Χειμερινό ηλιοστάσιο – Η μεγάλη νύχτα των θεών
Φανταστείτε τους προγόνους μας πριν από χιλιάδες χρόνια. Έναν Ίνκας, έναν Κινέζο από την άλλη πλευρά της γης, έναν Σουμέριο κάπου στη μέση ή και τους προγόνους αυτών.
Κοιτάζουν τον ουρανό. Την ημέρα βλέπουν τον Ήλιο, του οποίου τις μέγιστες ευεργετικές επιδράσεις αντιλαμβάνονται εμπειρικά και τη νύχτα τη Σελήνη και πολυάριθμα φωτεινά σημεία. Άλλα από αυτά κινούνται, άλλα μένουν (σχετικώς) σταθερά και κάποια – ελάχιστα, κάνουν του… κεφαλιού τους.
Εστιάζουν, ως είναι φυσικό, κυρίως στον Ήλιο. Τους προσφέρει την ημέρα που κάνει τη ζωή τους ευκολότερη, περιόδους ζεστές – κατάλληλες για σπορά και καλλιέργεια, ακόμη και τον υπολογισμό του χρόνου με τις επαναλαμβανόμενες εμφανίσεις του.
Οι εν λόγω πρόγονοι της ανθρωπότητας αγνοούν τα πάντα… παντελώς. Δεν γνωρίζουν ούτε γιατί απ’ το χώμα, εκεί που πριν φαινόταν να υπάρχει το τίποτα, φυτρώνει κάτι, γιατί το νερό κυλάει και μάλιστα μόνο απ’ τη μία κατεύθυνση, ακόμη και το τι είναι οι ίδιοι που υπάρχουν.
Αγνοούν τις πολυάριθμες φωτίτσες στο νυχτερινό ουρανό – μάλιστα κάποιοι τις θεωρούν φωτιές μακρινών συνανθρώπων τους, μιας και προσομοιάζουν με κάτι αντίστοιχο στη γη και θα χρειαστεί να περάσουν χιλιάδες χρόνια μέχρι να καταλήξει η σκεπτόμενη ανθρωπότητα για το τι πραγματικά είναι ο Ήλιος.
Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής είχαν την τάση να προσδίδουν υπερφυσικές ιδιότητες και ικανότητες, σε ότι φυσικό αλλά… φυσιολογικώς δεν καταλάβαιναν τότε, συνήθεια που έχει κληρονομηθεί σήμερα τουλάχιστον στη μισή ανθρωπότητα.
Έβλεπαν τον Ήλιο να ανατέλλει κάθε μέρα από διαφορετικό σημείο του ορίζοντα και να ανεβαίνει στο στερέωμα, μέχρι που φτάνοντας σ’ ένα ανώτατο σημείο έμοιαζε να κοντοστέκεται κάνα – δυο μέρες κι ύστερα πάλι έπαιρνε τον κατήφορο.
Κι όσο ο Ήλιος σκαρφάλωνε, κατά την φαινόμενη διαδρομή του, τόσο μεγάλωναν οι ημέρες, ανέβαινε η θερμοκρασία, οι κλιματολογικές συνθήκες βελτιώνονταν, η ζωή της ανθρωπότητας γινόταν πιο εύκολη και παραγωγικότερη.
Αλλά ο Ήλιος άρχιζε την κάθοδό του. Αργά αλλά σταθερά, μέρα με τη μέρα, όλο και χαμήλωνε κι… αδυνάτιζε.
Οι μέρες συντόμευαν, η θερμοκρασία έπεφτε, η ζωή δυσκόλευε.
Κι όσο χαμήλωνε τόσο περισσότερο οι νύχτες μεγάλωναν και κρύωναν. Έφτανε σ’ ένα σημείο, κάποια στιγμή, που έμοιαζε να αιωρείται αδύναμος ως γέροντας.
Σα να δίσταζε: Συνεχίζει προς τα κάτω ή παίρνει την ανηφόρα; Τρεις μέρες, κάθε χρόνο, αγωνίας.
Οι δυστυχείς εκ θέσεως, αλλά ανήσυχοι εκ φύσεως, πρόγονοί μας – τουλάχιστον όσοι από αυτούς είχαν χρόνο για προβληματισμούς, γνώριζαν πως τις προηγούμενες φορές ξαναπήρε τα πάνω του, όμως τίποτα από τις γνώσεις τους δεν προεξοφλούσε πως αυτό θα συμβεί για μια ακόμη φορά.
Κι αν ο Ήλιος χανόταν; Που εμπειρικά τον είχαν συνδέσει με τις αλλαγές των εποχών, τις καλλιέργειες και το κυνήγι τους, με όλα τα καλά της παρουσίας του και τα δεινά της ενδεχόμενης απουσίας του. Δεν ήξεραν περί τίνος πρόκειται, αλλά αντιλαμβάνονται την βαρύνουσα σημασία που έχει η παρουσία του στη ζωή τους. Γνώριζαν πως η σπορά, η συγκομιδή, άλλες γεωργικές ασχολίες, αλλά και η ζωή τους γενικώς, εξαρτώνται από τις αλλαγές των εποχών.
Ακόμη και ο υπολογισμός του έτους γίνεται με την παρατήρηση της επίδρασης που έχει πάνω στη Γη ο Ήλιος.
Για όλες αυτές τις υπηρεσίες του και την εν γένει προσφορά του, ο Ήλιος, συν τω χρόνω, θεοποιείται από την ανθρωπότητα… σωρηδόν.
Του πρόσφεραν δε κατά καιρούς και συνανθρώπους τους, κατά προτίμηση μικρά παιδιά και παρθένες – οι τελευταίες ενδημούσαν επαρκώς τότε ανά την υφήλιο, χώρια που τις είχαν και σε ιδιαίτερη εκτίμηση.
Οπότε ετίθετο αμείλικτο το ερώτημα για το τρομακτικό ενδεχόμενο: Θα ξανανέβει; Θα αναγεννηθεί;
Κατά την ανεξήγητη διαδρομή του, είχαν ξεχωρίσει τέσσερα σημεία:
Το ανώτατο, με τη μεγαλύτερη μέρα, όπου όλα πήγαιναν καλά και το κατώτατο, με τη μεγαλύτερη νύχτα κι όλα να έχουν δυσκολέψει. Ανάμεσά τους δύο ακόμη σημεία όπου μέρα και νύχτα εξισώνονταν.
Ας κάνουμε όμως ένα άλμα μερικών χιλιάδων ετών – ως τις μέρες μας κι ας ανοίξουμε μια επιστημονική παρένθεση:
Η νύχτα της 21ης Δεκεμβρίου είναι η μεγαλύτερη του έτους με διάρκεια 14 ωρών και 29 λεπτών. Την ημέρα εκείνη ο Ήλιος φτάνει στο σημείο της τροχιάς του (εκλειπτική), που ονομάζεται Χειμερινό ηλιοστάσιο και αρχίζει επίσημα η εποχή του χειμώνα.
Αντιθέτως, έξι μήνες μετά, στις 21-22 Ιουνίου έχουμε το θερινό ηλιοστάσιο με την μεγαλύτερη μέρα. Αυτά, βεβαίως, στο Βόρειο Ημισφαίριο διότι στο Νότιο, όταν έχουμε εμείς τη μεγαλύτερη νύχτα εκεί έχουν τη μεγαλύτερη μέρα. Στον ουρανό, το τόξο που φαίνεται να διαγράφει ο Ήλιος κατά το θερινό ηλιοστάσιο, απέχει 46ο52΄ από το αντίστοιχο του χειμερινού. Τα δύο σημεία όπου έχουμε εξίσωση μέρας και νύχτας είναι οι ισημερίες (εαρινή στις 20-21 Μαρτίου και χειμερινή στις 22-23 Σεπτεμβρίου).
Τα παραπάνω θεωρούνται αυτονόητα και απολύτως φυσιολογικά σήμερα, για τους περισσότερους από εμάς και συμβαίνουν λόγω της κλίσης του άξονα περιστροφής της Γης κατά 23ο26΄, σε συνδυασμό με την περιστροφή της γύρω απ’ τον Ήλιο.
Εμείς, λοιπόν, γνωρίζουμε.
Οι πρόγονοί μας όχι. Ειδικά το Χειμερινό Ηλιοστάσιο, από τις απαρχές σχεδόν των οργανωμένων κοινωνιών, κατέχει ιδιαίτερη θέση στο σύνολο των δοξασιών που σχετίζονταν με αστρονομικά φαινόμενα.
Συνοδευόταν πάντοτε από μικρές ή μεγάλες εορταστικές εκδηλώσεις, όπου ο συμβολισμός τιμούσε τη «γέννηση» ή την «ανάσταση» του ηλιακού θεού.
Πολύ φυσικά και αναμενόμενα ο Ήλιος λατρεύτηκε από όλους τους αρχαίους λαούς σαν ο θεός, ο δημιουργός της ζωής, αλλά και των εποχών του έτους και όσων συσχετίζονται με αυτές, από την σπορά και την βλάστηση ως την ανθοφορία και τη συγκομιδή.
Στους Αιγύπτιους ήταν ο Ρα, ο Ατόν ο Ώρος* και ο Όσιρις. Στους Σουμέριους και Βαβυλώνιους ο Σαμάχ, ο Βάαλ, ο Μαρδούκ, ο Νεργκάλ. Ο Βράχμα και ο Βισνού στους Ινδούς. Στους Πέρσες ο Μίθρα. Στους αρχαίους Έλληνες ο Δίας, ο Πλούτων, ο Βάκχος, ο Διόνυσος, αλλά και ο Απόλλων.
Για όλους αυτούς τους θεούς – Ήλιους είχαν τις ανάλογες γιορτές.
Οι Σουμέριοι – Βαβυλώνιοι τη μάχη του Μαρντούκ με τις δυνάμεις του Χάους. Οι Βουδιστές την «Ημέρα των παιδιών».
Στην αρχαία Ελλάδα γιόρταζαν τη γέννηση του Διονύσου, γιου του Δία και της παρθένου Σεμέλης. Αποκαλούσαν τον Διόνυσο «σωτήρα» και «θείο βρέφος», αν σας λένε κάτι αυτά. Ήταν ο «καλός ποιμένας», οι ιερείς του οποίου κρατούσαν την ποιμενική ράβδο. Περίπου έτσι είχαν τα πράγματα και με τον Αιγύπτιο Όσιρι και Ώρο. Στην παγανιστική Σκανδιναβία, είχαν τον εορτασμό του «Yule».
Στις 25 Δεκεμβρίου εορταζόταν και η γέννηση του Μίθρα. Επίσης, η μέρα αυτή θεωρείται γενέθλια μέρα για τον Όσιρη, τον Ώρο, τον Δία, τον Ηρακλή και άλλους.
Την παράδοση των άλλων αρχαίων λαών συνέχισαν οι Έλληνες με τα Κρόνια, και ιδιαίτερα οι Ρωμαίοι με τα Σατουρνάλια και τα Βρουμάλια και την κεντρική γιορτή της 25ης Δεκεμβρίου «Dies Natalis Invicti Solis», δηλαδή την «Ημέρα της Γέννησης του Αήττητου Ήλιου».
Κατά την κεντρική ημέρα της γιορτής του «αήττητου ηλίου» στις 25 Δεκεμβρίου, εορταζόταν το γεγονός της αλλαγής πορείας του ηλίου, όπου οι ζωογόνες ακτίνες του θα ξανάκαναν τη Γη να καρποφορήσει.
Κι όλα αυτά ορίζονται στις 25 Δεκεμβρίου διότι με το Ιουλιανό ημερολόγιο (εισήχθη το 44 πτχ), συνέπιπτε με το χειμερινό ηλιοστάσιο, πράγμα που μετατέθηκε στις 22 Δεκεμβρίου με το Γρηγοριανό ημερολόγιο (από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ και ισχύει από τις 24 Φεβρουαρίου του 1582).
Το 325 μτχ, στη σύνοδο της Νίκαιας, θεοποιήθηκε ο Ιησούς. Όπως με τους προγενέστερους θεούς η γέννησή του ορίστηκε στις 25 Δεκεμβρίου.
Για να περάσει πιο εύκολα η νέα θρησκεία (και ιδεολογία του δουλοκτητισμού) στους λαούς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δανείστηκε συνήθειες και πρακτικές των άλλων θρησκειών, με αποτέλεσμα στοιχεία της παλιάς πίστης και πολλές από τις παλιές δοξασίες, ίδιες ή παραλλαγμένες, να διασωθούν μέχρι τις μέρες μας.
Το 336 μτχ. ορίστηκε η 25η Δεκεμβρίου ως η μέρα γέννησης του Χριστού, ο οποίος αντικατέστησε τον «θεό-Ήλιο» στη νέα θρησκεία.
Ο Χριστιανισμός διαμορφώθηκε φέροντας στοιχεία από τις προγενέστερες θρησκείες και τον Ιουδαϊσμό. Χάρη στις ανησυχίες των προγόνων μας και στην έλλειψη γνώσης, έχουμε, τους θεούς, την χρονολογική ταύτιση της γέννησής τους και των θρησκειών.
* Ειδικά για τον Ώρο η συγγένεια με τον δικό μας Ιησού είναι… σκανδαλώδης. Αναφέρει ο μύθος γι αυτόν: «Ο υιός του θεού γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου από μητέρα παρθένα. Το πνεύμα προειδοποίησε τη μέλλουσα μητέρα για το επικείμενο γεγονός. Τη γέννηση την έδειξε ένα αστέρι στην ανατολή, το οποίο ακολούθησαν τρεις βασιλιάδες για να δοξάσουν το νέο σωτήρα. Σε ηλικία δώδεκα χρόνων ήταν παιδί-δάσκαλος. Όταν έγινε τριάντα χρονών, βαφτίστηκε από έναν προφήτη και ξεκίνησε τις περιοδείες. Είχε δώδεκα μαθητές, οι οποίοι τον συνόδευαν στα ταξίδια του, και έκανε διάφορα θαύματα και πράγματα παράξενα και άνευ νοήματος όπως το να περπατά στο νερό. Κάποια στιγμή προδόθηκε από έναν δικό του, συνελήφθη, σταυρώθηκε, έμεινε νεκρός τρεις μέρες και τελικά αναστήθηκε. Ήταν γνωστός με πολλά προσωνύμια όπως “η αλήθεια”, “το φως”, “υιός του θεού”, “καλός ποιμένας”, “αμνός θεού” και πλήθος άλλα».