ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Che Guevara. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Che Guevara. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

50 χρόνια από την δολοφονία του Che

«ο άνθρωπος – έλεγε ο Τσε– πρέπει να περπατάει με το κεφάλι απέναντι στον ήλιο. 
Και ο ήλιος πρέπει να κάψει το μέτωπο και καίγοντάς το να το σφραγίσει με τη σφραγίδα της τιμής.
Όποιος περπατάει σκυφτός, χάνει αυτήν την τιμή»



Σήμερα συμπληρώνονται 50 χρόνια από την αιχμαλωσία και την δολοφονία του Τσε Γκεβάρα, στις 8 προς 9 Οκτώβρη 1967, στη Βολιβία.

Εκείνος στον οποίο ανατέθηκε να τον εκτελέσει ήταν ο υπαξιωματικός Μάριο Τεράν.

Ο Μάριο Τεράν, ο δολοφόνος του Τσε, το 2006 υποβλήθηκε σε εγχείρηση από Κουβανούς γιατρούς που συμμετέχουν στο πρόγραμμα της «Επιχείρησης Θαύμα» και προσφέρουν – δωρεάν – τις υπηρεσίες τους σε ασθενείς σε όλη τη Λατινική Αμερική. 
Ο Τεράν έπασχε από καταρράκτη. Οι επεμβάσεις καταρράκτη δεν είναι και τόσο απλό πράγμα για τους φτωχούς ανθρώπους στη Λατινική Αμερική.

Ο γιος του Τεράν, το 2007, στην συμπλήρωση 40 χρόνων από την δολοφονία του Τσε, έστειλε σε εφημερίδα της Βολιβίας ευχαριστήριο μήνυμα προς τους Κουβανούς γιατρούς που αποκατέστησαν την όραση του πατέρα του. Του δολοφόνου, δηλαδή, του (και) γιατρού Τσε Γκεβάρα…

«Θυμηθείτε αυτό το όνομα – Μάριο Τεράν – ένας άνδρας που εκπαιδεύτηκε για να σκοτώσει μπορεί και πάλι να βλέπει χάρη στους γιατρούς που ακολουθούν τις ιδέες του θύματός του»,

ήταν το ρεπορτάζ με το οποίο κατέγραψε την είδηση η εφημερίδα «Γκράνμα» της Κούβας.


Λίγο πριν τη δολοφονία του, ο Τσε είχε στείλει στα παιδιά του ένα γράμμα:

«Αγαπημένα μου Ιλδίτα, Αλεϊδίτα, Καμίλο, Σέλια και Ερνέστο,

Αν μια μέρα χρειαστεί να διαβάσετε τούτο το γράμμα, θα πει πως πια δεν είμαι ανάμεσά σας. Σχεδόν δε θα με θυμάστε πια και τα πιο μικρά θα μ’ έχουν ξεχάσει.

Ο πατέρας σας ήταν ένας άνθρωπος που έπραττε όπως σκεφτόταν, και που σίγουρα ήταν πιστός στις πεποιθήσεις του (….).
Να μελετάτε πολύ, για να μπορέσετε να κυριαρχήσετε στην τεχνική, που θα σας επιτρέψει να κυριαρχήσετε στη φύση (…). Να ‘στε κυρίως ικανά να αισθάνεστε, όσο πιο βαθιά μπορείτε, κάθε αδικία που γίνεται απέναντι σ’ οποιονδήποτε, σ’ οποιαδήποτε χώρα του κόσμου(…). Πάντα, παιδιά μου, θα ελπίζω να σας ξαναδώ.
Ένα μεγάλο και δυνατό φιλί απ’ τον Μπαμπά».

Δεν είδε ποτέ ξανά τα παιδιά του.Στις 8 προς 9 Οκτώβρη του 1967 ο κομαντάντε Τσε Γκεβάρα θα περνούσε στο πάνθεον των «αθανάτων» της Ιστορίας με διαβατήριο την πίστη του στις πεποιθήσεις του. Χτυπήθηκε από δυο σφαίρες στο σβέρκο. Πισώπλατα.

Οι δολοφόνοι του, αν και αιχμάλωτος, δεν είχαν το κουράγιο να τον κοιτούν στα μάτια ούτε καν τη στιγμή που τον εκτελούσαν. 

Οι δολοφόνοι του μοίρασαν ανά την υφήλιο τη φωτογραφία του νεκρού Τσε πιστεύοντας ότι έτσι θα σφράγιζαν και θα έκλειναν τους λογαριασμούς τους μαζί του.

Έκαναν λάθος. Μια άλλη φωτογραφία ήταν εκείνη που έμελλε να μείνει στην Ιστορία.


«Υπήρξε από τους πιο οικείους, από τους πιο θαυμαστούς, από τους πιο αγαπητούς, και, δίχως αμφιβολία, ο πιο εξαίρετος από τους επαναστάτες συντρόφους μας (…).

Ξεχείλιζε από ένα βαθύ πνεύμα μίσους και περιφρόνησης προς τον ιμπεριαλισμό (…).

Ικανός αρχηγός, αυθεντία, δεξιοτέχνης του επαναστατικού πολέμου. Κι όμως, με τον ηρωικό και δοξασμένο θάνατό του, κάποιοι επιχειρούν να αρνηθούν την ισχύ ή την αξία των αντιλήψεων και των αντάρτικων ιδεών του. Μπορεί να πεθάνει ο δεξιοτέχνης, κύρια όταν η τέχνη του είναι τόσο επικίνδυνη όσο η επαναστατική πάλη, αλλά εκείνο που με κανέναν τρόπο δε θα πεθάνει είναι η τέχνη στην οποία αφιέρωσε τη ζωή του και την ευφυΐα του (…).

Επέδρασε σημαντικά στη στάση του η αντίληψη ότι οι άνθρωποι έχουν μια σχετική αξία στην ιστορία, η ιδέα ότι δεν ηττάται η υπόθεση όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι, και ότι η ακατάσχετη πορεία της ιστορίας δε σταματά, ούτε θα σταματήσει με το χαμό των αρχηγών(…).

Άνθρωποι σαν κι αυτόν είναι ικανοί, με το παράδειγμά τους, να συμβάλουν στην εμφάνιση άλλων που να τους μοιάζουν (…)».

Με αυτά τα λόγια αποχαιρετούσε ο Φιντέλ Κάστρο, στον επικήδειο που εκφώνησε στην Πλατεία της Επανάστασης, στην Αβάνα, στις 18 Οκτώβρη 1967, τον Ερνέστο Γκεβάρα. Τον Τσε.


Συχνά επανέρχεται το ερώτημα: Τι ήταν εκείνο που οδήγησε έναν από τους ηγέτες μιας από τις σημαντικότερες επαναστάσεις του 20ού αιώνα να προσφέρει τόσο αφειδώλευτα – και κατά άλλους τόσο «απερίσκεπτα» και τόσο «τυχοδιωκτικά» – την ίδια του τη ζωή στο πεδίο των μαχών για την κοινωνική απελευθέρωση;

Στη στάση του Τσε απέναντι στη ζωή επέδρασε σημαντικά αυτό που περιέγραψε ο Φιντέλ Κάστρο στον επικήδειο. Η αντίληψη, δηλαδή

«ότι οι άνθρωποι έχουν μια σχετική αξία στην Ιστορία, η ιδέα ότι δεν ηττάται η υπόθεση όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι,και ότι η ακατάσχετη πορεία της Ιστορίας δε σταματά ούτε θα σταματήσει με το χαμό των αρχηγών (…)».

Αυτός ήταν ο Τσε. Ασταμάτητος. Αλύγιστος. Παθιασμένος. Αμετανόητος. Τέτοιος ήταν ο Τσε και αυτός ήταν ο λόγος που συγκαταλέγεται σε εκείνους τους ελάχιστούς που κατάφεραν να μετατρέψουν το θάνατό τους σε ένα τόσο στέρεο σκαλοπάτι για να ανυψωθεί το αίτημα για ζωή, για ανθρώπινη ζωή, ακόμη ψηλότερα.

Την αντίληψη του Τσε για τον άνθρωπο δε θα μπορούσαν ποτέ να την καταλάβουν οι δολοφόνοι του. Πόσο μάλλον να την εξοντώσουν.

Το έγκλημα, αντί να σβήσει τα ίχνη αυτού του ασθματικού γιατρού από την Αργεντινή, μετατράπηκε σε βαθιά, σε ζωογόνα και ελπιδοφόρα ανάσα για τους αδικημένους, για τους λαούς όλου του κόσμου.


Ό,τι δεν κατάφεραν με τον Τσε εκείνοι που τον δολοφόνησαν νόμισαν ότι θα το κατόρθωναν όσοι πίστεψαν ότι μπορούν να τον μετατρέψουν σε μια ακίνδυνη στάμπα πάνω σε μπλουζάκια και «μοδάτα» αξεσουάρ.

Ούτε αυτοί αντιλήφθηκαν ότι η ζωή του Τσε ξεπερνά κατά πολύ την αγοραία λογική τους. Δεν είχαν τα εργαλεία να αντιληφθούν εκείνο που κατάλαβε ο Σαρτρ:«Η ζωή του Τσε»– έλεγε ο Σαρτρ –είναι η ιστορία του πληρέστερου ανθρώπου της εποχής μας».

Αυτή η «πλήρης Ιστορία», που ο Τσε την έγραψε και την διηγήθηκε με τη ζωή και το θάνατό του, είναι ταυτόχρονα και η απάντηση στο ερώτημα «γιατί ο Τσε συνεχίζει να ζει».

Όσοι προσπαθούν να εξαντλήσουν την εξήγηση αυτής της «αθανασίας», εστιάζοντας στην εικόνα του Τσε σαν «γητευτή των φοιτητικών ονείρων», 
ξεχνούν ότι ο Τσε των εργατών και των αγροτών, ο Τσε των ταπεινών και καταφρονεμένων, ο Τσε της νεολαίας, δε μας άφησε κληρονομιά μόνο το απίστευτο βλέμμα του.

Ένα βλέμμα που κοιτάζει μακριά αλλά στέρεα προς το φαινομενικά αδύνατο.

Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο Τσε και οι σύντροφοί του στην Κούβα έγιναν η απόδειξη της νίκης απέναντι στην καταπίεση, στη διαφθορά, στο φασισμό, στον ιμπεριαλισμό.

Δεν ήταν μόνο ότι ο Τσε αρνήθηκε μια «στρωμένη» και άνετη ζωή, πριν την κουβανέζικη επανάσταση, ότι δεν θαμπώθηκε από τις τιμές, τα πόστα, την αναγνώριση, μετά την επικράτηση της επανάστασης.

Στην περίπτωση του Τσε ο τίτλος του «συμβόλου» δεν του χαρίστηκε μετά θάνατον. 
Ήταν ένας τίτλος που ως καθοδηγητής και ως σύντροφος, ως οδηγός και ως κομαντάντε στην ανειρήνευτη πάλη του ενάντια σε αυτήν την αδικία, τον είχε κατακτήσει ήδη. 

Ο Τσε ουδέποτε αισθάνθηκε ότι ήταν «άγιος», έστω κι αν είχε ήδη θεοποιηθεί από πολλούς ανθρώπους. Δεν άφησε ποτέ περιθώρια για «αγιοποίηση». Τελικά, όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν απλώς ένας άνθρωπος. Που έκανε ό,τι πίστευε. Και πίστευε ό,τι έκανε.

«Δεν είμαι απελευθερωτής (libertador). Δεν υπάρχουν libertadores. Οι ίδιοι οι άνθρωποι απελευθερώθηκαν μόνοι τους», έλεγε ο Τσε.

Όλα αυτά μαζί συνθέτουν κομμάτια από τον «μύθο» του Τσε. Αλλά και πάλι δεν είναι αρκετά να εξηγήσουν το γιατί ο Τσε Γκεβάρα «ζει».

Γιατί, τελικά, εκείνο που στην πραγματικότητα κρατά «ζωντανό» τον Τσε είναι ότι παραμένουν τραγικά ζωντανά και δραματικά επίκαιρα όλα όσα τον «δημιούργησαν».

Ο πραγματικός λόγος που ο Τσε παραμένει «ζωντανός» είναι ότι παραμένουν ζωντανά όλα όσα τον «γέννησαν».


Ο Τσε «ζει» γιατί, ως πολεμιστής και ως πολιτικός, ήταν ο κομαντάντε μιας υπόθεσης που και ως θεωρία και ως πράξη θα βρει την ολοκλήρωσή της, μόνο όταν καταργηθεί κάθε μορφής εκμετάλλευση.

Ο μαρξισμός και το κομμουνιστικό ιδεώδες είναι πλήρως εξαγνισμένο μέσα μου, έλεγε ο Τσε, προσθέτοντας με απόλυτη σαφήνεια: 

«Δεν υπάρχει για μας κανείς άλλος ορισμός του σοσιαλισμού, πλην της κατάργησης της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο».

Ο Τσε θα παραμένει «ζωντανός» για όσο το βλέμμα του θα δείχνει ότι είναι ρεαλιστικό το όραμά του για έναν κόσμο ελεύθερο, δημοκρατικό, χωρίς πείνα, χωρίς φτώχεια, χωρίς καταπίεση.

«Αν τρέμεις από αγανάκτηση για κάθε αδικία, είσαι σύντροφός μου», έλεγε ο Τσε.

Για όσο στον κόσμο η αδικία θα εξακολουθεί το έργο της, όσο οι έννοιες «τιμή» και «αξιοπρέπεια» θα υπάρχουν στο λεξιλόγιο των ανθρώπων, ο Τσε θα είναι «ζωντανός». Γιατί 

«ο άνθρωπος – έλεγε ο Τσε– πρέπει να περπατάει με το κεφάλι απέναντι στον ήλιο. 
Και ο ήλιος πρέπει να κάψει το μέτωπο και καίγοντάς το να το σφραγίσει με τη σφραγίδα της τιμής.Όποιος περπατάει σκυφτός, χάνει αυτήν την τιμή».

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

του Che: Ο Σοσιαλισμός και ο Άνθρωπος στην Κούβα

,,Η λευτεριά μας και το ψωμί μας έχουν το χρώμα του αίματος και είναι διογκωμένα από θυσίες. Η θυσία μας, είναι ενσυνείδητη, αυτό είναι το τίμημα της λευτεριάς που οικοδομούμε. Ο δρόμος είναι μακρύς και εν μέρει άγνωστος. Ξέρουμε το στόχο μας. Εμείς οι ίδιοι θα φτιάξουμε τον άνθρωπο του ΧΧΙου αιώνα. Θα σφυρηλατηθούμε στην καθημερινή δράση δημιουργώντας τον καινούργιο άνθρωπο με μια νέα τεχνική. 

Η προσωπικότητα παίζει το μεγάλο ρόλο της κινητήριας και κατευθυντήριας δύναμης από τη στιγμή που ενσαρκώνει τις πιο υψηλές αρετές και τις προσδοκίες του λαού ακολουθώντας σταθερά το δρόμο της.,,

Ο Σοσιαλισμός και ο άνθρωπος στην Κούβα 

(Μέρος Δεύτερο)

Του Ερνέστο Γκεβάρα.


Η εργασία πρέπει να αποκτήσει έναν καινούριο χαρακτήρα
Για να ξανακατακτήσει ο άνθρωπος την υπόστασή του, πρέπει να πάψει να υπάρχει ο άνθρωπος εμπόρευμα και να του χορηγήσει η κοινωνία ένα μέρισμα σε αντάλλαγμα της εκτέλεσης του κοινωνικού του καθήκοντος. 
Τα μέσα παραγωγής ανήκουν στην κοινωνία και η μηχανή είναι σαν το οχυρό όπου εκτελείται το καθήκον. Ο άνθρωπος αρχίζει να λευτερώνει τη σκέψη του από το άγχος με την ικανοποίηση των άμεσων αναγκών του από την εργασία. Αρχίζει να αναγνωρίζεται μέσα στο έργο του και να καταλαβαίνει το ανθρώπινο μεγαλείο του μέσα από το αντικείμενο που δημιουργεί και την πραγματοποιιούμενη εργασία. Η εργασία του δεν προϋποθέτει πια την εγκατάλειψη ενός μέρους της ύπαρξής του στη μορφή μιας πουλημένης δύναμης, που δεν του ανήκει, αλλά εκφράζει μια δική του εκδήλωση, μια προσφορά στην κοινή ζωή, την εκπλήρωση του κοινωνικού του καθήκοντος.
Κάνουμε όλοι ότι μας είναι δυνατόν για να δώσουμε στην εργασία αυτή την καινούρια διάσταση του κοινωνικού καθήκοντος και για να τη συνδέσουμε από τη μια με την τεχνολογική ανάπτυξη και από την άλλη, με την εθελοντική εργασία. 
Αυτοί οι δυο συντελεστές απαντούν στη μαρξιστική εκτίμηση σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος δεν κατακτά πραγματικά την πλήρη ανθρώπινή του υπόσταση παρά μόνο όταν παράγει χωρίς τον καταναγκασμό της φυσικής ανάγκης να πουληθεί σαν εμπόρευμα.
Φυσικά υπάρχουν και τώρα καταναγκαστικές μορφές στην εργασία ακόμα κι όταν είναι εθελοντική. Ο άνθρωπος δεν πέτυχε ακόμη να κάνει την εργασία που του ταιριάζει μια αυτόματη λειτουργία κοινωνικής φύσης και παράγει ακόμα, πολύ συχνά, κάτω από την πίεση του περιβάλλοντος (είναι αυτό που ονομάζει ο Φιντέλ ηθικό καταναγκασμό). Δεν μπορεί να χαρεί απόλυτα το έργο του μέσα στα πλαίσια των νέων συνθηκών χωρίς την πίεση του κοινωνικού περίγυρου. Αυτό δεν θα μπορέσει να το κάνει παρά μέσα στον κομμουνισμό. Η αλλαγή δεν δημιουργείται αυτόματα στη συνείδηση, όπως ούτε και στην οικονομία. Οι διακυμάνσεις είναι αργές και ακανόνιστες, και υπάρχουν περίοδοι έντασης, διακοπής, ακόμα και οπισθοχώρησης.
Η πρώτη μεταβατική περίοδος προς τον κομμουνισμό
Όπως το σημειώσαμε ήδη, πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίοδο καθαρά μεταβατική όπως εκείνη που περιγράφει ο Μαρξ στο «Κριτική του προγράμματος του Γκότα και της Ερφούρτης», αλλά μπροστά σε μια καινούρια φάση, που εκείνος δεν πρόβλεψε: την πρώτη περίοδο μετάβασης προς τον κομμουνισμό, ή την περίοδο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.
Αυτή κυλά μέσα σε άγριους αγώνες των τάξεων και των στοιχείων του καπιταλισμού που συνεχίζουν να σκιάζουν την πραγματικότητά της. 
Αν προσθέσουμε σ’ αυτά τον σχολαστικισμό που ανέκοψε την ανάπτυξη της μαρξιστικής φιλοσοφίας και εμπόδισε συστηματικά τη μελέτη αυτής της περιόδου της οποίας δεν μελετήθηκαν τα οικονομικά κίνητρα, πρέπει να συμπεράνουμε πως είμαστε ακόμα στην κούνια και ότι πρέπει να ξαναρχίσουμε την έρευνα όλων των πρωταρχικών χαρακτηριστικών αυτής της περιόδου, πριν να επεξεργαστούμε μια οικονομική και πολιτική θεωρία μεγαλύτερης προοπτικής.
Αυτή η θεωρία θα δώσει μια καθολική υπεροχή στους δυο στύλους της οικοδόμησης του σοσιαλισμού: τη διαμόρφωση του καινούριου ανθρώπου και την ανάπτυξη της τεχνικής.
Σ’ αυτές τις δύο περιοχές μας μένουν ακόμη να κάνουμε πολλά, αλλά η καθυστέρηση αυτής της θεμελιώδους βάσης που είναι η τεχνική, είναι λίγο πιο δικαιολογημένη, δεδομένου ότι εμείς δεν πρόκειται να προχωρήσουμε στα τυφλά, αλλά να ακολουθήσουμε την κατάλληλη στιγμή το δρόμο που έχουν χαράξει οι πλέον προχωρημένες χώρες του κόσμου. Γι’ αυτό ο Φιντέλ επιμένει τόσο στην ανάγκη της τεχνικής και επιστημονικής επιμόρφωσης της χώρας μας κι ακόμη περισσότερο για την πρωτοπορία της.
Υλική και ηθική αναγκαιότητα
Μέσα στην περιοχή των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, είναι πιο εύκολο να διακρίνουμε την υλική αναγκαιότητα από την ηθική αναγκαιότητα.
 Από πολύ παλιά ο άνθρωπος προσπαθεί να ελευθερωθεί από την αλλοτρίωση με την κουλτούρα και την τέχνη. 
Πεθαίνει καθημερινά επί οκτώ ώρες παίζοντας το ρόλο του εμπορεύματος για να αναστηθεί μετά την καλλιτεχνική δημιουργία. Αλλά αυτό το φάρμακο φέρει το σπέρμα αυτής καθαυτής της αρρώστιας: εκείνος που ζητά την ενότητα με τη φύση είναι μια μοναχική ύπαρξη. 
Υπερασπίζεται την ατομικότητά του από το περιβάλλον και αντιδρά μπροστά στις αισθητικές ιδέες σαν ένα μοναδικό ον, που ο πόθος του είναι να μείνει άσπιλος. Δεν πρόκειται παρά για μια απόπειρα φυγής.

Ο νόμος της αξίας δεν είναι πια η απλή αντανάκλαση των σχέσεων παραγωγής. 
Οι καπιταλιστές μονοπωλητές την περικλείουν σε μια περίπλοκη κενολογία, καθιστώντας την μια υπάκουη υπηρέτρια, ακόμα κι όταν οι χρησιμοποιούμενες μέθοδοι είναι καθαρά εμπειρικές. 
Ο υπεροργανισμός επιβάλλει έναν τύπο τέχνης που απαιτεί μια εργασία καλλιτεχνών πολύ προχωρημένης παιδείας. 
Οι αντιδραστικοί κυριαρχούνται από την τεχνική και μόνο τα εξαιρετικά ταλέντα μπορούν να δημιουργήσουν προσωπικό έργο. Οι άλλοι καταντούν θλιβεροί μισθωτοί ή αποτυγχάνουν. 
Επικαλούνται την καλλιτεχνική αναζήτηση που την θεωρούν σαν την έκφραση της ελευθερίας, αλλά αυτή η «αναζήτηση» έχει τα όριά της, αδιόρατα, μέχρι που να τσακιστεί απάνω τους, ως τη στιγμή δηλαδή, που τίθεται το πραγματικό πρόβλημα του ανθρώπου και της αλλοτρίωσής του. 
Το αδικαιολόγητο άγχος και η χοντροκομμένη ψυχαγωγία αποτελούν τις βολικές δικλείδες για την ανθρώπινη ανησυχία. 
Όποιος σεβαστεί τους κανόνες του παιχνιδιού απολαμβάνει όλες τις τιμές, όμοιες με κείνες που θα μπορούσε να επιτύχει ένας πίθηκος που θα επινοούσε τις πιρουέτες. Ο μόνος όρος είναι να μην προσπαθήσεις να ξεφύγεις από το αόρατο κλουβί.

Μια νέα τάση καλλιτεχνικής αναζήτησης
Όταν η Επανάσταση πήρε την εξουσία οι τελείως εξημερωμένοι πήραν το δρόμο της εξορίας. 
Οι άλλοι, οι επαναστάτες και μη οραματίστηκαν ένα καινούριο δρόμο. Η αναζήτηση δέχτηκε κι αυτή μια νέα εκτίναξη. Πάντως οι δρόμοι ήταν, λίγο πολύ, χαραγμένοι και η ιδέα της φυγής κρύφτηκε κάτω από τη λέξη «λευτεριά».
 Οι επαναστάτες κράτησαν συχνά αυτή τη στάση, κατάλοιπο του αστικού ιδεαλισμού στις συνειδήσεις τους. 
Στις χώρες που πέρασαν από μια παρόμοια εξέλιξη επιχείρησαν να καταπολεμήσουν αυτές τις τάσεις με έναν υπερβολικό δογματισμό. 
Η γενική εκπαίδευση μεταβλήθηκε σχεδόν σε ένα ταμπού και ανακήρυξαν σαν το ύψιστο σημείο εκπαιδευτική φιλοδοξίας μια τυπικά πιστή εικόνα της φύσης, που μεταβάλλεται εν συνεχεία σε μια μηχανική εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας όπως ήθελαν να τη βλέπουν, μιας σχεδόν ιδανικής κοινωνίας χωρίς συγκρούσεις ούτε αντιθέσεις που επιθυμούσαν να πραγματοποιήσουν.
Ο σοσιαλισμός είναι νέος και έχει τα ελαττώματά του. Εμάς, των επαναστατών, μας λείπουν συχνά οι αναγκαίες γνώσεις και το πνευματικό θάρρος για να αντιμετωπίσουμε την προσπάθεια να αναπτύξουμε τον καινούριο άνθρωπο, με διαφορετικές μέθοδες απ’ αυτές, τις πολύ συμβατικές που είναι σημαδεμένες από τη σφραγίδα της κοινωνίας που τις δημιούργησε (για μια ακόμη φορά εμφανίζεται το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα μορφής και περιεχομένου). Βρισκόμαστε σε μεγάλη αναστάτωση και μας απορροφούν τα υλικά προβλήματα. Δεν υπάρχουν μεγάλοι καλλιτέχνες που να εξασκούν ταυτόχρονα μεγάλη επαναστατική επιρροή. Οι άνθρωποι του Κόμματος πρέπει να αναλάβουν αυτή την προσπάθεια και να ψάξουν να βρουν τον αντικειμενικό στόχο: πως θα καλλιεργηθεί ο λαός.
Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός θεμελιώθηκε στην τέχνη του περασμένου αιώνα
Ζητούν λοιπόν την απλοποίηση, 
ώστε να φτάσουν στο επίπεδο εκείνου που όλος ο κόσμος θα καταλαβαίνει, εκείνου δηλαδή που καταλαβαίνουν οι υπάλληλοι. Καταργούν την αυθεντική καλλιτεχνική αναζήτηση και το πρόβλημα της γενικής κουλτούρας περιορίζεται στον σφετερισμό του σοσιαλιστικού παρόντος και του νεκρού παρελθόντος (ακίνδυνου κατά συνέπεια). Έτσι γεννιέται ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός πάνω στις βάσεις του περασμένου αιώνα.
Αλλά η ρεαλιστική τέχνη του ΧΙΧου αιώνα είναι μια ταξική τέχνη κι αυτή ίσως πιο καπιταλιστική από την παρακμιακή του ΧΧου αιώνα, όπου διαφαίνεται η αγωνία του αλλοτριωμένου ανθρώπου.
 Στην περιοχή της κουλτούρας ο καπιταλισμός έδωσε όλο του τον εαυτό και δε μένει πια παρά ένα δυσώδες πτώμα που εκδηλώνεται στην τέχνη με τη σημερινή της παρακμή. 
Αλλά γιατί να φιλοδοξούμε να ψάχνουμε στις ξεθυμασμένες φόρμες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού τη μοναδική αξιόλογη συνταγή; 
Δεν μπορούμε να αντιτάξουμε στον ρεαλισμό την «ελευθερία», γιατί αυτή δεν υπάρχει ακόμη και δεν θα υπάρξει όσο η ανάπτυξη της καινούριας κοινωνίας δεν ολοκληρωθεί. 
Αλλά και να μην τολμήσουμε να καταδικάσουμε όλες τις προγενέστερες μορφές τέχνης του πρώτου μισού του ΧΙΧου αιώνα, από το ύψος του παπικού θρόνου ενός αμείλικτου ρεαλισμού, γιατί θα υποπέσουμε σ’ ένα προυντονικό σφάλμα επιστροφής στο παρελθόν, και θα βάζαμε έτσι ένα ζουρλομανδύα στην καλλιτεχνική έκφραση του ανθρώπου που γεννιέται και δημιουργεί σήμερα.
Λείπει η ανάπτυξη ενός ιδεολογικο-μορφωτικού μηχανισμού που θα οδηγήσει στην έρευνα και θα ξεριζώσει τα ζιζάνια που πολλαπλασιάζονται τόσο εύκολα, στη γόνιμη γη την επιχορηγούμενη από το Κράτος.
Ο άνθρωπος που πρέπει να δημιουργήσουμε
Στην χώρα μας δεν πέσαμε στο σφάλμα ενός τετριμμένου ρεαλισμού, αλλά στο αντίθετο σφάλμα. Κι αυτό γιατί δεν καταλάβαμε πόσο αναγκαία ήταν η δημιουργία ενός νέου ανθρώπου, που δεν θα ‘να, ούτε εκείνος του ΧΙΧου αιώνα ούτε και του δικού μας του παρακμασμένου και σάπιου. 
Τον άνθρωπο του ΧΧΙου αιώνα πρέπει να δημιουργήσουμε αν και δεν είναι για την ώρα, παρά μια υποκειμενική ιδέα καθόλου συστηματοποιημένη. Αυτό είναι εξάλλου ένα από τα θεμελιώδη σημεία της μελέτης και της εργασίας μας. 
Στην περίπτωση που θα έχουμε συγκεκριμένες επιτυχίες σε μια βάση θεωρητική, απ’ όπου, αντιστρόφως θα αντλήσουμε θεωρητικά συμπεράσματα γενικού χαρακτήρα, στη βάση των πρακτικών μας ερευνών, τότε θα έχουμε κάνει μια πολύτιμη προσφορά στο μαρξισμό – λενινισμό για το συμφέρον της ανθρωπότητας. 
Η αντίδραση κατά του ανθρώπου του ΧΙΧου αιώνα μας έσπρωξε ξανά στην παρακμή του ΧΧου. Δεν πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, αλλά πρέπει να το επανορθώσουμε με τον κίνδυνο ν’ ανοίξουμε το δρόμο στο ρεβιζιονισμό.
Οι μεγάλες μάζες που η συνείδησή τους αναπτύσσεται, οι νέες ιδέες που προοδεύουν παράλληλα στους κόλπους της κοινωνίας και οι υλικές δυνατότητες μιας πλήρους ανάπτυξης όλων των μελών της, συντελούν στο να γίνεται η εργασία πολύ πιο γόνιμη. Το παρόν είναι καμωμένο από αγώνες, το μέλλον μας ανήκει.
Το προπατορικό αμάρτημα των διανοούμενων
Με λίγα λόγια η ενοχή πολλών από τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες μας είναι συνέπεια του προπατορικού τους αμαρτήματος: δεν είναι αυθεντικοί επαναστάτες. 
Μπορείς να προσπαθήσεις να μπολιάσεις μια φτελιά για να κάνει αχλάδια, αλλά συγχρόνως πρέπει να φυτέψεις αχλαδιές. Οι νέες γενιές θα γεννηθούν ελευθερωμένες από το προπατορικό αμάρτημα. Πρέπει με προσπάθεια να εμποδίσουμε τη σύγχρονη γενιά, που σπαράσσεται από τις διαμάχες της, να διαφθαρεί, για να μη διαφθείρει και τις καινούριες γενιές. 
Δεν πρέπει να δημιουργήσουμε μισθωτούς υποταγμένους στην επίσημη σκέψη, ούτε και υπότροφους που θα ζουν ωραία στη σκέπη της υποτροφίας τους εξασκώντας μια λευτεριά σε εισαγωγικά. 
Οι επαναστάτες που θα τραγουδήσουν τον καινούριο άνθρωπο με την αυθεντική φωνή του λαού θα ‘ρθουν. Είναι μια προετοιμασία που χρειάζεται καιρό.

Στην κοινωνία μας η νεολαία και το Κόμμα παίζουν ένα μεγάλο ρόλο. Η νεολαία είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί είναι ο εύπλαστος άργιλος με τον οποίο μπορεί να κατασκευαστεί ο καινούριος άνθρωπος απαλλαγμένος απ’ όλα τα κατάλοιπα του παρελθόντος. 
Μπορούμε να την μεταχειριστούμε σύμφωνα με τις φιλοδοξίες μας. Η εκπαίδευσή της είναι κάθε μέρα και πληρέστερη και δεν ξεχνάμε να την προτρέπουμε από την αρχή στην εργασία. Οι υπότροφοί μας εργάζονται χειρονακτικά κατά τις διακοπές τους ή ακόμα και κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Σ’ άλλες περιπτώσεις η εργασία είναι μια επιβράβευση και σ’ άλλες ένα μορφωτικό όργανο, δεν είναι ποτέ μια τιμωρία. Μια καινούρια γενιά γεννιέται.

Το Κόμμα, οργάνωση της πρωτοπορίας
Το Κόμμα είναι μια οργάνωση πρωτοπορίας, οι καλύτεροι δουλευτάδες, προτείνονται από τους συναδέλφους τους για να ενταχθούν. Είναι μειοψηφία, αλλά επιβάλλεται αρκετά χάρη στην ποιότητα των στελεχών του.
 Επιθυμούμε να γίνει το Κόμμα ένα μαζικό κόμμα, αλλά όταν οι μάζες θα έχουν κατακτήσει το επίπεδο της ανάπτυξης της πρωτοπορίας, δηλαδή θα έχουν εκπαιδευτεί για τον κομμουνισμό. Όλες μας οι προσπάθειες τείνουν προς τα εκεί. 
Το Κόμμα είναι ένα ζωντανό παράδειγμα, τα στελέχη του πρέπει να δίνουν μαθήματα δραστηριότητας στη δουλειά τους και θυσίας και οφείλουν με τη δράση τους να οδηγήσουν τις μάζες στο τέρμα των επαναστατικών τους προσπαθειών. Γεγονός που απαιτεί χρόνια σκληρού αγώνα εναντίον των δυσχερειών της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, των ταξικών εχθρών, του σκυλολογιού του παρελθόντος και του ιμπεριαλισμού. 

Θα ήθελα τώρα να εξηγήσω το ρόλο που παίζει η προσωπικότητα, ο άνθρωπος, σαν ιθύνων νους των μαζών που κάνουν την ιστορία. Πρόκειται για την εμπειρία μας και όχι για καμιά συνταγή.
Ο Φιντέλ έδωσε την πνοή του στην Επανάσταση κατά τα πρώτα χρόνια και την κατηύθυνε πάντα, δίνοντάς της τον χαρακτήρα. Αλλά υπάρχει μια ομάδα επαναστατών που εξελίσσεται με τον ίδιο τρόπο του ανώτατου ιθύνοντος και μια μεγάλη μάζα που ακολουθεί τους ιθύνοντες γιατί αυτοί ήξεραν να ερμηνεύσουν τις προσδοκίες της.

Για να αισθάνεται το άτομο πιο πλούσιο
Δεν πρόκειται για το ποσό των κιλών του κρέατος που τρως, ούτε για τις πόσες φορές θα πάει κανείς στην πλαζ, ούτε για τα εισαγόμενα προϊόντα πολυτελείας που μπορεί κάποιος να αγοράσει με τον σημερινό του μισθό. 
Σημασία έχει το πως θα νιώθει το άτομο πιο πλούσιο εσωτερικά και πιο υπεύθυνο. 

Ο άνθρωπος της χώρας μας γνωρίζει πως η ένδοξη εποχή που του έλαχε είναι μια εποχή θυσιών, και την ξέρει τη θυσία. Οι πρώτοι βαφτίστηκαν στην πείρα της στη Σιέρρα Μαέστρα, ύστερα τη γνωρίσαμε σ’ ολόκληρη τη Κούβα. 
Η Κούβα είναι η πρωτοπόρος της Λατινικής Αμερικής και επειδή έχει αυτή την πρωτοποριακή θέση και επειδή αντιπροσωπεύει την αληθινή λευτεριά για τις μάζες της Λατινικής Αμερικής, οφείλει να κάνει θυσίες. Στο εσωτερικό της χώρας οι ιθύνοντες πρέπει να εκπληρώνουν τον προορισμό τους των πρωτοπόρων, και πρέπει να το πούμε με κάθε ειλικρίνεια πως, σε μια αληθινή επανάσταση στην οποία προσφέρεις τα πάντα χωρίς καμιά υλική ανταπόδοση, το έργο του επαναστάτη είναι ταυτόχρονα υπέροχο και αγωνιώδες. 

Επιτρέψτε μου να το πω, με τον κίνδυνο να φανώ γελοίος, πως ο αληθινά αυθεντικός επαναστάτης καθοδηγείται από μεγάλα αισθήματα γενναιοφροσύνης και είναι αδύνατο να φανταστείς έναν αυθεντικό επαναστάτη χωρίς αυτή την ιδιότητα.
Ίσως αυτό να είναι ένα από τα μεγάλα δράματα του ιθύνοντος που πρέπει να συνδυάζει ένα παθιασμένο ταμπεραμέντο με μια ψυχρή εξυπνάδα (και να παίρνει οδυνηρές αποφάσεις χωρίς να συσπάται ένας μυς του προσώπου του). 
Οι επαναστάτες μας της πρωτοπορίας οφείλουν να εξιδανικεύσουν αυτή την αγάπη του λαού, να την κάνουν τον πιο ιερό τους σκοπό, μοναδικό και αδιαχώριστο. 
Δεν μπορούν να χρησιμοποιούν την ευαισθησία τους στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους ανθρώπους.

Ο προλεταριακός διεθνισμός είναι ένα καθήκον
Οι ιθύνοντες της επανάστασης έχουν παιδιά που στα πρώτα τους ψελλίσματα δεν μαθαίνουν το όνομά τους και γυναίκες που είναι κι αυτές επίσης ταγμένες στο θρίαμβο της Επανάστασης. 
Το περιβάλλον των φίλων ανταποκρίνεται ακριβώς σε κείνο των συντρόφων της Επανάστασης. 
Έξω απ’ αυτήν δεν υπάρχει ζωή, 
κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες πρέπει να έχεις πολύ ανθρωπιά και μεγάλη συναίσθηση της δικαιοσύνης και της αλήθειας για να μην πέσεις σ’ έναν υπερβολικό δογματισμό, σ’ ένα ψυχρό σχολαστικισμό, και να μην απομονωθείς από τις μάζες.
Πρέπει να αγωνίζεσαι καθημερινά ώστε, αυτή η αγάπη για την ανθρωπότητα, να εκδηλώνεται θετικά και να χρησιμεύει σαν παράδειγμα και σαν κίνητρο. 

Ο επαναστάτης – μέσα στο Κόμμα του – ιδεολογική κινητήρια δύναμη της επανάστασης, καταναλώνεται σ’ αυτή την αέναη προσπάθεια που δεν τελειώνει παρά με τον θάνατο, εφ’ όσον η οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν ολοκληρωθεί σ’ όλο τον κόσμο.
Αν η επαναστατική του δραστηριότητα χαλαρώσει μια φορά τις προσπάθειες που απαιτούν ταχεία διεκπεραιώσει στην τελική κλιμάκωση και αν ξεχάσει τον προλεταριακό διεθνισμό, η Επανάσταση που διευθύνει παύει να είναι μια κινητήρια δύναμη και βουλιάζει σε μια άνετη αποχαύνωση, που εκμεταλλεύονται οι προαιώνιοι εχθροί μας, οι ιμπεριαλιστές, κερδίζοντας τότε έδαφος. 
Ο προλεταριακός διεθνισμός είναι ένα καθήκον, αλλά είναι επίσης και μια επαναστατική αναγκαιότητα. Αυτό μαθαίνουμε στο λαό μας.

Οι κίνδυνοι του δογματισμού και οι αδυναμίες μας
Είναι σίγουρο πως η παρούσα κατάσταση περικλείει κινδύνους.
 Όχι μόνο εκείνον του δογματισμού, όχι μόνο του να σκληρύνουν οι σχέσεις μας με τις μάζες κατά τη διάρκεια της μεγάλης προσπάθειας, αλλά και το να υποπέσουμε σε αδυναμίες. 
Ένας άνθρωπος που αφιερώνει τη ζωή του ολόκληρη στην Επανάσταση δεν μπορεί να απασχολείται με τη σκέψη για το τί λείπει στο παιδί του, για τα χαλασμένα του παπούτσια και για τα στοιχειώδη πράγματα που στερείται η οικογένειά του. 
Αν αφήσει τον εαυτό του να βασανίζεται απ’ αυτές τις σκέψεις δημιουργεί ένα έδαφος ευνοϊκό για την ανάπτυξη της φθοράς.
Υποστηρίξαμε πάντα, πως τα παιδιά μας πρέπει να έχουν τα ίδια πράγματα με τα άλλα παιδιά, αλλά και πως πρέπει να στερούνται επίσης αυτά που τα άλλα παιδιά στερούνται. 
Η οικογένειά μας πρέπει να το καταλάβει και ν’ αγωνιστεί γι’ αυτό. Η Επανάσταση γίνεται δια μέσου του ανθρώπου, αλλά πρέπει κι αυτός να σφυρηλατεί, μέρα με τη μέρα, το επαναστατικό του πνεύμα. Έτσι προχωρούμε. 
Επί κεφαλής της μεγάλης πορείας – δεν ντρεπόμαστε να το πούμε- περπατάει ο Φιντέλ, πίσω του ακολουθούν τα καλύτερα στελέχη του Κόμματος και αμέσως μετά, τόσο κοντά που αισθάνεσαι την τεράστια δύναμή του, έρχεται το σύνολο του λαού που περπατάει σταθερά προς τον κοινό σκοπό. 
Αποτελείται από άτομα που απόκτησαν τη συνείδηση του τι πρέπει να πράξουν, από ανθρώπους που αγωνίζονται να βγουν από το βασίλειο της ανάγκης και να μπουν σε κείνο της λευτεριάς.
Αυτή η τεράστια μάζα, υπακούει, πειθαρχεί, ανταποκρίνεται σε μια ανάγκη κατανοητή απ’ όλους, δεν είναι πια ένα πλήθος διασκορπισμένο, διαλυμένο στο κενό, μέσα στο οποίο προσπαθεί ο καθένας, με οποιοδήποτε μέσο, να βρει ένα στήριγμα για το αβέβαιο μέλλον, σε μια λυσσασμένη διαμάχη με τους όμοιούς του. 
Ξέρουμε πως έχουμε να κάνουμε ακόμη θυσίες και πως πρέπει να πληρώσουμε για την ηρωική μας υπόσταση του πρωτοποριακού έθνους. Εμείς οι άλλοι, οι ιθύνοντες, πρέπει να πληρώσουμε, για να έχουμε το δικαίωμα να λέμε πως είμαστε οι πρωτοπόροι του λαού που βρίσκεται επικεφαλής της Λατινικής Αμερικής
Πληρώνουμε όλοι, κανονικά, το μερτικό μας στις θυσίες, έχοντας την επίγνωση πως θα ανταμειφθούμε με την ικανοποίηση πως εκπληρώσαμε το καθήκον μας και πως προχωρήσαμε όλοι μαζί προς τον καινούργιο άνθρωπο που εμφανίζεται στον ορίζοντα.
Επιτρέψτε μου κάποια συμπεράσματα.
Εμείς οι σοσιαλιστές, είμαστε πιο ελεύθεροι γιατί είμαστε πιο πλούσιοι και είμαστε πιο πλούσιοι γιατί είμαστε πιο ελεύθεροι. Ο σκελετός της απόλυτης λευτεριάς μας είναι έτοιμος. Δεν του λείπει παρά η σάρκα και τα ενδύματά του, θα τα δημιουργήσουμε.
Η λευτεριά μας και το ψωμί μας έχουν το χρώμα του αίματος και είναι διογκωμένα από θυσίες. Η θυσία μας, είναι ενσυνείδητη, αυτό είναι το τίμημα της λευτεριάς που οικοδομούμε. 
Ο δρόμος είναι μακρύς και εν μέρει άγνωστος. Ξέρουμε το στόχο μας. Εμείς οι ίδιοι θα φτιάξουμε τον άνθρωπο του ΧΧΙου αιώνα. Θα σφυρηλατηθούμε στην καθημερινή δράση δημιουργώντας τον καινούργιο άνθρωπο με μια νέα τεχνική. 
Η προσωπικότητα παίζει το μεγάλο ρόλο της κινητήριας και κατευθυντήριας δύναμης από τη στιγμή που ενσαρκώνει τις πιο υψηλές αρετές και τις προσδοκίες του λαού ακολουθώντας σταθερά το δρόμο της.
Εκείνη που ανοίγει το δρόμο, είναι η ομάδα της πρωτοπορίας, οι καλύτεροι ανάμεσα στους καλούς, το Κόμμα. 
Το βασικό υλικό του έργου μας είναι η Νεολαία. Σ’ αυτήν τοποθετούμε όλες μας τις ελπίδες και την ετοιμάζουμε για να πάρει τη σημαία από τα χέρια μας.
Αν αυτή η επιστολή φωτίζει κάτι, θα ‘χει εκτελέσει τον προορισμό της. Δεχθείτε τον χαιρετισμό μου, ευλογημένο σαν χειραψία ή σαν ένα «Άβε Μαρία».
Patria o Muerte! Πατρίδα η Θάνατος!

Oι εμφάσεις στο κείμενο του: Viva La Revolucion

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Ο Τσε Γκεβάρα μιλάει στους Νέους-Che Guevara talks to young People

,,Γιατί στόχος του σοσιαλισμού σήμερα, σε αυτήν τη φάση οικοδόμησης του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, δεν είναι απλά η δημιουργία αστραφτερών εργοστασίων. 
Τα εργοστάσια αυτά φτιάχνονται με στόχο τον ολοκληρωμένο άνθρωπο. 
Ο άνθρωπος θα πρέπει να μετασχηματίζεται παράλληλα με την ανάπτυξη της παραγωγής. 
Δεν θα κάναμε τη δουλειά μας αν ήμασταν αποκλειστικά παραγωγοί εμπορευμάτων και πρώτων υλών και δεν ήμασταν ταυτοχρόνως ικανοί να παράγουμε ανθρώπους,, 


Το παρακάτω κείμενο αποτελεί ομιλία του Τσε κατά το κλείσιμο σεμιναρίου που είχε διοργανώσει η Ένωση Νέων Κομμουνιστών του Υπουργείου Βιομηχανίας με τίτλο «Η νεολαία και η Επανάσταση». Εκφωνήθηκε στις 9 Μάη 1964 στην Αβάνα.
Αυτό το φορτίο το κουβαλά κανείς για αρκετό καιρό και είναι δύσκολο να αποκοπεί από την σκέψη των ανθρώπων από τη μία μέρα στην άλλη – ακόμα και όταν διακηρρύσσεται ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της επανάστασης. 
Μάλιστα, η διακήρυξη αυτή καθυστέρησε σε σχέση με το ίδιο το γεγονός, γιατί υπήρχε ήδη μια σοσιαλιστική επανάσταση αφού είχαμε αναλάβει τον έλεγχο των περισσότερων από τα βασικά μέσα παραγωγής. Από πολιτική άποψη όμως δεν συμβαδίζαμε πλήρως με όλες τις κατακτήσεις που σημείωνε η επανάσταση στον οικονομικό τομέα και σε ορισμένες πτυχές του ιδεολογικού τομέα.
Αυτή η ιδιαιτερότητα της επανάστασης μας επιβάλλει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν πρόκειται να χαρακτηρίσουμε το κόμμα μας ως ηγεσία της εργατικής τάξης στο σύνολο της και ιδιαίτερα σε ότι έχει να κάνει με τις συγκεκριμένες σχέσεις που αναπτύσσει με καθεμία από αυτές τις διοικητικές δομές όπως ο στρατός, ο μηχανισμός ασφάλειας κλπ. 
Το κόμμα μας δεν διαθέτει ακόμη καταστατικό, ούτε καν είναι ακόμη οριστικά διαμορφωμένο. Η ερώτηση, λοιπόν, είναι: Γιατί δεν υπάρχει καταστατικό; Εμπειρία υπάρχει μεγάλη και μάλιστα εμπειρία που έχει σχεδόν πενήντα χρόνια πρακτικής εφαρμογής. Τι είναι αυτό που συμβαίνει άραγε;
 Υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα σχετικά με αυτήν την εμπειρία στα οποία προσπαθούμε να απαντήσουμε, ερωτήματα όμως που δεν μπορούμε να απαντήσουμε με τρόπο αυθόρμητο ούτε και με μια ανάλυση επιφανειακή γιατί οι συνέπειες για το μέλλον της επανάστασης είναι καθοριστικές.
Στην Κούβα η ιδεολογία των προηγούμενων κυρίαρχων τάξεων επιβιώνει επειδή αντανακλάται στις συνειδήσεις των ατόμων, όπως περιέγραψα προηγούμενως. Είναι επίσης παρούσα γιατί εισάγεται διαρκώς από τις Ηνωμένες Πολιτείες – το κέντρο συντονισμού της διεθνούς αντίδρασης – οι οποίες εξάγουν συμμορίες, δολιοφθορείς και προπαγανδιστές κάθε λογής, και με τις αδιάκοπες εκπομπές τους ουσιαστικά έχουν πρόσβαση σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια, με εξαίρεση την Αβάνα. 
Ο λαός της Κούβας βρίσκεται συνεπώς σε συνεχή επαφή με την ιδεολογία των ιμπεριαλιστών. Η ιδεολογία αυτή διαμορφώνεται κατάλληλα εντός της χώρας μέσω μηχανισμών προπαγάνδας επιστημονικά σχεδιασμένων ώστε να προβάλλουν την σκοτεινή πλευρά ενός συστήματος σαν το δικό μας, το οποίο αναγκαστικά θα έχει και σκοτεινές πλευρές. Αυτό συμβαίνει διότι βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο και επειδή όσοι από εμάς έχουμε ηγηθεί της επανάστασης έως τώρα δεν είμαστε επαγγελματίες οικονομολόγοι και πολιτικοί, με πλούσια εμπειρία και ένα επιτελείο από πίσω απ’ τον καθένα μας.

Την ίδια στιγμή, προβάλλουν τις πιο εκθαμβωτικές και φετιχιστικές όψεις του καπιταλιστικού συστήματος. Όλα αυτά εισάγονται στη χώρα και συχνά επιδρούν στο υποσυνείδητο πολλών ανθρώπων. Φέρνουν επίσης στην επιφάνεια απωθημένα συναισθήματα που δεν είχαν καν αγγιχτεί λόγω της ταχύτητας της διαδικασίας και της μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης η οποία απαιτήθηκε για να υπερασπιστούμε την επανάσταση μας – όπου η λέξη «επανάσταση» συνδέθηκε με τη λέξη «πατρίδα», με την υπεράσπιση όλων των συμφερόντων μας. 
Αυτό είναι ότι ιερότερο για τον καθέναν, ανεξάρτητα ακόμα και από την ταξική του προέλευση.
Απέναντι στην απειλή μιας θερμοπυρηνικής επίθεσης, όπως τον Οκτώβρη (του 1962), η συσπείρωση του λαού ήταν αυτόματη. Πολλοί άνθρωποι που ούτε σκοπία δεν είχαν εμφανιστεί για να φυλάξουν ποτέ τους στις πολιτοφυλακές προσφέρθηκαν να πολεμήσουν. Συντελέστηκε μια μεταμόρφωση κάθε ανθρώπου μπροστά στην κατάφωρη αδικία. 
Καθένας ήθελε να εκδηλώσει την αποφασιστικότητα του να αγωνιστεί για την πατρίδα του. 
Και είχε να κάνει επίσης με την απόφαση που παίρνει ένας άνθρωπος όταν βρίσκεται μπροστά σε έναν κίνδυνο από τον οποίον δε μπορεί να ξεφύγει με κανέναν τρόπο τηρώντας ουδέτερη στάση – γιατί απέναντι στις ατομικές βόμβες δεν υπάρχει ουδετερότητα, ούτε πρεσβείες, ούτε τίποτα. Τα εξολοθρεύουν όλα.

Έτσι έχουμε πορευτεί: με άλματα, άλματα ακανόνιστα, όπως προχωρούν όλες οι επαναστάσεις, εμβαθύνοντας όμως την ιδεολογία μας συγκεκριμένους τομείς, μαθαίνοντας όλο και πιο πολύ, συγκροτώντας σχολές μαρξισμού. 
Ταυτόχρονα, ανησυχούμε διαρκώς μήπως, μέσα από αυτήν την κριτική στάση απέναντι στα καθήκοντα του κόμματος σε κάθε επίπεδο του κρατικού μηχανισμού, οδηγηθούμε σε στάσεις που θα αδρανοποιήσουν την επανάσταση και θα εισαγάγουν συγκαλλυμένα τις μικροαστικές αντιλήψεις ή την ιδεολογία του ιμπεριαλισμού. 
Γι’ αυτό ακόμη και σήμερα δεν έχουμε οργανώσει κατάλληλα το κόμμα – γι’ αυτό δεν έχουμε ακόμη εξασφαλίσει τον αναγκαίο βαθμό θεσμοποίησης στα ανώτερα επίπεδα του κράτους.

Μας απασχολούν, όμως, και ορισμένα άλλα ζητήματα. Πρέπει να οικοδομήσουμε κάτι καινούργιο που να μπορεί να εκφράζει με σαφήνεια τις σχέσεις που, κατά την κρίς μας, πρέπε να υπάρχουν ανάμεσα στις μάζες και στα άτομα που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας, τόσο άμεσα όσο και μέσω του κόμματος. 
Έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται πιλοτικά διάφορα μοντέλα τοπικής αυτοδιοίκησης: ένα από αυτά βρίσκεται στο Ελ Κάνο, άλλο στο Γκουίνες και ένα άλλο στο Ματάνζας. Μέσα από αυτά τα πιλοτικά προγράμματα, παρατηρούμε διαρκώς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα όλων αυτών των διαφορετικών συστημάτων – στα οποία ενυπάρχουν σπέρματα ενός ανώτερου τύπου οργάνωσης – και ότι αντιπροσωπεύουν για την ανάπτυξη της επανάστασης και, κυρίως, για την ανάπτυξη του κεντρικού σχεδιασμού.

Μέσα σε αυτήν την πανσπερμία, μέσα από τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις υποστηρικτών διαφορετικών ιδεών, ακόμη και αν δεν υπήρχαν τάσεις ή καθορισμένα ρεύματα, άρχισε να αναπτύσσεται και το έργο της νεολαίας. 

Η οργάνωση νεολαίας άρχισε να λειτουργεί αρχικά ως παρακλάδι του Αντάρτικου Στρατού, κατέκτησε ένα μεγαλύτερο ιδεολογικό βάθος στην συνέχεια, και τέλος, εξελίχθηκε στην Ένωση Νέων Κομμουνιστών – σε έναν προθάλαμο θα λέγαμε για να γίνει κανείς μέλος του κόμματος, πράγμα το οποίο προϋποθέτει την υποχρέωση να αποκτήσει μια ανώτερη ιδεολογική κατάρτηση. 
Γύρω από αυτά τα ζητήματα δεν έγινε καμία πραγματική συζήτηση, αν και υπήρξαν κάποιες συζητήσεις σχετικά με το ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος της οργάνωσης νεολαίας από πρακτική άποψη. 
Θα πρέπει η νεολαία να συναντιέται τρεις, τέσσερις ή πέντε ώρες για να συζητά φιλοσοφικά ζητήματα; Μπορεί να το κάνει, κανείς δεν λέει ότι δεν επιτρέπεται. Είναι απλώς ένα θέμα ισορροπίας και στάσης απέναντι στην επανάσταση, το κόμμα και κυρίως απέναντι στο λαό. Το γεγονός ότι η νεολαία καταπιάνεται με θεωρητικά ζητήματα δείχνει ότι έχει κατακτήσει ένα θεωρητικό βάθος. Όταν όμως το μόνο που κάνει είναι να ασχολείται με θεωρητικά ζητήματα, σημαίνει ότι η νεολαία δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει τη μηχανιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων και βρίσκεται σε σύγχυση όσον αφορά τους στόχους της.

Έχει γίνει επίσης λόγος για τον αναγκαίο αυθορμητισμό, για τη χαρά της νιότης. Η νεολαία λοιπόν – αναφέρομαι στο σύνολο της και όχι συγκεκριμένα σε αυτήν την ομάδα του Υπουργείου – οργάνωσε τη χαρά. 
Και οι ηγέτες της βάλθηκαν να αναλογίζονται τι είναι αυτό που οφείλουν να κάνουν οι νέοι, οι οποίοι εξ ορισμού θα πρέπει να είναι χαρούμενοι. 
Και αυτό ακριβώς μετέτρεπε τους νέους σε γέρους. 

Γιατί θα πρέπει ένας νέος άνθρωπος να κάτσει να σκεφτεί πως έπρεπε να είναι η νεολαία; 
Να κάνει απλά αυτό που σκέπτεται, αυτό θα πρέπει να χαρακτηρίζει τη νεολαία. Όμως συνέβαινε το αντίθετο, γιατί υπήρχε μια μερίδα ηγετών της νεολαίας που ήταν πραγματικά γερασμένη. Τότε είναι που η χαρά και ο αυθορμητισμός της νεολαίας γίνονται κάτι επιφάνειακό. 
Θα πρέπει για μια ακόμα φορά να είμαστε προσεκτικοί σε αυτό το ζήτημα και να μην συγχέουμε τη χαρά, τη ζωντάνια και τον αυθορμητισμό που διακρίνει τη νεολαία όλου του κόσμου – και κυρίως την κουβανική, λόγω των χαρακτηριστικών του κουβανικού λαού – με την επιπολαιότητα.
Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Μπορεί κανείς και πρέπει να είναι αυθόρμητος και χαρούμενο, πρέπει όμως την ίδια στιγμή να είναι και σοβαρός. Τίθεται λοιπόν εδώ ένα από τα πλέον δυσεπίλυτα προβλήματα, ως προς την θεωρητική του διάσταση. Γιατί, με απλά λόγια, αυτό σημαίνει να είναι κανείς Νέος Κομμουνιστής. 
Δεν πρέπει να χρειάζεται να σκεφτείς πως θα πρέπει να είσαι, είναι κάτι που πρέπει να βγαίνει από μέσα σου.
Δεν ξέρω αν εισχωρώ σε βαθιά ημι-φιλοσοφικά νερά, αναφέρομαι όμως σε ένα από τα θέματα που μας έχουν απασχολήσει περισσότερο απ’ όλα. 

Ο κύριος τρόπος με τον οποίο η νεολαία θα πρέπει να δείχνει τον δρόμο προς τα εμπρός είναι ακριβώς με το να βρίσκεται στην πρωτοπορία σε καθέναν από τους τομείς εργασίας που συμμετέχει. 

Αυτός είναι ο λόγος που πολλές φορές είχαμε διάφορα μικροπροβλήματα με τη νεολαία: γιατί δεν έκοβε όσο ζαχαροκάλαμο όφειλε να κόψει, γιατί δεν συμμετείχε αρκετά στις εθελοντικές εργασίες.
 Με δυο λόγια, κανείς δεν μπορεί να καθοδηγήσει με τη θεωρία και μόνο, ούτε μπορεί να υπάρξει σταρτός αποτελούμενος από στρατηγούς. 
Ο στρατός μπορεί να έχει έναν στρατηγό, και αν είναι πολύ μεγάλος, μπορεί να έχει περισσότερους στρατηγούς και έναν γενικό διοικητή. 
Αν όμως δεν υπάρχουν αυτοί που θα πάνε στο πεδίο της μάχης, δεν υπάρχει στρατός. 
Και αν στο πεδίο της μάχης ο στρατός δεν καθοδηγείται από εκείνους που έχουν πάει και οι ίδιοι στο μέτωπο για να πολεμήσουν, αυτός ο στρατός είναι άχρηστος. 
Ένα από τα χαρακτηριστικά του δικού μας αντάρτικου στρατού ήταν ότι εκείνοι που προάγονταν σε έναν από τους τρείς και μοναδικούς βαθμούς του στρατού – υπολοχαγός, λοχαγός ή διοικητής – ήταν μόνο όσο είχαν με κάποιον τρόπο διακριθεί στο πεδίο της μάχης χάρη στις ατομικές τους αρετές.
Στους δύο πρώτους βαθμούς – του υπολοχαγού και του λοχαγού – ανήκαν όσοι διηύθυναν τις επιχειρήσεις των μαχών. 
Έχουμε ανάγκη συνεπώς από υπολοχαγούς και λοχαγούς ή όπως αλλιώς θέλετε να τους ονομάσουμε. Θα μπορούσαμε αν θέλετε να τους αφαιρέσουμε τον στρατιωτικό τίτλο. 

Τα άτομα, όμως, που θα βρίσκονται στην ηγεσία πρέπει να ηγούνται με τα ο παράδειγμα που δίνουν.
 Το να ακολουθήσεις κάποιον ή να κάνεις τους άλλους να σε ακολουθήσουν είναι ένα έργο που ορισμένες φορές μπορεί να γίνει δύσκολο. 
Είναι όμως απείρως πιο εύκολο από το να υποχρεώσεις κάποιους άλλους να βαδίσουν σε ένα μονοπάτι ανεξερεύνητο όπου κανείς δεν έχει ακόμη περπατήσει.

Η νεολαία μένει να αναλάβει τα μεγάλα ζητήματα που έχει προτάξει η κυβέρνηση, ως ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν από τις λαϊκές μάζες, να τα μετατρέψει σε δική της υπόθεση και στον δρόμο αυτό να πορευτεί στην πρωτοπορία. Με την καθοδήγηση και τον προσανατολισμό του κόμματος, η νεολαία θα πρέπει να βαδίζει στην πρωτοπορία.

Με την απόρριψη όλων των λανθασμένων τρόπων λειτουργίας της ηγεσίας και την εκλογή ως μελών του κόμματος των παραδειγματικών εργαζομένων, των πρωτοπόρων εργαζομένων οι οποίοι στον χώρο εργασίας μπορούσαν να μιλήσουν με κύρος, των ίδιων πρωτοπόρων εργαζομένων που πήγαιναν στο μέτωπο, συντελείται η πρώτη ποιοτική αλλαγή στο κόμμα μας. 

[Σημ: Ως μέρος της αναδιοργάνωσης των Ενοποιημένων Επαναστατικών Οργανώσεων και της συγκρότησης τα ου Ενωμένου Κόμματος της Σοσιαλιστικής Επανάστασης, το 1962-1963, καθιερώθηκε μια διαδικασία κατά την οποία οι εργαζόμενοι εκλέγονται από τους συναδέλφους τους, σε συνελεύσεις που πραγματοποιούνται στους χώρους εργασίας, για την ομάδα από την οποία το κόμμα εκλέγει τα μέλη του. Αυτή η διαδικασία ισχύει μέχρι σήμερα στο Κομουνιστικό Κόμμα Κούβας].

Η αλλαγή αυτή, χωρίς να είναι η μοναδική, και συνοδευόμενη στην συνέχεια από μια σειρά οργανωτικών μέτρων, αποτελεί την πιο σημαντική πτυχή της μετεξέλιξης μας. Έχει επίσης υπάρξει μια σειρά αλλαγών όσον αφορά τη νεολαία.

Η δική μου τώρα επιμονή σε αυτό το σημείο – κάτι που κατ’ επανάληψη σας έχω εκφράσει – είναι να μην πάψετε να είστε νέοι, να μην μετατραπείται σε γέρους θεωρητικούς ή σε θεωρητικολόγους. 
Να διατηρήσετε τη φρεσκάδα και τον ενθουσιασμό της νιότης. 
Να είστε ικανοί να αφουγκράζεστε τα μεγάλα κελεύσματα της κυβέρνησης, να τα αφομοιώνετε και να γίνεστε η κινητήρια δύναμη ολόκληρου του μαζικού κινήματος, βαδίζοντας στην πρωτοπορία. 
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να μπορείτε να κρίνετε ποιοι είναι οι σημαντικοί τομείς στους οποίους η κυβέρνησης δίνει μεγαλύτερη έμφαση – μια κυβέρνηση που εκπροσωπεί το λαό και είναι την ίδια στιγμή ένα κόμμα.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει κανείς να αξιολογεί τα πράγματα και να θέτει προτεραιότητες. Αυτά είναι τα καθήκοντα που πρέπει να εκπληρώσει η οργάνωση νεολαίας. 

Μιλήσατε για την τεχνολογική επανάσταση. Είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα, ένας από τους πιο συγκεκριμένους στόχους που προσιδιάζει στην ιδιοσυγκρασία των νέων. 
Δεν μπορεί όμως κανείς να πραγματοποιήσει την τεχνολογική επανάσταση από μόνος του, μια που είναι κάτι που συντελείται σε όλο τον κόσμο, σε κάθε χώρα, σοσιαλιστική και μη σοσιαλιστική – αναφέρομαι στις ανεπτυγμένες χωρες φυσικά.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες συντελείται μια τεχνολογική επανάσταση. Στη Γαλλία υπάρχει μια ισχυρή τεχνολογική επανάσταση, όπως και στη Βρετανία και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Και οι χώρες αυτές σίγουρα δεν είναι σοσιαλιστικές. 

Η τεχνολογική επανάσταση πρέπει συνεπώς να έχει ένα ταξικό και σοσιαλιστικό περιεχόμενο. 
Για να υπάρξει αυτό, απαιτείται μια μεταμόρφωση της νεολαίας, ώστε να γίνει μια πραγματική κινητήριος δύναμη. 
Είναι απαραίτητο να εξαλειφθούν, με άλλα λόγια, όλα τα κατάλοιπα της παλιάς κοινωνίας που έχει πεθάνει. 

Δεν μπορούμε να δούμε την τεχνολογική επανάσταση ανεξάρτητα από μια κομμουνιστική στάση απέναντι στην εργασία. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Αν δεν υπάρχει μια κομμουνιστική στάση απέναντι στην εργασία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για μια σοσιαλιστική τεχνολογική επανάσταση.

Πρόκειται απλά για τον αντικατοπτρισμό στο εσωτερικό της Κούβας της τεχνολογοικής επανάστασης που συντελείται με μεγάλα βήματα χάρη στις πρόσφατες επιστημονικές εφευρέσεις και ανακαλύψεις. Αυτά είναι γεγονότα που δεν μπορούν να διαχωριστούν το ένα από το άλλο. 

Η κομμουνιστική στάση απέναντι στην εργασία συνίσταται στις αλλαγές που πραγματοποιούνται στην συνείδηση του κάθε ατόμου, αλλαγές που αναγκαστικά απαιτούν πολύ χρόνο. 

Δεν μπορεί κανείς να έχει την αξίωση οι αλλαγές αυτές να ολοκληρωθούν σε μια σύντομη χρονική περίοδο, κατά την οποία η εργασία θα εξακολουθεί να έχει τον ίδιο χαρακτήρα που έχει και σήμερα – θα εξακολουθεί να είναι μια καταναγκαστική κοινωνική υποχρέωση – ώσπου να μετατραπεί σε κοινωνική ανάγκη. 
Αν σε κάθε μας βήμα συνδιάζουμε την ικανότητα να μεταμορφώνουμε τους εαυτούς μας, γενικεύοντας την στάση μας απέναντι στη μελέτη της νέας τεχνολογίας, με την ικανότητα να αποδίδουμε στις θέσεις εργασίας μας ως μέλη της πρωτοπορίας, τότε θα προχωρήσουμε. 
Και αν σταδιακά συνηθίσετε να μετατρέπετε την παραγωγική σας εργασία σε κάτι που με το πέρασμα του χρόνου γίνεται ανάγκη, τότε αυτόματα θα γίνετε η πρωτοπόρα ηγεσία της νεολαίας και δεν θα προβληματιστείτε ξανά για το τι οφείλετε να κάνετε. Θα κάνετε απλά ότι τη δεδομένη στιγμή σας φαίνεται πιο λογικό. 
Δεν θα χρειάζεται να ψάχνετε να βρείτε τι είναι αυτό που ικανοποιεί τη νεολαία.
Θα είστε συγχρόνως νέοι αλλά και εκπρόσωποι της πρωτοπορίας της νεολαίας. 

Όσοι είναι νέοι, προπαντός νέοι στο πνεύμα, δεν χρειάζεται να ανησυχούν για το τι πρέπει να κάνουν για να ευχαριστήσουν τους άλλους. Να κάνετε απλά ότι είναι απαραίτητο, ότι σας φαίνεται λογικό τη δεδομένη στιγμή. Έτσι η νεολαία θα γίνει ηγεσία. 

Σήμερα έχουμε ξεκινήσει μια διαδικασία πολιτικοποίησης, αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι, του Υπουργείου Βιομηχανίας. Το Υπουργείο είναι ένας πολύ ψυχρός χώρος, ένας πολύ γραφειοκρατικός χώρος, μια φωλιά βαρετών και σχολαστικών γραφειοκρατών, από τον υπουργό και κάτω, που βασανίζονται αδιάκοπα με συγκεκριμένα καθήκοντα προκειμένου να βρουν νέες σχέσεις και νέες συμπεριφορές. 
Εσείς λοιπόν ως οργάνωση νεολαίας παραπονεθήκατε ότι δεν παρακολούθησαν πολλοί τις εκδηλώσεις που οργανώσατε – ο χώρος ήταν άδειος τις μέρες που δεν ήμουν εγώ – και θα θέλατε να κάνω μια παρατήρηση. Μπορώ να πω κάτι, δεν μπορώ όμως να ζητήσω από κανέναν να έρθει εδώ. 
Τι ακριβώς συμβαίνει; 
Το πρόβλημα είναι απλά ότι είτε υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας, είτε υπάρχει έλλειψη ενδιαφέροντος, και ότι σε κάθε περίπτωση το θέμα δεν έχει αντιμετωπιστεί από τους ανθρώπους που έχουν επιφορτιστεί να το κάνουν. Και αυτό είναι ένα συγκεκριμένο καθήκον του Υπουργείου. Είναι καθήκον της οργάνωσης νεολαίας, να υπερνικήσει την αδιαφορία που υπάρχει στο Υπουργείο. 
Αναμφίβολα, πάντα υπάρχει περιθώριο για ανάλυση και αυτοκριτική. 
Είναι πάντα επίκαιρη η εκτίμηση ότι δεν γίνονται όλα όσα είναι απαραίτητα ώστε να υπάρχει μια διαρκής επικοινωνία με τον κόσμο.
Σωστά. Όταν όμως κάποιος κάνει αυτοκριτική, πρέπει να είναι ολοκληρωμένη. Αυτοκριτική βέβαια δεν σημαίνει αυτομαστίγωση, αλλά έχει να κάνει με την ανάλυση της στάσης του καθενός. 
Και επιπλέον ο τεράστιος φόρτος εργασίας που κουβαλά ο καθένας στις πλάτες του – όπου στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο τα καθήκοντα – σημαίνει ότι γίνεται πιο δύσκολο να υπάρξει μια άλλου είδους σχέση, να επιδιώξει κανείς μια σχέση πιο ανθρώπινη, θα μπορούσαμε να πούμε, μια σχέση λιγότερο εγκλωβισμένη στα γραφειοκρατικά κανάλια που σκάβουμε μέσα από το ατελείωτο χαρτομάνι.
Αυτό θα έρθει με τον καιρό, όταν η δουλειά δεν θα είναι τόσο πιεστική, όταν θα μπορεί κανείς να βασιστεί σε έναν επαρκή αριθμό στελεχών, όταν θα εκπληρώνονται πάντα όλα τα καθήκοντα, και όταν θα έχει εκλείψει η δυσπιστία απέναντι στην εργασία που είναι ένα από τα επονείδιστα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ολόκληρο αυτό το στάδιο της επανάστασης μας. 

Σήμερα είναι απαραίτητο να ελέγχει κανείς προσωπικά κάθε έγγραφο, να κάνει ο ίδιος τους υπολογισμούς των στατιστικών στοιχείων, και πάλι ανακύπτουν λάθη. Όταν λοιπόν όλη αυτή η περίοδος παρέλθει – ήδη πλησιάζει προς το τέλος της και σύντομα θα εκλείψει – και όταν όλα τα στελέχη ισχυροποιηθούν, όταν θα έχουμε όλοι μας προοδεύσει λίγο ακόμα, τότε φυσικά θα υπάρχει χρόνος για άλλου είδους σχέσεις.
 Αυτό δεν σημαίνει ότι ο υπουργός ή ο διευθυντής θα βγαίνει να ρωτάει τον καθένα πως είναι η οικογένεια του. 
Σημαίνει ότι θα μπορούμε να οργανώσουμε σχέσεις που να μας επιτρέπουν να εργαζόμαστε καλύτερα και μέσα στο υπουργείο αλλά και έξω από αυτό, έτσι ώστε να γνωριστούμε καλύτερα.

Γιατί στόχος του σοσιαλισμού σήμερα, σε αυτήν τη φάση οικοδόμησης του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, δεν είναι απλά η δημιουργία αστραφτερών εργοστασίων. 
Τα εργοστάσια αυτά φτιάχνονται με στόχο τον ολοκληρωμένο άνθρωπο. 
Ο άνθρωπος θα πρέπει να μετασχηματίζεται παράλληλα με την ανάπτυξη της παραγωγής. 
Δεν θα κάναμε τη δουλειά μας αν ήμασταν αποκλειστικά παραγωγοί εμπορευμάτων και πρώτων υλών και δεν ήμασταν ταυτοχρόνως ικανοί να παράγουμε ανθρώπους. 

Πρόκειται εδώ για μια απο τις αποστολές της νεολαίας: να ωθήσει και να καθοδηγήσει, μέσω του παραδείγματος της, τη δημιουργία του μελλοντικού ανθρώπου. 
Σε αυτό το έργο δημιουργίας και καθοδήγησης συμπεριλαμβάνεται και η συγκρότηση του εαυτού μας, γιατί απέχουμε όλοι από το να είμαστε τέλειοι. 

Και όλοι θα πρέπει να βελτιωνόμαστε μέσα από τη δουλειά μας, τις διαπροσωπικές σχέσεις, μέσα από της σοβαρή μελέτη και τις αντιπαραθέσεις με κριτικό πνεύμα. Όλα αυτά συμβάλλουν στον μετασχηματισμό του ανθρώπου. 
Αυτό το γνωρίζουμε, μια που έχουν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια από τον θρίαμβο της επανάστασης μας.
 Επτά χρόνια πέρασαν επίσης από τότε που οι πρώτοι από εμάς αποβιβάστηκαν και ξεκίνησαν τον αγώνα, την τελική φάση του αγώνα. 
Όποιος κοιτάξει προς τα πίσω και αναλογιστεί πως ήταν ο ίδιος πριν επτά χρόνια θα αντιληφθεί ότι η απόσταση που έχουμε διανύσει είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη, αλλά και ότι απομένει ακόμη αρκετός δρόμος.

Αυτοί είναι οι στόχοι μας. Είναι σημαντικό για τη νεολαία να κατανοήσει ποιός είναι ο ρόλος της και ποια είναι η βασική της αποστολή.
 Δεν χρειάζεται να παραφουσκώνει την σημασία του ρόλου αυτού, ούτε να θεωρεί τον εαυτό της ως κέντρο του σοσιαλιστικού σύμπαντος. 
Θα πρέπει όμως να βλέπει τον εαυτό της ως έναν σημαντικό κρίκο, έναν πολύ σημαντικό κρίκο που μας δείχνει το μέλλον.

Εμείς οδεύουμε προς τη δύση, παρόλο που, κατά μία έννοια γεωγραφική, ανήκουμε ακόμη στη νεολαία. Έχουμε φέρει σε πέρας πολλά δύσκολα καθήκοντα. Είχαμε την ευθύνη της καθοδήγησης μιας χώρας σε στιγμές τρομακτικά δύσκολες και αυτό βέβαια γερνά και φθείρει τους ανθρώπους. 
Σε μερικά χρόνια το καθήκον όσων από εμάς έχουν απομείνει θα είναι να αποσυρθούμε σε χειμερινά καταλύματα αφήνοντας τους νέους να καταλάβουν τις θέσεις μας.
 Όπως και να έχουν τα πράγματα, πιστεύω οτι εκπληρώσαμε με αρκετή αξιοπρέπεια μια αποστολή πολύ σημαντική. 
Δεν θα ήταν, όμως, το έργο μας ολοκληρωμένο αν δεν ξέραμε ποια είναι η κατάλληλη στγμή να αποσυρθούμε. 

Συμπληρωματικά, μια άλλη αποστολή σας είναι να διαμορφώσετε τους ανθρώπους που θα μας αντικαταστήσουν, έτσι ώστε το γεγονός ότι εμείς θα καλυφθούμε από τη λήθη, σαν κάτι που ανήκει στο παρελθόν, να αναδειχθεί σε ένα από τα πιο σημαντικά κριτήρια βάσει των οποίων θα αξιολογήσουμε τη δράση ολόκληρης της νεολαίας και ολόκληρου του λαού.

Πηγή: Ο Τσε Γκεβάρα μιλάει στους νέους (Che Guevara habla a la juventud / Che Guevara talks to young people), Pathfinder Press, 2000. Ελληνική Έκδοση: Διεθνές Βήμα, 2004.