ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπογιόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπογιόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Ήταν 17 Απρίλη του '12 που Έφυγε...Δημ. Μητροπάνος !!!

,,Και τον θυμόμαστε όπως ήταν: Χωρίς «πόζες». Πηγαίος. Χωρίς τίποτα το «δήθεν». Αξιοπρεπής. Χωρίς «τάχα μου». Με κουβέντες μετρημένες. Και καθαρές. Αυτός ήταν. Ένας μεγάλος τραγουδιστής, ένας μέγιστος άνθρωπος. Ένας μάγκας. Αληθινός. Με την μπέσα και την λεβεντιά που έχουν οι ωραίοι μάγκες.,,

«Όχι, δεν είμαι μαζί τους, είμαι αυτό που θέλω»

   Δεν είχε τίποτα πάνω του που να μοιάζει με «πόζα». Τίποτα το «δήθεν», το «τάχα μου». Ήταν ένας μάγκας. Κανονικός. Με την μπέσα και την λεβεντιά που έχουν οι ωραίοι μάγκες.
  Κουβέντες μετρημένες. Δεν «κορδωνόταν», δεν «το έπαιζε κάπως». Και για κείνα τα 2 – 3 πράγματα που ένιωθε να τον σφραγίζουν μιλούσε πάντα με συστολή και με σεβασμό προς τους άλλους. Το ένα ήταν ο Ολυμπιακός. Η τρέλα του!
   Το άλλο, το βαθύ, το εσώψυχο, εκείνο που το τίμησε σε κάθε περπατησιά του, ήταν η καταγωγή του: Είμαι από τη «Μικρή Μόσχα» έλεγε, από την Αγία Μονή, μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα, όπου ήμασταν όλοι ίδιοι – οι αριστεροί, οι αποκομμένοι από την κοινωνία.
   Εκεί στη «Μικρή Μόσχα» στη γειτονιά του, «ό,τι μαγείρευε ο δίπλα, έτρωγε και ο από δω. Μαζί στο σχολείο, στη βόλτα, στο ποδόσφαιρο, όλα μαζί» (συνέντευξη στην Κάλια Καστάνη, DOWN TOWN, Γενάρης 2012).
  Πριν φτάσει ήδη στα 18 του χρόνια να τραγουδάει το «Της Δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ» δίπλα στον Θεοδωράκη, στην θρυλική συναυλία του Μίκη το 1966 στη Νέα Φιλαδέλφεια, αν και πιτσιρικάς, είχε ήδη διανύσει μεγάλη διαδρομή.
  Την διαδρομή ενός παιδιού από τα 12 στο μεροκάματο και στη βιοπάλη. Που έμαθε στα 16 του ότι ο κομμουνιστής ΕΑΜίτης και αντάρτης του ΔΣΕ πατέρας του, που όλοι τον θεωρούσαν χαμένο στον Εμφύλιο, ζούσε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία – τον συνάντησε για πρώτη φορά το 1977 σε ηλικία 29 ετών, κάποιοι λένε με μυθιστορηματικό τρόπο, ανεβαίνοντας σε ένα λεωφορείο με φιλάθλους του Ολυμπιακού που πήγαινε για αγώνα με τη Δυναμό στο Ζάγκρεμπ. 
Όντας «ανεπιθύμητος» από τα σχολεία των Τρικάλων λόγω «αριστερών φρονημάτων», κατέβηκε στην Αθήνα, το 1964, δίπλα στον μόλις απολυθέντα από την εξορία κομμουνιστή μπάρμπα του, τον αδερφό της μάνας του.
  Ωστόσο, δίπλα στα υπόλοιπα που δεν τον καθιστούσαν ικανό να διαθέτει «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», φρόντισε να προσθέσει κι ένα ακόμα: Έγινε μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη.
  «Ανεπιθύμητος» και στα σχολεία της Αθήνας. Τελικά έβγαλε το γυμνάσιο σε ιδιωτικό σχολείο. Το πρώτο ηχογραφημένο τραγούδι του, το «Χαμένη Πασχαλιά», το έφαγε η λογοκρισία της χούντας. Οι στίχοι του (Δ.Ιατρόπουλος) ήταν κάπως… «περίεργοι»:
  «Καημός ιδρώτας κι αίμα/ Αχ τι ανάποδη ζωή/ Πλάκωσε πάλι η συννεφιά/ Πήγε στα χαμένα/ Κι ετούτη η Πασχαλιά».
  Για να βγάλει δίπλωμα οδήγησης έπρεπε να περιμένει μετά την μεταπολίτευση (συνέντευξη στην «Μηχανή του Χρόνου»).
  Τον περιγράφανε έτσι: «Γνήσιος». «Ξεχωριστός». «Λαϊκός». «Ντόμπρος». Ήξερε που πατούσε. Σε μια συνέντευξη (στην Κατερίνα Ζαννη, aixmi.gr,) ρωτήθηκε για τον Καζαντζιδη. Απάντησε:
  «Υπάρχουν κάποιοι που λένε “δεν μ’ αρέσει ο Καζαντζίδης”. Δέχομαι να μου πει “δεν μ΄ αρέσει ο Καζαντζίδης”, αλλά μη μου πει δεν αξίζει ο Καζαντζίδης”, γιατί θα του σπάσω το κεφάλι (…). Αγγίζει το τέλειο. Τραγούδησε την ξενιτιά και την προσφυγιά. Από την άλλη πλευρά υπήρχε ο Μπιθικώτσης που είπε την άμμο της θάλασσας. Εγώ έχω δηλώσει μακάρι να είχα τη φωνή του Καζαντζίδη και το ρεπερτόριο του Μπιθικώτση. Όταν ήμουν μικρός και δούλευα με τον Ζαμπέτα μου είχε πει “μην κάνεις το λάθος και προσπαθήσεις να μοιάσεις σε κανέναν γιατί δεν θα είσαι ποτέ τίποτα. Αν μιμηθείς κάποιον θα είσαι πάντα ο δεύτερος”».
  Δεν υπήρξε ποτέ «δεύτερος». Δεν μιμήθηκε κανέναν. Ποτέ.
  Έτσι αληθινά πορεύτηκε κι έτσι «γνήσια» τραγούδησε οτιδήποτε τραγούδησε. Γιατί ό,τι έβγαζε η φωνή του ήταν η αντανάκλαση των ίδιων των βιωμάτων του.
  Είχε εκείνη την άλλη, την δική του «δωρικότητα». Ήταν αληθινός και αυθεντικός κι όταν τραγουδούσε για τις αγωνίες, τους αγώνες και τα βάσανα του λαού, ήταν αληθινός κι αυθεντικός κι όταν τραγουδούσε για την αγάπη και τον έρωτα με εκείνη την «βαριά παλικαρίσια αναπνοή». 
   Τον ρωτούσαν για τα τελευταία, για το ΔΝΤ, για την κρίση, για τους «σωτήρες». Δεν του χρειαζόταν να είναι μέσα στις… διαπραγματεύσεις για να ξέρει:
  «Όταν τελειώσουν και με τις τελευταίες διαπραγματεύσεις – έλεγε – θα γίνει κανονικά η κηδεία της ΕλλάδαςΘα μας τα πάρουν όλα. Τα παιδιά θα φύγουν για έξω και… τέλος μείνανε βουβοί και γεμάτοι οι καφενέδες από γέρους και χαφιέδες που μιλάν για προκοπή”. Αυτοί θα είμαστε».
  Δεν αισθανόταν εξαπατημένος, αισθανόταν και ένιωθε αγανακτισμένος. Μιλούσε με εκείνη την αγανάκτηση που μέσα από την «τσαντίλα» για το πώς είναι τα πράγματα γεννιόταν και η ελπίδα για να αλλάξουν. Όταν η ΕΕ έφερε εκείνο το επαίσχυντο αντικομμουνιστικό μνημόνιο επιχειρώντας την άθλια διασύνδεση του κομμουνισμού με το ναζισμό, είχε δηλώσει:
  «Το να πεις ότι αυτά που συμβαίνουν είναι απαράδεκτα είναι λίγο. Συμβαίνουν τόσα πράγματα. Κάθε μέρα σκοτώνουν τον κόσμο, κάθε μέρα κάνουν πράγματα και δεν ασχολείται κανένας. Τώρα ξαφνικά τους πείραξε ότι ο κομμουνισμός είναι βλαβερός. Αν έτσι νομίζουν τι να κάνουμε, δεν μπορούμε να τους πούμε να μην αποφασίζουν. Δικαίωμά τους είναι να αποφασίζουν. Όμως, δικαίωμά μας και μας είναι να αντιστεκόμαστε και να αγωνιζόμαστε και να παλεύουμε. Από μια πλευρά θεωρώ μπας και είναι και λίγο καλό να ξυπνήσουμε και λίγο και να δούμε τι γίνεται, πού βαδίζουμε, πού πάμε, γιατί κάπου βολευτήκαμε, κάπου είπαμε εντάξει, είμαστε καλά, νόμιμο το ΚΚΕ, νόμιμο το ένα, νόμιμο το άλλο, όμως παραγίναμε νόμιμοι. Ισως μας ξυπνήσει λίγο και να ξαναμάθουμε να αγωνιζόμαστε. Καλό θα μας κάνει. Οι προοδευτικοί άνθρωποι που αγωνίζονται και που σηκώνουν το κεφάλι θα το σηκώσουν και θα το σηκώσουν και πιο πολύ. Γι’ αυτό σας λέω, ότι κάπου θα ξυπνήσουν συνειδήσεις, θα ξυπνήσουν πράγματα, θα ξυπνήσουν τα μαζικά κινήματα» ( Ριζοσπάστης, 31/12/2005).
Σε άλλη συνέντευξή του (στην αγαπημένη Ναταλί Χατζηαντωνίου, Ελευθεροτυπία, 2011), ρωτήθηκε για τους κυβερνώντες. Μπορεί να φανταστεί κανείς το ύφος του και τη χροιά της φωνής του όταν απαντούσε:
  «Λένε «θα δημιουργήσουμε». Ρε σεις, δεν έχουν οι άνθρωποι να φάνε, τι θα δημιουργήσετε; Πήρατε από το μισθωτό και το συνταξιούχο, τους τσακίσατε. Τώρα τι; Θα τους θάψετε και θα πάρετε φόρο θαψίματος; Απ’ την άλλη μεριά είναι πρόκληση οι επιχειρηματίες να χρωστάνε δισεκατομμύρια, να μην ξέρουν τι είναι το ΙΚΑ και όχι μόνο να μην τολμάει κανένας να τους πειράξει, αλλά ούτε να αναφέρεται το όνομά τους. Μετά βγαίνει η κυβέρνηση και σου λέει «εμείς θα σώσουμε την Ελλάδα». Άστε το, ρε παιδιά, αρκετά τη σώσατε».
   Τραγούδησε για τους «πάντα γελαστούς και γελασμένους». Σε συνέντευξή του στην αγαπημένη Ρουμπίνη Σούλη (Ριζοσπάστης, 2000), τότε που όλοι είχαν χαθεί στις «σομόν» σελίδες των εφημερίδων και από παντού ακούγονταν παιάνες για την νέα μεγάλη ιδέα του έθνους, την είσοδο στην ΟΝΕ, έλεγε:
  «Τα μόνα «προβλήματά» μας είναι το Χρηματιστήριο και το αν θα μπούμε στην ΟΝΕ. Κανείς απ’ αυτούς δε μας είπε ποτέ τι θα συμβεί, αφού μπούμε στην ΟΝΕ. Για το τι έρχεται μετά την ένταξη, γι’ αυτά που θα είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε. Γιατί τώρα δε μας λένε τίποτα για όλα αυτά; Μόνο λένε και ξαναλένε ότι με την ΟΝΕ μπαίνουμε στους πλούσιους. Ας σοβαρευτούμε, ρε παιδιά! Σε ποιους πλούσιους μπήκαμε; Ποιο είναι το δικό μας βιοτικό επίπεδο σε σχέση με των Γάλλων, των Γερμανών; Πώς θα πάμε; Ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια; Γιατί δε μας λένε τι θα συμβεί μετά;».
Έτσι ήταν. Δεν έβγαζε την ουρά του απέξω. Έπαιρνε θέση. Αρχές του 2000, με νωπές ακόμα τις υποθέσεις Οτσαλάν και της ΝΑΤΟικής επιδρομής στη Γιουγκοσλαβία, είχε ρωτηθεί για τη σχέση καλλιτεχνών – κατεστημένου, για το πώς το δεύτερο ασκεί την τακτική των «υποδείξεων» στους πρώτους. Απαντούσε (Ριζοσπάστης, 23/4/2000):
«Έχει αλλάξει και ο τρόπος που αντιμετωπίζονται από το κατεστημένο… Σήμερα, ασκούνται άλλου είδους πιέσεις. Και στην περίπτωση της συναυλίας για τον Οτσαλάν ειδικότερα υπήρξαν φοβερές πιέσεις, τηλέφωνα. Εγώ πάντως δεν τις καταλαβαίνω αυτές τις πιέσεις, που λένε δε θα σε παίξουμε στην τηλεόραση ή θα το πληρώσεις αν δεν είσαι μαζί μας… Όχι, δεν είμαι μαζί τους. Είμαι αυτό που θέλω. Με αυτό που ζητώ να βιώσουν τα παιδιά τα δικά μου και του δίπλα μου, ώστε να μπορέσουν να ζουν ανθρώπινα, ευτυχισμένα. Ας με κυνηγήσουν… Και τι έγινε; Μπορώ να φτιάξω μια καλύτερη κοινωνία; Αυτό με απασχολεί. Εξάλλου, αν πας σε μια διαδήλωση, μπορείς να κάνεις και πέντε φίλους… Μπορεί κάποιοι να με λένε και γραφικό για τις επιλογές μου. Αυτοί, όμως, τι είναι; Εγώ μπορεί να είμαι γραφικός, αυτοί, όμως, είναι δουλοπρεπείς, γλείφτες. Δε με νοιάζουν, ούτε με αφορούν. Έχω την αξιοπρέπειά μου, που λείπει απ’ αυτούς που σκύβουν το κεφάλι και κλίνουν το “βολεύομαι” σε όλες τις πτώσεις».   
   Στις 17 Απρίλη του 2012 έφευγε ο Δημήτρης Μητροπάνος. Και τον θυμόμαστε όπως ήταν: Χωρίς «πόζες». Πηγαίος. Χωρίς τίποτα το «δήθεν». Αξιοπρεπής. Χωρίς «τάχα μου». Με κουβέντες μετρημένες. Και καθαρές.  Αυτός ήταν. Ένας μεγάλος τραγουδιστής, ένας μέγιστος άνθρωπος. Ένας μάγκας. Αληθινός. Με την μπέσα και την λεβεντιά που έχουν οι ωραίοι μάγκες.
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στον «Ημεροδρόμο» για πρώτη φορά στις 17 Απριλίου 2016.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Εκείνοι που Προκάλεσαν τα Άουσβιτς Κάθισαν στο Εδώλιο ; Τιμωρήθηκαν ;;

Πίσω από το Άουσβιτς…

Σαν σήμερα, πριν από 75 χρόνια , στις 27 Γενάρη 1945, ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωνε το Άουσβιτς. Όσα αποκαλύφθηκαν τότε θα θυμίζουν για πάντα εκείνο το ρηθέν: Τα κτήνη είναι δημιούργημα του Θεού, η κτηνωδία είναι έργο των ανθρώπων. Ή για την ακρίβεια εκείνων των υπανθρώπων που ομνύουν στον υπεράνθρωπο για να δικαιολογήσουν την απανθρωπιά τους.

Έχει νόημα να μνημονεύει κανείς την 27η Γενάρη ως Διεθνή Ημέρα για τα θύματα του Ολοκαυτώματος; Εξαρτάται πως προσεγγίζει κανείς την σημερινή εποχή. Την εποχή του Τραμπ, της Λεπέν, του Βίντερς, του Ορμπαν, των ναζί της Ουκρανίας, της Χρυσής Αυγής…

Έχει νόημα, αφού εκείνοι που προκάλεσαν τα Άουσβιτς κάθισαν στο εδώλιο και τιμωρήθηκαν, να μνημονεύει κανείς την επιγραφή «η εργασία απελευθερώνει» που δέσποζε στην είσοδο του Άουσβιτς;

Εξαρτάται πως εννοεί κανείς την έννοια τιμωρία την εποχή των πνιγμένων προσφύγων στο Αιγαίο, πως εννοεί την «εργασία» την εποχή που 500 Κροίσοι, το 0,000066% του παγκόσμιου πληθυσμού, κατέχουν πλούτη τριπλάσια από την Αφρική των 65 χωρών και των 1,3 δις κατοίκων


Αλλά, επήλθε πράγματι τιμωρία για εκείνο το έγκλημα; Κάθισαν, όντως, στο σκαμνί όλοι όσοι το προκάλεσαν; 
Ας δούμε:
  • Στο εδώλιο δεν κάθισε ποτέ η «Κρουπ». Η πολυεθνική «Κρουπ», που τροφοδοτούσε όλη την πολεμική μηχανή του Χίτλερ, αλλά η έπαυλη του ιδιοκτήτη της όλως περιέργως έμεινε ανέπαφη όταν οι Αμερικάνοι ισοπέδωναν το Εσσεν. Ο πρόεδρος των Γερμανών βιομηχάνων, ο «κύριος» Κρουπ, έλεγε ότι «ο Εθνικοσοσιαλισμός απελευθέρωσε τον Γερμανό εργάτη από τη μέγγενη ενός δόγματος (σ.σ. του κομμουνιστικού δόγματος)». Ο «κύριος» Κρουπ έλεγε ότι «ο Αδόλφος Χίτλερ μετέτρεψε τον εργάτη σε πειθαρχημένο στρατιώτη της εργασίας και σε σύντροφο των βιομηχάνων». Ο «κύριος» Κρουπ το 1940 παρέλαβε από τα χέρια του Χίτλερ το χρυσό παράσημο του ναζιστικού κράτους. Η σημερινή Κρουπ είναι αυτή στην οποία οι κυβερνήσεις της Ελλάδας έχουν ξεπουλήσει τα ναυπηγεία της χώρας. Μόνο από ένα εργοστάσιο της «Κρουπ», της σημερινής «Κρουπ» με τις 670 θυγατρικές σε όλο τον κόσμο, οι ναζί χρηματοδοτήθηκαν μέχρι το 1945 με το ιλιγγιώδες για την εποχή ποσό των 4,7 εκατ. μάρκων.
  • Στο εδώλιο δεν κάθισε η «Ντόιτσε Μπανκ». Η «Ντόιτσε Μπανκ» της Μέρκελ και του Σόιμπλε, που έχει αναλάβει το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας ως σύμβουλος των ελληνικών κυβερνήσεων, είναι η ίδια «Ντόιτσε Μπανκ» που χρηματοδότησε τη δημιουργία και λειτουργία των ναζιστικών φούρνων του Άουσβιτς.
  • Στο εδώλιο δεν κάθισε η «Ζήμενς». Η «Ζήμενς», με την οποία έκαναν εξωδικαστικό συμβιβασμό οι ελληνικές κυβερνήσεις για τις μίζες, είναι η ίδια «Ζήμενς» που έλυνε και έδενε επί φασίστα Μεταξά. Με πρόταση και χρηματοδότηση του επικεφαλής της «Ζήμενς» στην Αθήνα, συγκροτήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας το 1943.
  • Στο εδώλιο δεν κάθισαν οι 25 από τους μεγαλύτερους βιομήχανους της Γερμανίας, αυτοί που το 1933 τροφοδότησαν το αποκαλούμενο και «Ταμείο του Χίτλερ» με το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 3 εκατ. μάρκων. Ήταν στις εκλογές του ’33 που οι Ναζί πήραν το 44% των ψήφων.
  • Στο εδώλιο δεν κάθισε η ελβετική «Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών». Ο πρόεδρός της, ο τραπεζίτης Σαχτ, ήταν ο υπουργός Οικονομικών του Χίτλερ από το 1934.
  • Στο εδώλιο δεν κάθισε η «Φάρμπεν». Το τεραστίων διαστάσεων βιομηχανικό συγκρότημα της «Φάρμπεν» κατασκευάστηκε από κρατούμενους του Άουσβιτς . Περισσότεροι από 25.000 άνθρωποι πέθαναν στη διάρκεια της κατασκευής του. Στη «Φάρμπεν» δούλευαν 85.000 κρατούμενοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η «Φάρμπεν» κατασκεύασε το Κυκλώνιο B. Ηταν το αέριο που χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση χιλιάδων ανθρώπων στα κρεματόρια. Ένα από τα ονόματα με τα οποία κυκλοφορεί σήμερα η «Φάρμπεν» είναι το όνομα «Μπάγερ».
  • Στο εδώλιο δεν κάθισαν οι 45 από τους μεγαλύτερους Γερμανούς βιομήχανους που στις επιχειρήσεις τους στέλνονταν για καταναγκαστική εργασία οι κρατούμενοι από το Μαουτχάουζεν.

Στο εδώλιο δεν κάθισαν:
  • Η αμερικανική πολυεθνική «ΙΒΜ». Η οργάνωση των 78 ναζιστικών στρατοπέδων εξόντωσης έγινε με τεχνολογία της «IBM». Ο πρόεδρος της «IBM», ο T. Watson, τιμήθηκε από το Γ’ Ράιχ με το μετάλλιο του Μεγάλου Σταυρού της Γερμανικής Τάξης του Αετού, το 1937. Ηταν η μεγαλύτερη τιμή που μπορούσε να αποδώσει το ναζιστικό καθεστώς σε μη Γερμανό πολίτη.
  • Η αμερικάνικη πολυεθνική «ΙΤΤ». Ηταν αυτή που μεταξύ άλλων οργάνωσε το σύστημα πληροφοριών του γερμανικού στρατού, που συμμετείχε στον σχεδιασμό βομβών και βομβαρδιστικών για λογαριασμό της ναζιστικής αεροπορίας.
  • Η «Standard Oil». Η «Standard Oil», των συμφερόντων Ροκφέλερ, στη διάρκεια του πολέμου, εκτός από τους συμμάχους προμήθευε με καύσιμα και τον Άξονα.
  • Η «General Motors». Χιλιάδες θωρακισμένα αυτοκίνητα, φορτηγά και τανκς για τον γερμανικό στρατό κατασκευάστηκαν από την «General Motors». Αλλά «ό,τι συμφέρει την General Motors’ συμφέρει την Αμερική», όπως έλεγε κι ο Αϊζενχάουερ. Το αμερικανικό κράτος αποζημίωσε με 33 εκατ. δολάρια την «General Motors» για τις ζημιές που υπέστησαν τα εργοστάσιά της σε Γερμανία και Αυστρία στον πόλεμο. Ήταν τα εργοστάσια που κατασκεύαζαν τανκς για τον Χίτλερ.
  • Η «Ford». Το 1/3 των φορτηγών της Βέρμαχτ το κατασκεύασε η αμερικανική πολυεθνική «Ford». Οι μισοί «εργαζόμενοι» της εταιρείας ήταν σκλάβοι από στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο πρόεδρος της «Ford», ο «κύριος» Ford, το 1938 γιόρτασε τα 75α γενέθλιά του παραλαμβάνοντας από τους Γερμανούς πρόξενους στο Ντιτρόιτ το μετάλλιο του Μεγάλου Σταυρού της Γερμανικής Τάξης του Αετού.
  • Η τράπεζα «UBC». Ήταν από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες του ναζιστικού καθεστώτος. Πρόεδρός της ήταν ο «κύριος» Πρέσκοτ Μπους. Πατέρας και παππούς δυο κατοπινών αμερικανών προέδρων.

Ο κατάλογος είναι μακρύς. Τα παραπάνω είναι απλώς ενδεικτικά. Σε κάθε περίπτωση: Κανένα από τα στελέχη των εταιρειών δυτικών συμφερόντων δεν τιμωρήθηκε ποτέ μετά τον πόλεμο για τις σχέσεις του με τον ναζισμό. Τα αδικήματά τους παραγράφηκαν.

Το φρόντισε ο κύριος John McCloy. Ήταν ο Ύπατος Αρμοστής των ΗΠΑ στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. Ο McCloy ήταν από το 1947 ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας. Πριν ως νομικός εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των Ροκφέλερ και της τράπεζας «Chase Manhattan». Η «Chase Manhattan» υπήρξε από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες του ναζιστικού καθεστώτος.

Ο κατάλογος είναι μακρύς και το συμπέρασμα ασφαλές: Από το εδώλιο δεν πέρασαν ποτέ όλοι αυτοί που συνηθίζουν να βρίσκονται δίπλα, πίσω και κυρίως πάνω από τους «Χίτλερ».

Το συμπέρασμα είναι ασφαλές: Από το πινάκιο των ενόχων του ναζιστικού εγκλήματος, λείπουν τα μονοπώλια και όλοι αυτοί που κάνουν κουμάντο σε ένα σύστημα που είτε με φασισμό είτε χωρίς φασισμό, είτε με κοινοβούλιο, είτε χωρίς κοινοβούλιο, έχει πάντα το ίδιο όνομα. Λέγεται καπιταλισμός.

Ο φασισμός το 1945 ηττήθηκε. Η ιστορία, όμως, απεφάνθη ότι – δυστυχώς – ο φασισμός δεν αρκεί να νικηθεί. Ο φασισμός πρέπει να ξεριζωθεί. Και η απόδειξη είναι όλη αυτή η κτηνωδία που καταγράφηκε με την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στο Άουσβιτς.

Τίποτα, όμως, δεν ξεριζώνεται αν δεν ξεριζωθούν οι ίδιες οι ρίζες του. Γεγονός που πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις: Μήπως, τελικά ο Μπρεχτ είχε δίκιο; Ο Μπρεχτ, κάποιος που γνώρισε όσο λίγοι τον τρόμο και την αθλιότητα του ναζισμού, ισχυριζόταν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 ότι:

«… ο φασισμός δεν μπορεί να πολεμηθεί παρά σαν καπιταλισμός. Ως ο πιο ωμός,  ο πιο καταπιεστικός,  ο πιο θρασύς κι ο πιο δόλιος καπιταλισμός»
Η κτηνωδία του φασισμού είναι η ίδια η απόδειξη της ανάγκης για τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση ενάντιά του. Ενάντια στην ωμότητα, τη δολιότητα, την θρασύτητα, την απανθρωπιά του φασισμού.

Χωρίς άγνοια της ιστορικής εμπειρίας, όπως αναβιώνει μπροστά στα μάτια μας: Οτι ο φασισμός δεν αρκεί να πολεμηθεί. 
Δεν αρκεί ούτε ακόμα και να νικηθεί. Ο φασισμός πρέπει να ξεριζωθεί. 
Και θα ξεριζωθεί μόνο έτσι: Ως καπιταλισμός.