Thesska Katerina:
"Κι ο κόσμος να σου φέρνει να φας το μεσημέρι —κοφίνια ολόκληρα— πράγμα που εσύ το είχες ξεχάσει, γιατί είσαι παιδί και βράζει το αίμα σου,
να σου φέρνει να πιεις, να φορέσεις,
κι οι μεγάλοι που εσύ τους θεωρούσες αυστηρούς κριτές —και ήταν, βέβαια— για κείνα τα μαλλιά, τα γένια, τα ρούχα και τους εκνευριστικούς ίσως τρόπους σου,
να στήνονται βουρκωμένοι στα απέναντι πεζοδρόμια, και να μην εννοούν να το κουνήσουν, μολονότι αυτοί σαν ξεσκολισμένοι διακρίνουνε καθαρότερα από σένα την ΕΡΠΟΥΣΑ απειλή,
τις φυσιογνωμίες που έχουν συρρεύσει, τις μυστικές κινήσεις και τα βλέμματα.
και τα κεριά να τα σβήνει πότε ο αέρας και πότε «οι αντιφρονούντες» —τι όρος κι αυτός, Θεέ μου!— αλλά κι οι ταξιτζήδες να ’χουν αφήσει τα αγώγια και να ’χουν κάνει μια αλυσίδα αδιάσπαστη με τις πλαφονιέρες [...].
Και να ’ναι πάλι απόγευμα, και μάλιστα κατάλληλο για βολτίτσα, μα εσύ να φωνάζεις πάντα πάνω στα κάγκελα, υψώνοντας τολμηρά πανό και σημαίες σ’ όλες τις επάλξεις, της Πατησίων, αλλά και της Στουρνάρα, της Μπουμπουλίνας και της Τοσίτσα.
Και μέσα στα πολύπλοκα κτίρια, τα νεοκλασικά και τ’ άλλα, που τώρα κρύβονται απ’ το κορμί σου, και αύριο,
τον άλλο Νοέμβρη, δεν θα φαίνονται απ’ τα λουλούδια,
εσύ να μοιράζεις σοφά τις δουλειές, να ετοιμάζεις συσσίτιο, να τακτοποιείς τον ύπνο, τις βάρδιες, τις συνελεύσεις, τη μουσική, μα και το νοσοκομείο για τους πληγωμένους, που με μαθηματική ακρίβεια προβλέπεις.
Και να ετοιμάζεις ραδιοφωνικό σταθμό, το μέγα αναπάντεχο όπλο σου και δίδαγμά σου, τυλίγοντας μας ξαφνικά μέσα στους χίλιους κύκλους σου, εσύ που σε είχανε για ανέμελο, για παιδί ακόμα, που δεν πιάνουν τα χέρια του ή και για χίππυ.
Και να ’στε μέσα πιο σοφοί και απείρως πιο δίκαιοι απ’ τους μεγάλους, που κάτι, βέβαια, κάνανε κι αυτοί στον καιρό τους, καιρό πολύ χειρότερο απ’ τον δικό σας.
Όχι σ’ αυτά τα κάγκελα, είναι αλήθεια, σε άλλους τοίχους και σε άλλες μάντρες στημένοι, μα και στους ίδιους μεγάλους δρόμους, σ’ αυτές τις τρεις τέσσερις αρτηρίες, ξέστηθοι, ξαρμάτωτοι, μπροστά στα τανκς του κατακτητή.
[…]
Κι όσο πέφτει η νύχτα της δεύτερης μέρας, της Πέμπτης, η φωνή σου να γίνεται πιο δυνατή. Έχουν προστεθεί άλλωστε χιλιάδες νέες φωνές. Κι η μελωδία σου να φτάνει ως τα Εξάρχεια, την Αλεξάνδρας, τη Βάθης και την Ομόνοια.
Και να ξέρεις —και το ξέρεις— πως τώρα μες στη νύχτα κάτι σου μαγειρεύουν, κάτι μαζεύτηκαν σε αίθουσες κατάκλειστες και λεν για σένα, κάτι, γιατί το παράκανες πια και με το πείσμα σου τους έχεις εκφοβίσει.
Σε είχαν περάσει για παιδί, που θα του περάσει, και θα το στρώσουνε αυτοί αργότερα, μα τώρα βλέπουν άλλα, πολύ ακατανόητα γι’ αυτούς.
Τι θέλεις, επιτέλους, παλιόπαιδο, τι σου λείπει;
Την Παρασκευή απλώθηκες και στην Πατησίων, σ’ όλο το κατάστρωμα της οδού.
Δεν χωράς, δεν χωράτε, πια μέσα. ΑΠΟΨΕ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ!
Άλλωστε τα μηνύματα που καταφτάνουν είναι σπουδαία· όπου αλλού υπάρχει πανεπιστήμιο, οι νέοι έχουν ξεσηκωθεί: Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Γιάννενα.
Η τελευταία εικόνα που μου έμεινε είναι από το βράδυ της Παρασκευής, όπου στον περίβολο και την Πατησίων γινόταν πια πανηγύρι.
Δεν υπήρχε καθόλου το μούδιασμα της πρώτης ή της δεύτερης βραδιάς, ήταν κάτι σαν φινάλε.
Τα κάγκελα φορτωμένα σημαίες και πανό.
Τα πανό έδειχναν αυτά που φώναζες κι ό,τι άλλο δεν μπορούσε να γίνει ρυθμός.
Ο ρυθμός και το στραφτάλισμα κρατούσε θαμπωμένους τους περαστικούς. Φαντάζομαι, και μάλλον δεν πέφτω έξω, πως κι αυτοί που σε κρυφοπαρακολουθούσαν θα είχαν συνεπαρθεί.
Επάνω στην Πύλη, αυτήν που μέλλονταν αργότερα να την γκρεμίσει το τανκ, τα πιο ζωηρά παιδιά ανεβασμένα έπαιρναν τα συνθήματα απ’ τα μεγάφωνα και κουνώντας όπως οι μαέστροι τα χέρια μετάδιναν τον παλμό τους στα πλήθη.
Πάντως μέσα σ’ εκείνον τον αλαλαγμό τίποτε τέτοιο δεν ξεχώριζε. Τώρα εκ των υστέρων, όταν το σκέφτεται κανείς, αισθάνεται κάπως άσχημα στην πλάτη του ή στην κεφαλή του.
Οι πυροβολισμοί πύκνωσαν αργότερα, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, σαν έπεσε η νύχτα και ήταν πάρα πολλοί, χιλιάδες, πολύ περισσότεροι απ’ τους αριθμούς που ομολογήθηκαν. Μαζί μ’ αυτούς και άφθονα δακρυγόνα.
Ελπίσαμε πως θα σταματήσει γρήγορα αυτό το ξέσπασμα.
Δεν ήταν δυνατό να πυροβολούν απάνω σου. Αν σκοτώσουν εσένα, τότε τι θ’ απομείνει σ’ αυτή τη χώρα;
[…]
Κι ύστερα το γρήγορο ποδοβολητό μες στα δρομάκια των Εξαρχείων. Κι από πίσω το άλλο ποδοβολητό, νεανικό κι αυτό, σπιρουνισμένο από κοφτές διαταγές.
Άφησες όμως κάτι ματωμένες δαχτυλιές στο τηλέφωνο, που καιρό κάναμε να τις σκουπίσουμε.
Και μιλάς σιγά και σεμνά, καθώς αρμόζει σε νέους που βρίσκονται σε ξένο σπίτι.
Κι ο ένας σας είναι γιατρός, κι ο άλλος αρχιτέκτων, κι ο τρίτος νομικός, κι ο τελευταίος μαθητής ακόμα. Και δεν θέλεις να φας, ούτε να πιεις κάτι, να κοιμηθείς μόνο λίγο, όπως αυτοί που πολεμήσαν.
Και φεύγεις το πρωί, χωριστά απ’ τους νέους φίλους σου, κι εμείς σε λίγο φεύγουμε για τη δουλειά μας.
Και στη γωνιά μάς ψάχνουνε την τσάντα.
Ήρθε ο καιρός να γίνουμε και ύποπτοι. Ένα ελικόπτερο πετάει πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Και στη στροφή αίματα και πιο πέρα άλλα αίματα και πολλά χαρτιά κι αποκαΐδια — κειμήλια ιστορικά που χαθήκαν.
Μπόρεσες άραγε να ξεγλιστρήσεις;
[…]
Θα ’θελα ν’ αναφέρω κάποιους στίχους, ένα επίγραμμα· να το σκαλίσω νοερά, τουλάχιστο, στον τοίχο με τα κάγκελα.
Όμως εγώ ένας φιλόλογος, ένας δάσκαλός σου —δεν ξέρω κατά πόσο άξιος— έχω κυρίως στο νου μου αρχαία επιτύμβια επιγράμματα, απ’ αυτά που είναι κατάφορτο το γειτονικό Μουσείο και που όσο κι αν είναι καίρια και σεμνά, δεν αποδίδουν πια τις περιστάσεις.
Μιλούν για τόξα και ακόντια, ενώ εδώ θέρισαν πολυβόλα.
…"
Γιώργος Ιωάννου,
Ο τοίχος με τα κάγκελα