Αλίκη Τσουκαλά: «Αποκηρύσσω, μα όχι τις ιδέες μου… αλλά τον πατέρα μου»!!!
Η Αλίκη (σε σχέδιο του Μέντη Μποσταντζόγλου)
«Αγόρια στήστε το χορό, κορίτσια τραγουδείστε
και σεις παιδιά μου αδέρφια της, κρατείστε τον καημό σας.
Τώρα είναι Απρίλης κι άνοιξη, τώρα είν' καημός για νιάτα
τώρα το μνήμα της ανθεί γιομάτο παπαρούνες
Μάνα της πιάσου στο χορό, και συ αδερφέ της πρώτος
και σεις πικραδελφούλες της, φέρτε ένα γύρο ακόμα
κι εγώ ένα ρουμελιώτικο σκοπό θα τραγουδήσω
τραγούδι απ' την πατρίδα μου κι απ' την καρδιά μου μέσα.»
(“Ρουμελιώτικο μοιρολόι” – γραμμένο από τον τραγικό πατέρα της Αλίκης, τον Ευρυτάνα ποιητή Γ. Τσουκαλά)
ΘΥΣΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ…
Η Αλίκη Τσουκαλά ήταν μια γενναία και πανέμορφη κοπέλα Ευρυτανικής καταγωγής που εκτελέστηκε σε ηλικία μόλις 21 χρονών στο νεκροταφείο του Αϊ Γιάννη στη Χαλκίδα τα ξημερώματα της 16ης Απρίλη 1949, μετά από μια κατάπτυστη δίκη-σκευωρία με την οποία καταδικάστηκε σε θάνατο για «συμμετοχή σε παράνομη κομμουνιστική οργάνωση με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος»! Η συνήθης στημένη κατηγορία με την οποία οδηγήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα χιλιάδες αγωνιστές της αντίστασης και του λαϊκού μας κινήματος. Μαζί με την Αλίκη εκτελέστηκαν άλλες 3 γυναίκες (Κατερίνα Μελεμενή, Ευανθία Πατσαλή, Μαρία Λαφαζάνη) και 4 άντρες (Τάκης Φίτσος, Γιάννης Χάνος, Δημήτρης Βουραζόπουλος, Γιάννης Χριστοφορίδης). Όλοι τους διαλεχτοί αγωνιστές. Ο Τάκης Φίτσος ήταν ο σπουδαίος δημοσιογράφος και λογοτέχνης, παλιός στενός συνεργάτης του Άρη Βελουχιώτη (βλ. εδώ). Ο Χριστοφορίδης ήταν ο ατρόμητος καπετάνιος ενός καϊκιού που φυγάδευε διωκόμενους αντάρτες. Μετά το χαμό του η γυναίκα του και μάνα δύο παιδιών αυτοκτόνησε πέφτοντας στον Ευβοϊκό.
Η Αλίκη γεννήθηκε Άνοιξη (26 Μάη 1928) και «έφυγε» Άνοιξη (16 Απρίλη 1949) . Λες και μέσα από αυτή την τραγική συγκυρία οι τύραννοι του ερέβους, οι αδίστακτοι εκπρόσωποι του αμερικανόδουλου μοναρχικού κράτους, επεδίωκαν να δολοφονήσουν στο πρόσωπο της μικρής Αλίκης τον ίδιο τον συμβολισμό της αναγέννησης και της προόδου!
Η μεγάλη μας ποιήτρια Ρίτα Μπούμη-Παπά η επονομαζόμενη και “Σολωμός της Αντίστασης” έγραψε στη μνήμη της νεαρής ηρωίδας ένα υπέροχο ποίημα με τον τίτλο «Αλίκη». Παραθέτουμε από αυτό λίγους αντιπροσωπευτικούς στίχους:
«Πώς να πεισθούν όσοι πολύ μ’ αγάπησαν
πως νίκησα πεθαίνοντας όλους μου τους εχθρούς
πως εκυρίεψα τα φρούριά τους
πως δεν φοβήθηκα τους κεραυνούς των ντουφεκιών
πως χάρισα το πιο γλυκό χαμόγελο
στα φανταράκια που με σημαδεύαν
λίγο πιο έξω από τη Χαλκίδα;»
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Γ. ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ…
Ο πατέρας της Αλίκης ήταν ο Ευρυτάνας ποιητής Γ. Τσουκαλάς. Μία τραγική μορφή που βίωσε στο έπακρο όχι μονάχα τη βαθιά οδύνη του πατέρα που χάνει κατ’ αυτό τον τρόπο το παιδί του, αλλά πολύ περισσότερο τις τύψεις και την ενοχή λόγω του γεγονότος ότι εκείνος δείλιασε μπροστά στο θάνατο και έζησε, ενώ η αγαπημένη του κόρη στάθηκε ως το τέλος ακλόνητη και χάθηκε …
Ο Γιώργος Τσουκαλάς ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος. Από το μεγάλο Ευρυτάνα διανοητή Μιχάλη Σταφυλά μαθαίνουμε πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Γ. Τσουκαλά. Αν δεν ήταν ο Μ. Σταφυλάς ίσως και αυτός να είχε μείνει στην αφάνεια. Ο Γιώργος Τσουκαλάς γεννήθηκε στα 1903 στον Προυσό Ευρυτανίας. Από μικρός ήταν ανήσυχο πνεύμα, έτσι δεν δέχτηκε την σίγουρη θέση που του προσφέρθηκε στο δημόσιο, αλλά προτίμησε τη δημοσιογραφία η οποία βέβαια προπολεμικά δεν προσέφερε καμία επαγγελματική εξασφάλιση. Τουναντίον μάλιστα, οι εφημερίδες έκλειναν η μία μετά την άλλη λόγω της συχνά ανώμαλης πολιτικής κατάστασης (δικτατορίες κλπ). Ο Τσουκαλάς επιδόθηκε και στη συγγραφή μυθιστορημάτων και ιστορικών ερευνών σχετικά με τους αγωνιστές του 1821. Εκεί που θα σταθούμε όμως είναι στο σημαντικό ποιητικό του έργο που απέσπασε σπουδαίους επαίνους στην εποχή του! Σε ηλικία μόλις 18 ετών εκδίδει την πρώτη ποιητική του συλλογή «Άσμα ασμάτων» (1921), ενώ ακολουθούν: τα «Αγροτικά» (1924), τα «Ερωτικά» (1925), ο «Χωρισμός» (1926), «Η ζωή μου κι εγώ» (1928), το «Ελντοράντο» (1937) και βέβαια το κορυφαίο μα και τραγικότερο όλων… «Αλίκη» (1960)!
Μετά το κλείσιμο από τη δικτατορία του Μεταξά της εφημερίδας «Ανεξάρτητος» (των Ευρυτάνων εκδοτών Πουρνάρα), ο Γ. Τσουκαλάς ιδρύει την πρώτη ιδιωτική «Δανειστική Βιβλιοθήκη» στην οδό Φιλελλήνων 25, η οποία σύντομα μετατρέπεται σε σπουδαίο πνευματικό κέντρο και αναγνωρίσιμο στέκι διανοουμένων, λογοτεχνών και μελετητών, πάντα με την άοκνη και συνεχή παρουσία του ίδιου του Γιώργου Τσουκαλά ο οποίος χαίρει πλέον βαθιάς εκτίμησης και αναγνώρισης στους κύκλους της διανόησης. Ο Γ. Τσουκαλάς είναι όμως και τύπος μποέμ, με έφεση προς τη γλεντζέδικη ζωή. Συχνάζει παρέα με τον φίλο του τον Κώστα Βάρναλη στα Πλακιώτικα κουτούκια πολλές φορές και μετά ωραιοτάτων νεανίδων! Ως προοδευτικό πνεύμα, ο Γ. Τσουκαλάς συνδέθηκε την περίοδο της Κατοχής με την Αντίσταση δίπλα από άλλους επώνυμους αγωνιστές.
Η ΑΛΙΚΗ
Η Αλίκη ήταν ένα πανέξυπνο, όμορφο και γεμάτο ζωή κορίτσι. Τρυφερή, με σπάνιες ευαισθησίες. Στα χνάρια του πατέρα της, τον οποίο θαύμαζε, η Αλίκη μελετούσε ακατάπαυστα λογοτεχνία, ποίηση, ιστορία, ήταν δε και η ίδια ένα πολλά υποσχόμενο συγγραφικό ταλέντο. Παράλληλα διαπρέπει στις σπουδές της, λατρεύει παθολογικά τη μουσική, παίζει πιάνο. Οι κοινωνικές της αναζητήσεις βρίσκουν διέξοδο στην ΕΑΜική Αντίσταση. Από μικρή εντάσσεται στην ΕΠΟΝ! Η Αλίκη αποτελεί υπόδειγμα αγωνίστριας, είναι «πρώτη στα μαθήματα και πρώτη στον αγώνα» δίνοντας ανελλιπώς το παρόν της σε όλες τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις εναντίον του φασίστα κατακτητή. Κατόπιν, στην περίοδο του Εμφυλίου, κυνηγημένη πλέον, συνεχίζει την αγωνιστική δραστηριότητά της αποσπώντας το θαυμασμό και την εκτίμηση όλων των συντρόφων της για την ανιδιοτελή της προσήλωση στο κίνημα, μα και για την συγκινητική της τόλμη.
Το 1949 η Αλίκη συλλαμβάνεται μαζί με άλλους αγωνιστές με τη συνήθη κατηγορία ότι αποτελούσαν ανατρεπτική ομάδα κατά του καθεστώτος. Ανάμεσά τους βρίσκεται και ο ίδιος ο πατέρας της, ο καλός του φίλος Τάκης Φίτσος και άλλοι επώνυμοι Αθηναίοι. Οι συλληφθέντες πλην του Γ. Τσουκαλά (για τον οποίο θα εξηγήσουμε παρακάτω τους λόγους) θα υποστούν τα πιο άγρια βασανιστήρια μέσα στα αστυνομικά μπουντρούμια. Κάποιοι εξ΄ αυτών εκπαραθυρώνονται από την Ασφάλεια η οποία κατά την προσφιλή τακτική της τούς παρουσιάζει τάχα ως “αυτοκτονήσαντες”! Οι υπόλοιποι οδηγούνται στο στρατοδικείο. Η θανατική καταδίκη τους είναι κάτι παραπάνω από βέβαιη. Η Αλίκη με πρωτοφανή λεβεντιά και αξιοπρέπεια αντέχει όλα τα μαρτύρια, στέκεται αλύγιστη! Ο πατέρας της όμως επιλέγει μια εντελώς διαφορετική στάση: παραδίδεται αμαχητί στο φόβο. 'Έτσι υποτάσσεται και σκύβει στην εξουσία. Νομίζει ότι αν δεχθεί να αποκηρύξει τις ιδέες του, αν συνεργαστεί με το κράτος και “μιλήσει", έτσι όπως θα του ανέθεταν οι αρχές, εναντίον των πρώην συντρόφων του ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν και η ίδια του η κόρη!, πως θα τύχει διαφορετικής μεταχείρισης τόσο ο ίδιος όσο και η Αλίκη. Πράττοντας κατ' αυτό τον τρόπο, ο Γ. Τσουκαλάς θα αναιρέσει τον ίδιο του τον εαυτό και θα σκοτώσει μόνος του την ψυχή του και το αλλοτινό έντιμο παρελθόν του. Στη διάρκεια της δίκης (15 Μάρτη ως 5 Απρίλη 1949) και στη δίνη μίας άνευ όρων απόγνωσης θα γυρνά μέσα στο στρατοδικείο με ένα ευαγγέλιο στο χέρι και θα παριστάνει τον τρελό προσπαθώντας να σώσει την κόρη του. Ταπεινώνεται, αυτοεξευτελίζεται, μετατρέπεται σε ένα ηθικό ράκος.
Η Αλίκη όμως ήταν πλασμένη από τα ανθεκτικά υλικά των ηρώων! Δεν ακολουθεί τον ταπεινωτικό δρόμο του πατέρα της, αλλά επιλέγει τη στάση της τιμής, της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας. Δεν δέχεται να διαχωριστεί από τους συντρόφους της, αρνείται να καταδώσει και δεν αποκηρύσσει τα πιστεύω της. Στην απολογία της ενώπιον του θανατοδικείου η ευαισθησία της γίνεται πύρινο ξίφος στην καρδιά του μοναρχοφασιστικού κράτους. Με συγκινητικό και συνάμα παλικαρίσιο τρόπο υπερασπίζεται τη λαϊκή υπόθεση και το δίκαιο του αγώνα για λευτεριά και ανεξαρτησία. Η γενναία απολογία της καθηλώνει τους πάντες, ακόμη και τους στρατοδίκες. Το μόνο που βρίσκει να πει ο πρόεδρος του στρατοδικείου Καρράς είναι: «κάνε μας μίαν προφορικήν δήλωσιν αποκηρύξεως και είσαι ελεύθερη να συνεχίσεις τας σπουδάς σου». Εκείνη ακριβώς την τραγική στιγμή που μια λέξη μόνο, θα μπορούσε να πάρει την Αλίκη από την αγκαλιά του θανάτου και να την οδηγήσει ξανά στη Ζωή, ο πατέρας της πέφτει γονατιστός μπροστά της ζητώντας της να υπακούσει στον πρόεδρο του στρατοδικείου. Μία σκηνή που αναμφίβολα θυμίζει αρχαία τραγωδία.
Πώς να ένιωσε άραγε αυτή η ακατάβλητη αγωνίστρια; Όταν πέρα από τον προσωπικό της γολγοθά, έβλεπε τον ίδιο της τον πατέρα, τον παλιό αγωνιστή και κάποτε σεβαστό ίνδαλμά της, να καταρρακώνεται με τέτοιο τρόπο και παράλληλα να επιζητεί και από την ίδια να ακολουθήσει το δικό του ηθικό ξεπεσμό;
Ίσως οι στίχοι της Ρίτας Μπούμη – Παπά από το προαναφερόμενο ποίημα να μας δίνουν μια απάντηση για τα βαθύτερα ανομολόγητα συναισθήματα της Αλίκης:
«Κι έχω πατέρα ποιητή
που προσκυνά το στέφανο του μάρτυρα που φόρεσα
κι ακοίμητο καντήλι ανάβει
μπρος στη φωτογραφία μου που τη στολίζει μ’ άνθη
κι ακόμα μου ζητά γονατιστός συγνώμη
γιατί μπόρεσε κι έζησε.
Σαν με γεννούσε έψελνε αγροτικά εμβατήρια
με μακριά μαλλιά στον άνεμο δοσμένα,
αυτός με δίδαξε τη μουσική να κυνηγώ
να ντύνομαι με πράσινες ελπίδες.
Πώς να προδόσω
την ομορφιά που μου ‘δωσε ο πατέρας
πως ν’ απιστήσω στη θρησκεία που διάλεξα
λουτρό να κάνω μες στο ψέμμα
πώς να κυλήσω μες στη λάσπη
την εικοσάχρονη καρδιά μου»
Η Αλίκη στάθηκε ολόρθη υψώνοντας το δικό της «ΟΧΙ»! Κοιτώντας θαρραλέα τους στρατοδίκες της είπε: «Μονάχα δήλωση ότι αποκηρύσσω τον πατέρα μου και όχι τις ιδέες μου, μπορώ να σας υπογράψω»!!! Η ηρωίδα είχε ήδη επιλέξει έναν περήφανο θάνατο παρά μια ατιμωτική “ζωή”! Η απόφαση του στρατοδικείου για την Αλίκη ήταν ότι «αποβαίνει επιβλαβής δια την πατρίδα» και καταδικάζεται… «δις εις θάνατον»!!!
ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ…
Μετά την εκτέλεση της Αλίκης, ο πατέρας της θα αφεθεί ελεύθερος. Είναι όμως πλέον ηθικά νεκρός! Ο Γ. Τσουκαλάς θα ζει σε ένα υπόγειο, γωνία Σοφοκλέους και Αριστείδου, περιφρονημένος λόγω της στάσης του ακόμη και από την ίδια του την οικογένεια, τη γυναίκα του και τα παιδιά του και απομονωμένος από τους αλλοτινούς συναγωνιστές του και τους παλιούς κύκλους της διανόησης. Κάποια στιγμή θα ξαναπαντρευτεί, εντούτοις όμως δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει από τις τύψεις και το προσωπικό του δράμα. Στο τέλος κι έχοντας πια "μισοπαρανοήσει", θα πεθάνει τυφλός και μάλλον ξεχασμένος σε κάποιο αθηναϊκό γηροκομείο. Στα 1974, την ίδια ακριβώς μέρα που έσβησε και ο παλιός του φίλος Κ. Βάρναλης! Αρκετά χρόνια πριν το θάνατό του, γύρω στο 1960, ο Γ. Τσουκαλάς εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «ΑΛΙΚH». Περιείχε ποιήματα του τραγικού πατέρα αφιερωμένα στη μνήμη της κόρης του, ποιήματα που συγκλόνισαν για το βαθύ σπαραγμό τους. Στον Μιχάλη Σταφυλά που τον επισκέφτηκε είπε : «Είναι γραμμένο με το αίμα της καρδιάς μου. Κάθε λέξη του τη συνόδευε ποταμός δακρύων. Πλήγωνα το στήθος μου με την πένα που έγραφα…» (σ.σ. Μ. Σταφυλά, “της πατρίδας και της λευτεριάς”).
Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι αυτό που βλέπετε στην αρχή του παρόντος αφιερώματος. Την προσωπογραφία της Αλίκης φιλοτέχνησε ο «Μποστ» (Μέντης Μποσταντζόγλου) ενώ ο τίτλος του βιβλίου Αλίκη σε συνδυασμό με το όνομα του ποιητή αποκάτω, είναι πανομοιότυπη η υπογραφή της ηρωίδας: Αλίκη Γ. Τσουκαλά! Λίγοι στίχοι από αυτό το βιβλίο…
«Αόρατη ζυγαριά που ταλαντεύεσαι
μπροστά μου, όταν τα μάτια μου τα κλείνω:
από τη μια το ματωμένο της χαμόγελο
κι από την άλλη η περιφρόνησή της…
Κρατάω τη ζυγαριά στα δυό μου χέρια:
βαρύτερη απ’ το αίμα είναι η ματιά της….
Εμένανε τα δυό μου χέρια τρέμουν.
Εμένα θρυμματίστηκε η καρδιά μου…»
(Δίλλημα)
«Είναι τόσο περσότεροι εκείνοι που φύγαν
και μετριούνται στα δάχτυλα αυτοί που μου μείναν.
Θέ μου δεν ξαίρω αν είμαι μ’ αυτούς και μ’ εκείνους,
Μ’ όσους μείναν, ή, μ’ όσους έχουν φύγει για πάντα.»
(Μπαλάντα για κείνους που έχουν φύγει για πάντα)
«Ξύπνησε κοριτσάκι, να σε σκοτώσουμε.
Άφησε τα όνειρά σου εδώ στη γη.
Έχεις καιρό να ονειρευτείς στον τάφο σου.
Ξύπνησε κοριτσάκι μου να σε σκοτώσουμε
προτού προβάλλει ο ήλιος και μας δει
θάναι πιο καλά στο μισοσκόταδο…»
(Εγερτήριο πριν την αυγή)
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ
Το βιβλίο αρχίζει με το τελευταίο φύλλο του ημερολογίου της Αλίκης που γράφηκε την 15η Απρίλη 1949. Το χάραμα της 16ης η Αλίκη εκτελέστηκε…
Παραθέτουμε το τελευταίο γράμμα της Αλίκης:
«Δεν φανταζόμουνα ποτέ πως τόσο πολύτιμη κι ωραία είναι η ζωή. Αν μπορούσε κανείς να μου το πει πρωτύτερα, και να τον πιστέψω, θα πρόσεχα πολύ στο πέρασμά της. Θα ήταν κάθε μου βήμα και ύμνος προς αυτήν. (Να, τώρα γιατί μου ήρθε στο νου μια σκηνή απ’ τον Σοπέν κι ακόμα η μελωδία του αθάνατου Μπετόβεν στη «Σονάτα υπό το Σεληνόφως»; Αχ, πόσο θάθελα ακόμα μια φορά να τ’ ακούσω απ’ τις γλυκόλαλες χορδές του πιάνου μου, χαμένο κι αυτό πια τώρα). Θα πρόσεχα το κάθε φύλλο που σειόταν απ’ τ’ αγέρι και που τόση ζωή κλειούσε μέσα του. Κάθε μου βήμα θα ήταν κι ένα προσκύνημα –τέτοια προσκυνήματα έκανα πάντα, όμως μόνο με αισθήματα,- κι ούτε ένα μυρμήγκι δε θα πέθαινε κάτω απ’ το πέλμα μου. Θα έμενα ξάγρυπνη τις νύχτες για να είχα τώρα ζήσει διπλή τη μικρή μου ζωή (αλήθεια δεν έκλεισα ακόμη τα εικοσιένα μου χρόνια…)………………
….Να, απόψε είναι το τελευταίο βράδι για πέντε ανθρώπους, που επί εικοσιδύο μέρες ανάσαιναν πλάι μου -κι αύριο δεν θα υπάρχουν, η ζωή όμως θα κυλάει αδιάφορη για άλλους. Ίσως νάναι κι η δική μου στερνή νύχτα…. Τούτες τις τελευταίες μέρες πρόσεξα όλους τους ήχους. Ένιωσα ως μέσα στην καρδιά μου τα μηνύματα της Άνοιξης, που έρχεται και που θα είναι η τελευταία της λιγόχρονης ζωής μου. Ακούω από πάνω μου τα βήματα των μελλοθανάτων… το βήχα τους… κι αυτή τους την παράξενη για μένα, ευθυμία. Γιατί πεθαίνουν; Ζήσαν τόσο πολύ για να είναι ευχαριστημένοι με το θάνατό τους; Τότε τι νόημα έχει η ζωή; Αλήθεια κι εμένα γιατί να με σκοτώσουν; Πως δεν μ’ αφήνουν να εκπληρώσω τον μεγάλο μου προορισμό σαν γυναίκα στη ζωή; Γιατί δεν μ’ αφήνουν να γνωρίσω το μεγάλο συναίσθημα της μητρότητας και τη μεγάλη στιγμή της φύσεως; Ήθελα να κι εγώ να στήσω νοικοκυριό, να γεννήσω παιδιά, να τα φροντίζω – να μου αρρωστήσουν και να ξαγρυπνώ πάνω από την κούνια τους. Ακόμα ήξερα και πώς να τα ντύνω – κι ακούστε: Είχα ακούσει την αδύνατη φωνούλα τους να προσπαθούν να ταιριάξουν τις πρώτες λεξούλες που θα τα συνέδεαν με τη ζωή. Θα τα μάθαινα πολύ μικρά ν’ αγαπούν τη μουσική και νάναι πάντα διψασμένα για μάθηση. Θα τους έβαζα διπλά μαξιλάρια στο σκαμνάκι του πιάνου για να φτάνουν τα μικρά τους ροδοδάχτυλα τα πλήκτρα. Ω!... τι αστεία που θα είναι τα μουτράκια τους όταν θ’ ακούσουν τον πρώτο ήχο… ίσως τρομάξουν κιόλας… Τι γέλια που θα κάνουμε με το μπαμπά τους… Θέλω να πω πως θα κάναμε αν ζούσα κι αν ήταν όλα έτσι όπως τα φαντάστηκα… Απόψε ίσως να΄ ταν η τελευταία δύση που θαύμασα. Μελλοθάνατη. Απόψε αγαπημένοι μου πρέπει να κοιμηθούν τα όνειρά μου. (Ακούω το σκοπό να λέει πως είναι δέκα παρά τέταρτο – και μένουν τόσες λίγες ώρες ως το πρωί…. Πόσο βιάζεται ο Χρόνος….).
Δίπλωσε χρόνε, δίπλωσε
τ’ ακούραστα φτερά σου,
ώρες γλυκές μην τρέχετε,
σταθήτε μια στιγμή…
Τι αισθανόταν ο Λαορτίνος την ώρα που συνέθετε τούτους τους στίχους…
…….Πολυαγαπημένοι μου, εσάς που τόσο πολύ πόνεσα τις τελευταίες δύσκολες μέρες, ζητώ από σας, ως τελευταία μου χάρη, όχι ν’ αγνοήσετε το θάνατό μου, γιατί αυτό δεν είναι ανθρώπινο, αλλά να βοηθήσετε ο ένας τον άλλον, όσο μπορείτε, να μου δώσετε ψεγάδια, για νάναι ευκολώτερο να με ξεχάσετε… Μην προσπαθήσετε να φανταστείτε την εικόνα του τόσο αλλόκοτου θανάτου μου – γιατί ούτε κι εγώ προσπάθησα να κάνω… Εκείνη τη στιγμή ίσως φοβηθώ λιγάκι γιατί δεν έχω ξαναπεθάνει και δεν ξέρω πως θα είναι… - είναι φυσικό. Λυπούμαι μόνο που θα είναι ελληνικές οι σφαίρες που θα σταματήσουν τη ζωή μου– και γι αυτό θα πρέπει κι εσείς να λυπηθείτε και να κλάψετε….
……Υπάρχουν πολλές πιθανότητες να με πάρουν κι εμένα το πρωί, κι όμως δεν νιώθω καμιά νευρικότητα μέσα μου. Έτσι λοιπόν ήρεμα θάρθει ο θάνατος; Θέλω τόσο πολύ να ζήσω…. Γιατί λοιπόν δεν εξανίσταται το είναι μου ολόκληρο στην προσμονή του χαμού μου;….
…...Είμαι τόσο μικρή ακόμη. Τι κακό μπορούσα να κάνω στην πατρίδα για να με αποκαλούν προδότη; Γιατί δεν μ’ αφήνουν να τελειώσω τις σπουδές μου, να μπορέσω τότε να βοηθήσω κι εγώ με τις μικρές μου γνώσεις την Ελλάδα σ’ αυτό το αιώνιο πνευματικό ανέβασμά της;
……………….
9.4.49 (Σάββατο)
Πέρασε κι αυτή η αυγή. Ζουν κι οι πέντε ακόμα… Αύριο είναι Κυριακή – δεν εκτελούν. Τη Δευτέρα την αυγή θα περιμένω πάλι…
……………….
10.4.49. (Κυριακή 12 1/2 νύχτα)
Λίγες ώρες μένουν ως που να φέξει. Δε μας απομόνωσαν εμάς, ίσως να μην είμαστε αύριο με τους άλλους. Θέλω την τ ε λ ε υ τ α ί α σ τ ι γ μ ή ν’ αφήσω τα γράμματα για το σπίτι….
Αλίκη».
Πόσο πρέπει να αγαπούσε τη ζωή αυτό το νέο κορίτσι ώστε τα τελευταία της λόγια να αποτελούν έναν αληθινό ύμνο στις ίδιες τις χαρές της ζωής που τόσο πρόωρα αποχωρίζονταν. Αλλά και πόσο βαθιά πίστη στα ιδανικά της, τις αρχές της και στο δίκαιο αγώνα είχε, ούτως ώστε να αυτοθυσιαστεί…
Την αυγή της 16ης Απριλίου 1949 η νεαρή ηρωίδα Αλίκη Τσουκαλά θα σταθεί περήφανη, μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους της, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το αθώο νεανικό της αίμα θα ποτίσει το δεντράκι των αδικαίωτων οραμάτων αυτού του λαού…
...Είμαι τόσο μικρή ακόμη. Τι κακό μπορούσα να κάνω στην πατρίδα για να με αποκαλούν προδότη; .... ………………. 9.4.49 (Σάββατο) Πέρασε κι αυτή η αυγή. Ζουν κι οι πέντε ακόμα… Αύριο είναι Κυριακή – δεν εκτελούν. Τη Δευτέρα την αυγή θα περιμένω πάλι…
------------- Κράτησα αυτές τις στιγμές της Αλίκης. Στιγμές μεγαλείου, εγκαρτέρησης μα και πόνου για το -ακατανόητο μιας τιμωρίας, το ακατανόητο του θανάτου.
Καλημέρα Ευρυτάνα από όσες έχω διαβάσει η πιο συγκινητική σου ανάρτηση.
Οι τραγωδίες τών αρχαίων μας ποιητών ήταν γεννήματα του νου τους, βασισμένα σε μύθους, οι οποίοι πιθανότατα είχαν πραγματική βάση. Η τραγωδία τής Αλίκης, πραγματική, τόσο πρόσφατη, θα μπορούσε κάλλιστα να διδάσκεται στα σχολεία μας, στη θέση μιας αρχαίας τραγωδίας. Και θα ήταν πολύ χρησιμότερη. Εκτός των άλλων, ποιος νέος, που θα διδασκόταν την «Αλίκη», θα διενοείτο να ασπασθεί νεοναζιστικές ιδέες; Εξαιρετική η ανάρτησή σου, φίλε Ευρυτάνα, αν και μου σφίχτηκε η καρδιά…
Ευρυτάνα….με τα σπουδαία άρθρα σου ιχνηλατείς τις πιο επικές στιγμές της ιστορίας του τόπου μας!!!!!!!Βούρκωσα πολλές φορές στη διάρκεια της ανάγνωσης του άρθρου σου………. Η Αλίκη Τσουκαλά αν και ήταν ακόμη πολύ νέα, είχε τη συνείδηση και τη θαυμαστή αξιοπρέπεια μεγάλων επαναστατών που δεν δείλιαζαν ούτε μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα…… Ετσι κατόρθωσε να υπερβεί πρώτα τις πιέσεις του απεγνωσμένου πατέρα της για συμβιβασμό και δεύτερον την ίδια την ανθρώπινη λαχτάρα ενός κοριτσιού της ηλικίας της για να ζήσει και να πραγματώσει τα όνειρα της!!!!!!!!Πραγματικό ηθικό μεγαλείο!!!!!!!! Μπροστά σε αυτό ακριβώς το μεγαλείο ηττήθηκε το αμερικανοκίνητο κράτος και οι υπηρέτες δολοφόνοι του!!!!!!!!!!!
Καλησπέρα φίλε μου Ιχνηλάτη μόλις πήρα το μήνυμά σου ήρθα, πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει. Αλλά κοίτα σε τι στιγμή με βρήκες μόλις είχα λάβει ένα meil με ένα ποίημα του Ριτσου από το γιο μου. Λίγο πριν πήγαμε να συνδέσουμε το ρεύμα σε μια φοιτήτρια άνεργη που έμεινε χωρίς ρεύμα για 2 μήνες και ντρεπόταν να μας το πει. Αλλά σήμερα της είπαν οι γονείς της ότι έρχονται από το χωριό και τρομοκρατήθηκε μην και τους αναστατώσει ξέροντας ότι και εκείνοι δεν έχουν την δυνατότητα να την βοηθήσουν. Μετά διάβασα και την δική σου αφήγηση και ήρθε και ολοκληρώθηκε το «δράμα» μου. Σου παραθέτω λοιπόν ένα απόσπασμα από το ποίιμα του ρίτσου που μου έστειλε ο γιός μου …………………….. «Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε. Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί. Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι». Και είναι από το ποίημα του Γ. Ρίτσου οι «ΓΕΡΌΝΤΟΙ»
Και εγώ του απάντησα την απάντηση που είναι και για τούτη εδώ, την αφήγηση την δική σου……….
«Ζήτω οι σεισμοί του μέλλοντός μας……….Και όταν θε νάρθει η ώρα που τα παιδιά θα βγούν στο κλαρί, έμεις θα ξεθάψουμε το βαρέλι με το μπαρούτι και θα γίνουμε ασπίδα τους μην και τους έβρει κάνα βόλι».
Να είσαι καλά που φέρνεις στο φώς τις αλήθειες της ιστορίας που είναι παρακαταθήκη για όλους εμάς .
Τώρα ξέρω... Μετά την ηρεμία η καταιγίδα ! Χρώματα πολλά και από παντού! Ποτάμια, λίμνες και απάτητα βουνά! Ουράνια πολύχρωμα τόξα στήνουν γέφυρες στις κορφές της Ευρυτάνικης γης! Χρονοσκαμένοι άνθρωποι με λαχτάρα αφήνουν πίσω τους τις εμπειρίες και τα βιώματά τους παρακαταθήκη στις νέες γενιές! Ερειπωμένα σπίτια, κουρασμένα από τον χρόνο στέκουν στην άκρη της στράτας κρατώντας το κεφάλι με τα δυο τους χέρια ,ψάχνοντας την καλημέρα ! Η τραγωδία του γονιού και ο θάνατος! Ο χορός των ερυνιών και η κάθαρση Η θυσία για να ''γινει τ΄ όνειρο φέτα ψωμί '' Η απόλυτη αλληλουχία των συναισθημάτων! Σε χαιρετώ καλέ μου φίλε και διέσωσε ότι μπορείς από τη λήθη του χρόνου. Κάποιοι άνθρωποι είναι ταγμένοι γιαυτό! Και συ είσαι ένας απ' αυτούς !
Αγαπητοί φίλοι... Τα σχόλιά σας μας έχουν πραγματικά συγκινήσει. Σας ευχαριστούμε ολόψυχα που τιμάτε με τις επισκέψεις σας, τις αναδημοσιεύσεις και τα γραπτά σας και αυτό το αφιέρωμα μνήμης.
Θα προσθέσουμε μερικές "λεπτομέρειες" που αφορούν τις τελευταίες στιγμές της Α. Τσουκαλά. Το πρωί πριν την πάρουν οι δήμιοι άφησε μαζί με το ημερολόγιό της και ένα δαχτυλίδι στη μικρότερη αδερφή της. Ήταν ότι είχε όλο κι όλο από υλικά αγαθά, γιατί από άυλα μας άφησε τα πάντα! Το πιο συγκλονιστικό, όμως, ήταν ότι πριν την εκτέλεση φρόντισε να βγάλει το παλτό της έτσι ώστε αυτό να μην τρυπηθεί από τις σφαίρες των δολοφόνων της μιας και όπως είπε "θα ήταν χρήσιμο σε κάποιον άλλο άνθρωπο που πιθανόν να μην είχε"!!! Το ήθος αυτής της αγωνίστριας πραγματικά ΣΥΓΚΛΟΝΙΖΕΙ!!!
Ευρυτάνα ιχνηλάτη ήταν ένα από τα πιο “δυνατά” σου θέματα. Με έκανες και δάκρυσα. Πόσο τραγικό το γεγονός ένα τόσο νέο κορίτσι γεμάτο ζωή και όνειρα να δολοφονηθεί με αυτό τον άγριο τρόπο από αυτά τα αδίστακτα κτήνη που οδηγούσαν μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα χιλιάδες Αλίκες και άλλους αγωνιστές εκτελώντας τις εντολές που είχαν πάρει από τους αμερικανούς και το φασιστικό καθεστώς. Η Αλίκη Τσουκαλά έβαλε πάνω απ όλα τις ιδέες της και δεν τις αντάλλαξε ούτε με τη ζωή της, αλλά ούτε δίστασε να απαρνηθεί ακόμη και τον συμβιβασμένο πατέρα της προκειμένου να μην χάσει την αξιοπρέπεια της. Είναι μια σπάνια ιστορία που δεν την είχα ακούσει πουθενά και είναι πολύ σημαντικό που την έφερες στο φως. Συμφωνώ και εγώ με το φίλο που έγραψε πιο πάνω ότι θα πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία, αλλά είναι προφανές ότι δεν συμφέρει το σύστημα. Ισως στα σχολεία……του μέλλοντος. Είναι ιδιαίτερα συγκλονιστικά και τα ποιήματα του τραγικού πατέρα που αποτυπώνουν το σπαραγμό της ψυχής του και τη συντριβή του από τις ερινύες. Πόσα δράματα έζησε ο τόπος μας εκείνη την εποχή από αυτούς που και για δεκαετίες μετά μας κυβερνούσαν. Για μένα όμως πιο πολύ είναι εκείνα τα μεγάλα εκφραστικά μάτια της Αλίκης που απευθύνουν ένα τεράστιο “γιατί” και στο δικό μας το σήμερα. Τόσες θυσίες για να βρεθούμε στο σημείο μηδέν…… Σε ευχαριστούμε για την υπέροχη δουλειά σου, είναι μοναδικός ο τρόπος που μας παρουσιάζεις τα τόσο σημαντικά ιστορικά σου θέματα. Να είσαι καλά.
Η προτομή του Γιάννη Ρίτσου (1 Μαΐου 1909 - 11 Νοεμβρίου 1990), που αγναντεύει το Μυρτώο Πέλαγο, δεσπόζει μπροστά από το διώροφο σπίτι που συναντά κανείς όταν μπαίνει από κεντρική πύλη του κάστρου, εκεί που αρχίζει η Καστροπολιτεία.
Σ΄αυτό το σπίτι έμαθε τα πρώτα του γράμματα ο Ποιητής της Ρωμιοσύνης και προσπάθησε σε ηλικία 8 ετών να γράψει τους πρώτους του στίχους.
Τρία χρόνια πριν πεθάνει (1987) έγραψε το «Επιλογικό», στο Καρλόβασι.
«Να με θυμόσαστε - είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια, για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.
Την ομορφιά, ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιός μου το μοίρασα δίκαια. Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι του αγρού τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.
Και συγχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη:
Θάθελα ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού να θερίσω ένα ώριμο στάχυ. Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω και να μασώ σπυρί σπυρί το στάρι με τα μπροστινά μου δόντια, θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον κόσμο που αφήνω, θαυμάζοντας κι Ἐκείνον που ανεβαίνει τα λόφο στο πάγχρυσο λιόγερμα.
Δέστε: Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα. Αυτό δεν διακρίνεται πολύ καθαρά. Κι ήθελα αυτό προπάντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι᾿ αυτό προπάντων θ᾿ άξιζε να με θυμάστε».
Πρόσφατα αυτό το σπίτι πέρασε στην πλήρη κυριότητα του Δήμου Μονεμβασιάς και άμεσα θα γίνουν οι ενέργειες ώστε να εκπονηθεί η μουσειολογική και μουσειογραφική μελέτη, που απαιτείται ώστε να γίνει πραγματικότητα το Μουσείο Γιάννη Ρίτσου.
ΑΚΟΥΣΤΕ τον Γιάννη Ρίτσο να μιλάει για τη ζωή του.
Αυτή είναι η καλύτερη ερώτηση που θα μπορούσε να απευθύνει στον εαυτό του ένας νέος εργαζόμενος σήμερα και τις ώρες που απομένουν μέχρι τη γενική πανεργατική απεργία.
Γιατί, λοιπόν;
⇒ Για να μην τους αφήσουμε να κατοχυρώσουν τον Μεσαίωνα στο όνομα, μάλιστα, της νέας γενιάς. Την απάντηση σε αυτή την πρόκληση μπορούν να την δώσουν οι ντελιβεράδες που δουλεύουν ανασφάλιστοι σε χιόνι και σε καύσωνα, οι εμποροϋπάλληλοι των σπαστών ωραρίων και της δουλειάς τις Κυριακές, οι εργαζόμενοι με τηλεργασία που είναι ήδη όλη τη μέρα στη διάθεση του εργοδότη, δηλαδή όλοι όσοι βιώνουν από πρώτο χέρι αυτό που λέει το σύνθημα του ΚΚΕ: «η εκμετάλλευση δεν διευθετείται, καταργείται».
⇒ Γιατί η όρεξη των εργοδοτών έχει ανοίξει για τα καλά και ήδη ζητάνε ακόμα περισσότερα: θέλουν απόλυτη ελευθερία στην εφαρμογή της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, ανοίγουν τη συζήτηση για τον διαχωρισμό του σε ενεργό και ανενεργό, με τον δεύτερο να μην αμείβεται κλπ, ενώ η κυβέρνηση ήδη ετοιμάζει το επόμενο νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό.
⇒ Γιατί η οργάνωση, η συλλογική συζήτηση και δράση μέσα από τα συνδικάτα, οι μορφές πάλης όπως η διαδήλωση και η απεργία, είναι τα μόνα μας όπλα απέναντι στην εκμετάλλευση και γι’ αυτό θέλουν να μας τα πάρουν. Aν ψηφιστεί αυτό το νομοσχέδιο, ακόμα και το μοίρασμα μιας ανακοίνωσης με επιχειρήματα σαν αυτά που διαβάζετε, θα μπορούσε να θεωρηθεί «ψυχολογική πίεση» και άρα παράνομη ενέργεια εκ μέρους όσων θα ήθελαν να εξασφαλίσουν τη επιτυχία μιας απεργίας.
⇒ Γιατί δεν πρέπει να επιτρέψουμε να νομιμοποιηθούν τα όσα προβλέπει το νομοσχέδιο-έκτρωμα, απλά και μόνο επειδή αντίστοιχα μέτρα πήρε και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ή έχουν πάρει άλλες κυβερνήσεις στην ΕΕ, όπως λέει συνεχώς ο Χατζηδάκης. Όσο γελοία είναι η προσπάθεια του, άλλο τόσο χρήσιμη είναι για να βγουν συμπεράσματα…
⇒ Γιατί αν σε κάτι λέει αλήθεια η κυβέρνηση, η ΕΕ και οι καπιταλιστές, αυτό είναι ότι το 8ωρο είναι πλέον ξεπερασμένο. Έχει ωριμάσει εδώ και καιρό το αίτημα για 7ωρη, 5ήμερη, 35ωρη εργασία με δυνατότητες ποιοτικής αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου. Για να ζήσουμε επιτέλους όπως αρμόζει στον 21ο αιώνα και όχι να γυρίσουμε στον 19ο.
Τελικά το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχουν λόγοι για να απεργήσει κανείς την Πέμπτη. Είναι προφανές ότι υπάρχουν. Το ερώτημα είναι αν αξίζει για αυτούς τους λόγους να υπερβεί φόβους και αναστολές, να κάνει αυτό το βήμα ίσως και για πρώτη φορά.
Αυτό, στις ώρες που μένουν, θα το απαντήσει ο καθένας στον εαυτό του και στους συναδέλφους του. Με εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι δεν θα είναι μόνος του αν έρθει σε επαφή με το σωματείο, με άλλους νέους ανθρώπους που έχουν τα ίδια προβλήματα και τα ίδια συμφέροντα, αν συμβάλει ο καθένας με τον τρόπο που μπορεί στην επιτυχία της απεργίας. Θα το απαντήσουν, τελικά, όλοι οι εργαζόμενοι μαζί.
Το σίγουρο είναι ότι την Πέμπτη η κυβέρνηση, ο ΣΕΒ και όσοι θέλουν να συμβιβαστούμε με το μαύρο εργασιακό παρόν ενώ φτιάχνουν για εμάς ένα κατάμαυρο εργασιακό μέλλον, θα έχουν στραμμένα τα μάτια τους στους χώρους δουλειάς και στους δρόμους. Θα μετρήσουν τη στάση και τις διαθέσεις όλων μας ενόψει της συνέχειας.
Ας τους δώσουμε το μήνυμα που εύχονται να μην πάρουν!
Ο μεγάλος Οκτώβρης του 1917 εξακολουθεί να διδάσκει το προλεταριάτο
Εκατό χρόνια μετά την πραγματοποίησή της, η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση έγινε λίγο της μόδας. Σαν τα μπλουζάκια με την προσωπογραφία του Τσε ένα πράμα. Αναρίθμητα είναι τα συνέδρια, οι ημερίδες, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που έγιναν και εξακολουθούν να γίνονται. Αναρίθμητες και οι παπάρες που ακούγονται. Φαινόμενο λογικό και εξηγήσιμο, αν σκεφτούμε ότι εκδηλώσεις δεν κάνουν μόνο ο Περισσός ή οι τροτσκιστικές ομάδες, αλλά ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Δήμος Αθηναίων!
Από την άποψη αυτή, πιο ειλικρινείς είναι οι λυσσασμένοι αναθεωρητές ιστορικοί, που βρήκαν την ευκαιρία να ξαναρίξουν στην πιάτσα τη γνωστή θεωρία τους περί πραξικοπήματος, ποντάροντας στο νεότερο στην ηλικία κοινό και στην εν γένει αδιαφορία (αν όχι εχθρότητα) για την πολιτική-θεωρητική μόρφωση, που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Ακόμα κι ένας πρωτοετής των νομικών ή των πολιτικών επιστημών θα τους απαντούσε ότι πραξικόπημα έχουμε όταν ένα τμήμα του κρατικού μηχανισμού χρησιμοποιεί τη στρατιωτική δύναμη που διαθέτει για να επιβάλει τη θέλησή του, παραβιάζοντας το ισχύον σύνταγμα. Ενώ όταν η κατάκτηση της εξουσίας γίνεται από δυνάμεις του ένοπλου λαού, που κινούνται έξω και ενάντια στον κρατικό μηχανισμό, έχουμε επανάσταση. Είπαμε, όμως, οι αναθεωρητές ιστορικοί δουλεύουν με «τρολιές» και όχι με επιστημονική ανάλυση.
Μπροστά σ’ αυτόν τον ορυμαγδό, της αστικής και μικροαστικής υποκρισίας από τη μια, της αναθεωρητικής «τρολιάς» από την άλλη, εκείνοι που έχουν τα διδάγματα του μεγάλου Οκτώβρη ως συστατικό στοιχείο του θεωρητικού, προγραμματικού και πολιτικού τους DNA, αισθάνονται κάπως άβολα. Οχι και αμήχανα, όμως. Ο επετειακός ορυμαγδός οσονούπω θα παρέλθει, οπότε θα επανέλθουμε στην… κανονικότητα. Μια κανονικότητα που για εμάς περιλαμβάνει τα διδάγματα του Οκτώβρη, τη θυελλώδη σοσιαλιστική οικοδόμηση που ακολούθησε τη νίκη της επανάστασης (για πρώτη φορά στην Ιστορία), την εκρηκτική ανάπτυξη του κομμουνιστικού και εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, υπό την καθοδήγηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αλλά και την ανάλυση της διαδικασίας παλινόρθωσης του καπιταλισμού, που άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του ’50, μετά τον θάνατο του Στάλιν.
Και μια που γράψαμε την… κακιά λέξη, να πούμε ότι Λένιν και Στάλιν είναι αξεχώριστοι. Πριν, κατά και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο, που ο χώρος δεν επιτρέπει την παρουσίασή του.
Ποιο είναι το βασικότερο δίδαγμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, υπό το φως της Ιστορίας των Επαναστάσεων; Οτι το εξεγερμένο προλεταριάτο, ο εξεγερμένος λαός, χρειάζεται τη φυσική του ηγεσία για να φτάσει την επανάσταση μέχρι το τέλος.
Στη δράση του Κόμματος των Μπολσεβίκων, πριν και κατά τη διάρκεια της ρωσικής επανάστασης (από τον Φλεβάρη μέχρι τον Οκτώβρη του 1917), αλλά και μετά τη νίκη της επανάστασης, στις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου, του εμφύλιου πολέμου και της ξένης επέμβασης, μπορούμε να δούμε την επιτομή της διαλεκτικής σχέσης του εξεγερμένου προλεταριάτου με την επαναστατική του πρωτοπορία.
Στις διπλανές στήλες επιχειρούμε μια συνοπτική καταγραφή της εξέλιξης της Ρωσικής Επανάστασης και του κρίσιμου-αποφασιστικού ρόλου που διαδραμάτισε το μπολσεβίκικο κόμμα την ίδια περίοδο. Προλογικά, θα σημειώσουμε ότι το μπολσεβίκικο κόμμα δεν είχε μόνο τον θεωρητικό και προγραμματικό εξοπλισμό για να εκτιμά σωστά τη συγκυρία και να προσανατολίζει την πολιτική του αναλόγως με τις δυνατότητες που αυτή η συγκυρία ξάνοιγε, αλλά είχε και εκείνο το στελεχιακό δυναμικό, από «πάνω» μέχρι «κάτω», που του επέτρεπε να βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία και ανατροφοδότηση με τις πλατιές μάζες των εργατών, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους, αναγνωριζόμενο απ’ αυτές ως η φυσική τους ηγεσία.
Ηταν το Στρατιωτικό Επαναστατικό Κέντρο της ΚΕ του μπολσεβίκικου κόμματος (Στάλιν, Σβερντλόφ, Τζερζίνσκι, Μπουμπνόφ και Ουρίτσκι) που έδωσε την εντολή να κινηθούν οι ένοπλοι επαναστάτες (εργάτες και στρατιώτες) και να καταλάβουν την εξουσία στο όνομα των σοβιέτ, τη νύχτα της 24ης προς την 25η Οκτώβρη του 1917 (με το παλιό ημερολόγιο). Η εντολή αυτή δεν ήταν μια επαναστατική λογοκοπία, αλλά η έναρξη της υλοποίησης ενός αναλυτικά επεξεργασμένου σχεδίου.
Οι μάζες των ένοπλων εργατών και των στρατιωτών κινήθηκαν αποφασιστικά με βάση αυτή την εντολή και κατέλαβαν την εξουσία, ακριβώς επειδή αναγνώριζαν στους μπολσεβίκους τη φυσική τους ηγεσία.
Η αδιάλλακτη πάλη με τον οπορτουνισμό
Το μπολσεβίκικο κόμμα ανδρώθηκε και ατσαλώθηκε στην αδιάλλακτη πάλη με τα οπορτουνιστικά ρεύματα που κυριαρχούσαν στο εργατικό και λαϊκό κίνημα της Ρωσίας. Χωρίς αυτόν τον συνεπή, διαχρονικό αγώνα οι μπολσεβίκοι δε θα είχαν εξασφαλίσει τη στήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας της εργατικής τάξης στην ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, στην κρίσιμη καμπή της Ιστορίας τον Οκτώβρη του 1917.
Οι μπολσεβίκοι, από την πρώτη στιγμή της ανεξάρτητης πολιτικής τους παρουσίας, συγκρότησαν ένα προλεταριακό κόμμα με ενιαία θέληση και επαναστατικό πρόγραμμα. Σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και ειδικά τη γερμανική, που είχε εξελιχθεί στην ηγέτιδα δύναμη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και της Δεύτερης Διεθνούς, οι μπολσεβίκοι δε δίστασαν να έρθουν πολύ γρήγορα σε προγραμματική και οργανωτική ρήξη με την οπορτουνιστική πτέρυγα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, τους μενσεβίκους, που απεμπολούσαν τις βασικές αρχές του μαρξισμού, ευθυγραμμιζόμενοι πίσω από την αστική τάξη της Ρωσίας.
Οι μενσεβίκοι στένευαν το πεδίο δράσης των σοσιαλδημοκρατών στους οικονομικούς αγώνες του προλεταριάτου, επιφυλάσσοντας για τη σοσιαλδημοκρατία μονάχα ένα ρόλο διακοσμητικής αντιπολίτευσης στο πολιτικό σύστημα. Η τακτική τους ήταν εφάμιλλη της οπορτουνιστικής πολιτικής του Μπερνστάιν στη Γερμανία, ο οποίος δήλωνε αφοριστικά: «το κίνημα είναι το παν, ο τελικός στόχος τίποτα». Για τους μπολσεβίκους, η επαναστατική πολιτική πάλη της σοσιαλδημοκρατίας συμπεριελάμβανε την καθημερινή συστηματική ζύμωση και δράση για την αποκάλυψη όλων των εκμεταλλευτικών σχέσεων ανάμεσα στον τσαρισμό, το θεμέλιό του, την αριστοκρατία, την ανερχόμενη αστική τάξη και τα εκμεταλλευόμενα μισθωτά στρώματα της αγροτιάς και της εργατικής τάξης. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε η εργατική τάξη να αποκτήσει κομμουνιστική συνείδηση, να απευθυνθεί με αξιώσεις στα υπόλοιπα εργαζόμενα κοινωνικά στρώματα και να τα παρακινήσει να συμμαχήσουν μαζί της για την επαναστατική ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής.
Η θεωρητική και προγραμματική προετοιμασία της καθοριστικής σημασίας πολιτικής σύγκρουσης μπολσεβικισμού-μενσεβικισμού για το επαναστατικό κίνημα της Ρωσίας προετοιμάστηκε αναλυτικά στο γνωστό έργο του Λένιν «Τι να κάνουμε»[1] και αποτέλεσε το βασικό εργαλείο ξεκαθαρίσματος της επαναστατικής τακτικής για την πρώτη γενιά του κόμματος.
Περίοδος του τσαρισμού
Εξαρχής, οι μπολσεβίκοι με επικεφαλής τον Λένιν πάλεψαν για την πολιτική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια της εργατικής τάξης στο επαναστατικό κίνημα που αγκάλιαζε τη μεγάλη μάζα του εργαζόμενου λαού, τους αγρότες, καθώς και για την εξασφάλιση της ηγεμονίας του προλεταριάτου σε αυτό.
Στην περίοδο του τσαρισμού, από το μακρινό 1905 έως τον Φλεβάρη του 1917, τόσο οι οπορτουνιστές μενσεβίκοι όσο και οι επαναστάτες μπολσεβίκοι χαρακτήριζαν την επικείμενη επανάσταση για την ανατροπή του τσαρισμού και της κυριαρχίας της φεουδαρχίας και των επιβιώσεων του μεσαιωνισμού στην ύπαιθρο ως αστική επανάσταση. Σε αντίθεση με τους μενσεβίκους, οι μπολσεβίκοι υποστήριζαν ότι η μόνη τάξη που μπορεί να ηγηθεί της αστικής επανάστασης και να την πραγματοποιήσει αποφασιστικά μέχρι τέλους, τσακίζοντας τα θεμέλια της φεουδαρχίας και του τσαρισμού, είναι η εργατική τάξη. Οτι το προλεταριάτο πρέπει να προετοιμάζει τους όρους της μαζικής εξέγερσης και δεν μπορεί, δεν πρέπει να περιμένει τις κινήσεις της αστικής τάξης.
Βασιζόμενοι στην πείρα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης του 1848 στην Ευρώπη, που συνόψισαν θεωρητικά οι Μαρξ-Ενγκελς, οι μπολσεβίκοι ισχυρίζονταν ορθότατα ότι η αστική τάξη της Ρωσίας είναι συμφιλιωτική και συμβιβαστική με τη φεουδαρχία. Η αστική τάξη δεν μπορούσε να παίξει πια τον επαναστατικό ρόλο που διαδραμάτισε η αστική τάξη της Γαλλίας το 1789-1793, σαρώνοντας με επαναστατικό τρόπο τα φεουδαρχικά δεσμά στη γαλλική ύπαιθρο.
Αντίθετα, οι μενσεβίκοι υποστήριζαν ότι επικεφαλής της αστικής επανάστασης μπορεί να είναι μόνον η αστική τάξη. Ο Λένιν υποστήριζε ότι οι σύγχρονοι γιακωβίνοι είναι το επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου και ότι οι μενσεβίκοι με τη στάση τους είναι άξιοι απόγονοι των γιρονδίνων[2]. Οι μενσεβίκοι βάπτιζαν την πολιτική ουράς στην αστική τάξη, πολιτική της «άκρας επαναστατικής αντιπολίτευσης», και με ευφυολογήματα προσπαθούσαν να την παρουσιάσουν ως επαναστατική. Στην πράξη, η οπορτουνιστική πολιτική των μενσεβίκων οδηγούσε την εργατική τάξη σε πολιτική ουράς του κόμματος των καντέτ, του κόμματος της φιλελεύθερης αστικής τάξης, που επεδίωκε ανώδυνες μεταρρυθμίσεις στην τσαρική Ρωσία, συγκεντρώνοντας βαθμιαία τη στήριξη των πολυάριθμων στρωμάτων της εξαθλιωμένης αγροτιάς της υπαίθρου, που μέσα στη γενικευμένη πολιτική καθυστέρηση ελκυόταν από τα ψίχουλα των ψεύτικων διακηρύξεων για βελτίωση της ζωής τους.
Την ίδια περίοδο, οι μπολσεβίκοι αναμετρήθηκαν προγραμματικά και θεωρητικά με τους εσέρους (ή σοσιαλεπαναστάτες), το μικροαστικό κόμμα των αγροτών, που αρνούνταν πεισματικά -στο φως της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Ρωσία στις αρχές του εικοστού αιώνα, της δημιουργίας της μεγάλης βιομηχανίας στα μητροπολιτικά κέντρα της Μόσχας και της Πετρούπολης- τον πρωτοπόρο ρόλο της νεοσχηματιζόμενης εργατικής τάξης για κάθε επαναστατική αλλαγή.
Στην τακτική τους, οι μπολσεβίκοι έστρεφαν τα βέλη τους κατά κύριο λόγο στα μεγάλα κόμματα που προσπαθούσαν να συμβιβάσουν, να συμφιλιώσουν τη μεγάλη πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού με το υπάρχον καθεστώς. Την περίοδο που προηγήθηκε της επανάστασης του Φλεβάρη, οι καντέτ ήταν ο βασικός στόχος των μπολσεβίκων, παρότι η κυβέρνηση ήταν τσαρική. Οι μπολσεβίκοι κατακεραύνωναν κάθε προσπάθεια της φιλελεύθερης αστικής τάξης να εξαπατήσει τους αγρότες, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια τους για κάθε συμβιβασμό με τον τσαρισμό. Η έντονη πολεμική τους χαρακτηριζόταν από τους καιροσκόπους αντιπάλους των μπολσεβίκων ως προδοσία του κοινού μετώπου ενάντια στον τσαρισμό.
Μετά το Φλεβάρη του 1917
Προς το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, η διόγκωση της πείνας, της εξαθλίωσης, ο θάνατος εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών στο μέτωπο, οδήγησαν την αγροτιά μαζικά σε ξεσηκωμό. Η δυναστεία του Τσάρου κατέρρευσε και η αστική τάξη πήρε την εξουσία τον Φλεβάρη του 1917. Με την προδοτική συγκατάθεση των εσέρων και των μενσεβίκων, πίσω από τις πλάτες των εργατών, το κόμμα των καντέτ σχημάτισε την πρώτη προσωρινή κυβέρνηση, παρέχοντας υπουργικό θώκο στον εσέρο Κερένσκι. Παράλληλα, η αποδιοργάνωση του τσαρικού στρατού, η αποδιοργάνωση της κρατικής μηχανής, οδήγησε στο σχηματισμό των σοβιέτ, των συμβουλίων των ένοπλων εργατών και ένοπλων στρατιωτών-αγροτών.
Η αστική επανάσταση είχε ήδη συντελεστεί. Η συγκρότηση των σοβιέτ, της πλατιάς οργάνωσης πρώτα απ’ όλα των εργατών, πλάι στην αστική κυβέρνηση των καντέτ, συνιστούσε μια μεταβατική δυαδική εξουσία. Πλάι στην εξουσία της αστικής τάξης, που έλεγχε την παλιά κρατική διοίκηση, ξεπρόβαλλε η εξουσία της εργατικής τάξης, με το δικό της μηχανισμό που διέφερε ουσιαστικά τόσο από την παλιά τσαρική διοίκηση όσο και από την κρατική μηχανή κάθε σύγχρονου αστικού κράτους, αφού δεν ήταν αποσπασμένη γραφειοκρατικά από τη πλατιά μάζα του λαού, αλλά ήταν σάρκα από τη σάρκα του.
Με τις θέσεις του Απρίλη, ο Λένιν ξεκαθάριζε ότι στις συνθήκες της διάλυσης του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και της ριζικής αλλαγής των κοινωνικών συσχετισμών, λόγω του πρωτοφανούς μαζικού ξεσηκωμού της αγροτιάς, η εξέλιξη της επανάστασης σε σοσιαλιστική ήταν αναπόφευκτη και αναγκαία συνθήκη για την ανακούφιση του λαού από το φάσμα της πείνας και της εξαθλίωσης. Τα άμεσα επαναστατικά μέτρα ρύθμισης και ελέγχου της παραγωγής, προκειμένου να σωθεί από την πείνα η εργατική τάξη των πόλεων και τα πληβειακά στρώματα της υπαίθρου, μπορούσαν να είναι μόνο σοσιαλιστικά[3]. Σε αυτή την κατεύθυνση τα σοβιέτ έπρεπε να αποτελέσουν την μοναδική κρατική εξουσία, μεταβιβάζοντας έτσι πλήρως την εξουσία στην εργατική τάξη, για να προχωρήσει την επανάσταση, λύνοντας ταυτόχρονα τα αστικοδημοκρατικά ζητήματα που η συμβιβαστική αστική τάξη απεμπόλησε προς όφελος των συμμάχων της φεουδαρχών στην ύπαιθρο. Αυτά δεν ήταν άλλα από τον τερματισμό του πολέμου και τη διανομή της γης στους αγρότες, απαλλοτριώνοντάς την από τους αριστοκράτες. Το σύνθημα των μπολσεβίκων έπεσε σαν βόμβα μεγατόνων στη πολιτική ζωή της επαναστατημένης Ρωσίας και δεν ήταν άλλο από το: όλη η εξουσία στα σοβιέτ!
Η ένταση της οικονομικής κρίσης, λόγω της συνέχισης του πολέμου, οδήγησε την αστική τάξη που είχε την εξουσία και διηύθυνε τον πόλεμο, σε τακτική αναδίπλωση. Οι φανεροί εκπρόσωποι των συμφερόντων της αστικής τάξης, οι καντέτ, δεν μπορούσαν πλέον να διακυβερνήσουν τη Ρωσία. Είχαν διαψεύσει τις ελπίδες της πλατιάς μάζας της αγροτιάς που ποθούσε την ειρήνη. Στη νέα κυβέρνηση συμμετείχαν μαζικά εκπρόσωποι των μικροαστικών κομμάτων των εσέρων και των μενσεβίκων, με πρωθυπουργό τον Κερένσκι. Στα σοβιέτ, την πλειοψηφία την είχαν εκείνη την στιγμή οι εσέροι και οι μενσεβίκοι. Οι μπολσεβίκοι που έριχναν το σύνθημα: «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» ήταν ακόμα μειοψηφία.
Οι μενσεβίκοι, παρότι παρουσίαζαν στα λόγια τα σοβιέτ ως «τη μαχητικότερη και σημαντικότερη οργάνωση της εργατικής τάξης», στην πράξη αρνούνταν πεισματικά την αναβάθμιση των σοβιέτ σε όργανο μοναδικής εξουσίας της Ρωσίας. Εντασσόμενοι στην αστική κυβέρνηση, οι μενσεβίκοι παρουσίασαν το νέο κυβερνητικό σχήμα ως «επαναστατική δημοκρατία», συσκοτίζοντας την ταξική ουσία της νέας μορφής διακυβέρνησης: ότι η εξουσία της αστικής τάξης παρέμενε αλώβητη και στην ουσία ο πόλεμος διευθυνόταν ακόμη από την αστική τάξη. Οι μενσεβίκοι παρουσίαζαν τη συνέχεια του ίδιου άδικου πολέμου, ως επαναστατικό πόλεμο. Ταυτόχρονα, η νέα κυβέρνηση έστελνε τον στρατό να τσακίσει τους αγρότες που εξεγείρονταν ενάντια στο ζυγό της φεουδαρχίας στην ύπαιθρο και απαλλοτρίωναν τη γη των μεγάλων γαιοκτημόνων.
Προς τον Οκτώβρη του 1917
Την περίοδο από τον Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη, οι μπολσεβίκοι έστρεφαν τα βέλη τους κατά κύριο λόγο ενάντια στα κόμματα της λεγόμενης «μικροαστικής δημοκρατίας», τα κόμματα της κοινωνικής δημαγωγίας των εσέρων και των μενσεβίκων. Τα κόμματα αυτά επιχείρησαν με χίλιους δυο τρόπους να φτιασιδώσουν την αποκρουστική εξουσία της αστικής τάξης. Με συμμάχους τους «κεντριστές» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και πρωτοστάτη τον αποστάτη Καρλ Κάουτσκι, οι μενσεβίκοι επέμεναν πια στη θεωρία ότι οι συνθήκες τόσο στην Ευρώπη, αλλά και στη Ρωσία δεν ήταν ώριμες για σοσιαλιστική επανάσταση[4]. Οτι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού ήθελε τη δημοκρατία και ότι ο πόλεμος πια ήταν αμυντικός και δίκαιος. Οτι η σοσιαλιστική επανάσταση θα είναι μονάχα ένα «μπλανκιστικό» πραξικόπημα των μπολσεβίκων και ότι η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να εδραιωθεί σε μια χώρα.
Οι μπολσεβίκοι αναμετρήθηκαν αδιάλλακτα με τους μενσεβίκους και τους εσέρους, αποδεικνύοντας στην πράξη στις πλατιές μάζες των εργαζομένων, στην εξέλιξη των γεγονότων και με την πείρα της ίδιας της ζωής, ότι η νέα μικροαστική δημοκρατία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνέχεια της δικτατορίας της αστικής τάξης, που όπως σε όλο τον σύγχρονο δυτικό κόσμο, έτσι και στη μετα-τσαρική Ρωσία κρύβει το πραγματικό της πρόσωπο, αυτό της δικτατορίας της αστικής τάξης.
Οι μπολσεβίκοι έδειξαν με συνέπεια ότι οι μενσεβίκοι διαστρεβλώνουν τη βασική μαρξιστική αλήθεια, ότι το κράτος δεν είναι ένα διαταξικό όργανο που συμφιλιώνει τις τάξεις, άλλα ένα όργανο καταστολής της εκμεταλλεύτριας άρχουσας τάξης πάνω στις υπόλοιπες τάξεις της κοινωνίας. Οτι τα σοβιέτ δεν έχουν κανένα λόγο να κρύβουν την πραγματικότητα: ότι θα αποτελέσουν όργανα καταστολής της ένοπλης εργατικής τάξης απέναντι στην αστική τάξη και σε όλες τις αντιδραστικές δυνάμεις που εχθρεύονται τη σοσιαλιστική επανάσταση και την εδραίωση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Απέναντι στο ύπουλο σύνθημα των μενσεβίκων «ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και επανορθώσεις», που ουσιαστικά σήμαινε συνέχιση του άδικου ληστρικού πολέμου μέχρι τη νίκη της μιας ή της άλλης συμμαχίας των ιμπεριαλιστικών χωρών, μόνο το σύνθημα «ειρήνη πάση θυσία» θα μπορούσε να σταματήσει τον άδικο πόλεμο και να εδραιώσει την εξουσία της εργατικής τάξης στη Ρωσία.
Τον Ιούλη του 1917, ο αναβρασμός του αυθόρμητου κινήματος κορυφώθηκε στην Πετρούπολη. Πλατιές εργατικές μάζες άρχισαν να απομακρύνονται από τους μενσεβίκους και να στρατεύονται με τη στρατηγική και την τακτική των μπολσεβίκων. Ομως, ακόμα η πλειοψηφία της αγροτιάς στήριζε τη «μικροαστική δημοκρατία». Ενδεχόμενη εξέγερση στην Πετρούπολη θα οδηγούσε σε ένοπλη αναμέτρηση με τους αγρότες και σε βέβαιη ήττα και τσάκισμα του επαναστατικού κινήματος, το οποίο αντί να εξαπλωνόταν προς την ύπαιθρο θα διαλυόταν στη μητρόπολη. Οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να ηγηθούν του επαναστατικού αναβρασμού και να συγκρατήσουν τον οργισμένο εργατόκοσμο σε ειρηνική πορεία στη Πετρούπολη, η οποία δέχτηκε την άγρια καταστολή της κυβέρνησης. Οι ηγέτες των μενσεβίκων και των εσέρων άδραξαν την ευκαιρία για να θέσουν τους μπολσεβίκους εκτός νόμου. Στο μαύρο οπλοστάσιο της προπαγάνδας τους παρουσίαζαν τους μπολσεβίκους ως πράκτορες των Γερμανών που επεδίωκαν πάση θυσία την προδοσία της πατρίδας και τη νίκη του γερμανικού στρατού. Ομως η δικαίωση των μπολσεβίκων δεν άργησε.
H αστική τάξη, θορυβημένη από τον επαναστατικό αναβρασμό των μαζών, που δεν κατασίγαζε αλλά κορυφωνόταν, τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο, αποφάσισε τη διάλυση της κυβέρνησης Κερένσκι. Τέλη Αυγούστου, ο αξιωματικός του στρατού Κορνίλοφ επιχείρησε να κάνει πραξικόπημα προκειμένου να εγκαταστήσει ένα απολυταρχικό δικτατορικό καθεστώς. Οι εσέροι και οι μενσεβίκοι, αδύναμοι πολιτικά να κινητοποιήσουν τις μάζες ενάντια στους πραξικοπηματίες, επανέφεραν τους «προδότες» μπολσεβίκους στη νομιμότητα και οι μπολσεβίκοι, με το κύρος τους στο στράτευμα, σταμάτησαν την προέλαση των κορνιλοφικών. Πλέον, η διαφοροποίηση μέσα στην αγροτιά άρχισε να αντανακλάται στο κόμμα των εσέρων, που άρχισε να διασπάται βαθμιαία σε κυβερνητικούς και αντιπολιτευόμενους.
Τον Οκτώβρη το 1917, οι μπολσεβίκοι είχαν πλέον την πλειοψηφία στα σοβιέτ των εργατών της Πετρούπολης και της Μόσχας. Στα σοβιέτ των αγροτών η συντριπτική πλειοψηφία ήταν εναντίον της κυβερνώσας «μικροαστικης δημοκρατίας». Η ώρα της εφόδου προς τον ουρανό είχε σημάνει.
Η εργατο-αγροτική συμμαχία θεμέλιο της δικτατορίας του προλεταριάτου
Παραμονές των επαναστατικών γεγονότων του 1905, οι μπολσεβίκοι είχαν επεξεργαστεί και εκπονήσει το πρόγραμμα για τη συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς, που συμπεριφέρονταν δουλόφρονα απέναντι στην αστική τάξη της χώρας τους, δίνοντας προτεραιότητα στον κοινοβουλευτικό αγώνα έναντι της επαναστατικής ταξικής πάλης, και παρέπεμπαν την πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας στο μακρινό μέλλον, οι μπολσεβίκοι πίστευαν πραγματικά ότι το προλεταριάτο της Ρωσίας θα έπαιρνε στο μέλλον την εξουσία και φρόντιζαν να διαφωτίσουν τους όρους και τις συνθήκες για την πραγματοποίηση αυτής της εξουσίας.
Προκαταρτικός όρος για τη νίκη της επανάστασης σε κάθε χώρα που η αγροτιά συνιστά ένα μη αμελητέο κοινωνικό στρώμα της είναι η εξασφάλιση της στρατηγικής συμμαχίας της με το προλεταριάτο και η απομάκρυνσή της από την ηγεμονία της αστικής τάξης. Ομως, η αγροτιά δεν είναι μια ενιαία τάξη, παρότι το σημαντικότερο τμήμα της, ειδικά στην Ευρώπη και τη Ρωσία των αρχών του εικοστού αιώνα, αποτελούνταν στην συντριπτική του πλειοψηφία από μη εκμεταλλευτικά μισθωτά στρώματα.
Στο στρατηγικό σχέδιο των μπολσεβίκων για το τσάκισμα του τσαρισμού και της φεουδαρχίας, το προλεταριάτο της Ρωσίας θα εξασφάλιζε τη συμμαχία όλης της αγροτιάς, συμπεριλαμβανομένων των πλούσιων χωρικών (κουλάκοι). Στην εξέλιξη της επανάστασης σε σοσιαλιστική, το προλεταριάτο θα εξασφάλιζε τη συμμαχία με το στρώμα των φτωχών αγροτών, που διέθεταν μικρή έως ελάχιστη ιδιόκτητη γη, τσακίζοντας την εξουσία των κουλάκων στην ύπαιθρο, που εκμεταλλεύονταν εργατικά χέρια, εξασφαλίζοντας την ουδέτερη στάση των μεσαίων αγροτών, που είχαν μεγαλύτερη γαιοκτησία από τους φτωχούς αγρότες και την περίοδο των καλών σοδειών εκμεταλλεύονταν ενίοτε και εργατικά χέρια, είτε προλετάριων – εργατών γης είτε φτωχών αγροτών.
Στα πρώτα διατάγματα της μπολσεβίκικης κυβέρνησης συγκαταλέγεται και το διάταγμα για τη γη. Η γη των αριστοκρατών απαλλοτριωνόταν άμεσα, χωρίς εξαγορά, εθνικοποιούνταν και διαμοιραζόταν εξίσου για χρήση στους φτωχούς αγρότες. Το μέτρο αυτό, αν και στην ουσία ήταν αστικό, αφού τεμάχιζε τη φεουδαρχική ιδιοκτησία στη γη και τη μοίραζε σε ελεύθερους αγρότες εμπορευματο-παραγωγούς, διέφερε από κάθε αντίστοιχη αστική φιλελεύθερη μεταρρύθμιση στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που βασιζόταν στην εξαγορά της γης των φεουδαρχών από τους ελεύθερους αγρότες και στη μετατροπή του βραχνά της καταβολής του φεουδαρχικού γεώμορου σε δυσβάσταχτα χρέη στις τράπεζες. Η αστική τάξη, από τα μέσα του 19ου αιώνα, είχε χάσει τον επαναστατικό της χαρακτήρα και δρούσε συμφιλιωτικά και συμβιβαστικά προς τη φεουδαρχία.
Στην πρώτη συντακτική συνέλευση, που πραγματοποιήθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι μπολσεβίκοι, ως εκπρόσωποι της σοβιετικής εξουσίας, έθεσαν επιτακτικά στους εκπροσώπους της «μικροαστικής δημοκρατίας» την ψήφιση των διαταγμάτων για τη γη και για τον τερματισμό του πολέμου. Ομως, τόσο οι εκπρόσωποι των μενσεβίκων όσο και των δεξιών εσέρων αρνήθηκαν να τα ψηφίσουν. Η σοβιετική εξουσία είχε κάθε λόγο, λοιπόν, να διαλύσει τη συντακτική συνέλευση, ως ένα αντιδραστικό όργανο που ολοφάνερα πια αντιστρατευόταν τα βασικά αιτήματα της επανάστασης, τα βασικά αιτήματα των ίδιων των αγροτών που υποτίθεται ότι οι εσέροι υπερασπίζονταν από τα γεννοφάσκια τους.
Αν η σοσιαλιστική επανάσταση οδήγησε την εργατική τάξη στην εξουσία τον Οκτώβρη του 1917, στην ύπαιθρο κουμάντο έκαναν ακόμα οι κουλάκοι. Αρχικά καλυμμένα και στη συνέχεια με ανοιχτή υποδαύλιση και στήριξη αντεπαναστατικών κινημάτων, οι κουλάκοι παρακρατούσαν στις αποθήκες τους σιτηρά, προκειμένου να ανεβάζουν τις τιμές και να ενισχύουν την κερδοσκοπία, δρώντας σαν κοινοί μαυραγορίτες. Οι μπολσεβίκοι άρχισαν να εξαπλώνουν την προλεταριακή επανάσταση στην ύπαιθρο το 1918, συγκροτώντας τις επιτροπές φτωχολογιάς που έκαναν επίταξη των πλεονασμάτων των κουλάκων. Την ίδια στιγμή, έβαλαν φρένο στην κερδοσκοπία, επιβάλλοντας το κρατικό μονοπώλιο στα σιτηρά. Τα μέτρα αυτά οδήγησαν σε παραπέρα διαφοροποίηση τους «αριστερούς εσέρους». Ενα τμήμα τους τάχθηκε με τους μπολσεβίκους και οι υπόλοιποι τάχθηκαν ανοιχτά με την αντεπανάσταση και στο πλευρό των κουλάκων. Οι μπολσεβίκοι άρχισαν να αποκτούν πλέον τεράστια απήχηση στις φτωχές αγροτικές μάζες.
Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος
Στο Συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς στη Βασιλεία το 1912, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διακήρυτταν ομόφωνα ότι ο επικείμενος πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός και άδικος και ότι «βρισκόμαστε στις παραμονές της προλεταριακής επανάστασης»[5]. Οι μπολσεβίκοι ήταν το μόνο κόμμα που έμεινε πιστό στη διακήρυξη της Βασιλείας.
Οταν η φρενίτιδα της «υπεράσπισης της πατρίδας» άρχισε να κατακλύζει τα μυαλά των λαών της ευρωπαϊκής ηπείρου και της Ρωσίας, μέσω της γιγαντιαίας προπαγάνδας της αστικής τάξης, η συντριπτική πλειοψηφία των βασικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, ειδικά αυτών της Γαλλίας και της Γερμανίας, τάχθηκε αναφανδόν με τη συμμετοχή στον πόλεμο «υπέρ βωμών και εστιών», ενάντια στις «εθνικές αδικίες». Εφτασαν στο σημείο να ψηφίσουν τις πολεμικές πιστώσεις στο κοινοβούλιο, όπου διέθεταν σημαντικές κοινοβουλευτικές ομάδες. Στην Ρωσία, ο Πλεχάνοφ, που ήταν επαναστάτης το 1903, αλλά γρήγορα μεταπήδησε στην πλευρά των οπορτουνιστών μενσεβίκων, μετατράπηκε ολοφάνερα σε κοινό σωβινιστή, στηρίζοντας ανοιχτά το σύνθημα της «υπεράσπισης της πατρίδας». Το ίδιο έκανε και ο αναρχικός πρίγκηπας Κροπότκιν.
Οι μπολσεβίκοι, αντιθέτως, εξηγούσαν αναλυτικά ότι ο πόλεμος αυτός αφορά τα συμφέροντα της ληστρικής ιμπεριαλιστικής τάξης. Οτι ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα και ότι στο σφαγείο που προετοιμάζει η ληστρική ιμπεριαλιστική τάξη κάθε χώρας για τους προλετάριους όλης της Ευρώπης και της Ρωσίας δεν υπάρχει τίποτα δίκαιο. Οτι απ’ αυτή τη σκοπιά ο πόλεμος είναι άδικος για την εργατική τάξη και τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Οτι το σύνθημα της «υπεράσπισης της πατρίδας» σε αυτή τη συγκυρία, όταν ο πόλεμος διευθύνεται από την αστική τάξη, την άρχουσα τάξη μια χώρας, μετατρέπεται σε σύνθημα υποταγής της εργατικής τάξης στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Οτι το ένοπλο προλεταριάτο θα πρέπει να προετοιμάζεται να σηκώσει τα όπλα αντίστροφα και ότι η περίοδος των επαναστάσεων έχει αρχίσει.
Στη διάρκεια του πολέμου, όταν πλέον αυτός είχε μετατρέψει τις ευρωπαϊκές χώρες σε ένα ατέλειωτο σφαγείο, οι μενσεβίκοι μαζί με άλλες φράξιες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που άρχισαν να διαφοροποιούνται από την κυρίαρχη σοσιαλδημοκρατία, συγκρότησαν τη δεξιά πτέρυγα της Διεθνούς του Τσίμερβαλντ, καταδικάζοντας τη συνέχιση του πολέμου. Στην αριστερή πτέρυγα ήταν οι μπολσεβίκοι μαζί με μικρές ομάδες, τους επαναστάτες γύρω από τον Καρλ Λίμπκνεχτ, που καταδίκαζαν τον πόλεμο ως ληστρικό και καλούσαν τους προλετάριους να επαναστατήσουν.
Οταν οι μενσεβίκοι συμμετείχαν μαζί με τους εσέρους στην αστική κυβέρνηση, βάπτισαν τον πόλεμο αμυντικό και δίκαιο, γιατί υποτίθεται ότι αυτός διευθυνόταν πλέον από μια κυβέρνηση επαναστατική. Την ίδια στιγμή, οι μενσεβίκοι αρνούνταν πεισματικά να δημοσιεύσουν όλες τις μυστικές συμφωνίες της άρχουσας τάξης της Ρωσίας με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Οταν οι μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία, αφού δημοσίευσαν τις μυστικές συμφωνίες της αστικής τάξης της Ρωσίας με τις αστικές τάξεις των Αγγλογάλλων, ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τους γερμανούς ιμπεριαλιστές για να σταματήσουν τον πόλεμο. Η νεαρή εργατική εξουσία ήταν ακόμα αδύναμη για να επιβάλει στον γερμανικό ιμπεριαλισμό μια συμφωνία ειρήνης με επωφελείς όρους. Στη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ το 1918, η εργατική εξουσία παρέδιδε τμήμα της Ουκρανίας στους Γερμανούς, προκειμένου να σταματήσει την προέλαση των στρατευμάτων τους στη Ρωσία. Τρία χρόνια μετά, ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωνε τα προσαρτημένα εδάφη της Ουκρανίας και προέλαυνε προς την Πολωνία, ενισχύοντας το ξέσπασμα της προλεταριακής επανάστασης στη Δυτική Ευρώπη.
Παραπομπές [1] Τι να κάνουμε, Λένιν, Απαντα, Τόμος 6, Εκδοση Πέμπτη. [2] Δυο τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη Δημοκρατική Επανάσταση, σελ. 67, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986. [3] Από τον Φλεβάρη στον Οκτώβρη του 1917, Λένιν, Εκδόσεις Κοροντζή. [4] Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι, Λένιν, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1977. [5] Οι αληθινοί διεθνιστές Κάουτσκι, Αξελρόντ, Μαρτόφ, Λένιν, Απαντα, Τόμος 27,
Από τα σχόλια:
...Είμαι τόσο μικρή ακόμη. Τι κακό μπορούσα να κάνω στην πατρίδα για να με αποκαλούν προδότη; ....
……………….
9.4.49 (Σάββατο)
Πέρασε κι αυτή η αυγή. Ζουν κι οι πέντε ακόμα… Αύριο είναι Κυριακή – δεν εκτελούν. Τη Δευτέρα την αυγή θα περιμένω πάλι…
-------------
Κράτησα αυτές τις στιγμές της Αλίκης. Στιγμές μεγαλείου, εγκαρτέρησης μα και πόνου για το -ακατανόητο μιας τιμωρίας, το ακατανόητο του θανάτου.
Καλημέρα Ευρυτάνα
από όσες έχω διαβάσει η πιο συγκινητική σου ανάρτηση.
Οι τραγωδίες τών αρχαίων μας ποιητών ήταν γεννήματα του νου τους, βασισμένα σε μύθους, οι οποίοι πιθανότατα είχαν πραγματική βάση.
Η τραγωδία τής Αλίκης, πραγματική, τόσο πρόσφατη, θα μπορούσε κάλλιστα να διδάσκεται στα σχολεία μας, στη θέση μιας αρχαίας τραγωδίας. Και θα ήταν πολύ χρησιμότερη. Εκτός των άλλων, ποιος νέος, που θα διδασκόταν την «Αλίκη», θα διενοείτο να ασπασθεί νεοναζιστικές ιδέες;
Εξαιρετική η ανάρτησή σου, φίλε Ευρυτάνα, αν και μου σφίχτηκε η καρδιά…
Ευρυτάνα….με τα σπουδαία άρθρα σου ιχνηλατείς τις πιο επικές στιγμές της ιστορίας του τόπου μας!!!!!!!Βούρκωσα πολλές φορές στη διάρκεια της ανάγνωσης του άρθρου σου………. Η Αλίκη Τσουκαλά αν και ήταν ακόμη πολύ νέα, είχε τη συνείδηση και τη θαυμαστή αξιοπρέπεια μεγάλων επαναστατών που δεν δείλιαζαν ούτε μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα…… Ετσι κατόρθωσε να υπερβεί πρώτα τις πιέσεις του απεγνωσμένου πατέρα της για συμβιβασμό και δεύτερον την ίδια την ανθρώπινη λαχτάρα ενός κοριτσιού της ηλικίας της για να ζήσει και να πραγματώσει τα όνειρα της!!!!!!!!Πραγματικό ηθικό μεγαλείο!!!!!!!! Μπροστά σε αυτό ακριβώς το μεγαλείο ηττήθηκε το αμερικανοκίνητο κράτος και οι υπηρέτες δολοφόνοι του!!!!!!!!!!!
ΔΙΑΛΕΞΑ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗ Τ. ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΣΩ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑ......
Κάποτε, καθώς φεύγεις/
πηγαίνοντας σε μια μεγάλη μάχη/
θα σου 'τυχε ν' ακούσεις ξαφνικά από 'να παράθυρο/
ένα πιάνο να παίζει./
Ισως ένα κορίτσι με άσπρα δάχτυλα/
ή ένας άντρας με δυνατά χέρια/
να παίζουν αυτόν τον λυπημένο σκοπό/
που σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια, τους χαμένους έρωτες/
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις/
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε/
την καρδιά σου που την ποδοπατήσαν./
Εσύ στέκεσαι με το στόμα ανοιγμένο/
ακούγοντας κάτω απ' τη βροχή-/
μα πρέπει να βιαστείς, προχωράνε οι άλλοι/
χάθηκαν κιόλας στη στροφή του δρόμου./
Κι όπως ξεκινάς με πλατύ βήμα/
τα παιδικά σου χρόνια/
οι χαμένοι έρωτες/
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις/
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε/
η καρδιά σου που την ποδοπατήσαν/
ξεκινάνε κι αυτά πλάι σου -/
να πολεμήσουν/
μαζί σου
Καλησπέρα φίλε μου Ιχνηλάτη μόλις πήρα το μήνυμά σου ήρθα, πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει.
Αλλά κοίτα σε τι στιγμή με βρήκες μόλις είχα λάβει ένα meil με ένα ποίημα του Ριτσου από το γιο μου.
Λίγο πριν πήγαμε να συνδέσουμε το ρεύμα σε μια φοιτήτρια άνεργη που έμεινε χωρίς ρεύμα για 2 μήνες και ντρεπόταν να μας το πει.
Αλλά σήμερα της είπαν οι γονείς της ότι έρχονται από το χωριό και τρομοκρατήθηκε μην και τους αναστατώσει ξέροντας ότι και εκείνοι δεν έχουν την δυνατότητα να την βοηθήσουν.
Μετά διάβασα και την δική σου αφήγηση και ήρθε και ολοκληρώθηκε το «δράμα» μου.
Σου παραθέτω λοιπόν ένα απόσπασμα από το ποίιμα του ρίτσου που μου έστειλε ο γιός μου
……………………..
«Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι».
Και είναι από το ποίημα του Γ. Ρίτσου οι «ΓΕΡΌΝΤΟΙ»
Και εγώ του απάντησα την απάντηση που είναι και για τούτη εδώ, την αφήγηση την δική σου……….
«Ζήτω οι σεισμοί του μέλλοντός μας……….Και όταν θε νάρθει η ώρα που τα παιδιά θα βγούν στο κλαρί, έμεις θα ξεθάψουμε το βαρέλι με το μπαρούτι και θα γίνουμε ασπίδα τους μην και τους έβρει κάνα βόλι».
Να είσαι καλά που φέρνεις στο φώς τις αλήθειες της ιστορίας που είναι παρακαταθήκη για όλους εμάς .
Τώρα ξέρω...
Μετά την ηρεμία η καταιγίδα !
Χρώματα πολλά και από παντού!
Ποτάμια, λίμνες και απάτητα βουνά!
Ουράνια πολύχρωμα τόξα στήνουν γέφυρες στις κορφές της Ευρυτάνικης γης!
Χρονοσκαμένοι άνθρωποι με λαχτάρα αφήνουν πίσω τους τις εμπειρίες και τα βιώματά τους παρακαταθήκη στις νέες γενιές!
Ερειπωμένα σπίτια, κουρασμένα από τον χρόνο στέκουν στην άκρη της στράτας κρατώντας το κεφάλι με τα δυο τους χέρια ,ψάχνοντας την καλημέρα !
Η τραγωδία του γονιού και ο θάνατος!
Ο χορός των ερυνιών και η κάθαρση
Η θυσία για να ''γινει τ΄ όνειρο φέτα ψωμί ''
Η απόλυτη αλληλουχία των συναισθημάτων!
Σε χαιρετώ καλέ μου φίλε και διέσωσε ότι μπορείς από τη λήθη του χρόνου.
Κάποιοι άνθρωποι είναι ταγμένοι γιαυτό! Και συ είσαι ένας απ' αυτούς !
Αγαπητοί φίλοι...
Τα σχόλιά σας μας έχουν πραγματικά συγκινήσει. Σας ευχαριστούμε ολόψυχα που τιμάτε με τις επισκέψεις σας, τις αναδημοσιεύσεις και τα γραπτά σας και αυτό το αφιέρωμα μνήμης.
Θα προσθέσουμε μερικές "λεπτομέρειες" που αφορούν τις τελευταίες στιγμές της Α. Τσουκαλά. Το πρωί πριν την πάρουν οι δήμιοι άφησε μαζί με το ημερολόγιό της και ένα δαχτυλίδι στη μικρότερη αδερφή της. Ήταν ότι είχε όλο κι όλο από υλικά αγαθά, γιατί από άυλα μας άφησε τα πάντα! Το πιο συγκλονιστικό, όμως, ήταν ότι πριν την εκτέλεση φρόντισε να βγάλει το παλτό της έτσι ώστε αυτό να μην τρυπηθεί από τις σφαίρες των δολοφόνων της μιας και όπως είπε "θα ήταν χρήσιμο σε κάποιον άλλο άνθρωπο που πιθανόν να μην είχε"!!! Το ήθος αυτής της αγωνίστριας πραγματικά ΣΥΓΚΛΟΝΙΖΕΙ!!!
Ευρυτάνα ιχνηλάτη ήταν ένα από τα πιο “δυνατά” σου θέματα. Με έκανες και δάκρυσα. Πόσο τραγικό το γεγονός ένα τόσο νέο κορίτσι γεμάτο ζωή και όνειρα να δολοφονηθεί με αυτό τον άγριο τρόπο από αυτά τα αδίστακτα κτήνη που οδηγούσαν μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα χιλιάδες Αλίκες και άλλους αγωνιστές εκτελώντας τις εντολές που είχαν πάρει από τους αμερικανούς και το φασιστικό καθεστώς. Η Αλίκη Τσουκαλά έβαλε πάνω απ όλα τις ιδέες της και δεν τις αντάλλαξε ούτε με τη ζωή της, αλλά ούτε δίστασε να απαρνηθεί ακόμη και τον συμβιβασμένο πατέρα της προκειμένου να μην χάσει την αξιοπρέπεια της. Είναι μια σπάνια ιστορία που δεν την είχα ακούσει πουθενά και είναι πολύ σημαντικό που την έφερες στο φως. Συμφωνώ και εγώ με το φίλο που έγραψε πιο πάνω ότι θα πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία, αλλά είναι προφανές ότι δεν συμφέρει το σύστημα. Ισως στα σχολεία……του μέλλοντος. Είναι ιδιαίτερα συγκλονιστικά και τα ποιήματα του τραγικού πατέρα που αποτυπώνουν το σπαραγμό της ψυχής του και τη συντριβή του από τις ερινύες. Πόσα δράματα έζησε ο τόπος μας εκείνη την εποχή από αυτούς που και για δεκαετίες μετά μας κυβερνούσαν. Για μένα όμως πιο πολύ είναι εκείνα τα μεγάλα εκφραστικά μάτια της Αλίκης που απευθύνουν ένα τεράστιο “γιατί” και στο δικό μας το σήμερα. Τόσες θυσίες για να βρεθούμε στο σημείο μηδέν……
Σε ευχαριστούμε για την υπέροχη δουλειά σου, είναι μοναδικός ο τρόπος που μας παρουσιάζεις τα τόσο σημαντικά ιστορικά σου θέματα. Να είσαι καλά.
Α Θ Α Ν Α Τ Η !!!
Ψυχή βαθιά!
Επιλογή Τίτλου:VivaLaRevolucion