελλήνων». 
Ο αλφαμίτης τον κοίταξε ακόμη αυστηρότερα. «Δρακόπουλε, άφ’σε τ’ς μαλακίες κι έλ’ μαζί μ’. Δεν ιμπουρείς να με κουροϊδέψ’ς ισύ ιμέν. Ιγώ όταν παρ’δίδατε την πατρίδα στους Σλάβ’ς, ήμουν δίπλα στου Γρίβα στου Θησείου. Κανείς δεν μι κουροϊδεύ’ ιμένα. Πάμε μια βόλτα, πουλάκι μου».
Ο Δρακόπουλος δεν μπορούσε να περπατήσει από το ξύλο. Τα πόδια του πονούσαν, η πλάτη του πονούσε, τα μπράτσα του είχαν πιαστεί από το σπάσιμο και το κουβάλημα πέτρας. Παρ’ όλα αυτά ανέβαινε την ανηφόρα χωρίς να γλιστρά και με την ίδια ταχύτητα με τους βασανιστές του. Σε λίγο βρισκόταν στο γραφείο του διοικητή του λόχου του. 
«Λοιπόν, Δρακόπουλε, έχω μπροστά μου τον φάκελό σου. Βαρύς, Δρακόπουλε, πολύ βαρύς. Κρίμα, έχεις και δυο παιδάκια. Κρίμα γι’ αυτή τη γυναίκα που τα μεγαλώνει. Είναι και σαν τα κρύα τα νερά, μου λένε και κάποια πουλάκια. Δεν φοβάσαι που την αφήνεις μόνη; Κρίμα και για σένα. Απόφοιτος Νομικής και έμπλεξες με τους κομμουνιστές. Δεν σ’ αρέσει η πατρίδα σου, Δρακόπουλε;». 
Ο απόφοιτος της Νομικής, σε στάση προσοχής, απάντησε: «Αγαπώ την πατρίδα μου, κύριε διοικητά».
«Κάθισε, παιδί μου», του είπε ευγενικά. «Η πατρίδα σε αγαπάει και είναι διατεθειμένη να ξεχάσει ό,τι κακό της έκανες και να σε δεχτεί ξανά εις τους κόλπους της. Διάβασε αυτό το χαρτί και βάλε την υπογραφή σου. Μετά ο βαρύς αυτός φάκελος θα γίνει σαν πούπουλο πάπιας. Λευκός και ελαφρύς». Ο διοικητής έσπρωξε ευγενικά προς το μέρος του μια δακτυλογραφημένη κόλλα χαρτί και μετά, με εξαιρετικά αργές κινήσεις, έβαλε δροσερό νερό από μια γυάλινη κανάτα που είχε μπροστά του. 
Ο Δρακόπουλος λίγο έλειψε να πάθει αποπληξία. Όχι από τον ήχο του γάργαρου νερού που άκουγε στ’ αυτιά του. Τι κι αν το προηγούμενο βράδυ τους είχαν ταΐσει παστές ρέγκες, αλλά τους είχαν απαγορεύσει να πιουν νερό; Κόντεψε να πάθει αποπληξία από αυτό που διάβασε στο χαρτί:
«ΔήλωσιςΟ κάτωθι υπογεγραμμένος... κλάσεως... εκ... και διαμένων εις... δηλώ υπευθύνως και εν γνώσει των συνεπειών του νόμου περί ψευδούς δηλώσεως και χωρίς να ασκηθή βία τα κάτωθι:
Ουδέποτε υπήρξα κομμουνιστής και ουδεμίαν σχέσιν έχω με το συνωμοτικόν ΚΚΕ. Προσεχώρησα εις το ΕΑΜ με σκοπόν να απελευθερώσω την πατρίδα μου από τους κατακτητάς. Μετ’ ολίγον καιρόν αντελήφθην ότι όπισθεν του ΕΑΜ ήτο το ΚΚΕ, το οποίο ήτο η πηγή πάσης ενεργείας και πράξεως του ΕΑΜ.
Επειδή είμαι γνήσιο Ελληνόπουλο, καταδικάζω και αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας όλας τας αναρχοβουλγαροκομμουνιστικάς οργανώσεις: ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΕΑ, αίτινες αποτελούν τα εγκληματικά σλαυόβουλα και αντεθνικά συγκροτήματα, σκοπός των οποίων είναι η κατασκόπευσις παντός ό,τι αφορά το κράτος και ιδία τον στρατόν και η υποδούλωσις της φυλής μας εις τους προαιώνιους εχθρούς μας Βουλγάρους - Σέρβους και γενικώς Σλαύους οίτινες πάντοτε ατίμως και υπούλως είτε διά της πανσλαυιστικής ιδέας προσπαθούν να αποσπάσουν εδάφη άτινα είναι ποτισμένα με ιδρώτα και αίμα των προγόνων μας. Τίθεμαι πολέμιος των άνω σλαυοδούλων και ανθελληνικών συγκροτημάτων μέχρι της τελικής εξαλείψεώς των.
Η παρούσα μου επιθυμώ να δημοσιευθή εις τον τύπον και αναγνωσθή εις την εκκλησίαν της ενορίας μου.
Β.Σ.Γ. 802 τη...Ο Δηλών...».
Ο Δρακόπουλος σηκώθηκε αργά από την καρέκλα. «Λυπούμαι, κ. διοικητά. Δεν θα υπογράψω».
Ο διοικητής του λόχου, που μέχρι εκείνη τη στιγμή φορούσε τη μάσκα του στοργικού πατέρα, μισόκλεισε τα μάτια: «Kομμούνι, θα πεθάνεις εδώ. Προδότη. Δεν υπογράφεις, εεε;».
Αμέσως έπεσαν επάνω του οι δυο αλφαμίτες που είχαν ήδη βγάλει τα μακριά ξύλινα κλομπ τους. Στο πέμπτο γεμάτο χτύπημα στο κεφάλι, ο Δρακόπουλος ένιωθε να σβήνει. Πρόλαβε να ακούσει τον διοικητή να λέει: «Μην τον σκοτώσετε, ρε ηλίθιοι. Αύριο τον θέλω περδίκι, να βρίσκεται μαζί με τους άλλους στο γήπεδο. Θα καλοπεράσει εκεί...». Ήταν απόγευμα της 28ης Φεβρουαρίου του 1948...
Η σφαγή
Τον Γιάννη Δρακόπουλο τον συνέφεραν οι συνάδελφοί του στη σκηνή, όπου τον πέταξαν αναίσθητο οι αλφαμίτες. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ξεραμένα αίματα. Κάποιος εκ περιτροπής όλη τη νύχτα κατέβαινε μέχρι τη θάλασσα, έβρεχε ένα κομμάτι ύφασμα και ερχόταν να καθαρίσει τις πληγές του. Ο Γιάννης ανέβαζε πυρετό. Όλο το βράδυ μέχρι να ξημερώσει η 29η ψηνόταν και παραληρούσε. Φώναζε τα παιδιά του, έκλαιγε, ούρλιαζε. Κάθε του κίνηση τον τσάκιζε από τον πόνο. Οι συνάδελφοί του κρατούσαν και δρόσιζαν το κεφάλι του με απαλές κινήσεις. Το πρωί η γνωστή φωνή από τα μεγάφωνα διέκοψε τη διαδικασία: «Όλοι οι στρατεύσιμοι του Α’ Τάγματος Σκαπανέων» (ΑΕΤΟ) να πάνε για εκκλησιασμό».
«Σήκω, Γιάννη, θα σε κουβαλήσουμε εμείς. Σήκω, αδερφέ μου, γιατί εάν μείνεις μόνος στη σκηνή και σε βρουν, θα σε σκοτώσουν σαν το σκυλί και θα πουν ότι έκανες ψαράκι και αυτοκτόνησες». Το «ψαράκι» ήταν η απονενοημένη βουτιά κάποιων κρατουμένων με το κεφάλι στους βράχους για να χάσουν τις αισθήσεις τους και να σταματήσουν τα βασανιστήρια. 
Οι αμετανόητοι του ΑΕΤΟ, του «ερυθρού τάγματος», εκείνοι που δεν υπέγραφαν δήλωση, κινήθηκαν προς το γηπεδάκι του νησιού. Ανθρώπινα ράκη, ζωντανοί νεκροί, από τα βασανιστήρια και τη δίψα, 4.500 φαντάροι έσερναν τα βήματά τους μέχρι που έφτασαν εκεί. Στους λόχους είχαν μείνει μόνον οι ασθενείς, οι νερουλάδες, οι γραφιάδες και οι μάγειρες. Μετά την έπαρση της σημαίας, οι στρατιώτες διατάχθηκαν να πάνε στο θέατρο για να ακούσουν «θρησκευτική ομιλία». Μόνο έτσι τα ελληνορθόδοξα ιδεώδη θα ξερίζωναν από μέσα τους τη σαπίλα του κομμουνισμού. 
Ο Γιάννης είχε συνέλθει και ο πυρετός του είχε πέσει. Πλέον δεν τον υποβάσταζαν οι συνάδελφοί του. Ξαφνικά από το βάθος μια ομάδα από αλφαμίτες έσπαγαν στο ξύλο και έσερναν από τα μαλλιά και τα ρούχα τους απαλλαγμένους λόγω ασθένειας. Άρρωστους φαντάρους τους κλώτσαγαν, τους χτύπαγαν με τα κλομπ και τους έβριζαν για να συγκεντρωθούν κι εκείνοι στο γήπεδο. 
Οι αμετανόητοι του ΑΕΤΟ διαμαρτυρήθηκαν. Ο Γιάννης φώναζε και εκείνος με όση δύναμη είχε: «Ρε, δεν βλέπετε ότι είναι άρρωστοι; Ντροπή. Έχουν απαλλαγεί. Ντροπή σας, αλήτες». Οι 4.500 φαντάροι του ΑΕΤΟ είχαν γίνει μια ανθρώπινη ασπίδα μέσα στο γήπεδο. 
Τότε ο υπασπιστής Καρδαράς έβγαλε το πιστόλι του και πυροβόλησε στον αέρα. Το σύνθημα είχε δοθεί. Αμέσως οι άνδρες του λόχου ασφαλείας, οι φρουροί οι οποίοι από πριν είχαν ακροβολιστεί γύρω από το γήπεδο, άρχισαν να πυροβολούν στο ψαχνό. Πέντε φαντάροι έπεσαν αμέσως νεκροί και τουλάχιστον άλλοι 10 τραυματίστηκαν από σφαίρες. 
«Αίσχος, δολοφόνοι, ντροπή. Γιατί μας δολοφονείτε;». 
Οι άνδρες του ΑΕΤΟ, χωρίς να κουνηθούν από τη θέση τους, ζητούσαν εξηγήσεις. Φώναζαν, έκλαιγαν, έπιαναν τους νεκρούς τους και τους χάιδευαν λες και κοιμόντουσαν και ήθελαν να τους ξυπνήσουν. Ο διοικητής Βασιλόπουλος μίλησε με επιτροπή των στρατιωτών και τους εγγυήθηκε την προσωπική τους ασφάλεια, ενώ δέχτηκε να εξεταστούν τα γεγονότα από διακομματική επιτροπή για να διαλευκανθεί πλήρως η υπόθεση και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι της σφαγής.
Κανείς φαντάρος όλο το βράδυ δεν μετακινήθηκε από το γήπεδο. Το ξημέρωμα στις ακτές του καταραμένου νησιού εμφανίστηκε μια ακταιωρός του Πολεμικού Ναυτικού. Επάνω της πάνοπλοι ναύτες σημάδευαν τους φαντάρους του ΑΕΤΟ. Από τον τηλεβόα ακούστηκε η φωνή της ίδιας της κόλασης:
«Στρατιώται, σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης. Συλλάβετε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα. Αποδοκιμάστε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον». 
Οι σκαπανείς του ΑΕΤΟ κοίταζαν με απορία ο ένας τον άλλον. «Μα για ποιους δολοφόνους μιλάει; Εμάς δολοφόνησαν, εμείς δεν κινηθήκαμε». 
Τις σκέψεις τους έκοψαν σαν μαχαίρι οι ριπές. Μυδράλια που είχαν στηθεί το βράδυ πέριξ του χώρου σάρωναν με τις σφαίρες τους τα κορμιά. Το χώμα στο γήπεδο δεν προλάβαινε να ρουφήξει το αίμα. Σχημάτιζε λάσπη. Κόκκινη λάσπη. 
Ήταν μια σφαγή που μόνο με τις δολοφονίες των κατακτητών Γερμανών μπορούσε να συγκριθεί. Οι φαντάροι έγιναν ένα κουβάρι και έψελναν τον Εθνικό ύμνο. Έτσι πέθαιναν.
Ο Μίμης Βρονταμίτης, καπετάνιος του καϊκιού που έκανε τη διαδρομή Λαύριο - Μακρονήσι, θα πει χρόνια αργότερα:
«Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου “Άγιος Νικόλαος”, επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές τον μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα.
Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας (για τις υπηρεσίες του στη Μακρόνησο προήχθη σε στρατηγό) μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου τη λέξη “νεκρός”. Ήτανε δίπλα στον γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί.
Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας, Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους.
Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στον βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. 
Οι νεκροί όλοι - όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν - έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου». 
Ύστερα από ώρα η σφαγή σταμάτησε έτσι ξαφνικά, όπως είχε αρχίσει. 
Το ΑΕΤΟ είχε σπάσει και ήταν έτοιμο να επανέλθει στους κόλπους της πατρίδας. Πολλοί φαντάροι συνελήφθησαν ως πρωταίτιοι των επεισοδίων. Ο Γιάννης ήταν ένας από εκείνους. 
Τις επόμενες ημέρες δοκίμασαν στο κορμί του κάθε βασανιστήριο. Ξύλο, φάλαγγα, εικονικούς πνιγμούς. Πέρασε από τα «πασαλάκια», από το «αεροπλανάκι» και φυσικά από το «σιδερωτήριο». 
Εκεί δεν άντεξε. 
Ο Δρακόπουλος με δάκρυα ζήτησε να υπογράψει.
 Το έκανε. 
Στην Αθήνα, όπου επέστρεψε, άρχισε να μπαινοβγαίνει στα ψυχιατρεία. 
Ήταν πλέον μισότρελος. Του έκαναν ηλεκτροσόκ για να επανέλθει. 
Τα βράδια ξύπναγε με λυγμούς και μετρούσε: «Πεντακόσια τριάντα... επτακόσια σαράντα δύο... Όχι... πεντακόσια τριάντα ένα...». 
Τα χείλη του ήταν ματωμένα κάθε βράδυ από το δάγκωμα.
Καταγραφή από φίλο στο f/b
Αλίευση - Παρουσίαση: Viva.La.Revolucion