ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Δείξε μου τον ''Φίλο Σου"...

Εδω ο "πατριώτης" Παππάς της Χρυσης Αυγης σε αναμνηστική φωτογραφία με τον κύριο που κάθεται στη μέση στο γραφείο και είναι ο 
Leon Degrelle. 
Διοικητης των SS Wallonie, πήρε μερος στην επιχειρηση Μπαρμπαροσα και συνεργαστηκε με τον Φρανκο. Οταν ρωτηθηκε για το Ολοκαύτωμα, απαντησε «..για το μόνο πράγμα που λυπάμαι από τον πόλεμο είναι ότι χάσαμε.»
Aπό: 


Για τον Leon Degrelle εδω:
aπό: wikipedia.:

Λεόν Ντεγκρέλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λέον Ντεγκρέλ
Léon Degrelle.jpg
Γέννηση15  Ιουνίου 1906[1]
Bouillon
Θάνατος31  Μαρτίου 1994[1][2]
Μάλαγα
Αιτία θανάτουΈμφραγμα του μυοκαρδίου
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
ΥπηκοότηταΒέλγιο
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςγαλλική γλώσσα[3]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός[4]
δημοσιογράφος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων του Βελγίου
ΒραβεύσειςΓερμανικός Σταυρός σε χρυσό
Knight's Cross of the Iron Cross with Oak Leaves
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Ο Λεόν Ντεγκρέλ (πλήρες όνομα: Léon Joseph Marie Ignace Degrelle, 15 Ιουνίου 1906 - 31 Μαρτίου 1994) ήταν Βέλγος πολιτικός, δημοσιογράφος - προπαγανδιστής και στρατιωτικός από τη Βαλλονία, ιδρυτής του Ρεξιστικού κινήματος που εξελίχθηκε σε πολιτικό κόμμα, το οποίο κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργώντας τη "λεγεώνα των Βαλλόνων" προσχώρησε στα Waffen SS, συμμετέχοντας στην πρώτη γραμμή της γερμανικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση, στο ανατολικό μέτωπο. Μετά τον πόλεμο παρέμεινε εξέχουσα προσωπικότητα των εθνικο-συντηρητικών κινήσεων Ευρώπης και Λατινικής Αμερικής.

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λεόν Ντεγκρέλ γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου του 1906 στη Μπουιγιόν της Βαλλονίας (Βέλγιο). Μετά τις σπουδές του σε κολέγιο Ιησουιτών και στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβαίν εργάστηκε ως δημοσιογράφος του συντηρητικού Ρωμαιοκαθολικού περιοδικού τύπου, ιδρύοντας στη συνέχεια τις εκδόσεις Ρεξ. Από τις εκδόσεις αυτές άρχισε να διαμορφώνεται μία εθνικιστική κίνηση που χαρακτηρίστηκε "Ρεξισμός" και που αργότερα, το 1935, εξελίχθηκε σε πολιτικό συντηρητικό κόμμα, διαχωριζόμενο από το Καθολικό κόμμα.

Κόμμα Ρεξιστών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το νεοσύστατο εθνικιστικό αυτό κόμμα (Parti Rexiste) άρχισε να συνεργάζεται με το φασιστικό και ναζιστικό κόμματα σε κοινή ιδεολογική γραμμή του εθνικοσοσιαλισμού και αντικομουνισμού με συνέπεια τον επόμενο χρόνο, λαμβάνοντας και οικονομική βοήθεια, (περίπου 2 εκατομμύρια ιταλικές λίρες και 100.000 γερμανικά μάρκα), στις εκλογές του 1936 να λάβει ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό και να καταλάβει 21 βουλευτικές έδρες στο κοινοβούλιο και 12 θέσεις γερουσιαστών.

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ντεγκρέλ εισηγήθηκε στον Βασιλέα του Βελγίου Λεοπόλδο Γ΄ πολιτική ουδετερότητας, θέση που όχι μόνο δεν έγινε αποδεκτή, αλλά με την εισβολή των Γερμανών στο Βέλγιο, στις 10 Μαΐου 1940, οπότε το κόμμα των Ρεξιστών βρέθηκε διχασμένο στο θέμα της αντίστασης, διατάχθηκε η σύλληψή του ως ύποπτου συνεργάτη του εχθρού και ο εκτοπισμός του στη Γαλλία.
Μετά τη κατάληψη της Β. Γαλλίας και την συνθηκολόγηση της νότιας ζώνης απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς οπότε και επέστρεψε στο υπό γερμανική πλέον κατοχή Βέλγιο. Εκεί, ερχόμενος σε αντίθεση με αντιστασιακούς παράγοντες του δικού του πολιτικού χώρου, προχώρησε σε φιλογερμανική προπαγάνδα συνεργασίας ξεκινώντας παράλληλα τη στρατολόγηση εθελοντικής ένοπλης δύναμης της λεγόμενης "Λεγεώνας των Βαλλόνων" προκειμένου να βοηθήσει τους Ναζί στο ανατολικό μέτωπο.
Έτσι τον Αύγουστο του 1941 έτοιμη πλέον η "λεγεώνα της Βαλλονίας" τέθηκε υπό την Βέρμαχτ στον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης, ως "Ταξιαρχία των Βαλλόνων", ενώ συμμετείχε και ο ίδιος ο Ντεγκρέλ στην επιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Για την όλη αυτή δραστηριότητά του, αλλά και από τραυματισμό του σε μάχη τον παρασημοφόρησε ο ίδιος ο Χίτλερ με τον Σταυρό των Ιπποτών εκθειάζοντας τον ηρωισμό του. Εκτός όμως αυτού ο Λ. Ντεγκρέλ τιμήθηκε και με πολλά άλλα παράσημα και τιμητικές διακρίσεις έχοντας εξελιχθεί ως αξιωματικός του γερμανικού στρατού.

Διαφυγή - καταδίκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Χαίνκελ 111 του Ντεγκρέλ κατά την αναγκαστική προσγείωση στην ακτή του Σαν Σεμπαστιάν
Μετά την πτώση της Γερμανίας, ο Ντεγκρέλ κατέφυγε αρχικά μέσω Δανίας στη Νορβηγία, απ΄ όπου με αεροσκάφος μετέβη στην Ισπανία. Φθάνοντας όμως στη Β. Ισπανία κατά την αναγκαστική προσγείωση στη ακτή Σαν Σεμπαστιάν, περιοχή των Βάσκων, τραυματίστηκε σοβαρά. Στη συνέχεια η κυβέρνηση του Φρανσίσκο Φράνκο αρνήθηκε να τον παραδώσει στους Συμμάχους ή να τον εκδώσει στο Βέλγιο, επικαλούμενη την άσχημη κατάσταση της υγείας του. Μετά όμως από διεθνείς πιέσεις, ο Φράνκο χορηγώντας του πλαστά έγγραφα επέτρεψε την διαφυγή του στην Αργεντινή.
Τελικά στο Βέλγιο καταδικάστηκε ερήμην για εσχάτη προδοσία σε θάνατο.
Αργότερα, το 1954, η Ισπανία του παραχώρησε ισπανική υπηκοότητα για μόνιμη διαμονή με το όνομα José León Ramírez Reina, και η Φάλαγγα του ανέθεσε την ηγεσία της επιχείρησης κατασκευών. Μετά τον θάνατο του Φράνκο ο Ντεγκρέλ παρέμεινε στην Ισπανία ως υπήκοος Ισπανός εμφανιζόμενος στις δημόσιες συναντήσεις του με λευκή στολή και γερμανικά διακριτικά, ενώ παράλληλα δεν έπαυε να εκφράζει με υπερηφάνεια τις στενές επαφές του και τον «δεσμό σκέψης" με τον Αδόλφο Χίτλερ .
Ο Λ. Ντεγκρέλ πέθανε στις 31 Μαρτίου του 1994 σε νοσοκομείο στη Μάλαγα (Ισπανία) μετά από καρδιακό επεισόδιο. Όταν κάποτε ρωτήθηκε, λίγο πριν τον θάνατό του, αν είχε καμία λύπη για τον πόλεμο, η απάντησή του ήταν: "Μόνο ότι χάσαμε!".

,,Σαν Σκιές, με βήμα Αθόρυβο, στα Χνάρια που Αφήνουμε,,

…είναι οι μυρωδιές των πραγμάτων, οι μυρωδιές πάνω από τα σχήματα, πέρα από τους χρόνους. Είναι η όσφρηση η πιο αυστηρή, η πιο αιχμηρή από τις αισθήσεις. 
Eίναι αυτή που επιτρέπει ή απαγορεύει την ανθρώπινη επαφή, είναι αυτή που γαληνεύει τις εσωτερικές αντάρες και ταξιδεύει το νου σε αναμνήσεις απάνεμες. 
«Πώς καταλαβαίνεις θεία ότι το φαγητό είναι έτοιμο?»
«Μα πώς αλλιώς παιδί μου;… το μυρίζω»
Το μύριζε το φαγητό ο θεία Μαρίκα και μαζί της το μύριζαν όλα τα διαμερίσματα και τα όμορα κτηριακά συγκροτήματα που είχαν παράθυρο στον ακάλυπτο, ανάμεσα στις τέσσερεις πολυκατοικίες.

«Η Μαρίκα σήμερα έφτιαξε πάλι λαχανοντολμάδες…», 
άνοιγε η θεία τη μπαλκονόπορτα της κουζίνας – οι απορροφητήρες ακόμα δεν ήταν διαδεδομένοι - άνοιγε, και οι υδρατμοί σκαρφάλωναν στα γύρω μπαλκόνια και έφερναν στα στομάχια των γειτόνων κύματα- κύματα τη λιγούρα. 
Μαθημένη η Μαρίκα από μικρό παιδί, μαθημένη να μαγειρεύει, να ράβει, να νοικοκυρεύει το σπιτικό της. 
Αυτό το μικρό διαμέρισμα στην Καλλιθέα, σε μια πολυκατοικία του ’70, όταν άνοιγε η πόρτα του έβλεπες την αντανάκλασή σου στο παρκέ. 
Αν ήσουν παιδί – όπως ήμουν εγώ – το καλύτερο παιχνίδι ήταν όταν η θεία έφερνε στην πόρτα τα πατάκια και διέταζε με μια νοικοκυρίστικη ευγένεια… 
«μην πατήσεις το παρκέ, πάτα στα πατάκια και πήγαινε όπου θέλεις, όμως μόνο επάνω στα πατάκια»… 
Τι χαρά! 
Τύφλα να ‘χουν τα ακριβότερα κέντρα σκι, οι μεγαλύτερες νεροτσουλίθρες και οι καλύτερες πίστες πατινάζ… 
Όταν η θεία χωνότανε πίσω στη μαγική της κουζίνα έπαιρνα θέση στη μια άκρη του σπιτιού, πατούσα στα πατάκια και γλιστρούσα με φόρα μέχρι τον απέναντι τοίχο… ακριβώς μπροστά από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου.
Η θεία Μαρίκα ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα του καιρού της, μια γυναίκα ήσυχη, αφέντρα της κουζίνας της και του σπιτικού της, μάνα δύο παιδιών και σύζυγος από εκείνες που πίστευαν ότι ο γάμος είναι ο προορισμός του ανθρώπου. 
Γιατί να γράψει κανείς για τη Μαρίκα, εκτός αν αποφασίσει να φτιάξει λαχανοντολμάδες και αν είχε την τύχη να έχει δοκιμάσει τους δικούς της για να του ανασύρουν από τα κατώγια της μνήμης αυτές τις εικόνες.
Στην πραγματικότητα η θεία ήταν πολλά περισσότερα από τη βολική και ήσυχη νοικοκυρά. 

Ένα μεσημέρι γύρισα από τις καταλήψεις του Γυμνασίου και αντί να πάω σπίτι μου ανέβηκα μέχρι το δικό της. 
Οι γονείς ήταν ακόμα στις δουλειές τους, στο σχολείο επικρατούσε ο πυρετός αυτών των εφήβων, των αγριεμένων, αυτών που ξέρουν ότι όταν έχουν αδικηθεί οφείλουν να γυρίσουν τον κόσμο ανάποδα μέχρι να δικαιωθούν. 
Θυμάμαι την αίσθηση των ημερών, θυμάμαι τους συμμαθητές μου να καθόμαστε όλοι μαζί στο προαύλιο και να συζητάμε με ύφος σοφών ποιες θα έπρεπε να είναι οι επόμενες κινήσεις μας. 
Μετά από τόσα χρόνια είναι αδύνατον να ανασύρω από τη μνήμη μου τα αιτήματα και τις αφορμές, ήταν όμως το 1989… 
τότε μαζί με μας πάλευαν και οι καθηγητές μας. 
Θυμάμαι να μπαίνω στο σπίτι της κάθιδρη και βρόμικη, λίγο πριν είχαμε καθίσει στη μέση της λεωφόρου Δαβάκη, οκλαδόν πάνω στην άσφαλτο… 
«Παιδί μου τι έπαθες και είσαι έτσι?»
«Τίποτα θεία, όλα καλά, αλλά πεινάω και είμαι βρόμικη και δε θέλω να πάω έτσι στο σπίτι μου»
«Τι κάνατε παιδί μου;»
«Κάναμε πορεία θεία, καθίσαμε στη μέση του δρόμου… δεν μπορούν αυτοί να μας κάνουν ό,τι θέλουν. Τη νύχτα τα μεγαλύτερα παιδιά μένουν μέσα στο σχολείο»
«Καλά κάνετε παιδί μου, να παλέψεις μαζί με τους συμμαθητές σου, μόνο να προσέχεις. Αύριο, πριν φύγεις για το σχολείο, πέρασε να σου δώσω φαγητό και για τα άλλα παιδιά που μένουνε μέσα τη νύχτα»
Αυτή ήταν η ήσυχη θεία, η καλή νοικοκυρά, αυτή που μέσα στη κουζίνα της μετουσίωνε σε γεύση όλη τη λατρεία της για τη νιότη, για το δίκαιο, για τη ζωή…
…στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος γι’ αυτό το κείμενο, 
παρά μόνο η διαπίστωση ότι οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας μας ακολουθούν πάντα
 και η υπόσχεση που έδωσα στην αγαπημένη μου Jula Trigasi.
 Οι πρώτες μας αναμνήσεις έρχονται πίσω μας, σα σκιές, με βήμα αθόρυβο και περπατούν στα χνάρια που αφήνουμε… 
«Δώσε μου και μένα θεία λίγο απ’ το ταλέντο σου, λίγη απ’ τη μαγεία σου» 
Σήμερα αποφάσισα να μαγειρέψω λαχανοντολμάδες… 
η αποτυχία ήταν παταγώδης… 
δεν φτάνει αυτό, δεν φτάνει που πήγε χαμένο όλο το πρωινό, 
αλλά μόλις τελείωσα διαπίστωσα πόσο θόλο είναι το πάτωμα του σπιτιού μου, πόσο θα ντρεπόμουν να καλέσω τη θεία για φαγητό αν υπήρχε αυτή η δυνατότητα …

Από:

«Ο μπάρμπας μου, ο Παπάς».

Ένας από τους συγκρατούμενους στο θάλαμό μας είχε πάνω από το ράντζο του τη φωτογραφία του Μαρξ. Πάει ο φύλακας να την ξεκρεμάσει.


«Μη, σε παρακαλώ», του λέει.

«Γιατί, ποιος είναι;»

«Ο μπάρμπας μου, ο παπάς».
***
Κ. Λουλές – Χ. Φλωράκης: «Aχώριστο δίδυμο» στο Κόμμα και στις φυλακές

Στις 28 του Γενάρη 1988 έφυγε από τη ζωή ο αγωνιστής Κώστας Λουλές, βουλευτής του ΚΚΕ και στέλεχος του Κόμματος, που πέρασε συνολικά 28 χρόνια στις φυλακές και σε τόπους εξορίας, καθώς και δώδεκα στην παρανομία και στην αναγκαστική υπερορία.

Ο θρυλικός «μπαρμπα-Κώστας» όπως τον αποκαλούσαν διατηρούσε στενούς συντροφικούς – φιλικούς δεσμούς με τον επίτιμο Πρόεδρο του ΚΚΕ Χαρίλαο Φλωράκη, τον «Χαριλιό», όπως τον αποκαλούσε ο μπαρμπα-Κώστας. 

Από το βιβλίο της Νίτσας Λουλέ – Θεοδωράκη «Χαρίλαος Φλωράκης» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995), τα αποσπάσματα που ακολουθούν.
***
Η 6η Ολομέλεια του Κόμματος γίνεται στην Αλβανία και ο Χαρίλαος παίρνει μέρος τούτη τη φορά σαν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Με επικεφαλής τον Κολιγιάννη, μεταφέρεται με μια ομάδα ανταρτών στο Πότι της Κριμαίας. Τα βουνά και οι μάχες έμειναν πίσω. 
Για τους Έλληνες κομμουνιστές στην προσφυγιά, Σοβιετική Ένωση, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ανατολική Γερμανία, αρχίζει, ένας νέος αγώνας στις νέες συνθήκες, μόρφωση, συμβολή στην οικονομία του σοσιαλισμού κλπ. 
Στη μακρινή Τασκένδη πηγαίνει ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων. Εκεί καταλήγει και η ομάδα του Χαρίλαου. Στην Τέταρτη Πολιτεία.
 Οι περισσότεροι βρίσκουν δουλειά σε εργοστάσιο που φτιάχνει καλώδια. Γύρω του κτισμένες στη σειρά εργατικές κατοικίες. Βολεύονται, όπως μπορούν στα διαμερίσματα που τους δίνουν. 
Ο Χαρίλαος μοιράζεται ένα δωμάτιο με τον μπαρμπα-Κώστα Λουλέ. 
Έτσι, η γνωριμία των δυο αντρών, που ξεκίνησε το ’45 σε κάποιο αχτίφ, γίνεται φιλία που κρατά μια ολόκληρη ζωή. 
«Ο Χαριλιός» έλεγε ο πατέρας μου και γέμιζαν τα μάτια του αγάπη. 
«Το αχώριστο δίδυμο» τους αποκαλούσαν στο Κόμμα και στις φυλακές.

«Ο σύντροφος Κώστας ήταν πολιτικός επίτροπος στη σχολή αξιωματικών. Βλεπόμαστε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου για δουλειά. Στην Τασκένδη είχαμε χρόνο να μιλάμε και να γνωριστούμε καλύτερα. Όταν γυρίζαμε σπίτι τα βράδια παίζαμε σκάκι και μαθαίναμε ρωσικά. Λίγους μήνες όμως κράτησε αυτό. Το ’50 έφυγα για τη Μόσχα και ο Κώστας πήρε «μετάθεση» για τη Ρουμανία. Βρισκόμαστε στο Βουκουρέστι, όποτε είχαμε ολομέλεια».

*
Φθινόπωρο ’85. Κυριακή πρωί. 
Ο κινηματογράφος ΑΤΤΙΚΟΝ γεμάτος.
 Ουρά ο κόσμος περιμένει μάταια για ένα εισιτήριο. Πρεμιέρα στο έργο του Παντελή Βούλγαρη «Πέτρινα χρόνια». 
Θέμα του η αληθινή ιστορία ενός ζευγαριού, της Ελένης και του Μπάμπη. Από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας ο μικρός τους γιος, ο Μιλτιάδης, που γεννιέται στη φυλακή και γίνεται, αργότερα κουμπάρος των γονιών του μέσα στη φυλακή. Χρόνια πριν ο Παντελής Βούλγαρης κάνει την ταινία, όταν ο Μιλτιάδης ήταν επτά ετών κι έπρεπε να πάει, στο σχολείο, με τη δικτατορία απειλή πάνω από τα κεφάλια μας, έγινα ένα απόγευμα νονά του. 
Τον βαφτίσαμε στον Άγιο Δημήτριο, στους Αμπελόκηπους, με λίγους καλεσμένους, χωρίς τους γονείς, αφού και οι δυο βρίσκονταν στις φυλακές.
Χαρίλαος, Γκρόζος και Κώστας Λουλές σε στιγμές κεφιού
Πήγαμε όλοι, σε τούτη την πρεμιέρα. Και το έργο το είδαμε δυο και τρεις φορές. Και κάθε φορά τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι από τα μάτια μας. Γιατί ήταν σαν να ζούσαμε όλοι μαζί από την αρχή εκείνα τα πέτρινα χρόνια.

Ο Χαρίλαος, ο πατέρας, όλη η παλιά φουρνιά είναι παρόντες. Με μάτια κόκκινα από το κλάμα, γυρίσαμε το μεσημέρι στο σπίτι των γονιών μου, Λουκάρεως 42. 
Στην περιοχή μέναμε χρόνια ολόκληρα, για να είμαστε κοντά στις φυλακές. 
Οι φυλακές γκρεμίστηκαν, έγιναν δικαστήρια και οι γονείς μου εξακολουθούσαν να μένουν εκεί. Καλεσμένος και ο Χαρίλαος εκείνο το μεσημέρι. Η κυρα-Μαρία, η Μαριώ όπως τη φωνάζει, είχε φτιάξει ντολμάδες, που τόσο του αρέσουν. Ένα γύρο στο τραπέζι μαζί με τα παιδιά μου ακούγαμε τους δυο παλιούς συντρόφους να διηγούνται ιστορίες από τις φυλακές, την εξορία, την προσφυγιά.

«Θυμάσαι, ρε Κώστα, που δώσαμε μια παράσταση στην Αίγινα και ντύθηκες παπάς; 
Επιτυχία που είχε εκείνος ο ρόλος! Χε, χε! 
Ε, άμα δεν κάναμε κι αυτά, πώς θα πέρναγαν τα χρόνια. Θα την παθαίναμε σαν τους ποινικούς που τρελαίνονταν στο χρόνο πάνω, από την κλεισούρα και την έλλειψη οραμάτων. Κάναμε μαθήματα, διαβάζαμε, σκαρώναμε θεατρικές παραστάσεις. Ζούσαμε!»

Οι φυλακισμένοι κομμουνιστές είχαν τους δικούς τους κανόνες. Το πενήντα τοις εκατό των χρημάτων που λάβαιναν, όσοι λάβαιναν, το έδιναν στο κοινό ταμείο για τις ανάγκες όλων. Τα τρόφιμα χωρίζονταν, επίσης, στα τρία ή στα τέσσερα, ανάλογα με τα άτομα που αποτελούσε η κάθε παρέα.

«Με τον τρόπο αυτό βελτιώναμε το συσσίτιό μας. Βοηθούσαμε τους συγκρατούμενους μας, που δεν είχαν οικογένειες ή που ήταν φτωχοί. 
Π.χ., αν κάποιος χρειαζόταν γυαλιά. τα αγόραζε από το κοινό ταμείο. Υπήρχε αλληλεγγύη. Μέχρι και στους ποινικούς βαρυποινίτες που ήταν κοντά μας δίναμε από το συσσίτιό μας. Κι εκείνοι με τη σειρά τους μας βοηθούσαν. Να μας φέρουν κρυφά μια εφημερίδα, να μας πουν κανένα νέο απ’ έξω.

*
«Θυμάσαι, βρε Χαριλιό, το «ντου» που μας έκαναν και πήραν ό,τι χαρτικό είχαμε πάνω μας;»

«Εγώ θυμάμαι, εσύ τη λουλέικη φασαρία που έκανες, τη θυμάσαι;
 Που λέτε, σε κείνο το γιουρούσι -γιατί για γιουρούσι επρόκειτο- μας πήραν όλα τα βιβλία, όλες τις φωτογραφίες, σημειώματα, τα πάντα.
 Ο πατέρας σου έχασε σε κείνο το πλιάτσικο όλα τα τεύχη του Οικονομικού Ταχυδρόμου που φύλαγε. Έκανε καβγά που δε λέγεται, μα ποιος τον άκουγε! 

Το νόστιμο, όμως, ήταν άλλο.
 Ένας από τους συγκρατούμενους στο θάλαμό μας είχε πάνω από το ράντζο του τη φωτογραφία του Μαρξ. 
Πάει ο φύλακας να την ξεκρεμάσει.

«Μη, σε παρακαλώ», του λέει.

«Γιατί, ποιος είναι;»

«Ο μπάρμπας μου, ο παπάς».

«Έχεις, μωρέ, μπάρμπα παπά και είσαι φυλακή;»

«Μα, αυτός με έφερε εδώ μέσα».

«Και γλίτωσε η φωτογραφία του Μαρξ, γιατί ο φύλακας νόμισε πως ο μπάρμπας του ο παπάς ήταν αντίθετος από τον ανιψιό του και τον έστειλε φυλακή!»

Έκατσε μαζί μας ο Χαρίλαος εκείνη την Κυριακή μέχρι αργά το απόγευμα, με ιστορίες, πειράγματα και αστεία.

Ήταν από τις λίγες φορές που οι φίλοι ξανοίχτηκαν μπροστά σε τρίτους…

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

Η ιστορική φωτογραφία Του κομαντάντε Che !!



Είναι η πιο διάσημη φωτογραφία, που τραβήχτηκε ποτέ. 
Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, όπως τον απαθανάτισε ο φακός του Αλμπέρτο Γκουτιέρεζ, γνωστού ως Αλμπέρτο Κόρμπα.
Το κλικ το έκανε στις 5 Μαρτίου του 1960. 
Την προηγούμενη ημέρα, η CIA είχε ανατινάξει ένα γαλλικό πλοίο στο λιμάνι της Αβάνας.
Από το «χτύπημα» σκοτώθηκαν 136 άτομα. Οι Κουβανοί έγιναν έξαλλοι. Την επόμενη έγιναν οι κηδείες.
Ο Φιντέλ Κάστρο, μετά από πορεία διαμαρτυρίας, ανέβηκε στην εξέδρα που είχε στηθεί στην πλατεία Επανάστασης, για να μιλήσει στο πλήθος. 
Πίσω του, στεκόταν ο Τσε Γκεβάρα. Ο φωτογράφος ήταν κάτω από την εξέδρα. 
Ο Γκεβάρα έκανε ένα βήμα μπροστά, για να δει κάτι και μπήκε στο οπτικό πεδίο του Γκουτιέρεζ, που είχε σηκωμένο το κεφάλι. Κοίταξε μέσα στον φακό και τράβηξε μόνο δύο φωτογραφίες. Μια οριζόντια και μια κάθετα. Ίσα που πρόλαβε να ζουμάρει....
Η εφημερίδα Revolution που δούλευε, δεν ήθελε να τη δημοσιεύσει και προτίμησε να βάλει μια του Κάστρο με τον Σάτρ και τη ΝτεΜποβουάρ. 
Ο Κόρμπα έβγαλε μερικά αντίτυπα και την έκανε δώρο σε μερικούς του φίλους.
 Η ιστορική φωτογραφία έμεινε κλεισμένη για επτά χρόνια στο συρτάρι του και κολλημένη σε έναν τοίχο του γραφείου του.
     Το 1967, μετά τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα, 
ο Ιταλός εκδότης Τζιαντζιάκομο Φελτρινέλι βρέθηκε στην Κούβα, ψάχνοντας στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του κομαντάντε. 
Συναντήθηκε με τον Γκουτιέρεζ και όταν είδε τη φωτογραφία του, έμεινε εκστατικός.Ήταν η καλύτερη πόζα του Τσε, που είχε δει ποτέ του. 
Ο φωτογράφος Γκουτιέρεζ, για να βοηθήσει τον «φίλο της επανάστασης», όπως έλεγε τον Ιταλό εκδότη, την έβγαλε από το συρτάρι και του τη χάρισε.
Δεν πληρώθηκε καθόλου.... 
Από τότε, η «δωρική» πόζα του Τσε Γκεβάρα κόσμησε εκατομμύρια μπλουζάκια, σημαίες, ρούχα, τοίχους, προκηρύξεις, ποτήρια, μπρελόκ, οτιδήποτε.
Είναι ταν το απόλυτο σύμβολο της επανάστασης. 
Για δεκαετίες ολόκληρες, ο φωτογράφος δεν απολάμβανε κέρδη από τη φωτογραφία, αφού δεν είχε κατοχυρώσει ηθελημένα το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας....

               28/1/18

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Το Nου σας! Ξανάρχονται!

Χ. Χίμλερ, ΕΣ-ΕΣ:
"Έπρεπε να παρθεί η δύσκολη απόφαση να εξαφανιστούν οι άνθρωποι αυτοί από το πρόσωπο της γης"

 Τελική λύση του Εβραϊκού ζητήματος (die Endlösung der Judenfrage), διάσκεψη της Βάνζεε 1942, 

Ολοκαύτωμα!
Το σχέδιο για την πλήρη εξόντωση των Untermenschen (κατώτερα πλάσματα ή υπάνθρωποι), όπως και οι Σλάβοι.
Άουσβιτς Ι,  Άουβιτς ΙΙ Μπίρκεναου, Μπέλζεκ,  Τρεμπλίνκα,  Νταχάου, Σάξενχαουζεν,  Φλόσενμπεργκ, Μπούχενβαλντ,  Μαουτχάουζεν… Μπάμπι Γιάρ (Бабин Яр)…
Εννιά έως έντεκα (9-11) εκατομμύρια δολοφονημένοι Εβραίοι, 
τριάντα πέντε (35) εκατομμύρια Σλάβοι (σχεδόν τριάντα από αυτούς Σοβιετικοί), 
δέκα πέντε (15) εκατομμύρια Κινέζοι, Γάλλοι, Άγγλοι, Έλληνες, Κορεάτες, Αμερικανοί…
Και να φανταστείτε, τότε ηττήθηκαν.

«Τι θα κάνουμε με τις γυναίκες και τα παιδιά; 

Αποφάσισα 
να βρω μια εντελώς ξεκάθαρη λύση και για αυτό το θέμα. 
Θεωρώ ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να ξεριζώσω (ausrotten) τους άντρες 
-με άλλα λόγια, να τους σκοτώσω ή να βάλω να τους σκοτώσουν- 
και να αφήσω τους εκδικητές με τη μορφή παιδιών να μεγαλώσουν και να αναμετρηθούν με τους γιους και τα εγγόνια μας. 
Έπρεπε να παρθεί η δύσκολη απόφαση να εξαφανιστούν οι άνθρωποι αυτοί από το πρόσωπο της γης».

Χ. Χίμλερ, ΕΣ-ΕΣ
Aπο:
Stelios Kanakis
 27/1/18


Μια μικρή σημείωση σχετικά με τις σημερινές αναρτήσεις για το Ολοκαύτωμα. 
Το Άουσβιτς δεν «απελευθερώθηκε» όπως γράφουν μερικοί, που προσπαθούν πίσω από τη χρήση της παθητικής φωνής να κρύψουν το υποκείμενο.
 Το Άουσβιτς το απελευθέρωσε ο Κόκκινος Στρατός. Αυτό καλό είναι να λέγεται με σαφήνεια.
Και κάτι ακόμα, 
οι Εβραίοι ήταν κατά κύριο λόγο οι μικρομεσαίοι μαγαζάτορες και μικροβιοτέχνες της μεσοπολεμικής περιόδου στη Γερμανία. 
Η οικονομική τους δραστηριότητα εμπόδιζε την επέκταση των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων. Γι’ αυτό διώχθηκαν τόσο ανελέητα, γι’ αυτό από την πρώτη στιγμή που ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία τους κήρυξε παράνομους και επέτρεψε την καταλήστευση των περιουσιών τους (φυλετικοί νόμοι της Νυρεμβέργης περί της προστασίας του «γερμανικού αίματος και της γερμανικής τιμής»). Σκοπός του ήταν να ξεκαθαρίσει το οικονομικό τοπίο, προς όφελος των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων και των βιομηχανιών.
Επίσης, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν, φυσικά, χώροι θανάτου, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. 
Κυρίως ήταν οι προμηθευτές τσάμπα εργατικού δυναμικού στην ανερχόμενη γερμανική βιομηχανία. 
Γι’ αυτό κοντά στα στρατόπεδα υπήρχαν οι εγκαταστάσεις μεγάλων βιομηχανικών μονάδων. 
Το ίδιο το Άουσβιτς βρίσκονταν στην περιοχή της Άνω Σιλεσίας, εκεί που είναι τα σημαντικότερα κοιτάσματα άνθρακα. 
Το ίδιο ίσχυε και για τα υπόλοιπα στρατόπεδα συγκέντρωσης. 
Για παράδειγμα το Νταχάου, προμήθευε εργατικό δυναμικό σε πολλές μεγάλες βιομηχανίες, όπως ήταν τότε τα εργοστάσια της BMW, της Krupp και της Farben.
Foto: το σύμπλεγμα των στρατοπέδων του Άουσβιτς από αέρος, όπως το φωτογράφησε η RAF το 1944
Από:
Σοφία Χουδαλάκη
27/1/18



Από τις αρχές του 1945, στις 12 του Γενάρη, ξεκίνησε η επιχείρηση «Βιστούλα – Οντέρ» του Κόκκινου Στρατού. 
Τα σοβιετικά στρατεύματα άρχισαν τη μεγάλη επέλασή τους με κατεύθυνση τη πρωτεύουσα της ναζιστικής Γερμανίας, το Βερολίνο.

Η πύλη της κόλασης του Αουσβιτς με την επιγραφή: Η εργασία απελευθερώνει.

Οι Γερμανοί, από τον Νοέμβρη του 1944, προετοιμάζονται να αποχωρήσουν, μη μπορώντας να σταματήσουν την επέλαση του Κόκκινου Στρατού. 
Αρχισαν να γκρεμίζουν τα κτίρια – μάρτυρες των φρικαλεοτήτων τους. Τα κρεματόρια και οι τέσσερις θάλαμοι αερίων ισοπεδώθηκαν. Οι αποτεφρωτήρες αποσυναρμολογήθηκαν και ετοιμάστηκαν να μεταφερθούν στο άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης, το Μαουτχάουζεν, το οποίο πίστευαν οι Γερμανοί ότι δεν θα έπεφτε στα χέρια των Συμμάχων.
Μέχρι τις 18 Γενάρη, οι Γερμανοί εκκένωσαν τα στρατόπεδα του Αουσβιτς, καθώς οι σοβιετικές δυνάμεις πλησίαζαν το συγκρότημα του Αουσβιτς, 
οδηγώντας σε πορείες θανάτου, μέσα στα χιόνια, περίπου 60.000 εξαθλιωμένους κρατούμενους, με κατεύθυνση το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλσεν στην πόλη Μπέργκεν, και την πόλη Βότζισλαβ Σλάσκι στο δυτικό τμήμα της Άνω Σιλεσίας, όπου φόρτωναν όσους είχαν επιζήσει, σε τρένα για τα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία.
 Τα SS πυροβολούσαν όποιον έμενε πίσω ή δεν είχε τις δυνάμεις να συνεχίσουν. 
Περισσότεροι από 15.000 κρατούμενοι έχασαν τη ζωή τους σε αυτές τις πορείες θανάτου από το Αουσβιτς.
Δυο μέρες μετά, στις 20 Γενάρη, οι Γερμανοί επιστρέφουν στο συγκρότημα Αουσβιτς-Μπιρκενάου και ανατίναξαν τα δυο τελευταία κρεματόρια, στην προσπάθειά τους να εξαφανίσουν τα ίχνη των αποτρόπαιων πράξεών τους από τους Σοβιετικούς.


Σοβιετικοί στρατιώτες απελευθερώνουν τις κρατούμενες στο στρατόπεδο του Αουσβιτς. Οι γυναίκες της φωτογραφίας είναι πολιτικές κρατούμενες, κομμουνίστριες από τη Σοβιετική Ενωση, όπως δείχνουν τα σήματα που φορούν στο πέτο.

Το Σάββατο 27 Γενάρη 1945, οι στρατιώτες της 60ής Στρατιάς του 1ου Ουκρανικού Μετώπου του Κόκκινου Στρατού μπαίνει απελευθερωτής στο Αουσβιτς, όπου βρίσκει περισσότερους από 7.000 παρατημένους κρατούμενους, σε τρισάθλια κατάσταση, τους οποίους παράτησαν οι Ναζί γιατί δεν θα μπορούσαν έτσι κι αλλιώς να ακολουθήσουν την πορεία θανάτου.

Αουσβιτς. 27 Γενάρη 1945. Οι πρώτοι κρατούμενοι που απελευθερώνονται


Εκείνο το πρωινό οι σοβιετικοί στρατιώτες του 322ου τμήματος πεζικού της 60ης Στρατιάς, με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη του Κόκκινου Στρατού Πάβελ Κουρότσκιν, μπήκαν στο πρώτο στρατόπεδο, το Αουσβιτς Ι, όπου αντίκρισαν τις πρώτες εικόνες της φρίκης του Αουσβιτς στα πρόσωπα των 1200 επιζώντων του στρατοπέδου.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας έμπαιναν
 στο Αουσβιτς ΙΙ, 
το περίφημο στρατόπεδο Μπίκερναου, όπου βρήκαν 5.800 επιζώντες, ανάμεσά τους 611 παιδιά.

Από τα 230.000 παιδιά που βρίσκονταν στο Αουσβιτς μόνο 611 απελευθερώθηκαν.



Από τους επιζώντες του Αουσβιτς ακούστηκαν οι πρώτες διηγήσεις για τα τερατώδη εγκλήματα των ναζί που είχαν διαπραχθεί στο Αουσβιτς από τους Γερμανούς φασίστες.

Ένας Σοβιετικός γιατρός εξετάζει έναν επιζώντα του Άουσβιτς



Από τα πάνω από 6 εκατομμύρια ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους στα απάνθρωπα στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχαν δημιουργήσει οι Γερμανοί φασίστες, 
πάνω από 1,3 εκατομμύριο εξοντώθηκαν στο Αουσβιτς. 
900.000 επιλέχτηκαν και εκτελέστηκαν με διάφορους τρόπους, θανατώθηκαν με δηλητηριώδη αέρια σε ειδικούς θαλάμους αερίων, απαγχονίστηκαν, πυροβολήθηκαν, έγιναν πειραματόζωα για την εξακρίβωση της αντοχής των ανθρώπων σε διάφορα δηλητήρια, πυροβολήθηκαν. 
Πάνω από 200.000 πέθαναν από ασθένειες, υποσιτισμό και βαρύτατες κακοποιήσεις και ιατρικά πειράματα.

Ένα λόφος από γυαλιά, τα οποία ανήκαν σε ανθρώπους που έκλεισαν στο Άουσβιτς και οδηγήθηκαν στους θαλάμους αερίων.

Από αυτούς περίπου 1.100.000 ήταν Εβραίοι ήταν κρατούμενοι. Τους είχαν κρεμάσει διακριτικό ένα κίτρινο εξάκτινο αστέρι στο πέτο. 

Ανάμεσά τους 55.000 Ελληνες Εβραίοι.

Νοσοκομείο για τους απελευθερωμένους κρατουμένους, που έστησαν οι Σοβιετικοί.


Οι πολιτικοί κρατούμενοι, περίπου 160.000, φορούσαν διακριτικό ένα κόκκινο τρίγωνο.

Οι Πολωνοί, περίπου 140.000, είχαν ένα «Ρ» πάνω στο κόκκινο τρίγωνο.

Οι Αθίγγανοι και οι «κοινωνικά απροσάρμοστοι», ανάμεσά τους και μερικές πόρνες, περίπου 25.000 άτομα, με διακριτικό στο πέτο ένα μαύρο τρίγωνο.

Η πτέρυγα των Σοβιετικών κρατουμένων, του Μουσείου του Αουσβιτς.

Οι Αιχμάλωτοι Πολέμου, κυρίως Σοβιετικοί, ήταν περίπου 15.000. 
Και άλλοι 10.000 από άλλες εθνικότητες: Τσέχοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Σλοβένοι.

Σωφρονιστικοί κρατούμενοι, περίπου 11.000 με διακριτικό ένα «ΕΗ» και μερικές εκατοντάδες ποινικοί κρατούμενοι με διακριτικό ένα πράσινο τρίγωνο.

Και η καταμέτρηση των «κολασμένων» κλείνει με καμιά εκατοστή ομοφυλόφιλους με ένα ροζ τρίγωνο στο πέτο και 400 περίπου Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Βέβαια το Άουσβιτς δεν ήταν το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης που απελευθερώθηκε.
Το πρώτο στρατόπεδο ήταν εκείνο του Μαϊντάνεκ, στην ανατολική Πολωνία, που απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο Στρατό στις 23 Ιούλη του 1944.
Ηταν όμως το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης ανθρώπων που έφτιαξαν οι ναζί εθνικοσοσιαλιστές της Γερμανίας. 
Εμεινε στην Ιστορία σαν το σύμβολο της κτηνωδίας των Γερμανών φασιστών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η φωτογραφία που συνοδεύει το θέμα είναι Αφίσα της Βερολινέζικης Ενωσης των διωχθέντων από το Ναζιστικό Καθεστώς – «27 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1945 – ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ – Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕ ΤΟ ΑΟΥΣΒΙΤΣ»